φίλους τῇ πίστει . τοιγαροῦν αὐτῶν ἀποθανόντων ὁ πόθος οὐ συναπέθανεν , ἀλλ ' ἀθάνατος ἐν οὐκ ἀθανάτοις σώμασι ζῇ
ἐπὶ τὸν Ἀννίβαν ἠνέχθη , καὶ καθελὼν τὸ διάδημα , συναπέθανεν αὐτῷ , καθάπερ ἱστορεῖ Ἀριστείδης ὁ Μιλήσιος . .
6351528 Πιθηκος
μέλλων πτώξω , καὶ πτὼξ , ἀποβολῇ τοῦ ω . Πίθηκος . παρὰ τὸν πιθήσω μέλλοντα . ἀπὸ τοῦ πιθῶ
μὴ φοβοῦ τὰ κύματα : χρησμὸς οὗτος Ἰάσονι δοθείς . Πίθηκος ὁ πίθηκος κἂν χρυσᾶ ἔχῃ σάνδαλα : ἐπὶ τῶν
6266584 συνεγνω
. “ ταῦτα τῶν μάγων εἰπόντων ὁ βασιλεὺς ἥσθη καὶ συνέγνω . τοιάδε μὲν ἐπυθόμην περὶ Σελευκείας : ὁ δὲ
τινὸς λαβομένη δεινοῦ , οὐ συνεῖδε τὴν φύσιν , οὐ συνέγνω τῷ σφάλματι , ἀλλ ' εὐθὺς ἦλθεν ἐπὶ τὸν
6218681 δυσελπις
βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς παρακεκομμένος ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος
μετιὼν ἀθρόα δυσελπιστίαν καὶ ἀπιστίαν μετὰ πολλῆς ἀνοίας κτᾶται : δύσελπις μὲν γίνεται , εἰ νῦν μόνον ἀλλὰ μὴ καὶ
6216511 πενθων
: ἦν δὲ ἐτῶν κβʹ . Ὁ δὲ Θησεὺς βασιλεὺς πενθῶν αὐτὸν ἐξεῖπε τῇ Φαίδρᾳ τὴν ἑαυτοῦ λύπην , ὀνειδίζων
στρατείαν ἐνέβαλον . κάθησο τοίνυν πρὸς πάντα ταῦτα ἐπτοημένος , πενθῶν , ἀτυχῶν , δυστυχῶν , ἐξ ἄλλου ἠρτημένος καὶ
6205621 ἐλεεινος
ἐξώρμησεν : ὁ δ ' εὐθὺς ἐπιγνοὺς ἐκεῖνον ἱκέτης ἦν ἐλεεινός , διαβεβαιούμενος ὡς ἀγνοίᾳ μᾶλλον ἢ κακουργίᾳ κατ '
μνημονευτικός . , μνημονικός . σχέτλιος ] βραδύς . , ἐλεεινός , δυστυχής . , ἄθλιος . ] ἔχεις ἀπὸ
6192228 ἐβιω
τῶν Θησέως ἀρῶν ἀνέστησεν Ἀσκληπιός : ὁ δὲ ὡς αὖθις ἐβίω , οὐκ ἠξίου νέμειν τῷ πατρὶ συγγνώμην , ἀλλὰ
οὔτε ἔργου , ἐτάθη δὲ τὸ σῶμα καὶ ἐπάγη , ἐβίω δὲ καὶ ἐξήγρετο . Σκόμφος , ἐν Οἰνειάδῃσι ,
6187531 ἀδωρος
τε ἀφανῶς ἀδώρητος γενόμενος . Πλάτων μέντοι γε ἐν Συμποσίῳ ἄδωρος εἶπεν . καὶ γάρ φησιν ἄδωρος δυσμενείας ἀντὶ τοῦ
: σημαίνει τὸ τὰ μαντευθέντα ἅπαξ πειρᾶσθαι ἀμάντευτα ποιεῖσθαι . ἄδωρος χάρις : ἡ μὴ ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά .
6116126 κοτος
μάνις : οἱ γὰρ ὀργιζόμενοί πως μαίνονται : Ἀρίσταρχος δὲ κότος πολυχρόνιος , ἀπὸ τοῦ ἐγκεῖσθαι . λέγεται καὶ ἀρσενικῶς
συμπρέσβεις παρῇσαν , ἤδη δὲ τοῦ τείχους ἱκανῶς προκεχωρη - κότος τοῖς Λακεδαιμονίοις ἤγγελτο ὅτι τετειχισμέναι λοιπὸν εἶεν Ἀθῆναι ,
6095591 ἐτραχηλοκοπηθη
ἐν Περγάμῳ δόξας κλάσματα ἄρτων καὶ ἄρτους ὑγιεῖς χέζειν , ἐτραχηλοκοπήθη : ὥσπερ γὰρ οὐκ ἦν αὐτῷ κεφαλὴ ἡ δυναμένη
Ὑδροχόῳ , Κρόνος Ταύρῳ , ὡροσκόπος Κριῷ . καὶ οὗτος ἐτραχηλοκοπήθη . Ἄλλη . Ἥλιος Ἀφροδίτη Ὑδροχόῳ , Σελήνη Διδύμοις
6088070 ἀγευστος
ἀεὶ τῶν κρεῶν . λέγεταί που μίαν εἰ διέλειπεν ἡμέραν ἄγευστος ἐπιτίθεσθαι τὸ πάθημα πάντως , ἕως ἐνεπλήσθη . ,
γῆς τῷ ἀτάφῳ , οὐδὲ σώματος ἅψεται . μένει δὲ ἄγευστος καὶ ποτοῦ , ἐὰν ἐς αὔλακα ἐποχετεύῃ εἷς ἄνθρωπος
6085871 κολαζεται
, λαμβάνει τι ὧν δεῖται , ὅταν δὲ ἀμελῇ , κολάζεται . ἀνθρώπους δ ' ἔστι πιθανωτέρους ποιεῖν καὶ λόγῳ
δωρεὰν , εἰ γὰρ , φησὶν , ὁ λιπὼν τάξιν κολάζεται , δῆλον ὅτι ὁ ἀριστεύσας τιμηθήσεται . Ἐὰν μὲν
6085367 ἐξοινος
τὰ δύο ὁ - ρῶν οἴεται τέσσαρα , ὥσπερ ἂν ἔξοινός τις ὢν οὗτος καὶ κραιπαλῶν τύχη , οἷα μὲν
τὰ δύο ὁ - ρῶν οἴεται τέσσαρα , ὥσπερ ἂν ἔξοινός τις ὢν οὗτος καὶ κραιπαλῶν τύχη , οἷα μὲν
6079169 διεμενεν
τὴν φύσιν μεταίρειν εἰς τὸ ὑγρόν : πῶς γὰρ ἂν διέμενεν ἢ πῶς οἷόν τε καὶ διαμένειν ὁντιναοῦν χρόνον εἴπερ
