ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν οὐ φάγεσθε ἀπ ' αὐτοῦ : ᾗ δ ' ἂν ἡμέρᾳ
„ ἀπὸ παντὸς φάγῃ „ , ἐνταῦθα δὲ ” οὐ φάγεσθε ” καὶ „ ᾗ δ ' ἂν ἡμέρᾳ φάγητε
6447984 φαγητε
γυναικί : Τί ὅτι εἶπεν ὁ θεός : Οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ παραδείσου ; καὶ εἶπεν ἡ
ἐμφαίνεται . λέγει γε μήν : „ ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ ' αὐτοῦ , θανάτῳ ἀποθανεῖσθε „ . καὶ
4801926 ἀποσβεσθῃ
καὶ τὸ ἱππομάραθρον καὶ τὸ ἱπποσέλινον συνεψόμενα . Ἢν γάλα ἀποσβεσθῇ , πράσα τρίψας , διεὶς ὕδατι , δοῦναι πιεῖν
ἐπιχέας ὅσον ἔλαιον , ἅψαι τὸν λύχνον , καὶ ἐὰν ἀποσβεσθῇ , πρὸς τὰς ῥῖνας πρόσαγε : ἢ βόρβορον ὡς
4637355 σερφον
διὰ τοῦτο ὀρχίλον παρείληχεν διὰ τοὺς ὄρχεις . τὸ δὲ σέρφον ἔνορχιν , ὡς κριὸν ἔνορχιν . δῆλον δὲ ἐντεῦθεν
δὲ μύρμηκά φησι τὸν σέρφον . τινὲς οὖν καρπὸν τὸν σέρφον εἶναι λέγουσιν : Κρατῖνος δὲ μύρμηκα τοῦτόν φησιν .
4605667 ἀποθανῃ
νέμουσι : ἐκ δὲ τούτων ἕνα μάλιστα , ὅστις ἐπεὰν ἀποθάνῃ , πένθος μέγα παντὶ τῷ Μενδησίῳ νομῷ τίθεται .
μέγας ” , ἴσον τι τούτῳ φησίν : ἕως ἂν ἀποθάνῃ ὁ πάντων κοινὸς ἀγχιστεύς , ᾧ μόνῳ καὶ τὰ
4501391 ἐκγεγαωτα
νῷ καταΐσχειν . . . . εἰσὶν πάντα ἑνὸς πυρὸς ἐκγεγαῶτα . Τἀγαθὸν αὐτὸ νοοῦσα ὅπου πατρικὴ μονάς ἐστι .
ὑγρὰν χαίταν λευκῷ πεπυκασμένον ἄνθει πίνειν , ἐκ Λέσβου περικύμονος ἐκγεγαῶτα . τόν τ ' ἀπὸ Φοινίκης ἱερᾶς τὸν Βύβλινον
4457855 καταπνευσῃ
μὴ κατάλειπε , κἂν ἰσόχρυσος ἔῃ , μή σοι νέμεσις καταπνεύσῃ δεινὴ ἀπ ' ἀθανάτων : τὸ γάρ ἐστιν νέκταρος
μηδὲ εἰς πλοῦν ἁρμόζειν τῶν καταφερομένων πλοίων , ἂν μὴ καταπνεύσῃ νότος ἀκραὴς καὶ ἄμικτος . καὶ τότε δὴ τοῦ
4376044 τριφθεισα
χρῷτο . μᾶζα ἐξ ἀλφίτων φυσώδης : φυραθεῖσα δὲ καὶ τριφθεῖσα μέχρι πλείονος διαχωρεῖ μᾶλλον κάτω , καὶ μάλιστα μέλιτος
ἐστι κατοικίδιον πᾶσι γνωστόν . Τούτου ἡ κοιλία καυθεῖσα , τριφθεῖσα τε καὶ ποθεῖσα , δυσεντερικοὺς ἰᾶται . ἐὰν δὲ
4337659 πιῃ
πιεῖν , εἰς συνουσίαν παρορμᾷ : τὴν δὲ ὑποκάτω ἐὰν πίῃ τις , τὸ ἐναντίον ποιήσει ἀγόνους . Γλύψον οὖν
αὐτός φησιν εἶναι κρήνην , ἧς ὅταν τις τοῦ ὕδατος πίῃ , τοῦ οἴνου τὴν ὀσμὴν οὐ φέρει . Ὁ
4327297 ξανθωσεις
τῆς λευκῆς : Δύο εἰσὶν λευκώσεις , ὡς καὶ δύο ξανθώσεις : μία διὰ λειώσεως , καὶ ἑτέρα διὰ ἑψήσεως
καί φησιν : Δύο εἰσὶ λευκώσεις , ὡς καὶ δύο ξανθώσεις , καὶ δύο συνθέματα , ξηρὸν καὶ ὑγρὸν ,
4205136 ἀποθανεισθε
ᾗ δ ' ἂν ἡμέρᾳ φάγησθε ἀπ ' αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε . καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός : Οὐ καλὸν
δ ' ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ ' αὐτοῦ , θανάτῳ ἀποθανεῖσθε „ . ποίῳ Ἀδὰμ ἐντέλλεται καὶ τίς ἐστιν οὗτος
4169376 ἀλειψῃ
ἱερεὺς καὶ μίξῃ μετ ' ἐλαίου καὶ ἁγιάσῃ αὐτὸ καὶ ἀλείψῃ ἀπ ' αὐτοῦ ἀσθενῆ ἀγρυπνοῦντα , παρευθὺς τῆς νόσου
τήξῃ καὶ ἀλείψῃ τὴν κοιλίαν αὐτῆς ἐπὶ ἡμέρας ἑπτά , ἀλείψῃ δὲ καὶ τοῦ ἰδίου ἀνδρός , οὐ συλλήψεται οὐδ
4166355 ἠρτυμενον
χυλῷ τῆς πτισάνης δίδου καὶ ἰχθύν τινα τῶν εὐπέπτων ἁπλῶς ἠρτυμένον . δίδου δ ' ὁμοίως εἰς ἑσπέραν τοῦ διὰ
