κεῖνος δ ' οὖν ἐστιν ἄριστος , ἂν πεινῶσι μεταξὺ φέρῃς κρέας ὀπτὸν ἑκάστῳ , θερμόν , ἁπλῶς ἁλίπαστον , | ||
πανσόφως καὶ λεύκανον σκοτασμὸν ἐγκεκρυμμένον ἐνδοσθίοις δράκοντος , ἕως ἂν φέρῃς ἔξω τὸ κεκρυμμένον ἄρρητον τέρας . γενήσεται γὰρ ἔκλαμπρος |
ἑκάστῳ , θερμόν , ἁπλῶς ἁλίπαστον , ἀφαρπάζων ὀβελίσκου μικρὸν ἐνωμότερον . μὴ λυπείτω δέ ς ' ὁρῶντα ἰχῶρα στάζοντα | ||
ἑκάστῳ , θερμόν , ἁπλῶς ἁλίπαστον , ἀφαρπάζων ὀβελίσκου μικρὸν ἐνωμότερον . μὴ λυπείτω δέ ς ' ὁρῶντα ἰχῶρα στάζοντα |
κρέας ὀπτὸν ἑκάστῳ , θερμόν , ἁπλῶς ἁλίπαστον , ἀφαρπάζων ὀβελίσκου μικρὸν ἐνωμότερον . μὴ λυπείτω δέ ς ' ὁρῶντα | ||
κρέας ὀπτὸν ἑκάστῳ , θερμόν , ἁπλῶς ἁλίπαστον , ἀφαρπάζων ὀβελίσκου μικρὸν ἐνωμότερον . μὴ λυπείτω δέ ς ' ὁρῶντα |
ἀχθομένη : βωμὸς δ ' ἄνθεσιν ἀν τὸ μέσον πάντηι πεπύκασται , μολπὴ δ ' ἀμφὶς ἔχει δώματα καὶ θαλίη | ||
γυμνὸς ὅλος τό γε σῶμα , νόος δέ οἱ εὖ πεπύκασται , καὶ πτερόεις ὡς ὄρνις ἐφίπταται ἄλλον ἐπ ' |
βαρυνόμενοι . περὶ σηπεδόνος * σηπεδόνος : ὄνομα ὄφεως * γνοίης : γνωρίσαις μάθοις ἀλλ ' ὁ μὲν εἴδει : | ||
ζηλωτόν , τὸ δ ' ἄμοιρον γενέσθαι παντελῶς καταγέλαστον . γνοίης δ ' ἂν ἐξ ἄλλων τε πολλῶν , καὶ |
ἁλίπαστον ἁλισπάρτου διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ ἁλσὶ πεπασμένον κρέας ἁλίπαστον λέγεται , ἁλίσπαρτος δὲ ἡ ἁλσὶ κατεσπαρμένη χώρα , | ||
[ ˘ – ⚕ – μένα ] ? ἀμφ ' ἁλίπαστον , ἇι ? μικρᾶι στ [ ⚕ – ⚕ |
δέρας χερσὶν ἐφαπτομένα : „ Αὖθι μένοις παρὰ πατρί , τέκοις δ ' ἐπὶ λῴονι μοίρᾳ ἄλλαν σῷ πολιῷ γήραϊ | ||
δέρας χερσὶν ἐφαπτομένα : „ Αὖθι μένοις παρὰ πατρί , τέκοις δ ' ἐπὶ λῴονι μοίρᾳ ἄλλαν σῷ πολιῷ γήραϊ |
πάντηι πεπύκασται , μολπὴ δ ' ἀμφὶς ἔχει δώματα καὶ θαλίη . χρὴ δὲ πρῶτον μὲν θεὸν ὑμνεῖν εὔφρονας ἄνδρας | ||
πάντῃ πεπύκασται , μολπὴ δ ' ἀμφὶς ἔχει δώματα καὶ θαλίη . χρὴ δὲ πρῶτα μὲν θεὸν ὕμνεν εὔφρονας ἄνδρας |
αὐτὴν μὴ τοῖς ἔμπροσθεν ἀκολουθεῖν ἀλλ ' ἑαυτῇ κελεύσῃ . Εἴη δ ' ἂν ἀρχή , καὶ ὄνος , καὶ | ||
τῶν ἀλεύρων λεπτόν . νοήμων : φρόνιμος , ἐπινοητής . Εἴη : ἔστω . αἰόλα : ποικίλα , δόλια . |
' ἰχθύν , ὦ Δευκαλίων , μηδ ' ἢν αἰτῶ παραθῇς μοι . Τί ληρεῖς ; ἀλλὰ φωνὴν οὐκ ἔχειν | ||
φυὴν καὶ εἶδος ὅμοια . ἂν δ ' ὄξει ῥάνας παραθῇς , ἀπόλωλεν ἐκείνη . καὶ Ἀντιφάνης δ ' ἐν |
δὲ „ δὶς „ ἔφη ” νικήσεις , ἐὰν μὴ ἐθέλῃς τρίς . ” Δαιμόνιον , ἀμπελουργέ , λέξεις γάρ | ||
γὰρ τὰ τοῦδε καλῶς οἶσθα . ἂν δ ' οὐκ ἐθέλῃς λέγειν , ἀνάγκη ἐμὲ μαντεύεσθαι . καὶ τὸν μὲν |
θύμα , θύμβραν . Ὡς ἡ ποτ ' αὐτὸν ἢν κάμῃ τις , εὐθέως ἐρεῖ [ πρὸς αὐτὸν ] , | ||
κῦμ ' ἀλεείνων πάντοθεν ἐσσύμενον στυγερῇ ὑπὸ χείματος ὥρῃ χεῖρα κάμῃ καὶ θυμόν , ὑποβρυχίης δ ' ἄρα νηὸς ὀλλυμένης |
διὰ τῆς λέξεως ἐδήλωσεν . ΓΘ κυκήσω ] συνταράξω . φύσκης : φύσκη ἔντερόν ἐστι παχύ , εἰς ὃ ἐμβάλλεται | ||
, τόμος ἀλλᾶντος , τόμος ἠνύστρου , χορδῆς ἕτερος , φύσκης ἕτερος διαλαιμοτομεῖται , κρατὴρ ἐξερροίβδητ ' οἴνου , πρόποσις |
