ἑρμηνεύεται . . . κατὰ Φίλωνα ] , Ἰακὼβ δὲ πτερνιστής . Τίς [ δὲ ] οὐκ ἂν ἀγάσαιτο τὸ
ἀρετῆς λογισμοί . ” δάκνων πτέρναν ἵππου . ” ἐχομένως πτερνιστής ἐστιν ὁ τὴν στάσιν τοῦ γενητοῦ καὶ φθαρτοῦ διασείων
5159590 ἀεινων
ἕλης . οὕτως Αἰσχύλος . , . . , . ἀείνων : τὸ ἀένναον . Ἀριστοφάνης τρισυλλάβως Βατράχοις . καὶ
. Γλῶττάν τέ σοι δίδωσιν ἐν δήμῳ φορεῖν καλῶν λόγων ἀείνων , ᾗ πάντα κινήσεις λέγων . Κᾆτ ' ἀπερρώγειν
4692646 Λαβαν
τέκνον , ἄκουσόν μου τῆς φωνῆς καὶ ἀναστὰς ἀπόδραθι πρὸς Λάβαν τὸν ἀδελφόν μου εἰς Χαρρὰν καὶ οἴκησον μετ '
εἰς τὰς τοῦ βίου λαμπρότητας ἀφίξεται : λευκὸς γὰρ ἑρμηνεύεται Λάβαν . ἀφικόμενος δὲ οὐχ ὑψαυχενήσει , φυσώμενος ταῖς τυχηραῖς
4691798 λυκαινα
. Διόπερ κατά τινα ὡρισμένον χρόνον τοῦ ἐνιαυτοῦ τίκτει πᾶσα λύκαινα ἐν δώδεκα ἡμέραις , ὡς Φιλοστέφανος φησὶν ἐν τοῖς
πεινῶν καὶ λύκος χανὼν ὄντως ἀπῆλθε νωθραῖς ἐλπίσιν παρεδρεύσας . λύκαινα δ ' αὐτὸν ἡ σύνοικος ἠρώτα “ πῶς οὐδὲν
4546278 Θεογονιαν
[ . , ] . Ὀνομαστικόν , ἔπη ͵ασ . Θεογονίαν , ἔπη ͵ασ . Ἀστρονομίαν , Ἀμμοσκοπίαν [ ?
γυναῖκάς τε ᾀδόμενα καὶ ἃς μεγάλας ἐπονομάζουσιν Ἠοίας , καὶ Θεογονίαν τε καὶ ἐς τὸν μάντιν Μελάμποδα , καὶ ὡς
4506829 προσαγορευει
ὡς ἄρρενα πατρὸς ἔχουσαν τάξιν ἐν οὐρανῷ βασιλεύουσαν , ἥντινα προσαγορεύει καὶ Ζῆνα καὶ περιττὸν καὶ νοῦν , ὅστις ἐστὶν
γίνονται ἀδιάρθρωτοι καὶ ἀπὸ τῶν κοινῶν : τὰ γοῦν παιδία προσαγορεύει πάντας τοὺς ἄνδρας πατέρας καὶ μητέρας τὰς γυναῖκας τὸ
4492741 Μωυσης
λόγῳ τιθέμενος , ἧς ὁ ἀσκητὴς ἐρᾷ . μαρτυρεῖ δὲ Μωυσῆς φάσκων , ὅτι ” ἦν Ἰακὼβ ἄπλαστος , οἰκῶν
τῶν πραγμάτων ᾗ ἐκέχρηντο τιθέμενοι . Προσηκόντως οὖν ὁ ἱερώτατος Μωυσῆς τότε φθείρεσθαι τὴν γῆν εἶπεν , ὅτε αἱ τοῦ
4451212 Φιλομηλη
: ἀηδόνος : Πρόκνη καὶ Φιλομήλη ἐγένοντο ἀδελφαί : ἡ Φιλομήλη συνῴκει ἀνδρὶ , καὶ ἔτεκε τέκνον : ὁ γοῦν
μὲν Δωριεῖς τὰ εἰς η τρέπουσιν εἰς α μακρόν , Φιλομήλη Φιλομήλα , οἱ δὲ Ἴωνες τοὐναντίον εἰς α βραχύ
4427232 Ἠσαυ
: οὗτοι δὲ ἐκ γένους εἰσὶν Ἀβραάμ : Ἰδουμαῖοι δὲ Ἠσαῦ τοῦ ἀδελφοῦ Ἰακώβου παιδὸς Ἰσαὰκ υἱοῦ Ἀβραὰμ ἀπόγονοι πεφύκασιν
ἀλλὰ μετρίως γοῦν καὶ μέσως ἐρρύψαντο . τὸ παραπλήσιον ὁ Ἠσαῦ λέγειν ἔοικε τῷ πατρί : ” μὴ εὐλογία σοι
4405954 ἀφροσυνῃ
τῷ σωφρόνως ; Ἔφη . Οὐκοῦν τὰ μὲν ἀφρόνως πραττόμενα ἀφροσύνῃ πράττεται , τὰ δὲ σωφρόνως σωφροσύνῃ ; Ὡμολόγει .
