, καὶ νομίσας χαλεπὸν ἔσεσθαι , εἰ δεήσει πολὺν χρόνον τρύχειν στρατείαις τήν τε πόλιν καὶ τοὺς συμμάχους , ἀπέχωσε
γε τοὺς ἐλεεινὰ κατήσθιε τετριγῶτας „ . . , : τρύχειν : τρῶ ἐστι ῥῆμα δηλοῦν τὸ βλάπτειν καὶ κακοῦν
5763473 ἑδραιον
αὐτός , πρὸς γὰρ τῷ κεκριμένῳ τοῦ λόγου καὶ τὸ ἑδραῖον τοῦ ἤθους ἐντετύπωτο τοῖς γράμμασι , ῥητόρων δὲ ἄριστα
πάντες δ ' ἔνδον πεταχνοῦνται . ΠΛΗΜΟΧΟΗ σκεῦος κεραμεοῦν βεμβικῶδες ἑδραῖον ἡσυχῇ , ὃ κοτυλίσκον ἔνιοι προσαγορεύουσιν , ὥς φησι
5761755 ἡδομενον
καὶ ἥδεται [ ζῷον θνητόν ] , οὐ πᾶν τὸ ἡδόμενον λυπεῖται [ ζῷον ἀίδιον ] . οὐ πᾶν σῶμα
τυχὸν ἢ ὅτι ὀργιζόμενον ἔγραψε διὰ τήνδε τὴν αἰτίαν ἢ ἡδόμενον , ἢ ἄλλο τι πάθος ἐροῦμεν συμβαῖνον τῇ περὶ
5749920 διαλαμπει
καὶ αὐτῆς τῆς ἀληθείας ὁρᾶται τὰ θεάματα , ἀκριβῶς τε διαλάμπει καὶ διηρθρωμένα λαμπρῶς ἐκφαίνεται : τὰ δὲ τῶν ἀρχαγγέλων
ἄλλων διαφέρομεν ζῴων , ἐν μόνῳ δὴ τούτῳ τῷ βίῳ διαλάμπει , ᾧ οὐκ ἦν τι τυχὸν καὶ οὐ μεγάλην
5733099 εὐφραινεσθαι
τὸ κάλλος ἀκμαιότερον τῆς ἡδονῆς , καὶ μὴ παρέχον σχολὴν εὐφραίνεσθαι , ἀλλὰ ἐπαινεῖν : ἀλλ ' ἔπαινος σὺν ἡδονῇ
χαλεπόν , οὐκ εἴα τελέως με μέγα φρονεῖν οὐδ ' εὐφραίνεσθαι ἐκπεπταμένως . νῦν δ ' ἢν τελευτήσω , καταλείπω
5728311 αὐθεκαστον
ἰδιώτην ἀποσεμνύνων φρονήματι , λόγῳ δὲ πραΰνων τὸ τῆς ἐξουσίας αὐθέκαστον . ἀλλὰ μὴν καὶ τὴν τύχην ἴδοις ἂν ὥσπερ
δι ' ἡδονῆς ἐστί μοι πρᾶττε . αὐστηρὸν γὰρ καὶ αὐθέκαστον καὶ ἀληθείας ἑταῖρον καὶ ἀκριβοδίκαιον , ὄγκῳ καὶ σεμνότητι
5634959 διαμενον
γυναικῶν ἀνύπαρκτόν ἐστι καὶ ταχέως φθειρόμενον καὶ οὐκ ἐπὶ πολὺ διαμένον . γυναικογήρυτον ] τό . γυναικογήρυτον ] ἤγουν τὸ
διαμένῃ , ἕξει τὴν αἴσθησιν . τὸ δὲ λοιπὸν ἄθροισμα διαμένον καὶ ὅλον καὶ κατὰ μέρος οὐκ ἔχει τὴν αἴσθησιν
5629980 συνετον
λόγους ἀεὶ τὰ σεμνὰ πάντα κέκτηται φθόνον ἅπαν τὸ λίαν συνετόν ἐστ ' ἐπίφθονον ἀδικώτατον πρᾶγμ ' ἐστὶ τῶν πάντων
ἐπὶ παραδειγμάτων ὅτι οὐκ εἰκὸς ἐθελῆσαι προδοῦναι Περικλέα , τὸν συνετόν , τὸν οὕτω λαμπρὸν καὶ μέγαν καὶ στρατηγὸν ἔνδοξον
5617941 ἀνοσον
ἔργων προστησαμένοις ἰδίᾳ τε καὶ κοινῇ περιέσται τὸ εἰς ἅπαν ἄνοσον : εἰ δὲ καὶ γένοιτό τις ἀσθένεια , τοῦ
γένοιτ ' ἄν , ἔτι δὲ ἵν ' ἀγήρων καὶ ἄνοσον ᾖ , κατανοῶν ὡς συστάτῳ σώματι θερμὰ καὶ ψυχρὰ
5491517 ἰσοτιμον
τὸ διὰ μέσου ἐνθένδε ἐξῄρηται , τὸ ἰσήγορόν τε καὶ ἰσότιμον καὶ ξύννομον . Ὁ δὲ ἔρως οὐδενὶ οὕτως πολεμεῖ
τὰ Ἀργοναυτικά , . , . . . Ἀντάξιον : ἰσότιμον : ἄρσαντες κατὰ θυμόν , ὅπως ἀντάξιον ἔσται ,
5482361 σωφρονι
φοβεῖσθαι ἥκειν : ἀπὸ κοινοῦ τὸ φαμέν μήθ ' ὡς σωφρονι - σταὶ . . . : ὑπερβατόν . ʃ
φοβεῖσθαι ἥκειν : ἀπὸ κοινοῦ τὸ φαμέν μήθ ' ὡς σωφρονι - σταὶ . . . : ὑπερβατόν . ʃ
5481304 ὑγιεινοτατον
ὅθεν ὥϲπερ φθινόπωρον τῶν ὡρῶν θανατωδέϲτατον , “ ἦρ δὲ ὑγιεινότατον ” , οὕτωϲ | δείλη μὲν ὀχληρὸν καὶ παροξυντικόν
ὀξύταται αἱ νοῦσοι , καὶ θανατωδέσταται τοὐπίπαν , ἦρ δὲ ὑγιεινότατον , καὶ ἥκιστα θανατῶδες . Τὸ φθινόπωρον τοῖσι φθίνουσι
5471454 ἀβλαβες
ἔρως μεμετρημένος ἔχει μετὰ τῆς τάξεως τὸ χάριεν ἅμα καὶ ἀβλαβές : οὔτε γὰρ πυρός : οὔτε γὰρ τὸ βέλος
ἄρθρον ὑποτακτικόν . ἄατον δʹ : τὸ πολυβλαβές . τὸ ἀβλαβές . τὸ βλαβερόν . καὶ τὸ ἀπλήρωτον . ἀβληχρόν
5471257 ἀγρυπνειν
δὲ καὶ τοὺς συντελεστὰς ἀνεπηρεάστους . Τὸ συμμέτρως διαιτᾶσθαι καὶ ἀγρυπνεῖν καὶ ἐν ταῖς νυξὶ βουλεύεσθαι τὰ περὶ τῶν ἀναγκαίων
ἱεροὺς αὐτῆς νομισθῆναι πρός τε τὰς θήρας ἔχοντας ἐπιτηδείως καὶ ἀγρυπνεῖν ἐν ταῖς νυξὶ καὶ ὑλακτεῖν πεφυκότας . κυνηγίᾳ δ