' Ἵππαρχον , Θυμιατήριον , Νότιος Ἰχθύς , Κῆτος , Ὕδωρ τὸ ἀπὸ τοῦ Ὑδροχόου , Ποταμὸς ὁ ἀπὸ τοῦ | ||
ὁ δὲ κυανέου ὑπὸ Κήτεος οὐρῇ : τοὺς πάντας καλέουσιν Ὕδωρ . Ὀλίγοι γε μὲν ἄλλοι νειόθι Τοξευτῆρος ὑπὸ προτέροισι |
τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ γελῶσα , διατελεῖ τὴν ἡμέραν ἔνδον , ὥσπερ τοῖς | ||
τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ γελῶσα , διατελεῖ τὴν ἡμέραν ἔνδον , ὥσπερ τοῖς |
πιεῖν , εἰς συνουσίαν παρορμᾷ : τὴν δὲ ὑποκάτω ἐὰν πίῃ τις , τὸ ἐναντίον ποιήσει ἀγόνους . Γλύψον οὖν | ||
αὐτός φησιν εἶναι κρήνην , ἧς ὅταν τις τοῦ ὕδατος πίῃ , τοῦ οἴνου τὴν ὀσμὴν οὐ φέρει . Ὁ |
εἰσιν . οὐθὲν γὰρ τούτων ἀντιμαρτυρεῖται ταῖς αἰσθήσεσιν , ἂν βλέπῃ τις τίνα τρόπον τὰς ἐναργείας , τίνα καὶ τὰς | ||
ἐστι νῆστις . εἰς τοὺς καλοὺς δ ' ἄν τις βλέπῃ , καινὸς θεατροποιός : ὑφείλετ ' ἄρνα ποιμένος παίζων |
ἂν δὴ † φέρηις τι , μέγα δή τι † φέροις : ἄνοιγ ' ἄνοιγε τὰν θύραν χελιδόνι : οὐ | ||
τοῖσι δ ' ἔργοις ὄντας ἀνοήτους ὁρῶ . ἀποτετύχηται ζωμήρυσιν φέροις : ὀβελίσκους δώδεκα : κρεάγραν : θυΐαν : τυρόκνηστιν |
αὐτοκέλευστος ὡρμήθη . . . . παράγγελμα : κρότος τε ἀθρόος οὐκ ἐκ παραγγέλματος ἀλλ ' ἔκ του αὐτοκελεύστου τῆς | ||
φέρουσαι τὸν ὄμβρον . ἢ τὸν βρόχον . ὄμβρος ὁ ἀθρόος ὑετός , καὶ ὄμβριμον ὕδωρ τὸ ἐξ αὐτοῦ . |
, νῦν δὲ ἐπὶ τοῦ ἄρτου × καταχρηστικῶς τέθεικεν . ναστός κυρίως ἄρτος ὁ ζυμωθεὶς μετὰ μέλιτος καὶ σταφίδων καὶ | ||
ἅπερ ἐλάττω ἐκάλουν . σφυρήλατος . δι ' ὅλου βάθους ναστός . εἰς τὰς ὁμοίας λαβάς . ἀπὸ μεταφορᾶς εἴρηται |
. Ἔφιππος δέ φησι : τρεῖς πρὸς τέτταρας . οἶνον πίοις ἄν ; ὑδαρῆ μὰ τὴν γῆν , ἀλλὰ τρία | ||
ἦσαν μεγάλαι . Ἀριστοφάνης Εἰρήνῃ τί δῆτ ' ἂν εἰ πίοις οἴνου κύλικα λεπαστήν ; ἀφ ' ἧς ἔστι λάψαι |
ζῷα . γραπτέον οὖν οὔλιον , ἵνα τὸν τοῦ κυνὸς σημαίνῃ , τὸν φθοροποιὸν καὶ λαμπρότατον , ᾧ καὶ τὸν | ||
ἥμισυ μόνον , οὐδὲν σημαίνει ἐνεργείᾳ κἂν δυνάμει τὸ διπλάσιον σημαίνῃ † πρὸς τὸ διπλάσιον ἀναφέρεται . εἰ δὲ δώσομεν |
τῇ πρὸς τὴν Δημοσθένους γραφὴν ἀπολογίᾳ . ὅτι δὲ τὸ σκαφίον εἶδος κουρᾶς καὶ Ἀριστοφάνης Γήρᾳ . Σκευοποιοῦντα τὸ πρᾶγμα | ||
φησι Πάμφιλος . εἶναι δ ' αὐτὸ οἷόν ἐστι τὸ σκαφίον . ΚΕΛΕΒΗ . τούτου τοῦ ἐκπώματος Ἀνακρέων μνημονεύει : |
, ὡς ἔχει ταυτί : Ῥόχθει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο . Αὐτὸς δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο . | ||
ἄκουσε ποτὶ σπιλάδεσσι θαλάσσης : ῥόχθει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο δεινὸν ἐρευγόμενον , εἴλυτο δὲ πάνθ ' ἁλὸς |
ἀλλὰ ἆθλόν ἐστιν ἐν τῷ μέσῳ κείμενον , ὑπὲρ οὗ διαφέρεσθε . καὶ τί τοῦτό ἐστιν ; ἃ μέν γε | ||
τοσοῦτον . νυνὶ δὲ αἰσχύνη καὶ γέλως ἐστὶν ὑπὲρ ὧν διαφέρεσθε . τί οὖν οὐκ ἐκεῖνοι κατεφρόνησαν ; ὅτι οὐκ |
ἔῃ λυγρὸν ᾧ ἔνι κεῖνος κάτθανε : λευγαλέη δὲ καὶ ἄσχετος ἔσσυται ὀδμὴ ἐξ ὕδατος : φαίης κεν ἔθ ' | ||
