μὲν πορίζεσθαι εἴη , χαλεπὰ δέ , τὰ δὲ ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σαθρά , ἀναγκάζοιτο δὲ ἀεὶ καὶ νύκτα καὶ
ἐστι καὶ ἄκοιλα : τὰ δὲ τῶν ὀφθαλμῶν αὐλοειδῆ καὶ τετρημένα διὰ τὸ κατέρχεσθαι πολὺ ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς τὸ ψυχικὸν
5977686 πιμπλαναι
ἀεὶ φωναῖς τὸ δοκοῦν ἐκ τού - των συμβαίνειν μὴ πιμπλάναι τὴν καλιάν , ἀλλ ' ἀπορεῖν ἐτωσιοεργὸν μὲν ὄντα
ἕκαστον τρύφος εἰς ὀκτὼ διαιρεῖσθαι ψωμούς , καὶ οὕτω δὴ πιμπλάναι τὸν ἀροτριατὴν αἰζηόν . τεσσαρακονταετής : οὐ πάντως τοσούτων
5089316 πληρωσαμενος
πολλῶν πόνων καὶ χαλεπῶν ἐκποριζόμενα : ὁ μὲν οὖν ἕτερος πληρωσάμενος μήτε ἐποχετεύοι μηδέ τι φροντίζοι , ἀλλ ' ἕνεκα
πολλῶν πόνων καὶ χαλεπῶν ἐκποριζόμενα : ὁ μὲν οὖν ἕτερος πληρωσάμενος μήτ ' ἐποχετεύοι μήτε τι φροντίζοι , ἀλλ '
4984110 φροντιζοι
: ὁ μὲν οὖν ἕτερος πληρωσάμενος μήτε ἐποχετεύοι μηδέ τι φροντίζοι , ἀλλ ' ἕνεκα τούτων ἡσυχίαν ἔχοι : τῷ
ὁ μὲν οὖν ἕτερος πληρωσάμενος μήτ ' ἐποχετεύοι μήτε τι φροντίζοι , ἀλλ ' ἕνεκα τούτων ἡσυχίαν ἔχοι : τῷ
4447777 ἰουλιδας
, καὶ παθητικῶς . διερὸν στρατόν : ὑγρὸν , τὰς ἰουλίδας . ἐφέπονται : ἀκολουθοῦσιν , ἐπ ' ἐκείνῳ .
τῶν θαλασσίων τὰ σελάχια , οἷον νάρκας , γαλεούς , ἰουλίδας , κορακίνους , πελωριάδας , μύακας , τευθίδας ,
4413969 σηπτικον
τοῖς φυτοῖς : τὸ γὰρ τῆς σελήνης φῶς χλιαρὸν ὂν σηπτικόν ἐστι . τότε οὖν τὰ τμηθέντα ξύλα σήπεται καὶ
τοῖς φυτοῖς : τὸ γὰρ τῆς σελήνης φῶς χλιαρὸν ὂν σηπτικόν ἐστι . τότε οὖν τὰ τμηθέντα ξύλα σήπεται καὶ
4341857 προσπλεοντες
ἀπῄεσαν ὀλοφυρόμενοι . λῃσταὶ οὖν τὸ ἐκείνων κακὸν κατανοήσαντες κενῇ προσπλέοντες νηί , κᾆτ ' ἀφειδῶς ἐπετίθεντο τῷ φόρτῳ ,
τῷ αὐτῷ εἶναι πρὸς τὰ τοξεύματα : ἅμα τε ὅσοι προσπλέοντες τῶν Τυρίων ἔβλαπτον τοὺς χωννύντας , ἀπὸ τῶν πύργων
4248583 ἀποτεμνεσθαι
ὂν ἔχειν τινὰ γνῶσιν . οὕτω μὲν οὖν αὐτὸς ἔοικεν ἀποτέμνεσθαι τῇ φάσει τὰ συμβαίνοντα δυσχερῆ διὰ τὴν ὑπόληψιν .
δὲ ὁ οἶνος καὶ τὰ λοιπὰ τῶν χυμῶν ὥστε μαχαίραις ἀποτέμνεσθαι , καὶ τὰ τούτων θαυμασιώτερα , τὰ μὲν ἀκρωτήρια
4203508 ἀφαιρουμενα
τῆϲ κόρηϲ διήκοντα καὶ διὰ τοῦτο παραποδίζοντα τὸ ὁρᾶν , ἀφαιρούμενα ἐλευθεροῖ μὲν τὸν ὀφθαλμὸν τῶν ῥευματιϲμῶν . ἡ δὲ
τὰ γὰρ ἀπὸ τῶν εὐθειῶν ἐφ ' αἷς ΕΖ ΖΗ ἀφαιρούμενα ἐντὸς τοῦ μηνίσκου ἀπὸ τοῦ εὐθυγράμμου τμήματα ἴσα ἐστὶ
4193368 ξυλα
καὶ μετακινοῦντες αὐτὰ τροχοῖς καὶ μοχλίαις . Οἱ δέ τινες ξύλα προμήκη , σιδήρῳ καταπεφραγμένα , ὡς μὴ ἀποθραύεσθαι ἐν
Ἐρεχθέως θυγατράσι : καὶ οὐ μόνον θυσίας νηφαλίους ἀλλὰ καὶ ξύλα τινὰ ἐφ ' ὧν ἔκαιον . . . .
