τὸ ἱερουργῆσαί τι ζῷον . καὶ Ὅμηρος τὴν διαφορὰν αὐτῶν τετήρηκεν ἐπὶ μὲν τοῦ θῦσαι εἰπών : θεοῖσι δὲ θῦσαι
καλῶν καὶ φωνῆς ὄντα πορείαν ἐπιστάμενος , ἄτμητον ἐπὶ Ἕκτορι τετήρηκεν , ὄφρα τί μιν προτιείποι ἀμειβόμενος ἐπέεσσιν . ἥ
5896514 μυθον
τύχας βαρείας τὰς ἐμὰς κἀμοῦ πατρός . ἐπεὶ δὲ κινεῖς μῦθον , ἱκετεύω , ξένε , ἄγγελλ ' Ὀρέστηι τἀμὰ
δὲ ] ῥίγησέν ? ? [ ] τε καὶ ἴδιε μῦθον [ ] ἀκούσας [ ἀθανάτων ] ? οἵ ?
5231925 Ὀδυσσεως
συναγαγὼν Αἰνείαν φησὶν ἐκ Μολοττῶν εἰς Ἰταλίαν ἐλθόντα μετ ' Ὀδυσσέως οἰκιστὴν γενέσθαι τῆς πόλεως , ὀνομάσαι δ ' αὐτὴν
ἀλόγων μνήμην ἐχόντων μόνον , ὡς δηλοῖ ὁ κύων τοῦ Ὀδυσσέως ὁ Ἄργος φυλάξας τὴν μνήμην εἰς εἴκοσιν ἔτη .
5218307 ἀντιβιοις
ὦ φίλοι , οὐκ ἂν δή τις ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ ἀντιβίοις ' ἐπέεσσι καθαπτόμενος χαλεπαίνοι : μήτε τι τὸν ξεῖνον
ἐναντίον τῶν μαχομένων τὴν βίαν φέρειν . . . . ἀντιβίοις : ἐναντίοις καὶ στασιαστικοῖς . . . . ἀντιβολῆσαι
5192353 ποικιλοδειρον
ἐρέω φρονέουσι καὶ αὐτοῖς : ὧδ ' ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον ὕψι μάλ ' ἐν νεφέεσσι φέρων ὀνύχεσσι μεμαρπώς :
: εἶτα ἄρχεται τοῦ μύθου : ἴρηξ ὀνύχεσι μεμαρπὼς ἀηδόνα ποικιλόδειρον , ὕψι μάλ ' ἐν νεφέεσσι φέρων , προσέειπεν
5159007 Ἀχιλλεως
καὶ οὕτω φαίνοιτο ἂν Ἔχεκλος μὲν φονευθεὶς ὁ Ἀγήνορος ὑπὸ Ἀχιλλέως , Ἀγήνωρ δὲ αὐτὸς ὑπὸ τοῦ Νεοπτολέμου . Λαομέδοντος
ἀμφὶ λέκτρων διδύμων , ἐπίκοινον ἔχουσαν ἄνδρα , παῖδ ' Ἀχιλλέως . γνῶθι τύχαν , λόγισαι τὸ παρὸν κακὸν εἰς
5118312 εἰληλουθας
τό τοι καὶ κέρδιον αὐτῷ ἔσσεται , οὗτινος ὧδε κεχρημένος εἰλήλουθας . ἠέ τι Αὐγείην ἢ καὶ δμώων τινὰ κείνου
ἔκ τ ' ὀνόμαζε : τέκνον τίπτε λιπὼν πόλεμον θρασὺν εἰλήλουθας ; ἦ μάλα δὴ τείρουσι δυσώνυμοι υἷες Ἀχαιῶν μαρνάμενοι
5047557 Ὀδυσσευς
ἄνδρα , ὅτι οὐδὲν αὐτῶι ἐμέλησεν ὅπως πιθανὸς ἔσται ὁ Ὀδυσσεὺς οὐ γιγνωσκόμενος ὑπὸ τοῦ Φιλοκτήτου . ἔχοι δ '
Ὀδυσσέα , ὁ δὲ χρόνος πάντας τοὺς καλούς . εἶτα Ὀδυσσεὺς μὲν ἀναλήψεται καὶ σάρκας καὶ κόμην καὶ χρῶμα :
5014525 ἐνισπε
αὐθάδεις καθαιρεῖν . τοῦτο δὲ μετὰ ἀπειλῆς δρᾷ λοιδορῶν . ἐνίσπε : ἔνειπε . πατὴρ τεός : Ἀπόλλων . τὸ
αὐθάδεις καθαιρεῖν . τοῦτο δὲ μετὰ ἀπειλῆς δρᾷ λοιδορῶν . ἐνίσπε : ἔνειπε . πατὴρ τεός : Ἀπόλλων . τὸ
5011627 Ἀγαμεμνονα
γὰρ καὶ ἔβλαψε τοὺς Ἕλληνας διὰ τὸ λαβεῖν αὐτὴν τὸν Ἀγαμέμνονα , . , . * ? Βρισῇδες : εἴρηται
δῆλον ὅτι ἰσχύος , οὐχ ἡδονῆς ἕνεκεν . τὸν γοῦν Ἀγαμέμνονα τὸν ξυμπάντων βασιλέα καὶ πλουσιώτατον βοῦν ἀεί φησι θύειν
4990935 Μενελαου
. ὁ δ ' Ἀρίσταρχος οὐ μόνον εἰς τὸ τοῦ Μενελάου συμπόσιον ἐμβαλὼν οὓς οὐ προσῆκε στίχους καὶ τῆς Λακώνων
τε οὐ πιθανὸν μὴ ἐν Σπάρτῃ τὴν οἴκησιν εἶναι τοῦ Μενελάου , [ οὐδὲ ] μὴ οὔσης ἐκεῖ τὸν Τηλέμαχον
4974766 ἐθηκεν
Ζεὺς διὰ τὴν εὐσέβειαν καὶ τὸ σύμπτωμα ἐν τοῖς ἄστροις ἔθηκεν αὐτόν . ἔστι δὲ τὸ Θηρίον ἐν ταῖς χερσὶ
. Διὰ τοῦ ἀέρος : ὑπόπτερον γὰρ αὐτὸν ἡ Ἀθηνᾶ ἔθηκεν . ἐπεὶ δ ' οὖν ἧκεν ὅπου διῃτῶντο ,
4964670 Ἀνδρομαχης
, ἀλλ ' οὐδὲ τὸν νεώτερον τὸν Βυζάντιον , τὸν Ἀνδρομάχης υἱὸν , ἀποπεφασμένως εἴποιμι ὡς νενίκηκεν . Ὅμηρον δὲ
τοὺς χρόνους : ὕστερον γὰρ ἀπὸ Μολοσσοῦ τοῦ Νεοπτολέμου καὶ Ἀνδρομάχης τοὔνομα ἔλαβεν ἡ Μολοσσία . παρεκβαίνει δὲ εἰς τὰ
4962546 Νεστορος
προσῳδίαν , ἀλλὰ νοεῖν ὅτι καὶ τοῦτο τῶν ἐπαίνων λεγομένων Νέστορός ἐστι , καθὸ καὶ τὸ Νέστωρ δὲ πρῶτος κτύπον
τοὺς ὅρκους : ἡ τιμωρία φαίνεται ἐπαξία τοῦ ἁμαρτήματος . Νέστορός που σωφροσύνη φαίνεται : τοῦτο εἰς ἀρετὴν συντελεῖ .
