| . . Β Η Θ Ι Κ . κύματά τε τροφόεντα , τά τε προσερεύγεται αὐτήν : ὣς Δαναοὶ Τρῶας | ||
| λιγέων δ ' ἀνέμων ἐπ ' ἀϋτμένα χεῦε κύματά τε τροφόεντα πελώρια , ἶσα ὄρεσσιν . ἔνθα διατμήξας τὰς μὲν |
| : φάλιος , λευκός . καὶ Ὅμηρος τὰ κύματα [ φαληριόωντα ] λέγει τὰ λευκαινόμενα κυρτὰ φαληριόωντα . [ τὸ | ||
| : φάλαρον λέγει τὸν λευκὸν κριόν . καὶ Ὅμηρος κύματα φαληριόωντα λέγει τὰ λευκαινόμενα . φάλαρος : ὁ λευκὸς ἢ |
| παρὰ πατρὶ γέροντι : καρπαλίμως δ ' ἀνέδυ πολιῆς ἁλὸς ἠΰτ ' ὀμίχλη , καί ῥα πάροιθ ' αὐτοῖο καθέζετο | ||
| ἀνακιρνάμενος τῇ ψυχῇ , ἀλλά τέ μιν καθύπερθεν ἐπιρρεῖ , ἠΰτ ' ἔλαιον ; Ταύτην μοι διήγησαι τὴν γεωργίαν , |
| Λύρα τε σὺν τῷ Καρκίνῳ δύνει καὶ πρὸς ἑσπέραν ἡ βροχὴ τῇ χθονὶ παρεμπίπτει , τῇ δὲ τριτάτῃ ὅμοια ὡς | ||
| κατ ' ὀλίγον ποιεῖται . Λυπεῖ δὲ αὐτῷ ψύχος καὶ βροχὴ καὶ νότου πνοή , διαλύουσα τὴν τῶν τόξων δύναμιν |
| ὑπὲρ τῶν καταρρακτῶν μεθόριον Αἰγύπτου λέγω καὶ Αἰθιοπίαςἐν μὲν Ἐλεφαντίνῃ λάμπεται πάντα , καὶ νεῲ καὶ ἄνθρωποι καὶ στῆλαι , | ||
| ἡ μὲν νεφοῦται καὶ ὕεται ἡ δὲ αἰθρίᾳ καὶ ἡλίῳ λάμπεται , κατὰ τοῦτο μόνον διάφοροι . αἱ δὲ ἀπὸ |
| δειλιάσει . σχεδόθεν : ἐκ τοῦ σύνεγγυς , πλησίον . ἀήταις : τοῖς ἀνέμοις . φροντίζοντες . Ἐπιτρέψας : ἀνατεθεικὼς | ||
| ὑποζεύξαντες ἀπήνας , χώρην εἰς ἑτέρην , λείπουσι δὲ γαῖαν ἀήταις χειμερίοις , οἵτε σφι κακῇ θυΐοντες ἀέλλῃ γαῖάν τε |
| λιθιάσεως . Χάλαζα δὲ καὶ λιθίασις : τὸ μὲν ὑγρὸν χαλάζῃ ἔοικεν , τῷ δ ' ἐκ πώρου γένεσίς ἐστιν | ||
| ὕδατι λιαρῷ , ἡ δ ' ἑτέρη θέρεϊ προρέει εἰκυῖα χαλάζῃ , „ οὐκ ἐᾷ θαυμάζειν , εἰ νῦν ἡ |
| τούτου χάριν ἐριναζομένων : ἐὰν γὰρ συμμύωσιν οὔθ ' ἡ δρόσος οὔτε τὰ ψακάδια δύναται διαφθείρειν ὑφ ' ὧν ἀποπίπτουσι | ||
| , καὶ πλεονασμῷ τοῦ , καὶ συγκοπῇ τοῦ ι , δρόσος . Δυάς . παρὰ τὸ συνδεδέσθαι ἄλλῳ ἀριθμῷ , |
| : ” Ἥξει γὰρ ὀργὴ θεοῦ ὡς πῦρ καὶ ὡς χάλαζα συγκαταφερομένη βίᾳ καὶ ὡς ὕδωρ σῦρον ἐν φάραγγι . | ||
| τῇ σαρκὶ τοῦ ὀστρέου , ὥσπερ ἐν τοῖς συείοις ἡ χάλαζα , καί ἐστιν ἣ μὲν χρυσοειδὴς σφόδρα , ὥστε |
| παραμένειν ἀεί , Φύλλα τὰ μέν τ ' ἄνεμος χαμάδις χέει , ἄλλα δέ θ ' ὕλη τηλεθόωσα φύει ὧς | ||
| ἀνθρώποισι πιφαυσκόμενος τὰ ἃ κῆλα : κοιμήσας δ ' ἀνέμους χέει ἔμπεδον , ὄφρα καλύψῃ ὑψηλῶν ὀρέων κορυφὰς καὶ πρώονας |
| αὐτό . . ὡς κύματα : ὅτι Ζηνόδοτος γράφει φὴ κύματα . οὐδέποτε δὲ Ὅμηρος τὸ φή ἀντὶ τοῦ ὡς | ||
| εἶναι τοὺς ναύτας τὰ κύματα δέχεσθαι , Κυμὼ διὰ τὰ κύματα , Ἠϊόνη διὰ τοὺς αἰγιαλούς , Ἁλιμήδη διὰ τὸ |
| , ἠέ νύ που πέτρην ἀμφίσκιον ἠὲ θαλάσσης διζόμεναι κευθμῶνας ὑποβρυχίην τ ' ἀλεωρήν , πᾶσα τότε γλαυκὴ λευκαίνεται Ἀμφιτρίτη | ||
| . μὴ διεροῖς στονόεντος ἐπ ' Εὐρώταο ῥεέθροις νηχομένην ἐκάλυψεν ὑποβρυχίην σε γαλήνη ; ἀλλὰ καὶ ἐν ποταμοῖσι καὶ ἐν |
| τοὺς καλάμους . εὐρῶτι παλύνεται : εὐρὼς κυρίως ἡ πρασινώδης ὁμίχλη . ἐπάξα : τὸ βʹ πρόσωπον τοῦ μέσου ἀορίστου | ||
| θαλάσσης πόρον ἀπέκλειον . ἐφέρετο δὲ πολλὴ μὲν ὑπὲρ αὐτῶν ὁμίχλη πολὺς δὲ πάταγος , ἦν δὲ ἀδύνατον καὶ τοῖς |
| δ ' ἀνέμων ἐπ ' ἀϋτμένα χεῦε κύματά τε τροφόεντα πελώρια , ἶσα ὄρεσσιν . ἔνθα διατμήξας τὰς μὲν Κρήτῃ | ||