5462473 ἀοργητον
εὔλογα . ἢ τί γὰρ παθὼν Εὐθύδημος ἄνδρα γέροντα παρώξυνεν ἀόργητον καὶ θυμοῦ κρείττονα , σκύφον οὕτω βαρὺν ἐν τῇ
ἐκ δ ' ἐγέλασσε : τὸ ἄθυμον δηλοῖ καὶ τὸ ἀόργητον τοῦ Διός . * Ἥφαιστον δ ' ἐκέλευσε :
5459266 δυστραπελον
. Ἄλλης δὲ χρείας δύσκολον , δυσμενές , δύστροπον , δυστράπελον , παλιντράπελον , δυσχερές , δύσπρακτον , δυσκατέργαστον ,
τὸ δεῖνα προσλελαληκέναι ; καὶ πρᾶγμά γ ' ἠρώτα με δυστράπελον πάνυ , ἔχον δὲ πολλὰς φροντίδων διεξόδους . λέγ
5455794 προσφερῃ
ὑγραίνειν , ξηραίνῃ , ἢ ἃ παχύνειν δέοι , μὴ προσφέρῃ ἀφ ' ὧν δεῖ παχύνειν , ἢ ἃ δεῖ
, σὺ μὲν ὡς φάσκοντος ἐμοῦ εἰδέναι περὶ ὧν ἐρωτῶ προσφέρῃ πρός με , καὶ ἐὰν δὴ βούλωμαι , ὁμολογήσοντός
5422650 κατακρατειν
ἕν ἐστ ' ἀληθὲς φίλτρον , εὐγνώμων τρόπος . τούτῳ κατακρατεῖν ἀνδρὸς εἴωθεν γυνή . οἰκεῖον οὕτως οὐδέν ἐστιν ,
τὰ καθόλου συμπτώματα θεωρίας , ὡς προηγουμένης καὶ τὰ πολλὰ κατακρατεῖν δυναμένης τῶν περὶ ἕνα ἕκαστον τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ
5410549 ζημιωδες
τοὐναντίον περιέτρεψε μηνύειν τὸ ” δέον “ καὶ τὸ ” ζημιῶδες , “ ἀφανίζουσα ὅτι νοεῖ , ἡ δὲ παλαιὰ
ἀβέβαιον δὲ γαμεῖν , τέκνα τρέφειν , καὶ τὸ μισθοῦσθαι ζημιῶδες . τῶν δὲ Διδύμων ἕως τοῦ ἡμίσεως ἀποστρεπτέον πράγματος
5408904 προσλαβον
ἀνωδύνως ἀφίστησι τὰς ἐκ τῶν καυστήρων ἐσχάρας , γάλα μέλι προσλαβὸν καὶ διὰ τῶν μοτῶν προσαγόμενον , μετὰ δὲ τὴν
τῶν σπληνῶν : ὠφελεῖ δὲ καὶ τοὺς τοῦ ἥπατος . προσλαβὸν δὲ νίτρον ὀλίγον ῥήττει τε κόλπους καὶ σκόλοπας ἀνάγει
5376517 ἀρρυθμως
ὅταν εἰς παλαί - στραν ἢ γυμνάσιον ἔλθωσιν , ἧττον ἀρρύθμως κινουμένους : ἔτι πρὸς τούτοις τῆς ἐσθῆτος ὁ τρόπος
ῥυθμοῦ εὔρυθμος , εὐρυθμία , ῥυθμίζειν , εὐρύθμως , καὶ ἀρρύθμως , ἀρρυθμία , ἀρρυθμεῖν . κιθαρῳδία , λυρῳδία ,
5368778 ἀπεχθανεσθαι
' ἂν εἵλετο Χρύσης ἅμα τὴν θυγατέρα λυπῶν τῷ βασιλεῖ ἀπεχθάνεσθαι , οὐκ ἀγνοῶν ὅπως εἶχε πρὸς αὐτήν . τὸ
τὰ βασιλέως γράμματα , νομίζοντες ὀκνήσειν μίαν ἑκάστην τῶν πόλεων ἀπεχθάνεσθαι ἅμα ἑαυτοῖς τε καὶ βασιλεῖ . ἐπεὶ μέντοι εἰς
5355881 ἐπισφαλες
, κτήσεως δὲ τῷ τὴν ψυχὴν διακειμένῳ κακῶς . καὶ ἐπισφαλὲς καὶ ὅμοιον μαινομένῳ δοῦναι μάχαιραν καὶ μοχθηρῷ δύναμιν .
καὶ εὐκατόρθωτος ἀγαθὰς ἐλπίδας προσδεικνύων . Ἥλιος Ἄρει νοσερὸν καὶ ἐπισφαλὲς τὸ ἔτος δηλοῖ καὶ πατρὸς κίνδυνον ἢ τοῦ ὑπὸ
5355456 πενιχρον
] ἐπὶ τῆς . διασύρει τῶν φιλοσόφων τὸν βίον ὡς πενιχρὸν καὶ ἐπίπονον καὶ ἐνδεῶς ἔχοντα καὶ αὐτῆς τῆς ἀναγκαίας
ἐν ἀγαθοποιοῦ ὁρίοις ᾖ , τὸ μὲν γένος ἐλεύθερον , πενιχρὸν δὲ καὶ ὑποτεταγμένον καὶ δούλια ἔργα ποιεῖν σημαίνει .
5342140 ὑγροτερᾳ
οὖρα τοίνυν πρόεισιν πλείονα , ὁπόταν πλείονι τροφῇ καὶ μάλιστα ὑγροτέρᾳ καὶ πολυποσίᾳ οἴνου καὶ μᾶλλον εἰ ὑδαρὴς ὁ οἶνος
εἰς ὑδροροσάτον . εἰ δὲ ἀγρυπνία ἐστί , δεῖ σε ὑγροτέρᾳ τροφῇ χρήσασθαι , τυχὸν χυλῷ πτισάνης ἢ λαχάνων καὶ
5308466 λυπουμενον
ἀνακρούων : ἀνασείων . γενύεσσι : στόμασιν . Ἀσχαλόωντα : λυπούμενον . ἀσπαίροντα : ψυχοῤῥαγοῦντα . Ἐνίπαπε : ἐνέπληξεν ,
καὶ συνεχοῦς ἡμέραις τε καὶ νυξίν , ὁρῶν ἐπὶ τούτοις λυπούμενον βασιλέα ” μὴ λυποῦ “ φησίν , ” ὦ
5296880 μιχθεν
ῥοδίνου δραχμὰς ιʹ , ὠῶν δ ' τὸ λευκὸν τούτοις μιχθὲν ὑπαλειπτέον . Ἄλλο πρὸς ὀφθαλμὸν φλεγμαίνοντα : λιβανωτοῦ ,
μέλιτος ἐγχρίων . καὶ σηπίας δ ' ὄστρακον καυθὲν καὶ μιχθὲν ἁλσὶν ἀνορύκτοις ἀποτήκει τὰ κατὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς πτερύγια .
