δὲ εἰς τὸ πλέα στίζοντες ὡς ἐξ ἄλλης ἀρχῆς τοῦτο συντάσσουσιν : ἐν ὄμμασί τ ' ἀνταῖα λέγοντες οἱονεὶ ἐν | ||
Πολιτείας Ἀκολασταίνειν ἔφη . Ἀκολουθεῖν μετ ' αὐτοῦ . οὕτω συντάσσουσιν οἱ Ἀττικοὶ ἀντὶ τοῦ ἀκολουθεῖν αὐτῷ . καὶ γὰρ |
φρόνημα . λῆμα ] γνῶσιν . Πολυφόντου βία ] ὁ Πολυφόντης . βίᾳ ] δυνάμει . φερέγγυον φρούρημα : ἱκανὸν | ||
καὶ τὰ πολεμικὰ ἐμπειρότατον , Πολυφόντου βία ἤτοι περιφραστικῶς ὁ Πολυφόντης ὡς τὸ βίη Ἡρακλείη ἀντὶ τοῦ ὁ Ἡρακλῆς . |
Ἡρακλῆς . λῆμα ] φρόνημα . λῆμα ] γνῶσιν . Πολυφόντου βία ] ὁ Πολυφόντης . βίᾳ ] δυνάμει . | ||
ἤτοι φρόνημα δραστήριον καὶ διάπυρον καὶ τὰ πολεμικὰ ἐμπειρότατον , Πολυφόντου βία , ἤτοι περιφραστικῶς ὁ Πολυφόντης , ὡς τὸ |
οἱ πολλοὶ τὰ τῶν βοτρύων ἐκπιέσματα , οἱ δ ' Ἀττικοὶ στέμφυλα ἐλαῶν . Πενταετηρικὸς ἀγὼν καὶ πενταετηρὶς μὴ λέγε | ||
πέμπτῳ περὶ Ἑλληνισμοῦ : ταὧς : παραλόγως δ ' οἱ Ἀττικοὶ καὶ δασύνουσι καὶ περισπῶσι . τοῖς δὲ πρώτοις τῶν |
γνωμολογῆσαί τι τῶν κατὰ τὸν βίον βουλόμενοι τὰς Ἐπιχάρμου διανοίας προφέρονται , καὶ σχεδὸν πάντες αὐτὰς οἱ φιλόσοφοι κατέχουσι . | ||
ἔριον . ἀγνοία καὶ ἀναιδεία καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα ἐκτείνοντες προφέρονται τὴν τελευταίαν οἱ παλαιοὶ Ἀττικοὶ καὶ παροξύνοντες . * |
ἐπ ' ἴσης ἐκτείνουσι τοῦ προκειμένου ὀνόματος τὸ α καὶ συστέλλουσι , ὡς παρὰ Αἰσχύλωι ἐν Σαλαμινίαις : εἴ μοι | ||
, ὡς καὶ Ἀριστοφάνης . τοῦ δὲ ὀνόματος αὐτῶν ἔνιοι συστέλλουσι τὴν μέσην συλλαβήν , ὡς Ἀρχίλοχος : πτώσσουσαν ὥστε |
μύλης . τὸ δὲ ἁγηλάτῳ / ἀγηλάτῳ μάστιγι ἐὰν μὲν δασέως , τῷ τοὺς ἀσεβεῖς ἐλαύνοντι , ἐὰν δὲ ψιλῶς | ||
ἄνετον καὶ διαφέροντα τῶν ἄλλων . ἵεν . ἐὰν μὲν δασέως ἀναγνῶμεν , ἐπὶ τῶν ποταμῶν ἀκουσόμεθα , ἀντὶ τοῦ |
ἀμφίβολος : οἱ μὲν γὰρ ὀξύνουσιν αὐτὰ , οἱ δὲ περισπῶσιν : ἄλογοι γὰρ αὐτῶν λυπουμένων ἢ μεθυόντων φωναὶ , | ||
τὸ ἁπλᾶ καὶ διπλᾶ καὶ πολλαπλᾶ καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα περισπῶσιν οἱ Ἀττικοί , ἀργυρᾶ , χρυσᾶ , καὶ κεραμεᾶ |
ἀγωνιζόμενοι . Γ οἱ τῆς ἀρχαίας κωμῳδίας ποιηταὶ καὶ οἱ τραγικοὶ χοροὺς ἵστασαν , οἳ τὰ χορικὰ ὑπεκρίνοντο καὶ ᾖδον | ||
ἑ κύκλον ἐπίκλησιν καλέουσιν : ἄλλως : ἔθος ἔχουσιν οἱ τραγικοὶ παράγειν τοὺς ἥρωας θεοῖς τὰς συμφορὰς ἀπολοφυρομένους . καὶ |
. ἄγροικος μὲν βαρυτόνως ὁ γνώσεως ἄμοιρος : ἀγροῖκος δὲ προπερισπωμένως ὁ ἐν ἀργῷ διατρίβων ἢ ὁ μὴ ἥμερος , | ||
δόξαν ἀποφέρεται : ὅταν τροπαῖα : τροπαῖα ἡ ἀρχαία Ἀτθὶς προπερισπωμένως : λαμβάνει : τῆς νίκης : σεμνοὶ δ ' |
ἀντὶ τοῦ φροντίζων Ξενοφῶν . νεώς τὴν εὐθεῖαν ἑνικῶς καὶ ὀξυτόνως Ἀττικοί , ναός Ἕλληνες . νώ δυϊκῶς Ἀττικοί , | ||
ἀπέχει σταδίων ὀκτώ , ὥς φησιν Ἀριστοτέλης . τινὲς ἐλαιὸν ὀξυτόνως ἐκδεχόμενοι τὸν ἐξ ἀγριελαίας στέφανον οὕτως καλοῦσι . ἔλαιον |
Ἀττικοῖς δίχα τοῦ υ λεγόμενον . τοὺς Πηλέας , ὦ Πηλέες καὶ ὦ Πηλεῖς κατὰ συναίρεσιν . Ἑνικά . Ὁ | ||
αἰτιατικὴ τῶν πληθυντικῶν τῇ εὐθείᾳ τῶν πληθυντικῶν , οἷον οἱ Πηλέες οἱ Πηλεῖς καὶ τοὺς Πηλέας καὶ Πηλεῖς : ἐμάθομεν |