4184893 παρακειμενα
ἔτη ἕως τοῦ ζητουμένου ἔτους , τουτέστιν ἔτη ͵αξη , παρακείμενα αὐτοῖς ἔν τε τῇ εἰκοσαπενταετηρίδι τῶν συνόδων καὶ τοῖς
πυοποιήσεως , ἀτμῶν τινων δριμέων ἢ ποιότητος φερομένων ἐπὶ τὰ παρακείμενα μόρια , καὶ δάκνοντα καὶ ἀνιῶντα ταῦτα , γίνονται
4182071 ἱματια
ἑαυτοῦ τὸ συμπέρασμα ἔχει : οἷον τυμβωρύχος ἐστὶν ὁ ἀνῃρημένος ἱμάτια καὶ κόσμον τοῦ νεκροῦ : ἐγὼ δὲ οὐκ ἀφειλόμην
γὰρ Ἡρακλέα νοήσεις ἑτέρας πόθῳ κατασχεθέντα ἐπίχρισον τοῦτο αὐτοῦ τὰ ἱμάτια καὶ πρός σε πάλιν ἀντιστρέψει τὸν πόθον . τοῦτο
4099212 μαλθακα
μὲν , εἰ τὰ δεσμὰ τὰ ἱμάντινα μὴ παρείη τὰ μαλθακὰ καὶ προσηνέα , ἀλλ ' ἢ σιδήρεα , ἢ
. Καὶ παραιρήματος περιβολαὶ τοσαῦται , ὥστε μὴ πιέζειν : μαλθακὰ δὲ , μὴ παχέα : ταῦτα πάντα , ὡς
4073308 περικειμενα
ἀλλὰ ταῖς λόγχαις βαλλόντων ἄνωθεν καὶ τῶν ψιλῶν διακοπτόντων τὰ περικείμενα γέρρα ταῖς ἁμάξαις καὶ νευροτομούντων τοὺς βόας [ καὶ
ἐστι τῶν ἀνθρωπίνωνἐκμαθεῖν τάχιστα καὶ ὀρχεῖσθαι ἁλουργίδας ἀμπεχόμενα καὶ προσωπεῖα περικείμενα , καὶ μέχρι γε πολλοῦ εὐδοκιμεῖν τὴν θέαν ,
4065906 φλεγειν
: φλέγμα κακὸν φορέουσα , ὃ σημαίνει τὴν κατὰ τὸ φλέγειν ἐνέργειαν . καὶ τὸν πυρετὸν παγείληφεν ἀντὶ τοῦ πυρός
ἡγητέον τὸ λευκὸν ἢ ἀερόχρουν τοῦ σώματος καὶ τὸ προσενεχθεῖσαν φλέγειν τὴν γλῶσσαν : ὡσαύτως δὲ καὶ ἡ ἀπ '
4039039 κεραμεα
περανθεῖεν κότυλοι καὶ πάντα κάναστρα : γίνεται δ ' οὐ κεράμεα μόνον ἀλλὰ καὶ ἄλλης ὕλης , ὥσπερ οἱ κότυλοι
τ ' ἐπιθεὶς τὸν ἡθμόν . ταῦτα δ ' ἐστὶ κεράμεα ποτήρια καὶ λέγεται ἀπὸ τοῦ κυλίεσθαι τῷ τροχῷ :
4032438 ναματα
οἱ πρῶτοι μεγίστους τε καὶ πρώτους , καὶ ἔτι γε νάματα : καὶ εἶναί τε πάντα ἐνθένδε ὁπόσα γενέσεως μέτοχα
τῆς Ἀπόλλωνος ἐρωμένης , ὅπου χαρίεντα καὶ διαφανῆ καὶ πότιμα νάματα πλάτανός τε πολλὴ καὶ κυπάριττοι πλείους ἀμφιλαφεῖς τε καὶ
4017283 περιαγομενων
ἤτοι ἀπὸ χειρὸς ἕλκεται ἢ εἰς ἐργάτας ἀποδίδοται , ὧν περιαγομένων ἡ χελώνη ἐπὶ τοῦ ἐδάφους σύρεται ὑποβαλλομένων σκυταλίων ἢ
συντηρούντων τὰ πρὸς ἄλληλα διαστήματα καὶ ὥσπερ ὑπὸ μιᾶς σφαίρας περιαγομένων ἄστρων . εἰ μὲν οὖν καὶ ἡ τοιαύτη μετάβασις
4009830 ποτα
ἄγι ? μὴ τα [ ´ταβάσομεν ? ] ! αἴ ποτα κἄλλοτα ! [ ! ! ] ην ὄττινα τῶνδε
πορφυρίαν περθέμενον χλάμυν . . . κατθάνοισα δὲ κείσηι οὐδέ ποτα μναμοσύνα σέθεν ἔσσετ ' οὐδὲ † ποκὔστερον ' †
3999129 πικεριῳ
. Ἢν δὲ ἡλκωμένον ᾖ τὸ αἰδοῖον , μετακλύσαι τῷ πικερίῳ , ἔπειτα φάρμακον πῖσαι , καὶ ἐπιχρίειν τὰ ἕλκεα
ὀδύνην ἔχειν , κλύζειν τὸν αὐτὸν τρόπον τῷ ξὺν τῷ πικερίῳ , ἔστ ' ἂν ἀποξηρανθέωσιν αἱ ὑστέραι καὶ δοκέῃ
3908777 βοτανας
ἡνίκα τὰ πολλὰ θρόνα , τουτέστι φάρμακα , ἤγουν τὰς βοτάνας , ὑπὸ τῇ ἰδίᾳ χειρὶ ταράξεις . ἐν μέν
πᾶν γένος κτηνῶν καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ἐνέμοντο τὰς βοτάνας [ ἐν τούτῳ τῷ ] ὄρει , καὶ αἱ
3904582 κενῳ
νικᾶν . ἀσκωλιάζειν δ ' ἐκαλεῖτο καὶ τὸ ἐπιπηδᾶν ἀσκῷ κενῷ καὶ ὑπόπλεῳ πνεύματος , ἀληλιμμένῳ ἵνα περιολισθαίνοιεν περὶ τὴν
ὁ χρόνος ἐν ἀμφοῖν τῆς κινήσεως ἔν τε τῷ σταδιαίῳ κενῷ καὶ ἡμισταδίῳ ἀέρι πρὸς τὸν χρόνον τῆς κινήσεως τὸν
3898008 ζωϋφια
ἀμπέλων πρὸϲ τὸ μὴ προϲάπτεϲθαι τούτων τὰ βλάπτοντα τὰϲ ἀμπέλουϲ ζωΰφια : ἐκ δὲ τοῦ φθείρειν τὰϲ ϲκνῖπαϲ δηλοῖ ὅϲον
μὲν ἐκ πυρὸς γίνεται ὡς τὰ ἐν ταῖς καμίνοις φαινόμενα ζωΰφια , τὰ δ ' ἐξ ὕδατος φθειρομένου ὡς κώνωπες
3891659 προτιθεντες
. καὶ διὰ τοῦτο εἰς ὑπερβολὴν ἀσκοῦμεν , τὰ χαλεπώτερα προτιθέντες ὡς τὰ μικρότερα μακρῷ εὐκολώτερον φέροιεν . Τὴν μέντοι
μείζους , οὐ μέχρι τοῦ δικαίου καὶ τῇ πόλει ξυμφόρου προτιθέντες , ἐς δὲ τὸ ἑκατέροις που αἰεὶ ἡδονὴν ἔχον
3869916 διαπλησσοντες
