| πέδιον ὁ δεσμός : ἐπὶ γὰρ τῆς γῆς παροξύνεται : πτύχιον : τρύβλιον : σχόλιον : χόλιον : ῥάχιον : | ||
| : παρὰ τὸ ἅλς ἁλός ἅλιον , ὡς πτύξ πτυχός πτύχιον , οἱονεὶ τὸ εἰς θάλασσαν ῥιπτόμενον καὶ ἀφανιζόμενον . |
| πλάγια , καὶ ἡ μὲν βελόνη ἐξελκέσθω , τὸ δὲ ῥάμμα κεχαλασμένον ἁμματιζέσθω , ἵνα φανῇ ὡς κρίκος . ταῖς | ||
| καὶ ἐπειδὴ ὡραῖον ἦν , καλέσας τὰς Νύμφας λύει τὸ ῥάμμα , καὶ γίγνεται δὴ οὕτως ὁ Διόνυσος διχόθεν προσήκων |
| κεφαλῆς λίθον ἐπικείμενον . τοῦτον ἐὰν ἀγρεύσῃς σελήνης ληγούσης , κατάκλεισον εἰς βύσσαν ἕως ἡμερῶν μʹ καὶ μετὰ ταῦτα ἐκβαλὼν | ||
| . λαβὼν ἀφόδευμα λύκου , εἰ δυνατὸν , ἔχον ὀστάρια κατάκλεισον εἰς σωληνάριον καὶ δὸς φορεῖν περὶ τὸν δεξιὸν βραχίονα |
| ὁ φοῖνιξ , ῥήσσει ἑαυτὸν ἐπὶ τὴν γῆν , καὶ ὀπὴν ἐκ τοῦ ῥήγματος λαμβάνει , καὶ ἐκ τοῦ ἰχῶρος | ||
| : ψηλαφῶσιν . πόρον : ὀπήν . βρόχον εὐρύν : ὀπὴν εὑρεῖν . ἐν ἕρκει : τῷ περιφράγματι , δικτύῳ |
| εἰρημένον φέρεσθαι σημεῖον κατὰ τῆς ΑΒ εὐθείας γράψει τὴν μονόστροφον ἕλικα : τοῦτο γὰρ Ἀπολλώνιος ὁ Περγεὺς ἀπέδειξεν . [ | ||
| Γ τυμπάνου . κηʹ . Πῶς δὲ κατασκευάζεται κοχλίας τὴν ἕλικα ἁρμοστὴν ἔχων τοῖς λοξοῖς ὀδοῦσι τοῦ δοθέντος τυμπάνου , |
| καὶ ἔχουσι σύριγγα σιδηρᾶν , εἰς ἣν ἄλλη ἐντίθεται σύριγξ ἄσκωμα ἔχουσα . Πῦρ δὲ λαβὼν ὁ ἄνθραξ ἅπτεται καὶ | ||
| ὁποῖός ἐστιν ὁ καθετὴρ , ἐξ ἄκρου δὲ ἔχειν ἀπηρτισμένον ἄσκωμα , ἢ φῦσαν : ἐνίοτε δὲ καὶ τῇ ἕδρᾳ |
| τὸ δὲ ὑποτετράγωνον ἀνδρεῖον . γένυος τῆς κάτω τὸ ἄκρον ἐσχισμένον ὥστε δικόρυφον γίνεσθαι , εἰ μὲν ἐπὶ πολὺ τὸ | ||
| ἰσάτει ὅμοια , παχύτερα δέ : καυλὸν σπιθαμιαῖον , ἄνωθεν ἐσχισμένον . ταύτης ἱστορεῖται τὸ ἄνθος τρὶς τῆς ἡμέρας μεταβάλλειν |
| ἐπεστραμμένων , ἔλαθε Λαίλιος ἐπὶ θάτερα τοῦ Κώθωνος ἐς τὸ περιφερὲς αὐτοῦ μέρος ἀνελθών . βοῆς δ ' ὡς ἐπὶ | ||
| ἐν αὐτῷ . υληʹ . Ἧλός ἐστιν ἕλκος ἐν πέλματι περιφερὲς καὶ τετυλωμένον . υλθʹ . Ἐκκρίνεται τὸ σπέρμα , |
| δέκα σταδίων , κατάντης δὲ καὶ κρημνοῖς συγκλειόμενος εἰς στενὴν ἐντομήν , ἅπας δὲ τραχὺς καὶ φαραγγώδης , ἔτι δὲ | ||
| τὰ μὲν διὰ τὴν ἐν τῇ ῥάχει αὐτῶν ὀπὴν καὶ ἐντομήν , δι ' ἧς φθέγγονται , τὰ δὲ διὰ |
| εἰς πυθμένα συνηγμένος στενὸν ἔχοντα τρῆμα μέτριον , τῷ δὲ πυθμένι περιέσφιγκται σωλὴν σκύτινος , εἴτε ἄσκωμα δεῖ λέγειν , | ||
| τὸ νευρῶδεϲ τοῦ ϲτομίου , ὥϲπερ οὖν τὸ ἐν τῷ πυθμένι καὶ κατὰ τὸν κόλπον ἀπονώτερόν ἐϲτι , καὶ τοῖϲ |
| τὸ αὐτὸ παραληφθῆναι λέγομεν , ὅτι ῥὶς σιμή ἐστι ῥὶς κοιλότητα ἔχουσα ἐν ῥινί . * * * τῇ ῥινὶ | ||
| διαφορήσεως γινομένης , ὥστε μηδὲ τὴν τῶν ὀφθαλμῶν ἐν αὐτοῖς κοιλότητα διαφαίνεσθαι . οὐκοῦν οὐδὲ οἱ σφυγμοὶ μειωθήσονται , τῆς |
| , δέσποιναν , χρήματα , τύχην , πόλιν , ὄχλων συστροφήν , λήμματα , ἀναλώματα , οἰκίαν , πλοῖα , | ||
| ὀρθόν . * * βελῶν . πέμποντα . δίνησιν , συστροφήν . * ἔξω σκοποῦ : * * παρὰ τὴν |
| , οἷον ἐλάσσονα κατὰ δύναμιν . ὑπεράει ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν . ὑπεροπλίσαιτο . ἡ λέξις ἐν τῇ Ρ τῆς | ||
| μυκτῆρας εἰσέλθοι τις , ἐξελθεῖν πάλιν εἰκῆ : τοσαύτην ἐξακοντίζει πνοήν . λέγεις μάγειρον ζῶντα ; πλησίον δέ γε ταύτης |