ἀπήγγειλαν τῷ Ποσειδῶνι . κυανοχαίτης : μελανόθριξ . Ἐξήρπαξεν : δωρικῶς . ἀναινομένην : μὴ βουλομένην , ἀπαρνουμένην , καὶ | ||
ἀπήρατο . Τοὶ μέν : ἢ καὶ ἄλλοι μέν : δωρικῶς . πλεόνεσσιν : πλειοτέραις . ὁμευναίαις : ὁμοκοίταις , |
Ξενοφῶν δ ' ἐν Κυνηγετικῷ χωρὶς τοῦ ν λαγῶ καὶ περισπωμένως , ἐπεὶ τὸ καθ ' ἡμᾶς ἐστι λαγός . | ||
φαμὲν , οἳ τοὺς νόμους ἐπὶ μισθῷ πωλοῦσιν . . περισπωμένως ὡς Μηλιᾶς . λέγει γὰρ τοὺς πολίτας . τὸ |
γένος ἀριθμὸν γραφὴν μέρος λόγου συνήθειαν : τὸ γὰρ ἄργος παροξυτόνως καὶ τὸ ἀργὸς ὀξυτόνως οὐχ ὁμώνυμα : τῷ γὰρ | ||
τοὺς Πέρσας κληρώσασθαι : μηδὲ γὰρ ἐκείνους σφᾶς αὐτοὺς Πέρσας παροξυτόνως ὀνομάζειν , ἀλλὰ Περσᾶς , ἐπὶ τέλους τῆς περισπωμένης |
τινι καὶ συναίρεσθαι , τιμωρεῖσθαι δὲ τὸ κολάζειν . καὶ συντάσσουσι τὸ μὲν ἐνεργητικὸν δοτικῇ οἷον τιμωρῶ τῷ φίλῳ , | ||
συντάσσουσιν . Καὶ τὰ συντασσόμενα δὲ ῥήματα μετὰ δοτικῆς γενικῇ συντάσσουσι , τὸ ἕνεκα προστιθέντες . Καὶ μετὰ αἰτιατικῆς δὲ |
ὡς Δημοσθένης καὶ πολλοί . καὶ ποτίκρανον δ ' οἱ κωμικοὶ τὸ προσκεφάλαιον ἢ τὸ ὑπηρέσιον . ὑπαυχένιον . ἀμφίταποι | ||
οἱ ἄλλοι κωμικοί : οὗτοι γὰρ [ ὅτι οἱ ἄλλοι κωμικοὶ ] ἐν τοῖς ποιήμασιν αὐτῶν ἀνθρώπους εἰσῆγον χέζοντάς τε |
ν . Ταῦτα μὲν ἐν τούτοις . Τοὺς Δημοσθένεας καὶ Δημοσθένεις . Κανονίζεται ἡ αἰτιατικὴ τῶν πληθυντικῶν ἀπὸ τῆς αἰτιατικῆς | ||
βοῦς , οἱ ἡδεῖς τοὺς ἡδεῖς ὦ ἡδεῖς , οἱ Δημοσθένεις τοὺς Δημοσθένεις ὦ Δημοσθένεις : οὕτως οὖν καὶ οἱ |
τὸν ἐσθίοντα πολλά . , . . , . ἀγκράτος ἐλαύνω : εἶπε Ξενοφῶν κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ τοῦ ἀνὰ κράτος | ||
καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ οἴω τὸ κομίζω . ἐλαύνει : ἐλαύνω ἐπὶ σιδήρου , ἐπὶ τόξου , ἐπὶ συνουσίας , |
γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . τί θαλαττοκοπεῖς : ἐθαλαττοκράτουν | ||
. ἐξολῶ : Ἐξολοθρεύσω . Θ . . ἀφανίσω , φθερῶ , ὄντας κακούς . . ἀνασχετὸν : Ὑπομονητόν . |
περὶ Ἐρατοσθένην ἀντὶ τοῦ ἔφη δὲ οὗτος : διὸ καὶ δασύνουσι τὴν ἐσχάτην : ἐντετάχθαι γὰρ ἄρθρον τὸ ὅς . | ||
περὶ Ἐρατοσθένην ἀντὶ τοῦ ἔφη δὲ ὅς . διὸ καὶ δασύνουσι τὴν ἐσχάτην : ἐντετάχθαι γὰρ ἄρθρον τὸ ὅς : |
διότι πανταχόσε βάλλει ἑαυτοῦ τοὺς κλάδους , καὶ τὸ ἐπίθετον ὁμοφωνεῖ τῷ κυρίῳ : ἕρπυλλος γὰρ καλεῖται παρὰ τὸ ἕρπειν | ||
εἰς ταῦτα : τὸ γὰρ ὁ δὲ προσέειπεν ἐδείχθη ὡς ὁμοφωνεῖ μόνον τῷ ἄρθρῳ , οὐκ ἔστι δὲ αὐτὸ ἄρθρον |
ἀπὸ τοῦ σπείρω γίνεται σπόρος , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ εἴρω , ὃ σημαίνει τὸ συμπλέκω καὶ συνάπτω , γίνεται | ||
ἀπὸ τοῦ σπείρω γίνεται σπόρος , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ εἴρω , τὸ συμπλέκω καὶ συνάπτω , γίνεται ὅρος : |
μὲν σύνεγγυς , τλητικὸν κατὰ φρένας . ταλαύρινον τολμηρόν . παρῆκται δὲ ἡ λέξις παρὰ τὸ τλῆναι , καὶ οὐκ | ||
Σαμαρείτης : ταῦτα γὰρ ἀπὸ τῶν εἰς α καθαρὸν ληγόντων παρῆκται . Ὤρικος , πόλις ἐν τῷ Ἰονίῳ κόλπῳ . |
φαμὲν ὅτι εἰς οι οὐκ ἠδύνατο λήγειν , θέλει γὰρ ἰσοχρονεῖν τῇ γενικῇ εἰς ου ληγούσῃ : εἰ δὲ εἰς | ||