διάκτορε διάγων τὰς ἀγγελίας . λέγει δὲ τὸν Ἑρμῆν . διαπλήσσοντες διασχίζοντες . ἐὰν δὲ σὺν τῷ ι γράφηται ,
: ταὶ δὲ μεγάλα κτυπέουσαι πῖπτον : τὰς μὲν ἔπειτα διαπλήσσοντες Ἀχαιοὶ ἔκδεον ἡμιόνων : ταὶ δὲ χθόνα ποσσὶ δατεῦντο
3857243 ἐκπετασας
ὁ φιλόσοφος οὗτός ἐστιν ; οὐ μὲν οὖν ἄλλος : ἐκπετάσας γοῦν τὸν πώγωνα καὶ τὰς ὀφρῦς ἀνατείνας καὶ βρενθυόμενός
ἐξιόντα , καὶ καθίσας παρὰ τὴν θύραν ἐθήρων τὰς χεῖρας ἐκπετάσας , μόνα παρεὶς τὰ πρόβατα εἰς τὴν νομήν ,
3852098 διεκοσμησεν
τὸ δὲ ἔσχατον αὐτῆς εἰς τὰ γεννητὰ καὶ φθαρτὰ σώματα διεκόσμησεν . Διευκρινηθέντων δὴ οὖν τούτων οὕτως , καὶ τῶν
ὕλην γινομένην . ὄντων γὰρ πάντων ὁμοῦ , νοῦς ἐπελθὼν διεκόσμησεν . τὰς δ ' ὑλικὰς ἀρχὰς ἀπείρους ὑπάρχειν καὶ
3842269 πλινθους
πλινθεύειν , πλινθοφορεῖν : πλινθευταὶ δ ' ἦσαν οἱ τὰς πλίνθους πλάττοντες . χυτροπλάθος , κοροπλάθος : τῶν δὲ κοροπλάθων
θειοτέρῳ καταλαμβανομένης τῷ κατὰ διάνοιαν ὀφθαλμῷ . πυροῦντες δὲ τὰς πλίνθους εἰσάγονται συμβολικῶς , τὰ πάθη καὶ τὰς κακίας θερμῷ
3835055 ἐπιδεσμῳ
μασθὸν γινομένου , οὗ δ ' ὑπεράνω τούτου . εἰλητῷ ἐπιδέσμῳ τοιούτῳ χρώμεθα : τοῦ τελαμῶνος τὴν ἀρχὴν προστιθέντες τοῦ
μόνιμον χωρίον ὡς ἐνταῦθα τελευτῆσαι . ἥκιστα δὲ λοξῷ τῷ ἐπιδέσμῳ δεῖ χρῆσθαι , διότι τὸ χρησιμώτατον τῆς ἐπιδέσεώς ἐστι
3818974 χορηγουμενα
μὲν μὴ προσδεόμενα , τῇ δ ' ἀπὸ τούτων δαψιλείᾳ χορηγούμενα . θηρίων τε πλῆθος ἀλκίμων ἡ προσορίζουσα τῇ Συρίᾳ
σιτία ἐπάγεσθαι † τριῶν μόνων ἡμερῶν † ἐκ δημοσίων αὐτοῖς χορηγούμενα . ἔχοντας σιτί ' ἡμερῶν τριῶν : ἀντὶ τοῦ
3813360 καταιονουντα
. καὶ τέγγειν τὰ μέρεα , πολλόν τι μᾶλλον τάδε καταιονοῦντα , ὅκωϲ μήτε θάλψιϲ ἐκ τῶν εἰρίων ἔοι ,
θεραπεύειν δὲ δὶς τῆς ἡμέρας , ὄρθρου καὶ ἑσπέρας , καταιονοῦντα ἐλαίῳ θερμῷ ῥέποντι ἐπὶ τὸ μετρίως θερμότερον : τὸ
3811798 διερα
χείλη τῶν ποταμῶν ἄνδηρα λέγουσι διὰ τὸ ἀεὶ ἔνικμα καὶ διερὰ εἶναι . οἱ δὲ τὰ χώματα διὰ τὸ ἄνω
τοῦ ποταμοῦ , παρὰ τὸ ἄνω τῶν διερῶν εἶναι : διερὰ γὰρ τὰ δίυγρα . τῶν ἄνδηρα παρ ' αἱμασιαῖσι
3804439 ἀγγεια
περὶ τὸν ᾅδην , ἥτις θραύει τῇ ψυχρότητι πάντα τὰ ἀγγεῖα πλὴν τῶν κερατίνων , ἐξ ἧς στυγηρὸν τὸ μισητὸν
δὲ ἐπέρχονται , μάλιστα ταῖς ἠφροδισιασμέναις . κεχρίσθω δὲ τὰ ἀγγεῖα , ἐν οἷς αἱ μέλισσαι , ἢ θύμου ἢ
3801662 ἐστεφανωμεθα
ἐπὶ τὸν ἀγῶνα , κατὰ τὰς μαντείας ταύτας ὑπὲρ ὑμῶν ἐστεφανώμεθα , ὁμοίως ὅ τε μέλλων νικᾶν καὶ ὁ πάντων
πρὸς ποδῶν δὲ σφενδόνας καὶ τόξα , καταπέλταις δ ' ἐστεφανώμεθα . καὶ ὁ Κολοφώνιος δὲ Φοῖνίξ φησιν : Νίνου
3801456 καθειργμενα
κρυμώδεσι τόποις τοῦ κρύους ἐνακμάσαντος ἄχολά ἐστι τὰ πρόβατα , καθειργμένα δὲ ἄρα καὶ τοῦ χιλοῦ τοῦ νέου μὴ μεταλαμβάνοντα
κακὰ ἐκκέχυται εἰς τοὺς ἀνθρώπους , ἀλλὰ τοὐναντίον τὰ μὲν καθειργμένα κατασεσήμανται δεσμοῖς ἀλύτοις ἢ καὶ ἀδαμαντίνοις , ἐξέπτη δὲ
3792592 χελωνας
βαλεῖν πέτρας ἔταξε καὶ γῆν καὶ ξύλον , ὁδοιπορῆσαι τὰς χελώνας εὐκόλως . ἐκεῖ τὸ πλῆθος εἶχε τῶν προσταγμάτων ἔργον
τοιοῦτός ἐστι κοχλίας ὁ δυσὶν ἕλιξι διατετμημένος καὶ δύο κινῶν χελώνας . τοιοῦτος δ ' ἐστὶ κοχλίας ἐν τῷ μεγάλῳ
3791543 καταδησας
ἱππέας οὐ πολλούς , ὡς ἑώρα τοὺς Σικυωνίους πιεζομένους , καταδήσας ἀπὸ δένδρων τοὺς ἵππους , καὶ ἀφελόμενος τὰς ἀσπίδας
ηʹ καὶ ἐλαίου ξέστας βʹ καὶ ἴρεως κεκομμένης φανερὸν μέρος καταδήσας , ἀπόθου εἰς κεράμιον ἡμέρας ιʹ . καὶ μετὰ
3789796 συμμεμυκοτα
προσεχόμενον καὶ ὥσπερ διὰ ῥίζης τρεφόμενον διὰ τοῦ ὀμφαλοῦ , συμμεμυκότα δὲ ἔχον καὶ ἀτελῆ τὰ αἰσθητήρια καὶ τὰ σπλάγχνα
, τηθύνια , κτένια , βαλάνους , πορφύρας , ὄστρεια συμμεμυκότα , τὰ διελεῖν μέν ἐντι χαλεπά , καταφαγῆμεν δ
3766866 περιχριων
δραχ . Ϛʹ : ποίει σιδήρια κυανοειδῆ , καὶ ταῦτα περιχρίων τῷ φαρμάκῳ πρόσφερε , καὶ αὐτόματα τῇ ὀσμῇ ἐξελεύσεται