πεποίηται παρὰ τὸ σχέθω : ἐλέγετο γὰρ ἂν σχέτος καὶ ἄσχετος . ἀλλὰ παρὰ τὸ σχῆμι , ἀφ ' οὗ |
δίψα ἰσχυρὴ , καὶ τὸ ἴκταρ ξηραίνεται . Ταῦτα ἢν ἐγκύμονι περιπέσῃ , θνήσκει , καὶ οὐκ ἂν δυνήσεται διαφυγεῖν | ||
ῥίψηι καὶ γυψὶν ἕλωρα . μηδ ' ἐπὶ σῆι ἀλόχωι ἐγκύμονι χεῖρα βάληαι . μηδ ' αὖ παιδογόνον τέμνειν φύσιν |
φθεγγόμενα καὶ βοῶντα μέγιστον τὰ σιδήρια λέγεται , ἐάν τις ἅψηται : ὥστε τοῦτο μὲν ὑπὸ σοφίας ἔλαθες οὐδὲν εἰπών | ||
Α γωνίας λαβεῖν , παραφέρομεν τὸ ΘΚ κανόνιον ἕως ἂν ἅψηται τοῦ ἄκρου τοῦ μοιρογνωμονίου , καὶ τηροῦντες τὴν θέσιν |
ἐχέτω , σὺ δὲ τῶν ὤμων σείων , ἀκροάζεσθαι ἐς ὁκότερον ἂν ψοφέῃ : βούλεσθαι δὲ ἐς τὸ ἀριστερὸν ταμέειν | ||
ὁκόταν δὲ τὸ μὲν θῆλυ , τὸ δὲ ἄρσεν , ὁκότερον ἂν ἑκατέρου κρατήσῃ , τοιοῦτον ἐπαύξεται . Ὅμοια δὲ |
τὴν Ἀττικὴν πολέμου , ὃς λυπήσει μὲν ἕκαστον , ἐπειδὰν παρῇ , γέγονεν δ ' ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ . | ||
ποιεῖν . Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις , ἂν μὴ νοῦς παρῇ . Ὦ Ζεῦ , τὸ πάντων κρεῖττόν ἐστι νοῦν |
ΑΒ : λέγω , ὅτι , ἐὰν ἀπὸ τοῦ ΑΒ ἀφαιρεθῇ μεῖζον ἢ τὸ ἥμισυ καὶ τοῦ καταλειπομένου μεῖζον ἢ | ||
διάστημα μέν ἐστιν , διάστημα δὲ ἀόριστον : ὅταν γὰρ ἀφαιρεθῇ τῆς σφαίρας τὸ πέρας καὶ τὰ συμβεβηκότα , λείπεται |
εἰπεῖν . τινὲς στίζουσιν εἰς τὸ οὔπω , ἵν ' ἦι : οὔπω ἐλπὶς οἴχεται δόμων : ταῦτα δὲ καὶ | ||
δισσὰς δέ μοι ἔχει φυλάξεις : ἢν μὲν ὠμόφρων τις ἦι , κρύψας ἐμαυτὸν εἶμι πρὸς ναυάγια : ἢν δ |
ὑπὸ τοῦ τοιοῦδε γάλακτος : ἑσπέρην δὲ δειπνείτω κρέας ὄρνιθος ὀπτὸν ὀλίγον , καὶ ἄρτον σμικρὸν ἐγκρυφίην : ἐπιπίνειν δὲ | ||
σίζον ἐπισείων φέρω . Τριωβόλου κρεΐσκον ἀστεῖον πάνυ ὕειον : ὀπτὸν θερμὸν εὔχυλον τέρεν ὅταν ᾖ , προσφέρων . Ἐναλείφεται |
μὲν θαλάσσῃ ἢ ἅλμῃ ἐφ ' ἱκανόν , ἄχρις ἂν λευκανθῇ καὶ ἡ θάλασσα καθαρὰ ἀπορρέῃ , ἔπειτα ὕδατι γλυκεῖ | ||
αὐτοῦ γεώδη ὑπερουσίαν καὶ παχύτητα τοῦ σώματος . Ἐὰν οὖν λευκανθῇ ὁ χαλκὸς ἄσκιος , πνευματικὸς γίνεται , καὶ λοιπὸν |
ἀλάλκοι . οἳ δ ' ἰθὺς πόλιος καὶ τείχεος ὑψηλοῖο δίψῃ καρχαλέοι κεκονιμένοι ἐκ πεδίοιο φεῦγον : ὃ δὲ σφεδανὸν | ||
περιέρρει , ὥσπερ Κοννᾶς , στέφανον μὲν ἔχων αὗον , δίψῃ δ ' ἀπολωλώς , ὃν χρῆν διὰ τὰς προτέρας |
νεφέλης ἀνὰ μέρος αʹ , λείωσον ἄχρις ἂν καταποθῇ ἡ ὑδράργυρος εἰς ὄξος : καὶ ξηράνας ἀνένεγκαι αἰθάλας ἄχρις ἂν | ||
. Τρίβε οὖν ταῦτα ἕως ὅτου νὰ μηδὲν φαίνεται ὁ ὑδράργυρος . Εἶτα εὑρὼν πινάκια δύο ὥστε στουμπόνεσθαι ἡρμοσμένα , |
ἐστιν ἀνατολή , ὅταν ἔξω τῶν αὐγῶν τοῦ ἡλίου πρῶτον ἱστῆταί τι ἄστρον καὶ πρὸ αὐτοῦ ἀνατέλλον ὀφθῇ : ἑῴα | ||
ἐστιν ἀνατολή , ὅταν ἔξω τῶν αὐγῶν τοῦ ἡλίου πρῶτον ἱστῆταί τι ἄστρον καὶ πρὸ αὐτοῦ ἀνατέλλον ὀφθῇ : ἑῴα |
ἂν τὴν νόσον ὑπενέγκοις ἐὰν γενναίως ἐνέγκῃς : πῶς ἂν δροσερᾶς ἀπὸ κρηνῖδος : ὁ νοῦς : πῶς ἂν δροσερᾶς | ||
. μοχθεῖν δὲ βροτοῖσιν ἀνάγκη . αἰαῖ : πῶς ἂν δροσερᾶς ἀπὸ κρηνῖδος καθαρῶν ὑδάτων πῶμ ' ἀρυσαίμαν , ὑπό |
⋮ εἶ σὺ δεκτέα ] στρατῶι . καὶ κάρτ ' ὄναιτ ' ἄν , ⋮ εἰ δέχοιτό ] μ ' | ||