| κατατρίβονται τὸν βίον οἱ φυγάδες ἀρετῆς λογισμοί . ” δάκνων πτέρναν ἵππου . ” ἐχομένως πτερνιστής ἐστιν ὁ τὴν στάσιν | ||
| συνερεισθεῖσαι , καθὰ λέγομεν , παρὰ τὴν τοῦ ἀγκῶνος παρετίθεντο πτέρναν , ὁ δὲ ἀγκὼν τὴν πτέρναν εἶχεν ἐπηρεισμένην ἐπὶ |
| αὐτὸς ἐπάγει , τὸ σκότος . οὐ γὰρ κατ ' ἐπέρεισιν αὐτοῦ αἰσθανόμεθα ἀλλὰ κατὰ στέρησιν καὶ τὸ μὴ ὁρᾶν | ||
| καὶ αἰσθήσει μὲν οὐδαμῶς , ἐπειδὴ αἱ μὲν αἰσθήσεις κατὰ ἐπέρεισιν καὶ νύξιν ἀντιλαμβάνεσθαι δοκοῦσι τῶν αἰσθητῶν , οἷον ἡ |
| ἁπάντων ὀρθῶϲ πραχθέντων . μετὰ δὲ τὴν χειρουργίαν ῥάκοϲ ἁπλοῦν λινοῦν , ὅϲον τὸ μέγεθοϲ τοῦ τραύματοϲ , ῥοδίνῳ δεύϲαντεϲ | ||
| παρειῶν ἐρύθημα εὔχρουν ὑπὲρ αὐτὸν τὸν οἶνον , τὸ δὲ λινοῦν τοῦτο χιτώνιον ἀντιλάμπει ταῖς παρειαῖς , τὰ δὲ χείλη |
| ὁ περὶ διάμετρον ἐκείνην γραφόμενος κύκλος ἴσος ἔσται τῷ ζητουμένῳ τυμπάνῳ ] . Ὀργανικῶς δὲ οὕτως : ἐκκείσθω τις εὐθεῖα | ||
| μετὰ τοῦτ ' ἐκορυβάντιζ ' : ὁ δ ' αὐτῷ τυμπάνῳ ᾄξας ἐδίκαζεν εἰς τὸ Καινὸν ἐμπεσών . ὅτε δῆτα |
| Α , καθάπερ δέδεικται , καὶ προσκείσθω τούτοις κοῖλα ἢ κυρτὰ ἔν - οπτρα κατὰ τὰς ἁφὰς τῶν ὄψεων . | ||
| τῇ θερμότητι φαίνεται . Καὶ γὰρ μετὰ τὴν ἐπὶ τὰ κυρτὰ τοῦ ἥπατος ἀνάδοσιν , κατὰ τὴν λαμβδοειδῆ οὕτω καλουμένην |
| μηχανὴν ἐμφερείας . διὰ τὸ ἄνω εἶναι τοῦ ἄρθρου τὸ κοῖλον , ὡς καὶ τῆς μύλης τὸ ὕπερθεν , καὶ | ||
| κατὰ σφυροῦ : εἶτα ἀντίαν λοξὴν κατὰ σφυροῦ ὑπὸ τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς καὶ τῆς πτέρνης καὶ ἐγκύκλιον κατὰ σφυροῦ |
| πάντων ὁμοῦ ξυμμεμειγμένων , ὡϲ δοκέειν τὴν ἐν οὐρανῷ τετανύϲθαι ἶριν : ἦχοι ὤτων , βαρυοδμίη : ὀργίλοι , πικρόχολοι | ||
| θύμον , γλήχωνα , καρπηϲίαν καὶ κύπερον , πολυπόδιον , ἶριν , κνῆκον , ἐρυθρόδανον , ἄκανθαν Αἰγυπτίαν μετὰ πεπέρεωϲ |
| . * Λεύκοφρυν τὴν Τένεδον , ὡς ἐρρέθη . * στενὴν δὲ Λεύκοφρυν τὴν Τένεδον λέγει : οὕτως γὰρ ἐκαλεῖτο | ||
| εὐρὺς τῷ σώματι , καὶ πῶς δυνήσομαι εἰσελθεῖν εἰς τὴν στενὴν πύλην , εἰς ἣν οὐ δύναται ἐλθεῖν παιδίον πέντε |
| αὐτοῦ φλεγμαινόντων τὰ λοιπὰ τῶν εἰρημένων καὶ ὄγκοϲ ϲαφὴϲ κατὰ περιγραφὴν τῇ τε ὄψει καὶ τῇ ἁφῇ κατάδηλοϲ . ταῦτα | ||
| οὐ μόνον τῶν ἀλγημάτων , ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς κατασκευῆς περιγραφὴν ἤνεγκεν ἡ ἐκ τούτων ὠφέλεια . Σκευαζέσθω δὲ ταῦτα |
| τὸν ἑαυτοῦ ἀδελφὸν Πέρσην λεγόμενον . εὐθὺς δὲ σκῆπτρον καὶ στήριξιν ἔλαβον δάφνης , ἤγουν ἐπεχείρησα κοπιῶν . καὶ γὰρ | ||
| , ἢ βὴξ ξηρὴ , μὴ θηριώδης , ἐς ἄρθρα στήριξιν προσδέχεσθαι δεῖ , κατ ' ἴξιν τῶν ἐντασίων τῶν |
| , ῥίνην . Δωρίων δέ φησι τὸν ἀλωπεκίαν μίαν ἔχειν λοφιὰν πρὸς τῷ οὐραίῳ , ἐπὶ δὲ τῆς ῥάχεως οὐδαμῶς | ||
| τένοντες . τὸ δὲ μέχρι τέρθρων κύρτωμα παραλοφία , διότι λοφιὰν τὴν κατὰ νῶτον προβολὴν καλοῦσιν . ἡ μέντοι σύμπασα |
| καὶ ἐνδήσας εἰς νεῦρα γεράνου , εἶτα ὅμοιον τῷ πετάλῳ σωληνάριον ποιήσας κατάκλεισον καὶ φόρει περὶ τοὺς ἀστραγάλους μεί , | ||
| συνήθης γίνεται . ἀπὸ δὲ τῆς τετάρτης ἀντὶ τοῦ ἰπωτηρίου σωληνάριον ἐντίθεται εἰς τὴν οὐρήθραν κασσιτέρινον ἢ μολυβδοῦν , ἀσπιδίσκην |
| σπαίρουσι καὶ ἐκδῦναι μεμάασι , νήπιοι , οὐδ ' ἔτι κύρτον ὁμῶς εὔοικον ἔχουσιν . Ἄδμωσιν δ ' ἐπὶ κύρτον | ||