| ' ὀλίγον κατερείσαντος ἀνέμου κλύδωνα ἰσχυρὸν καὶ κύματα τροφόεντα , πελώρια ἶσα ὄρεσσι , κυρτὰ φαληριόωντα : καὶ τὸν νῦν |
| ἀπ ' οὔρεος Ἀρμενίοιο . τοῦ δὲ πρὸς ἀντολίην βορέην ἐπικέκλιται ἰσθμός , ἰσθμὸς Κασπίης τε καὶ Εὐξείνοιο θαλάσσης . | ||
| νῆις ἐὼν ἑτάροις ἅμα νήισινΑἶα δὲ Κολχίς Πόντου καὶ γαίης ἐπικέκλιται ἐσχατιῇσιν ; ” Ὧς φάτο : τὸν δ ' |
| παραμυκᾶται ] † ἤγουν μύκημα βροντῆς ἠχεῖ ἕλικες ] συστροφαί στεροπῆς ] ἀστραπῆς ζάπυροι ] λίαν καυστικαί στρόμβοι ] στροφαὶ | ||
| πλῆτο δὲ πᾶν πεδίον πεζῶν τε καὶ ἵππων χαλκοῦ τε στεροπῆς . ἐν δὲ Ζεὺς τερπικέραυνος φύζαν ἐμοῖς ' ἑτάροισι |
| ἐπιστέγην ἕως τῶν ἐπ ' αὐτῷ δοκῶν , ὅπως ᾖ περίδρομος ἔγκυκλος . Ἐξῇρε δ ' ἐκ μέσης τῆς στέγης | ||
| εἶναι τὴν γῆν . . διαπρὸ ] διόλου . . περίδρομος ] στρογγύλη . . διαπρὸ περίδρομος : οὐ περὶ |
| γαῖαν . ] ” ὣς ἄρα φωνήσας ' ἵμασεν μάστιγι φαεινῇ ἡμιόνους : αἱ δ ' ὦκα λίπον ποταμοῖο ῥέεθρα | ||
| σάκος στέρνοιο κάλυψε καλὸν δαιδάλεον , κόρυθι δ ' ἐπένευε φαεινῇ τετραφάλῳ : καλαὶ δὲ περισσείοντο ἔθειραι χρύσεαι , ἃς |
| ' ἄρ ' ὀκριόεσσα πέτρη ποταμῶν τε ῥέεθρα πνοιαί τε λιγέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀέντων οἰωνοί τε θοῇσι διεσσύμενοι πτερύγεσσιν : | ||
| ὡς δ ' ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ ὀσσόμενον λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα αὔτως , οὐδ ' ἄρα τε |
| ἄλθεα πίσαις , ἄλλοτε βουκέραος χιληγόνου ὅ ῥα κεραίας εὐκαμπεῖς πετάλοισιν ὑπηνεμίοισιν ἀέξει , ἀτμενίῳ μέγ ' ὄνειαρ ὅτ ' | ||
| βοτανώδεσι τόποις ἐν καθύγροις τόποις * δήεις : μάθε * πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . |
| ὑπερπτάμενον νεφέων σχεδόν , ἀλλὰ καὶ ἔμπης λαίφεα πάντ ' ἐτίναξε παραιθύξας πτερύγεσσιν : οὐ γὰρ ὅγ ' αἰθερίοιο φυὴν | ||
| . ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι Ζηνόδοτος γράφει γῆν δ ' ἐτίναξε : οὐκ εὖ : ταύτην γὰρ ἐπισείων ἀνέμους ποιεῖ |
| καταλείπεταί τινα τῶν ὑδάτων , ἁλμυρὰ εὑρίσκεται πάντως , τοῦ ἐλαφροῦ καὶ γλυκέος ἐξ αὐτῶν ἀναλισκομένου , καθάπερ καὶ τὴν | ||
| , ἐν δὲ τὸ κέντρον Σκορπίου , ἐν καὶ τόξον ἐλαφροῦ Τοξευτῆρος . ὁμοίως δὲ τούτοις παραγέγραφεν ὁ Ἄρατος καὶ |
| χόλον , ὄλβον ὀλέθρου , ὄφρα γάμῳ πρηΰς τε καὶ εὔδιος ἀντιάσειε . στὰς δ ' ἄρ ' ἐπὶ ῥηγμῖνος | ||
| μόθοιο ἀσπασίως γάνυταί τε καὶ εἰρήνης καμάτοισι τέρπεται ἁρπαλέοισι καὶ εὔδιος εἰλαπινάζει , ἀνδρῶν τε πλήθουσα χοροιτυπίης τε γυναικῶν : |
| . Ἀμφότεραι δ ' Ὄφιος πεπονείαται ὅς ῥά τε μέσσον δινεύει Ὀφιοῦχον : ὁ δ ' ἐμμενὲς εὖ ἐπαρηρὼς ποσσὶν | ||
| λαιὰ κεκλιμένον δήεις , Ἑλίκης δέ οἱ ἄκρα κάρηνα ἀντία δινεύει , σκαιῷ δ ' ἐπελήλαται ὤμῳ Αἲξ ἱερή , |
| : Ἶριν δὲ καλέομεν τὸ ἐν τῆισιν νεφέληισιν ἀντιλάμπον τῶι ἡλίωι . χειμῶνος οὖν ἐστι σύμβολον : τὸ γὰρ περιχεόμενον | ||
| αὐτὸς βολβίτωι χρίσας ὅλον ἑαυτὸν εἴασε ξηρανθῆναι τοῦτο ὑπὸ τῶι ἡλίωι , καὶ κείμενον αὐτὸν κύνες προσελθοῦσαι διέσπασαν . οἱ |
| , ὃ ἔστι τὴν μεσόγειον , κατοικοῦσιν , ὑπὸ τοῖς κνημοῖς τοῦ Παρνασσοῦ : εἰς δὲ τὸ ἕτερον μέρος , | ||