χρηστὸν ἐπὶ τούτου . χρηστὸν γὰρ ἔδεσμα καλοῦμεν τὸ εὖ ἠρτυμένον . καὶ Ὅμηρος “ οὐ χρηστὸν μελίτωμα , τὸ
4157724 ἐστεπται
ὃ δὴ χρωμένῳ οἱ περὶ τοῦ Πέρσου γενέσθαι λέγουσιν , ἔστεπται μὲν ὁ ταῦρος , ἔχει τέλος , ἔστιν ὁ
ὃν ἔμελλεν ἐκεῖνος τεθνήξεσθαι . ἐπεὶ οὖν καὶ ὁ πρεσβύτης ἔστεπται , ὥσπερ παραδείγματι τῷ κατ ' ἐκεῖνον χρώμενος ,
4153835 φρυνον
δὲ τῶν σημείων ἔλεγον οἱ μάντεις , τοῖς μὲν τὸν φρῦνον καταλαβοῦσιν ἐπὶ τῆς πόλεως μένειν ἄμεινον , τοὺς δὲ
βωμοῖς οἷς ἔθυσαν εὗρον σημεῖα κείμενα οἱ μὲν λαχόντες Ἄργος φρῦνον , οἱ δὲ Λακεδαίμονα δράκοντα , οἱ δὲ Μεσσήνην
4131945 ὀνου
φορμοῖς ἐμβαλὼν , ὡς ὀλίγον εἰσπραχθησόμενος τέλος . Τοῦ δὲ ὄνου πεσόντος οἱ τελῶναι βοηθῆσαι βουλόμενοι ἔγνωσαν ὅτι μέλι ἐστὶν
θυωρίτην τριπλαῖς . ἀλλ ' ὀστρίμων μὲν ἀντί , Γαμφηλὰς ὄνου καὶ Λᾶν περήσεις , ἀντὶ δ ' εὐχίλου κάπης
4118866 πιεται
εὕδων καὶ κεκρυμμένος νέκυς ψυχρός ποτ ' αὐτῶν θερμὸν αἷμα πίεται , εἰ Ζεὺς ἔτι Ζεὺς χὠ Διὸς Φοῖβος σαφής
, μεθύων τε ταῖς πόρναισι λοιδορήσεται , κἀκ τῶν βαλανείων πίεται τὸ λούτριον . Εὖ γ ' ἐπενόησας οὗπέρ ἐστιν
4112469 λαιος
κατέβη εἰς τοὺς περὶ ἐτεοκλέα καὶ πολυνείκην : πόσιν . λάιος ? ? ? ? ? * αἵ θ '
ταῦτα παθεῖν καὶ ? ? ? γένει : ὁ γὰρ λάιος φησὶ γνοὺς μὴ κατὰ βούλησιν θεῶν γεγονότα με κατηγορήσατο
4109608 ἀποπνει
θερμόν , ὀσμὴ δὲ ἀπ ' αὐτῆς βαρεῖα καὶ χαλεπὴ ἀποπνεῖ , καὶ οὔτε ζῷον πίνει ἐξ αὐτῆς οὔτε ὄρνεον
, ὀξέα . ὄζει τὰ ἴχνη , ἀπόζει , πνεῖ ἀποπνεῖ , ἀποφέρεται ἀπ ' αὐτῶν τὸ πνεῦμα . ἄνοσμα
4104277 σφαιρος
αὑτὸ ὁσημέραι καὶ ὧραι , καθὸ καὶ ὁ Ἀκραγαντῖνός φησι σφαῖρος κυκλοτερής , μονίηι περιηγέι χαίρων σφαῖρον μὲν καλέσας τὴν
οὐ βλασφημία , οὐχ ὁτιοῦν ἅπτεται , ὅταν γένηται “ σφαῖρος κυκλοτερὴς μονίῃ ” . Οὐκ εἰμὶ ἄξιος ἐμαυτὸν λυπεῖν
4068137 λιπαρῳ
καθιέμενον ἢ πτερόν , ἐὰν ἑτοίμως ὑπακούσῃς , καὶ λιπανθέντος λιπαρῷ τινι ἐλαίῳ , τὴν ἐπιγλωσσίδα παραπιέζειν δεῖ κατὰ σχίσιν
τοῦ ϲώματοϲ , ἐμβάϲει δηκτικωτέρᾳ ἐνδιάτριβε : ἐξελθὼν δὲ οἰνελαίῳ λιπαρῷ περιαντληθεὶϲ καὶ περιμαξάμενοϲ , ϲκέπε τὸ ἰϲχίον ἐρίοιϲ καθαροῖϲ
4064181 φαγῃ
ἐν τῇ ἀκρωρείᾳ ῥίζα παρόμοιος πηγάνῳ : ἣν ἐὰν γυνὴ φάγῃ τις κατ ' ἄγνοιαν , ἐμμανὴς γίνεται : καλεῖται
γίνεται τὸ ῥῖγος . Ἢν δέ τι καὶ πίῃ ἢ φάγῃ ὑπὸ τοῦτον τὸν χρόνον , κάρτα ταχέως ἐμέεται [
4054172 ἐπιδος
τούτῳ τὸ αἷμα τῆς πληγῆς ἐκμάξας τῷ δακόντι κυνὶ φαγεῖν ἐπίδος . „ κἀκεῖνος γελάσας ἔφη : ” ἀλλ '
πριαμένη , ” φησίν “ ὦ γύναι , φάρμακον , ἐπίδος , καὶ ἐλευθέρωσον . ” ἡ δὲ καὶ ἐπρίατο
4049249 τρωγεται
ἐν τούτῳ τρωκτὰ ὅσον τε πυρὴν ἐλαίης ἐγγίνεται συχνά , τρώγεται δὲ καὶ ἁπαλὰ ταῦτα καὶ αὖα . Τὴν δὲ
προσείκελον , διαλλάσσον δὲ τῇ τοῦ χυμοῦ ἡδονῇ . καὶ τρώγεται ἔτι χλωρὸς ὁ καρπός : καὶ ἐπὴν αὐανθῇ ,
4043842 ἀπερικαθαρτος
τὴν ἀκαθαρσίαν αὐτοῦ : ὁ καρπὸς αὐτοῦ τρία ἔτη ἔσται ἀπερικάθαρτος , οὐ βρωθήσεται : τῷ δὲ ἔτει τῷ τετάρτῳ
, ἕτερον δὲ „ ὁ καρπὸς αὐτοῦ τρία ἔτη ἔσται ἀπερικάθαρτος „ , ἔπειθ ' οὕτως ” οὐ βρωθήσεται .