| αὐτὰρ ἔπειτα ἐς μυχὸν ἠΐχθησαν : ὁ δ ' αὐτίκα κύρτον ἀνέλκει ῥίμφα μεταπλώσας : σιγῇ δέ οἱ ἄνυται ἔργον |
| καλουμένην ϲιδηρίτην , ἥτιϲ παρὰ τὰϲ ὁδοὺϲ φύεται πανταχῇ , ἔχουϲαν πορφυρίζον τὸ ἄνθοϲ καὶ τὰ φύλλα τραχύτερα . ὠνόμαϲται | ||
| τῆϲ ἀγγειολογίαϲ καὶ περὶ τῶν ἀνευρυϲμάτων ἐλέγομεν , βελόνην διπλοῦν ἔχουϲαν λίνον διείραντεϲ καὶ κόψαντεϲ τὴν ἀγκύλην τοῦ λίνου κατά |
| δεσμός . σχῆμα δὲ τοῦ ὑποθήματος κατὰ πύργον μάλιστα ἐς μύουρον ἀνιόντα ἀπὸ εὐρυτέρου τοῦ κάτω : ἑκάστη δὲ πλευρὰ | ||
| , καλυπτούσης τὰ ἄκρα τῶν ἠπείρων ἑκατέρωθεν καὶ συναγούσης εἰς μύουρον σχῆμα , καὶ τρίτου τοῦ μήκους καὶ πλάτους τοῦ |
| μόνον οὕτως ἐσχημάτισε , νεοίη ἀντὶ τοῦ νεότης . . ἀμφίθετος φιάλη : ἡ διπλῆ πρὸς τὴν ἀμφίθετον , ὅτι | ||
| παρέχουσα : μείζων γὰρ τοῦ ποτηρίου . ἡ δὲ [ ἀμφίθετος καὶ ] ἀπύρωτος ἢ ψυχρήλατος ἢ ἐπὶ πῦρ οὐκ |
| τοιῷδε εἰκάζοι τις ἂν τὰ εἰρημένα , ῥόδον μὲν καὶ μυρσίνην Ἀφροδίτης τε ἱερὰ εἶναι καὶ οἰκεῖα τῷ ἐς Ἄδωνιν | ||
| ἄλλο . φακοῦ ἀφέψημα μετὰ μέλιτος ἔγχει . ἄλλο . μυρσίνην ἀφηψημένην ἐν οἴνῳ γλυκεῖ ἔνσταζε , ἢ ἐλαίας φύλλα |
| καὶ τὰ παχέα δὲ καταξύσαντες . ἔχει δὲ καὶ ἐντεριώνην λεπτὴν ξανθήν , ᾗ κοιλαίνεται . ἴδιον δ ' αὐτῶν | ||
| εὐθείας συνέβαινε πρὸ τούτου πᾶσαν τὴν δύναμιν ἐκτασσομένην μακρὰν καὶ λεπτὴν εὑρίσκεσθαι , ταύτην ἐν διπλῇ τάξει ἐποιήσαμεν , οὐ |
| γὰρ τὸ πάθος , βαρυτόνως δὲ τὸ σχοινίον καὶ ὁ βρόχος . Γ ἀγχονὴ τὸ πάθος , ἀγχόνη τὸ σχοινίον | ||
| τοῖς τῆς τάσεως αἰτίοις . εὐθετεῖ δ ' οὗτος ὁ βρόχος πρὸς ἀπότασιν σφυροῦ καταρτιζομένου . Ὁ βρόχος ὁ καλούμενος |
| ἑξήκοντα ψήφοις . πόπανα : πλακούντια πλατέα καὶ λεπτὰ καὶ περιφερῆ . πρεσβύτερος Κόδρου : παροιμία ἐπὶ τῶν πάνυ παλαιῶν | ||
| αὐτοῦ ἱστορεῖ οὕτως : πόα θαμνοειδής , ὀλίγα φύλλα ἔχουσα περιφερῆ , μείζονα ἡδυόσμου , μέλανα , λιπαρά , ἐγγίζοντα |
| ὀνυχίτου γένος . Ἐπιχάρασσε οὖν εἰς αὐτὸν σπείραμα ὄφεως ἔχον προτομὴν ἤτοι κεφαλὴν λέοντος καὶ ἀκτῖνας . Οὗτος φορούμενος οὐκ | ||
| ὀνυχίτου γένος : ἐπιχάρασσε οὖν εἰς αὐτὸν σπείραμα ὄφεως ἔχον προτομὴν ἤτοι κεφαλὴν λέοντος καὶ ἀκτῖνας : οὗτος φορούμενος οὐκ |
| τὰ μὲν ἐπ ' εὐθείας καχάλκευται , τὰ δ ' ἑλικοειδῆ δι ' ὅλων ἀνάκλασιν ἔχει πρὸς τὸ καὶ κατὰ | ||
| εὐθεῖαν οὐδὲ ἁπλῆν , καθάπερ ὁ ἥλιος , ἀλλ ' ἑλικοειδῆ τὴν δι ' αὐτοῦ ποιοῦνται κίνησιν . Καὶ ὁπότε |
| δὲ διὰ καταρραφὴν ἢ καῦϲιν ἄτεχνον ἐκτρέπεται τὸ βλέφαρον . βελόνην τοίνυν λαβόντεϲ λίνον διπλοῦν ἔχουϲαν διαπείρωμεν τὸ ϲάρκωμα ἀπὸ | ||
| ' ὑπερβαίνονταϲ ἄμφω τὰ χείλη τοῦ περιτοναίου πάλιν ἀντιϲτρέφειν τὴν βελόνην ἔξωθεν ἔϲω δι ' ἀμφοτέρων τῶν χειλῶν τοῦ περιτοναίου |
| καλῶς μοι : τὸ δὲ ὤμοι οὐκέτι τοῦ ὦ τὸν περισπασμὸν ἐφύλαξενἀπ . ' ἀντωνυμιῶν ῥήματα οὐ παράγεται : πῶς | ||
| . ἆρα καὶ ἄρα διαφέρει : ὁ μὲν γὰρ κατὰ περισπασμὸν ἀπορηματικός , ὅτε ἀποροῦντες λέγομεν , ἆρά γε τέλος |
| στενοὺ τελαμῶνος ἡ μεσότης κατὰ μετώπου , αἱ δὲ ἀρχαὶ κυκλοτερῶς ἐπὶ ἰνίον , ἐνταῦθά τε πρὸς ἑαυτὰς καὶ πρὸς | ||
| ὅπως μὴ αἰδουμένης | συσταλῇ τὸ σῶμα , δακτύλῳ δὲ κυκλοτερῶς διαστελλέτω τό τε στόμιον τῆς ὑστέρας καὶ τὰ πτερυγώματα |