| : στερεά , μεγάλη ἰσχυρά * αἴθαλος : μέλαινα * κνημοῖς : κνημὸς ὁ καθύγρος τόπος πρόποσιν σκαιοῖς δὲ σκιεροῖς |
| ῥιπίζεται , καὶ γαληνὸς ἢν τύχηι πως , πνεῦμα βραχὺ κορύσσεται , κἤν τις αἰτία γένηται , τὸν πολίτην κατέπιεν | ||
| προτέροισι κυλίνδει ἲς ἀνέμου , τὰ δέ τ ' ἄλλα κορύσσεται αὖτις ἐπ ' ἄλλοις : τόσς ' αἰεὶ μετόπισθε |
| . ἔστι δέ τις ἄκρη Ἑλίκης κατεναντίον Ἄρκτου , πάντοθεν ἠλίβατος , καί μιν καλέουσι Κάραμβιν , τῆς τ ' | ||
| , ἧχί τε καὶ χάλκειος ἐς οὐρανὸν ἔδραμε κίων , ἠλίβατος , πυκνοῖσι καλυπτόμενος νεφέεσσιν . πόντος μὲν πρώτιστος Ἰβηρικὸς |
| ἀγκὼν βαιοτέρης Φρυγίης : ἑτέρη δέ τοι ἔνδοθι κεῖται , εὐρυτέρη γεγαυῖα , παρ ' ὕδασι Σαγγαρίοιο : ἀλλ ' | ||
| πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη τοῦ εὔρους . Οἱ δὲ γράφουσιν εὐρυτέρη , ἵν ' ᾖ τὸ διαμφὶς εὐρυτέρη ἀντὶ τοῦ |
| : φύλλων δ ' ὅσς ' ἄσπαρτα τά τ ' ἐρρίζωται ἀρούραις χείματος ἠδ ' ὁπόταν πολυάνθεμον εἶαρ ἵκηται , | ||
| ' ἅμα πάντων ἂψ ὦσαι δύναται , ὃ γὰρ ἔμπεδον ἐρρίζωται : ὣς μένεν ἄτρομος αἰὲν Ἀχιλλέος ὄβριμος υἱός . |
| κατὰ τὰ χείλη . καὶ τὰ μὲν αὐτοῦ που στηριχθέντα μελαίνεται καὶ νεκροῦται . τὰ δ ' αὖ ἐπινέμεται καὶ | ||
| ὄντες : θαλπομένοις δὲ τῷ ἱδρῶτι τὸ κατάξηρον αὐτῶν σῶμα μελαίνεται . Ματαίως δὲ οὕτως καθάπερ θῆρες πλανώμενοι ἄλγη ἔχουσιν |
| ' ἔχει κεράων σκαιὸς πόρος , ὅστ ' ἐπὶ δισσὴν εἱλεῖται στροφάλιγγα , βιοῦ κεράεσσιν ἐοικώς . τοῦ καὶ πρὸς | ||
| τῇ ἀστραπῇ τῶν ὅπλων : κατόπιν δὲ αὐτοῦ ζάλη ἀνέμου εἱλεῖται πομπὸς τοῦ εἰδώλου . ἐπιλείψει με ἡ φωνή , |
| , παρὰ τὸ μὴ λάω ἢ τὸ οὐ βλέπω . λάβρος : ἀπὸ τοῦ λίαν καὶ τοῦ βορός . Ὑπέροπλοι | ||
| Ἐνιπέως Λευκωσία ῥιφεῖσα τὴν ἐπώνυμον πέτραν ὀχήσει δαρόν , ἔνθα λάβρος Ἲς γείτων θ ' ὁ Λᾶρις ἐξερεύγονται ποτά . |
| : φθονερὰ δ ' ἆλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει χαμαὶ πετοῖσαν . ἐμοὶ δ ' ὁποίαν ἀρετάν ἔδωκε | ||
| Βορέας μὲν γὰρ ἀπὸ τῆς ἄρκτου πνέων μετέωρος μέγα κῦμα κυλίνδει : τὴν γὰρ ἀπὸ τοῦ μεταρσίου φορὰν ἐπὶ τὸ |
| πλέον ἡνιοχεύων . Καὶ πολυδινήτων ἐτέων αὐτόσπορος Αἰὼν ἀμφιθαλὴς μορφοῦτο περίδρομον ἐς πόλον ἄλλον , πατροπάτωρ , περίμετρος ἀλωφήτοισι κελεύθοις | ||
| ἡ περιφέρεια τοῦ σάκους . περίδρομον ] τὸ στρογγύλον . περίδρομον ] κυκλοτερές . Ξ περίδρομον ] τὸ στρογγύλον κύτος |
| βαρυφθόγγων τε λεόντων . χροιὴ δ ' ἄλλοτε μὲν ψαφαρὴ ἐπιδέδρομε νώτοις , ἄλλοτε μηλινόεσσα καὶ αἰόλος , ἄλλοτε τεφρή | ||
| , ἢ καὶ τῇ ἰλύι τοῦ Νείλου ἐμφερές . * ἐπιδέδρομε : ἐπιτρέχει [ * ἐπιδέδορκε : ] ὁρᾶται * |
| δ ' ἑβδομάτῃ Δημήτερος , ἕως τοῦ θαλαμήια δοῦρα | νήιά τε : τὴν ἑπτακαιδεκάτην ἐπιτηδείαν τίθεται πρός τε τὴν | ||
| σκολόπενδρα , ἥ τε καὶ ἀμφοτέρωθεν ὀπάζεται ἀνδράσι κῆρα , νήιά θ ' ὡς σπέρχονται ὑπὸ πτερὰ θηρὶ κιούσῃ : |
| ' ᾤχετο Κολχίδα γαῖαν . Τὸν δ ' ἕλεν ἀμφασίη ῥιπῇ στιβαροῖο σόλοιο , Αἰήτην . οἳ δ ' ὥστε | ||
| μέμυκε , ῥοχθεῦσιν δὲ κάλωες , ἐπημύει δὲ κεραίη , ῥιπῇ ἐπειγομένη , πρύμνῃ δ ' ἔπι πάντα χαλινὰ ἰθυντὴρ |
| οὔτε θοαὶ Βορέαο θύελλαι ἐσσύμεναι κλονέουσι δι ' ἠέρος οὔτε Νότοιο : ὣς ὃ ταφὼν μένε δηρόν , ὑπεκλάσθη δέ | ||