ἐκτείνεται τὸ α : θέλει γὰρ ἡ αἰτιατικὴ τῶν πληθυντικῶν ἰσοχρονεῖν τῇ ἰδίᾳ εὐθείᾳ , οἷον Αἴαντες , τὸ ε |
τέτυκται : οὐ γάρ τοι κρατερῇσιν ὑπὲρ κεφαλῆφι πέπηγε , κλίνουσιν δὲ κέρατα καὶ ἀγκλίνους ' ἑκάτερθε . Μώνυχες Ἀόνιοι | ||
ἡ κλίσις : οἱ γὰρ Ἀθηναῖοι κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ς κλίνουσιν , οἷον ὁ κάλως τοῦ κάλω . ἔστιν οὖν |
ᾧ διηγόμην καὶ ἀνασκιρτήσας ἵεμαι δρόμῳ εἴσω ἔνθα ἐδείπνουν οἱ κίναιδοι σὺν τῷ δεσπότῃ τῶν ἀγρῶν . ἐνταῦθα εἰσδραμὼν ἀνατρέπω | ||
, τοῦ Διὸς μὴ ὁρῶντος , οἱ μὲν μάχλοι καὶ κίναιδοι , αἱ δὲ πόρναι . ἐπὶ δὲ θηλυκῆς γενέσεως |
/ φόρος , οὕτω καὶ τρέχω / τρόχος . τρίετες βαρυτόνως καὶ τριετὲς ὀξυτόνως διαφέρει Πτολεμαῖος ὁ Ἀσκαλωνίτης . βαρυτονούμενον | ||
καὶ μετὰ [ βίας ] ἀφαίρεσιν δηλώσει : ἐὰν δὲ βαρυτόνως ἁρπάγην ὡς ἀνάγκην , ἐν ᾗ ἐκ τῶν φρεάτων |
κύκλῳ πρὸς ὁμοφωνίαν τὴν ἀπὸ τοῦ τόνος καὶ κύκλος ἐν δοτικῇ πτώσει . ἦν οὖν καὶ ταῦτα ἐκ προκειμένου γεγονότα | ||
τὸ ι καὶ οὐ φυλάττουσι τὸ υ ἐκτεταμένον ἐν τῇ δοτικῇ τῶν πληθυντικῶν , ἀλλὰ συστέλλουσιν αὐτό , οἷον Φ |
προστιθέντες τὸ ί , ποιοῦσι δοτικὰς τῶν πληθυντικῶν , οἷον Αἴαντες Αἰάντεσιν ; ὄνυχες ὀνύχεσιν , ἕλικες ἑλίκεσιν : ἕλιξ | ||
καὶ πρὸς ἓν τὴν ἰατρικὴν νεύουσιν . οἱ μέντοι γε Αἴαντες εἰ καὶ ὁμώνυμοί εἰσιν , ἀλλ ' οὖν οὐχ |
ὡς δείξομεν . Ἀβάκαινον , πόλις Σικελίας , οὐδετέρως καὶ προπαροξυτόνως καὶ ἡ παραλήγουσα διὰ διφθόγγου , ὡς Ἡρωδιανὸς ἐν | ||
] τὸν μέγα δυνάμενον παρὰ βασιλεῖ . τοῦ πρέσβεως : προπαροξυτόνως , ὡς μάντεως . ἀπὸ εὐθείας τῆς ὁ πρέσβις |
' ἅπαν ἐπλήσθη πεδίον . . . οἱ δὲ Ἀττικοὶ ἐκτείνουσι τὴν ὑστέραν καὶ τὸ παράπαν ὁμοίως καὶ ἅπαντα τὰ | ||
καὶ θησέα καὶ αἰγέα καὶ ἀχιλλέα καὶ τῶν ὁμοίων πάντων ἐκτείνουσι τὸ α τὸ τελευταῖον ἐπὶ τῆς αἰτιατικῆς πτώσεως . |
στήθεσι , καὶ κεντέουσιν ὀδύναι ὀξεῖαι , καὶ τρίζει οἷον μάσθλης , καὶ τὴν πνοιὴν ἐπέχει : καὶ ἐπὶ μὲν | ||
καταπραΰνει ἀπάγων τὴν ὀργὴν ἅπασαν τὴν πρὸς αὐτόν . ΓΘ μάσθλης ] ὁ μεμαλαγμένος καὶ ἐντρίβων ταῖς πονηρίας . Γ |
οἱ ἀμείβοντες ἀντὶ ἀργυρίου ἄλφιτα : οἷον οἱ ἀντικαταλλάσσοντες . ἀλφιταμοιβοὶ οἱ τὰ ἄλφιτα ἀμείβοντες καὶ πιπράσκοντες . λέγει : | ||
. οἱ δὲ ὅτι πένης : οἱ δὲ ὅτι οἱ ἀλφιταμοιβοὶ τοῦ Ναυσικύδους τοῦτο ἀπέλαυσαν . γυναικώδης οὗτος . . |
βαδίζων ” θλασθείη τὴν κεφαλήν . τῆς κεφαλῆς Ὀρέστης : Ἀττικῶς ἀντὶ τοῦ τὴν κεφαλήν . ὁ δὲ Ὀρέστης οὗτος | ||
, ἀλυκτῶ : ὁ παθητικὸς παρακείμενος , ἠλύκτημαι : καὶ Ἀττικῶς ἀλαλύκτημαι . ἀλειπὴς πηγὴ ἐν Ἐφέσω : οὕτω καλουμένη |
βότρυς , οἱ ἡδεῖς τοὺς ἡδεῖς ὦ ἡδεῖς , οἱ Πηλεῖς τοὺς Πηλεῖς ὦ Πηλεῖς , οἱ Δημοσθένεις τοὺς Δημοσθένεις | ||
Πηλεῖς τοὺς Πηλεῖς ὦ Πηλεῖς . Ὦ Πηλέες καὶ ὦ Πηλεῖς . Εἴρηται ὅτι τῶν δυϊκῶν καὶ τῶν πληθυντικῶν ὡς |
ζῷον ἐν τῇ κινήσει ποικιλίας . χαίρουσι δ ' οἱ σκῶπες καὶ ὁμοιότητι καὶ ἀπ ' αὐτῶν ἡμεῖς σκώπτειν καλοῦμεν | ||
οἱ δ ' οὔ . διὸ καὶ καλοῦνται οἱ μὲν σκῶπες , οἱ δ ' ἀείσκωπες . Ἀλέξανδρος δ ' |
θυμῷ : ὡς κλῶ κλάνω , φθῶ φθάνω , οὕτως ἁδῶ ἁνδάνω . ἀφαδία οὖν ἡ ἀφανδάνουσα . καὶ ἀφάδιος | ||