4043024 πινει
. ἔστι δὲ τὸ ζῷον τοῦτο καρποφάγον καὶ ποηφάγον . πίνει δὲ ὕδωρ θολερόν , καὶ οὐ πίνει ἐὰν μὴ
Ἰνδῶν ἐξιὼν ἐπὶ Σοῦσα δι ' ἀδήλων . Οὐδεὶς δὲ πίνει ἐξ αὐτοῦ πλὴν τοῦ βασιλέως . Τινὲς μέχρι τὸ
4029745 ἐμβλητεα
τὴν τοῦ γλεύκους ῥύσιν ἐκβλητέα παραχρῆμα , καὶ εἰς πίθους ἐμβλητέα , καὶ καταπατητέα . ἡ γὰρ ἐκ τούτων τρύξ
μὲν ἀνάγειν , ὁ μοχλὸς δὲ παράγειν . τὰ δὲ ἐμβλητέα ἢ διορθωτέα διαναγκάσαι δεῖ ἐκτείναντα , ἐν ᾧ ἕκαστα
4026374 φαγειν
οὐκ ἐσθίει ἵνα ἀποθάνῃ : λελέπτυνται : ἆρά γε ἰσχύουσα φαγεῖν οὐ τρώγει διὰ τὸ θέλειν ἀποθανεῖν , ἢ κἂν
καὶ ζέματα διὰ πηγάνου καὶ ἀνίσου . καὶ πολλάκις σκόροδα φαγεῖν καὶ πίνειν ἀντιδότους , ὅσαι πάνυ τὸ θερμαίνειν ἔχουσιν
4017718 φυτευσεις
αὐγῇσιν ἀνερχομέναις ἰσάουσα . ἕρπυλλον δὲ † φριαλευσοτεν βώλοισι † φυτεύσεις , ὄφρα κλάδοις μακροῖσιν ἐφερπύζων διάηται ἠὲ κατακρεμάῃσιν ἐφιμείρων
ἔνυγρα τὰ κλήματα βρέχων μύρῳ , οὕτως ἐγκεντρίσεις , ἢ φυτεύσεις . Ἔλαιον ῥοφήσας , πρόσρανον ὥσπερ ἐμφυσῶν ταῖς ἀμπέλοις
4004063 ψαιστον
θύεται . . γράφε “ τέμνεται ” πραγμάτων ] δυσχερειῶν ψαιστὸν ] ἄρτον ἐλαίῳ βεβρεγμένον . ἔστι δὲ πέμμα ἢ
. Ἄλλως . εἶδος πλακοῦντος ἐξ ἀλφίτων γενομένου . . ψαιστὸν : Ἔστιν ἄλευρον ἐλαίῳ δεδευμένον . ἔστι δὲ τὸ
3998031 ἀνωτατος
πρῶτος ἐπιπολάσει τῷ ὕδατι καὶ ἐνεργείᾳ αἰσθητὸς γενήσεται ὁ πάντων ἀνώτατος βάτραχος , εἶτα προϊούσης τῆς τήξεως ὁ μετ '
. ἀπεδείχθη οὖν , ὡς οὐ παρὰ τὸ ἐγγύτατος ἢ ἀνώτατος ἡ ἀνωτάτω καὶ τὰ τούτοις ὅμοια ἐγίνετο . ἔστι
3984793 δωσῃ
ὄνου πλύνας εἰς αὐτὸ τὸ αἷμα , καὶ ἐξ αὐτοῦ δώσῃ λάθρα μετά τινος ἀρώματος ἐκ τοῦ χυλοῦ τῆς κόπρου
Λιβύης , ὅταν τὸν κρατῆρα παραγενομένῳ Ἕλληνι ἀνδρὶ Λίβυς τις δώσῃ , ὅπερ φοβούμενοι οἱ Λίβυες ὀρύξουσι καὶ κρύψουσιν αὐτόν
3972586 καυσωδεα
τῶν ἐσιόντων . Τὰ δὲ ἐν τοῖσιν ὑποτρίμμασιν ὄψα σκευαζόμενα καυσώδεα καὶ ὑγρὰ , ὅτι λιπαρὰ καὶ πυρώδεα καὶ θερμὰ
. Τὰ δὲ ἐν ἅλμῃ ἢ ὄξει βελτίω καὶ οὐ καυσώδεα . Περὶ δὲ λουτρῶν ὧδε ἔχει : ὕδωρ πότιμον
3972479 πατεονται
καὶ ἐπὴν αὐανθῇ , ποιοῦσιν ἐξ αὐτοῦ ἄλευρα , καὶ πατέονται ταῦτα οὐ μάξαντες οὐδ ' ὕδατι δεύοντες , ἀλλὰ
τῇ χώρῃ , τούς τε γενομένους οὔτε τρώγουσι οὔτε ἕψοντες πατέονται : οἱ δὲ δὴ ἱρέες οὐδὲ ὁρῶντες ἀνέχονται ,
3964998 μεμιγμενος
γεωδέστερος ὁ γλυκὺς χυλὸς ἄλλως τε καὶ ἐν τῷ περικαρπίῳ μεμιγμένος . Ἡ δὲ ὀσμὴ λεπτοτέρου καὶ ξηροτέρου καὶ διαπνεομένων
τοιούτοις τισὶν ἄλλοις συνδετικοῖς τε καὶ συνεκτικοῖς κατακερματισμένοις ὅλος διόλου μεμιγμένος καὶ συμφυρόμενος , ὡς ἓν σῶμα γίνεσθαι τούτοις συνεχές
3947350 παυσηται
τὴν ἄμμον πρόσεισι . γίνεται δὲ ἐδώδιμος ὅταν τοῦ οἴστρου παύσηται . μίσγεται δὲ μετὰ τὴν φωλείαν , ὥς φησι
τὸν καιρὸν τοῦτον ἤδη παχύνεται κατὰ βραχύ , μέχρις ἂν παύσηται τελέως : ἔστι δέ , ὥσπερ ὑγρότατον , οὕτω
3943919 λουται
κατάρδων ποταμὸς ὠνομασμένος , Στρυμών , μεγίστας ἐγχέλεις κεκτημένος . λοῦται δ ' ἀληθῶς ; ἀλλὰ τί ; ἐκ χρυσοκολλήτου
ἐστι ζῴων , καὶ χαίρει κονιόμενος , ἤδη δὲ καὶ λοῦται τὸ τῶν περιστερῶν λουτρόν : οὐ πρότερον δὲ ἑαυτὸν
3935810 μεμιγμενῃ
] ἤγουν ἁπλοῦς καὶ ἄκακος τὴν γνώμην . ὑδαρεῖ ] μεμιγμένῃ καὶ οὐ καθαρᾷ καὶ ἀκράτῳ . πάγας ] δίκτυα
κωμῳδία καὶ σατυρικὴ σὺν ἅμα κωμῳδίᾳ ὁμοῦ σκυθρωποῖς τῇ χαρᾷ μεμιγμένῃ . διαφορὰν ἔφημεν αὐτῶν ἀρτίως , τοὺς εὑρετὰς δὲ
3930968 ἐπιπλασσε
τοῦ πρίνου τὸ περὶ τὸ στέλεχος τρίψας ἐν οἴνῳ , ἐπίπλασσε . Ἕτερον : ὄμφακος χυλὸς , ὄξος ὡς ὀξύτατον
περὶ κόρσεα ] περὶ τὴν κεφαλήν περὶ κόρσεα πλάσσοις : ἐπίπλασσε τὴν κεφαλήν πλάσσοις ] κατάπλασσε μὴ μὲν ὑοσκυάμῳ :
3901756 νηχομενων
φάσσας ἀναιροῦσιν ἱέραξι προσόμοιος , ὃς ὀνομάζεται καταράκτης : τῶν νηχομένων γάρ τινας τηρήσας ἰχθύωνὁρᾷ δὲ καὶ μέχρι τοῦ τῆς