| Βοιωτικῶς δὲ † γέγονεν ἀργέσταο , οἷον : † ἀργέσταο Νότοιο : τὸ μὲν γὰρ κύριον βαρύνεται Ἀργέστης , οἷον |
| εἰς νότια καὶ βόρεια . Πρὸς δὲ ἠελίοιο κελεύθους σφενδόνῃ εἰκυῖα , ἵνα τοὺς πόδας τῆς σφενδόνης , τὴν ἕω | ||
| ἐΐκτην . ” ἔϊκτο ὡμοιοῦτο . εἰκυῖα ἐοικυῖα : “ εἰκυῖα θεῇσι . ” εἰλαπίνη εὐωχία . εἶλαρ ἕρκος καὶ |
| πρέμνον ἀκήρατον : ἀμφὶ δ ' ἄρ ' αὐτῷ σμερδαλέος δέδμητο δράκων : ταὶ δ ' ἄλλοθεν ἄλλαι πτώσσουσαι θρασὺν | ||
| Τηλέμαχος δ ' , ὅθι οἱ θάλαμος περικαλλέος αὐλῆς ὑψηλὸς δέδμητο , περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ , ἔνθ ' ἔβη εἰς |
| ἡγεμόνας Δαναῶν ἕλεν , αὐτὰρ ἔπειτα πληθύν , ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ ἀργεστᾶο Νότοιο βαθείῃ λαίλαπι τύπτων : πολλὸν | ||
| ' ἀῆται λάβροι ἐριδμαίνωσι , καὶ ὁππότε λάβρον ἀέντες σὺν νέφεα ῥήξωσι Διὸς μέγα χωομένοιο ἀνδράσιν οἵ τ ' ἐρίτιμον |
| τῇ Ἀρτέμιδι , ἢ ὅλως ἐπὶ νοῦν οὐκ ἦλθεν . λαιψηρά ταχέως κινούμενα , ἀντὶ τοῦ λαιψηρῶς , ὡς ταχεῖα | ||
| τοῖς ἔχουσι ξύλον ὄρεσι , τούτοις τοῖς ξύλα ἔχουσιν . λαιψηρά : ταχεῖα , ταχέως . Ἔλαφον : ἔλαφος ἢ |
| ὑπ ' Αἰακίδαο χέρεσσι δάμνασθ ' : ἀμφὶ δέ μιν ζόφος ἔκρυφε : τὴν δ ' ὀρόθυνεν αἰὲν ἄιστος ἐοῦσα | ||
| λέγων ὦ φίλοι , οὐ γάρ τ ' ἴδμεν ὅπῃ ζόφος οὐδ ' ὅπῃ ἠώς , οὐδ ' ὅπῃ ἠέλιος |
| κεκινημένοι . ὦκα : ταχέως . Πίμπλαται : γέμει . ἀγρευτῆρι : ἁλιεῖ . εὔθηρον : καλήν . ἀμοιβήν : | ||
| οἰδαίνουσα καὶ ἄσχετον ἀσθμαίνουσα ὑψός ' ἀναπλώσῃ καὶ ὑπ ' ἀγρευτῆρι γένηται . ὡς δ ' ὅτε τις πλείου πειρώμενος |
| πανημέριοι πονέονται τοῖς ἴκελοι ἥρωες ὑπὲξ ἁλὸς εἷλκον ἐρετμά . Ἦμος δ ' οὔτ ' ἄρ πω φάος ἄμβροτον οὔτ | ||
| πύλας καὶ τεῖχος ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκον Ἀργείων στονόεσσαν ὑποτρομέοντες ὁμοκλήν . Ἦμος δ ' ἤνυτο νυκτὸς ἀπὸ κνέφας , ἔγρετο δ |
| δὲ ζωοῖσιν ἀλευομένοισιν ὁμοῖα : αὐτὰρ ὅ γ ' ἀσχαλόων μυχάτην πάλιν ἵεται ἅλμην , πολλὰς δὲ στροφάλιγγας ἑλίσσεται , | ||
| ἐγκλίνουσι καὶ φεύγουσιν . Ἀσχαλόων : ἀμηχανῶν , λυπούμενος . μυχάτην : βαθεῖαν . Ἑλίσσεται : ποιεῖ . Ἑκών : |
| ἄκρου : καί ῥ ' ἡ μὲν ζωῇ ἐναλίγκιος ἐν ῥοθίοισιν ἑλκομένη θήλεια τιταίνεται ἐξ ἁλιῆος . τέτρατος αὖ κύρτοιο | ||
| μεταπνεύσῃ : ἐκπνεύσῃ . μετεκπνεύσῃ : εἰσπνεύσῃ , εἰσβάλῃ . ῥοθίοισιν : κύμασι , ῥεύμασιν . Ἔνθα : ὅπου , |
| ἀναστῇ , ὅς τίς ς ' ἀμφὶ κάρη κεκοπὼς χερσὶ στιβαρῇσι δώματος ἐκπέμψῃσι φορύξας αἵματι πολλῷ . ” τὴν δ | ||
| αὐτὰρ ἐγὼ κηροῖο μέγαν τροχὸν ὀξέϊ χαλκῷ τυτθὰ διατμήξας χερσὶ στιβαρῇσι πίεζον : αἶψα δ ' ἰαίνετο κηρός , ἐπεὶ |
| τὸ λίαν γίνεται αἴγλη : πάνυ γάρ ἐστιν ὁρμητικὴ ἡ αἴγλη . οὕτως εὗρον ἐν Ἐπιμερισμοῖς τοῦ Ψαλτῆρος . σημαίνει | ||
| αὐτοὺς κύματα μακρὰ φέροντο : περὶ στεροπῇσι δ ' ἀνάσσης αἴγλη μαρμαίρεσκε διὰ κνέφας ἀίσσουσα . Οἳ δ ' ἄποτον |
| ἤμειψε λάλος τρόπις , αὐτίκ ' ἄρ ' αἵ γε βυσσόθεν ἐρριζοῦντο , καὶ ἔμπεδον αἰὲν ἔμιμνον . Οὕτω γὰρ | ||
| ἅλα βορρῆς ἠὲ νότος : τὰ δὲ καὶ κεκρυμμένα φαίνει βυσσόθεν : ἐκ δ ' ἀνδρῶν πάντ ' ἐτίναξε νόον |
| πᾶσα δ ' εὐθαλὴς Αἴγυπτος ἁγνοῦ νάματος πληρουμένη φερέσβιον Δήμητρος ἀντέλλει στάχυν . . Αἰγύπτιος . . . : . | ||