μόνον ἐναντίον εἶναι , πλείοσιν δὲ μή , τῇ δὲ ἀφροσύνῃ ἑνὶ ὄντι σοφία ἐναντία καὶ σωφροσύνη αὖ φαίνεται :
4392545 παρο
ἔοικε κηρῷ πάντας τύπους καλούς τε καὶ αἰσχροὺς δεχομένῳ : παρὸ καὶ ὁ πτερνιστὴς Ἰακὼβ ὁμολογεῖ φάσκων „ Ἐπ '
, ὅτι τὴν Ἴσχυος μίξιν ἐδήλωσεν αὐτῷ ὁ κόραξ , παρὸ καὶ δυσχεράναντα ἐπὶ τῇ ἀγγελίᾳ ἀντὶ λευκοῦ μέλανα αὐτὸν
4364564 κυνηγιᾳ
καλλιτεκνίας , ὑποσχεῖν τίσιν τοιάνδε : τὸν μὲν Φίλοττον ἐν κυνηγίᾳ διαφθαρῆναι , τὸν δὲ Ἀσσάονα τῆς θυγατρὸς πόθῳ σχόμενον
' ὄντος καὶ θυγατρὸς τῷ Νουμίτορι , τὸν μὲν ἐν κυνηγίᾳ δολοφονεῖ , τὴν δέ , ἵνα ἄτεκνος διαμείνῃ ,
4354281 φιλοκυνηγον
: Ὠρίωνος δὲ κύων ἐστίν : λέγεται γὰρ διὰ τὸ φιλοκύνηγον αὐτὸν εἶναι παρατεθῆναι τοῦτον αὐτῷ : καὶ γὰρ Λαγωὸς
. Κυάνιππος τῶι γένει Θεσσαλὸς γήμας Λευκώνην τὰ πολλὰ διὰ φιλοκύνηγον ἐνέργειαν ἐν ὕλαις διέτριβεν . ἡ δὲ νεόνυμφος ὑπολαμβάνουσα
4343876 εἰναιτο
μὲν μονάδα ὡρισμένον τι καὶ γνωστὸν καὶ φρόνιμον τὰς ἀρετὰς εἶναιτὸ γὰρ μέσον ἕν , κατὰ δὲ δυάδα ἀόριστον καὶ
τῶν ἐγκυκλίων παιδευμάτων μετασχόντας , φιλοσοφίας δὲ ἀπολειφθέντας ὁμοίους ἔλεγεν εἶναιτὸ δ ' ὅμοιον καὶ Ἀρίστων : τὸν γὰρ Ὀδυσσέα
4311882 Ἰξιονα
, τοῦτο καὶ ἀνύει . τοῦτο δὲ γνωμολογεῖ διὰ τὸν Ἰξίονα , ἐπεὶ ὁ Ζεὺς τὴν νεφέλην τῇ Ἥρᾳ ἴσχυσεν
ἐγών , εἰ καί περ ἐς Ἄιδα ναυτίλληται λυσόμενος χαλκέων Ἰξίονα νειόθι δεσμῶν , ῥύσομαι ὅσσον ἐμοῖσιν ἐνὶ σθένος ἔπλετο
4311579 Γενεσιν
διάμετρος . οὐ γὰρ περὶ πᾶσαν διάμετρον κινεῖται σφαῖρα . Γένεσιν καὶ ἐνταῦθα ὡρίσατο κώνου καὶ οὐ παντός , ἀλλὰ
τί ἐστι τὸ ὄν , φὰς αὐτὸ ἀγένητον ἀναμφιλέκτως . Γένεσιν γὰρ οὐκ ἔφη εἶναι τῷ ὄντι : ἐτρέπετο γὰρ
4296508 ἰαμβοποιος
Παγκάλη καὶ Ψυχία . ἀπὸ τῆς Μινώας ἦν Σιμωνίδης ὁ ἰαμβοποιός , Ἀμοργῖνος λεγόμενος , ὡς Ἐρυκῖνος . λέγεται καὶ
ἕλκη λέγει , σκνιπὸν δὲ τὸν ἀμυδρὸν βλέποντα Σιμωνίδης ὁ ἰαμβοποιός : ἢ τυφλὸς ἤ τις σκνιπὸς ἢ μέγα βλέπων
4271916 κατεσχημενον
, ἅθ ' ὑπό τινος βιαίου καὶ τρόπον τινὰ θείου κατεσχημένον . σοῦ δὲ τίς ἀνάσχοιτο τῶν γραῶν ἐρῶντος καὶ