μέλιτος σχῇ πάχος ὑγροῦ , καὶ χρῶ ἐνστάζων ἢ ἐλλυχνίῳ περιχρίων καὶ προσβάλλων τῷ πόρῳ . Ἄλλο πρὸς τὰ αὐτὰ
3761519 ἀπαντλειν
οὕτω τι ἐδουλώθην ὑπὸ τοῦ περὶ αὐτὸν δέους , ὡς ἀπαντλεῖν τῆς οὐσίας τὸ μὲν ἐς τοὺς συκοφάντας , οὓς
παρέχειν τὸ ὕδωρ . ἀπὸ τοῦ ἀρύεσθαι , ὅ ἐστιν ἀπαντλεῖν . ἄωρα πράττειν : τὸ παρ ' ὥραν καὶ
3757992 θερμοτητας
φύσις αὐτῶν . Ὄγδοος ὁ παρὰ τὰς ποσότητας αὐτῶν ἢ θερμότητας ἢ ψυχρότητας ἢ ταχύτητας ἢ βραδύτητας ἢ ὠχρότητας ἢ
ἀντιτύπους ἢ λειότητας καὶ τραχύτητας , ψυχρότητας τε αὖ καὶ θερμότητας διὰ τῆς ἀνὰ πᾶν τὸ σῶμα σκιδναμένης δυνάμεως ἣν
3751528 βαλανους
καὶ αἰγύπτιον κρόκον καὶ ἅλας αἰγύπτιον τρίψας καὶ ξυμμίξας ποιέειν βαλάνους , καὶ προστιθέσθω . Ἐκβόλιον θυμίημα , δυνάμενον καὶ
. . ΚΑΡΠΟΝ Δ ' ΕΦΕΡΕ ΖΕΙΔΩΡΟΣ ΑΡΟΥΡΑ . Τὰς βαλάνους , καὶ τὰ ὡραῖα πάντα λέγει ἀκρόδρυα , καὶ
3745556 ἀποτεμνων
φύϲιν χρόαϲ θεραπευτέον ἀγκίϲτρῳ ἐπιλαβόμενοϲ καὶ ἀνατείνων , ἔπειτα πτερυγοτόμῳ ἀποτέμνων , εἶτα ἐπιπάϲϲων ἅλαϲ λεπτόν , καὶ πτύγμα ἐπιτιθεὶϲ
τις ἐπελθὼν ἐπὶ τὴν Αἴγυπτον ἀντὶ τοῦ ἀναιρεῖν τοὺς κακούργους ἀποτέμνων τὰς ῥῖνας ἐνταῦθα κατῴκιζεν , ὡς οὐκ ἂν ἔτι
3739897 ἐντιθεμενοι
λίθοι , οὓς Ὅμηρος κατωρυχέας λέγει , οἱ τοῖς θεμελίοις ἐντιθέμενοι : καὶ θεμελίους δὲ λίθους αὐτοὺς ὠνόμαζον . κατῆλιψ
τὴν λέξιν . προοίμια . κυρίως δὲ δρύοχοί εἰσιν οἱ ἐντιθέμενοι πάτταλοι ναυπηγουμένης νεώς . ὡς ἀπὸ τῶν οἰκοδομούντων .
3728336 στοματα
τῆς κοτυληδόνος πόας , ὑπόκοιλα δέ . Ταῦτα οὖν τὰ στόματα τῶν εἰς τὴν ἐντὸς εὐρυχωρίαν τῆς μήτρας διασπειρομένων ἀγγείων
φῦσαι , αἳ ἐπειδὰν μύσωσι τὰ δεκτικὰ ἑαυτῶν τοῦ πνεύματος στόματα , τότε ἡμεῖς οὐκέτι ὧδέ ἐσμεν , ἀλλ '
3724708 ἁμαξιαιους
, ὁ γέρων πάλιν ἅπαντας ποιεῖ Συρακουσίους μετεωρίζειν δύνασθαι λίθους ἁμαξιαίους , καὶ τὸν καθένα πέμποντα βυθίζειν τὰς ὁλκάδας :
τείχους ἀφανίζεσθαι μέρος . οἱ δὲ ἀπὸ τῶν τειχῶν ἀμυνόμενοι ἁμαξιαίους λίθους πρὸς τοῦτο ἤδη παρεσκευασμένους , ἡνίκα τῷ περιβόλῳ
3712844 ἐπινει
παιδιᾶς τῆς ἐν λεκάνῃ . αὕτη δ ' ὕδατος πληροῦται ἐπινεῖ τε ἐπ ' αὐτῆς ὀξύβαφα κενά , ἐφ '
παιδιᾶς τῆς ἐν λεκάνῃ . αὕτη δι ' ὕδατος πληροῦται ἐπινεῖ τε ἐπ ' αὐτῆς ὀξύβαφα κενά , ἐφ '
3691533 προχυμα
μήκει πόδα , ἵνα συναγωγὴν ἔχῃ τὸ ἔργον καὶ μὴ πρόχυμα , ἵνα μὴ ἀκροβαρῆσαν περινεύσῃ , ἀλλ ' ἕδραν
: δῖνος ἀγγεῖόν τι κεράμειον ⌈ οἴνου ⌈ , οἷον πρόχυμα , βάσιν οὐκ ἔχον , ἀλλὰ ⌈ κάτωθεν ὑπότροχον
3690844 μοριας
' ἡμῖν δὲ τοῖς Παναθηναίοις τὸ ἔλαιον τὸ ἐκ τῆς μορίας . τί ἐγέλασας , ὦ Ἀνάχαρσι ; ἢ διότι
πώποτ ' ἐζημίωσέ μ ' ὡς ἐργαζόμενον τὰ περὶ τὰς μορίας χωρία . καίτοι οὐ δήπου τὰς μὲν μικρὰς ζημίας
3688835 ἐμποιουσας
τὰς κατὰ τριάδα ποσότητας , ἐν ἀριθμῶν συνθέσει ἑξαδικὴν εἰδοποίησιν ἐμποιούσας μέχρι ἀπείρου τῷ χύματι παντί , τὰς μὲν πρώτας
ὁμωνυμιῶν φησιν , ἃς δεῖ εὐλαβεῖσθαι τὸν ὁριζόμενον ὡς πλάνην ἐμποιούσας οὐ μικράν . παρίστησιν δὲ ὡς καὶ πρὸς τὸ
3681864 ὑποζυγια
ἁμάξας καὶ τὰ περισσὰ τῶν ἐς αὐτὰς τιθεμένων καὶ τὰ ὑποζύγια , χωρὶς ὧν αὐτὸς ὑπελείπετο , πραθῆναι . καὶ
. ἡ δὲ τοῦ Πύρρου δύναμις ἀπολωλεκυῖα σκηνάς τε καὶ ὑποζύγια καὶ ἀνδράποδα καὶ τὴν ἀποσκευὴν ἅπασαν ἐπὶ μετεώρου τινὸς
3676814 δεξομενος
τρία ταῦτα ἀναγκαῖα πρῶτα πρὸς εὐπορίαν : ὁ οἶκος ὡς δεξόμενος , ἡ γυνὴ ὡς φυλάξουσα , ὁ βοῦς ὡς
κατέστην , ὥσθ ' ὑπεῖχον τὰς χεῖρας , ὡς ἀεὶ δεξόμενος . τροφῆς δὲ καὶ παντάπασιν ἀπεκεκλείμην , ὅτι μὴ
3671214 μιλτῳ
κοροπλάθων εἰς τὴν ἀγορὰν πλαττομένοις ἐοικώς , κεχρωσμένος μὲν τῇ μίλτῳ καὶ τῷ κυανῷ , τὸ δ ' ἔνδοθεν πήλινός