, ἔτι τε πομφολύγων , καὶ ἀλλοίων τινῶν τῇ ἐπιφανείᾳ νηχομένων καὶ πρὸς τούτοις εἴ τι ἕτερον ἐζήτηται περὶ τὰ
3895458 τυρῳ
, ὀπτᾶν ὀρθῇ κεντήσαντα δέμας νεοθῆγι μαχαίρᾳ . καὶ πολλῷ τυρῷ καὶ ἐλαίῳ τοῦτον ἄλειφε : χαίρει γὰρ δαπανῶντας ὁρῶν
. ἐνιφυρήσαντες : συζυμώσαντες , ἐμμίξαντες , μίξαντες ταύτην τῷ τυρῷ καὶ τῷ ψωμῷ . Οὐ μετὰ δηρόν : μετ
3890322 πεποιθῃς
. ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν , χρονικὸν ἐπίρρημα : ὄφρα πεποίθῃς , σύνδεσμος ἀποτελεστικόςτί . οὖν κωλύει [ καὶ ]
τελέσσω : εἰ δ ' ἄγε τοι κεφαλῇ κατανεύσομαι ὄφρα πεποίθῃς : τοῦτο γὰρ ἐξ ἐμέθεν γε μετ ' ἀθανάτοισι
3885335 λουεσθαι
τὰ ὀψοπώλια καὶ κλινοπώλια πενητεύσει ὥσπερ τοῖς μεμαθηκόσι θερμῷ μὲν λούεσθαι , πίνειν δ ' οἶνον καὶ ἐσθίειν μὴ πονήσαντας
ἀλγοῦν μέρος καὶ εὐθὺς εἰς τὸ βαλανεῖον εἰσιέναι κέλευε καὶ λούεσθαι συνήθως . πάνυ καλὸν βοήθημα τοῦτο καὶ θαρρῶν αὐτῷ
3875390 παραθες
φύλαξόν μοι αὐτά : μετὰ δὲ τὸ λούσασθαι καὶ ἀριστῆσαι παράθες μοι τὴν ὀπώραν . “ συνέβη δὲ κατὰ τὴν
τούτῳ γυμνάσας αὐτοῦ τὸν νοῦν ἡσύχασε . καί φησι ” παράθες μοι λεκάνην . “ θεὶς δὲ κενὴν τὴν λεκάνην
3871873 γλυφεται
ἀσπροειδὴς ἔλαττον τούτου , λέγεται τακτώριος . Λίθος ὑάκινθος : γλύφεται ἐν τούτῳ τῷ λίθῳ τῷ καθαρῷ Ποσειδῶν ἔχων δελφῖνα
μέλιτος πλειστάκις . Εἰς δὲ τὸν εὐανθῆ λίθον τὸν πάγχρυσον γλύφεται Ἀφροδίτη τὰς τρίχας καὶ τοὺς πλοκάμους τῆς κεφαλῆς ἀναδεσμουμένη
3862021 ὀδυνωμενος
σοι ἄνθρωπος ἂν εὖ ζῆν , εἰ ἀνιώμενός τε καὶ ὀδυνώμενος ζῴη ; Οὐκ ἔφη . Τί δ ' εἰ
: καὶ τίς ἡμῶν οὐ χαίρει τῇ πανηγύρει ταύτῃ καὶ ὀδυνώμενος αὐτῆς ἀπαλλάσσεται ; μὴ γίνου δυσάρεστος μηδὲ κακοστόμαχος πρὸς
3858126 ἰδῃ
τὸ κάλλος , οὐκ ἐδεήθη βρόχου : ἀλλὰ κἂν ἵππον ἴδῃ ἱππικὸς ἀνὴρ καὶ τοῦ κάλλους ἐπαινέσῃ , καὶ κτήσασθαι
βοῦς ἔχρησεν αὐτῷ Ἀπόλλων ἐκεῖ κτίζειν πόλιν , ἔνθα ἂν ἴδῃ μίαν τῶν βοῶν αὐτοῦ πεσοῦσαν . μία οὖν τῶν
3849674 πεφνῃ
, αὐτός τε προταθεὶς πέσῃ ὕπτιος , ἠέ τις ἄλλος πέφνῃ μιν νεπόδων πυμάτης ἔμφορτον ἐδωδῆς . σῆμα δέ τοι
, γλαυκιόων δ ' ἰθὺς φέρεται μένει , ἤν τινα πέφνῃ ἀνδρῶν , ἢ αὐτὸς φθίεται πρώτῳ ἐν ὁμίλῳ :
3837908 ἀνηνοθεν
ἀνηρίναστος : ὁ μὴ κρατῶν ἐρινεῶν . . . . ἀνήνοθεν : ἐκ τοῦ ἕω , τοῦ σημαίνοντος τὸ πέμπω
μὲν Ἀγαμέμνονός φησιν : ὄφρα οἱ αἷμ ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς . ἐπὶ δὲ τοῦ φεύγοντος μετὰ τὸ
3836241 μαξαντες
, ποιοῦσιν ἐξ αὐτοῦ ἄλευρα , καὶ πατέονται ταῦτα οὐ μάξαντες οὐδ ' ὕδατι δεύοντες , ἀλλὰ φαύλως ὁκοῖά περ
, ποιοῦσιν ἐξ αὐτοῦ ἄλευρα , καὶ προσφέρονται ταῦτα οὐ μάξαντες οὐδ ' ὕδατι δεύσαντες , ἀλλὰ φαύλως ὁκοῖά περ
3810572 στρουθιοις
οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα , ὥσπερ πολέμιον , ἀλλὰ τοῖσι στρουθίοις χαυνοῦς ' ὁμοίως ἧσε , παρεμυθήσατο , ἐποίησέ θ
ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα ὥσπερ πολέμιον , ἀλλὰ τοῖσι στρουθίοις χανοῦς ' ὁμοίως : ἧς ἐπαρεμυθήσατο ἐποίησέ θ '
3798988 ἀμνου
γλῶσσα καὶ τὸ στόμα ἐμφράγνυται , πραότατος δὲ ἐντυχεῖν ἐστιν ἀμνοῦ δίκην , καὶ οὐκ ἂν ἐπιβουλεύσαι ἢ ἀνθρώπῳ ἢ
Ἰάμβης . δήποτε δ ' ἢ σιάλοιο καρήατος ἠὲ καὶ ἀμνοῦ ἀμμίγδην σπεράδεσσιν ἐυτροχάλοισι λίνοιο , ἠὲ νέον κορσεῖα ταμὼν
3798229 μεθιῃ
' εἴσειμ ' ἐνθάδε μείνας εἰς ὤμιλλαν , κἂν μὴ μεθιῇ . ὠμογέρων : ὁ παρ ' ἡλικίαν γεγηρακὼς διὰ
μίσγεσθαι , διὰ παντὸς τοῦ χρόνου , μέχρις ἂν αὐτὴν μεθιῇ ὁ ἀνήρ : κἢν μὲν ὀργᾷ ἡ γυνὴ μίσγεσθαι
3793941 πινων
φάσκων . γράφει δ ' οὕτως : Εὐκράτης ὁ Κόρυδος πίνων παρά τινι σαθρᾶς οὔσης τῆς οἰκίας ἐνταῦθα , φησίν
τὰ τῶν φίλων . . . . . πολλὸν δὲ πίνων καὶ χαλίκρητον μέθυ , οὔτε τῖμον εἰσενέγκας οὔτε .