5285084 εὐκλεες
δέ : ἐπειδὴ ἔτυχον ἐκεῖσε , τὸ μὲν κερδαίνειν αὐτὴν εὐκλεὲς ἡγησάμην , τὸ δὲ ἐᾶσαι αἰσχρόν : παρεῖναι :
εὖ πράσσουσιν ἐν ἐξουσίᾳ τὸ φιλάνθρωπόν ἐστιν . οὐδ ' εὐκλεὲς οὐδὲ συμφέρον ἐς τὴν ἀρχὴν ὑμῖν ἐστιν πόλιν τοσήνδε
5282975 διαχωρημα
καὶ δαπανᾷ πλέον τοῦ δέοντος , καὶ ὀλίγον γίνεται τὸ διαχώρημα . Τῆς δὲ κατὰ σύστασιν ἀμετρίας , τίς ἡ
ὀλίγον διαχωρέειν [ . . ] : τὸ μετὰ τρυσμοῦ διαχώρημα κάκιστόν ἐστι : γίνεται γὰρ πνευμάτων τινῶν προσαναλυομένων καὶ
5281193 πεποιθεναι
δειμαίνειν φίλον , ὅταν δ ' ὁ δαίμων εὐροῇ , πεποιθέναι τὸν αὐτὸν αἰὲν ἄνεμον οὐριεῖν τύχας . ἐμοὶ γὰρ
, ἔργῳ δὲ περὶ τοῦ ἤδη ὁρωμένου σφίσιν αὐτοῖς ἀξιοῦντες πεποιθέναι , καὶ ἐν αὐτῷ τῷ ἀμύνεσθαι καὶ παθεῖν μᾶλλον
5280952 εὐτακτειν
στρατιωτικοῖς , ἔφη , ἔνθα μάλιστα δεῖ σωφρονεῖν τε καὶ εὐτακτεῖν καὶ πειθαρχεῖν , οὐδενὶ τούτων προσέχουσιν . Ἴσως γάρ
ἀκόλουθα καὶ οὕτως ἅπτου τοῦ ἔργου . δεῖ ς ' εὐτακτεῖν , ἀναγκοτροφεῖν , ἀπέχεσθαι πεμμάτων , γυμνάζεσθαι πρὸς ἀνάγκην
5270906 εὐσχημον
τῷ δρομικῷ , οὐ πάνυ δ ' εὔκολον οὐδ ' εὔσχημον : διὸ παραιτήσεως ἄξιον . Κώρυκος ἐπὶ μὲν τῶν
φωνῆς δὲ τόνος οὐ παρειμένος πρὸς ἀηδίαν , βάδισμα δὲ εὔσχημον , ἀμπεχόνη δὲ οὐκ ἐρραθυμημένη , πρὸς δὲ τοὺς
5268562 σῳζομενον
ἄλλῳ . Οὐ γὰρ ἀρκεῖ αὐτῷ τὸ μέρος , ἀλλὰ σῳζόμενον τῷ ἄλλῳ πολέμιόν ἐστιν ὑφ ' οὗ σῴζεται .
, ὄντως δὲ οὐδέποτε ὄν , μεταλήψει δὲ τοῦ ὄντος σῳζόμενον , καθόσον ἂν αὐτοῦ μεταλαμβάνῃ . Ἡ δὲ ἑτέρα
5268072 ἱλαρον
τῆς δημοσίας . ἐμφανίζουσι δ ' αὐτοῦ τὸ περὶ ταῦτα ἱλαρὸν αἱ ὑπ ' αὐτοῦ γραφεῖσαι σατυρικαὶ κωμῳδίαι τῇ πατρίῳ
στρουθίοις χανοῦς ' ὁμοίως : ἧς ἐπαρεμυθήσατο ἐποίησέ θ ' ἱλαρὸν εὐθέως τ ' ἀφεῖλε πᾶν αὐτοῦ τὸ λυποῦν κἀπέδειξεν
5265416 εὐαρεστον
ἐν πάσῃ τῇ ζωῇ μου , ὅτι καλὸν Θεῷ καὶ εὐάρεστον ἡ ἀλήθεια μετὰ δικαιοπραγίας : καὶ ὅτι πονηρὸν τὸ
χρῆσθαι τὰ πάντα ἀρίστῳκαλὸν γὰρ κἀγαθὸν ἐξ ἀνάγκης ᾔδει τὸν εὐάρεστον θεῷ , λαβόμενος τῆς τούτου δεξιᾶς καὶ παραγαγὼν αὐτὸν
5262834 δυνατωτατον
. Ἔταξε δὲ οὕτω : ὅ τι μὲν ἦν αὐτῶν δυνατώτατον πᾶν ἀπολέξας ἔστησε ἀντίον Λακεδαιμονίων , τὸ δὲ ἀσθενέστερον
: ἀφ ' οὗ δὴ καὶ τὸ ἀληθέστατον αὐτοῦ καὶ δυνατώτατον καὶ μάλιστα τεταγμένον περὶ τίνων τε πέφυκεν ἀληθεύειν καὶ
5256125 γοργον
ἄλλοις ταχύτητα καὶ ἐπιτηδειότητα . ποδῶκες ὄμμα ] ταχύτατον , γοργόν , σύντομον εἰς τὸ ὁρᾶν τῇδε καὶ ἐκεῖσε .
ἔστιν οὐδεμία , ἥτις καθ ' ἑαυτὴν ποιεῖ τὸν λόγον γοργόν , πλὴν εἰ τὴν ὀξύτητά τε καὶ δριμύτητα ὡς
5244526 τεκνουσθαι
ταῦτα πολλά τε τὸ ἓν γίγνεσθαι καὶ τὸ μὴ ὂν τεκνοῦσθαι καὶ τὸ ὂν φθείρεσθαι ἀναγκάζεσθαι : ταῦτα δὲ ἀδύνατα
γεγονότα . φωτὸς ] ἀνδρός . ὄλβον ] πλοῦτον . τεκνοῦσθαι ] παιδοποιεῖν , συμφορὰν δηλονότι . θνήσκειν ] ἤγουν
5239727 παντοδαπον
παλαιὰν συνήθειαν . φιλόσοφον δέ φησι τὸν Ὅμηρον διὰ τὸ παντοδαπὸν τῆς ὠφελείας τῆς ποιήσεως αὐτοῦ . . . .