μὲν οὖν τὴν ὑπάρχουσαν χώραν ἐκέκτηντο καὶ Πυθαγόρας ἐπεδήμει , διέμενεν ἡ μετὰ τὸν συνοικισμὸν κεχρονισμένη κατάστασις , δυσαρεστουμένη καὶ
6022627 παρῳχηκεν
καὶ οὐκέτι ἔστιν , ὁ δὲ ἅμα νοούμενος καὶ ἐνεστακὼς παρῴχηκεν . καὶ οὕτως ἀεὶ συνάπτει τὸ νῦν συνεχῶς ἄλλο
; οὐκ εἰς ἐνιαυτὸν ἀπεδείχθητε τῶν κοινῶν προστάται ; οὐ παρῴχηκεν ὁ τῆς ἀρχῆς ὑμῶν χρόνος ; οὐκ ἰδιῶται τῷ
6022081 ἀτιμωρητος
: φόνον θανάτῳ πρὸς τέκνων ἀπηύρα : ἀλλ ' οὐκ ἀτιμώρητος , φησὶν , ἔμεινεν ἡ Κλυταιμνήστρα , ὑπὸ τῶν
ὅτι δικαιότατος ὢν καὶ ὁσιώτατος ἔζη τε ζῶν καὶ τελευτήσας ἀτιμώρητος ἂν κακῶν ἁμαρτημάτων ἐγίγνετο τὸν μετὰ τὸν ἐνθάδε βίον
6014691 ἀξιουμενος
ἡδέως ἂν ὁ βασιλεὺς προσεδέξατο τὰς ἐντεύξεις καὶ πάντα ἂν ἀξιούμενος συνεχώρησεν : ἐπεθύμει γὰρ τὰς κατὰ τὴν Ἑλλάδα ταραχὰς
, ἀρχοντικός , ἀγχίνους καὶ εὔγαμος , ἐπιτροπῶν καὶ παρακαταθηκῶν ἀξιούμενος . τὸ δὲ σημεῖον : τὸ πρόσωπον πλατύ ,
6014092 ἐγκεκλημενων
ἆρ ' ὀλίγον , ἀλλ ' οὐ πολλῷ πλείω τῶν ἐγκεκλημένων ; λαβὲ τοίνυν τὰς μαρτυρίας ταυτασὶ καὶ ἀνάγνωθ '
φείσησθε : οὐ παραιτοῦμαι : ἐὰν δ ' εὑρίσκωμαι τῶν ἐγκεκλημένων κεχωρισμένος τῷ δικαίῳ τοῖς νόμοις τῷ συμφέροντι , μὴ
6008245 ἀποσχομενος
οἰόμενοι ξίφει τεθνάναι αὐτόν , ἀποθάνοι δὲ ὁ ἀνὴρ σιτίων ἀποσχόμενος : τοῦτον γὰρ αὐτῶι ἀλυπότατον δόξαι τὸν θάνατονοὐκ εἰδὼς
εἰς γενναιότητα καὶ τὸ σῶμα θρεψάμενος καὶ λαγνείας ὑποτεμνομένης ἰσχὺν ἀποσχόμενος . Εὕροις κἀν τοῖς ταύροις μορφὰς καὶ ἤθη παραλλάττοντα
6006763 στεφανουμενος
ἀπόλλυται . καὶ πολλὰ βαλλόμενος καὶ τοξευόμενος ὥς τισιν ἄνθεσι στεφανούμενος λέγω : βάλλετε καὶ μὴ φείδεσθε . τί δ
ὃ δὲ εὖ διαβὰς ἐν τῇ στάσει καὶ ἐγκρατῶς , στεφανούμενος ἀπῄει . Ἐὰν προσέχῃ τις Καλλίᾳ , φιλοπότην αὐτὸν
5973714 ἀγηραος
κύτος ἡμῶν . . . . ψυχῆς πάμμορφον ἄγαλμα . ἀγήραος . ἄζωνος . ἀμφιπρόσωπος . ἀναγωγός . ἄφθεγκτος .
, φαγὼν καὶ αὐτὸς γέγονεν ἀθάνατος , ἀλλ ' οὐκ ἀγήραος , ἐφ ' ᾧ κατεπόντισεν ἑαυτόν . μαντεύεται δὲ
5972002 ἀπροορατος
ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων ἀδιοίκητος
. Οὕτω Πλούταρχος . . ΚΡΟΝΙΩΝ . Ἡ ἀφανὴς καὶ ἀπροόρατος Εἱμαρμένη , ἡ κοροῦσα καὶ μελαίνουσα τὸν νοῦν ,
5970920 μοχθει
ἕτερον ὀνειδίζοντος , εἴγε αὐτὸς μὲν ἐξιὼν παρ ' ἕκαστα μοχθεῖ , ὁ δὲ οὐδὲν ποιῶν τοῖς ἑαυτοῦ πόνοις ἐντρυφᾷ
: ὃ καὶ κρεῖττον τοῦ προτέρου . Μόχθον ] Ἤγουν μοχθεῖ ἀθλίως . Μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει ] Ἤγουν ἀλλοτρίοις παρὰ
5969908 ἀποπτυστος
ἀπάτησεν . ῥέζων : πράττων . Ξυνός : κοινός . ἀπόπτυστος : ἐκβεβλημένος . στυγερώτατος : μισητότατος . Αἰνός :
ὦ μάκαρες , ῥέζων κακά : καὶ τετέλεστο ξεῖνος , ἀπόπτυστος θάλαμος , στυγερώτατος ἵπποις , οἷος ἐν ἀνθρώποισιν ἐνυμφεύθη
5958390 κωμαζων
ἐν τῷ Ἀπολλωνίου τοῦ Τυανέως βίῳ 〛 κραιπαλόκωμος : ὁ κωμάζων ἐν κραιπάλοις τοῖς ἱεροῖς . . τοῦτο μετωνυμία καλεῖται
τοῦ σχήματος κατηγόρει τὸ πάθος : παράφορός τε γὰρ καὶ κωμάζων εἱστήκει οὐ δυνάμενος ἐρείδειν τὼ πόδε , ἀλλ '
5939662 ἐχορηγει
ἐκεῖνος , ἐπειδή οἱ ὁ πάππος εἰς Μήδους ἀφικομένῳ δαῖτα ἐχορήγει βασιλικήν , τότε γὰρ οὐ μετρίως ἐτρύφα τὸ Μηδικόν
κατετίθετο , ἀλλ ' ἰδίᾳ ἐθησαύριζεν : οὔτε τοῖς στρατιώταις ἐχορήγει τὰς μισθοφορίας , οὔτε τοῖς ἡγεμόσι μετεδίδου τούτων ,
5918305 ἀφιλος
σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν
εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος
5916091 θνῃσκειν
' οὔτε συλλύειν τινά , πάντων δ ' ἄτιμον κἄφιλον θνῄσκειν χρόνῳ κακῶς ταριχευθέντα παμφθάρτῳ μόρῳ . τοιοῖσδε χρησμοῖς ἆρα
. Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην . Καλὸν τὸ θνῄσκειν οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει . Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς
5891889 Καλοις
τρόπους οὐκ ἀμείβων , Τὸ σχῆμα μεταλλάττει ἀπάτης χάριν . Καλοῖς κακὰ συνάπτων ὁ σκαιὸς ἀνὴρ Δῆλος δήπουθέν ἐστιν σφαλερῶς
: ἀτιμάζω σε , ἵνα αἴσθησιν λάβῃς . Ἑρμηνεία . Καλοῖς εἰ μὴ χαίρουσιν ἄνδρες ἄφρονες , Κακοῖς ἀμείβου τὴν
5884607 ἑξηκοντουτης
Ῥουτιλιανὸς ἔπεμπεν εὐθὺς ἐπὶ τὴν κόρην καὶ τοὺς γάμους συνετέλει ἑξηκοντούτης νυμφίος καὶ συνῆν , τὴν πενθερὰν Σελήνην ἑκατόμβαις ὅλαις
. ἁλωνευόμενος . ὃς δὲ πρῶτος ἐξῆρχε τοῦ πόνου , ἑξηκοντούτης ὢν καὶ βαρὺς τὸ σῶμα καὶ πιμελής . .
5867624 τρυφων
διὰ ταῦτα πάσχει τὰ πονηρά . πᾶς οὖν ἄνθρωπος ὁ τρυφῶν καὶ ἀπατώμενος οὕτως βασανίζεται , ὅτι ἔχοντες ζωὴν ἑαυτοὺς
φησίν , καθὼς βούλει , ἵνα νοήσῃς αὐτά . ὁ τρυφῶν καὶ ἀπατώμενος μίαν ἡμέραν καὶ πράσσων ἃ βούλεται πολλὴν
5864193 διεπραξαμην
λέγει ὅτι ὁ Ἀπόλλων ἔκρινε καὶ διὰ τοῦτο οὐ δεινὰ διεπραξάμην , εἴγε θεὸς ὁ κρίνας καὶ κελεύσας . εἶτα
θέλων ἀμύνασθαι βασιλέα , πρὸς τὸν Αἰγύπτιον αὐτομολήσας ἔργα μεγάλα διεπραξάμην . καὶ γὰρ Τύρον δυσάλωτον οὖσαν ἐχειρωσάμην αὐτὸς καὶ
5858114 ὀκνηρος
δὲ τὸν ἄχρηστον καὶ μάτην τρεφόμενον σιτόκουρόν που εἶπεν : ὀκνηρός , πάντα μέλλων σιτόκουρος . καὶ πάλιν : σιτόκουρον
πάνυ ἐπαινῶ . ὀνόματα δὲ μελλητής μελλητικός , καὶ ἴσως ὀκνηρός , καὶ βραδὺς καὶ νωθὴς καὶ νωθρός : ἔστι
5854313 δολιῳ
βίον ἐκπνέων , ὤμοι μοι , κοίταν τάνδ ' ἀνελεύθερον δολίῳ μόρῳ δαμεὶς δάμαρτος ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ . [
βίον ἐκπνέων , ὤμοι μοι , κοίταν τάνδ ' ἀνελεύθερον δολίῳ μόρῳ δαμεὶς δάμαρτος ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ . αὐχεῖς
5849004 περιεποιησε
: ἴστε Αἴαντα , ὃς μέγας ὢν ὄνειδος τοῖς Ἕλλησι περιεποίησε τὴν κακοκρισίαν αὐτῶν φανερὰν ποιήσας , ἐπεὶ προσεχαρίσαντο τῇ
Κρονίων : οὐκ εἰρηκότος Ὁμήρου ὅτι ἔβρεξε χρυσὸν , ἀλλὰ περιεποίησε χύδην αὐτοῖς τὸν πλοῦτον . χρυσέαις νιφάδεσσι : τοῦτο
5838112 ὀρεγομενος
ὅτι ὁ κατασχεθεὶς ἐκείνῃ τῇ θέᾳ τοῦ καλοῦ καὶ ἐκείνων ὀρεγόμενος , καὶ παίδων καὶ χρημάτων καὶ πάντων τῶν ἀνθρωπίνων
καθάπερ τινὰς ποίμνας καὶ ἀγέλας , ὁ μὲν τῶν ἐκτὸς ὀρεγόμενος ἄργυρον , χρυσόν , ἐσθῆτας , πάντα ὅσα τοῦ
5836819 θανοντι
μέγα στενάξας , ἐκεῖνος συνάχθεσθαι ἀμφοτέροις ἔφη , τῷ μὲν θανόντι , ὅτι ὑπὸ τἀδελφοῦ πάθοι ταῦτα , ἐκείνῳ δ
θ ' ὑπένερθεν δαίμονες , οἳ † μηδ ' ὧδε θανόντι περ εὐμενέοιεν , ὡς οὔ τις θεόθεν χόλος ἔσσεται
5828107 παραδωσει
” ἐπισκέψεται ὁ θεὸς ” τὸ ὁρατικὸν γένος καὶ οὐ παραδώσει μέχρι παντὸς αὐτὸ ἀμαθίᾳ , τυφλῇ δεσποίνῃ , τὸ
ἐκκόπτειν , γυμνώσει τὴν μήνιγγα πᾶσαν καὶ σπασμῷ τὸν κάμνοντα παραδώσει . Ὀστώδης ἐπίφυσις ἐν παντὶ μὲν γίνεται μέρει τοῦ
5827735 εἱματων
τὴν τρυφὴν καὶ τὰς τέχνας . Νῦν γὰρ ἐθάδες ὄντες εἱμάτων καὶ στρωμάτων , καὶ τρυφῶν , εἰ σκληροτροφήσομεν ,
δι ' ἀργύρου ὠνουμένην . παγκαίνιστον ] διόλου νεάζουσαν . εἱμάτων ] ἱματίων . βαφάς ] λέγω . οἶκος ]
5826372 Χυτρεους