τοῦ ἐλαίου ἢ ὑδρελαίου , καὶ μᾶλλον εἰ σκύβαλον εἴη κατεσχημένον : παρακμαζούσης δὲ τῆς διαθέσεως κηρωταῖς καὶ μαλακτικωτέροις πεσσοῖς
4271258 γεννησαντα
βίον ὤφειλε με - τρῆσαι , οὔτε ὑποτακτικὸν οὔτε ταπεινὸν γεννήσαντα τὸν οἰκοδεσπότην ἐχρῆν λαμπρὸν καὶ ἐπίσημον ἐξ ὑστέρου κατασκευάσαι
ὑπὸ πόντων δύνοντα καὶ τῇ Μελανίππῃ περιπλεκόμενον καὶ υἱὸν ἀνθρωποβόρον γεννήσαντα , ἢ περὶ τῶν τοῦ Διὸς παίδων ὁπόσα οἱ
4263525 ὀργισθεντα
βουληθῆναι Διὶ συνελθεῖν ὡς ὑπὸ Ἥρας τραφεῖσαν , Δία δὲ ὀργισθέντα θνητῷ θέλειν αὐτὴν συνοικίσαι . Χείρωνος οὖν ὑποθεμένου Πηλεῖ
λίπους καὶ τῷ Διὶ ἐπεμοίρασεν : ὅθεν διὰ τὸν παραλογισμὸν ὀργισθέντα αὐτὸν τὸ πῦρ ἀποκρύψαι , ἀλλ ' ὁ Προμηθεὺς
4246941 εὐσχημως
ἡδονὴν μετιόντα καταγέλαστον εἶναι , τὸν δὲ τῷ πράγματι κεχρημένον εὐσχήμως , ὥστε τοῦ φύσαντος λάθρα ποιῆσαι μηδέν , τοῦτον
' ἐφόδοις καὶ κλοπαῖς κατὰ τῶν ἐχθρῶν κεχρῆσθαι ἀσφαλῶς καὶ εὐσχήμως διὰ τόπων ἐπιτηδείων εἰς τὸ μὴ δηλοῦσθαι ἢ τοῖς
4246042 παλινῳδιᾳ
καὶ ἀνάγει τὸ τῆς ψυχῆς πτέρωμα , ὡς ἐν τῇ παλινῳδίᾳ φησὶν , οὗτος δὲ φθίνειν ποιεῖ καὶ διόλλυσι .
καὶ ἀναγωγὸν ἐπαινῶν καὶ ἀνυμνῶν , ἃ ἐνεργήσει ἐν τῇ παλινῳδίᾳ ; Τὸ δὲ αἷς με σὺ προὔβαλες ἐκ προνοίας
4241522 ἐτεκε
ἔλεγον : καὶ τῇ ὑστεραίῃ τὰ αὐτά . Τρίτῃ δὲ ἔτεκε θυγατέρα , καὶ τἄλλα πάντα κατὰ λόγον ἦλθεν .
' ἐν θρήνοισιν ἀναβοάσω γέροντι πατέρι Ταντάλωι , ὃς ἔτεκεν ἔτεκε γενέτορας ἐμέθεν , δόμων ἃς κατεῖδον ἄτας : ποτανὸν
4218586 ὀρχηστην
τὸν Κρῆτα Μηριόνην : Μηριόνη , τάχα κέν σε καὶ ὀρχηστήν περ ἐόντα ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε διαμπερές , εἴ ς
τὸ εἰρημένον τῷ ποιητῇ Μηριόνη , τάχα κέν σε καὶ ὀρχηστήν περ ἐόντα . τὴν δὲ γεωμετρίαν οἱ Αἰγύπτιοι εὗρον
4218199 ἀναι
δεῖ διόλου τὸ ἴσον φαίνεσθαι , μὴ πῆ μὲν υἱὸν ἀναι - ρεῖν ὡς κατὰ τῆς δημοκρατείας βουλευσάμενον , αὐτὸν
τὸ μεῖζον μέγεθος τοῦ δρομήματος , περὶ τὰς ρπʹ μοίρας ἀναι - ρεῖ . ἐὰν δὲ γενομένης κατακλίσεως ἡ ☾
4205044 ἀσκητης
τὴν ἔκκλισιν ἀπὸ παντὸς τοῦ τοιούτου . τίς γάρ ἐστιν ἀσκητής ; ὁ μελετῶν ὀρέξει μὲν μὴ χρῆσθαι , ἐκκλίσει