ἐν τῇ φλυαρίᾳ εὐφραινόμενος . [ ἢ ἐκ τοῦ ] ἁδῶ , τὸ ἀρέσκω , καὶ τοῦ λέσχη , τοῦτο |
. θηλυκαὶ δὲ οὖσαι , εἰ μὲν μονογενεῖς ὦσι , περισπῶσι τὰς ἰδίας γενικὰς : μοῦσαι μουσῶν , ἄελλαι ἀελλῶν | ||
ἔστι γὰρ δεύτερος ἀόριστος , . τούτους δὲ οἱ Ἀττικοὶ περισπῶσι καὶ ἡ χρῆσις ἠκολούθησε τῇ διαλέκτῳ . ἡ γὰρ |
* : ἱέρειαι [ ] δειναὶ θοαί : τὸ ἱέριαι προπαροξύνουσιν ὡς τὸ τιμώριαι καὶ αἴτιαι : ἐνέρων ἱέρειαι : | ||
, ὃ ὁ μὲν Ἡρωδιανὸς προπερισπᾷ , οἱ δὲ λοιποὶ προπαροξύνουσιν , ὡς ὁ Τίμαιος . ὦ Ζεῦ τί δρασείεις |
τὸ τοιοῦτον ἐπιδεῖξαι . τὰ γὰρ οὕτω καὶ προτασσόμενα καὶ ὑποτασσόμενα ἐγκλιτικά ἐστι μόρια , καὶ [ οὐ ] πάντως | ||
βαρύνεται , ἀόριστα δὲ ὀξύνεται , καὶ ἐν τῇ συντάξει ὑποτασσόμενα ἐγκλίνονται : ἦλθέ ποθι , αἴκέ ποθι Ζεύς , |
καὶ ] ἐς μάχην ἀναγκασθέντες ἀφικέσθαι , περὶ τριακοσίους μὲν ἀποβάλλουσι καὶ πλείονας ἔτι αὐτοὶ τῶν ἐναντίων κατεργάζονται , τὸ | ||
ἐνταῦθα ] , ἐπεὶ γέρων ἦν : οἱ δὲ γέροντες ἀποβάλλουσι τοὺς ὀδόντας τῷ χρόνῳ . εἰς ὃ ἐτίμων καὶ |
τὴν ψυχὴν τέμνουσιν . κέρ ' ἀγλαέ . οἱ μὲν γλωσσογράφοι ταῖς θριξὶν ἀγαλλόμενε : κέρα γὰρ τὴν τρίχα λέγεσθαι | ||
ὅτι κατὰ συγκοπὴν τὸν πρόμαχον εἴρηκεν , οὐχ ὡς οἱ γλωσσογράφοι τὸν βασιλέα . . . . γυναῖκ ' εὐειδέ |
ἄλιπτα : παρὰ τὸ ἀλείφω ἄλιμμα , καὶ † ἄλιπτα Αἰολικῶς . . . . ἁλιεύς : παρὰ τὸ ἁλός | ||
ταράττεσθαι : παρὰ τὸ ἐν ἄτῃ ταράττεσθαι . Ἄμυδις , Αἰολικῶς : παρὰ γὰρ τὸ ἅμαδις καὶ ἄμυδις , τροπῇ |
ἀντὶ τοῦ ἠνώχλησα αὐτόν . ἀπὸ τούτου γὰρ καὶ τὸ ἐνοχλῶ γίνεται καὶ διενοχλῶ καὶ παρενοχλῶ εἶμι ] πορεύσομαι τέρμα | ||
με τῆς φροντίδος , ἀπαρτίσας τὴν κρίσιν , ἵνα μηκέτι ἐνοχλῶ μηδὲ τῇ βασιλίδι . ” δόξας δὲ ὁ εὐνοῦχος |
γελοίου ὅμως τοῦτό φησιν . ψύλλαν ] ἡ διά ἔξωθεν ἀττικῶς , διά . , διὰ τήν , περὶ τῆς | ||
ἐπὶ , ἀνά . ἐπί : ἀνά . Οὐδέν : ἀττικῶς , οὐδαμῶς . οἰσάμενοι : ὑπολαβόντες . ὀϊόμενοι : |
, ἢ , ἐὰν τὰ ἀρσενικὰ ὀξυτονῆται , τὰ θηλυκὰ βαρυτονηθήσεται . οἷον πόθος ποθή , νόμος νομή , ὦνος | ||
ἕν τί ἐστι κατὰ παράθεσιν . ἡ μέντοι πρώτη συλλαβὴ βαρυτονηθήσεται ἐν συνθέτῳ οὖσα . ἀνακτᾷ τόνδε : ἀντὶ τοῦ |
ἐπὶ βʹ προσώπων καὶ ἀπαρεμφάτων ἐξ ἀνάγκης ῥῆμα ἀκολουθήσει ῥήματι ἀπαρεμφάτῳ : “ ὥς μ ' ὄφελ ' Ἕκτωρ κτεῖναι | ||
Εἴθε ἀντὶ τοῦ ἄμποτε . τὸ Εἴθε ὁριστικῷ μᾶλλον ἢ ἀπαρεμφάτῳ συντάσσεται . καὶ Πλάτων : ” εἴθ ' ἔγραψεν |
καὶ τῶν ῥημάτων καὶ τῆς φωνῆς τὴν μεγαλοπρέπειαν , διοσημίᾳ παρεικάζων τὴν ῥητορείαν αὐτοῦ . μαρτυρεῖ δὲ καὶ ἐν οἷς | ||
δ ' ἰόντος ἐκπίπτειν θύραζε καὶ γίνεσθαι τὴν ἐκπνοήν , παρεικάζων τὸ συμβαῖνον ταῖς κλεψύδραις : ὧδε . . . |
τοῖς αὐτοῖς ἀξιοῦντες τυχεῖν , ὁ δὲ καὶ τὴν τούτων αἴθων τε καὶ τέμνων , ἐπειδή ποτε ἐνεπλήσθη , διαλλάττεται | ||
, οὓς τῆλε Θερμύδρου τε Καρπάθου τ ' ὀρῶν πλάνητας αἴθων Θρασκίας πέμψει κύων , ξένην ἐποικήσοντας ὀθνείαν χθόνα . |
τὴν προκειμένην ὀνοματικὴν τριγένειαν , συνεξῆλθε τοῖς εἰς ω λήγουσιν ἐπιρρήμασιν . ἔστι μὲν γὰρ αὖ τούτου προκείμενον ὄνομα ἀφανής | ||