τάφους λουτρά . Χύτραν ποικίλλειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς : ἤτοι ὀστράκινος , εὐτελής . Χρυσὸς Κολοφώνιος :
: ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς θεός . καί : Χυτρεοῦς ἄνθρωπος : ὀστράκινος , εὐτελής . Χωρὶς τὰ Μυσῶν
5807807 στερηθεις
, ὦναξ , παῖδα τὸν σόν , εἰ νέας τροφῆς στερηθεὶς σοῦ διοίσεται μόνος ὑπ ' ὀρφανιστῶν μὴ φίλων ,
πάντων ἐνδεοῦς οὔσης , πατρίδος δὲ τοιαύτης ἐπ ' αἰσχίσταις στερηθεὶς αἰτίαις , πολλὰς μὲν ναυμαχίας ὑπὲρ αὐτῆς νεναυμαχηκώς ,
5807509 Πολυκρατει
ἄρα καὶ τότε τοῖς βασιλεῦσι ποιηταὶ καὶ πρότερον ἔτι καὶ Πολυκράτει Σάμου τυραννοῦντι Ἀνακρέων παρῆν καὶ ἐς Συρακούσας πρὸς Ἱέρωνα
τὸν ἰατρόν . ὃς τὸ μὲν γένος ἦν Κροτωνιάτης , Πολυκράτει δὲ τῶι Σαμίων τυράννωι συνὼν καὶ μετὰ τὸν ἐκείνου
5802159 βασκανος
. Τί οὖν ὁ πρᾶος καὶ εὔχαρις μηδὲ φιλοχρήματος μηδὲ βάσκανος ; ἆρα εἰ φιλόδοξος εἴη καὶ πάνυ τοῦ πρωτεύειν
τὴν σύμπνοιαν διασπᾶν , καὶ ἔτι μᾶλλον τὸ μὴ ἴσθι βάσκανος , ἀλλὰ φιλάνθρωπος καὶ κοινωνικός . ἐκ δὲ τούτου
5800403 ἀπογινωσκων
. Μετὰ δὲ ταῦτα Διονύσιος μὲν ἐπταικὼς καὶ τὴν δυναστείαν ἀπογινώσκων ἤδη ἐν μὲν ταῖς ἀκροπόλεσιν ἀπέλιπε φρουρὰς ἀξιολόγους ,
μὲν πρῶτα ὀδυρμὸς τοὺς ἐπιπλέοντας συνέχει πολὺς μὲν , οὐκ ἀπογινώσκων δὲ τὴν ἀμείνω προσδοκίαν : ἤδη γάρ τινας οὕτως
5783188 θεσφατ
μὲν ἔβη δόμον Ἄϊδος εἴσω Τειρεσίαο ἄνακτος , ἐπεὶ κατὰ θέσφατ ' ἔλεξεν : αὐτὰρ ἐγὼν αὐτοῦ μένον ἔμπεδον ,
βασιλέων θάνατον . θ θέσφατ ' ] τὰ μαντεύματα . θέσφατ ' ] τὰ θεσπίσματα τοῦ Ἀπόλλωνος . θέσφατ '
5780402 ἀπολειφθεις
ὁ τοῦ Ἰωάννου τῆς γυναικὸς ἀδελφός , ὕπαρχος τοῦ Πελωγράδου ἀπολειφθεὶς πρὸς αὐτοῦ ἐνεκότει τῷ Λαζάρῳ δεινῶς καὶ πάντα τρόπον
ὦ πάτερ , εἰς ἀφασίαν με ἤνεγκας : τῶν πρὶν ἀπολειφθεὶς φρενῶν , τὸ γὰρ μέγεθος βλέπω τὸ σὸν τὸ
5779647 Ἐλπις
ἀπὸ τουτέου τοῦ πτυέλου , ἑβδομαίου ἐόντος τοῦ νουσήματος . Ἐλπὶς δὲ τὸν τὰ τοιαῦτα πτύοντα ἀποθανεῖσθαι τεσσαρεσκαιδεκαταῖον , ἢν
φιλοτεχνῆσαι καὶ παραστῆσαι σαφῶς , ὅπως ἑκάστῳ βιῶναι προσήκει : Ἐλπὶς δὲ ἡ πάντα πείθουσα παραχωρεῖ τοῖς ἐκείνου πλεονεκτήμασι καὶ
5776874 κατεγνωσθη
σαφῶς τοὺς ἑτέρους συκοφαντήσομεν . εἰ μὲν γὰρ ὀρθῶς ἐκεῖνα κατεγνώσθη , ἠδίκουν μὲν , ὡς ἔοικεν , ἐκεῖνοι ,
μεθα : κατὰ πρόσωπον δὲ πένης καὶ πλούσιος ἐχθροί , κατεγνώσθη θανάτου παρὰ τοῦ δήμου ὁ πένης , παρεδόθη τῷ
5773328 ὀλωλεν
† , ὅτ ' οὐκ ἄφρων ὢν μάντεων πεισθεὶς λόγοις ὄλωλεν ὡς ὄλωλε τοῖσιν εἰδόσιν . φεῦ φεῦ . τί
τῷ τί δέ : εἶτα : οὐχὶ τὰ μεγάλα Περσῶν ὄλωλεν ; ἵνα λείπῃ πράγματα τὸ τί δέ : ὅπερ
5769680 σφαγευς
, ὁ γλυκὺς Ῥώμης κλάδος , ὁ παγγάληνος , ὁ σφαγεὺς τῶν βαρβάρων , ὁ πανσέβαστος καὶ διώκτης Συρίας ,
δὲ κατήγορος σὺ , καὶ τὰ ψεύδη μαρτυρεῖς , καὶ σφαγεὺς ἄδικος τῶν ἀθλίων παίδων γεγένησαι : τί καὶ νῦν
5763648 συνεμιξεν
γὰρ ὑπὸ Φαλάριδος τοῦ ὠμοτάτου τῶν τυράννων κατείχετο , καὶ συνέμιξεν αὐτῷ σοφὸς ἀνήρ , Ὑπερβόρειος τὸ γένος , Ἄβαρις
, ὁ Πολυδεύκης , ὅπου ἄπρακτος καὶ εὐεπιχείρητος ἦν , συνέμιξεν αὐτῷ τὰς χεῖρας ὑποστάς . ᾗ κάρτος ἀάατος καὶ
5762145 ἀμοχθος
' αὐτὸ τῆς ὥρας τὸ χειμέριον , ὅτε τοῖς ὀφθαλμοῖς ἄμοχθος ἡ τῶν ἰχνῶν θεωρία πρόκειται , τοῦτο μὲν τῇ
κακῶς πράσσουσιν ἡδὺ καὶ βραχὺν χρόνον λαθέσθαι τῶν παρεστώτων κακῶν ἄμοχθος γὰρ οὐδείς : ὁ δ ' ἥκιστ ' ἔχων
5756087 παμβασιληος
! ! ! ! ! ! ] Αβαδιος ἐπὶ χθονὶ παμβασιλῆος ἔπλετο δωρσιεω ? ? ? ! ! ! !