. ἀπόλοιο τοίνυν ἕνεκ ' ἀναιδείας ἔτι . ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ ' ἂν οὑτοσί . οἴμ ' ὡς καταγελᾷς . |
Πρὸϲ τὰϲ ἐν ὠϲὶν ὀδύναϲ διὰ πάχοϲ χυμῶν οη Πρὸϲ ῥύπου ϲκληρότητα οθ Περὶ τῶν ἐν ὠϲὶν ἤχων π Πρὸϲ | ||
τῶν στεμφύλων μετὰ τὸ ἐκπιεσθῆναι τὸν οἶνον : ποιήσας δὲ ῥύπου στερεοῦ πάχος , κατάπλασσε τοὺς πάσχοντας τόπους , διασκεδάζει |
μὲν ἅπαξ ᾖ πεπληρωμένον ὅτε ἐτέθη , τὸ δὲ δεύτερον μέλλῃ πληροῦσθαι μετὰ τὴν ἀνάστασιν καὶ κρίσιν . οὐ μὴν | ||
καὶ πολὺ ἀνάγει , καὶ ἀδυνατέει σφόδρα , καὶ ὁκόταν μέλλῃ ἀποθανεῖσθαι , κάτω ὑποχωρέει ἐπὶ πολὺ καὶ ὑγρόν . |
καὶ ἂν ἔλαττον ᾖ : οἷον ἐὰν εἰς κοτύλην σμύρνης ἐμβληθῇ μνᾶ καὶ ὕστερον ἐμβληθῶσι κιναμώμου δραχμαὶ δύο , κρατοῦσιν | ||
ἂν τούτων ἐξαρθρήσαντα ἐξίσχῃ ἕλκος ποιησάμενα , πάντα , ἢν ἐμβληθῇ , θάνατον φέρει , μὴ ἐμβληθέντα δὲ , ἐλπίδα |
τοὺς σιροὺς περιτείνῃς αὐτούς , εἶτ ' ἀργιλώδει πηλῷ διαπάττων ἐμβάλῃς τὸν σῖτον ἢ ἥπατα ἐλάφου ξηρὰ κατατεμὼν μικρὰ ἐμβάλῃς | ||
φυτά , ἐὰν τὴν ῥίζαν περιορύξας καὶ τρυπήσας κρανέας ἐπίουρον ἐμβάλῃς , καὶ γῆν ἐπισωρεύσῃς . Τινὲς δὲ γυμνώσαντες τὰς |
ἔχουσι , κοὐδὲν ἀφ ' ὑὸς γίγνεται πλὴν ὑστριχὶς καὶ πηλὸς ἡμῖν καὶ βοή . ἐξιόντι μοι ἁλιεὺς ἀπήντησεν φέρων | ||
' Ἀλέξανδρον . ὡς δὲ ἐνέτυχε χωρίῳ , ἵνα οὐ πηλὸς αὐτῷ ἐφαίνετο , ἀλλὰ ὑπὸ ψάμμου γὰρ ξύμπαν ἦν |
σημαντικά . τὸ γὰρ ἦμεν ἄνθρωπον ἀληθές ἐστιν , ὅκκα ὑπάρχῃ , ψευδὲς δέ , ὅκκα μὴ ὑπάρχῃ . ὁ | ||
- μένης ἀνάγκη , κἂν τὰ ἄλλα πάντα τὰ αὐτὰ ὑπάρχῃ , καὶ τὰς τὴν ὀρθὴν γωνίαν ὑποτεινούσας τοῦ ζῳδιακοῦ |
πονηροῖς . παρὰ τούτῳ τῷ Πανὶ πῦρ οὔ ποτε ἀποσβεννύμενον καίεται . λέγεται δὲ ὡς τὰ ἔτι παλαιότερα καὶ μαντεύοιτο | ||
φησι καὶ Ἐ . πολλὰ δ ' ἔνερθε οὔδεος πυρὰ καίεται . . . . . διέκρινε μὲν γὰρ τὸ |
, κρέας ἐξ ἅλμης ἐξῄρηται , τόμος ἀλλᾶντος , τόμος ἠνύστρου , χορδῆς ἕτερος , φύσκης ἕτερος διαλαιμοτομεῖθ ' ὑπὸ | ||
, κρέας ἐξ ἅλμης ἐξῄρηται , τόμος ἀλλᾶντος , τόμος ἠνύστρου , χορδῆς ἕτερος , φύσκης ἕτερος διαλαιμοτομεῖθ ' ὑπὸ |
ἵνα ] τὸ μὲν φύγῃ , τὸ δ ' ἐναντίον ἕληται , καὶ πάσαις ταῖς φαντασίαις εὐαρεστήσας προφητεύῃ διὰ τῶν | ||
ἔστιν ἡ προαίρεσις ὄρεξις βουλευτική . ἐπειδὰν γὰρ βουλευσάμενός τις ἕληται καὶ ἡ ὄρεξις ἐπακολουθήσῃ τῷ λογισμῷ ἢ ἀνάπαλιν ὀρεχθεὶς |
Πρὸς κοιλιακούς . ] Βάλλε καρδαμοσπόρον εἰς καινὸν τζουκάλιον ἕως ἑψηθῇ , καὶ λαβὼν ὠὸν ἔκζεσον χωρὶς καὶ ἐκλέπισον καὶ | ||
ἑψηθέντι καὶ ἀποθεμένῳ τὸ φυσῶδες : ἐὰν γὰρ μὴ καλῶς ἑψηθῇ , φυσᾷ τὰ ὑποχόνδρια καὶ αὐτὴ , καθάπερ καὶ |
σμύρνα , χαλκῖτις , θεῖον , στυπτηρία σχιστή , σηπέας ὄστρακον , φλοιὸς λιβάνου , σκίλλα , ἀμμωνιακόν , ἰχὼρ | ||
ἔκρυψε νέφεσιν , ἔνθεν εἰς ὄρος ῥίψας ἤραξεν αὐτῆς οὖλον ὄστρακον νώτων . ἡ δ ' εἶπεν ἐκψύχουσα “ σὺν |
οὐρὰ προσπορίζει . ἀγαθὸς γενόμενος μὴ μετανόει . ψίθυρον ἄνδρα ἔκβαλε σῆς οἰκίας , τὰ γὰρ ὑπὸ σοῦ λεγόμενα καὶ | ||