καταγίνονται , ἣ οὐ παρακολουθεῖ συνδέσμοις , ῥήμασι δὲ ἢ ἐπιρρήμασιν : φαμὲν γὰρ ἀποδίς , ἀπεχθές , ἀπῆλθεν , |
ταῖς τρισὶ ταύταις περισπωμέναις συζυγίαις ἐκφέρονται : οἵ τε γὰρ ἐνεργητικοὶ αὐτῶν παρακείμενοι διὰ τοῦ η προάγονται , πεποίηκα , | ||
γίνεται εἰ μὴ μόνοι οἱ παρακείμενοι καὶ ὑπερσυντέλικοι , οἱ ἐνεργητικοὶ δηλονότι καὶ οἱ παθητικοὶ καὶ οἱ μέσοι : τὰ |
καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχύνω , ὥσπερ δύω δύνω καὶ θύω θύνω , καὶ ἐν ὑπερθέσει τοῦ ν ἀχνύω : | ||
ἀλλήλων δὲ διέχουσιν πολύ . βοῦν προσκυνεῖς , ἐγὼ δὲ θύω τοῖς θεοῖς : τὴν ἔγχελυν μέγιστον ἡγεῖ δαίμονα , |
πεσόντι , δῆλον ὅτι καὶ τὸ ἐριπόντι Πολυνείκει παρὰ Πινδάρῳ ἀναλογώτερον καταστήσεται διὰ τοῦ ο γραφόμενον . Ἀλλ ' εἰ | ||
, ὤφειλε βαρύνεσθαι καὶ συστέλλειν τὸ ι , ὅθεν Ἡσίοδος ἀναλογώτερον εἴρηκε : τρισπίθαμον δ ' ἄψιν . ἔστιν οὖν |
ἐστι κατὰ τὴν κοινὴν διάλεκτον βαρυνόμενον τοῦ παρὰ τοῖς Ἀθηναίοις ὀξυνομένου : ἐκεῖνοι γὰρ ψαλτής λέγουσιν ἐν ὀξείᾳ τάσει : | ||
παντός γενικῆς ὀξυνομένης τὸ πάντοθεν . ἢ ἐπιρρήματος τοῦ ἐκτός ὀξυνομένου τὸ ἔκτοθεν , ὅπου γε καὶ αἱ βαρυνόμεναι γενικαὶ |
Ῥωμαίων διαλέκτου . . , : ὀπωπή : παρὰ τὸ ὄπτω ῥῆμα γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν ὀπή , ὡς κόπτω κοπή | ||
, κλέπτω κλέβδην , κρύπτω κρύβδην , γράφω γράβδην , ὄπτω ὄβδην καὶ ἐσόβδην . καὶ παρὰ τοὺς εἰς ξω |
δὲ τὸ ἐξ αὐτοῦ μεταλαμβανόμενον , οὗτος γάρ . . Κἀκεῖνο δὲ προσθετέον , ὡς ἐνέλειψεν ἡ εὐθεῖα τῷ τ | ||
τῶν ἀντωνυμιῶν , πάντοτε ὁριζομένων , ταῦτα ἐκάλεσαν ἀοριστώδη . Κἀκεῖνο δ ' εὔηθες τὸ λέγειν , ἄρθρα ἀντὶ ἀντωνυμιῶν |
καὶ σφόδρα δυσχεραίνουσιν ἐπὶ ταῖς ἐκ τῶν ἀσθενεστέρων εἰς αὐτοὺς ὕβρεσιν : οἱ δὲ κατ ' ἀρετὴν ζῶντες καὶ ταύτας | ||
Καὶ οὗτοι μὲν ὅλως βαρύνονται ἐπὶ ταῖς παρ ' ἄλλων ὕβρεσιν ἐγκύρσαντες ταῖς ἄταις . Ὡσεὶ ἔλεγε περιπεσόντες ταῖς ὕβρεσιν |
ἔστιν εἰπεῖν , ὅτι ὅθεν εὗρεν εὐχερέστερον ὁ τεχνικὸς ἐκεῖθεν ἐκανόνισεν : ἀμέλει καὶ τὴν αἰτιατικὴν πολλάκις οὐκ ἀπὸ τῆς | ||
ἀπὸ σώματος , ἀπὸ τῶν ἐκτός : ὡς ὁ ῥήτωρ ἐκανόνισεν ἐν Ὀλυνθιακοῖς : ἀρξάμενος γὰρ ἀπὸ τῶν κατὰ ψυχὴν |
ὧδ ' ἴθι Κισσαίθα : ἡ κισσὸν λευκὸν κατανεμομένη . αἰθὸν γὰρ τὸ λαμπρόν : ἐκ δὲ τοῦ λαμπροῦ γίνεται | ||
ἐστιν ὄνομα . τινὲς δὲ τὴν εὐκίνητον ἀκούουσιν : [ αἰθὸν γὰρ τὸ πυρῶδες ] αἴθει γὰρ ἐν κινήσει ὥσπερ |
ῥέξω πόρτιν Ἔρωτι καὶ αὐτᾷ βοῦν Ἀφροδίτᾳ . παρθένος ἔνθα βέβηκα , γυνὴ δ ' εἰς οἶκον ἀφέρπω . ἀλλὰ | ||
τὸ μέντοι μάτην μάταιος , καὶ τὸ βέβαιος παρὰ τὸ βέβηκα . τὰ δὲ παρώνυμα παρ ' οὐδετέρων γινόμενα ὀξύνεται |
η καὶ ν , ὑπερκύδαντος . οὕτως ὁ αὐτὸς ἐν Ἐπιμερισμοῖς . Φοῖβος . φοιβόϊός τις ὢν , ὁ φοίβοις | ||
παρῴχωκε . τὸ δὲ θέμα ἵημι . οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν Ἐπιμερισμοῖς , . , , . . α . . |
πᾶν κατὰ ἄστυ . εἰσὶ δὲ οἳ ἀπὸ τοῦ γεγωνέω σχηματίζουσιν , ὥστε δεῖ περισπᾶν . τὸ ἀπαρέμφατον ἐνεστὼς ἀντὶ | ||
, ταύτας μόνας ξυμβολὰς ἔχοντεςὁρᾷς ὁποῖα πρὸς φιλοσοφίαν ἐφόδια ; σχηματίζουσιν καὶ μετακοσμοῦσιν αὑτοὺς εὖ μάλα εἰκότως καὶ πρὸς ἐμέ |