? ? ? ὔμμι ? ? γενέθλῃ . ἐν χθονὶ παμβασιλῆος ? ? ? ? ? ? ? ? ?
5752110 οὑν
. πότερα τῶν ζῴων φρονιμώτερα . . . ὁ μὲν οὗν Κλεάνθης ἔλεγε , καίπερ οὐ φάσκων μετέχειν λόγου τὰ
κόσμος κυκλεῖται τῶν ζωογονουμένων καὶ φυομένων ἁπάντων . Ἡσίοδος μὲν οὗν οὕτως περὶ αὐτῆς λέγει ; πρῶτον ἕνη τετράς τε
5748022 συνεραστης
, συστρατιώτης , σύνεδρος , σύσκηνος , συστράτηγος συντράπεζος , συνεραστής , σύμπλους , σύντροφος , συνεργός , συγγενής ,
οὖν ὁρῶν ὁ Ζεύς , καὶ εἴ τις ἡμῶν αὐτῷ συνεραστής , τὸ τελευταῖον ὁρᾷ μένον ἐπὶ πᾶσιν ὅλον τὸ
5740536 ποτμου
δὲ σός , κεἰ μὴ σός , ἀλλὰ τοῦ κακοῦ πότμου φυτευθείς , σός γέ τοι καλούμενος , ἄγω τὸν
. ἐν ἡμέραι ; πῶς ; ὦ θεοί , δεινοῦ πότμου [ . ἤκουσα τὴν ναῦν , ἣ παρεῖχ '
5731230 ἀκουσειεν
ὥρμητο , φόβος τῆς αὐλητρίδος : ὁκότε φωνῆς αὐλοῦ ἀρχομένης ἀκούσειεν αὐλεῖν ἐν ξυμποσίῳ , ὑπὸ δειμάτων ὄχλοι : μόλις
τε ἐπειδὴ χωρὶς ἦν τοῦ σώματος καὶ οἷα ἴδοι καὶ ἀκούσειεν . τὴν μὲν οὖν αὑτοῦ ψυχὴν φάναι παρὰ τὸν
5728440 δεκαετη
τοῦτο μὲν ἐν Θήβαις , τοῦτο δ ' ἐν Ἰλίῳ δεκαετῆ χρόνον ἐμφρόνως τοῦ μάχεσθαι προϊστάμενος , ἐξ εὐμαροῦς διώκει
λόγον . φασὶ γὰρ αὐτὸν ἐν Κορίνθωι κατοικοῦντα καὶ συμβιώσαντα δεκαετῆ χρόνον Μηδείαι γεννῆσαι παῖδας ἐξ αὐτῆς , τοὺς μὲν
5725919 λαλουντι
: ὁ γὰρ οὕτως διαλεγόμενος ἐπιδεικνυμένῳ ἔοικεν μᾶλλον , οὐ λαλοῦντι . Καὶ λύσεις † ἰσχναὶ ὁποῖαι οὐ πρέπουσιν ἐπιστολαῖς
ὁ δὲ γνωμολογῶν καὶ προτρεπόμενος οὐ δι ' ἐπιστολῆς ἔτι λαλοῦντι ἔοικεν , ἀλλὰ μηχανῆς . Ἀριστοτέλης μέντοι καὶ ἀποδείξεσί
5722221 ἀλυει
γὰρ εἴ τις ἄχθεται , πλανᾶται ἢ ἀδυνατεῖ πάντως καὶ ἀλύει . οἱ γοῦν ἀλύοντες ἄχθονται μὲν ἐν τῷ ὀδυνᾶσθαι
, καὶ πνεύματος ἐμπίπλαται , καὶ ἀκούει οὐδὲν , καὶ ἀλύει , καὶ ῥιπτάζει αὐτὸς ἑωυτὸν ὑπὸ τῆς ὀδύνης :
5716657 ἐξεχυθη
ἔλεγεν αὐτὸς γελῶν : καὶ τῶν παρόντων δ ' ἅθρους ἐξεχύθη γέλως καὶ διαγωγὴ πλείων ἐνέπεσεν καὶ διατριβή , ὥστε
, οὐκ ἂν τοσούτων συμφορῶν κῦμα ἐπέκλυσε καὶ δίκην κατακλυσμοῦ ἐξεχύθη καὶ ἐπλημμύρησε καὶ ἡμᾶς κατεπόντωσεν . τὸ δὲ δὴ
5699553 ἐπνει
' ὧν εἶχεν ἑκάτερος : ἐτόξευε μὲν ὁ Ἀπόλλων , ἔπνει δὲ ὁ Ζέφυρος . μέλη μὲν ἦν τὰ παρ
ἐκ τῆς κεφαλῆς , καὶ τῶν μεμελανομένων βλεφάρων , τοιοῦτον ἔπνει , ἢ ἀπήνθητο καὶ ἐμύριζεν , ὁποῖον ἐστὶ τὸ
5697434 ἐπαινετος
μετὰ δόλου ἔλαβεν , ἴσως ἂν εἴποι τις , οὐκ ἐπαινετός . Τί οὖν φησι : καὶ εὐλογημένος ἔστω ;
ὁ δὲ ἐλεεινός : ὁ μὲν ἐπάρατος , ὁ δὲ ἐπαινετός : ὁ μὲν μοιχικός , ὁ δὲ νόμιμος .