' ἁλίαν χώραν : ἤπειρος ἀμείνων ἠῷος . πρότερον δόλον ἔκβαλε , πείθεϊ πείθων . στέρξον γῆν ὁσίως , ἣν |
κούφοις , Τιτὰν δὲ κύκνῳ πυρόεντι βολᾷ σύμμαχος ἐφάνη : γίγνετο μὲν ὑγρόν πάλι ποταμὸς ὕδωρ : ἔπεσεν ὁ βούτας | ||
μαίνηται βαθέης ἐν τάρφεσιν ὕλης : ἀφλοισμὸς δὲ περὶ στόμα γίγνετο , τὼ δέ οἱ ὄσσε λαμπέσθην βλοσυρῇσιν ὑπ ' |
ἀνθρώπους καὶ κατασχήσων γε , ὄφρ ' ἂν ὕδωρ τε νάῃ καὶ δένδρεα μακρὰ τεθήλῃ . σοῦ τις ἤδη τὴν | ||
προδήλως μὲν ἐπιζητεῖται καὶ ἔς τ ' ἂν ὕδωρ τε νάῃ καὶ δένδρεα μακρὰ τεθήλῃ ζητήσεται παρὰ τοῖς δογματικοῖς , |
χειρί , ἄνοιγε τὸ μεμυκὸς αὐτοῦ στόμα , ἕως οὗ ἐμέσῃ : καὶ μετὰ τὸν τοῦ γλυκέος οἴνου ἔμετον πότισον | ||
δ ' ὅτε καὶ ἐμέει χολὴν ὠχρὴν , καὶ ὁκόταν ἐμέσῃ , ἐπ ' ὀλίγον δοκέει ῥᾴων εἶναι : ἢν |
ῥεῦμα μιανθείη ποτε ἀδίκως ἀπολομένου σώματι , μήτε σὺ τοιοῦτον ἴδοις θέαμα , ἄνθρωπον οὐδὲν ἀδικήσαντα ἀπολλύμενον ἐπὶ τῆς σῆς | ||
καὶ εὐθύτητες . οὐ μὴν τοῦτο κἀπὶ τῶν ἀρτίων οὕτως ἴδοις γινόμενον . τῷ γὰρ πρώτῳ τετραγώνῳ τῇ μονάδι ὁ |
, οἷον ἐλαφρὸς ἐλαφρὴ καὶ τὸ ἐλαφρὸν καὶ τὸ συγκριτικὸν ἐλαφρότερος , ἁγνὸς ἁγνὴ ἁγνὸν ἁγνότερος , λευκὸς λευκὴ λευκὸν | ||
ἐγένετο , ᾠήθη , ὅτι , ἐὰν πάλιν πέσῃ , ἐλαφρότερος διεγερθήσεται . καὶ δὴ ἑκὼν ὠλίσθησε . συνέβη δὲ |
' ἄρτοι ξανθοὶ γεραρή τε τράπεζα τυροῦ καὶ μέλιτος πίονος ἀχθομένη : βωμὸς δ ' ἄνθεσιν ἀν τὸ μέσον πάντηι | ||
κατοικίζουσα . ἐπισαλεύει δὲ καὶ αὐτοῖς τοῖς κύμασιν , ὥσπερ ἀχθομένη πρὸς τὴν ἐχομένην θάλασσαν , ὅτι αὐτὴν οὐκ ἐᾷ |
αἰνιττόμενοι ὅτι τὸ τοιοῦτον σχῆμα , ἐφ ' ἃ μέρη πέσῃ , πανταχόθεν βάσιμον καὶ ὄρθιόν ἐστιν . οὕτω καὶ | ||
ἀγαπώντων . Γέροντα δ ' ὀρθοῦν φλαῦρον , ὃς νέος πέσῃ . Γλυκεῖ ὀπώρα φύλακος ἐκλελοιπότος : ἐπὶ τῶν ἄνευ |
κοπιώδης μᾶλλον . Ἀποπάτους δὲ χρὴ διαχωρέειν τοῖσι ταλαιπωρέουσιν , ἔστ ' ἂν ὀλιγοσιτέωσί τε καὶ ὀλιγοποτέωσι , σμικρούς τε | ||
τὰς φλέβας καίειν δὲ τὰς μὲν παρὰ τὰ ὦτα , ἔστ ' ἂν παύσωνται σφύζουσαι : τοῖσι δὲ σιδηρίοισι σφηνίσκους |
τοῖς μεγάλα φρονοῦσιν ἐπάγουσιν , ἀπροσδοκήτως καταβάλλοντες αὐτούς . . εὖτ ' ἂν ] ὁπηνίκα . . τέμενος ] τὸν | ||
ἄλοχον Κρονίδαο Διὸς λάθον , ἀλλά οἱ Ἶρις πέφραδεν , εὖτ ' ἐνόησεν ἀπὸ μεγάροιο κιόντας : αὐτὴ γάρ μιν |
διὰ τὸ ἐπίπονον αὐτὰ γίγνεσθαι * * * ἐὰν δὲ μείνῃ ἐννέα μῆνας ἐν τῇ μήτρᾳ [ ποιεῖ ] , | ||
ἐπὶ προκαταρκτικῇ αἰτίᾳ γέγονε νεκρῶδες τὸ πρόσωπον . εἰ δὲ μείνῃ ὡσαύτως ἔχον , ἥ τε ἀγρυπνία καὶ ἡ γαστρόρροια |
πακτόν , ὁκόσον χιών τε καὶ πάχνα χάλαζά τε καὶ κρύσταλλος . ὑγρῶν τε τὸ μὲν ῥυτόν , ὡς μέλι | ||
ἀλλοίωσιν καὶ ἀθρόαν μετα - βολήν : γίνεται γὰρ καὶ κρύσταλλος καὶ τυρός , οὐ μὴν ἔστι λαβεῖν ἀρχὴν τοῦ |
. Ἔπειτα διοριοῦμεν ἐν τῷ πάντη ἀδιορίστῳ ἄλλο μὲν τὸ φανόν , ἄλλο δὲ τὸ ὄν , οἷον τῷ φανῷ | ||
ὧι ἐτιμᾶτο ὁ Ἑρμῆς . Ἑρμαῖον ] ὄρος Λήμνου . φανόν : τὴν λαμπάδα . νωτίσαι ] ὑπερβῆναι . ἰσχύς |
καὶ κεῖται ἐκεῖ ὅλον τὸν ὀπωρινὸν καιρὸν , μέχρις ἂν παρέλθῃ ὁ κύναστρος , ἐν δὲ τῷ φθινοπώρῳ ἐξέρχεται . | ||