μαθεῖν ” . ἔναγχος ] πρὸ μικροῦ . ὑπ ' ἀλφιταμοιβοῦ : τοῦ ἀντικαταλλάσσοντος καὶ πιπράσκοντος ἄλφιτα . ἢ τοῦ | ||
ποιητὴς ἦν οὔτε μουσικός . / ἔναγχος ] χθές . ἀλφιταμοιβοῦ ] σιτοπώλου . παρεκόπην ] ἠπατήθην . ⌈ ἰστέον |
ο ἐπὶ τῆς δευτέρας συζυγίας τῶν περισπωμένων κατὰ ποιητάς : βοάω βοόω , κομάω κομῶ κομόω , ἀντιῶ ἀντιόω : | ||
δὲ δευτέρα ἀπὸ τῶν διὰ τοῦ αω ῥημάτων γίνεται , βοάω , ναρκάω , διψάω , καὶ διὰ τοῦτο τὴν |
μετὰ πολὺν χρόνον οἱ πλούσιοι καὶ οἱ ἄρχοντες οὐ βουλόμενοι κωμῳδεῖσθαι ἤρξαντο κωλύειν τοὺς κωμικοὺς τοῦ φανερῶς οὕτω καὶ ὀνομαστὶ | ||
ἐπαίνων . Οὐ γὰρ δὴ οὔκ εἰσι καὶ νῦν ἕτοιμοι κωμῳδεῖσθαι καὶ Σαβαῖοι καὶ Λυκάμβαι , πρὸς δέ γε τὸ |
, ἀπολύω . ἁρπάζω , πλανῶ , διαρπάζω , συναρπάζω φθείρω , ἐξαρπάζω . φέρω , ἐπιφέρω εἰσφέρω , προσφέρω | ||
δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω , κτείνω , φθείρω , καίω , φλέγω , καθίζω , θερίζω , |
ἄλλων σωμάτων τὰς δυνάμεις : ἀλλὰ ἤδη ἀπειρίᾳ δυνάμεως ἀληθινῆς φαντάζονται καίουσαι καὶ φθείρουσαι καὶ θλίβουσαι καὶ πρὸς γένεσιν τῶν | ||
οὐδενὸϲ τῶν πρόϲθεν γεγενημένων μνημονεύουϲιν ὀρθῶϲ , ἀλλ ' οὐδὲ φαντάζονται οὐδὲ κρίνουϲιν ὀρθῶϲ ὡϲ ἐπίπαν . προϲήκει τοίνυν τῷ |
ὅθεν καὶ λῷον τὸ ἐπωφελές , ὃ πάντες θέλομεν . Δωρικῶς δὲ τὸ λῇς κατ ' ἀφαίρεσιν τῆς θε συλλαβῆς | ||
ΩΝ εἰς μίαν μακράν . ΝΟΕΥΝΤΕΣ , νοοῦντες Αἰολικῶς καὶ Δωρικῶς : ἄλλη ἀλλαχοῦ . . ΠΑΡΑΚΛΙΝΟΥΣΙ . Τὸ ΠΑ |
χλανίς , φαιὸς χιτωνίσκος καλός , πιλίδιον ἁπαλόν , εὔρυθμος βακτηρία , βεβαία τράπεζατί μακρὰ δεῖ λέγειν ; ὅλως αὐτὴν | ||
κλαγγηδὸν προκαθιζόντων καὶ πανταχοῦ πήρα κολακεία , πώγων ἀναισχυντία , βακτηρία λιχνεία , συλλογισμὸς φιλαργυρία : οἱ ὀλίγοι δέ , |
Ἀγησιλάου φάλαγγος ὧν Ἡριππίδας ἐξενάγει καὶ σὺν αὐτοῖς Ἴωνες καὶ Αἰολεῖς καὶ Ἑλλησπόντιοι , καὶ πάντες οὗτοι τῶν συνεκδραμόντων τε | ||
περισπώμενον δῆλον ἐκ τοῦ ἄησις καὶ ἄημι : καὶ οἱ Αἰολεῖς τὴν ἀῶν μετοχὴν καθὰ ποιῶν καὶ φιλῶν ἀεὶς ἐροῦσιν |
πυνθανομένοις χρησμοὺς διδόναι περὶ ὧν ἂν βούλοιντο . . 〚 πεύσει : Οἱ Ἀττικοὶ τὰ τῶν παθητικῶν χρόνων δεύτερα πρόσωπα | ||
ἐκ ταύτης ὑπό σου περιγιγνόμενον ἀγνοηθῇ τοῖς ἀνθρώποις κακόν : πεύσει γὰρ πρῶτον μέν , ὡς ἄρχεται ὀδύνας παρέχειν τοῦτο |
, σύννομοι , σύντροφοι , ἑταῖροι . καὶ τὰ λοιπὰ μετοχαῖς ἂν εἴποις καὶ οὐκ ὀνόμασιν , οἷον οἱ συμφοιτήσαντες | ||
καὶ νωθρότερον εὑρήκαμεν . ἀπὸ μέντοι τῶν ἄλλων ἀντὶ ὀνομάτων μετοχαῖς χρηστέον . τὰ δ ' ἐπιρρήματα πάντα φαῦλα . |
ἐπ ' ἀνθρώπους βάξις ἔχει χαλεπή . παρὰ τὸ βάζω βάξω βάξις . . . . βάπτω : παρὰ τὸ | ||
πλεονασμῷ τοῦ ρ φράζω . τοῦ δὲ βάζω ὁ μέλλων βάξω καὶ ὄνομα βάξις . . . . . . |
οὐκ ἔχει . λαμβάνεται δὲ ὁμοίως ἀπὸ τοῦ θίγω τὸ θιγγάνω , καὶ ἀντὶ τοῦ μήθω τὸ μανθάνω , καὶ | ||
, ὡς ἂν εἴποιμεν : ἱστόρησα τὴν πόλιν : πρωτόλεια θιγγάνω : ἀντὶ τοῦ πρὸ πάντων σε λιτανεύω καὶ ταύτην |
ὁ ἄσιτος : Κρατῖνος ἐν Διονυσαλεξάνδρῳ : φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον ἄνηστις : καὶ Αἰσχύλος ἐν Φινεῖ : ἄνηστις δ ' | ||