4957243 Πηλειδεω
ὁ γὰρ κιθαρῳδὸς ᾄδων εἰσάγεται ” νεῖκος „ Ὀδυσσῆος καὶ Πηλείδεω Ἀχιλῆος , ὥς ποτε δηρίσαντο ” . ἄναξ δ
Ἀχιλλέα . . φεύγοντες δ ' ἐν νηυσὶ πολυκλήισι πέσωσιν Πηλείδεω Ἀχιλῆος . ὁ δ ' ἀνστήσει ὃν ἑταῖρον .
4949537 αἰθ
εἴθε συντάσσεται εὐκτικοῖς , οἷς σύνεστι τὸ διακρῖναι πρόσωπον , αἴθ ' οὕτως , Εὔμαιε , φίλος Διὶ πατρὶ γένοιο
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον : “ αἴθ ' ὤφελλ ' ὁ ξεῖνος ἀλώμενος ἄλλοθ ' ὀλέσθαι
4943966 Θεστοριδης
' ἄρ ' ἕζετο , τοῖσι δ ' ἀνέστη Κάλχας Θεστορίδης : ὅτι Ζηνόδοτος γράφει μάντις Θεστορίδης . . Ω
δ ' ἀνέστη Κάλχας Θεστορίδης : ὅτι Ζηνόδοτος γράφει μάντις Θεστορίδης . . Ω , . : ἀλλ ' ἄγε
4870207 δαερ
κυρίως Αἰολικόν . Ἰστέον δὲ ὅτι τὸ ἄνερ πάτερ σῶτερ δᾶερ συστείλαντα τὸ η εἰς τὸ ε ἐν τῇ κλητικῇ
λιμήν , ὦ ἀστήρ , πλὴν τοῦ ἄνερ πάτερ σῶτερ δᾶερ . Δυϊκά . Τὼ Ἀλκμᾶνε , τοῖν Ἀλκμάνοιν ,
4867391 κατεαγυιαν
ἐπιδεῖξαι Ἀλέξανδρος , ὥσπερ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ τὴν κλεῖν κατεαγυῖαν καὶ πεπηρωμένον τὸ σκέλος , τὴν πίστιν δὲ πρὸς
δῆθεν ἐστὶν οἳ ἁμαρτάνουσιν . Σπουδὴ μὲν οὐ πολλὴ χεῖρα κατεαγυῖαν χειρίσαι , καὶ παντὸς δὲ ἰητροῦ , ὡς ἔπος
4849526 Ἀχιλλευς
, οἳ δ ' ᾤμωξαν ἀολλέες , ἦρχε δ ' Ἀχιλλεύς . οἳ δὲ τρὶς περὶ νεκρὸν ἐΰτριχας ἤλασαν ἵππους
χρεὼ ἐμεῖο ; τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς : δῖε Μενοιτιάδη τῷ ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ νῦν ὀΐω
4838387 Ἀχιλλεα
ἐγώ : κατὰ διαδοχὴν ὁ τάλας δακρύω . μετὰ γὰρ Ἀχιλλέα δακρύει Νεοπτόλεμον : ἐμῷ κάρα : οὕτως ἡ γραφή
Πρίαμος ὑπὸ Νεοπτολέμου δικαίως , ἐπειδὴ καὶ τὸν πατέρα αὐτοῦ Ἀχιλλέα ἐλθόντα ἐπὶ τὸν γάμον τῆς Πολυξένης οἱ περὶ Ἀλέξανδρον
4830544 Τελαμωνος
] δ ' ἐν Τίρυνθι τέμενος / Ἐνυαλίου μετὰ / Τελαμῶνος τε καὶ Πηλέως / [ καὶ ] Ὀικλέος ἐπὶ
νήφοντες μὲν κακῶς βουλεύονται , μεθύοντες δὲ καλῶς διαπράττονται . Τελαμῶνος : ὁ δὲ νοῦς ὅτι τὰ ἐναντία λέγομεν ἑαυτοῖς
4821585 χορον
ἔσχατα τυγχάνων τῆς γῆς , εἰκότως ἐξ Ὠκεανίδων νυμφῶν εἰσάγει χορὸν ὁ ποιητὴς παραμυθησόμενον τὸν Προμηθέα ἐπὶ τοῖς συμβᾶσιν αὐτῷ
φυλῇ γέρας ὑπῆρχε τὸ μὴ κρίνεσθαι τὸν 〚 αὐτῆς 〛 χορὸν ἔσχατον . [ Ὃ ] μὲν οὖν ἔφη *
4809380 Καλχαν
: καὶ δὴ καὶ ἡμεῖς ἐμνήσθημεν αὐτῶν ἐν τοῖς περὶ Κάλχαν - τος λόγοις καὶ τῆς ἔριδος ἣν ἤρισαν περὶ
οὐ μὰ γὰρ Ἀπόλλωνα Διῒ φίλον , ᾧ τε σὺ Κάλχαν εὐχόμενος Δαναοῖσι θεοπροπίας ἀναφαίνεις , οὔ τις ἐμεῦ ζῶντος
4800863 ἱρηξ
βασιλεῦς ' ἐρέω , νοέουσι καὶ αὐτοῖς : ὧδ ' ἵρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον . ἀπὸ δὲ φυτῶν : ὡς
καὶ κορυδαλλὸς οὑν τάφοις παίζων , χὠ νηπίων ἔφεδρος ὀρνέων ἵρηξ , τά τ ' ἄλλ ' ὁμοίως . καὶ
4773273 ἐπη
, οὐδ ' εἰ πρὸ τοὐμοῦ προὔλαβες τὰ τῶνδ ' ἔπη : βάρος γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ἐκ τούτων ἔχει :
εἰς ἔπη τείνουσι πεντακισχίλια , ὁ δὲ Ἰατρικὸς λόγος εἰς ἔπη ἑξακόσια [ . ̈ . ] . περὶ δὲ
4772880 Ὁμηρου
δόξαν ἀνακεῖσθαι : καὶ τόν γε πρεσβύτερον οὐ πόρρω τῶν Ὁμήρου γεγονέναι χρόνων . . . , : τελευτῆσαι δ