| τὴν χεῖρα , ἵνα πάλιν τὸ σφηνοειδὲς εἰς τὴν μασχάλην ἐντεθῇ , ἔπειτα βρόχος ὁ καρχήσιος ἢ ἄλλος τις ἰσότονος | ||
| ἔπειτα ἱμάντος μαλθακοῦ πλάτος ἔχοντος ἱκανὸν , ὅταν ἡ σφαίρη ἐντεθῇ ἐς τὴν μασχάλην , περὶ τὴν σφαίρην περιβεβλημένου τοῦ |
| ἐφ ' ᾧ θυσιάζομεν . γαστήρ βʹ : ὅλον τὸ κύτος . καὶ τὰ ἔντερα . γενεή γʹ : γένος | ||
| ἄκρους κατὰ τὸν τοῦ περιναίου τόπον ἐρείδειν καὶ εἰς τὸ κύτος ἀπωσάμενον αὐτὸν τῆς μήτρας , εἶτα καθέντα τὴν χεῖρα |
| : μολύβδοις : κάθετός ἐστιν ἄγκιστρον μέγα , εἰς βάθος καθιέμενον , ἐκ τοῦ καθίημι τὸ χαλῶ , ἄλλοι δὲ | ||
| τοῦ δέοντος ἡ ἰσχνότης πρὸς τῷ μηδὲ λαθεῖν δύνασθαι τὸν καθιέμενον δάκτυλον τὴν τοσαύτην ξηρότητα δι ' ἣν ἠναγκάσθη μύειν |
| τῶν πρός τι καθέστηκε καὶ ἔχει πρὸς τὸ ὅλον τὴν ἀπότασιν . ἀνάγκη οὖν ἐστι προσγίνεσθαι τὸ ἄρθρον τῷ ἐμπεριληπτικῷ | ||
| . . . Ἀρίσταρχος οὐ λέγει πρὸς τὸ νέφος τὴν ἀπότασιν εἶναι , ἀλλά φησιν ὅτι τοῦτο οὐδέποτε λήγει , |
| συρραγῇ καὶ διὰ τοῦ αἰδοίου ἐκκρίνεται τὸ πῦον , εὐθὺς ἔριον οἰσυπηρὸν βεβρεγμένον ῥοδίνῳ καὶ ὀλίγῳ ὄξει χλιαρῷ ἐπιτίθεμεν ἐπὶ | ||
| τὴν ἔμπροσθεν εἰρημένην σπαργάνωσιν ἀναδιπλοῦν τὸ ὑποκείμενον ῥάκος ἢ τὸ ἔριον πρῶτον μὲν κατὰ τὰ ἄνω μέρη ὑπὸ τὸν τράχηλον |
| ἐπιπέδων . Ἀναξιμένης τραπεζοειδῆ . Λεύκιππος τυμπανοειδῆ τῷ πλάτει , κοίλην δὲ τῷ μεγέθει . Οἱ ἀπὸ Θαλοῦς μέσην τὴν | ||
| Ἰουδαίας ὑπὸ τοῦ πατρὸς τοῦ βασιλέωςἐκεῖνος γὰρ ἐπελθὼν τὰ κατὰ κοίλην Συρίαν καὶ Φοινίκην ἅπαντα , συγ - χρώμενος εὐημερίᾳ |
| δέοιτ ' ἂν σκευῶν ἀντλητῆρος , ἀντλίας , ἱμονιᾶς , ἱμάντος , κάλου , σχοινίου , κάδου , τροχαλίας , | ||
| : κυρίως ἐπὶ τοῦ ζῴου ἀκουστέον : ἢ ἐπὶ τοῦ ἱμάντος τοῦ περιδεδεμένου τοῖς τραχήλοις τῶν κυνῶν . ὃς λύκως |
| χειρὶ δ ' ἔνθες ὀξύην , λαιόν τ ' ἔπαιρε πῆχυν , εὐθύνων πόδα . ἦ παιδαγωγεῖν γὰρ τὸν ὁπλίτην | ||
| παλαιστὴν αʹ , ὅ ἐστι πήχεως Ϛʹʹ . Ἐὰν δὲ πῆχυν ἐπὶ δάκτυλον , ποίει χυδαῖον δάκτυλον αʹ , ὅ |
| τοῦ τος τὰ δὲ διὰ τοῦ εος , ἃ καὶ συναίρεσιν ἐπιδέχονται , τρεῖς σοι τούτων κανόνας προτίθεται , τὸν | ||
| τειχέοιν καὶ κατὰ συναίρεσιν τειχοῖν . ὦ τείχεε καὶ κατὰ συναίρεσιν τείχη . Πληθ . Τὰ τείχεα καὶ κατὰ συναίρεσιν |
| ταῖς πλευραῖς πεποιημέναι , αἷς ἑκάτερον τῶν μερῶν συμπορπηθὲν ὅλον σιδηροῦν ποιεῖ φαίνεσθαι τὸν ἱππέα , κωλύει δὲ οὐδὲν ὁ | ||
| κάδον λαβών τιν ' οὔρει πίττινον . καὶ στόμωμα μὲν σιδηροῦν ὅστις ἐν τοῖς ἀποθέτοις σκεύεσιν ἀριθμοῖ , Κρατῖνος ἂν |
| εἶναι ἐλπίδα σωτηρίας , ὁρῶν ἐπὶ πολύ τε καὶ στενὸν ἐκτεταμένον τὸ ἑαυτοῦ στράτευμα , καὶ νομίζων πρὸς τὸ ἄναντες | ||
| , ὀλίγον δὲ τὸ διάλειμμα , τοῦτον αὖ πάλιν ὠνομάϲαμεν ἐκτεταμένον τριταῖον . Τὸν ἀκριβῆ τριταῖον , ὡϲ ἂν ὑπὸ |
| ἀγαπῶν τὰ ἀνδρικώτερα τῶν κρουμάτων καὶ τοῖς μαθηταῖς ἐπικελεύων τοῦ μαλθακοῦ ἀφεμένους φιλεργεῖν τὸ ἀρρενωπὸν ἐν τοῖς μέλεσιν . ἐπειδὴ | ||
| τῆς χειρὸς τῆς σιναρῆς ἐπὶ θάτερα τεινομένης : ἔπειτα ἱμάντος μαλθακοῦ πλάτος ἔχοντος ἱκανόν , ὅταν ἡ σφαῖρα ἐντεθῇ εἰς |
| . οὕτω φαίνεται [ τὸ ] πρὸς λόγον τὸ μέν ἐμβεβλημένον καὶ τὸ ἀλαθέως ὀρθῶς ἐπ ' ἐσχάτῳ κείμενον : | ||