| κατάγει δ ' Ὄφιν αὐχένος ἐγγύς . καὶ πάλιν : ἀντέλλει δ ' Ὕδρης κεφαλὴ χαροπός τε Λαγωός καὶ Προκύων |
| ἐν τοῖς καλοῖς συμποσίοις , ἐν οἷς πολλὴ μὲν ἡ χιών , πολλὴ δὲ ὕβρις , αἰσχραὶ δὲ ἅμιλλαι , | ||
| καὶ διὰ τί πῦρ ] καὶ διὰ τί ψύχει ἡ χιών . . . . . . Καὶ Θεόφραστος μέντοι |
| αἰεί πικρὴ παρμέμβλωκεν ἐυφροσύνῃσιν ἀνίη : τῶ καὶ τούς , γλυκερῇ περ ἰαινομένους φιλότητι , δεῖμ ' ἔχεν εἰ τελέοιτο | ||
| καμάτῳ φρένες , οὐδέ τιν ' ἄλλην μνῆστιν ἔχεν , γλυκερῇ δὲ κατείβετο θυμὸν ἀνίῃ : ὡς δὲ γυνὴ μαλερῷ |
| , ὃ λέγεται ἴτυς . „ ἄντυξ , ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης „ . ” ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας | ||
| δ ' ἐλάτην χαμάδις βάλεν , ἐς δὲ κέλευθον τὴν θέεν ᾗ πόδες αὐτοὶ ὑπέκφερον ἀίσσοντα . ὡς δ ' |
| δ ' ἐκ νεφέων ἐρεβεννὴ φαίνεται ἀήρ καύματος ἐξ ἀνέμοιο δυσαέος ὀρνυμένοιο : πρὸς τὴν πλοκὴν τοῦ ἑξῆς λόγου , | ||
| μεταφράζουσι δύστηνος ἄριστον τεκοῦσα . δυωδεκάβοιον δυόδεκα βοῶν ἄξιον . δυσαέος δυσπνόου : “ βορέαο δυσαέος . ” δύσπαρι δυσώνυμε |
| ? [ ] [ ] ὑπὸ ? ? ? [ ῥωγάδα ] λύγγας ἱμάσσων [ ] [ ] ! ! | ||
| γλωχίνων προβολῇσιν ἀκαχμένον ἀμφοτέρωθεν , οἷον καὶ πέτρην ἑλέειν καὶ ῥωγάδα πεῖραι , τόσσον ἴτυν κρυερήν , ὅσσον περὶ χάσμα |
| πέδον Ἀλκινόοιο . τῇ δ ' ἐπὶ Νηρικίης Ἰθάκης ἕδος ἐστήρικται νήσων τ ' ἀλλάων , ὅσσας τ ' ἀπὸ | ||
| ἀλλ ' ἔφθασαν μὲν μέχρι γῆς , κάρα δὲ αὐταῖς ἐστήρικται ὑπεράνω τοῦ οὐρανοῦ . Πλέον δὲ αὐταῖς κατελθεῖν συμβέβηκεν |
| ἥν τ ' ἐν ὄρεσσιν ἀμφιχέῃ πρώνεσσι Νότου μένος ἢ Ζεφύροιο χείματος ἐγρομένου , ὁπότ ' οὔρεα δεύεται ὄμβρῳ . | ||
| ἀράων ἀΐουσα μετάγγελος ἦλθ ' ἀνέμοισιν . οἳ μὲν ἄρα Ζεφύροιο δυσαέος ἀθρόοι ἔνδον εἰλαπίνην δαίνυντο : θέουσα δὲ Ἶρις |
| δέ , ἤτοι τὸν τὴν καρδίαν ἀλγοῦντα θαμινότεροι ] πυκνότεροι κλονέουσι ] ταράττουσιν δήν ] ἐπὶ πολύ καὶ κατικμάζων , | ||
| ὑλήεντι εἱστήκει , τό περ οὔτε θοαὶ Βορέαο θύελλαι ἐσσύμεναι κλονέουσι δι ' ἠέρος οὔτε Νότοιο : ὣς ὃ ταφὼν |
| τὸν οἶνον , ἀπορίπτονται μέριμναι πολυφρόντιδές τε βουλαί ἐς ἁλικτύπους ἀήτας . ὅτ ' ἐγὼ πίω τὸν οἶνον , λυσιπήμων | ||
| ὑπὸ τῷ μεγίστῳ καὶ φιλανθρωποτάτῳ τῶν κυβερνητῶν , ὃς ἡμῖν ἀήτας ἀνεῖχε τὸ μὴ καταδῦναι . μόνοι δὲ ὧν ἴσμεν |
| ἤδη : ἀλλ ' Ὕδρη , κέχυται γὰρ ἐν οὐρανῷ ἤλιθα πολλή , οὐρῆς ἂν δεύοιτο . Μόνην δ ' | ||
| ὑπὸ κόπρῳ , ἥ ῥα κατὰ σπείους κέχυτο μεγάλ ' ἤλιθα πολλή : αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλέσθαι ἄνωγον , |
| ' ἄκρας κυρτὸν ἐὸν κορυφοῦται , ἀποπτύει δ ' ἁλὸς ἄχνην : ὣς τότ ' ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες νωλεμέως | ||
| τῶν παραδείσων τάττειν τὴν ἅλω . οἱ γὰρ ἄνεμοι τὴν ἄχνην , τουτέστι τὰ λεπτὰ τῶν ἀχύρων , ἐπιφέροντες λεληθότως |
| Φάψ Φαβός , φλέψ φλεβός , Νίψ Νιβός , λίψ λιβός , Ἄραψ Ἄραβος , Χάλυψ Χάλυβος , Κίνυψ Κίνυφος | ||
| τοῖς τοιούτοις οὔτε κρατῆρος μέρος εἶναι μετασχεῖν , οὐ φιλοσπόνδου λιβός , βωμῶν τ ' ἀπείργειν οὐχ ὁρωμένην πατρὸς μῆνιν |
| συντείνας αὐτός τε καὶ τὸν ἡγούμενον τὴν ὁδόν , οὐκ ἀνίησιν πρὶν ἂν ἢ τέλος ἐπιθῇ πᾶσιν , ἢ λάβῃ | ||