3783425 ἑψημενου
, δυσῶδές ἐστιν βατράχοιο ] τοῦ βατράχου καθεψέος ] τοῦ ἑψημένου καθεψέος ] ἀναβράστου ὀπτήν ] ὀπταλέην πόροις ] δίδου
ὀϲφὺν καὶ τὰ κάτω μέρη : ἔπειτα λαμβάνειν γάλακτοϲ μετρίωϲ ἑψημένου καὶ ἀφῃρημένου τοῦ ἐπιπάγου ὅϲον κοτύλην . τὰϲ γὰρ
3779068 κεηται
ὀνομάτων , μᾶλλον δὲ τῶν πραγμάτων περὶ ἅττ ' ἂν κέηται τὰ ἐπιφθεγγόμενα ὕστερον τῆς ἀποφάσεως ὀνόματα . Παντάπασι μὲν
τὴν Τροίαν ἤκουσαν . ἵνα ἡ ὑπό ἀντὶ τῆς εἴς κέηται : οἱ δὲ ἔξωθεν τὸ χώραν προσυπήκουσαν , ἵν
3775057 προκυψῃ
, ταύτην προκύπτειν καὶ τότε γόνιμα γίνεσθαι , ἐὰν δὲ προκύψῃ μὲν ἡ μήτρα , † φαίνηται ἀσθενήσαντος τοῦ ὀμφαλοῦ
καὶ προϲπιέζων τὸν ὀφθαλμὸν μεϲολαβουμένου τοῦ ἐμπαγέντοϲ : ὅταν δὲ προκύψῃ , τῷ λαβιδίῳ ἐξελκέϲθω , εἶτα ἐγχυματιζέϲθω αἵματι τρυγόνοϲ
3766608 χλανις
ὁ γέρων ; ἀπὸ τῆς μὲν ὄψεως Ἑλληνικός : λευκὴ χλανίς , φαιὸς χιτωνίσκος καλός , πιλίδιον ἁπαλόν , εὔρυθμος
ἐκαλεῖτο ὁ χιτώντὰ δ ' ἐπιβλήματα ξυστίς , βατραχίς , χλανίς , χλαμὺς διάχρυσος , χρυσόπαστος , στατός , φοινικίς
3758763 λιπαϲ
, μελίλωτον καὶ μήκωνεϲ καὶ τερμίνθου δάκρυον καὶ ὕϲϲωπον καὶ λίπαϲ τὸ ἀπὸ ῥόδων ἢ τῆϲ οἰνάνθηϲ , κηρὸϲ δὲ
ἐθέλῃϲ , τήλιοϲ ἀφέψημα ἢ πτιϲάνηϲ χυλοῦ ῥύμμα μαλθακόν : λίπαϲ δὲ ῥόδινον ἢ ϲχίνινον . λουτρὰ δὲ ξυνεχέα ξύμφορα
3747021 γαλακτος
ἢ ἀνθοῦντι . λαμβάνεται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν μασθῶν πεπληρωμένων γάλακτος . Κόδρον . Κόδρος ἦν ἀπὸ Δευκαλίωνος , ὥς
βουτύρῳ ἔχοντι σπόδιον ἢ στίμμι ἢ μολυβδαίνην , λιθάργυρον μετὰ γάλακτος γυναικείου , ἢ μολύβδου πλύματα . Δυσωδῶν δὲ ὄντων
3746725 ἀπαραλλακτα
παρόντος , κἀνταῦθα χυλῷ οὐ κέχρηνται πρασίου ; σχεδὸν γὰρ ἀπαράλλακτα ταῦτα : καὶ ἐπὶ τῶν ὑδρωπικῶν , διὰ τί
εἴκοσι . Καὶ περὶ τοῦ κατακλυσμοῦ παρόμοια μὲν , οὐκ ἀπαράλλακτα λέγει οὕτως : Μετὰ Εὐεδώρεσχον ἄλλοι τινὲς ἦρξαν καὶ
3742730 ἀρβυλης
τοῦ : κούφως καὶ ἐλαφρῶς τιθεῖτε τὸν πόδα μετὰ τῆς ἀρβύλης . εἰ δὲ γράφεται λευκὸν ἴχνος , ἀπὸ μέρους
πάθει ἡ τοῦ ῥυθμοῦ ἀγωγὴ δοχμιάζουσα : † λεπτὸν ἴχνος ἀρβύλης : ἀντὶ τοῦ : κούφως καὶ ἐλαφρῶς τιθεῖτε τὸν
3742034 λελοιπεν
γοργῶπες αἵδε προσφερεῖς ὀμμάτων αὐγαί , τὸ δὲ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων οὐδ ' ἀποίχεται χάρις . Ἑλλὰς ὦ
καὶ ὄζους φύσει , ἐπεὶ δὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν , οὐδ ' ἀναθηλήσει : περὶ γάρ ῥά ἑ
3739392 γονατιου
τῆς θημονίας ἔπληξεν ὄφις κατὰ τοῦ βουβῶνος , ἤγουν τοῦ γονατίου , ὃς ἀναστὰς καὶ ἀνασπάσας τὴν βοτάνην ταύτην ,
ʹ γʹ νο κ δʹ ὁ μετὰ τοῦτον πρὸ τοῦ γονατίου τοῦ Τοξότου . . . . . . .