| σῦριγξ καὶ χνόη τὸ εἰς τὴν ὀπὴν ἔνθα ὁ τροχὸς ἐμβεβλημένον ξύλον . τὸ δὲ χνόαι βαρύτονον : τὰ εἰς |
| τε καὶ κυμάτων . οἱ δέ φασιν ὡς ἐν τῷ ἄκρῳ τῆς θαλάσσης ἐπὶ τῆς ψάμμου τοῦτο ποιοῦσι . 〛 | ||
| Αἰγυπτίῳ πελάγει μόνος , εἶναι δὲ τῆς σχεδίας ἐπ ' ἄκρῳ τε καὶ τῷ πρὸς τὴν γῆν : ἀποροῦντι δέ |
| αἰδοῖον , καὶ κατακείσθω ὑπτίη , ἄνω τοὺς πόδας ἔχουσα ἐκτεταμένη . Κᾄπειτα σπόγγους προσθεῖσα ἀναδῆσαι ἐκ τῶν ἰξύων . | ||
| χωρεῖ τὸ τῶν ὄμβρων ὕδωρ . Χαίτη . κυρίως ἡ ἐκτεταμένη θρίξ . παρὰ τὸ κεχύσθαι . Χάρμη . ἡ |
| κάτω γένηται , ὡϲ πρὸϲ τῷ μήλῳ , τὸ δὲ πλατὺ ἄνω πρὸϲ τὰϲ βλεφαρίδαϲ . εἶτα ἐκκοπτέον τὸ λαμβδοειδὲϲ | ||
| εἶναι ⋮ Λέγεται καὶ τοῦτο περὶ αὐτοῦ , ὅτι κάρφος πλατὺ καὶ στερεὸν ἐνδακὼν ἑαυτὸν ἐπιστρέφει , καὶ ἀντιπρόσωπος ὁμόσε |
| δὲ εἰς τὰ σκέλη τείνου - σαι σχίζονται κατὰ τὴν πρόσφυσιν , καὶ διὰ παντὸς τοῦ μηροῦ τείνουσιν . ἡ | ||
| ὑπὸ ] τοῦ ἡλίου πρὸς ἀέρα ὑδατοειδῆ , ἢ κατὰ πρόσφυσιν ἰδίαν τοῦ τε φωτὸς καὶ τοῦ ἀέρος , ἣ |
| ' ὧν καὶ ϲιναπιϲμὸϲ ἁρμόζει , χρώμεθα . τὴν δὲ ϲύϲταϲιν ἅπαντα τὰ ἄκοπα μεταξὺ κηρωτῶν τε καὶ ἐμπλάϲτρων ἔχειν | ||
| : ᾠοῦ τῷ λευκῷ καὶ τοῦτο φυράϲθω , ὡϲ μελιτώδη ϲύϲταϲιν ἔχειν , εἶτα ἀναλαμβανέϲθω λαγῴαιϲ θριξὶν μαλακωτάταιϲ κἄπειτα τῷ |
| τοῖς δικτύοις φασὶ τοὺς προειρημένους περιλαμβάνειν ἀγκῶσι μεγάλοις αἰγιαλοῦ κύκλον εὐμεγέθη : γίνεσθαι δὲ τὸν προειρημένον λίθον ἐκ κόγχης στρόμβῳ | ||
| τοσαύτης εὐδαιμονίας . Φιλοτησίαι τὸ ἐπὶ τούτῳ , καὶ σκύφον εὐμεγέθη τινὰ αἰτήσας προὔπιέν σοι τῷ διδασκάλῳ , ἢ ὁτιδήποτε |
| χλιαρῷ καταντλήσαντα τὸ προπεπτωκὸς τῆς μήτρας ἐπὶ πολὺ καὶ ποιήσαντα σύστρεμμα ἐξ ἐρίου σχήματι καὶ πάχει ἀναλογοῦν τῷ γυναικείῳ κόλπῳ | ||
| φλέβα μέσην τὴν ἀπὸ τοῦ βουβῶνος , ὡς πυρὸς ἀγρίου σύστρεμμα ὑποπέλιον ἔχον ἔρευθος : ἐς νύκτα , καρδίης ἄλγος |
| ' ἧς ὀνόματα ζώννυσθαι , ζῶμα , διάζωμα , καὶ ζωστήρ , καὶ ζώνη τι ὅπλον ὁμώνυμον τῷ μέρει : | ||
| παρθενικὴν ζώνην τὸ λυσίζωνον εἰπεῖν , ὅ τε τῆς Ἀμαζόνος ζωστήρ , καὶ ἡ ἐν ταῖς Σοφοκλέους Κολχίσιν ἐπιζώστρα : |
| τοῦτο καὶ μᾶλλον τοῦ δακρύου . Τὸ δὲ δάκρυον ἀπὸ ἐντομῆς συλλέγειν , ἐντέμνειν δὲ ὄνυξι σιδηροῖς ὑπὸ τὸ ἄστρον | ||
| καὶ εἴ τι τοιοῦτον ἕτερον ὅτι μὲν καὶ ἀπ ' ἐντομῆς γίνεται καὶ αὐτομάτως εἴρηται . ποία δέ τις ἡ |
| ποταμοῦ τοῦ Ἰνδοῦ καὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν ὑψηλόν τε καὶ δασὺ ἀγρίῃ ὕλῃ καὶ ἀκάνθῃ κυνάρᾳ . Δίδυμος δ ' | ||
| ψιλότητι : ψιλὸν μὲν γὰρ αὐτῶν ἐστι τὸ τ , δασὺ δὲ τὸ θ , μέσον δὲ καὶ ἐπίκοινον τὸ |
| θείου ἀπόρου μαστίχης ἀνὰ # α ὄξει φυράσας καὶ ποιήσας γλοιῶδες ἐπίπασσε ὀθονίῳ καὶ ἐπίθει κατὰ τῶν ἐντέρων . Σκευασία | ||
| κατ ' ἰδίαν καὶ ὁμοῦ μεθ ' ὕδατος τρῖβε καὶ γλοιῶδες γενόμενον ὡσαύτως προστίθει . ἢ σιδίων νεαρῶν τὸ ἐντὸς |
| εἰπεῖν , “ σοὶ μόνῳ δέδοται καὶ χλανίδα φορεῖν καὶ ῥάκος . ” Διονυσίου δὲ προσπτύσαντος αὐτῷ ἠνέσχετο . μεμψαμένου | ||
| οὔρῳ . Ἕτερον : τιθυμάλου ὀπὸν μέλιτι φυρήσας , ἐς ῥάκος ἐνθεὶς , προστιθέναι . Ἕτερον : σκίλλης ῥίζαν ὅσον |
| οἱ δὲ Περὶ φύσεως , Διόδοτος δὲ ἀκριβὲς οἰάκισμα πρὸς στάθμην βίου , ἄλλοι Γνώμον ' ἠθῶν , τρόπου κόσμον | ||