| δασύτερα , στύφοντα ἐν τῇ γεύσει : καυλὸν δ ' ἀνίησιν οὐ μέγαν , ῥίζαν δὲ λεπτὴν καὶ βραχεῖαν : |
| ἁλιήων : ἀλλ ' ὥστ ' ἠΐθεοι περικαλλέος ὄμμα γυναικὸς φρασσάμενοι πρῶτον μὲν ἀποσταδὸν αὐγάζονται , εἶδος ἀγαιόμενοι πολυήρατον , | ||
| αὔλακος ἁπλώσαντο , πρῶτοι δὲ γραμμῇσι πόλον διεμετρήσαντο , θυμῷ φρασσάμενοι λοξὸν δρόμον ἠελίοιο . τῶν δέ κεν αὐδήσαιμι καὶ |
| ὀφθαλμόϲ : καὶ εἰ μὲν τὸ βλέφαρον μόνον παραλυθείη , μέμυκε διηνεκῶϲ ὁ ὀφθαλμὸϲ καὶ ἀναιϲθητεῖ τὸ βλέφαρον . εἰ | ||
| ὡς δάμαλιν ἂμ πέτραις ἠλιβάτοις , ἵν ' ἀλκᾷ πίσυνος μέμυκε φράζουσα βοτῆρι μόχθους . ὁρῶ κλάδοισι νεοδρόποις κατάσκιον νεύονθ |
| ἐπὶ δὲ τῆς ἅλω “ ὡς δ ' ἄνεμος ἄχνας φορέει ἱερὰς κατ ' ἀλωάς . ” ἀλύσσοντες δυσφοροῦντες καὶ | ||
| μορφὴ οἵη περ τῶν ὕδρων : πτίλα δὲ οὐ πτερωτὰ φορέει , ἀλλὰ τοῖσι τῆς νυκτερίδος πτεροῖσι μάλιστά κῃ ἐμφερέστατα |
| ἑκάστη κυλίνδρων ὡραΐζονται τμήμασιν , ὁ δὲ κύκλος ἀνειμένος ταῖς αὔραις τὴν ὥραν τοῦ ἔτους καὶ ἄλλως εὔχαριν οὖσαν ἡδίω | ||
| αὐτὰ ἄγαν ἁθρόως ποτίζῃ , οὐ δύναται ὀρθοῦσθαι οὐδὲ ταῖς αὔραις διαπνεῖσθαι : ὅταν δ ' ὅσῳ ἥδεται τοσοῦτον πίνῃ |
| ὡς λέγεται σπήλαιον ὑπὸ τῷ λόφῳ μέγα , δρυμῷ λασίῳ κατηρεφές , καὶ κρηνίδες ὑπὸ ταῖς πέτραις ἐμβύθιοι , ἥ | ||
| αἳ Νηϊάδες καλέονται : ] τοῦτο δέ τοι σπέος εὐρὺ κατηρεφές , ἔνθα σὺ πολλὰς ἕρδεσκες Νύμφῃσι τεληέσσας ἑκατόμβας : |
| ὑψικόμοισι ἠπύει , ὅς τε μάλιστα μέγα βρέμεται χαλεπαίνων , ὅσση ἄρα Τρώων καὶ Ἀχαιῶν ἔπλετο φωνὴ δεινὸν ἀϋσάντων , | ||
| : οἱ στάθμη νεάτης ἀποτείνεται οὐρῆς εἰς πόδας ἀμφοτέρους , ὅσση ποδὸς εἰς πόδα τείνει , αὐτὰρ ἀπὸ ζώνης ὀλίγον |
| , τοτὲ μὲν γεώδους , τοτὲ δὲ καὶ καθαρᾶς , νοτερὰ ἀγγεῖα ἀέρος , ὕδατα κοῖλα περιφερῆ τε γενέσθαι , | ||
| φυρήσας ἐλαίῳ , ὑποθυμιῇν . Ἄνθρακας ὑποβαλὼν , κριθῶν ἄχυρα νοτερὰ ἐπιβάλλων , ὑποθυμιῇν . Ἀπ ' ἀμφορέως ἐλαιηροῦ τὸ |
| , τοῖς ταχινοῖς οἰωνοῖς , δηλονότι τοῖς ταχέσιν ὀρνέοις , δύσβατος οὖσα : διὰ τοῦτο καὶ οἱ ἄνδρες ἐπιδοξάζουσιν αὐτὴν | ||
| ᾧ τὰ ἄπληκτα ἐν τοῖς τοιούτοις ποταμοῖς καθίστασθαι , εἴπερ δύσβατος εὑρεθείη ἐν οἱῳδήποτε μέρει τῆς τοῦ τοιούτου ποταμοῦ ὄχθης |
| ῥεύμασιν . . ἀκριτόφυρτος ] ἀδιαίρετος . . οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοισι ] ἀχρείοις , ἤτοι ἀνευφράντοις , οὔτι δάνος καὶ | ||
| , παῖδες δ ' ἐπ ' ἐρετμοῖς ἥμενοι γλαυκὴν ἅλα ῥοθίοισι λευκαίνοντες ἐζήτουν ς ' , ἄναξ . ἤδη δὲ |
| . δηλοῖ τὸ θερμὸν , καὶ καυστικόν . παρὰ τὴν πεύκην τὴν ἐπιτηδείαν πρὸς καῦσιν . Πρόβασις . ἡ τῶν | ||
| . διαφορὰν δ ' ἔχει καὶ ταύτην μεγάλην πρὸς τὴν πεύκην : πεύκην μὲν γὰρ ἐπικαυθεισῶν τῶν ῥιζῶν οὐκ ἀναβλαστάνειν |
| / πρῶτα μὲν αἰγλήεντα [ * * ] / ἀρρήτωι στροφάλιγγι [ ] πάλιν [ ] [ δίνητον ] [ | ||
| δὲ τοῖς πλέουσι συνιέναι διὰ τὰ κολπώματα . Εἰλεῖται δὲ στροφάλιγγι , βιοῦ κέρᾳ ἐοικὼς , ὁ πόρος δηλονότι : |
| ἐστιν τόπῳ ἡ ΓΔΕΖ εὐθεῖα φερέσθω κατὰ τῆς ΑΔΒ εὐθείας ἑλκομένη διὰ τοῦ Ε ση - μείου οὕτως ὥστε διὰ | ||
| † , † ἠδὲ κατὰ πρώειραν ἔσω ἁλὸς ὁσσάτιόν περ ἑλκομένη χείρεσσιν ἐπιδραμέεσθαι ἔμελλεν , αἰεὶ δὲ προτέρω χθαμαλώτερον ἐξελάχαινον |