μὲν ὅσα ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ μέτρου καταμετρεῖται , ὡς τὰ Ὁμήρου καὶ τῶν ἐποποιῶν ἔπη : καταχρηστικῶς δὲ κἂν ὑπὸ
4767574 ἡσο
φίλ ' ἀθανάτοισι θεοῖσιν , εἴσω τὸν προβόλαιον ἔχων πεφυλαγμένος ἧσο . Τί γάρ , φησὶν ὁ Ἀργεῖος , εἰ
' ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη κρατερὸς Διομήδης : τέττα , σιωπῇ ἧσο , ἐμῷ δ ' ἐπιπείθεο μύθῳ : οὐ γὰρ
4759087 Ἀγαμεμνονος
δοκοῦντος σῴζεσθαι : περᾷ γὰρ ἥδ ' ὑπὸ σκηνῆς πόδα Ἀγαμέμνονος : εἰ κατὰ τὸν Εὐριπίδην ἴδιαι γυναικῶν αἰχμαλώτων στέγαι
: Ὀρέστης , τῆσδ ' ὅμαιμος , ὡς μάθηις , Ἀγαμέμνονος παῖς , τήνδ ' ἐμὴν κομίζομαι λαβὼν ἀδελφήν ,
4757348 ἀνεστη
. α . . . . Ἀνόρουσεν : ἀνώρμησεν , ἀνέστη . ἔστιν ὄρω , τὸ διεγείρομαι , ἐξ οὗ
ὄψ ' : ἦμος δ ' ἐπὶ δόρπον ἀνὴρ ἀγορῆθεν ἀνέστη κρίνων νείκεα πολλὰ δικαζομένων αἰζηῶν , τῆμος δὴ τά
4736229 ἡρω
παρὰ τῷ τάφῳ τοῦ Ἀχιλλέως πολλάς τινας καταβαλέσθαι εἰς τὸν ἥρω χοὰς καὶ στεφάνους , καὶ παρακαλεῖν αὐτὸν ὀφθῆναι αὐτῷ
ἄνθη , ὁπότε περὶ αὐτὰ εἴη . Ἱλαρόν γε τὸν ἥρω λέγεις καὶ ἀτεχνῶς νυμφίον . Καὶ σώφρονά γε ,
4735259 Μεγητος
πέλεν περὶ τεῖχος ἀυτή . Ἔνθα δύω κτάνε παῖδε πολυχρύσοιο Μέγητος ὃς γένος ἔσκε Δύμαντος , ἔχεν δ ' ἐρικυδέας
τῆς ἀκολούθου κλίσεως , ᾗ χρηστέον , Μέγης Μέγου καὶ Μέγητος : ὁ Θεοδόσιος γοῦν τὰ καθόλου σημειοῦται μὴ διὰ
4729092 ἐξεναριξας
γημαμένη ᾧ υἷϊ : ὁ δ ' ὃν πατέρ ' ἐξεναρίξας γῆμεν : ἄφαρ δ ' ἀνάπυστα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν
φησιν Ὅμηρος ἐν Ὀδυσσείᾳ ὁ δ ' ὃν πατέρ ' ἐξεναρίξας γῆμε μητέρα , ἔσχεν ἐξ αὐτῆς Ἐτεοκλέα καὶ Πολυνείκην
4726531 ἱκοιο
νοτίης προπάροιθε κολώνης , αἶψά κε Κωλιάδος μεγάλης ἐπὶ νῆσον ἵκοιο , μητέρα Ταπροβάνην Ἀσιηγενέων ἐλεφάντων , ἧς ὕπερ ,
δαίμων ; ἦ μέν ς ' ἐνδυκέως ἀπεπέμπομεν , ὄφρα ἵκοιο πατρίδα σὴν καὶ δῶμα , καὶ εἴ πού τοι
4706452 Ὀδυσσεα
ἐναντίον αὐτοῦ αὐτὸς ἑαυτῷ ἐτόλμα ἐναντία λέγειν καὶ ἐλάνθανεν τὸν Ὀδυσσέα : οὐδὲν γοῦν φαίνεται εἰπὼν πρὸς αὐτὸν ὡς αἰσθανόμενος
σκιὰν τοῦ ξίφους ὁ Διομήδης , ἐπιστραφεὶς καὶ βιασάμενος τὸν Ὀδυσσέα ἔδησε καὶ προάγειν ἐποίησε παίων αὐτοῦ τῷ ξίφει τὸ
4681926 Νεστωρ
οἱ νέοι , ἀλλὰ καὶ οἱ γέροντες Φοῖνιξ τε καὶ Νέστωρ . μόνῳ Μενελάῳ οὐ συνέζευκται γυνὴ διὰ γυναῖκα γαμετὴν
αὖ καὶ τλημοσύνη : ὁ γὰρ Ὀδυσσεὺς αὐτῷ καὶ ὁ Νέστωρ ἐκ τούτων τῶν ἐπαίνων ὀνομαστοί . ὅταν δὲ ὡς
4676319 ὑμνον
, τῇ περ πρυμνήσι ' ἀνῆπτο , Ὀρφείῃ φόρμιγγι συνοίμιον ὕμνον ἄειδον ἐμμελέως , περὶ δέ σφιν ἰαίνετο νήνεμος ἀκτή
Ἤγουν μέμψις καὶ ὁ ψόγος . Ἐπίνικον ] Ἤγουν ἐπινίκιον ὕμνον . Λιπαρὸν ] Ἤγουν λαμπρὸν καὶ ἐπίδοξον . Κόσμον
4667747 Θετιδος
Ἄδωνις Ἀδώνιδος , Θέογνις Θεόγνιδος , Ἄθηνις Ἀθήνιδος , Θέτις Θέτιδος , Μέμφις Μέμφιδος , Κύπρις Κύπριδος : κύρια προσέθηκε
τῶν Νηρεΐδων Φῶκος καὶ Ἀχιλλεύς : Ἀχιλλεὺς μὲν γὰρ παῖς Θέτιδος ἔκγονος ὢν Αἰακοῦ , Φῶκος δὲ Ψαμάθης Νηρεΐδος καὶ
4658699 Παρις
ις ἀποβολῇ τοῦ ς ποιοῦσι τὴν κλητικήν , οἷον ὁ Πάρις ὦ Πάρι , ὁ Ἄδωνις ὦ Ἄδωνι , ἡ
τοῦ η εἰς α δάκω ὡς μεσημβρία μεσαμβρία καὶ Πῆρις Πάρις : καὶ κατὰ Δωριεῖς προσθέσει τοῦ ν δάκνω .