| εἶπεν , ὅπερ ἐκεῖνοι ὑπολαμβάνουσιν ὡς ὁμολογούμενον οὗτος εἰπών . στάθμην δὲ λέγουσι τὸ ἄνω τῆς πλάστιγγος , ἀπὸ τούτου |
| ἔθαψαν αὐτὸν οἱ ἑταῖροι ἐπάνω τοῦ τάφου αὐτοῦ κώπην ἢ σανίδα πήξαντες ἐκ τῆς Ἀργοῦς . καὶ ὁ μὲν Μόψος | ||
| δηλοῦσιν ἀγγεῖον , ἀλλὰ καὶ δέλτον παρ ' Ὁμήρῳ καὶ σανίδα ἄλυτον καί που καὶ τὰ τῶν ζῳγράφων πινάκια , |
| πτηνὸν ἅρμα ἐλαύνων φέρεται , κατασπάσας αὐτὸς ἤδη κατὰ τὴν ἁψῖδα πετόμενον καὶ ἀναβαίνοντα ὑπὲρ τὰ νῶτα τοῦ οὐρανοῦ καὶ | ||
| φωσφόρος Ἁρμονίης Φαέθων στήριζε γενέθλην : καὶ νοερὴν κόσμοιο μέσην ἁψῖδα κομίζων ζωογόνωι σπινθῆρι περίρρυτα πάντα φυλάσσει . ἔνθεν πρωτογόνοιο |
| ὀφθαλμοὺς περιγράψας ; τίς ὁ τὰς ῥῖνας καὶ τὰ ὦτα τρυπήσας ; τίς ὁ τὸ στόμα διανοίξας ; τίς ὁ | ||
| βαλὼν εἰς βελόνην ῥάμμα λευκὸν καὶ διὰ μέσον τοῦ ὠοῦ τρυπήσας καὶ διαγαγών , ἐὰν μελανωθῇ τὸ ῥάμμα , ἐστὶν |
| ἡ εἰς ὕψος ἀνήκουσα καὶ ὀξεῖα γινομένη ἐστὶν ἡ λεγομένη ἠλακάτη . ὠνομάσθη δὲ καρχήσιον διὰ τὸ τραχύσματα ἔχειν κεγχροειδῆ | ||
| βρώματα . ἠιόνες : αἰγιαλοί . καὶ πόλις Ἀχαϊκή . ἠλακάτη : ἐριουργικὸν ἐργαλεῖον . καὶ τὰ βέλη . ἤλασε |
| , ὅτι σπιθαμὴ μέν ἐστιν ἁπλωθείσης τῆς χειρὸς ἀπὸ τοῦ ἀντίχειρος ἐπὶ τὸ ἄκρον τοῦ σμικροτάτου δακτύλου διάστημα : τρὶς | ||
| ἀπὸ τοῦ μικροῦ δακτύλου , διϊσταμένων τῶν δακτύλων ἕως τῆς ἀντίχειρος λέγεται σπιθαμὴ , παρὰ τὸ ἀποσπασμὸν ποιεῖν : ὡς |
| ἐϲ τὸ πρόϲωπον ϲκληροί , ὀξέεϲ : ἄλλοτε μὲν ἐϲ κορυφὴν λευκοί , ποιωδέϲτεροι δὲ τὴν βάϲιν . ϲφυγμοὶ ϲμικροί | ||
| αὐτῶν ἴσαι εἰσὶν διὰ τὸ ιεʹ , αἱ δὲ κατὰ κορυφὴν αὐτῶν εἰσιν ἐναλλάξ : ὀρθαὶ ἄρα : ὅπερ ἔδει |
| πύου εὔροος ᾖ : τάμνειν δὲ μεταξὺ τῶν πλευρέων στηθοειδέϊ μαχαιρίδι τὸ πρῶτον δέρμα , ἔπειτα ὀξυβελέϊ , ἀποδήσας ῥάκει | ||
| ἢ κοχλιωρύχοις ἢ λιστρίοις , καὶ μαχαίρᾳ ἢ μαχαιρίῳ ἢ μαχαιρίδι . ἡ μαχαιρὶς μὲν γὰρ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ |
| καλεῖται . καὶ τὸ μὲν ἔδαφος τῆς νεὼς κύτος καὶ γάστρα καὶ ἀμφιμήτριον ὀνομάζεται . καλοῖτο δ ' ἂν καὶ | ||
| ὑποκείμενον βάσις , τὸ δ ' ὅλον χώρημα κύτος καὶ γάστρα καὶ κόλπος . τὸ δὲ στόμιον κατὰ μέσον κεῖται |
| ὁ νεωτερισμὸς ἡμῖν κακὸν ἀναστήσῃ . ἄλλως : τινὲς κατὰ συναλοιφὴν θέλουσιν ἐξενηνέχθαι , ὡς παρ ' Ὁμήρῳ : ἢ | ||
| ἵππαιχμόν θ ' ἅμα δή , καὶ ὁ λόγος κατὰ συναλοιφὴν , ἵν ' ᾖ : ὁ λαὸς μνηστὴρ ἅμα |
| πρότερον ἐλέγομεν , ὅταν ὑποτιμώμενος αὑτῷ μείζονος διὰ τούτου ταῦτα καθαιρῇ , ἐφ ' οἷς ἑάλωκε : καὶ ἔστιν οἱονεὶ | ||
| εἴτε ἀληθῆ , πολεμεῖν , ἐάν τις αὑτοῦ τὴν ἀξίωσιν καθαιρῇ . ἐρομένων δὲ τῶν ἀπὸ τῆς βουλῆς , εἰ |
| καὶ δύο ἐκφωνήσεις , σιωπὴν ἀνάγκη γενέσθαι μέσον αὐτῶν τὴν διαιροῦσαν αὐτάς : οὐκ ἂν γὰρ ἐζήτουν οἱ γραμματικοὶ ἐπὶ | ||
| Κτησίας μικρᾶι μαχαιρίδι κεχρισμένηι τῶι φαρμάκωι κατὰ θάτερα τὴν Παρύσατιν διαιροῦσαν , ἐκμάξαι τῶι ἑτέρωι μέρει τὸ φάρμακον : καὶ |
| ἐκπέμπει ἐνίοτε , διὰ τοῦ φυϲικοῦ κατὰ τὸν κανθὸν μικροῦ τρηματίου . ἀρχομένηϲ τοίνυν τῆϲ φλεγμονῆϲ εὐθὺϲ ἐν τῇ πρώτῃ | ||
| ὑγρὸν ὥϲπερ δάκρυον : διόπερ χρὴ τὸ καυτήριον κατὰ τοῦ τρηματίου ἐρείδειν ἰϲχυρῶϲ . αὐτάρκουϲ δὲ τῆϲ καύϲεωϲ γενομένηϲ τῇ |