5692676 βεβηλων
; ἢ δῆλον ὅτι αὐτὸν κατ ' αὐτοῦ ; ἄπαγε βεβήλων καὶ ἀνοσίων ἐνθυμημάτων . καλὸν ἐκνίψασθαι τὴν ἀθλίαν ψυχὴν
' ἐπίθεσθε βεβήλοις , καὶ τὸ ὅμοιον τούτῳ κακοφραδέων δὲ βεβήλων οὔατα λαχνήεντα περισκεπέτωσαν ἀράχναι , καὶ τὸ Καλλιμάχειον ἐκεῖνο
5683138 ἐλεξ
γένοιτό μοι . τοσαῦτα μέν σοι τῶν ἐμῶν πόνων πέρι ἔλεξ ' : ἅμιλλαν γὰρ σὺ προύθηκας λόγων . ἃ
βιασθεὶς ἢ φίλων ἀχηνίᾳ ἐμβαλὼν ἀχηνίαν ἀλλ ' ὦ θύγατερ ἔλεξ ' Ἰασοῖ πρευμενής ἔπειτ ' ἔρειξον ἐπιβαλοῦς ' ὁμοῦ
5673891 ἀποκτενεις
τοὺς μὲν σαυτῷ ὁμοίους , τοὺς ἀνδρείους καὶ ἀνοήτους , ἀποκτενεῖς ῥᾳδίως : ὑπὸ δὲ ἀνδρὸς φρονίμου καὶ πολεμικοῦ ἀποθανῇ
τὸν ἀριθμὸν γενόμενον . Τάχα δὲ καὶ αὐτὸν τὸν ἀετὸν ἀποκτενεῖς καὶ οὐκέτι πολλοὺς ὑμῶν ἄρνας καὶ ἐρίφους ἁρπάσει .
5673388 ψευδομενου
, ἀληθῶς , ὡς ὑπεσχόμην , ἐπαινέσαντα αὐτὸν μὴ συγχωρήσητε ψευδομένου αἰτίαν λαβεῖν με . ὕμνον . εἰς λήθην ἦλθον
] Τίνες οἱ τρόποι τοῦ ἐπίστασθαι αʹ , Περὶ τοῦ ψευδομένου αʹ βʹ γʹ , Τὰ πρὸ τῶν τόπων αʹ
5669444 ἀνταεις
πάντα τρόπον καὶ παρὰ τῶν ἐχθρῶν ἀνυμνεῖσθαι . εἴ τις ἀντάεις : ἔναντα δαείς . τὴν νίκην τοῦ νικηφόρου .
φυγών : οὕνεκεν , εἰ φίλος ἀστῶν , εἴ τις ἀντάεις , τό γ ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ
5667911 ἐσηι
ἐν δ ' εὐεργέταις τὸ λοιπὸν ἤδη καὶ φίλοις ἐμοῖς ἔσηι . τί φήις ; φρονεῖς μὲν ὀρθὰ κοὐ μαίνηι
, Συβαρῖτα , πανευδαίμων σὺ μὲν αἰεί / ἐν θαλίηισιν ἔσηι , τιμῶν γένος αἰὲν ἐόντων . / εὖτ '
5657996 ναυτιλων
' εἰδότας μὲν τοὺς θεοὺς καλούμεθα , οἵοισιν ἐν χειμῶσι ναυτίλων δίκην στροβούμεθ ' : εἰ δὲ χρὴ τυχεῖν σωτηρίας
. πότερα γὰρ αὐτοῦ ζῶντος ἢ τεθνηκότος φάτις πρὸς ἄλλων ναυτίλων ἐκλῄζετο ; οὐκ οἶδεν οὐδεὶς ὥστ ' ἀπαγγεῖλαι τορῶς
5657709 Κλειγενης
ἡ βουλὴ οἱ πεντακόσιοι οἱ λαχόντες τῷ κυάμῳ , οἷς Κλειγένης πρῶτος ἐγραμμάτευεν . Ἐάν τις δημοκρατίαν καταλύῃ τὴν Ἀθήνησιν
πρός τε τὴν ἐκκλησίαν καὶ τοὺς συμμάχους . ἔνθα δὴ Κλειγένης Ἀκάνθιος ἔλεξεν : Ὦ ἄνδρες Λακεδαιμόνιοί τε καὶ σύμμαχοι
5657605 ἐδωκ
: ἐν δὲ χρυσῷ ἀνδρῶν ἀγαθῶν τε κακῶν τε νοῦς ἔδωκ ' ἔλεγχον . φασὶ δ ' αὐτόν ποτε γηραιὸν
' οὐκ ἔχουσιν αὑτοῖς . οὐ γὰρ ἔγωγ ' ἂν ἔδωκ ' οὐδενὶ οὐδὲν ὥστε μοι παραστάντας ἐνταυθὶ βοᾶν οἷα
5652744 κηρυσσει
; καὶ κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ . † καρπώματα στάζοντα κηρύσσει Κύπρις κάλωρα κωλύουσαν θωσμένειν ἔρῳ , † καὶ παρθένων
ὄλβιον πάροιθε . τῆι δὲ νῦν τύχηι βροτοῖς ἅπασι λαμπρὰ κηρύσσει μαθεῖν , τὸν εὐτυχεῖν δοκοῦντα μὴ ζηλοῦν πρὶν ἂν
5647742 ἀπεχθης
: ἐμέμφθης , φησὶ , τιμῆς χάριν τῆς ἐμῆς , ἀπεχθὴς δέ σοι ἡ Ἀφροδίτη ἐγένετο : τί δ '
Οἴμοι : φρόνησον , ὦ κασιγνήτη , πατὴρ ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ ' ἀπώλετο , πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς
5643665 πολυξυλος
πολύπους , πολυάδελφος , πολύθηρος , πολύδενδρος πολύυλος πολύυδρος , πολύξυλος , πολυσκώμμων , πολυτελής , πολύτιμος , πολυειδής ,
, καὶ ἐπίτασιν , ὡς ἐν τῷ ἄξυλος , ἡ πολύξυλος , καὶ ὁμοῦ , ὡς ἐν τῷ ἄλοχος ,
5641943 εὐδαιμονει
καὶ τῆς εὐδαιμονίας μετέχει καὶ ἃ μᾶλλον θεωρεῖ καὶ μᾶλλον εὐδαιμονεῖ καὶ ὅλως ἐφ ' ὅσον ἡ θεωρία καὶ ἡ
ἡμᾶς ὅστις ἐξαιρήσεται . Οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ ' ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ : ἢ γὰρ πεφυκὼς ἐσθλὸς οὐκ ἔχει βίον ,
5641732 ἐνεκαλεσεν
ἰδεῖν οὐ βούλεσθε ; ταχύ γ ' ἂν ὁ τοιοῦτος ἐνεκάλεσεν τῷ θεῷ καταπεπομφότι αὐτὸν ὡς παρ ' ἀξίαν αὐτῷ
καὶ τὴν πόλιν τὴν ἡμετέραν οἱ ἀστυγείτονες , καὶ οὐδεὶς ἐνεκάλεσεν οὔτε ξένος οὔτε ἰδιώτης τῶν παρ ' ἡμῖν οὔτε
5641574 Σινωπῃ
σκεύη γὰρ ἕλκων ᾤχετ ' ἐκ τῆς οἰκίας . οἱ Σινώπῃ δ ' αὖ συνόντες οὐχ ' Ὕδρᾳ σύνεισι νῦν
. : Πτολεμαῖος δὲ ὁ Σωτὴρ ὄναρ εἶδε τὸν ἐν Σινώπῃ τοῦ Πλούτωνος κολοσσὸν , οὐκ ἐπιστάμενος , οὐδὲ ἑωρακὼς
5639111 ὠρεγετο
ἐπιφανείας ἐν τοῖς ἡρωικοῖς χρόνοις φρονήματος ἦν πλήρης καὶ μεγάλων ὠρέγετο πραγμάτων . κατὰ μὲν οὖν τοῦτον τὸν ἐνιαυτὸν οἱ
τὸ ἀγνοεῖν τὰ αὑτῷ προσήκοντα : εἰ γὰρ ᾔδει , ὠρέγετο ἄν , ἀγαθῶν ὄντων : ὁ τοιοῦτος δὲ ἠλίθιος
5637047 ἐπιρρητον
γείτονας ποιήσεις . τοῦτον ἔνιοι τῶν ποιητῶν ἐπίφατον καλοῦσι καὶ ἐπίρρητον . διπλοῦν καὶ διπλάσιον , φησίν , διαφέρει .