4654509 ἐπουρανιοισι
' ὄπισθεν ἀρεσσόμεθ ' , αἴ κέ ποθι Ζεὺς δώῃ ἐπουρανίοισι θεοῖς αἰειγενέτῃσι κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον ἐν μεγάροισιν ἐκ Τροίης
” ἀντὶ δὲ τῆς ἔν “ οὐκ ἂν ἔγωγε θεοῖσιν ἐπουρανίοισι μαχοίμην . ” ἐπί κατὰ ἀναστροφὴν κυρίως μὲν “
4653021 γημαμενη
τὰς συνθήκας . ἀνθ ' ὧν ἡ γυνὴ ἡ νόμῳ γημαμένη αὐτῷ παμμέγιστον ἀνδριάντα ἐν Κυρήνῃ ἀνέστησεν , αὐτὸν ἀμειβομένη
ἑνὸς αἰτίου . καίτοι δυσὶν ἀδελφοῖς ἀμφοτέροις πονηροῖς ἐν μέρει γημαμένη , κουριδίῳ μὲν τῷ προτέρῳ , τῷ δ '
4651842 υἱε
Ἀγαμέμνων , καί σφεας φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : ὦ υἱὲ Πετεῶο διοτρεφέος βασιλῆος , καὶ σὺ κακοῖσι δόλοισι κεκασμένε
μέλεσσιν . ” ἀκόρητον ἀπλήρωτον : “ ἀμφὶ σὲ Πηλέως υἱὲ μάχης ἀκόρητον Ἀχαιοί . ” ἀκέονται οἷον ἡσυχίαν ἔχουσιν
4650568 δευτε
ἵστημι τοῖσδ ' ἰύγμασιν | [ ] πάντες ? γεωργοὶ δεῦτε | κἀμπελοσκάφοι ? [ ] ε ποιμήν τ '
φιλόσοφος , ὁ ῥήτωρ ὡς ῥήτωρ . ὅταν οὖν λέγῃς δεῦτε καὶ ἀκούσατέ μου ἀναγιγνώσκοντος ὑμῖν , σκέψαι πρῶτον μὴ
4633462 ὀμοσσῃ
πλεῖστον ἐπιχθονίους ἀνθρώπους πημαίνει , ὅτε κέν τις ἑκὼν ἐπίορκον ὀμόσσῃ . ἄλλως . εὐλαβείᾳ τοῦ ὀμνύειν οἱ ἀρχαῖοι παρελίμπανον
καὶ οἳ ὑπένερθε καμόντας ἀνθρώπους τίνυσθον ὅτις κ ' ἐπίορκον ὀμόσσῃ , ὑμεῖς μάρτυροι ἔστε , φυλάσσετε δ ' ὅρκια
4621978 Ὀλυμπιος
, αἵ μ ' ἀπώλεσαν : οἷς θεὸς ὁ μέγας Ὀλύμπιος ποίνιμα πάθεα παθεῖν πόροι , μηδέ ποτ ' ἀγλαΐας
χαίρων τῷ διδάσκειν , ἡμεῖς δὲ ἀκούοντες , ἐγὼ καὶ Ὀλύμπιος . οἶμαι δὲ καὶ αὐτόν σε νῦν τὴν ἐκ
4604446 Κυκλωπος
' εἰς ἔσχατον ἐλθών ζωός , καὶ σπήλυγγα φυγὼν ὀλοοῖο Κύκλωπος , δηναιὸν κλέος ἔσχεν , ἐσιγάθη δ ' ἂν
οἱ γοῦν περὶ τὸν Ὀδυσσέα καίπερ ὄντες ἐν τῷ τοῦ Κύκλωπος σπηλαίῳ : ἔνθα δὲ πῦρ κείαντες ἐθύσαμεν ἠδὲ καὶ
4600635 Τηλεμαχου
. Ἀνδοκίδης . . . . υἱὸς Λεωγόρου , ἀπόγονος Τηλεμάχου τοῦ Ὀδυσσέως καὶ Ναυσικάας , ὥς φησιν Ἑλλάνικος .
ἐλάσῃ δὲ βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνήρ : εἷς δ ' ἐπὶ Τηλεμάχου μεγαθύμου νῆα μέλαιναν πάντας ἰὼν ἑτάρους ἀγέτω , λιπέτω
4593687 ἐνεφηνεν
τοῦτο ὁ Προμηθεὺς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς τῆς Ἰοῦς Ἰνάχου ἐνέφηνεν , Ἰναχείαν κόρην καλεῖσθαι αὐτὴν , ἵνα δείξῃ εὐθὺς
, τὸ τοῦ Κύκλωπος ξένιον : οὐ γὰρ οὕτως αὐτὸν ἐνέφηνεν δεινὸν ἐκ τῶν ἄλλων , ὅταν δύο δειπνῇ ἑταίρους
4589329 Αἰαντος
] ἡ ἄρουρα καὶ ἡ γῆ καὶ ἡ χώρα τοῦ Αἴαντος ἡ περικλύστα καὶ περικλυζομένη τῇ θαλάσσῃ , δηλαδὴ νῆσος
ἐγχειρίδιον ἐκαλεῖτο , ὡς Πολέμων φησὶ , τὸ συντρέχον ἐν Αἴαντος ὑποκρίσει . . Σκυδικαί : Πολέμων παρὰ Ἑρμοδώρῳ γεγράφθαι
4574786 Θετιν
, ἐν ᾧ ἐπικαλεῖται τὰς Νηρεΐδας ἐξελθούσας κρῖναι πρὸς τὴν Θέτιν τις λέγων “ δέσποινα πεντήκοντα Νηρῄδων κορῶν ” .