μὲν ἐπιεικὲς πᾶν βιασθὲν δουλεύῃ , τὸ δὲ ἀνόητον καὶ παντοδαπὸν ἐπιχειρῇ ἄρχειν , ὑπὸ ἐξουσίας ἀδεοῦς θρασυνόμενον : ἀνάγκη
5231869 μαραινομενης
κύημα καὶ οἷον ἔμψυχον ἄγαλμα γίγνεται : τῆς δὲ γονῆς μαραινομένης θερμότητος ἐνδείᾳ καὶ τῆς ὕλης ἐπανισταμένης ὑγρότητος περιουσίᾳ ,
, ἥ δὴ καὶ πέττειν τε καὶ ἀλλοιοῦν πεπίστευται , μαραινομένης τῇ γενομένῃ ψυχρότητι . Ἐπιταθείσης δ ' ἤδη τῆς
5219015 μετριον
λόγῳ , ϲύμμετρον ἀποχεῖν τοῦ αἵματοϲ , ὅϲον τοῖϲ παροῦϲι μέτριον . ἡ δ ' ὅλη τῆϲ διαίτηϲ κατάϲταϲιϲ οὐ
; πόθεν ; τὸ γὰρ τῆς αἰτήσεως εὔλογον ἅμα καὶ μέτριον ἐπεστόμισεν ἄν σε τῶν φόβων ἐπικειμένων , εἰ καὶ
5215483 τυραννικον
τῆς ἀντιλήψεως ἡ ἀντίθεσις χρώζει τὸ ὅλον τῆς ἀπολογίας τὸ τυραννικὸν συσκιάζουσα . β . Ἑτέρα μετάληψις . πᾶσα γὰρ
εἶναι τὸν μὲν οἰκοδεσποτοῦντα τὸν δὲ δεσπόζοντα τῆς γενέσεως , τυραννικὸν γίνεται τὸ σχῆμα : γίνονται γὰρ βασιλεῖς βασιλέων ἔνδοξοι
5212911 ἀνωδυνον
ἐπὶ τῆς χειρὸς γυμνάσωμεν τὸν λόγον . ἐπὶ ταύτης τοίνυν ἀνώδυνόν ἐστιν σχῆμα τὸ ἐγγώνιον . οὔτε γὰρ οἱ μύες
: ψυχρὸν γάρ ἐστιν . ἀλλὰ καὶ ἀκίνδυνον , ἐπειδὴ ἀνώδυνόν ἐστιν . οὐδὲν γὰρ οὕτως καταβάλλει τὰς δυνάμεις ὡς
5206635 ἀταραχον
τοῖς γε μορίοις οἰκείαν τινὰ κίνησιν ἀεὶ κινεῖται ἤρεμον καὶ ἀτάραχον : διὸ καὶ ἠχεῖ τὸ οὖς ἀεὶ ὑπὸ τῆς
τῆς εὐκλείας . Φοβερός τε ἐγένετο τῷ στρατῷ , ὥςτε ἀτάραχον αὐτὸν ἐν πολλῷ διαμεῖναι χρόνῳ . Ἐπειδὴ γοῦν τινα
5200548 πλουσιῳ
πολίτης μαθὼν τὴν παρὰ τοῦ δήμου δωρεὰν συνεπιδέδωκεν ἑαυτὸν τῷ πλουσίῳ τῇ τελευτῇ : ἔστι δὲ καὶ ἡ ἄλλη ἔννοια
' ἀνδρί μ ' , ὡς φής , ἐκδίδως νῦν πλουσίῳ , ἵνα μὴ καταζῶ τὸν βίον λυπουμένη . καὶ
5199955 ἐκφρονα
τῇ νάρδῳ , ποιεῖ δὲ ἐπισφαλῶς τῷ βαδίζειν χρῆσθαι , ἔκφρονα πρὸς τούτοις καθίστησιν , ἐν μιᾷ τὸν πιόντα αὐτὸ
αὐτόθι ἱερόν . ταύτας τὰς θεάς , ἡνίκα τὸν Ὀρέστην ἔκφρονα ἔμελλον ποιήσειν , φασὶν αὐτῷ φανῆναι μελαίνας : ὡς
5199421 διαφυλαττει
. καὶ τὸ ϲπέρμα δὲ τῆϲ ἀλθαίαϲ ἐν βαλανείῳ ϲμώμενον διαφυλάττει τὰϲ τρίχαϲ καὶ αὔξει : ὁμοίωϲ δὲ καὶ τὸ
κύριον , ἀλλὰ μᾶλλον ὅσων ἡ χρεία τῷ παντὶ ζῴῳ διαφυλάττει τὴν ζωήν . ἔστι δὴ ταῦτα δυοῖν ἀγγείων στόματα
5197869 παροραν
δὲ θεατρικὰ τῶν σχημάτων τεταμιευμένως παρείληπται . ταῦτα μὲν δὴ παρορᾶν δεῖ τοὺς ἀναγιγνώσκοντας καὶ μὴ ἄξια ἡγεῖσθαι σπουδῆς ,
, λαβούσης δὲ τέλος , οἷον ἐβούλεσθε , τὸν κατορθώσαντα παρορᾶν , ἢ τὴν χάριν αὐτῷ μὴ κυρώσαντες ἀποτυχόντες ἐκείνου
5197686 βασανιζομενον
τῶν φιλοσόφων . οὕς τοὺς ἔξωθεν ἐπεισκεκωμακότας . βασανιζόμενον . βασανιζόμενον οὐ τὸν αἰκιζόμενον καὶ τιμωρούμενον σημαίνει παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς
τὸν ἀεὶ ἔν τε παισὶ καὶ νεανίσκοις καὶ ἐν ἀνδράσι βασανιζόμενον καὶ ἀκήρατον ἐκβαίνοντα καταστατέον ἄρχοντα τῆς πόλεως καὶ φύλακα
5195433 μιγνυμενον
πίττα , ῥητίνη , θεῖον ἄπυρον , ἑκάστῳ τῶν εἰρημένων μιγνύμενον . Οἱ ἄπεπτοι τῶν ὄγκων ἐξ ἀργοτέρας ὕλης συνίστανται