καὶ τῶν ἄλλων γενῶν ἱερῶν τε ὄντων καὶ θεοφιλῶν , ἐπίρρητον δὲ καὶ θῆλυν σοφίαν προελόμενος . καὶ ὡς οὐ
5634659 ἐτελεσθη
' ἀέλπτως κραίνουσι θεοί : καὶ τὰ δοκηθέντ ' οὐκ ἐτελέσθη , τῶν δ ' ἀδοκήτων πόρον ηὗρε θεός .
; τί δ ' ἔρεξα ; τί μοι δέον οὐκ ἐτελέσθη ; σφάγιά τε θεοῖς προσφέρειν κωλύειν , μόνον δὲ
5633390 ἐζησε
, ὅσα ἤκουσεν : ὅτι μέλλων ἀποθνῄσκειν διὰ τὰς Νύμφας ἔζησε . Καὶ τὴν μὲν ἀποπέμπει κομίσουσαν τοὺς ἀμφὶ τὸν
ἐνάρθρως . καὶ προσεδόκων μέν τινες τὸ παιδίον ἀποθανεῖσθαι , ἔζησε δέ , καὶ πολλὰ ἄλλα παιδία ἐπὶ τούτῳ τῷ
5631307 Λυσιθειδης
καὶ πλούτῳ θαυμαζόμενον , πρὸς τοῦτον κατέφυγεν . ὁ δὲ Λυσιθείδης ἐτύγχανε φίλος ὢν Ξέρξου τοῦ βασιλέως καὶ κατὰ τὴν
παρὰ τῷ Λυσιθείδῃ , καὶ οἴονται ὑμᾶς πείσειν ὡς ὁ Λυσιθείδης , οἰκεῖος μὲν ὢν τῷ Καλλίππῳ διαιτῶν δὲ τὴν
5629432 σκυμνια
τοιούτων ἀγρίων ἔκγονα , ὀβρίκαλα τὰ τῶν λεόντων καὶ λύκων σκύμνια . Αἰσχύλος Δικτυουλκοῖς καὶ Ἀγαμέμνονι . ὀγκύλλεσθαι : τὸ
τοιούτων ἀγρίων ἔκγονα , ὀβρίκαλα τὰ τῶν λεόντων καὶ λύκων σκύμνια . Αἰσχύλος Δικτυουλκοῖς καὶ Ἀγαμέμνονι . ὀγκύλλεσθαι : τὸ
5625982 Αὐναν
αὐτῆς . Ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ θαλάμου ἐπεγάμβρευσα αὐτῇ τὸν Αὐνᾶν : καίγε οὗτος ἐν πονηρίᾳ οὐκ ἔγνω αὐτήν ,
Βησσοῦς εἰς γυναῖκα . Αὐτὴ ἔτεκέ μοι τὸν Ἦρ καὶ Αὐνᾶν καὶ Σιλώμ : ὧν τοὺς δύο ἀτέκνους ἀνεῖλε Κύριος
5625133 φροντιστης
. ὁ Ποσειδὼν δὲ ὁ τῆς θαλάσσης ἔφορος , ὁ φροντιστὴς καὶ βασιλεύς : θεὸς γὰρ οὗτος τῆς θαλάσσης κρατήσας
, κινδυνεύω ἐγώ , ὥσπερ σὺ λέγεις , τῷ ὄντι φροντιστὴς εἶναι : νῦν γοῦν σκοπῶ ὅπως ἂν ὁ μὲν
5621754 θεσπιζειν
τοῖς μὴ νομίζουσι κατὰ τὸν τότε χρόνον ἔμμετρα τὴν Πυθίαν θεσπίζειν : εἶτα τοῦτο βουλόμενος ἀποδεῖξαι , παντάπασιν ὀλίγων χρησμῶν
μάντιν ἀντειπεῖν κακῶς . Καὶ μὴν λέγεις , ψευδῆ με θεσπίζειν λέγων . Τὸ μαντικὸν γὰρ πᾶν φιλάργυρον γένος .