| δὲ ποταμοὺς ἔχειν φασὶ καὶ κροκοδείλους καὶ ἄλλα γένη ζῴων ἐμφερῆ τοῖς ἐν τῷ Νείλῳ : τινὲς δὲ καὶ τὰς | ||
| ' Ἀμπελίτιδος γῆς τὴν μέλαιναν προκριτέον , πευκίνοις ἄνθραξι μακροῖς ἐμφερῆ , στίλβουσαν . Διφρυγοῦς προκριτέον τὸ τῇ γεύσει ἔγχαλκον |
| πλάτος τριπλάσιοι , οἱ δὲ διαγώνιοι τετραπλάσιοι , οἱ δὲ ὑποκάτω τῶν ἐπάνω ἐπίτριτοι . τῇ αὐτῇ μεθόδῳ κεχρημένος ἐπ | ||
| διὰ τὸ ἐκ τῶν ὀργάνων γίνεσθαι . Χαλινά . τὰ ὑποκάτω τῶν γνάθων , οἷον χαιλινά τινα ὄντα , ὅτι |
| τὰ ἐμπρόσθια γόνατα : μετὰ δὲ τὸν ἀφανῆ πόλον τὴν καμπήν τε τοῦ Ποταμοῦ καὶ τοῦ Κήτους τὴν κεφαλὴν καὶ | ||
| : καὶ περᾷ τὸν μηρὸν παρὰ τὴν πρὸς τὸ γόνυ καμπήν : ἑτέρην δὲ παρὰ τὸν βουβῶνα καθῆκε πυκινόῤῥιζον καὶ |
| ῥήτωρ ἐν τῷ Κατὰ Δημάδου Φίλιππόν φησι τὸν βασιλέα προπίνειν κέρατι τούτοις οἷς ἐφιλοφρονεῖτο . . . . χιλιωθέντα : | ||
| δειπνεῖν ὅ τι τις ἔχει : ἐπειδὰν δὲ σημήνῃ τῷ κέρατι ὡς ἀναπαύεσθαι , συσκευάζεσθε : ἐπειδὰν δὲ τὸ δεύτερον |
| πυραμίδι πυραμίδας τριγώνους βάσεις ἐχούσας , τουτέστιν αὐτὴ ἡ πολύγωνον βάσιν ἔχουσα πυραμὶς πρὸς τὴν πολύγωνον βάσιν ἔχουσαν πυραμίδα . | ||
| ἄκρανἄνω γὰρ αὐτὴν ἐπ ' ἀρχὴν παραπέμψασα ἱδρύσατο καθάπερ ἀνδριάντι βάσιν ὑποθεῖσα τὴν ἀπ ' αὐχένος ἄχρι ποδῶν ἅπασαν ἁρμονίαν |
| νεφριτικοῖϲ ἧττον , καὶ τοῖϲ μὲν κωλικοῖϲ κατὰ τὴν δεξιὰν λαγόνα μᾶλλον εἶναι τὴν ὀδύνην καὶ ἀνιέναι μέχρι ϲτομάχου καὶ | ||
| καί , εἰ βουληθείης , μετὰ κατοχῆς πνεύματος πληρῶσαι τὴν λαγόνα , περιχέοντα δ ' ἔλαιον ἀποθεραπεύειν τοὐντεῦθεν . διττὴ |
| . Τριφάσιοι . τρίφωνοι , τριπλάσιοι . Τόρνιον . τὸ τρῆμα καὶ τὸ ἐνιέμενον εἰς αὐτό . Τέμπεα . τὰ | ||
| βάθει , ἀλλὰ πρὸς τὸ κάτω [ εἶναι ] νενευκὸς τρῆμα καλοῦσι οἱ τούτων ἐργάται ὑπαμβές . πλὴν ταῦτα μὲν |
| εἰς ἀγγεῖον κεραμεοῦν κατατετρημένον , πωμάσας τε τὸ στόμα ἐπιμελῶς ἔνθες εἰς διαπύρους ἄνθρακας καὶ ῥίπιζε συνεχῶς : ὅταν δὲ | ||
| ἐλαίῳ παλαιῷ καὶ μέλιτι καὶ ὀρόβων ἀλεύρῳ συντήξας καὶ ψύξας ἔνθες τῷ ἕλκει , εἶθ ' οὕτως λαβὼν ὄστρακον λεπτὸν |
| τῶν ἤτοι θήλεια παλίγκοτος ἀντομένοισι δάχματι , πλειοτέρη δὲ καὶ ὁλκαίην ἐπὶ σειρήν : τοὔνεκα καὶ θανάτοιο θοώτερος ἵξεται αἶσα | ||
| γίνεται τῷ μακρῷ διασπασμῷ καὶ εἱλιγμῷ τῆς γαστρὸς κατὰ τὴν ὁλκαίην ἀτραπόν , οἱονεὶ τὴν ἐπιμήκη . * κατεναντίον : |
| τὸ ὠχρὸν τέλεον ἀφοίνικτον ἦν , ἠρέμα δὲ τῷ ἐρεύθει βέβαπται , οὔτε τὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἄνθος ἐστὶν ἀμέριμνον , | ||
| . οὔτε γὰρ εἰς ἀφροδίτην αὐτοῦ καὶ χάριν τὰ λεγόμενα βέβαπται , οὔτε ἔχει λευκότητά τινα καὶ τῷ καθαρῷ καλλωπίζεται |
| εἶναι χρήσιμοι . ἡ δ ' ἐν τῷ Τέκτονος καὶ Ἀνδρέου σπάθη πρὸς τὴν κατ ' ἐξελκυσμὸν μοχλείαν ἐπὶ τῆς | ||
| ὡσαύτως δὲ καὶ ἡ κατωφερὴς χελώνη ἡ ἐν τῷ τοῦ Ἀνδρέου ὀργάνῳ . καὶ αἱ ἐν τῷ ὀργάνῳ πτέρυγες δράκοντος |
| τὸν τρόπον ἐκτάξας τὸ στρατόπεδον κατέβαινεν ἐπὶ τοὺς πολεμίους , λοξὴν ποιήσας τὴν τάξιν : τὸ μὲν γὰρ δεξιὸν κέρας | ||
| , ἐγκύκλιον μὲν κατὰ στέρνου , βραχίονος καὶ νώτου , λοξὴν δὲ κατὰ στέρνου καὶ κλειδός : εἶθ ' ὑπαγωγῇ |
| τροφήν τε γὰρ ἱκανὴν λαμβάνουσι καὶ οὐκ ἀναξηραίνεται διὰ τὴν σχίσιν , ὑπὸ δὲ τοῦ ψύχους οὐδὲν πάσχουσιν . Εἰ | ||