καὶ ὕλης σωματικῆς : ἐπεὶ πῶς ἀναγνώσεται χωρὶς ὀμμάτων ὁ ἀσκητής ; πῶς δὲ ἀκούσεται τῶν προτρεπτικῶν λόγων χωρὶς ἀκοῆς
4197654 Πολιτειᾳ
διωλύγιον ἐν Θεαιτήτῳ , τοῦ δ ' ἴκταρ βάλλειν ἐν Πολιτείᾳ . Ὄρτυξ ἔσωσεν Ἡρακλῆ τὸν καρτερόν : αὕτη παρ
τὸν δὲ τρίτον Ὀλυμπικῶς τῷ Σωτῆρι τε καὶ Ὀλυμπίῳ Πλάτων Πολιτείᾳ . τρυσίππιον : ἔγκαυμα ἵππου γεγηρακότος ἐπὶ τῆς γνάθου
4178023 τυφον
. διὰ τοῦτ ' ἐπιστάμενος ἐπὶ μέγα δυνάμεως προεληλυθότα τὸν τῦφον καὶ δορυφορούμενον ὑπὸ τοῦ πλείστου γένους ἀνθρώπων οὐκ ἐξ
συγγένειαν πλασάμενοι , μυστήρια κατέστησαν : καὶ πολὺν αὐτοῖς ἐπῆγον τῦφον , ὡς μὴ ῥᾳδίως τινὰ συνορᾶν τὰ κατ '
4176219 Ἀσκληπιον
. ὄγδοος δὲ ἐγένετο ἐπὶ τούτοις ὁ Ἔσμουνος , ὃν Ἀσκληπιὸν ἑρμηνεύουσιν . οὗτος κάλλιστος ὢν θέαν καὶ νεανίας ἰδεῖν
, Λέοντι , Τοξότῃ , ἐν Τοξότῃ δὲ καὶ Ἰχθύσιν Ἀσκληπιὸν καὶ Ὑγίειαν , ἐν δὲ Παρθένῳ καὶ Αἰγοκέρωτι Διόνυσον
4154242 χωριζομενη
τὸν ἔχοντα καὶ ἐκφαίνει τὴν δειλίαν : πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία , οὐ σοφία
ἀπρεπῆ καὶ ἐπιφανεστέραν ἔχοντα τὴν δειλίαν , πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία , ἀλλ '
4124679 ῥαβδωι
ἀρειοτέρηι ἐπὶ [ μοίρηι ] . / ὡς εἰπὼν χρυσέηι ῥάβδωι θίγεν * / εὐκήλωι δὲ τάχιστα κατείχετο [ πάντα
κηρίνους ἐποι [ [ ] κἀνετίλησε [ [ ] χρυσολαμπέτωι ῥάβδωι ? ? ? ? [ ] αν ? ἐγγὺς
4120090 Λειαν
πατρὸς ᾀδόμενοι ὕμνοι μουσικῶς ἐπιψάλλωνται . καὶ τὴν ἀρετὴν μέντοι Λείαν ἀκούομεν ἐπὶ τῆς τοῦ τετάρτου γενέσεως υἱοῦ μηκέτι τίκτειν
ἐπινεύει τὸ θεῖον , ἅπας ἄφρων ἀνανένευκε . τὴν γοῦν Λείαν μισουμένην εἰσάγουσιν οἱ χρησμοί : διὸ καὶ τοιαύτης ἔτυχε
4120067 Λεια
λεῖα , εἶθ ' οὕτως καὶ τὰ τούτοις ἀντίθετα . Λεῖα τοίνυν εἴη παρυφιστάμενα ὅσα συνεχῆ πρὸς ἑαυτὰ τυγχάνει καὶ
χειρῶν Ἐν δαπεδοῖς * Βάκτης , ἀλλὰ διὰ στομάτων . Λεῖα δὲ πάντα καθ ' ἓν τρίψας ἀνάμισγε σὺν ὑγροῖς
4107850 Μωυσην
γὰρ θεός ἐστι τοῦ ἀλόγου ὁ νοῦς , παρὸ καὶ Μωυσῆν οὐκ ὤκνησεν εἰπεῖν ” θεὸν τοῦ Φαραώ ” .