τοῦ νῆστις πλεονασμῷ τοῦ α κέχρηται λέγων φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον ἄνηστις . , . . ἀστεῖόν τι καὶ κατερρινημένον εἰπεῖν |
αἶ αἶ αἶ ] Τὰ εἰς αι λήγοντα ἐπιρρήματα θρηνητικὰ περισπῶνται , πλὴν τοῦ βαβαί καὶ οὐαί . τὸ δὲ | ||
ὅτι τὰ εἰς ους λήγοντα ὀνόματα εἰ μὲν ὦσιν ἁπλᾶ περισπῶνται , οἷον βοῦς νοῦς χροῦς χοῦς χνοῦς ῥοῦς χαλκοῦς |
λέγε τὴν ᾠδήν . ἀντὶ τοῦ πρὸς τὴν αἰθρίαν . βαρβαρίζει δὲ ὁ τοξότης . ἀντὶ τοῦ δρῶ . τοῦτο | ||
] τὸ θαρσαλέον , βαρβαριστί , παρὰ τὸ θαρρεῖν . βαρβαρίζει δὲ ὡς δοῦλος . κομψευριπικῶς : ἀντὶ τοῦ εὐριπιδικῶς |
ἐχθροὺς παρεισάγει ἐκ τοῦ πολέμου συντριβομένους εἰς τέλεον . βαβαὶ βαβαιὰξ : σχετλιαστικὰ ἀντὶ τοῦ “ φεῦ φεῦ ” . | ||
ἐχθροὺς παρεισάγει ἐκ τοῦ πολέμου συντριβομένους εἰς τέλεον . βαβαὶ βαβαιὰξ : σχετλιαστικὰ ἀντὶ τοῦ “ φεῦ φεῦ ” . |
ἀναλογεῖ ὁ μὲν μόνως πατὴρ τῷ γενικωτάτῳ , ὁ δὲ μόνως υἱὸς τῷ εἰδικωτάτῳ , οἱ δὲ πατέρες ἅμα καὶ | ||
ὅτι τεσσάρων ὄντων γενικωτάτων ὑπαλλήλων εἰδικωτάτων ἀτόμων τὸ μὲν γενικώτατον μόνως ὅλον , τὸ δὲ ἄτομον μόνως μέρος , τὰ |
πάλιν συνάπτειν . β , . καὶ ὅτι ἀντὶ τοῦ Θέμιστι . . ἡ διπλῆ ὅτι Ὄλυμπος ὄρος : διὸ | ||
πάλιν ἐλλείπει , ἡ δ ' ἄλλους μὲν ἔασε , Θέμιστι δὲ καλλιπαρῄῳ δέκτο δέπας : ἐμπεριεκτικὸν γάρ ἐστιν ἁπάντων |
ὁ μύρμηξ , ὁ σφήξ , ὁ βάτραχος , ἡ μυῖα διελάνθανεν . Οὐ γὰρ ἄνευ σώματος οὔτ ' Ὀδυσσεὺς | ||
ὅπερ καλεῖται ἀγρώστης , ὅμοιον δὲ λύκῳ . ἔστι δὲ μυῖα ὁ λύκος μέλαινα , μεγάλη , μακροσκελής , δίπους |
στενῶ , προσαγορεύω , ὁπλίζω , σφίγγω , λευκαίνω , βοηθῶ , βαστάζω , καταφιλῶ , πολεμῶ , μακαρίζω , | ||
, . . α . * . Ἀρκῶ : τὸ βοηθῶ : οὐδ ' ἤρκεσε θώρηξ χάλκεος , ὃν φορέεσκε |
ἐλούμην , ἐλοῦτο , λοῦμαι , λοῦται , λούμεθα , λοῦνται : οὕτω γὰρ οἱ ἀρχαῖοι λέγουσιν . Δυσωπεῖσθαι : | ||
εἰσὶ δὲ τῶν ὀρνίθων οἳ μὲν κονιστικοί , οἳ δὲ λοῦνται , οἳ δὲ οὔτε κονιστικοὶ οὔτε λοῦνται . ὅσοι |
τοῦ ἔπειτα γεγονὸς , καὶ τὸ εἰὲν , ὅ τινες ὀξύνουσιν : καὶ τὸ αἰὲν ὁμότονον καὶ ὁμόσημον τὸ αἰεί | ||
καὶ τὸ ὑδρορρόη οἱ παλαιοὶ ἐβάρυναν , οἱ δὲ μεταγενέστεροι ὀξύνουσιν οὐχ ὑγιῶς . Τὰ εἰς Η θηλυκὰ προσηγορικὰ ἀπὸ |
ὡς εὐτυχὴς εἶ μᾶλλον ἢ καλῶς φρονεῖς . οἱ δὲ οἰνόπται ἐφεώρων τὰ ἐν τοῖς δείπνοις , εἰ κατ ' | ||
ἔχειν , ἀλλὰ καὶ οἰνόπτας . ἀρχὴ γοῦν ἐστιν οἱ οἰνόπται παρὰ Ἀθηναίοις , ἧς μνημονεύει ἐν ταῖς Πόλεσιν Εὔπολις |
μὴ διαστολὴν ἔχοι σημαινομένου , ὡς τὸ Κρότων βαρύνεται : ὀξυνόμενον γὰρ δηλοῖ ζωύφιον : ἢ χαρακτῆρι ὑπάγοιτο , ὡς | ||
ΑΙΟΣ ἐθνικὰ : Ἀθηναῖος Θηβαῖος Ῥωμαῖος . σεσημείωται τὸ Ἀχαιός ὀξυνόμενον καὶ τὸ ἐρυσίχαιος προπαροξυνόμενον . Ἔτι τὰ τρισύλλαβα ἀπὸ |
ἀπὸ τοῦ πέμπω πέμπομαι , ἕλκω ὁλκὸς , οὕτω καὶ ἕπω ὀπὸς ὀξύτονον . τούτου ῥῆμα παράγωγον ὀπάζω , ὡς | ||
συφορβός , καὶ ἕλκω ὁλκός , οὕτως καὶ παρὰ τὸ ἕπω , τὸ ἀκολουθῶ , γίνεται ὀπός , ἐξ οὗ |
ὁ πλεονασμὸς τοῦ ν καθὰ καὶ ἐν τῷ δύνω καὶ θύνω . . . , : πεποίηται δὲ , φασί | ||