ποιεῖ δὲ διαφορὰν καὶ τὸ λαμπρὸν ἢ στίλβον εἶναι τὸ μιγνύμενον ἢ τοὐναντίον αὐχμηρὸν καὶ ἀλαμπές . ἔστι δὲ τὸ
5194756 ὑπνοποιον
οὐκ ἐμοὶ διὰ τὸ νηστεύειν . , , : Ἴσως ὑπνοποιόν τι μέλος πρὸς ἑσπέραν αὐλούμενον . φησὶ δὲ ὅτι
κυάμου , παιϲὶν ἐρεβίνθου . ἀνώδυνόν ἐϲτι μάλιϲτα φάρμακον καὶ ὑπνοποιόν . Καϲϲίαϲ ⋖ η , ναρδοϲτάχυοϲ ἀμώμου , κρόκου
5191606 αἰσθανομενον
καὶ τῇ παρ ' ἑαυτοῦ λύπῃ κολάσαι τὸν πλημμελήσαντα , αἰσθανόμενον ἐξ ὧν εὖ ἔπασχεν οἷον ἠδίκει . οὕτως οὐκ
μέρος , εἰ δὲ τὸ ζῷον , ὥσπερ καὶ τὸ αἰσθανόμενον ἔδοξέ τισι , τίς ὁ τρόπος , καὶ τί
5184291 ἀπατητικον
ποικίλον θέαμα . γράφεται χωρὶς τοῦ π Αἰολικόν , τὸ ἀπατητικόν : Αἰολίζειν γὰρ τὸ ἀπατᾶν . Σοφοκλῆς : μηδ
Ἕλληνας εἰσπράξαιο τιμωρήσαιο τῷ σῷ δόρατι τῇ Νεμέσει κατὰ διαδοχήν ἀπατητικόν ἀγύρτης ἀπὸ τοῦ συνάγειν καὶ ἀγείρειν τροφήν ἐπαίτης μερίμνης
5184275 νοσουν
. κλίνη καὶ αὐτὴ λίθου . ἐπ ' αὐτῆς κεῖται νοσοῦν τὸ ἐκείνου φάσμα χειρουργίᾳ φιλοτέχνῳ : παρέστηκε δὲ ὁ
σώματος , ἢ τὸ ζῷον οὐκ ἂν ὑγιαίνοι τῷ κρείττονι νοσοῦν . κδʹ . Ἑλλανοδίκαις καὶ Ἠλείοις . Ἀξιοῦτέ με
5180917 φειδωλως
νέος , τεθραμμένος ὡς νυνδὴ ἐλέγομεν , ἀπαιδεύτως τε καὶ φειδωλῶς , γεύσηται κηφήνων μέλιτος , καὶ συγγένηται αἴθωσι θηρσὶ
θρύμβην ] . . . ⌈ φειδωλὸν [ εὐτελῶς καὶ φειδωλῶς ζῶντα ] ⌈ καλοῦσι θυμβρεπίδειπνον ⌈ λέγομεν . θυμβρεπιδείπνου
5170093 εὐπροσηγορον
καὶ γοργόν , ἐν δὲ τῇ ἡσυχίᾳ φιλέταιρόν τε καὶ εὐπροσήγορον τὰς βολάς , λέγεται δὲ καὶ μεγίστοις ἀνθρώπων ὀφθαλμοῖς
ἄνδρα γ ' εὖ φρονεῖν . Ἐσθλοῦ γὰρ ἀνδρὸς γῆρας εὐπροσήγορον . Εἰσὶν καταφυγὴ πᾶσιν οἱ χρηστοὶ φίλοι . Ἔχει
5165353 καταπραϋνειν
πλούτου ; συνοίσειν δὲ ἐπιμένοντα τῇ οἰκείᾳ τὸν τοῦ δεσπότου καταπραΰνειν θυμόν , ἐφ ' οἷς αὐτὸν ὀργίζεσθαι κατὰ Ῥωμαίων
καὶ ὥσπερ χαριεντίζεται τὸν θεὸν τῷ γελοίῳ αὐτοῦ τὴν ὀργὴν καταπραΰνειν πειρώμενος . παίζων οὖν εἶπε τὸ “ ἀγαθὸν τοσουτονὶ
5162911 τεξῃ
τὰς λύπας σου καὶ τὸν στεναγμόν σου : ἐν λύπῃ τέξῃ τέκνα , καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή
φησιν : „ ἰδοὺ σὺ ἐν γαστρὶ ἔχεις , καὶ τέξῃ παιδίον , καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰσμαήλ „
5153719 ταπεινον
ὑπὲρ ὑμῶν ἀναδεξάμενος κίνδυνον καὶ τὸν πόλεμον σεμνῶς διαλύσαςοὐ γὰρ ταπεινόν τι προήχθην εἰπεῖν οὐδὲ φόβῳ πολιορκίας καθεῖλον τὸ φρόνημαἐπανῄειν
ἀγήνορα κάρφει : τὸν αὐθάδη καὶ ὑπερόπτην εὐτελῆ ποιεῖ καὶ ταπεινόν . ἡ γὰρ αὐθάδεια πρὸς καταφρόνησιν ἐγείρει τῶν ἄλλων
5133122 πρᾳον
μὴ χαλεπῷ ἢ φθονεῖν τῷ μὴ φθονερῷ ἄφθονόν τε καὶ πρᾷον ὄντα ; ἐγὼ μὲν γάρ σε προφθάσας λέγω ὅτι
, πατὴρ δὲ οἶμαι διά τε τὴν κηδεμονίαν καὶ τὸ πρᾷον , Πολιεὺς δὲ κατὰ τὸν νόμον καὶ τὸ κοινὸν
5129848 πλησιαζειν
τῶν πόνων . . . , . καὶ χρὴ τοιαύταις πλησιάζειν γυναιξὶν αἳ χάριν εἴσονται . . . , .