3738280 ὑποκαιειν
αὐλοὺς τούσδε πρὸς τοὺς μυξωτῆρας τοῦ βοός , πῦρ δὲ ὑποκαίειν κελεύειν , καὶ ὁ μὲν οἰμώξεται καὶ βοήσεται ἀλήκτοις
, ὡϲ εἴρηται , διδόναι . καλὸν μέντοι ξύλοιϲ ἀμπελίνοιϲ ὑποκαίειν : δίδου δέ , εἰ ἀπ ' ἀρχῆϲ χρήϲαιο
3708993 ἀλειψαμενος
κοπέντα μέντοι καὶ ταῦτα μετὰ τῶν φύλλων τῆς κονύζης εἶτα ἀλειψάμενος οὐ προσήσεται τὴν βλάβην , οὐδὲ ἀναμενεῖ παρ '
σικύου ἀγρίου ῥίζης # Ϛ . σμάσθω ἐν βαλανείῳ μὴ ἀλειψάμενος , κατὰ δὲ τῶν ὀφθαλμῶν κατεχέτω ὀθόνιον πολύπτυχον ἢ
3706968 αὐανθῃ
ἡδονῇ . καὶ τρώγεται ἔτι χλωρὸς ὁ καρπὸς καὶ ἐπὴν αὐανθῇ , ποιοῦσιν ἐξ αὐτοῦ ἄλευρα , καὶ προσφέρονται ταῦτα
. καὶ τρώγεται ἔτι χλωρὸς ὁ καρπός : καὶ ἐπὴν αὐανθῇ , ποιοῦσιν ἐξ αὐτοῦ ἄλευρα , καὶ πατέονται ταῦτα
3703159 ἐπικοσμει
τέλος : νικῶν γὰρ τετελεύτηκε : σὺ δὲ λαβοῦσα τοῖσδε ἐπικόσμει αὐτὸν τοῖς παρ ' ἐμοῦ : παρῆν δὲ ὁ
διδάξω : πηγάνου ἐξ ἀγρίοιο δέμας ποίει , ἠδ ' ἐπικόσμει ζῴοισιν λεπτοῖσι , κατοικιδίοις σκαλαβώταις , σμύρνης καὶ στύρακος
3696994 ᾠον
τὸν ὀφθαλμὸν θεραπεύειν : εἶτα ἐπιτιθέναι ἔριον μαλακὸν βρέξανταϲ εἰϲ ᾠὸν ἀνακεκομμένον μετ ' οἴνου καὶ ῥοδίνου καὶ ἐπιδεῖν ,
Ἡρακλείδης ὁ Ταραντῖνος ἐν Συμποσίῳ : βολβὸς καὶ κοχλίας καὶ ᾠὸν καὶ τὰ ὅμοια δοκεῖ σπέρματος εἶναι ποιητικά , οὐ
3696013 ἀσθενησαντος
ἰσχύῃ λόγος , ἡ κενὴ καταλύεται δόξα , ῥώννυται δὲ ἀσθενήσαντος . ἕως οὖν ἔτι σῴαν ἔχει τὴν ἑαυτῆς δύναμιν
γόνιμα : ἐὰν δὲ προκύψῃ μέν , μὴ τρέφηται δὲ ἀσθενήσαντος [ δὲ ] τοῦ ὀμφαλοῦ διὰ τὸ ἐπίπονον αὐτῷ
3692446 τραγος
καὶ ἀνελθοῦσα ἀπηλλάττετο . ὀρχουμένης δὲ αὐτῆς καὶ παιζούσης ὁ τράγος μεμφόμενος αὐτὴν καὶ ὀνειδίζων ὡς τὰς ὁμο - λογίας
ἄρτων καὶ οἱ μὴ καλῶς ἐσκευασμένοι παχύχυμοι καὶ ὁ καλούμενος τράγος καὶ τὰ διὰ γλεύκους καὶ σεμιδάλεως πέμματα καὶ λάγανα
3684312 τηξεως
τῆς κάτω γαστρὸς κάθαρσις : χρῆσθαι δὲ δεῖ τοῖς ἐγχύτοις τήξεως χυλῷ μάλα καλῶς κατεσκευασμένῳ . καλῶς δ ' ἂν
φύσεως , φανερὸν ὡς οὐδὲ τὸ ἕτερον αἴτιόν ἐστι τῆς τήξεως τῷ κηρῷ , ἡ δὲ ἀμ - φοτέρων συνέλευσις
3680460 λουε
τὴν ῥίζαν κόψας , ἐς ὕδωρ ἐμβαλὼν , ἀπὸ τούτου λοῦε : χοληγαγὰ δὲ φάρμακα μὴ πίπισκε , ὡς μὴ
αἱ τρεῖς πτισάνης χυλοῦ : κλυζέτω δὲ πλαγίην , καὶ λοῦε ὀλίγῳ . Προστιθέσθω δὲ καὶ βαλάνους ἑπτὰ , τῆς
3667695 νηστις
πλεκταῖσι καὶ σπειράμασιν δεινῆς ἐχίδνης . τοὺς δ ' ἀπωρφανισμένους νῆστις πιέζει λιμός : οὐ γὰρ ἐντελεῖς θήραν πατρῴαν προσφέρειν
ἀπ ' αὐτῶν ἰκμάδα σπᾷ τὸ σῶμα : ἢν δὲ νῆστις ἐσθίῃ , πλείω . Ὅσα τῶν σιτίων ἢ φῦσαν
3661815 γαλα
, οἱονεὶ ὁμογάλακτές τινες ὄντες . ἢ οἱ τὸ αὐτὸ γάλα σπάσαντες . οὕτως Ὠρίων . . . . ,
ἀγγείῳ , δηλονότι : μῖξον δέ , φησί , τὸ γάλα τοῖς ξηροῖς φοίνιξιν χεύαις ] χεῦσον φοίνικος ] τοῦ
3642090 ὀρνιθος
ἔοικεν οὖν ἐξ Ἰνδῶν τὸ μυθολόγημα ἐπ ' ἄλλου μὲν ὄρνιθος , ἐπιρρεῦσαι δ ' οὖν καὶ τοῖς Ἕλλησιν .
καὶ ἐς γῆν κύψασαι τὴν κέρκον ἀνατείνουσιν ὥσπερ οὖν τράχηλον ὄρνιθος : αἳ δὲ ἀπατηθεῖσαι προσίασιν ὡς πρὸς ὄρνιν ὁμόφυλον
3633365 σκεπαζειν
οὗ ὁ ὄγκος ὅλος ἐν τῷ κόλπῳ γένηται , καὶ σκεπάζειν ἔξωθεν σπόγγῳ τὸ ἦτρον ἀποτεθλιμμένῳ ἐξ ὀξυκράτου κατακλίνειν τε
τὰς τρίχας καὶ ἀνατρίβειν ὀθόνῃ τὸ πεπονθὸς δέρμα καὶ οὕτω σκεπάζειν τῷ φαρμάκῳ , ἐκ τῆς τρίψεως ἐρεύθους ἐπιγενομένου .