χρῆσθαι τῷ σχήματι : ἐπειδὰν δὲ ὁ τῆς πομπῆς καιρὸς παρέλθῃ , τηνικαῦτα ἕκαστος ἀποδοὺς τὴν σκευὴν καὶ ἀποδυσάμενος τὸ |
τε ψιλὸν αὐτὸ βούληται , ἤν τε σὺν τῷ οἴνῳ κιρνάς : πινέτω δὲ μὴ ἀθρόον πουλὺ , ἀλλὰ κατὰ | ||
τὸ γὰρ ἐκίρνα καὶ κιρνάναι ποιητικώτερον , ὥσπερ καὶ ὁ κιρνάς : οἱ δὲ πεζοὶ λέγουσι κεραννύς . ἀκρατοπότης τε |
καὶ τμῆμα , καὶ διὰ τί μὴ εἶπε τμῆμα ἀλλὰ τόμος . Πρὸς μὲν οὖν τὴν πρώτην ζήτησιν , ἥτις | ||
πάλιν ἀπὸ τοῦ τέμω γίνεται τομός ὀξυτόνως ὁ τέμνων καὶ τόμος βαρυτόνως ὁ τεμνόμενος : καὶ πάλιν παρὰ τὸ τρέχω |
, ἄνθεος ὀζόμενος : ἐν δὲ μέσοις ἁγνὴν ὀδμὴν λιβανωτὸς ἵησιν , ψυχρὸν δ ' ἐστὶν ὕδωρ καὶ γλυκὺ καὶ | ||
ὕδωρ , τὸ δ ' ὄπισθε βαθὺν † διὰ κόλπον ἵησιν σχιζόμενος πόντου Τρινακρίου εἰσανέχοντα , γαίῃ ὃς ὑμετέρῃ παρακέκλιται |
. ” σημαίνει δέ ποτε τὸ ἐρευνήσων , ζητήσων . ἐρηρέδαται ἐρηρισμένοι εἰσίν . Ἰακὸν δὲ τὸ σχῆμα τοῦ ῥήματος | ||
τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ , λᾶε δὲ τοῦ ἑκάτερθεν ἐρηρέδαται δύο λευκὼ ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ , λεῖος δ ' |
ἑρμηνέων οὐ ῥᾴδιον εὐπορεῖν πρὸς αὐτούς . ἢν οὖν τινος δέωμαι , διανεύων οὗτος ἕκαστά μοι ἑρμηνεύσει . ” τοσοῦτον | ||
καταθεῶ καὶ λόγισαι πόσα ἐστὶν ἕτοιμα χρήματα , ἤν τι δέωμαι χρῆσθαι . λέγεται δὴ λογιζόμενος ὁ Κροῖσος πολλαπλάσια εὑρεῖν |
. καὶ παρατίθει γ ' αὐτά , παῖ , ὅταν παρατιθῇς , μανθάνεις ; ἐψυγμένα . ἀτμὸς γὰρ οὕτως οὐχὶ | ||
σιλουρισμός . ἂν Βυζαντίους , ἀψινθίῳ σπόδησον ἅττ ' ἂν παρατιθῇς , κάθαλα ποιήσας πάντα κἀσκοροδισμένα . διὰ γὰρ τὸ |
ἐπεμβαίνει γύαις : σιτοφόρα : καλλιπόταμος ὕδατος : ἡ καλλιπόταμος νοτὶς τοῦ ὕδατος τῆς Δίρκης . Δίρκη δὲ ποταμὸς Θηβῶν | ||
ἐναπολειφθείσης εἰς διαμονὴν κόλλα γάρ τίς ἐστιν ἡ μεμετρημένη γλυκεῖα νοτὶς τῶν διεστηκότων καὶ ὑπὲρ τοῦ μὴ παντάπασιν ἀφαυανθεῖσαν αὐτὴν |
καὶ δι ' αὑτὰς αἱρεῖσθαι . ἂν γὰρ προαιρούμενος μὲν διώκῃ , οἷον μοιχεύῃ , [ καὶ ] μὴ μέντοι | ||
καὶ χείρων μὲν αὐτὸς αὑτοῦ γίνεται , ὅταν τὸ μέγα διώκῃ καὶ περιττὸν ἐν τῇ φράσει , μακρῷ δέ τινι |
τε τὴν τῆς φυλακῆς ῥᾳστώνην ὅλῳ καὶ παντὶ πρὸς σωτηρίαν γίγνοιτ ' ἂν διάφορος . τούτων δέ , ὡς ἂν | ||
. ἔτι δὲ πολλὰ πολλῶν καὶ πλείων ἀπορία τῶν τοιούτων γίγνοιτ ' ἂν ἔστιν ὅτ ' ἐν αὐτῇ τῇ πόλει |
πρός τινα τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἔφη : „ ἐὰν καιρὸν ζητῇς πρὸς φιλοσοφίαν , καιρὸν οὐχ ἕξεις „ . Περίανδρος | ||
οὖν τὸ πρῶτον συνέβη ; Οὐδὲ γὰρ ἦλθεν , ἵνα ζητῇς πῶς οὖν ἦλθε ; τύχη τίς ἤγαγεν ἢ ὑπέστησεν |
δέος , μὴ καὶ τὸ κοινὸν τοῦ ἔθνους ὄνομα συναφανισθῆναι κελεύσῃ ὁ νεωτεροποιὸς καὶ μεγαλουργὸς ἄνθρωπος . ἀμφοτέρων οὖν τῶν | ||
μόνον ὑπὲρ σαυτοῦ ἂν καὶ τῆς σῆς μητρός , ἐὰν κελεύσῃ σέ τις , ὀμόσαις , ὡς ἔοικεν , ἀλλὰ |
κατάγνυσθαι . καὶ λέπας : λέπας δὲ ἀκρωτήριον . * ὑλῆεν : σύνδενδρον ὑλῶδες ὕλην ἔχον * τόθι : ὅπου | ||