ποτε καὶ Ἀντιπάτρῳ τῷ ὀνειροκρίτῃ συνέβη . ἔδοξέ τις σιδήρῳ πλησιάζειν ὥσπερ γυναικί . ἀπέβη αὐτῷ εἰς δοῦλον καταδικασθῆναι καὶ
5129658 προσβαλλοντα
συγγενεῖς καὶ διδάσκαλοι καὶ ἡλικιῶται καὶ πᾶν φίλιον γένος ἡδίω προσβάλλοντα τὴν ὄψιν ἀπὸ τῆς ἁλουργίδος τῆς ἱερᾶς τοῦ σωτῆρος
τὸν ἔξω τόπον ἐκκεκλικὸς εἴσω βιάζεσθαι τὸ τῆς χειρὸς θέναρ προσβάλλοντα ἐκ πλαγίου τῷ ὀξέϊ τοῦτ [ ] ἀγκῶνος ,
5128083 καταλληλων
ἐκπέμπει τῷ ἕλκει , καὶ τὸν πλεονάζοντα χυμὸν διὰ τῶν καταλλήλων κενωτέον φαρμάκων . εἰ δὲ καὶ κιρϲὸϲ ἐπιπέμπων εἴη
πῶς ἂν γένοιτο χωρὶς τῶν ὀρθῶν καὶ δικαίων καὶ ὅλως καταλλήλων ἀρετῇ νόμων ; δεῖ γὰρ ὑπὸ νόμοις τοιούτοις ἔτι
5122387 πονουντι
πυριάσεις ὀριγάνου ξηροῦ κλωνίον εἰς ζεστὸν ἔλαιον βάπτων , τῷ πονοῦντι ὀδόντι ἄνωθεν ἐπερείδων . Σταφὶς ἀγρία διαμασηθεῖσα ἰδίᾳ καὶ
συμβόλων τὴν μέλλουσαν εὐδαιμονίαν τεκμαίρονται . . . Ἔπρεπεν Ἡρακλεῖ πονοῦντι τοὺς ἄθλους συμπαρῶν τοῖς ἔργοις Ἰόλεως , καὶ τῷ
5119532 εὐανθες
ἐμφύτων καρποῖς καὶ ἔτι φύλλοις τὸ εὐειδὲς καὶ τὸ ῥᾷστα εὐανθὲς καὶ ῥαδινὸν καὶ ποικίλον , καὶ ὅτι οὐ πεποίηται
λέγῃ δι ' ὅτι καλόν ἐστιν ὁτιοῦν , ἢ χρῶμα εὐανθὲς ἔχον ἢ σχῆμα ἢ ἄλλο ὁτιοῦν τῶν τοιούτων ,
5115247 διαπνεομενον
τρέφεται δὲ τῷ ψυχρῷ τὸ κατὰ τὸ λευκὸν καὶ ἀερῶδες διαπνεόμενον . Οὐδὲ γὰρ ἀγνοεῖν χρὴ ὅτι κατὰ τὴν σύγκρασιν
ἐούσῃ ῥεῦμα προσπῖπτον τρηχύτητας ἐμποιέει : τὸ γὰρ πνεῦμα τὸ διαπνεόμενον διὰ τῆς φάρυγγος ἐς τὰ στέρνα βαδίζει , καὶ
5113705 ἀνειμενον
τὴν μεγίστην . , . . ῥᾳστώνη ῥᾳστώνῃ συζῶντας καὶ ἀνειμένον βίον ἀσπαζομένους . , . . ὑβρίζειν ὑπέλαβε πονηροὺς
μάχης ἀγών , τἄλλ ' ὄντες ἴστε μηδενὸς βελτίονες . ἀνειμένον τι χρῆμα πρεσβυτῶν γένος καὶ δυσφύλακτον ὀξυθυμίας ὕπο .
5109309 δικαιοπραγειν
. καὶ τὸ μὲν ἀδικεῖν καθ ' αὑτὸ καὶ τὸ δικαιοπραγεῖν καθ ' αὑτὸ ἑκούσια , τὰ δὲ κατὰ συμβεβηκός
εἰ δὲ εὑρίσκεις παρὰ πολλοῖς ἀνθρώποις τὸ εὖ φρονεῖν καὶ δικαιοπραγεῖν , δῆλον ὅτι οὐ φύσει πρόσεστιν ἡμῖν τὸ φαῦλον
5108104 μικροπρεπεις
: καὶ οἱ μὲν βραχεῖς τοὺς κενοὺς ἔχοντες ἀφελέστεροι καὶ μικροπρεπεῖς , οἱ δ ' ἐπιμήκεις μεγαλοπρεπέστεροι : καὶ οἱ
, ὃς τοὺς πλουσίους τῶν Ἀθήνησι καὶ μεγαλοδώρους κίμβικας καὶ μικροπρεπεῖς ἀπέφηνεν : οὕτως κεχυμένως πρὸς τὰς δόσεις κέχρηται τῷ
5107948 ἀθυμον
ἀμφαγαπῶντες : περισσῶς . ἐκ δ ' ἐγέλασσε : τὸ ἄθυμον δηλοῖ καὶ τὸ ἀόργητον τοῦ Διός . * Ἥφαιστον
; Κακῶν γυναικῶν ἔργα καὶ θήλεια φρὴν ποεῖ μ ' ἄθυμον περιπατεῖν ἄνω κάτω . Τί φῄς ; Τί φῄς
5106910 τερπει
Τοῦ αὐτοῦ ] . Τῶν ἡδέων τὰ σπανιώτατα γινόμενα μάλιστα τέρπει . Τοῦ αὐτοῦ . Εἴ τις ὑπερβάλλοι τὸ μέτριον
] μοι ? ? ? χόνδρος ? [ ] . τέρπει δέ μ ' οὕτως οὐδὲν ? [ ] ?
5094626 διαβουλιον
ἀναφαίνεται , οἷος γέγονεν Ἰωσὴφ ὁ ἀδελφός μου . Τὸ διαβούλιον τοῦ ἀγαθοῦ ἀνδρὸς οὐκ ἔστιν ἐν χειρὶ πλάνης πνεύματος
, ὅτι ταῦτα ἀφιστᾷ νόμου Θεοῦ , καὶ τυφλοῖ τὸ διαβούλιον τῆς ψυχῆς , καὶ ὑπερηφανίαν ἐκδιδάσκει , καὶ οὐκ
5090081 ὑπνωτικον
οὐ παρέσχον : ὡς δὲ Τίμαιός φησι , καὶ φάρμακον ὑπνωτικὸν αἰτοῦντι δόντες ἀφείλοντο τὴν αἴσθησιν αὐτοῦ , θανάτωι συνάψαντες
ἑρπύλου ἢ καὶ μελιλώτου ἐν ἀφεψήματι . ἐπὶ μᾶλλον δὲ ὑπνωτικὸν μήκων ἀφεψηθεῖϲα ἐν λίπαϊ ἔϲ τε τὸ τῆϲ κεφαλῆϲ
5089891 ὑγιαινειν
ἔφη „ τῶν ἐμῶν ἀκροάσεων , οὐ γάρ μοι δοκεῖς ὑγιαίνειν . „ τοῦ δὲ ἐρομένου ” τίς δὲ ὢν
ἀεὶ τὴν ἕωλον κόπρον ἀνὰ πάσας ἡμέρας , ἢν μέλλῃ ὑγιαίνειν ὁ ἄνθρωπος : γίνοιτο δ ' ἂν τοιοῦτο ζῶον
5087684 φωτιζων
γίνεται , καὶ πατρὶ ὑπακούει διὰ παντὸς σώματος διήκων : φωτίζων τὸν ἑκάστου νοῦν , εἰς τὸν εὐδαίμονα χῶρον ἀνώρμησεν
ὃ καὶ κρεῖττον . . κοινὸν φάος εἱλίσσων ] ὁ φωτίζων , συστρέφων , κινῶν . . εἰς πάντας φῶς
5086641 κομπῳ
πελέκεσι , Καπανεὺς δὲ λέγεται κεραυνῷ βεβλῆσθαι , πρότερος οἶμαι κόμπῳ βαλὼν τὸν Δία . οὗτοι μὲν οὖν ἑτέρου λόγου
οὕτως : ἀμπτάμενα πάντα ἐπάρματι μετεώρῳ πόρρω φροῦδα κεῖται : κόμπῳ μεταρσίῳ : ἐπάρματι μετεώρῳ : ἄλλως : ἀνυψωθέντα τὰ
5084360 χαιροντα
. θ φιλαίματον ] φιλόψυχον . φιλαίματον ] τὸν αἵμασι χαίροντα ἔφορον τοῦ φόνου θεόν . θΞ Φόβον ] Δεῖμος
ματαίους ἄνδρας δηλοῖ , ὠχρὰ δὲ ὄμματα καὶ ἀλλοχροίας ἔχοντα χαίροντα ἄνδρα καὶ ὑπονοούμενον εἰς κλεψοσύνας τὸν τοιοῦτον σημαίνει :
5081165 σῳζων
, ἀψινθίῳ κατέπασας Ἀττικὸν μέλι . εἰ γάμος ἦν ὁ σῴζων τὴν ἄλλου νόσον νόσον σῴζων αὐτὸς ἀποθνῄσκει νοσῶν .