. Πηλεὺς δ ' ἐπιθυμίαν παρέσχε καὶ θεοῖς δοῦναι τε Θέτιν αὐτῷ καὶ τὸν γάμον παρὰ Χείρωνι ὑμνῆσαι . Τελαμὼν
4552982 ἐσακουσε
φάτο βουκόλος ἀνήρ . Τῆς δ ' ἄφαρ , ὡς ἐσάκουσε , τρόμῳ περιπάλλετο θυμός , γυῖα δ ' ὑπεκλάσθησαν
ῥηγμῖνος ἑὸν νόμον ἐρροίζησε κικλήσκων φιλότητα : θοῶς δ ' ἐσάκουσε κελαινὴ ἰϋγὴν μύραινα καὶ ἔσσυτο θᾶσσον ὀϊστοῦ . ἡ
4542861 τιτυσκετο
ἐναντίον : ὡς δ ' ἐνόησε Λειχήνωρ δ ' αὐτοῖο τιτύσκετο δουρὶ φαεινῷ καὶ βάλεν , οὐδ ' ἀφάμαρτε καθ
ποσὶ προβιβὰς καὶ ὑπασπίδια προποδίζων . Μηριόνης δ ' αὐτοῖο τιτύσκετο δουρὶ φαεινῷ καὶ βάλεν , οὐδ ' ἀφάμαρτε ,
4538848 Λαερτιαδης
καὶ ἀλαζονευόμενον τῇ σοφίᾳ τοῦ δόλου : εἴμ ' Ὀδυσεὺς Λαερτιάδης , ὃς πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω , καί μευ
τοῦτο ἐν τῷ δείπνῳ Εἴμ ' Ὀδυσεὺς , ἔφη , Λαερτιάδης , ὃς πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω , καί μευ
4529472 ἀστερισκος
' ἔθηκεν ἐλαφρά , πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν : ὁ ἀστερίσκος , ὅτι ἐντεῦθεν μετενήνεκται εἰς τὸν ἐπὶ Πατρόκλῳ ἀγῶνα
: τὸν δέ τις , . τοῦ . * ) ἀστερίσκος πρόσκειται ἄχρι στίχων γ ' , ὅτι νῦν ὡς
4507877 ποιητου
ταῖς μέσαις ἐναρμόνιον πυκνὸν ᾧ νῦν χρῶνται οὐ δοκεῖ τοῦ ποιητοῦ εἶναι . ῥᾴδιον δ ' ἐστὶ συνιδεῖν , ἐάν
τῷ Συμποσίῳ ταυτί : καίτοι Παυσανίας γε ὁ Ἀγάθωνος τοῦ ποιητοῦ ἐραστὴς ἀπολογούμενος ὑπὲρ τῶν ἀκρασίᾳ συγκαλινδουμένων εἴρηκεν ὡς καὶ
4497337 Τηλεμαχον
' ἕκτος Πεισίστρατος ἤλυθεν ἥρως , πὰρ δ ' ἄρα Τηλέμαχον θεοείκελον εἷσαν ἄγοντες . τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε Γερήνιος
' ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι . ἡ δ ' αὖ Τηλέμαχον προσεφώνεεν , ὃν φίλον υἱόν : “ Τηλέμαχ '
4493923 ἑταιρον
πολλαῖς ἡμέραις μικρὸν ἀνύσῃ μέτρον . πέρασον οὖν ἡμῖν τὸν ἑταῖρον οὐ τὸν Δαιδάλου τρόπον , ἀλλ ' οἶσθα ὃ
καὶ γὰρ καὶ ταῦτα αὐτῷ ὑπάρχει . Ἑρέννιον τὸν ἐμὸν ἑταῖρον φθάνεις μὲν ἐπιστάμενος , οὔπω δὲ ἱκανῶς , ὅσον
4493689 εἰπων
καὶ Ἀχαϊκόν : † εἰπὼν στράτευμα ἑνικῶς κατέλυεν εἰς πληθυντικὸν εἰπὼν εὐθύνοντας ὡς πρὸς τὸ σημαινόμενον ἀπιδών : τὸ γὰρ
ἥτις οὐ δύναται ὑποστῆναι ἄνευ ῥινός ; τοῦτο γὰρ ἐδήλωσεν εἰπὼν τόδε ἐν τῷδε ἐστὶν ἢ ὡδὶ ταδὶ ἔχοντα ,
4493629 ἐγηματο
† θαλάμοις † ἐν ᾧ κεῖνος οὐκ ἔγημεν ἀλλ ' ἐγήματο , καὶ Αἰσχύλος ἐν Ἀμυμώνῃ σοὶ μὲν γαμεῖσθαι μόρσιμον
Μήδεια : ὃν γὰρ ἐκεῖνος οὐκ ἐβούλετο Ἰάσονα , τούτῳ ἐγήματο καὶ συναπῆρεν αὐτῷ . ζητεῖται δὲ τί δήποτε τὴν
4489440 Ὀρεστην
' ἐπιών νιν βίοτος εὐδαίμων μένει . Ἄργους δ ' Ὀρέστην , Μενέλεως , ἔα κρατεῖν , ἐλθὼν δ '
ὁ χρήσας αὐτὸς ἦν ὁ μαρτυρῶν , ὡς ταῦτ ' Ὀρέστην δρῶντα μὴ βλάβας ἔχειν . ὑμεῖς δ ' ἐμεῖτε
4488113 προτερος
δι ' ἀνδρὸς ἀρίστου τῶν παρ ' ἡμῖν , οὗ πρότερος οὐδεὶς ἦλθεν ἐπὶ τὸ βουληθῆναι λαβεῖν . ταυτὶ δέ
οὐκ ἔμελλεν ἐσθίειν οὐ τῶν σαρκῶν ἀλλὰ τῆς ὑπάρξεως , πρότερος τοῦ πατρὸς ἀποθανὼν καὶ μὴ κληρονομήσας . οἱ δὲ
4474571 ὁπποτερῳ
. βέλτερον αὖτ ' ἔριδι ξυνελαυνέμεν ὅττι τάχιστα : εἴδομεν ὁπποτέρῳ κεν Ὀλύμπιος εὖχος ὀρέξῃ . Ὣς ὅρμαινε μένων ,
ἔριδος καὶ Ἀλεξάνδρου ἕνεκ ' ἀρχῆς : ἡμέων δ ' ὁπποτέρῳ θάνατος καὶ μοῖρα τέτυκται τεθναίη : ἄλλοι δὲ διακρινθεῖτε
4468975 Κλυταιμνηστραν
ἀλλὰ Λαοδίκην . ἐπεὶ δὲ Ἀγαμέμνων ἀνῃρέθη , τὴν δὲ Κλυταιμνήστραν ὁ Αἴγισθος ἔγημε καὶ ἐβασίλευσεν , ἄλεκτρον οὖσαν καὶ
ἱερὸν τὴν μὲν παῖδα ἣν ἔτεκε Κλυταιμνήστρᾳ δοῦναισυνοικεῖν γὰρ ἤδη Κλυταιμνήστραν Ἀγαμέμνονι , αὐτὴν δὲ ὕστερον τούτων Μενελάῳ γήμασθαι .