δάκη , κοίλη τε φάραγξ καὶ τρηχέες ἀγμοί καὶ λέπας ὑλῆεν , τόθι δίψιος ἐμβατέει σήψ . χροιὴν δ ' |
Φιλοκτήτῃ ἔφη : οὐκ ἔστι διθύραμβος , ὅκχ ' ὕδωρ πίῃς . ὅτι μὲν οὖν οὐχ ἡδονῆς χάριν ἐπιπολαίου καὶ | ||
: ἕξεις δ ' ὅς ' ἂν φάγῃς τε καὶ πίῃς μόνα : σποδὸς δὲ τἄλλα , Περικλέης , Κόδρος |
Ἀλκιβιάδης δεινὸς , βελτίων πάντων ἡμῶν εἶναι βουλόμενος , ἂν λάβῃ Σικελίαν , τίς ἔσται ; τίς ἐνέγκαι μετὰ ταῦτα | ||
οὖν σπασθῇ ἐπιληπτικὸς καὶ πέσῃ χαμαὶ ἢ σκοτωματικὸς ἢ ἀποπληξία λάβῃ τινὰ καὶ κεῖται ὕπτιος ὁ ἄνθρωπος σπαραττόμενος , αἰφνίδιον |
καὶ ὑποζύγια καὶ ἁπλῶς πᾶν τετράπουν ἐὰν εἰς τὰ αἰδοῖα τεθῇ ἡ ῥίζα ἢ τὰ φύλλα αὐθήμερον : χρήσιμον δὲ | ||
, ἀλλὰ . . . ἐξομοιοῦται γὰρ ἐν ᾧ ἂν τεθῇ ἀγγείῳ : τοῦτο δ ' ὅτι ἡ τροφὴ κωλυομένη |
ἵνα φυλαχθῇ τὸ ὑποκείμενον ἕν , ταὐτὸν δὲ ἵνα μὴ μεταβάλῃ καθ ' ὑπόστασιν , δεκτικὸν τῶν ἐναντίων , τοῦτ | ||
διατηροῦσι γὰρ αὗται . Τὸ γὰρ ὅλον ἐάν τις ἀλλοιώσας μεταβάλῃ τὸ σπέρμα καθάπερ πρότερον ἐλέχθη μεταβάλλειν καὶ τὰ φυτὰ |
ὡς δ ' ὅταν ἀπροφάτως ἱστὸν νεός , εὖτε μάλιστα χειμερίη ὀλοοῖο δύσις πέλει Ὠρίωνος , ὑψόθεν ἐμπλήξασα θοὴ ἀνέμοιο | ||
δὲ πανίχνια σημήναντο . ναὶ μὴν ἀνθρώποισι πέλει περιδέξιος ὥρη χειμερίη , στείβουσί τ ' ἀμοχθήτοισιν ὀπωπαῖς , οὕνεκα καὶ |
δ , ϲὺν ὄξει δριμυτάτῳ ἡμικοτυλίῳ λέαινε , μέχρι ἂν ξηρανθῇ , καὶ ἀνελόμενοϲ χρῶ μήλην βάπτων καὶ ἐπικυλίων τῷ | ||
ᾖ , διαπλάσσειν φθόεις , εἶτα ξηραίνειν : ὅταν δὲ ξηρανθῇ , κατακαίειν ὡς δυνατὸν μάλιστα : εἶτα ἐπειδὰν ψυχθῇ |
ἡ γῆ ξηροτάτη εἴη : τότε γὰρ ἐν τοῖς ἐνύδροις ἀτμὸς ἀναδίδοται , καὶ ὡς νέφος μικρὸν ὁρᾶται . χειμῶνος | ||
ἔβλαψεν λιγνύς ] φλόξ λιγνύς ] ἡ κνίσσα , ὁ ἀτμὸς πυρός . λιγνύς , ἤγουν αὐτὸ τὸ πῦρ αἶψα |
εἰσι μακρόβια , ὥσπερ ἐπὶ τοῦ λύχνου εἰ λεπτὴ ἡ θρυαλλίς ἐστι καὶ πλεονάζει τὸ ἔλαιον , ἀντέχειν ἐπὶ πλέον | ||
ἴα , κρόκος , λωτός , νάρκισσος , ὑάκινθος , θρυαλλίς , σισυμβρία , ἕρπυλλον , ἀνεμῶναι . οἱ δὲ |
ἁρπαξιβίων σκηνὴ στρατιωτῶν . αἰεὶ δὲ στεφάνοισι κάρη παρὰ δαῖτα πυκάζου παντοδαποῖς , οἷς ἂν γαίης πέδον ὄλβιον ἀνθῇ , | ||
ὃς καὶ γράφει : ἀεὶ δὲ στεφάνοισι κάρα παρὰ δαῖτα πυκάζου παντοδαποῖς , οἷς ἂν γαίας πέδον ὄλβιον ἀνθῇ , |
] ἄπισχε , μηδὲ τοῦτον ἐμβάληις [ ] ν ἵσταται κυκώμενον [ ] χης ? ? : ἀλλὰ σὺ προμήθεσαι | ||
καὶ λόχον ἀνδροφόνων φεύγειν ἄπο ληϊστήρων , καὶ πολιὸν Νηρῆα κυκώμενον ἐξυπαλύξαι ἐσθλὴ κουραλίοιο βίη θνητοῖσιν ὀπάσσει . Γλαυκὴν δ |
κατεχομένοισι : τὸν δὲ λοιπὸν χρόνον , ὁκόταν τὸ γάλα πίνῃ , δειπνεέτω ἄρτον ἔξοπτον , ὄψον δὲ ἐχέτω ἐν | ||
οὐδὲ ταῖς ὥραις διαπλοῦσθαι : ὅταν δὲ ὅσῳ ἥδεται τοσούτῳ πίνῃ , καὶ μάλα ὀρθά τε αὔξεται καὶ θάλλοντα ἀφικνεῖται |
αὐχμηρόν : ξηροὺς δὲ φοίνικας κελεύει εἰς τὸ γάλα μιγνύναι ψαφαρόν ] τὸν ξηρόν , παλαιόν ἄλλοτε δ ' αὐαλέης | ||
: τὸ δὲ χρῶμα τοῦ γένους τῶν ἀσπίδων τινῶν μὲν ψαφαρόν , ὅ ἐστι λευκὸν ἢ αὐχμερόν , τινῶν δὲ |