ἐξέτινον ζημίαν ” . Γ εἰώθασι δύο ὑπηρέται κεχρισμένον σχοινίον μίλτῳ ἤγουν βάμματι κοκκίνῳ ἐκτείνειν διὰ τῆς ἀγορᾶς καὶ τὸν
3668913 προστασσοντα
' ἀντίθεσιν τῶν ὁμογενῶν τὴν στάσιν λαμβάνουσι . Ὡσαύτως δὲ προστάσσοντα καὶ ὑπακούοντα λέγεται τμήματα τὰ κατ ' ἴσην διάστασιν
οὐδὲ παραλαμβάνεται , λόγοις τοιούτοις . κεχωρίσθαι φασὶ δεῖν τὸν προστάσσοντα τοῦ προστασσομένου , ὅπερ οὐκ ἔστιν ἐπινοῆσαι ἐν πρώτῳ
3661823 περιελισσειν
κολλύρια , μύουρα δὲ κατὰ τὸ σχῆμα , καὶ κροκύδι περιελίσσειν ἢ λίνῳ ἐπιμήκει , ὅπως μετὰ τὸ αὐτάρκη μεῖναι
πυριῇν : ὁκόταν δὲ διερὸν τὸ ῥάκος γένηται , ἕτερον περιελίσσειν . Τῆς πίτυος τὸν φλοιὸν καὶ τοῦ ῥοῦ τὰ
3655026 ῥοδοσταγμα
θὲς αὐτὰ ἐν κλοκίῳ ὀστρακίνῳ , καὶ στάξον ταῦτα ὡς ῥοδόσταγμα μετὰ πυρὸς δυνατοῦ : τῶν γὰρ προειρημένων τὸ πῦρ
φράξον ἀσφαλῶς ὡς τὸ πρότερον : καὶ ἀνάσπα τοῦτο ὡς ῥοδόσταγμα . Ἔστω δὲ κλοκίον τοῦτο ὑέλινον : τὸ γὰρ
3649959 πησσεσθαι
τέλει τοῦ Ὠκεανοῦ ὁ Καύκασος . πάγος δὲ παρὰ τὸ πήσσεσθαι ἐν αὐτῷ τὰ ὕδατα : ἢ διὰ τὸ τὰς
τέλει τοῦ Ὠκεανοῦ ὁ Καύκασος . πάγος δὲ παρὰ τὸ πήσσεσθαι ἐν αὐτῷ τὰ ὕδατα : ἢ διὰ τὸ τὰς
3647957 τρυπας
πωμάσας ἀσφαλῶς τὸ πῶμα καταλιπὼν ἐν αὐτῷ δύο ἢ τρεῖς τρύπας , ὑπόκαιε μέχρις οὗ ὁ ἀναφερόμενος ἀτμὸς καθαρὸς γένηται
οὕτως διὰ χειρουργίας θεραπεύεται . Μελικηρίς ἐστιν ὄγκος ἔχων πολλὰς τρύπας , ἐξ ὧν ἀποῤῥεῖ ὑγρὸν ἐοικὸς μέλιτι , ὅθεν
3646683 μαστιγουσθαι
, νόμιμον ἄρα ὑμῖν ἐστιν , ἐὰν ληφθῆτε κλέπτοντες , μαστιγοῦσθαι . νῦν οὖν μάλα σοι καιρός ἐστιν ἐπιδείξασθαι τὴν
. τὸν δὲ ταῦτα μὴ πράξαντα κατὰ τὸν νόμον ἔδει μαστιγοῦσθαι τεταγμένας πληγὰς καὶ πάσης εἴργεσθαι τροφῆς ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας
3642137 πηδαλια
ἀλλὰ μόναις περιόδοις ἐπλεονέκτουν , καὶ ταρσοὺς τῶν μειζόνων ἢ πηδάλια ἀνέκλων ἢ κώπας ἀνέκοπτον ἢ ἀπεχώριζον ὅλως τὰ σκάφη
, ἅπαξ ποτὲ πλεύσαντα μόνον . εἰώθεισαν γὰρ νεωλκήσαντες τὰ πηδάλια ὑπὲρ τῶν καπνιζομένων κρεμαννύναι τόπων ξηρανθησόμενα τοῦ μὴ σῆψιν
3637370 ἐνοδια
ἐνόδιά φησι δεῖν πλείω τόνον προστίθεσθαι , ποιῶν τὰ μὲν ἐνόδια δωδεκάλινα τὰ δὲ δίκτυα ἑκκαιδεκάλινα , ἐκείνων ὄντων ἐννεαλίνων
ἤτοι ὁ ἀετὸς ὁ βασιλεὺς τῶν οἰωνῶν , τουτέστι τὰ ἐνόδια σύμβολα ταῦτα ἔπεμψαν αὐτοὺς πρὸς τὴν Τροίαν . τὰ
3634745 φερουσας
βουκόλους καὶ τοὺς ἄλλους νομεῖς ἀπόντας , ἐν τῶι στόματι φερούσας γάλα διατρέφειν παρασταζούσας ἀνὰ μέσον τῶν χειλῶν . ἐνιαυσίου
ἀγαθὴν γυναῖκα καὶ τοὺς παῖδας αὐτῆς καὶ τὰς ἱκέτιδας ἡμᾶς φερούσας τὰ νήπια ταυτὶ καὶ αὐτὰς γενναίας ἴθι πρὸς τὸν
3633290 κινουμενα
στρογγύλα , τά τε κινούμενα ἑστῶτα καὶ τὰ ἑστῶτα πολλάκις κινούμενα φαίνεται . πλείστη δὲ κἀν τοῖς μεγέθεσι κατὰ τὸ
ὁ δικαστής ; ἀλλ ' ἐπειδὴ τὰ ἐκ τῶν προσώπων κινούμενα κεφάλαια ἐκλείπει , ὅταν ἀόριστον πρόσωπον ἢ πάντῃ ἐξισάζον
3625876 καιειν
νεύρων τὸ κῶλον ἐξαρθρεῖ : δεῖ τοίνυν χρονιζούϲηϲ τῆϲ διαθέϲεωϲ καίειν τὸ ἄρθρον κατὰ τρεῖϲ ἢ τέϲϲαραϲ τόπουϲ , ὡϲ
δύο ἐν τῇ ῥινὶ παρὰ τοὺς κανθούς : τὰς φλέβας καίειν δὲ τὰς μὲν παρὰ τὰ ὦτα , ἔστ '
3625853 λοπαδας
τὸ ταῦτα διορᾶν ἐστιν ἐμψύχου τέχνης , οὐ τὸ διανίζειν λοπάδας οὐδ ' ὄζειν καπνοῦ . ἐγὼ γὰρ εἰς τοὐπτάνιον
ἐσφοιτῶν τ ' ἐς τοὐπτάνιον λήσει σε κυνηδὸν νύκτωρ τὰς λοπάδας καὶ τὰς νήσους διαλείχων . Νὴ τὸν Ποσειδῶ πολύ
3624543 κατασπασας
τιμωρίην τίσοντες : δηϊώσας γὰρ τὴν ὑμετέρην πόλιν καὶ νῆσον κατασπάσας εἰς πέλαγος , ποιήσω μηδὲ ἐς τὸν ἐπίλοιπον χρόνον
ὁ μέγας ἐν οὐρανῷ Ζεὺς πτηνὸν ἅρμα ἐλαύνων φέρεται , κατασπάσας αὐτὸς ἤδη κατὰ τὴν ἁψῖδα πετόμενον καὶ ἀναβαίνοντα ὑπὲρ
3619470 σκευη
ὄντων , ἀλλ ' ὅς ' αὐτοῖς κατελείφθη χρέα καὶ σκεύη καὶ ὅλως χρήματα , ταῦθ ' ἑαυτῶν γίγνεσθαι .