4464359 κληρωσασθαι
δὲ συνεσταλμένως τὸ τῶν στρατιωτῶν πλῆθος . τὸ λαχεῖν τοῦ κληρώσασθαι διαφέρει : κληροῦνται μὲν γὰρ πάντες οἱ καθιέντες εἰς
μέν ἐστι τὸ ἐκ τῶν κληρουμένων τοῦ προκειμένου τυχεῖν , κληρώσασθαι δὲ τὸ κλήρῳ χρήσασθαι . λαλεῖν καὶ λέγειν καὶ
4453795 Ἑλενην
, οὐδεμίαν ἐλπίδα ἔχοντας τῆς σωτηρίας : ] τὴν δὲ Ἑλένην ἐρασθῆναι μὲν ξένου ἀνδρός , ᾧ τὴν ἀρχὴν οὐκ
αὐτῷ ; καὶ μὴν ὁ μὲν οὐ νόμῳ πολέμου τὴν Ἑλένην ἔχει λαβών , ὁ δὲ τὴν Βρισέως ἐξ ἀριστείας
4449490 Ἐρωτος
τίμιον . . . τεκμήριον δὲ τούτου : γονῆς γὰρ Ἔρωτος οὔτ ' εἰσὶν οὔτε λέγονται ὑπ ' οὐδενὸς οὔτε
. δορυφοροῦσαι . δικαίων δοξῶν αἱ κακαὶ φαντασίαι . ὑπὸ Ἔρωτος . κακοῦ ἔρωτος . ὀλιγάκις . ὅτε εἴδωλα κακὰ
4440492 ἐπεα
! ! ! ! [ ! ] ! ! ων ἔπεα ἐπὶ ? [ ημε ! ! ! ! !
ἐν νηῶν ἀγύρει μήτηρ τε καὶ υἱὸς πολλὰ πρὸς ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ ' ἀγόρευον . Ἶριν δ ' ὄτρυνε Κρονίδης
4436613 Οἰδιπουν
ὁ πολύβοτός τ ' αἰὼν βροτῶν , ὅσον τότ ' Οἰδίπουν τίον , τὰν ἁρπαξάνδραν κῆρ ' ἀφελόντα χώρας ;
συνέμιξε νυμφίους φρενώλεις καὶ τὰς φρένας ἀπολέσαντας , τόν τε Οἰδίπουν καὶ τὴν Ἰοκάστην . ὅς ] ὁ Οἰδίπους .
4430682 Ὀδυσσεος
παρά σᾶμα νέονται . ἐγὼ δὲ πλέον ' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ ' Ὅμηρον :
ἀντὶ τοῦ Ἰδομενέως οὐκ ἔληγεν ἡ δύναμις : καὶ πάλιν Ὀδυσσέος Ὀδυσσεῦς , ω Ὀδυσεῦς δὲ λαβὼν κύσε χεῖρ '
4429378 Ἡσιοδου
τὸν Προμηθέα , οὐ δεῖ πιστεύειν αὐτῷ εἰς τὸ ἐναντίον Ἡσιόδου : εὕρηται γὰρ ὅτι οἱ ποιηταὶ ἀλλήλους καταβάλλονται .
οὐσίαν κατηνάλωσε θεραπεύων τοὺς ἐν τῇ πολιτείᾳ , καὶ καταδυναστεύων Ἡσιόδου , καὶ πολλὰ παρενοχλῶν ἐζημίου πρὸς ἄρχοντας καὶ κριτήρια
4423625 Ἰλιαδος
τὸ μὴ ἔχειν ὑπερβολήν . ἐν τῇ Λ γοῦν τῆς Ἰλιάδος πλείοσι τριακοσίων ἀντέστη καὶ [ μὴ ] παρούσης Ἀθηνᾶς
: Βίβλινος οἶνος . Σίμος δὲ ἐν τῇ ἕκτῃ τῆς Ἰλιάδος , ἐν Νάξῳ φησὶ ποταμὸν Βιβλίνην , ἀφ '
4416646 φαμενον
λη θηλυκῶν ἃ παραλήγεται τῷ υ περισπωμένων καθ ' Ἡρακλείδην φάμενον ἡμαρτῆσθαι παρὰ τοῖς ἑλληνίζουσι τὸ σταφυλή ὀξυνόμενον : ὅσα
ἂμ πεδίον , τόθι περ νῦν αἴσυλα ῥέζεις . Ὣς φάμενον λίπε θυμός , ἔβη δ ' ἄφαρ Ἄιδος εἴσω
4412480 Ἑλενης
. φῦλον ἀντὶ τοῦ γένος : “ ὡς ὄφελ ' Ἑλένης ἀπὸ φύλων ὀλέσθαι . ” φωριαμοῖς κιβωτοῖς . ὁ
μυίας , ὥσπερ ἡ ἐμπίς . τὸν γράψαντα περὶ τῆς Ἑλένης ] Πολυκράτην λέγει τὸν σοφιστήν . Θεράπναις ] κωμύδριον
4409899 Παλλας
” ὣς ἔφατ ' εὐχόμενος , τοῦ δ ' ἔκλυε Παλλὰς Ἀθήνη : αὐτῷ δ ' οὔ πω φαίνετ '
ἡμῖν ξυμφέρειν . καὶ ξυμφέροι γ ' , ὦ πότνια Παλλὰς καὶ θεοί . ἀλλ ' εἶμι : σὺ δ
4394104 Χειρωνα
πρὸς τὴν Ἱέρωνος νόσον ἐστίν : κατεύχεται γὰρ ἀναβιῶναι τὸν Χείρωνα καὶ ὑγιάσαι τῆς νόσου τῆς λιθουρίας τὸν Ἱέρωνα .