ἐμβάλῃ εἰς παλαιότατον ἔλαιον καὶ καθεψήσῃ ἕως οὗ εἶς τέλος τακῇ αὕτη , εἶτα τὸ ἔλαιον διηθήσῃ καὶ ἐμβάλῃ εἰς | ||
ἐκ μελαμβρότοιο πληροῦται ῥοὰς Αἰθιοπίδος γῆς , ἡνίκ ' ἂν τακῇ χιών , † τεθριππεύοντος † ἡλίου κατ ' αἰθέρα |
δεῖ ἀρύεσθαι τὸν οἶνον , ἔστιν ἀρυστὴρ καὶ ἀρύστιχος καὶ κύαθος καὶ οἰνοχόη καὶ οἰνήρυσις καὶ ἔφηβος καὶ λεπαστή : | ||
' οὐ προσεφέρετο εἰ μή τις αἰτήσειεν : ἐδίδοτο δὲ κύαθος εἷς πρὸ τοῦ δείπνου , αὐτῶι δὲ πολὺ πρώτωι |
ἀποκρίνασθαι ” μύριοί εἰσιν ἀριθμόν , ἀτὰρ μέτρον „ γε μέδιμνος : εἷς δὲ περισσεύει , τὸν ἐπενθέμεν οὔ κε | ||
ἀπομάκτρα , σκυτάλη , περιστροφίς , μαγίς , χοῖνιξ , μέδιμνος ἡμιμέδιμνος , ἑκτεύς , καὶ παρ ' Ἀλκαίῳ τῷ |
' ἠελίοιο τυπείσας ἀμφότερον δίψη τε φίλη τ ' ἐκάλεσσεν ἀϋτμή : πίδακι δ ' ἐμπέλασαν Βρομιώτιδι καὶ μέγα χανδὸν | ||
ὀλοώτατος εἴρηκεν ] ὅμοιον τῷ ” κλυτὸς Ἀμφιτρίτη καὶ θεσμὸς ἀϋτμή ” καὶ „ κλυτὸς Ἱπποδάμεια „ . . . |
† ἤγουν ἡ ζωὴ αὐτῶν μακρὰ γένηται . ταθῇ ] προέλθῃ , ἐπιταθῇ . πρόσω ] ἔμπροσθεν . ὑπερσχὼν ] | ||
τὸ ἔντερον αὐτῇ καὶ συνῆλθεν . ὅπερ εἰδυῖα , ὅταν προέλθῃ , τοῦ καλουμένου ἄρου τοῦ ἀγρίου ἐσθίει . τὸ |
μὴν ἀκμάζοντας καὶ θερμοτέρους τῇ κράσει τοιαῦτ ' οὖρα προβαλλομένους φαίης ἂν εἰκότως καὶ αὐτοὺς ἐπί τε παραπλησίαις διαίταις καὶ | ||
αὐτῇσι γενύεσσι πέλας γένυν , ἠδὲ καρήνῳ ἐγχρίμπτων κεφαλήν : φαίης κέ μιν ἱμείροντα κῦσσαι καὶ στέρνοισι περιπτύξαι μενεαίνειν ἠΐθεον |
“ μῆτερ , ὁ πατήρ μου φιλεῖ σε , ” ὀνειδίσῃς δὲ μηδέν . τί λέγεις , παιδαγωγέ ; οὐδεὶς | ||
πλευσείω ⌈ ἀντὶ τοῦ ἐπιθυμῶ πλεῦσαι ) . σκώψῃς ] ὀνειδίσῃς . , λοιδορίαν εἴπῃς , ὑβρίσῃς . , ἀτιμάσῃς |
. Μαζούσιος δὲ γυναικὶ οὐ μίγνυται , εἰ μὴ πολεμίαν ἕλῃ . Τιβαρηνοὶ , τῶν γυναικῶν τεκουσῶν , αὐτοὶ τὰς | ||
ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει , καὶ ζώων ἔτι νεαρόν |
φάσκων . γράφει δ ' οὕτως : Εὐκράτης ὁ Κόρυδος πίνων παρά τινι σαθρᾶς οὔσης τῆς οἰκίας ἐνταῦθα , φησίν | ||
τὰ τῶν φίλων . . . . . πολλὸν δὲ πίνων καὶ χαλίκρητον μέθυ , οὔτε τῖμον εἰσενέγκας οὔτε . |
] μέθυσον ἦκα ] ἡσύχως , ἡρέμα βιησάμενος ] βιαζόμενος βρῦκον : τὸ μεμυκὸς στόμα : συνερείδει γὰρ τοὺς ὀδόντας | ||
οἱονεὶ ἄνοιξον βρῦκον ] τὸ μεμυκός , ἢ τὸ βρῦχον βρῦκον ] τρίζον ὀχλίζοις ] διάνοιγε ἀνοχλίζων μὲν τὴν ἄνω |
τὸ κάλλος , οὐκ ἐδεήθη βρόχου : ἀλλὰ κἂν ἵππον ἴδῃ ἱππικὸς ἀνὴρ καὶ τοῦ κάλλους ἐπαινέσῃ , καὶ κτήσασθαι | ||
βοῦς ἔχρησεν αὐτῷ Ἀπόλλων ἐκεῖ κτίζειν πόλιν , ἔνθα ἂν ἴδῃ μίαν τῶν βοῶν αὐτοῦ πεσοῦσαν . μία οὖν τῶν |
' ἔστιν ἡ οἰκεία ἐν ἑκάστῳ ὕλη . Ὅταν γὰρ πεφθῇ , τέλειον γέγονε καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς τελειώσεως ὑπὸ | ||
αἴτιον καὶ τοῦ ὕπνου . ἐγείρεται δ ' , ὅταν πεφθῇ καὶ κρατήσῃ ἡ συνεωσμένη θερμότης ἐν ὀλίγῳ πολλὴ ἐκ |
σὰρξ αὕτη , δουλεύσασα τῷ [ πνεύματι ] ἀμέμπτως , σχῇ τόπον τινὰ κατασκηνώσεως , καὶ μὴ δόξῃ τὸν μισθὸν | ||
καὶ ἔτι μᾶλλον εἴσεσθε , ὅταν τὰ κατ ' ἐμὲ σχῇ τέλος . ἐπεὶ δ ' ἡ Οὐαλερίου γνώμη νικᾷ |