καὶ χυτρεῖα διαφέρει . χύτραι μὲν γὰρ καὶ αὐτὰ τὰ σκεύη καὶ τὰ χυτροπωλεῖα , χυτρεῖα δὲ τὰ τῶν χυτρῶν
3617013 περιεχοντι
ἐξ ἀνάγκης δὲ τὰ λοιπά : τὸ μὲν γὰρ τῷ περιέχοντι διὰ παντὸς ὁμιλεῖν , ἐσθίειν τε καὶ πίνειν καὶ
ῥᾳδίως βλάπτεσθαι τὸν ἄνθρωπον , εἴ τις ἐξαιφνίδιος ἐν τῷ περιέχοντι γίνοιτο πρὸς τὸ ψυχρὸν μεταβολή . κατὰ τοῦτο καὶ
3616586 σφραγιδας
καὶ Εὔπολις ἐν τῷ Μαρικᾷ , ὅστις αὐτῶν εὐτελέστατος , σφραγῖδας εἶχε δέκα μνῶν . παρῆν δὲ θαυμάζεσθαι καὶ τοὺς
ἔθηκαν ἐπὶ τῇ θύρᾳ τοῦ μνήματος . Καὶ ἐπέχρισαν ἑπτὰ σφραγῖδας , καὶ σκηνὴν ἐκεῖ πήξαντες ἐφύλαξαν . Πρωΐας δὲ
3613368 παχυτατῳ
. ἢ σμύρναν διεὶς ἐν οἴνῳ εὐώδει διάχριε τοὺς μυκτῆρας παχυτάτῳ . Τὰ ὑπώπια πυριᾶν δεῖ μελιλώτου καὶ τήλεως ἀφεψήματι
καὶ μόλυβδον ἴκελον ἐξελάσαντα ποιῆσαι τὸ εἶδος τῷ δαιδίῳ τῷ παχυτάτῳ , κοῖλον δὲ ὅκως ξυνέξει : τοῦ δὲ μολύβδου
3608288 δεδεμενα
καὶ συνδήσας ἔχε μέγα φυλακτήριον . ἔστωσαν δὲ ταῦτα πάντα δεδεμένα εἰς τὸ δέρμα τοῦ ἱέρακος : τὸν δὲ δεσμὸν
ὄρθου κεφαλὴν πῆχυν ἐρείσας τὰ κερουλκά , τὰ ὑπὸ κεράτων δεδεμένα τοὺς αἰφνιδίους φόβους ἀνῆψαν τῷ Πανὶ σφοδροὺς ὄντας καὶ
3603886 φυοντων
μόνον ἰᾶται παιδικῶν σωμάτων καὶ γυναικείων . ἀλλὰ κἀπὶ τῶν φυόντων τοὺς ὀδόντας παιδίων διαχριόμενον συνεχῶς οὐδὲν ἧττον μέλιτος λεπτύνει
τοὺς Παιόνων βασιλεῖς βοῶν παρ ' αὐτοῖς γινομένων μεγάλα κέρατα φυόντων , ὡς χωρεῖν τρεῖς καὶ τέσσαρας χόας , ἐκπώματα
3596861 δερματα
ἐπιτιθέασιν ἐπὶ πῦρ ἁπαλόν : σποδίσαντες δὲ τὰς τρίχας τὰ δέρματα διαιροῦσι , καὶ κατεσθίοντες βεβιασμένως ἀναπληροῦσι τὴν ἔνδειαν .
οἰκίαν . καταλαμβάνω οὖν λίθους τέ τινας εἰκῇ ξυγκειμένους καὶ δέρματα ἱερείων κρεμάμενα καὶ ῥόπαλα καὶ βακτηρίας , νομέων τινῶν
3593584 ἀναφυσηματων
κρατῆρας ὁμοειδεῖς μὲν εἶναι , τῇ δὲ βίᾳ λείπεσθαι τῶν ἀναφυσημάτων : ἔκ τε δὴ τῆς διαφορᾶς τῶν βρόμων καὶ
οἳ συμβαίνουσιν ἔκ τε ὕδατος καὶ πυρὸς καὶ σεισμῶν καὶ ἀναφυσημάτων καὶ ἄλλων τοιούτων , οὐδ ' ἐνταῦθα τὴν τάξιν
3592235 σημανθηναι
ἐνεπλήσθησαν ταῦτα ποιοῦντες , προκαλοῦνται ἐπὶ διακρούσει καὶ τῷ μὴ σημανθῆναι τοὺς ἐχίνους ἐθέλειν ἐκδοῦναι περὶ τῶν πληγῶν παῖδας ,
ἐπὶ τοῦ δικαστηρίου , καὶ ἀκοῦσαι ὑμᾶς , καὶ πάλιν σημανθῆναι ἐναντίον ὑμῶν . Ἀνδροκλείδης δὲ οὑτοσὶ πάρεστιν . ἐγὼ
3589742 στρωματα
δὲ καὶ Δημητρίῳ καὶ Κρίτωνι καὶ Σύρῳ κλίνην ἑκάστῳ καὶ στρώματα τῶν καταλειπομένων ἃ ἂν φαίνηται Λύκωνι καλῶς ἔχειν .