Φθίας τῆς τοῦ πατρὸς παλλακῆς . Πηλεὺς δὲ αὐτὸν πρὸς Χείρωνα κομίσας , ὑπ ' ἐκείνου θεραπευθέντα τὰς ὄψεις βασιλέα
4393681 Εὐριπιδου
τὴν σπάθην ἐπὶ τοῦ ξίφους εἰρήκασιν , εὕροις ἂν ἐν Εὐριπίδου Εὐρυσθεῖ σατυρικῷ : πᾶς δὲ φασγάνῳ ἐξεθέρισεν ὥστε πύρινον
Εὐριπίδου . καὶ Εὔβουλος ἐν Διονυσίῳ [ . ] : Εὐριπίδου δ ' “ ἔσωσά ς ' , ὡς ἴσασιν
4391049 ποιναν
ὡς ὁσιώτατα διαβιῶναι τὸν βίον : οἷσιν γὰρ ἂν Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται , εἰς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων
ἐν εἰρήνᾳ τὸν ἅπαντα χρόνον̄ ἐν σχερῷ ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι , δεξάμενον θαλερὰν
4389486 προενεγκαμενος
ἐπιστήμης γένος , οὐσία ὄντως οὖσα : τρία γὰρ ἀποφατικὰ προενεγκάμενος , τρία καταφατικὰ πάλιν ἐπάγει , ἀπὸ τοῦ ὄντος
μάλ ' ἠερόεντα καὶ οὐκ ὀνομαστὰ φέρονται . ταῦτα δὲ προενεγκάμενος ὁ Ἄτταλος ἐπιφέρει : ” ἐν δὲ „ τούτοις
4382877 ἀγγελου
μὲν ἀποδρᾶσα , οὐ φυγαδευθεῖσα , κατάγεται ὑπαντή - σαντος ἀγγέλου , ὅς ἐστι θεῖος λόγος , εἰς τὸν δεσποτικὸν
ὁ μῦθος ] ὁ λόγος τούτου ὑπηρέτου ] δούλου , ἀγγέλου νέον νέοι ] νεωστί : οὐ γὰρ ἀρχαία ὑμῖν
4377466 Σοφοκλεους
. τὸν Ἀθάμανθ ' : τοῦτο πρὸς τὸν ἕτερον Ἀθάμαντα Σοφοκλέους ἀποτεινόμενος λέγει . πεποίηκε γὰρ ὁ Σοφοκλῆς τὸν Ἀθάμαντα
ἔτει Ἀθηναῖοι Σάμον πολιορκήσαντες εἷλον , στρατηγοῦντος αὐτῶν Περικλέους καὶ Σοφοκλέους . ἐν δὲ τῶι αὐτῶι ἔτει οὕτω λύονται αἱ
4374174 Ποσειδαον
' αὖτε προσέειπε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις : “ μή με , Ποσείδαον γαιήοχε , ταῦτα κέλευε : δειλαί τοι δειλῶν γε
τὸ ος ποιεῖ τὴν κλητικήν , πλὴν τοῦ Ἄπολλον καὶ Ποσείδαον . Τὼ Φόρκυνε , τοῖν Φορκύνοιν , ὦ Φόρκυνε
4373157 ἀνετλασαν
ἕνεχ ' οὑκ Διὸς Ἡρακλέης Λήδας τε κοῦροι πόλλ ' ἀνέτλασαν ἔργοις σὰν ἀγρεύοντες δύναμιν . σοῖς δὲ πόθοις Ἀχιλεὺς
ἕνεχ ' οὑκ Διὸς Ἡρακλέης Λήδας τε κοῦροι πόλλ ' ἀνέτλασαν ἔργοις σὰν ἀγρεύοντες δύναμιν . σοῖς δὲ πόθοις Ἀχιλεὺς
4371430 Πηλεως
διαφόρου κλίσεως , ὅτι κοινῶς μὲν Πηλέος , ἀττικῶς δὲ Πηλέως , ἰωνικῶς δὲ Πηλῆος , βοιωτικῶς δὲ Πηλεῖος ,
τοῦ λύκου κατὰ τὸν Λυκόφρονα τοῦ φαγόντος τὰ ἄποινα τοῦ Πηλέως ὡς εἴπομεν ἢ τοῦ δόντος αὐτὰ τὰ ἄποινα τοῦ
4368173 Φοιβος
αὐτόν . τοῦ δ ' ἀπὸ μὲν κρατὸς κυνέην βάλε Φοῖβος Ἀπόλλων . Ρ . πᾶν δέ οἱ ἐν χείρεσσιν
ἴδιον τοῦ Ἑρμοῦ , ὥσπερ καὶ τοῦ Ἀπόλλων βαρυνόμενον τὸ Φοῖβος : διὸ βαρυτονητέον ὁμοίως καὶ αὐτῷ τῷ κυρίῳ .
4367362 θυγατερ
' ἄκροις ἕστακ ' Ἄρεος στεφάνοισιν . ἡγοῦ πάροιθε , θύγατερ : ὡς τυφλῶι ποδὶ ὀφθαλμὸς εἶ σύ , ναυβάταισιν
ὦ θεοδˈμάτα , λιπαροπˈλοκάμου παίδεσσι Λατοῦς ἱμεροέστατον ἔρνος , πόντου θύγατερ , χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας , ἅν τε βροτοί
4367231 Πατροκλον
Πάτροκλον , ὃν ἑταῖρον τοῦτο λέγουσιν εἶναι ἀμφιβολίαν , πότερον Πάτροκλον κελεύει σφαγιασθῆναι ἢ τῷ Πατρόκλῳ προσέταξε τοῖς θεοῖς θῦσαι
τὸν νεκρὸν τοῦ Σαρπηδόνος καὶ τὰ τεύχη , ἀντικομιζόμενοι τὸν Πάτροκλον : δοκοῦσι γὰρ τὸν Σαρπηδόνα ὑπὸ τῶν Ἀχαιῶν ἦρθαι
4362313 αἱμυλιοισι
γλαυκῶπιν Ἀθηνᾶν τέξεσθαι , τότ ' ἔπειτα λόγοις φρένας ἐξαπατήσας αἱμυλίοισι λόγοισιν ἑὴν ἐσκάτθετο νηδύν , Γαίης φραδμοσύνῃσι καὶ Οὐρανοῦ
προτιόσσεο : δὴ γὰρ ἄνεισιν αὐτόματος , σκήψει δὲ καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι πρηϋνέει θυμὸν δυσπέμφελον οἷο ἄνακτος . ἢν δὲ
4360815 ἑωρακατε