5616782 βδελυγμα
κύριος ὁ θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ , ὅτι βδέλυγμα κυρίῳ πᾶς ποιῶν ταῦτα , πᾶς ποιῶν ἄδικα ”
ἰδίαν , διότι οὐ συνήσθιε μετὰ τῶν Αἰγυπτίων , ὅτι βδέλυγμα ἦν αὐτῷ τοῦτο . Καὶ εἶπεν Ἰωσὴφ τῷ Πεντεφρῆ
5613360 ἀκροχολος
ἄμετρος ὀργήν , τραχὺς ὀργήν , ἔκμετρος , χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος
ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς . παροιμία
5607801 ἀναπαυλα
. ” οὐκοῦν δίδασκε καὶ δείκνυε μὴ ἀγανακτῶν . Θάνατος ἀνάπαυλα αἰσθητικῆς ἀντιτυπίας καὶ ὁρμητικῆς νευροσπαστίας καὶ διανοητικῆς διεξόδου καὶ
Ὀλύμπια , οὐ μόνον αὐτοῖς ἀθληταὶ τὰ τελούμενα ἦν , ἀνάπαυλα δέ τις ἐγίνετο μεταξὺ καὶ ῥᾳστώνη τοῦ τε ἀγῶνος
5605246 ἐθελουργος
κοῦφος , ἐλαφρός , δρομικός , ὀξύς , φιλεργός , ἐθελουργός , φιλόπονος , φιλοκίνδυνος , ἀγωνιστής , θαρσαλέος ,
γαυρούμενος , γαυριώμενος , κυδρός , κυδρούμενος , ἐλευθέριος , ἐθελουργός , ἱππαστής , ἀγλαός , φρονηματίας , ἀλαζών ,
5603776 ἀθεατα
ὑπὲρ γῆς ἡλίου , καὶ ἐπεῖδεν ἥλιος ἐν Ῥόδῳ τὰ ἀθέατα θεάματα ἑαυτῷ . καὶ Ὅμηρος μὲν πλοῦτον ἔφη καταχέαι
τούτῳ γὰρ ἐπιτέτραπται δι ' ἔτους ἅπαξ εἰσιόντι ἐπισκοπεῖν τὰ ἀθέατα ἄλλοις , ἐπειδὴ καὶ ἐξ ἁπάντων μόνῳ ὁ τῶν
5602376 παραφρονω
. παραφρονῶ ] μαίνομαι . παραφρονῶ ] παράνους γίνομαι . παραφρονῶ ] τῶν φρενῶν ἐξίσταμαι : εἰπὼν γὰρ ταῦτα εἰς
φησιν αὐτὸν εἰπεῖν , Εἰ μὲν εἰμὶ Σοφοκλῆς , οὐ παραφρονῶ : εἰ δὲ παραφρονῶ , οὐκ εἰμὶ Σοφοκλῆς ,
5602369 πειθ
σύ γ ' , ἀλλ ' ἐμοὶ πιθοῦ . Μὴ πεῖθ ' ἃ μὴ δεῖ . Δυστάλαινά τἄρ ' ἐγώ
. πρόσπιπτε δ ' οἰκτρῶς τοῦδ ' Ὀδυσσέως γόνυ καὶ πεῖθ ' τὴν σὴν ὥστ ' ἐποικτῖραι τύχην . ὁρῶ
5597697 δουλικος
κήρυκα . . ᾑρημένην : κεχειροτονημένην . . κατωνάκη : δουλικὸς καὶ ἀνελεύθερος χιτών . προχειριοῦμαι : Εὐτρεπίσω . κἀξετάσω
περὶ ΔΑΜΟΦΙΛΟΥ λέγων τοῦ Σικελιώτου , δι ' ὃν ὁ δουλικὸς ἐκινήθη πόλεμος , ὅτι τρυφῆς ἦν οἰκεῖος , γράφει
5595418 ταχυπους
Γαῖα δὲ τὰν μαντείων ἀφείλετο τιμὰν Φοῖβον φθόνωι θυγατρός . ταχύπους δ ' ἐς Ὄλυμπον ὁρμαθεὶς ἄναξ χέρα παιδνὸν ἕλιξεν
, ἀφροσύνᾳ πρόσω βιοτὰν τεκμαιρόμενοι . ὁ δ ' ἀμφιβάλλει ταχύπους κέλευθον ἕρπων σκοτίαν , ἄφνω δ ' ἄφαντος προσέβα
5588407 ἐπαξια
μὴ εἶναι κακὸν μηδὲ ἀνόσιον ἀληθῆ μὲν λέγει οὐ μὴν ἐπάξια αὐτοῦ , ὥσπερ ὁ λέγων αὐτὸν ἀγαθὸν καὶ ἐπιστήμονα
σοφοῦ ψυχῇ ἀμίαντα . καὶ καθαρά , ταύτῃ καὶ τιμῆς ἐπάξια εὑρίσκεται , ἐν δὲ ἄφρονος ἀκάθαρτα καὶ μεμιασμένα καὶ
5584871 θυμωθεις
αὐτῶν . κέρατα δὲ τὰ ἑαυτοῦ ὁ κάραβος ἀνεγείρας καὶ θυμωθεὶς ἐς αὐτά , προκαλεῖται μύραιναν . οὐκοῦν ἣ μὲν
ἐκ τῶν ἴσων ἐκλέξασθαι τούτους προὐτρέπετο . καὶ ὁ λέων θυμωθεὶς τὸν ὄνον κατέφαγεν . εἶτα τῇ ἀλώπεκι μερίζειν ἐκέλευσεν
5584242 Ἡρωδῃ
τὸ ἐπίχαρι σὺν καιρῷ ἐπετήδευεν , ἐπιτηδειότατος δὲ ὢν τῷ Ἡρώδῃ παρῆν αὐτῷ πονήρως διατιθεμένῳ τὸ πένθος καὶ ἐνουθέτει τοιαῦτα
συναγωνιζόμενοι : ἐπρεσβεύ - σαντο δὲ καὶ αἱ ὑφ ' Ἡρώδῃ Ἑλληνίδες πόλεις αἰτούμεναι τὴν ἐλευθερίαν παρὰ Καίσαρος : καὶ
5583850 καταπεμφθεις
μὲν ὁ κήρυξ ὁ Σπαρτιάτης , ὥσπερ ἐκ θεῶν του καταπεμφθεὶς , ὅτι ἐκείνη ἡ ἡμέρα μεγάλων τοῖς Ἕλλησι κακῶν
τοῦ Φρυγός , καὶ πολλάκις δεῦρο ἦλθον ὑπ ' ἐκείνου καταπεμφθεὶς εἰς ἐπισκοπὴν τοῦ παιδός . καὶ ὁπότε γε ἤδη
5582560 νεφελῃσι
] ὅτι . Γ ] χρησμός : “ αἰετὸς ἐν νεφέλῃσι γενήσεται ἤματα πάντα ” . ἄκουε δὴ νῦν :
Ζεὺς δ ' ἔλαχ ' οὐρανὸν εὐρὺν ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσι : γαῖα δ ' ἔτι ξυνὴ πάντων καὶ μακρὸς

Back