ὀργίων ἀνακεκλήσεται : λέγεται γὰρ ἐν Λευιτικῇ βίβλῳ „ ἀνεκάλεσε Μωυσῆν „ . ἀνακεκλήσεται δὲ καὶ ὁ τῶν δευτερείων ἀξιωθεὶς
4079552 μητροκτονον
τότε τοῦ κατὰ τῆς πατρίδος ἅπτου πολέμου , ἢ τὸ μητροκτόνον ἄγος αἰδούμενος εἶξον τῇ σεαυτοῦ μητρὶ καὶ δός ,
Ἀμφίλοχός τε * ) ὅτι οὐκ οἶδεν Ὅμηρος τὸν Ἀλκμαίονα μητροκτόνον . . . . . . κάλλεος εἵνεκα οἷο
4074928 Ῥεβεκκαν
τὸ διπλοῦν σπήλαιον ζυγάδην κεχώρηκεν , Ἀβραὰμ Σάρραν , Ἰσαὰκ Ῥεβέκκαν , Λείαν Ἰακώβ , ἀρετὰς καὶ τοὺς ἔχοντας .
τῶν λαμβανόντων ἰσχὺν τὰ διδόμενα σταθμᾶται . ἐπαινετέον οὖν καὶ Ῥεβέκκαν , ἣ τοῖς τοῦ πατρὸς ἑπομένη διατάγμασιν ἀφ '
4074066 περιβαλουσα
σοφία τῆς γραφῆς , πρῶτον μὲν ὅτι τὰς ἀγαπωμένας λίθους περιβαλοῦσα οὐκ ἐκ τῶν χρωμάτων αὐτὰς ἐμιμήσατο , ἀλλ '
πῆμα δυσμενής τ ' ἔφυς : ἔσω γὰρ ἄν με περιβαλοῦσα δωμάτων ἄρδην ἂν ἐξέπεμψας εἰς Ἅιδου δόμους . [
4061699 ὀφιν
ἑκάστην ἀλλάσσων . [ Εἰς ψώραν ἵππου . ] Σχίσας ὄφιν καὶ λαβὼν τὸ στέαρ αὐτοῦ ἄλειψον μετὰ ξύλου τὸ
διὰ τοῦ στόματος . ὅτι ἡ γαλῆ ἡνίκα πολεμεῖ πρὸς ὄφιν , πήγανον ἐσθίει : τοῦτο γὰρ φεύγει ὁ ὄφις
4053270 Ἀριστοτελης
γέγονε Πυθαγόρας τε καὶ Ἐπίκουρος , Δ . δὲ καὶ Ἀριστοτέλης τῆς Ἑρμογένους . . . . , διὰ δὲ
κινούμενον περὶ τὸ μέσον ἐγκυκλίως . . . . . Ἀριστοτέλης ἐκ πέμπτης οὐσίας τὸν ἥλιον . πυροῦσθαι δὲ τὸν
4051585 τευξομενον
τὸν γὰρ ὑπὲρ τῆς πόλεως πράττοντά τι καὶ πράων ὑμῶν τευξόμενον τὸ τῆς πόλεως ἦθος ἔχοντα δεῖ φαίνεσθαι . τοῦτο
διὰ μέσου καὶ ἀναγωγὰς πολλάς , προὔπεμψεν πόρρω πάνυ ὡς τευξόμενον τοῦ μετρίου , παρεμυθήσατο δὲ τῇ ἐπιτυχίᾳ τὸν προσελθόντα
4049597 σημηνασθαι
αἱ συνθῆκαι , καὶ κοινῇ ἐκγραψαμένους ἡμᾶς τὰς συνθήκας πάλιν σημήνασθαι , τὰ δὲ ἀντίγραφα ἐμβαλέσθαι εἰς τὸν ἐχῖνον ,
τι ἔπεστιν ἡ σφραγίς , αὐτὸν ἴσως ἐπιλελῆσθαι καὶ μὴ σημήνασθαι , καὶ μὴν αὐτός τ ' ἔφη σημηνάμενος μνημονεύειν
4029249 γηϊνος
νοῦν εἶναι νόμιζε : ὁ γὰρ κατ ' εἰκόνα οὐ γήϊνος , ἀλλ ' οὐράνιος . ζητητέον δέ , διὰ
οἷον , ξύλινος : δρύϊνος : λίθινος : πέτρινος : γήϊνος : δερμάτινος : τούτοις ὅμοια τὸ κάμινος : ἴκτινος
4029046 Ἀναξαγορας
ὄψεως πρὸς τὸν ἥλιον , παραπλησίαν ταῖς κατοπτρικαῖς ἐμφάσεσιν . Ἀναξαγόρας Δημόκριτος σύνοδον ἀστέρων δυεῖν ἢ καὶ πλειόνων κατὰ συναυγασμόν
οὔτε ὕδωρ εἶναι ἄντικρυς οὔτε οὐχ ὕδωρ : ᾧ καὶ Ἀναξαγόρας ἠκολούθησεν . ὅτι δὲ ψευδὴς ὁ λόγος ὁ λέγων
4028155 ἀφομοιωσιν
ἀπὸ τοῦ πρωτογόνου ἑνὸς ποιησαμένη τοῦ παντὸς εἰς ἀπόμαξιν καὶ ἀφομοίωσιν ἰόντος ἀνωτάτου καλοῦ , συμπληρώσεως δὲ τελείωσιν καὶ κατάκλεισιν