, ἔχων ἐπὶ τῶν ὤμων ἀνάφορον , ὅπου ἦν τὰ στρώματα . τῶν εἰωθότων : Ἀντὶ τοῦ τῶν ἐθίμων ,
3589661 ψηφιδας
' ὑμῖν ὥστε μηδὲ ἀριθμῆσαι σαφῶς καθάπερ οὐδὲ τὰς παραθαλασσίους ψηφῖδας . θαλασσίων . πολιῶν . ἕπεται δ ' ἐν
ὡς οὐκ ἄν τις οὐδὲ πρὸς τὰς ἐν τοῖς αἰγιαλοῖς ψηφῖδας ἀμελῶς ἔχοι , καὶ οὐδὲν αὐτῷ δοκεῖ διαφέρειν τὸ
3579484 ἀνιστᾳ
ἐτελέσθη τὸ θεῖον ὕδωρ . Τοῦτο τὸ ὕδωρ τὰ νεκρὰ ἀνιστᾷ καὶ τὰ ζῶντα νεκροῖ , τὰ σκοτεινὰ φωτίζει καὶ
κυλίνδρου ἑξάπουν ἐστίν . Ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ἐγγεγραμμένου τετραγώνου πρίσμα ἀνιστᾷ , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ περιγραφομένου πρίσμα ἀνιστᾷ καὶ
3579110 ἀνωμαλως
τὰ γενόμενα ἕξομεν , ἃ τότε ἡ σελήνη κατὰ μῆκος ἀνωμάλως κινηθήσεται ἐν τῇ μιᾷ ὥρᾳ ἰσημερινῇ . ὁ μὲν
, ὁ τραχυσμὸς ἀποτελεῖται ; ἢ διὰ τὸ τὰ ἔνδον ἀνωμάλως καταπλέκοντα τὸ βλέφαρον ἀγγεῖα κυρτοῦσθαι , καὶ οὕτω τὴν
3577745 σαθρα
οἳ τὴν παρθένον αὐτῷ προξενήσαντες συνῆσαν τοῖς πολεμίοις ὑποδείξοντες τὰ σαθρὰ τῶν ἡμετέρων χωρίων ὅσον τε τοῦ τείχους ἐστὶν ἐπίμαχον
λαμβάνων ἀλλὰ μὴ μετὰ κατασκευῆς : εἰ δὲ ψεῦδος , σαθρὰ ἔσται ἡ ὑποβάθρα τῶν κατασκευαζομένων . καὶ εἰ μὲν
3576015 ἐπιξηραινεσθαι
ὕστερον ἀλλάσσειν τε αὐτὸ συνεχέστερον , ὡς μὴ συγχωρεῖν αὐτὸ ἐπιξηραίνεσθαι καὶ διατείνειν . ἱκανὰ μὲν οὖν εἰσι καὶ ταῦτα
δὲ μὴ προσεῖναι , μηδὲ δίψαν , μηδὲ τὴν γλῶσσαν ἐπιξηραίνεσθαι , ἔν τε τῷ ἄλλῳ χρόνῳ καὶ μετὰ τοὺς
3575171 καταπνεισθαι
πετάσια δ ' ἐπιτεθειμένοι καὶ προσκόπια σκιὰν μὲν ποιοῦντα , καταπνεῖσθαι δ ' οὐ κωλύοντα τοὺς τραχήλους , ὄνους ἐφελκόμενοι
καὶ ῥήματα τοῦ μὲν χειμάζεσθαι , ῥιγοῦν , ψύχεσθαι , καταπνεῖσθαι , ὕεσθαι , καὶ ἐπίρρημα τὸ ψυχρῶς , ὅτι
3573254 ληνους
πᾶς ἦν κατὰ τοὺς ἀγροὺς ἐν ἔργῳ : ὁ μὲν ληνοὺς ἐπεσκεύαζεν , ὁ δὲ πίθους ἐξεκάθαιρεν , ὁ δὲ
σαυτὸν παλαιῶν συγγραμμάτων , γεωργῶν δὲ ἤδη τῶν περὶ τὰς ληνοὺς πεπαυμένων αὐτὸς ἥκειν δεῦρο τύχῃ ἀγαθῇ . Ἐγὼ δὲ
3570735 σισαρον
τῶν ἐναντίων εὐστόμαχα καθέστηκεν : ἐν οἷς ἐστι καὶ τὸ σίσαρον καλούμενον , ἀσπάραγος , τεῦτλον τὸ λευκὸν , κόγχαι
στερεόσαρκα : λαχάνων δὲ σέριν ὠμήν τε καὶ ἑφθήν , σίσαρον , ἀνδράχνην , ἀρνόγλωσσον , ἀσπάραγον | ἄγριον :
3567659 ἀναπαυομενους
ἠκολούθησαν . ἀπέχοντας δὲ ἡμέρας ὁδὸν ἐκέλευσε κατὰ χώραν μένειν ἀναπαυομένους . ἀναλαβὼν δὴ τοὺς περὶ αὑτὸν καὶ καμήλους καὶ
καὶ φυλακὴν ἐκέλευσε σχολῇ καὶ βάδην ἰέναι καθ ' ὁδὸν ἀναπαυομένους διά τε τὰς γυναῖκας καὶ τὰ παιδία καὶ τὴν
3565975 φερομενα
τὴν τῶν ἀντικειμένων ἰσοσθένειαν : ὅθεν καὶ τὰ εἰς περιτροπὴν φερόμενα πάντα ἀπᾴδοντα εἶναι δοκεῖ μοι τῶν ὑφ ' ἡμῶν
ποιοῦν καὶ τὸ πάσχον γλυκύτητά τε καὶ αἴσθησιν , ἅμα φερόμενα ἀμφότερα , καὶ ἡ μὲν αἴσθησις πρὸς τοῦ πάσχοντος
3562132 λιμναζειν
ἀναλαβεῖν , ὥστε κατὰ τὴν πλήρωσιν αὐτοῦ τὴν χώραν μὴ λιμνάζειν παρὰ τὸ συμφέρον , ἀλλὰ διά τινων κατεσκευασμένων θυρῶν
Ἐρατοσθένης δέ φησι περὶ Φενεὸν μὲν τὸν Ἀνίαν καλούμενον ποταμὸν λιμνάζειν τὰ πρὸ τῆς πόλεως , καταδύεσθαι δ ' εἴς
3559751 κρηνας
ἡμέραν τρίτην μεθ ' ἑπτά . Μὰ γῆν , μὰ κρήνας , μὰ ποταμούς , μὰ νάματα . Περίνησα καὶ
μὴν χρῆσθαί γε πρὸς τοὺς καρπούς : ἀλλ ' εἶναι κρήνας ἐν τῇ νήσῳ πολλάς , ἀφ ' ὧν πάντα
3559167 σιτια
: τὸ δ ' ὑγιαίνειν καὶ μὴ ἐπιπολάζοντα ἔχειν τὰ σιτία προσῆκον καὶ δέον : τὸ ἀπὸ δείπνου ἄρα περιπατεῖν