| ἀνθρώπους . Τῷ μή μοι πελάγει νεφέων εἰλυμένῳ ἄλλῳ εὔχεο μεσσόθι κεῖνο φανήμεναι οὐρανῷ ἄστρον , αὐτὸ μὲν ἀνέφελόν τε | ||
| μὲν ἐπικραδάοιεν ἄκοντας ἀμφιδύμους ταναούς , δρεπάνην δ ' ἐπὶ μεσσόθι ζώνης : καὶ γὰρ καὶ θήρεσσι πικρὸν φόνον ἐντύνοιντο |
| ὄρεσφι βίη μεγάλου ἀνέμοιο , πίπτῃ δ ' αἰθομένη πυρὶ πάντοθεν ἄσπετος ὕλη : ὣς Αἴας ὀδύνῃσι πεπαρμένος ὄβριμον ἦτορ | ||
| ἥ τε γὰρ τοῦ σχήματος ἰδέα κύκλος , οὗτος δὲ πάντοθεν ἴσος καὶ ὅμοιος , διόπερ ἄναρχος καὶ ἀτελεύτητος : |
| τὸ ψυχρὸν φλεβῶν ῥηκτικόν . ἀλλ ' ἡ μὲν θερμασία ῥήγνυσι τὸ τέμνειν καὶ διαβιβρώσκειν καὶ διαιρεῖν , ἡ δὲ | ||
| μεγάλοιο , ὃ δ ' ἐσσύμενος ποτὶ γαῖαν δένδρεά τε ῥήγνυσι καὶ οὔρεα παιπαλόεντα : ὣς ὃ θοῶς Τρώεσσιν ἐπέσσυτο |
| πῶς τὸ πλῆρες καὶ ναστὸν καὶ τῶν ὄντων βαρύτατον οὐ βρίθει ταλαντεῦον στερεοῦ μηδενὸς ἐπερείδοντος ; ἐξ οὗ φάσματι ἂν | ||
| μαστεύοντες , ἄποροι ὄντες τοῦ τὸ θηρώμενον ἐλέγξοντος φθόγγου , βρίθει καὶ ἐπαφῇ ἄπιστον εἰκασίαν λαβόντες , περιπίπτοντες ἀλλήλοις καὶ |
| παράμειβον : ὑπὸ πνοιῇ δὲ κάλωες ὅπλα τε νήια πάντα τινάσσετο νισσομένοισιν . ἠῶθεν δ ' , ἀνέμοιο διὰ κνέφας | ||
| βλοσυρῇσιν ὑπ ' ὀφρύσιν , ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κροτάφοισι τινάσσετο μαρναμένοιο Ἕκτορος : αὐτὸς γάρ οἱ ἀπ ' αἰθέρος |
| καὶ Αἰακίδην προσέειπεν : Ὦ Ἀχιλεῦ , περὶ δή μοι ἀπείριτος ἤλυθεν αὐδὴ οὔασιν , ὡς πολέμοιο συνεσταότος μεγάλοιο . | ||
| γὰρ σκοπιὴν ἐς παιπαλόεσσαν ἀνελθὼν νῆσον , τὴν πέρι πόντος ἀπείριτος ἐστεφάνωται . αὐτὴ δὲ χθαμαλὴ κεῖται : καπνὸν δ |
| ῥ ' ἡ μὲν ζωῇ ἐναλίγκιος ἐν ῥοθίοισιν ἑλκομένη θήλεια τιταίνεται ἐξ ἁλιῆος . τέτρατος αὖ κύρτοιο βαθὺν δόλον ἀντίον | ||
| , καὶ πνίγεται , καὶ θανεῖν ἐρᾶται , καὶ ὑποχόνδριον τιταίνεται , καὶ στόμαχος δάκνεται , καὶ στόμα πικρὸν , |
| δίνας , οἳ κατὰ καλὰ ῥέεθρα κυβίστων ἔνθα καὶ ἔνθα πνοιῇ τειρόμενοι πολυμήτιος Ἡφαίστοιο . καίετο δ ' ἲς ποταμοῖο | ||
| πεπταμένοις , αὐτὴν ἐπὶ δεξί ' ἔχοντες γαῖαν ἐρημαίην , πνοιῇ ζεφύροιο θέεσκον . ἦρι δ ' ἔπειτ ' ἀγκῶνά |
| ὅτε λαῦρον : ὁπόταν σκοτοῦνται τὸν λογισμὸν δίκην μέθης , λαβρὸν δὲ πάνυ σφροδρόν . κῶμον : πόλεμον , ἐρωτικὴν | ||
| Μούσας , προσεχέτω τῷ Πρόκλῳ . οὐδὲν γὰρ ἡμεῖς τοιοῦτο λαβρὸν οὐδὲ σοφὸν ἐπιστάμεθα , ἀλλὰ σαφές τε καὶ σύντομον |
| δρίος : ἡ δ ' ἀΐουσα πόρδαλις ἰάνθη τε καὶ ἔσσυται , ἴχνος ἀϋτῆς μαιομένη : τάχα δ ' ἷξε | ||
| ἥν περ ὑπέστης , οἴκαδε πεμψέμεναι : θυμὸς δέ μοι ἔσσυται ἤδη ἠδ ' ἄλλων ἑτάρων , οἵ μευ φθινύθουσι |
| ὅτ ' ἀφραδίῃσι θεοῦ ἀτίτησαν ἑορτήν . τοὔνεκα Νυσαίην μὲν ἐφημίξαντο κέλευθον , κόσμῳ δ ' ἐστήσαντο σὺν υἱάσιν ὄργια | ||
| νοτίην χθαμαλὴν κλίσιν ἄμμορον ἄστρων λαιήν , κρυπτὰ θέουσαν , ἐφημίξαντο γενέσθαι . τοὔνεκα νῦν ὁ μέγιστος , ὁ μυρίος |
| ὁδοὺς γινώσκουσιν : ὅθεν ἐπ ' αὐταῖς οἱ Ἰνδοὶ τὴν χρυσῖτιν κόνιν τῶν Ἰνδικῶν μυρμήκων κλέπτουσι πρὸς ἀνατολὰς ὁδεύοντες . | ||
| εἰσιν οἰκεῖσθαι δυνάμεναι , ὡς δ ' εἰρήκασί τινες καὶ χρυσῖτιν ἔχουσαι γῆν . αἴτιον δ ' ὅτι καὶ οἱ |