ὅλων τὰ φαντάσματα παραδεχομένη : καὶ ὡς ἰδίως κατὰ τὴν ἀφομοίωσιν χαρακτηρίζεται ἔν τε τῷ ποιεῖν καὶ ἐν τῷ δέχεσθαι
4024085 ἀθανατον
δὲ τοῖος . ιεʹ Πῇ δὴ οὖν θνητόν τε καὶ ἀθάνατον Εἰπὼν περὶ τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς ἐν τῷ περὶ
ἐπ ' αὐτοῦ τὸ ὅτι ἐστίν , ἤγουν ἐὰν τὸ ἀθάνατον ὑπάρχῃ τῇ ψυχῇ . γινώσκομεν δὲ τὸ τί ἐστιν
4004056 μυι
συμβαίνει οὖν τὸ τηνικαῦτα ὁ μὲν σπασμὸς ἐν τῷ ἄνω μυί , λέγω δὴ τὸν ἀνοίγοντα , συνίστασθαι , ἡ
, μαστοὺς ἓξ πρὸς τοῖς σκέλεσιν : ἀνατμηθεῖσα δὲ ὁμοία μυί . Αἰλιανοῦ . Ὅτι τὰ ὑποζύγια τὴν μυγαλῆν οὐ
4000711 θνητῳ
καὶ ἀθάνατον μαχέσασθαι , νίκην δ ' ἀμφοτέροις δώσω , θνητῷ δέ νυ μᾶλλον . ταῦτα ὡς ἐπύθοντο οἱ Φωκεῖς
καὶ τὰς ἐνισταμένας δυσπραγίας , συμμετρίαν δὲ καὶ κρᾶσιν τῷ θνητῷ γένει παρεχόμενος . Κατ ' ἄλλην τοίνυν διαίρεσιν ἡ
4000378 Καιν
, κατὰ δὲ τὴν ἀκριβεστέραν ἐξέτασιν , ὅτι αὐτὸς ὁ Κάιν ὑφ ' ἑαυτοῦ : ὥσθ ' οὕτως ἀναγνωστέον :
. οὐ διὰ τοῦτο μέντοι δόξαντι θυσίας ἀμέμπτους ἀναγαγεῖν τῷ Κάιν λόγιον ἐξέπεσε μὴ θαρρεῖν ὡς κεκαλλιερηκότι ; μὴ γὰρ
4000104 ἰοχεαιραν
φησι διὰ τοὺς ἐπὶ τῇ γεννήσει ταύτης ἐγγινομένους κελάδους , ἰοχέαιράν τε διὰ τὰς ἐξ αὐτῆς ἀκτινοβολήσεις , κυνηγέτιδα δέ
φησι διὰ τοὺς ἐπὶ τῇ γεννήσει ταύτης ἐγγινομένους κελάδους , ἰοχέαιράν τε διὰ τὰς ἐξ αὐτῆς ἀκτινοβολήσεις , κυνηγέτιδα δέ
3996966 φθαρτης
καὶ νοητῆς , πρεσβυτέρας τε καὶ νεωτέρας , ἔτι δὲ φθαρτῆς καὶ ἀφθάρτου μεθόριος φύσεώς ἐστι . νοητὸς μὲν γὰρ
ψυχὴ πρόεισι καὶ ἄπεισιν , ἢ ὅτι ἐξ ὕλης ἐστὶ φθαρτῆς , ἢ ὅτι βέλτιον αὐτῷ τὸ ἀποθνῄσκειν . ἔρχεται
3996867 Εὐδωρον
Φερεκύδης δέ φησιν ἔχειν αὐτὴν παῖδας ἕξ , Ἀλαλκομενέα Φηρέα Εὔδωρον Λύσιππον Ξάνθον Ἀργεῖον : θυγατέρας δὲ ἕξ , Χιόνην
] δέ φησιν ἔχειν αὐτὴν παῖδας ἓξ , Ἀλαλκομενέα Φηρέα Εὔδωρον Λύσιππον Ξάνθον Ἀργεῖον , θυγατέρας δὲ ἓξ , Χιόνην
3992591 ἀναγκαιοτατοι
τε γὰρ σφαῖραι ἀστέρων καὶ ὀκτὼ οἱ ἀστρονόμοις κατὰ λῆψιν ἀναγκαιότατοι καὶ ἐπιστημονικώτατοι κύκλοι : τέσσαρες μὲν μέγιστοι ἀλλήλων ἐφαπτόμενοι
ἀνεξαπάτητος . πρῶτοι δ ' εἰσὶν οἱ πρῶτοι τόποι καὶ ἀναγκαιότατοι . ἂν δὲ τρέμων καὶ πενθῶν ζητῇς ἀπερίπτωτος εἶναι
3989252 ὀνειρον
δὲ δι ' ἠέρος ἤιεν αἴγλη , δὴ τότε θεῖον ὄνειρον ἐν Ἀργείοισιν Ἐπειός , ὡς ἴδεν , ὡς ἤκουσεν
πρόβλημα πεποιημένων , ἀλλὰ τὸν κοινὸν καὶ πάνδημον καὶ μέγαν ὄνειρον οὐ κοιμωμένων μόνον ἀλλὰ καὶ ἐγρηγορότων εἰωθὼς ἀκριβοῦν .