| δ ' ὑπὸ πυθμένες ἦσαν , καθ ' ἑκατέραν τὴν σχίσιν τῶν ὤτων ἀκουσόμεθα μίαν πελειάδα : ἃς δοιὰς εἶπεν |
| αὐτοῦ δακτύλου , εἶτα προϋποχρίσας ἐλαίῳ τὸν τόπον ἢ ἐρίου πτύγμα ἐλαιοβραχὲς προϋποθεὶς τῷ κοίλῳ τόπῳ , κατὰ μίαν σπύραθον | ||
| ἔριον μέλιτι κεχριϲμένον ἢ κροκύδα μεθ ' ὕδατοϲ ἄνωθέν τε πτύγμα ἐπιδεῖν ἡϲυχῆ . ϲυμφέρει δὲ τούτοιϲ καὶ θάλαϲϲα ψυχρὰ |
| ἀλλ ' ἰσοσύλλαβος , οἷον καλός καλοῦ καλόν , κοχλίας κοχλίου κοχλίαν , ἐπὶ δὲ τῶν περιττοσυλλάβως κλινομένων εὑρίσκεται ἡ | ||
| δὲ ἰσοσυλλάβου τὸ υ καὶ τὸ α , οἷον κοχλίας κοχλίου , Μηνᾶς Μηνᾶ . Καὶ ἀποροῦσί τινες λέγοντες , |
| ὑπονοίας ἐκφεῦγον : ἐὰν γὰρ εἰς ἀγγεῖόν τις πεπληρωμένον ὕδατος ψηφῖδα ἐμβαλὼν καταστρέψῃ τὸ ἀγγεῖον ἐπὶ στόμα ἐπέχων τὴν ἔκροιαν | ||
| ὕδατος ἰσχανόωντα πέπταται , ἀγκοίνῃσιν ἐφήμενα πετραίῃσι : καρκίνος αὖ ψηφῖδα παρὰ ῥηγμῖνος ἀείρας λέχριος ὀξείῃσι φέρει χηλῇσι μεμαρπώς , |
| , ἐπειδὰν κάθαρσιν ἐπεσχημένην προκαλεῖσθαι θέλωμεν ἢ μύσιν ὑστέρας ἢ συστολὴν ἐπανορθῶσαι : σκευάζονται δὲ καὶ οὗτοι διὰ μέλιτος , | ||
| Ἐρασιστρατείων συντιθείς , ὅσοι τὸν σφυγμὸν ἔφασαν εἶναι διαστολὴν καὶ συστολὴν ἀρτηριῶν τε καὶ καρδίας , ὑπὸ ζωτικῆς τε καὶ |
| ἔχειν δὲ χρὴ πρὸς τὰ τοιαῦτα καὶ ὄνυχα ἐπὶ τῷ δακτύλῳ τῷ μεγάλῳ : καὶ διελόντα ἐξενεγκεῖν τὰς χεῖρας , | ||
| : τοὺς δ ' αὖ δακτύλους ἀθρόους ξὺν τῷ μεγάλῳ δακτύλῳ ἐς τὸ εἴσω μέρος ἐγκλίνειν καὶ περιαναγκάζειν οὕτως : |
| ἀριστεροῦ δὲ τὸ ἐναντίον : τοῦ δὲ κάτωθεν , ὅπερ ἐπίκειται τῇ ἀρχῇ τοῦ ἀπευθυσμένου , σκυβάλων δυσοδία καὶ ἐποχὴ | ||
| : Ἐν μέντοι , φησί , τοῖς ἀκριβεστέροις ἀντιγράφοις ὀξεῖα ἐπίκειται τῇ πρώτῃ συλλαβῇ κατὰ τὸ λόχμη , λόγχη , |
| : τὰ μικρὰ ξύλα τὰ ὡσανεὶ ἧλοι πεπηγμένα ἐν τῷ ἄξονι : θραύων δὲ σάρκας : ἀντὶ τοῦ θραυόμενος . | ||
| . αἱ χνόαι ἢ τὰ ἐμβαλλόμενα [ πρὸς ] τῷ ἄξονι , ὥστε μὴ ἐξιέναι τὸν τροχόν : ἄλλως : |
| θύῃ καὶ ἔπειτα βρόχῳ περὶ ὦν ἔβαλε τὸν αὐχένα , σκυταλίδα δὲ ἐμβαλὼν περιάγει καὶ ἀποπνίγει , οὔτε πῦρ ἀνακαύσας | ||
| ἔρημον φύλακος , πάλιν ἀντιδιδόναι παρ ' οὗ ἔλαβεν τὴν σκυταλίδα , ἵν ' αἴσθηται ὁ στρατηγὸς καὶ γνῷ τὸν |
| θῦσαι : διὰ τοῦτο τὸν θάλαμον ἀνοίξας εὗρε δρακόντων σπειράμασι πεπληρωμένον . Ἀπόλλων δὲ εἰπὼν ἐξιλάσκεσθαι τὴν θεόν , ᾐτήσατο | ||
| κῆπον ὥδευεν . ἰδὼν οὖν κλάδον συκῆς ὑπερέχοντα σύκων ὡρίμων πεπληρωμένον ἐπελάβετο τοῦ κλάδου . τοῦ δὲ ὄνου ὑπεκδραμόντος ἀπεκρεμάσθη |
| ψυχρηλάτοις , εἰς ἣν ἀρθρεμβολεῖται ὁ λεγόμενος ὁδηγός , ᾧ ἐναρμόζεται ὁ πρότροχος σφαιροειδής . Διὰ δὲ τοῦ ὁδηγοῦ ὅπλον | ||
| ἀναπλάσσειν κολλυρίοις ὅμοια ἁρμόζειν δυνάμενα τῇ ῥινὶ τοῦ πάσχοντος : ἐναρμόζεται γὰρ τῷ πόρῳ τῆς ῥινός , ἐν ᾧ ὁ |
| εἰ δέ ποτε ἔδοξε τὴν ὕλην πᾶσαν εἰς ἓν μέρος ῥέψαι , τὰ ἄλλα ἠλευθεροῦντο . εἴποτε δὲ παρὰ τὰ | ||
| : εἴ τι ἄλλο τότε δεῖ , ἐπ ' ἄλλο ῥέψαι , ἢ ξηρῆναι , ἢ ὑγρῆναι , ἢ ἀντισπάσαι |
| ὑπάρχειν , ὑφ ' ᾧ πυρώδης στεφάνη : καὶ τὸ μεσαίτατον πασῶν περὶ ὃ πάλιν πυρώδης : τῶν δὲ συμμιγῶν | ||
| τὸν ὁρίζοντα καὶ νυχθήμερον ἀποτελεῖ : τὸ ἥμισυ ἄρα καὶ μεσαίτατον τῆς γῆς ιβʹ ὡρῶν ἔχει διάστημα . Ἐπὶ δὲ |