| τηλεθάει δάφναις καὶ μύρτοισι καὶ εὐώδει κυπαρίσσῳ , ἔνθα πέριξ κέχυται βοτρυόπαις ἕλικι ἄμπελος , εἰαρινοὶ δὲ λιγυφθόγγοισιν ἀοιδαῖς κόσσυφοι | ||
| τηλεθάει δάφναις καὶ μύρτοισι καὶ εὐώδει κυπαρίσσῳ , ἔνθα πέριξ κέχυται βοτρυόπαις ἕλικι ἄμπελος : εἰαρινοὶ δὲ λιγυφθόγγοισιν ἀοιδαῖς κόσσυφοι |
| εἰ συνέβη , πλέοντος τοῦ πλοίου , γενέσθαι ἀμπώτιδα καὶ ῥαχίαν . περὶ τούτων Ὅμηρος : Ἔνθεν μὲν Σκύλλη , | ||
| χρήσασθαι τῇ πόλει . τίνα γὰρ μεσόγειαν ἢ ποίαν Ἀτλαντικὴν ῥαχίαν οὐκ ἔσεισεν ; ἢ ποῖον κόλπον ὧν ἴσασιν ἄνθρωποι |
| ἡμέραις ἐκβαίνουσι τῆς θαλάσσης , ἐν ταῖς πέτραις καὶ ταῖς ψαμάθοις ἡσύχως μένουσι καὶ ἔξω τῆς ἁλὸς τὸν ὕπνον ἔχουσι | ||
| γεμίσῃ ἡ θάλασσα . Ναίει : ὃς , κατοικεῖ . ψαμάθοις : ἐν τοῖς . ψαμάθους : τάς . ἀνὰ |
| ζωμοῦ δ ' ἔρρει παρὰ τὰς κλίνας ποταμὸς κρέα θερμὰ κυλίνδων , ὑποτριμματίων δ ' ὀχετοὶ τούτων τοῖς βουλομένοισι παρῆσαν | ||
| φύγον ἔνδοθι νηῶν , ὅσσους Εὐρύπυλος μέγ ' ἐπῴχετο πῆμα κυλίνδων . Παῦροι δ ' ἀμφ ' Αἴαντα καὶ Ἀτρέος |
| ποινητῆρες ἔασι καὶ ἀλλήλων ὀλετῆρες . Ἄλλοι δ ' ἰοφόροι νεπόδων , στομάτεσσι δ ' ἀεικὴς ἰὸς ἐνιτρέφεται στυγερός τ | ||
| : τοῦ δ ' ὅσσον τριπάλαιστον ἀναψάμενοι καθύπερθε μαλθακὸν ἀργεννῶν νεπόδων ἕνα χείλεος ἄκρου δῆσαν ἐπισταμένως : ξιφίης δ ' |
| δυνατὸν τὴν παράταξιν ἐκτάσσειν , ἔνθα μηδὲ ὕλαι , μηδὲ τέλματα , μηδὲ κοιλάδες ἐνοχλοῦσι , διὰ τὰς παρ ' | ||
| , τὸ δ ' εἰς τὴν Ἀραβίαν ἐναντίως εἰσχεόμενον εἰς τέλματα παμμεγέθη καὶ λίμνας ἐκτρέπεται μεγάλας καὶ περιοικουμένας γένεσι πολλοῖς |
| στίλβουσα καὶ καλύπτεται ἐν τοῖς Νείλου γλυκέσιν οἷα δὴ μέλι ῥείθροις , νικῶσα ἡλίου δὲ φῶς ἅπαν φαίνει ἄνωθεν μηδόλως | ||
| , καρτεροῖς εἴγρει πάγοις λίμνην τε τέμνων Τάναϊς ἀκραιφνὴς μέσην ῥείθροις ὁρίζει , προσφιλεστάτην βροτοῖς χίμετλα Μαιώταισι θρηνοῦσιν ποδῶν . |
| ὀρχηστυῖ καὶ ἀοιδῇ τέρποντ ' : ἤδη γὰρ καὶ ἐπήλυθε δείελον ἦμαρ . Ἦλθε δ ' ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος , | ||
| ἀμφοτέροισιν : ἢ καὶ ὅτ ' ἐξ ἀγέλης ἀεκούσια κινήσωσιν δείελον εἰσελάοντες ὅμως , τὰ δὲ πάντοθι ποίης δάκνωσιν πυκινῇσι |
| νοεραὶ ἀεὶ γίνονται , εἴκασεν αὐτὰς τοῖς ποταμοῖς λέγων οὕτως ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοῖσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα καὶ ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῖ : | ||
| ὕεται πᾶσα ἡ χώρη τῶν Ἑλλήνων , ἀλλ ' οὐ ποταμοῖσι ἄρδεται κατά περ ἡ σφετέρη , ἔφασαν Ἕλληνας ψευσθέντας |
| οἴκῳ . Ἄελλα καὶ θύελλα διαφέρει . ἄελλα μέν ἐστιν ἄημα συνεστραμμένον , θύελλα δὲ ἄελλα θύουσα καὶ ὁρμῶσα . | ||
| τῶν νεκρῶν δελεάτων . πνέει : ἔχει , πέμπει . ἄημα : ὀσμὴν , νεῦμα . Σύεσσι : χοίροις . |
| πτερόεντα μετοχμάζοντες ὀπίσσω , καὶ κεφαλὴν πτερόεσσαν ἀνηιώρησαν ἀπειλῆι , Εὖρος ὁμοῦ Ζεφύρωι , Βορέης , Νότος , ἄμμοροι αὔρης | ||
| τοῦ χθές . Ἐπητύος . παρὰ τὸ ἔπος ἐπητύς . Εὖρος . τὸ πλάτος . δι ' οὗ ἐστὶν εὐρεῖν |
| Ἀρκάδες ἐγχεσίμωροι ” , καὶ τὸ ἐγείρω ἔγρω οἷον „ ἔγρετο δ ' ἐξ ὕπνου „ . . ἅδω : | ||
| ἤλυθε λαιμοῦ . αὐτὰρ ὅ γ ' ἐξ ὕπνου βαρυαέος ἔγρετο δειλός , καὶ κακὸν ἐν λαγόνεσσι φέρων τόσον ἀπροτίελπτον |