3987238 ἐνθουν
ὁ δ ' Ἡρόδοτος φησὶ πατρὶ τῷ τούτου τάδε : ἔνθουν , Ὄλουρε , παῖς ὁ σὸς ψυχὴν ἔχει .
πολυμαθὴς ὁ Φοίνιξ , Φοίνικα πολυμαθῆ λέγουσα τὸν Πορφύριον , ἔνθουν δὲ Σύρον τὸν Ἰάμβλιχον : ἔνθουν δὲ αὐτὸν λέγει
3985483 Φειδιας
καὶ ταὐτόματον διὰ τοιαύτας αἰτίας . τὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἄγαλμα Φειδίας μὲν κατεσκεύαζε , Περικλῆς δὲ ὁ Ξανθίππου καθεσταμένος ἦν
ὡς ἐπ ' ἐξειργασμένοις ἦγον ἐς τροπαίου ποίησιν . τοῦτον Φειδίας τὸν λίθον εἰργάσατο ἄγαλμα μὲν εἶναι Νεμέσεως , τῇ
3979280 καιομενην
περὶ αὐτὸν ἐσπείσαμεν . ὁ δὲ μάγος ἐν τοσούτῳ δᾷδα καιομένην ἔχων οὐκέτ ' ἠρεμαίᾳ τῇ φωνῇ , παμμέγεθες δέ
ἑαυτῷ , ἐπεὶ πεποίηκεν ἐν τῷ τέλει τούτου τοῦ δράματος καιομένην τὴν διατριβὴν Σωκράτους καί τινας τῶν φιλοσόφων λέγοντας ”
3978868 ἐξηρε
ἐμοῦ τὸ θνητὸν αὖον ἐγένετο , τὸ δ ' ἀθάνατον ἐξῆρε πρὸς τὸν ἀέρα . ταῦτ ' οὐ σχολὴ Πλάτωνος
τῶν ἀκουόντων προαίρεσιν καὶ τὴν ἰδίαν ἐπιβολὴν δημηγορήσας οὐ μετρίως ἐξῆρε τὸν τῶν ἐκκλησιαζόντων θυμόν : ὁ γὰρ δῆμος καὶ
3970671 κοχλον
τοίνυν ἡ Διὸς παῖς , καὶ ἐκείνῳ μὲν ἐς τὸν κόχλον τόνδε ἐκτρέπει τὴν μορφήν , αὐτὴ δὲ αἱρεῖται ὀπαδόν
οἴκαδε νεκρός , τεθνηκὼς ζῳῷ φθεγγόμενος στόματι . σημαίνει γὰρ κόχλον . τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ ῥήματα λέγειν ἀνθρώπων ὀνόμασιν
3965089 ἀθροισμον
οὐδὲ τὰ μέρη ὑπάρξει . καθόλου τε , εἰ τὸν ἀθροισμὸν τῶν τοῦ λόγου μερῶν ὅλον ἡγήσονται λόγον , ἀκολουθήσει
καίει . τὸ δ ' ἐναντίως ἔχον τούτῳ διὰ τὸν ἀθροισμὸν καίει μᾶλλον καὶ ἰσχυρότερον γίνεται καὶ χρονιώτερον . τῆς
3958457 συμφοιτητην
τὸ εὖ ποιεῖν καταχρῆσθαι , πρὸς δέ γε τὸν ἐμὸν συμφοιτητήν , ᾧ πλοῦτος πολὺς ὢν καὶ δίκαιος οὐκ ἠβουλήθη
δὲ καὶ τὸν παῖδα μὲν τὸν ἐμόν , αὑτοῦ δὲ συμφοιτητήν , παῦσαί με τοῦτον ὀδύρεσθαι θελήσας δείσας μὴ τὸ
3951483 μαχλος
οὐ μὰ τοὺς κάτω κούρους , οὐκ ἦν ἐς ἄνδρας μάχλος οὐδὲ δημώδης . Πολυκράτης δὲ τὴν γενὴν Ἀθηναῖος ,
τὸ γόνος , οἱονεὶ λαγόνης ὁ λίαν πολύγονος . ] μάχλος δέ , [ ἀφ ' οὗ καὶ ἡ κατὰ