3632666 φονευσω
οὐδὲ ἐς φόνον τοιοῦτον ὑπηρετήσω . Πολλῶν δὲ εἵνεκα οὐ φονεύσω μιν , καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ
Ὅμηρος [ . Α , ] νῦν ὕστατα λωβήσαιο . φονεύσω γάρ σε . σὸν ἔργον ὦ ' χελῶε :
3629236 ἐρυθρῳ
, ἐκπιέσαι , καὶ ἐς τὸν ἥλιον θεῖναι ἐν χαλκῷ ἐρυθρῷ κατακαλύψαντα , ὅκως μηδὲν ἐμπεσεῖται : ὅταν δὲ παχὺ
ὑπάρχει . Ἀλλ ' ἔστω πάλιν παχὺ καὶ συναπτέσθω τῷ ἐρυθρῷ . τῷ γὰρ ὠχρῷ καὶ πυῤῥῷ καὶ ξανθῷ τὸ
3628886 προβατου
ἡ ὑγραίνουσα τὸ σῶμα . Πέσκος . κυρίως τὸ τοῦ προβάτου δέρμα : παρὰ τὸ πείκω πέκος , καὶ πλεονασμῷ
σίαλον καρήατος ] τοῦ ἐγκεφάλου καρήατος ] κεφαλῆς ἀμνοῦ ] προβάτου ἀμνοῦ ] τοῦ ἀρνίου ἀμμίγδην ] ἀναμὶξ ἑψηθεῖσα σπεράδεσσιν
3627311 ξηραινεϲθαι
μέροϲ α καὶ ἦν εὐδόκιμον τὸ φάρμακον εἰϲ πάντα τὰ ξηραίνεϲθαι ϲφοδρῶϲ δεόμενα χωρὶϲ τοῦ δάκνεϲθαι , καθάπερ ὅϲα τε
ἔϲτω . τούτῳ ἐπίχριε τὸ δέρμα καί , ὅταν ἄρξηται ξηραίνεϲθαι , ἀποπλύναϲ ϲπόγγῳ αὖθιϲ ἐπίχριϲον καί , ὅταν μελανθῇ
3622402 θαψῳ
. πυρέσσων φησί . ὦχρος δὲ τοῦ φαρμακευθέντος παραπλήσιος γίνεται θάψῳ πίμπρησιν ] ὀγκοῖ συνεχές ] συνεχῶς , πυκνῶς ἀθρόον
τὰ κενώματα καὶ λάπαθος βοτάνη , ἣ κενωτική ἐστιν . θάψῳ : χλωρὸς ἢ ξανθός . θάψος δέ ἐστιν εἶδος
3621786 γραυς
ἢ τῆς ἑσπέρας σαπροὺς ἅπαντας ἀποφέρωσιν οἴκαδε . κἀνταῦθα καὶ γραῦς καὶ γέρων καὶ παιδίον πεμφθεὶς ἅπαντες ἀγοράσουσι κατὰ τρόπον
πρεσβῦτις : ἡ Γοργώ φησιν , ὅτι χρησμοὺς ἀποφοιβάσασα ἡ γραῦς ἀπῆλθεν . πάντα γυναῖκες ἴσαντι : ἴσασι , ὅπως
3616317 ἀνοθευτον
ζηλότυποι τῶν ἀνδρῶν δρεπόμενοι ῥίπτουσι περὶ τὸν παρθένιον θάλαμον καὶ ἀνόθευτον τηροῦσι τὸν γάμον . Ἐάν [ γὰρ ] τις
γὰρ αὐτὸν χωνευθῆναι ἅπτουσι τὴν βοτάνην : καὶ ἐὰν μὲν ἀνόθευτον τὸ χρυσίον ᾖ , τὰ φύλλα χρυσοῦται , καὶ
3616257 ἀτροφος
εἰ σύ γε πολλῶν εὐπορεῖς εὐπροσώπων ἀπολογιῶν , ἔγωγε μέντοι ἄτροφος οὐ μενῶ ” τοῦτον κατεθοινήσατο . ὁ μῦθος δηλοῖ
βρέφος , ἐπὶ πλεῖον δ ' ὁ ὀμφαλὸς βασανισθῇ : ἄτροφος γὰρ γίνεται † ὡς τοῦ τρέφοντος αἴτιος † .
3611763 κεκραμενοις
ἐστεφανωμένος ὑπήντα λιβανωτοῖς τε θυμιῶν τὴν πάροδον καὶ κρατῆρσι μελικράτου κεκραμένοις ὑποδεχόμενος τὴν στρατιάν : ἡ δὲ βουλὴ τὴν τοῦ
' οἴνῳ λευκῷ εὐώδει καὶ μέλιτι μὴ πολλῷ καὶ ὕδατι κεκραμένοις καλῶς πινόμενον ἢ ἕψημά τι τῶν ἀφύσων καὶ εὐπέπτων
3599235 ῥοδου
, ἔν θ ' ὑακίνθωι , ἔν τε ἴωι θαλέθοντι ῥόδου τ ' ἐνὶ ἄνθεϊ καλῶι ἡδέι νεκταρέωι , ἔν
βλέπουσά γε τὸν χθὲς μὲν ἄκανθαν , σήμερον δὲ τοῦ ῥόδου ἔσχον ὑγίειαν τῶν ποθούντων φαρμάκων . Γλυκὺ Θησέως τὸ
3598945 ἐξερχεται
γίνεται ἀσκοειδὲς καὶ οὕτω νήχεται , ἕως λεπτυνθῇ , καὶ ἐξέρχεται ἐπὶ τὴν γῆν καὶ νέμεται καὶ εὐθέως ψυχόμενον θνήσκει
, ἄν τις ταῖς θαλάμαις αὐτοῦ ἅλας ὑποσπείρῃ , εὐθέως ἐξέρχεται . ἱστορεῖται δὲ καὶ ὅτι φεύγων διὰ τὸν φόβον
3596969 ἐλαφροτατον
δὲ καί κεν ἅμα πνοιῇ ζεφύροιο θέοιμεν , τόν περ ἐλαφρότατόν φας ' ἔμμεναι . ἠὲ πρόκας ἰχνεύοντες : ζῷόν
δὲ καί κεν ἅμα πνοιῇ ζεφύροιο θέοιμεν , τόν περ ἐλαφρότατόν φας ' ἔμμεναι . ἠὲ πρόκας ἰχνεύοντες : ζῷόν
3593662 πανιου