καὶ τοὺς δούλους καὶ μίαν πᾶσι τράπεζαν παρασκευάζουσι καὶ τὰ σιτία ταὐτὰ πᾶσιν εἰς τὸ μέσον παρατιθέασι καὶ κρατῆρα τὸν
3557453 ταλαιπωρειν
: τὸ μὲν γὰρ τοὺς ἀπὸ τῆς πόλεως στρατεύεσθαι καὶ ταλαιπωρεῖν οὐκ ἄξια τῆς ἀρχῆς καὶ τῆς παρούσης εὐδαιμονίας ἀπολαύειν
φασὶ τετράδι γεννηθῆναι , καὶ ἔνδοξον ὄντα καὶ ἐπιφανέστατον ἄλλῳ ταλαιπωρεῖν . Ἔστιν οὖν ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἄλλοις πονούντων
3555808 περικαλλεστατα
κόσμον , ἐδημιούργει τοὺς αἰσθητοὺς ἀστέρας , ἀγάλματα θεῖα καὶ περικαλλέστατα , οὓς ὥσπερ ἐν ἱερῷ καθαρωτάτῳ τῆς σωματικῆς οὐσίας
ταῦτα , ἐφ ' ὧν εὐνομία καὶ εὐστάθεια καὶ ὅσα περικαλλέστατα εἴδη τοῖς ψυχῆς ὀξυδερκεστάτοις ὄμμασιν , οὐχὶ τοῖς σώματος
3555694 ἀπιστουμενα
, πόλιν ἔχων πειθομένην , πάντ ' ἐπιτελέσαι τὰ νῦν ἀπιστούμενα . Ἱκανὸς γάρ , ἔφη . Ἄρχοντος γάρ που
; καιρὸς γάρ που ἐπ ' ἐκεῖνα ἥκειν μηκέτ ' ἀπιστούμενα . Περὶ τῶν τοιούτων ἄκουε , ξένε . κεῖται
3552008 γενυας
ψιμυθίου ἐπιστύφων ἐμπελάζεται τοῦ ] τοῦ πεπωκότος τὸ ψιμυθίου φάρμακον γένυας ] ἄλλως : οὐ τὰς ἐκτὸς λέγει οὔλων ,
ὡς Αἰσχύλος . . : πολὺς δ ' ἀμφὶ τὰς γένυας ἀφρὸς ἤνσεεν ] πρὸς τὰ παρὰ τῶι Ἀρχιλόχωι πολλὸς
3551024 οἰκηματα
τὴν γυναῖκα Πανδώραν , διότι πάντες οἱ οἰκοῦντες τὰ οὐράνια οἰκήματα δῶρον αὐτῇ ἐδωρήσαντο , εἰς βλάβην τοῖς ἀνδράσι τοῖς
, ἔμπειρος . Ἀμφιδόμοισιν : ἀμφοτέρωθεν ἐχούσαις δόμους , ἀμφοτέρωθεν οἰκήματα ἐχούσαις , ἀμφίδομοι ἀγοραὶ λέγονται αἱ ἀμφοτέρωθεν ἔχουσαι τὴν
3549510 λελουμενοι
δὲ τῷ στένειν καὶ ἀποκαλεῖν ἀθλίους ὄντος ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου λελουμένοι τινὲς σοβοῦντες ᾔεσαν ὑπὸ λαμπάδων ἐπὶ δεῖπνα πάντα ἔχοντα
Παρασκευαστικῶν , Καὶ οἱ θεραπεύοντες τοὺς Περσῶν βασιλεῖς δειπνοῦντας ἅπαντες λελουμένοι διακονοῦσιν , ἐσθῆτας καλὰς ἔχοντες , καὶ διατρίβουσι σχεδὸν
3548425 πυρεσσει
πλέον θερμόν , πολυτόκαι . Διὰ τί τὰ βρέφη σφοδρότερον πυρέσσει ; ὅτι πολύθερμά ἐστιν : ἐπίτασις δὲ τῆς ἐμφύτου
ὑπὸ τῆς λύπης , πάσχει Θέων ὑπὸ τοῦ γυναίου , πυρέσσει Θέων διὰ τὸν κόπον . ἅπερ κἂν μὴ προσκέηται
3540260 ἐθαυμαζομεν
ΚΟΛΟΚΥΝΤΗ . χειμῶνος δὲ ὥρᾳ ποτὲ κολοκυντῶν ἡμῖν περιενεχθεισῶν πάντες ἐθαυμάζομεν νεαρὰς εἶναι νομίζοντες , καὶ ὑπεμιμνησκόμεθα ὧν ἐν Ὥραις
ἡμῖν λέγειν , ἐνδεικνύμενος ὅτι ἡμεῖς μὲν αὐτὸν ὥσπερ θεὸν ἐθαυμάζομεν ἐπὶ σοφίᾳ , ὁ δ ' ἄρα ἐτύγχανεν ὢν
3524150 ὁλῳ
εἰς ἕν τι συνεστάλη : οὐκ ἄρα ἦν ἐν τῷ ὅλῳ ὡς ἀχώριστος ἐντελέχεια . Καὶ γὰρ αὖ ἐστι πρὶν
μικρόν , τὸ δὲ καθύπερθεν ὀστῶδες μέγα , ἴσον τῷ ὅλῳ αὐτοῦ μεγέθει : τοῦτο δὲ καλεῖσθαι ξίφος : ὀδόντας
3523136 στρεβλων
τῷ Δημητρίῳ , καὶ ὅτι ἀπέκτεινε τὰς τῆς Δημοῦς θεραπαίνας στρεβλῶν . : Τοιοῦτος ἦν καὶ Ἀλέξαρχος , ὁ Κασάνδρου
τὸν ἀέρα μὴ ὄντα κενὸν ἐπιδεικνύναι , ὥσπερ Ἀναξαγόρας ἐποίει στρεβλῶν τοὺς πεφυσημένους ἀσκοὺς καὶ δεικνύς , ὡς ἰσχυρὸς ὁ
3521916 ἀνωγεων
' ἔθεσαν καί τινα ψιλογραφούμενα , γράψαντες οὕτως πλὴν τοῦ ἀνώγεων κατώγεων γεώλοφος . ἇτε μυρῖκαι : εἶδος φυτοῦ ὡς
ἀνάγαιος , κατάγαιος : οἷς ἠκολούθησε καὶ τὸ ἐνοσίγαιος : ἀνώγεων δὲ καὶ κατώγεων ψιλὸν καὶ μέγα . Τὰ διὰ
3519397 ἐνηκαν
πολλάκις ἤμυξαν , καὶ οὐκ ἔκλαυσα : πόσαι μέλιτται κέντρα ἐνῆκαν , ἀλλὰ ἔφαγον : τουτὶ δὲ τὸ νύττον μου
] * Ἤγουν ἀναγαγόντες αὐτὰς ἐκ τοῦ τῆς θαλάσσης βάθους ἐνῆκαν τῇ νηῒ ἤδη πλεῖν μέλλοντες . Ὠκυπόρους ] Ταχέως

Back