ὅπου τι δεινόν : ἃ μὲν ἀπολελαύκαμεν τῆς τούτου συμβουλῆς ἑωράκατε . ἀλλὰ τοῦτο μὲν τὸ ἐννόημα ἐπιπολαιότερον , ἐκεῖνο
ἐτύγχανεν , ” ὄψεσθε , „ εἶπε „ μᾶλλον δὲ ἑωράκατε . ” ” ζῶντα ; „ ἔφη ὁ Δημήτριος
4355194 ἐπετελλεν
ἄρ ' ἔην καὶ ἀοιδὸς ἀνήρ , ᾧ πόλλ ' ἐπέτελλεν Ἀτρεΐδης Τροίηνδε κιὼν εἴρυσθαι ἄκοιτιν . ἀλλ ' ὅτε
, καθάπερ τὸν τῆς Κλυταιμνήστρας φύλακα ” ᾧ πόλλ ' ἐπέτελλεν Ἀτρείδης Τροίηνδε κιὼν εἴρυσθαι ἄκοιτιν , „ τόν τε
4354370 Ἑκτορα
μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον , ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον , ὄφρα τέως αὐτός τε μένω καὶ λαὸν
ἄνακτι παυσάμενον πολέμοιο τὰ ἃ πρὸς δώμαθ ' ἱκέσθαι , Ἕκτορα δ ' ὀτρύνῃσι μάχην ἐς Φοῖβος Ἀπόλλων , αὖτις
4353166 Αἰσωπου
σῶμ ' . ἐγώ . ψυχὴν δ ' ἐπανήκειν ὥσπερ Αἰσώπου ποτέ . Εἰπέ μοι ὡς ὀλίγα λοιπὰ τῶν ἐπιτραπεζωμάτων
τὸν σοφῶς τοῦτον ἀποκριθέντα μόνον . „ οὕτως οὖν τοῦ Αἰσώπου ἀπολελογημένου , ὀρθῶς ἅπαντες λέγειν αὐτὸν ἐψηφίσαντο . Καὶ
4350459 ἀγε
τῶν ἄθλων ἠνεγκάμεθα , ὦ Σώκρατες . Εὖ λέγεις : ἄγε δὴ ὅπως καὶ τὰ Παναθήναια νικήσομεν . Ἀλλ '
δὲ μετέπρεπεν ἡρώεσσιν οὕνεκ ' ἄριστος ἔην πολὺ δὲ πλείστους ἄγε λαούς . Οἳ δ ' εἶχον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν
4346372 Ἑκτορος
τῆς Ἀχιλλέως ὠμότητος ἔργα , ταῦτα συγκρύψει , τάς τε Ἕκτορος ὕβρεις περὶ τὸ μνῆμα Πατρόκλου καὶ τὰς τῶν ζωγρηθέντων
καὶ τὰς σκηνὰς κατακαύσαντες καὶ τὸ ναύσταθμον ἁφθὲν ὑπὸ τοῦ Ἕκτορος καὶ τὸ τεῖχος αὐτῶν ἑαλωκός , καὶ ἀνάθημα ἀναθέντες
4346077 Μενοιτιου
δὲ τοῦ μὲν προτέρου τοιόνδε ἐπὶ σχολῇ πάρεστι , παῖ Μενοιτίου . τοῦ δ ' ἑτέρου θυμέ , θύμ '
μέν , τὸ δὲ οὔ , καθάπερ ἡ Πηλιὰς τῷ Μενοιτίου . Καὶ αὐτίκα ἀπῄει τεθαρρηκώς , οὐ φάλαγγος πεζῶν
4342629 ἐμβεβληκε
ἀφασίαν παντάπασί με , ὦ Σώκρατες , οὗτος ὁ λόγος ἐμβέβληκε τὰ νῦν . Μήπω τοίνυν μαλθακιζώμεθα , τὸν δὲ
, οὐκ οἶδ ' ὅντινα τρόπον κύκλῳ πως περιαγαγὼν ἡμᾶς ἐμβέβληκε Σωκράτης . καὶ σκόπει δὴ πότερος ἡμῶν ἀποκρινεῖται τὸ
4342054 ὑποβας
τοῦ λογικοῦ μέρους πρὸς τἄλογον τῆς ψυχῆς , περὶ ὧν ὑποβὰς διαρθρώσω . Πολλαχῶς δ ' ἔξεστι τὴν εὐδαιμονίαν ὁρίζεσθαι
θεὰς συνεφάψασθαι τοῦ συγγράμματος . . . . εἶτα μικρὸν ὑποβὰς Ἀχιλλεῖ μὲν τὸν ἡμέτερον ἄρχοντα εἴκαζε , Θερσίτηι δὲ
4338905 Ἀτρειδης
φήσειε διάλληλον τὸ τοιοῦτον . τί γάρ ἐστι μᾶλλον ξανθὸς Ἀτρείδης ἢ Ἀτρείδης ξανθός ; Πρὸς ὃν ἔστι φάναι ,
: ὅτι σαφῶς νῦν φιλότητα τὴν ξενίαν εἴρηκεν . . Ἀτρείδης δὲ ἐρυσσάμενος ξίφος : ἡ διπλῆ , ὅτι ξίφος
4332651 εὐαγγελισασθαι
, Ἀριστοφάνου μὲν οὕτω λέγοντος ἐν τοῖς Ἱππεῦσιν : ” εὐαγγελίσασθαι πρῶτος ὑμῖν βούλομαι ” , Φρυνίχου δὲ τοῦ κωμῳδοῦ
εἰς τὸ τοιοῦτ ' εὐκτὸν ἥ τ ' ἐρημία . εὐαγγελίσασθαι πρός σε ταῦτ ' ἐβουλόμην . ἔρρωσο πολλά .
4324218 Πριαμον
μετιὸν εἰς ἁπλῆν μετάπτωσιν ἕνεκα τοῦ τὸ ῥῆμα ἐπὶ τὸν Πρίαμον συντείνειν , αἴτει τὸν αὐτοῦ ἄγγελον . . Ἀλλὰ
τοὺς ἀπὸ Πέλοπος , οἳ συμπράξουσιν αὐτῷ , μισοῦντες τὸν Πρίαμον . ταῦτα δὴ ἀκούοντες , οἱ μέν τινες ὠργίζοντο
4323291 Αἰαντα
πρὸς τὸν Ἀχιλλέα , τοῦτον ὁ τετιμημένος Αἴας πρὸς τὸν Αἴαντα : καὶ ἐναλλάξ , ὃν λόγον ἔχει ὁ τετιμημένος
χάριέν ἐστιν . ἡ δὲ ἔννοια τοιαύτη : τὸν δὲ Αἴαντα ἐκβεβλημένον διὰ τῆς θαλάσσης ὁ ἥλιος ἀναξηρανεῖ ὡς σῶμα
4318563 παλον
σημεῖον κατ ' ἀξίαν γινόμενον . ἔπλασεν ] ἔλαβεν . πάλον ] κλῆρον . ναίουσιν ] οἰκοῦσιν . Ἢ τῶν
ἐν τῷ μερισμῷ ἀκλήρωτος ἔμεινε . βουλομένου οὖν τοῦ Διὸς πάλον ἐκ δευτέρου ποιήσασθαι οὐκ εἴασεν Ἥλιος εἰπὼν τὴν ἐκ

Back