ἐσχατιῆς , ᾧ μὴ πάρα γείτονες ἄλλοι , σπέρμα πυρὸς σῴζων , ἵνα μή ποθεν ἄλλοθεν αὕοι , ὣς Ὀδυσεὺς
5076400 χαιρον
δὲ ἵλεῳ γίνονται , ῥητέον ὡς οὐ χαίρει Θεόςτὸ γὰρ χαῖρον καὶ λυπεῖται , οὐδὲ ὀργίζεταιπάθος γὰρ καὶ τὸ ὀργίζεσθαι
, τὸ δὲ σῶμα ἀποθνῇσκον πάλιν ἀνεζωπύρησε καὶ ἐξανέστη , χαῖρον ἐπὶ τῇ τῆς ἐρωμένης συμπλοκῇ . καὶ τοῦτό ἐστι
5075911 Ἡλιξ
ἥλῳ ἐκκρούει : ὅμοιον τῇ : Πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται . Ἧλιξ ἥλικα τέρπει . Ἠλίβατον κακόν : ἐπὶ τῶν σφόδρα
. Ζητῶν ὄψον θοἰμάτιον ἀπώλεσα : ἐπὶ τῶν ἀτυχεστάτων . Ἧλιξ ἥλικα τέρπει . Ἧλος τὸν ἧλον , πάτταλος τὸν
5072576 Φανια
, πένης ἔσει . καλὸν τὸ Κείων νόμιμόν ἐστι , Φανία : ὁ μὴ δυνάμενος ζῆν καλῶς οὐ ζῆι κακῶς
Μικρὰς τίθημι συμβολὰς ἀκροώμενος . Καλὸν τὸ Κείων νόμιμόν ἐστι Φανία : ὁ μὴ δυνάμενος ζῆν καλῶς οὐ ζῇ κακῶς
5071006 δυσκατεργαστον
, δυσχερές , δύσπρακτον , δύσπορον ἄπορον , δυσαγώνιστον , δυσκατέργαστον , ἐργῶδες , ἐπαχθές , βαρύ , φορτικόν ,
τούτων τὴν μὲν ἐδωδὴν ἡδεῖαν ἔχει , βαρεῖαν δὲ καὶ δυσκατέργαστον . διὸ καὶ ταριχεύεσθαι δύναται μάλιστα καί ἐστι τῶν
5056100 ἀμετροτερον
καὶ κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τὸ πίνειν συμβαίνει : ἀμετρότερον γὰρ ὀρέγονται καὶ διψῶσι σφόδρα ἢ διὰ ξηρότητα τοῦ
, μικρὸν ὕστερον εὑρήσεις αὐτὸ ψυχρότερον ἑαυτοῦ γεγενημένον , διαπνεομένης ἀμετρότερον τῆς ἐμφύτου θερμασίας : οὐ μὴν ὥσπερ ψυχρότερον εἰς
5051265 συμμετρῳ
συμμέτρως , εἶθ ' οὕτως καὶ περὶ τῶν ἀπεοικότων τῷ συμμέτρῳ , καθ ' οἷον δήτινα λόγον . Ἀλλ '
, καθόσον ἂν οἰηθῇς προσλαβέσθαι ταύτην γλυκύτητος . τῇ δὲ συμμέτρῳ καὶ αὐτὴ κράσει θεωρουμένη , ψυχρά πως μετρίως εἶναι
5051210 ἐργαζομενῳ
τὸ πεδίον ὡς λιμῷ πιέσων τὴν πόλιν . οἳ δὲ ἐργαζομένῳ τε ἐπέκειντο καὶ σαλπικτῶν χωρὶς ἐκτρέχοντες ἀθρόοι τοὺς ὀχετεύοντας
, ὁ δαίμων τὸ ὑπὲρ τοῦτο ἐφεστὼς ἀργὸς συγχωρῶν τῷ ἐργαζομένῳ . Ὀρθῶς οὖν λέγεται ἡμᾶς αἱρήσεσθαι . Τὸν γὰρ
5050551 καυσωνος
. οἷον εἴ τις οὕτω τίθησι τὸ λώπιον κρύους καὶ καύσωνος κωλυτικὸν τῷ σώματι : τὸ τοιῶνδε παρεκτικὸν χρήσιμον ,
ὅτε κἀπὶ τῶν συνεχῶν γίνεται μικρότερον ῥῖγος , ὡς ἐπὶ καύσωνος . συμβαίνει γὰρ ἐνίοτε τὴν χολὴν , λεπτομερεστάτην οὖσαν
5048278 κερδαλεον
ἀγαθὸς οἰκονόμος , εἰδὼς ὅτι οὐδὲν οὕτω λυσιτελές τε καὶ κερδαλέον ἐστίν , ὡς τὸ μαχόμενον τοὺς πολεμίους νικᾶν ,
ὡς εἰκὸς κοὐκ ἀπὸ τρόπου τὸν παραβλῶπα καὶ φιλοκερδῆ καὶ κερδαλέον , βραδίστατον πρὸς τὰ κρείττονα , λιχνωδέστατον δὲ πρὸς
5045097 κεκραμενον
εἰς ἀγγεῖον κεραμεοῦν , καὶ βάλλεται τὸ χυτρίδιον εἰς ὄξος κεκραμένον , ὥστε ἔξω μὲν βρέχεσθαι τὴν χύτραν , ἔσωθεν
ὅπερ καὶ πωμαϲθὲν καταχρίεται γύψῳ καὶ ἐντίθεται εἰϲ ἀγγεῖον ἔχον κεκραμένον ὄξοϲ , ὥϲτε ἔξωθεν μὲν βρέχεϲθαι τὸ χυτρίδιον ,
5042793 μεθυσμα
ὁ καὶ βασιλέων καὶ προφητῶν μέγιστος Σαμουὴλ ” οἶνον καὶ μέθυσμα ” , ὡς ὁ ἱερὸς λόγος φησίν , „
ἀμπέλου , ὅπερ εὐφροσύνη κεκλήρωται , καὶ τὸ ἐξ αὐτῆς μέθυσμα , ἡ ἄκρατος εὐβουλία , καὶ ὁ ἀρυσάμενος οἰνοχόος
5042210 ἀσθενεσιν
με πρὸς βοήθειαν . ἡγοῦμαι γὰρ χρῆναι τοὺς δυναμένους τοῖς ἀσθενέσιν , ἢν ὦσιν ἐπιεικεῖς , ἀμύνειν : καὶ γὰρ
Δία ἐν ὑπτιάσμασι χειρῶν γυναικομίμοις , ἤγουν ἐν ἐκτάσεσι χειρῶν ἀσθενέσιν , ὥστε λῦσαί με τῶνδε τῶν δεσμῶν . .