εἰς φιάλην ὑέλινον : καὶ τὸ στόμα αὐτῆς φράξον μετὰ πανίου καὶ γύψου καλῶς : καὶ χῶσον ἐν κόπρῳ ἱππείᾳ
λαβὼν ἀπὸ τῆς τοιαύτης ζύμης ὅσον βούλει , βάλον ἐντὸς πανίου λευκοῦ μεταξωτοῦ , καὶ σφαιροποίει εἰς ὃ ἂν βούλει
3591657 φερῃς
κεῖνος δ ' οὖν ἐστιν ἄριστος , ἂν πεινῶσι μεταξὺ φέρῃς κρέας ὀπτὸν ἑκάστῳ , θερμόν , ἁπλῶς ἁλίπαστον ,
πανσόφως καὶ λεύκανον σκοτασμὸν ἐγκεκρυμμένον ἐνδοσθίοις δράκοντος , ἕως ἂν φέρῃς ἔξω τὸ κεκρυμμένον ἄρρητον τέρας . γενήσεται γὰρ ἔκλαμπρος
3591470 ἐπιγενησεται
καὶ ἀσπάσεται τὸ ἀνεγεῖραι οἰκοδομήματα , κεφαλαλγία τε αὐτῷ δεινὴ ἐπιγενήσεται κατὰ τὸ ἔσχατον τοῦ τοιούτου ἐπιμερισμοῦ . Εἶτα ἐπιμερίζει
διὰ μὲν οὖν τὴν τοῦ φαρμάκου χρῆσιν μελανία τις ὀλιγοχρόνιος ἐπιγενήσεται , οὔτε δ ' ἕλκος οὔτε οὐλή τις ,
3589798 ἀναγαγε
: ἐπιβαλὼν ἐν αὐτῷ ὕδατι θείῳ , ἤγουν θερμοῦ , ἀνάγαγε ἐν οὐρανίᾳ θεῖον ἄπυρον τετρακὶς , ἄχρις αὐτοῦ πορφυρόχροος
διάταξιν περὶ πάντων καὶ εἴθ ' οὕτως παράλαβε αὐτὸν καὶ ἀνάγαγε πρός με . διαστρέψας δὲ ὁ ἀρχιστράτηγος τὸ ἅρμα
3577065 ξυλου
ἀντὶ τοῦ φθαρτικὸν θάνατον τῷ φοινικῷ κατασκευάσει δόρατι τῷ ἀπὸ ξύλου τμηθέντι φονευθεὶς ὁ Αἰτωλὸς ἤγουν ὁ Θερσίτης . πιθηκομόρφῳ
, εὐδαιμονήσομεν . Τὸ δὲ „ καὶ ἔφαγες ἀπὸ τοῦ ξύλου οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν „ ἴσον
3573884 πιθου
Συμβουλεύουσι δὲ οἱ σοφοί , μάλιστα δὲ Ἡσίοδος , ἀνοιγομένου πίθου , τὸν ἐν τῇ ἀρχῇ τοῦ πίθου οἶνον ,
δὲ ψυχρός , μόνιμος ἔσται . ἐὰν τὸ πῶμα τοῦ πίθου ἀεὶ ξηρὸν εὑρίσκηται , μονιμώτατον ἀποφαίνει τὸν οἶνον :
3558726 παρελθῃ
καὶ κεῖται ἐκεῖ ὅλον τὸν ὀπωρινὸν καιρὸν , μέχρις ἂν παρέλθῃ ὁ κύναστρος , ἐν δὲ τῷ φθινοπώρῳ ἐξέρχεται .
χρῆσθαι τῷ σχήματι : ἐπειδὰν δὲ ὁ τῆς πομπῆς καιρὸς παρέλθῃ , τηνικαῦτα ἕκαστος ἀποδοὺς τὴν σκευὴν καὶ ἀποδυσάμενος τὸ
3557541 ἐσθιει
Κλέωνα τοῦτ ' αἰνίσσεται , ὡς κεῖνος ἀναιδέως τὴν σπατίλην ἐσθίει . Ἀλλ ' εἰσιὼν τῷ κανθάρῳ δώσω πιεῖν .
τὴν οὐρὰν αὐτῆς περιλαμβάνει , ἡ δὲ τοῖς ὀδοῦσιν αὐτὸν ἐσθίει , καὶ τὰ μὲν τῶν μελῶν ἐν τῇ γαστρὶ
3550202 ἀσβολου
οὐδ ' ἂν ἡ μήτηρ σὺ ἡδέως φιλήσειας ὑπὸ τῆς ἀσβόλου κατῃθαλωμένον τὸ πρόσωπον . ἡδίω ταῦτα : οὐ γάρ
: τὰ πλεῖστα γὰρ ἀποπεπόνηκας . Φῦ , ἰοὺ τῆς ἀσβόλου . Αἰθὸς γεγένημαι πάντα τὰ περὶ τὴν τράμιν .
3548563 ἐπιε
μοι πάρεχε τὴν ἐκεῖ μετὰ σοῦ δίαιταν εὐδαίμονα . Εἰποῦσα ἔπιε τὸ φάρμακον , καὶ εὐθὺς ὕπνος τε αὐτὴν κατεῖχε
ἠγωνίσαντο . παρὰ δὲ Λοκροῖς τοῖς Ἐπιζεφυρίοις εἴ τις ἄκρατον ἔπιε μὴ προστάξαντος ἰατροῦ θεραπείας ἕνεκα , θάνατος ἦν ἡ
3543247 φυεις
ἀναιδείας ἔχει . αἰσχρόν γ ' ὅταν τις ἐπὶ γλώσσῃ φυεὶς γλώσσῃ ματαίους ἐξακοντίζῃ λόγους . οὔτ ' ἐκ χερὸς
ὅτι τῶν Καδμείων βασιλείων κεραυνωθέντων , κισσὸς περὶ τοὺς κίονας φυεὶς ἐκάλυψεν αὐτὸν , μὴ αὐθημερὸν καὶ ἐν μηδενὶ τὸ
3537527 ἠρτημενον
' οὖν ἀναγκαίως : τὸν γὰρ νοῦν ἑαυτῷ συνηγμένον καὶ ἠρτημένον , ὡς εἴρηται , μετὰ τῆς σφῶν αὐτῶν συνθέμενοι
δ ' ἔχον : εὐθὺ δ ' ἐκ τῆς ῥίζης ἠρτημένον καὶ ἐπιγειόφυλλον : πολύρριζον δ ' εὖ μάλα ταῖς

Back