λήγοντα ῥήματα διὰ τοῦ ν προφέρουσιν οἷον δύω δύνω θύω θύνω , ὡς παρ ' Ὁμήρῳ ” θῦνε γὰρ ἀμ |
Ὕαντες δὲ λέγονται οἱ κατοικοῦντες τὴν Βοιωτίαν . Σεσημείωται τὸ Λάας : τοῦτο γὰρ ὅτε μέν ἐστι κύριον ἀντίκειται τῷ | ||
ἀπὸ τοῦ Λᾶς τοῦ μονοσυλλάβου γέγονε κατὰ πλεονασμὸν τοῦ α Λάας καὶ λοιπὸν τὴν αὐτὴν ἐφύλαξε κλίσιν , φημὶ δὴ |
ποιητικὰς πλεῖστοι ἐξηγήσαντο : Δίδυμος , Τρύφων , Ἀπολλώνιος , Ἡρωδιανός , Πτολεμαῖος Ἀσκαλωνίτης , καὶ οἱ φιλόσοφοι Πορφύριος , | ||
ὄνομα εἴληπται ἀπὸ τῶν στεναγμάτων τῶν ἐν αὐτῇ . οὕτως Ἡρωδιανός . . . . αἰδοῖα : παρὰ τὴν αἰδῶ |
τὸ ἐδῶ ἐδήσω ἐδητύς . εἰ γὰρ ἦν ἐκ τοῦ ἔδω βαρυτόνου , ἐτὺς ὤφειλεν εἶναι ἰσοσύλλαβον τῷ ἔδω , | ||
ἀγρούς καὶ δένδρεσιν καθίζειν φαγοῦσαν ἄγριόν τι ; τὰ νῦν ἔδω μὲν ἄρτον ἀφαρπάσασα χειρῶν Ἀνακρέοντος αὐτοῦ , πιεῖν δέ |
, ἐκεῖνο φάναι , ὡς πρῶτον παρὰ Σικυωνίοις ἐν γενικῇ ἑνικῇ ἀπειράκις παραλαμβάνεται : καὶ ὡς τὸ ἀπὸ χαλκόφι τὴν | ||
ἐστι καὶ ἡ ἐμοί ἀντωνυμία συνεμπίπτουσα πληθυντικῇ συνάρθρῳ καὶ δοτικῇ ἑνικῇ κατὰ πρῶτον καὶ δεύτερον , οὐ μὴν κατὰ τρίτον |
* . Αἰξωνεύεσθαι : τὸ κατηγορεῖν : βλάσφημοι γὰρ οἱ Αἰξωνεῖς . δῆμος δὲ ἡ Αἰξωνὴ τῆς Κεκροπίδος ἐστὶ φυλῆς | ||
. . αἰξωνεύεσθαι : τὸ κατηγορεῖν : βλάσφημοι γὰρ οἱ Αἰξωνεῖς . δῆμος δὲ ἡ Αἰξωνὴ τῆς Κεκροπίδος γῆς . |
ἤγουν καινοτέραν ἀγλαΐαν ἔχοντα , ᾆσμα λαμπρὰν συνιστῶν χορείαν ἐναρμόσαι Δωρίῳ ῥυθμῷ : ἐπεὶ εἰσπράττονται μὲν ἐμέ , ἤγουν ἀπαιτοῦσιν | ||
τὸ περιεχόμενον . τὴν βάσιν οὖν εἶπε . πρὸς τῷ Δωρίῳ μέλει ἐναρμόσαι τὴν ἀγλαόκωμον φωνήν . γέγραπται γὰρ ἡ |
δηλονότι χωρὶς τῶν ἐπεκτεταμένων , οἷον τοξόται τοξόταις , κοχλίαι κοχλίαις , Ὅμηροι Ὁμήροις , ἄνθρωποι ἀνθρώποις , Ἀρίσταρχοι Ἀριστάρχοις | ||
πρὸς τοὺς ἐν αὐταῖς ἀπαντῶντας ποταμοὺς πολλάκις τοῖς Αἰγυπτίοις ἀναντλούντων κοχλίαις . * τὸν δόλον οὐ ταὐτὸν εἶναι τούτοις τε |
” , ὀφείλω ὄφλω , ἵνα εἴη οὕτω καὶ δαγκάνω δάκνω . αὐτὸς μέντοι ἐκ τοῦ δήκω πεποιῆσθαί φησι τοῦτο | ||
: ὑπνῶ πυκνῶ ἱκνῶ τεχνῶ σκιδνῶ ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον , ὅπερ ἀπὸ τοῦ δαγκάνω γέγονε κατὰ συγκοπήν |
Καὶ ἄξιόν ἐστι ζητῆσαι , διὰ ποίαν αἰτίαν οὐδέποτε ἡ υι δίφθογγος ἐν τέλει λέξεως εὑρίσκεται : καὶ ἔστιν εἰπεῖν | ||
δίφθογγον λήγειν , ὅπερ ἐστὶν ἀδύνατον : οὐδέποτε γὰρ ἡ υι δίφθογγος ἐν τέλει λέξεως εὑρίσκεται , οἷον μυῖα ἅρπυια |
, ἀλλ ' ἐπίγειοι , κονιστικοί , οἷον ἀλεκτορίς , πέρδιξ , ἀτταγήν , φασιανός , κορυδαλλός . Ἀγαθαρχίδης δὲ | ||
φησὶ δ ' Ἀριστοτέλης περὶ τοῦ ζῴου τάδε : ὁ πέρδιξ ἐστὶ μὲν χερσαῖος , σχιδανόπους , ζῇ δὲ ἔτη |
λέγει ἐν τῇ πρώτῃ : ” † καὶ † ἀπεμάχετο ἀρρωδέων ” . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ Ἰάδος διαλέκτου | ||
τὴν τέχνην εἰ ἐπίσταιτο : ὁ δὲ οὐκ ὑπεδέκετο , ἀρρωδέων μὴ ἑωυτὸν ἐκφήνας τὸ παράπαν τῆς Ἑλλάδος ᾖ ἀπεστερημένος |
οὐκ ἐπεκράτησεν , ὡς ἐν τῇ Λητώ αἰτιατικῇ , ὃ ὀξυνθῆναι θέλει ὁ κανών ; φαμὲν οὖν , ὡς ἡνίκα | ||
ἐστιν ἐκταθῆναι τὴν φωνὴν πέραν τοῦ τοιούτου μέτρου , ἤτοι ὀξυνθῆναι πρὸ τριῶν συλλαβῶν : ἔπειτα οὐδὲ λέξις ἑλληνικὴ θεματική |