5041724 ὑπαγωγον
κωδιῶν : κατακεραϲτικὸν γὰρ τῆϲ δριμύτητοϲ ὑπάρχει καὶ τῆϲ κοιλίαϲ ὑπαγωγόν : διὸ καὶ τῷ πινομένῳ ὕδατι ἐν τῇ τοῦ
δὲ ἧττον μὲν γίνεται δριμύ τε καὶ ῥυπτικὸν καὶ γαϲτρὸϲ ὑπαγωγόν , μᾶλλον δὲ τρέφει . τὸ δὲ πικρόν ,
5041013 ἐλεγχομενον
τὸ ῥῆμα παραδέχεται , ἀκώλυτον ἔσχε τὴν ἐπιπλοκήν , οὐκ ἐλεγχόμενον ἐκ τοῦ ὁμοειδοῦς . οὐ μὴν ἔτι ἐπὶ τοῦ
ἀνομολογηθήσεται . φήσει δὲ πάντως : οἶδα καὶ ὑπὸ ἀρετῆς ἐλεγχόμενον καὶ ὑπὸ φρονήσεως παιδευόμενον . διόπερ οὐ πᾶσαν κάκωσιν
5038732 πικρῳ
πρὸς τὰς συνεχεῖς τιθασείας αὐτῶν ἐνδόντες πόνῳ μὲν ἠλλοτριούμεθα ὡς πικρῷ πάνυ καὶ δυσκόλῳ , παλινδρομεῖν δὲ εἰς Αἴγυπτον ἐβουλευόμεθα
δημιουργίᾳ πρέπειν ὑπολαβὼν τοῦτον τὸν ἀριθμὸν καὶ εἰς ταὐτὸ συνωθῶν πικρῷ μὲν ἁλμυρόν , μέλανι δὲ φαιόν . μὴ τοίνυν
5038325 χρονιζομενον
ὑγρόν , καθάπερ ἐν τοῖς ἄλλοις ἅπασι , παλαιούμενον καὶ χρονιζόμενον διὰ τὸ πλῆθος καταμελανθῇ : πάντων γὰρ τῶν τοιούτων
δὲ ὥσπερ ἀκέραιον δέχεσθαι τὸ μανὸν καὶ ἐκφαίνειν τῇ αἰσθήσει χρονιζόμενον . Εἴη δ ' ἂν καὶ ἐναντίως λαβεῖν ὡς
5037586 ἀπορριπτειν
ἐκ τοῦ πλαγίου τύπτοντας τοῖς λιθοβόλοις ῥᾴδιόν ἐστι συντρίβειν καὶ ἀπορρίπτειν ἀπὸ τοῦ τείχους , ἢ τῇ νάφθᾳ , ἐὰν
τὰϲ ἀκμὰϲ καὶ διακαίει τὸν ἄνθρωπον , ὥϲτε γυμνοῦϲθαι καὶ ἀπορρίπτειν τὴν ἐϲθῆτα καὶ μέγα καὶ πυκνὸν ἀναπνεῖν καὶ φυϲᾶν
5031548 ἐγκαιρον
κλυόντων ] παρὰ τῶν ἀκουόντων . . ἀξίαν τριβήν ] ἔγκαιρον διήγησιν . . ἀργίαν . εἰς ὃ πρᾶγμα τοὺς
“ στερητικοῦ ⌈ μορίου καὶ τοῦ ” ὥρα “ τὸ ἔγκαιρον ⌈ ἤ [ καὶ ] πρέπον . τὸ γὰρ
5030669 κακοδαιμονειν
ἄν τις , πῶς εὐδαιμονεῖν μὲν λέγουσιν , οὐκέτι δὲ κακοδαιμονεῖν . Κόρημα χρὴ λέγειν , οὐχὶ σάρον , καὶ
ἐκ τῆς ἐποχῆς , εἰ ταράττεσθαι πάντως δεῖ καὶ ταραττομένους κακοδαιμονεῖν ; μέγα , φήσομεν , ὄφελος . καὶ γὰρ
5024652 ὁμιλουντα
σωφρονικὰ καὶ ἀνδρεῖα καὶ δίκαια ἔστι καὶ ἐσθίοντα ἐπιδείκνυσθαι καὶ ὁμιλοῦντά τισι καὶ ὑπνοῦντα καὶ πᾶν ὁτιοῦν μετερχόμενον , ὡς
σωφρονικὰ καὶ ἀνδρεῖα καὶ δίκαια ἔστι καὶ ἐσθίοντα ἐπιδείκνυσθαι καὶ ὁμιλοῦντά τισι καὶ ὑπνοῦντα καὶ πᾶν ὁτιοῦν μετερχόμενον , ὡς
5023309 κιρρον
γὰρ αἴτιος καὶ ἀγαθῶν δομάτων . τὸν δὲ τοῦ Ἄρεος κιρρόν : πυρωτὸς γὰρ καὶ τομὸς καὶ κατεργαστικὸς ὁ θεός
τὸ μέσον λευκόν : σπέρμα σησάμῳ ἐοικός , πικρόν , κιρρόν : ῥίζα λεπτή . φύεται ἐν τραχέσι τόποις .
5022733 ἀνδρειον
, κἂν συνᾴδοντά τις τῷ σχήματι φθέγξηται . οὔτε γὰρ ἀνδρεῖον ἡ λεοντῆ τὸν Ἀριστοφάνους ἐποίει Ξανθίαν οὔτε δειλὸν ἡ
: ναὶ δὴ τὸν μὴ τῷ λόγῳ μὲν ἱκανὸν , ἀνδρεῖον δὲ σῶμα μόνον ἔχοντα , μεγάλη λήθη ἐν τῇ
5020581 στοχαζομενον
εἰρημένα συμπίπτει τῷ κυρίῳ : τεχνικώτατον δὲ τὸ τῶν καιρῶν στοχαζόμενον μὴ ἐκπίπτειν τοῦ προσήκοντος . Τὰ μὲν οὖν ἐξεταζόμενα
ἐμοῦ ποιῆσαι τῶν ἐφ ' ἑαυτῷ μηδὲ ἄλλως ἂν ἢ στοχαζόμενον καὶ τῆς ἐμῆς γνώμης : ὀμνύω δὲ μὴ προστάξαι

Back