3940981 προαποθανουσης
οὐ πρότερον ἀκηκοότας ἀνθρώπους . ἄλλοις δὲ εἰρημένον ἐστὶν ὡς προαποθανούσης οἱ τῆς γυναικὸς ἐπὶ τὸ Ἄορνον δι ' αὐτὴν
ὑπὸ τὴν Πρωτεσιλάου ναῦν ἔφερεν ὁ Καλήτωρ τὸ πῦρταύτης οὖν προαποθανούσης ἡ ἐπεισελθοῦσα Φιλονόμη ἡ Κραγάσου διήμαρτε γὰρ ἐρασθεῖσα τοῦ
3939784 ἀορατος
ὅτι πρῶτον μὲν ἀλαζονεία ψυχῆς ἐστι κακία , ψυχὴ δὲ ἀόρατος ὅτι μὴ θεῷ , κολαστὴς δὲ ὁ μὲν τυφλὸς
τὴν Ἄιδος κυνῆν , ὡς καὶ ὁ Περσεύς , περιθέμενος ἀόρατος ἐγίνετο . ἔστι δὲ κυνῆ Ἄιδος τὸ τέλος εἰς
3933602 Ἰακωβ
ταῖς λαγῶσί μου ἐπὶ μῆνας ἑπτά : καὶ εἰ μὴ Ἰακὼβ ὁ πατὴρ ἡμῶν προσηύξατο περὶ ἐμοῦ πρὸς Κύριον ,
Μακάριοί εἰσιν οἱ πατέρες ἡμῶν , Ἀβραὰμ , Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ , ὅτι ἐξῆλθον ἐκ τοῦ κόσμου τούτου , καὶ
3926403 Ὀνησικριτος
διὸ φυλάττουσι τὸν ἐνιαύσιον καρπὸν εἰς ἔτη πλείω ταμιευόμενοι . Ὀνησίκριτος δὲ λέγει ποταμὸν ἐν τῇ Καρμανίᾳ καταφέροντα ψήγματα χρυσοῦ
: μὴ οὖν φθονήσῃς ” μοι τοῦ μνήματος . „ Ὀνησίκριτος δὲ τὸν μὲν πύργον δεκάστεγον εἴρηκε : καὶ ἐν
3924558 ἱερογραμματεα
ἀδυνατεῖ τοῦτο δρᾶσαι . Αἰγύπτια δὲ γράμματα δηλοῦντες , ἢ ἱερογραμματέα , ἢ πέρας , μέλαν καὶ κόσκινον καὶ σχοινίον
' αὐτῶν γραμματέας Μωϋσῆν τε καὶ Ἰώσηπον , καὶ τοῦτον ἱερογραμματέα : Αἰγύπτια δ ' αὐτοῖς ὀνόματα εἶναι , τῷ
3923295 φιληδονον
ἀρετῆς ἀνευρὼν κατεκέντει καὶ ἀνῄρει τῷ λόγῳ τὴν μισάρετον καὶ φιλήδονον γένεσιν καὶ τοὺς τόπους , ἐξ ὧν ἐβλάστησαν αἱ
ἄλλα κλονούμενα καὶ σαλευόμενα , | πατάξας καὶ συλλογισάμενος τὸν φιλήδονον κρύπτει ἐν τῷ σποράδι καὶ πεφορημένῳ νῷ , ὃς
3918799 ἐγκεκαλυμμενον
πατὴρ ὁ Κορίσκος . τί οὖν ἤν σοι παραστήσας τινὰ ἐγκεκαλυμμένον ἔρωμαι : τοῦτον οἶσθα ; τί φήσεις ; δηλαδὴ
ἦν δὲ καὶ οὗτος διαλεκτικός , πρῶτος δόξας εὑρηκέναι τὸν ἐγκεκαλυμμένον καὶ κερατίνην λόγον κατά τινας . οὗτος παρὰ Πτολεμαίῳ
3909228 Νωε
γεωργικὴν ὡς ἐναρμόνιον καὶ ἐπιβάλλουσαν τέχνην ἀνατίθησι λέγων „ ἤρξατο Νῶε ἄνθρωπος εἶναι γεωργός „ , τῷ δὲ ἀδίκῳ τὴν
τὸ σωτήριον αὐτοῦ πᾶσι τοῖς ἔθνεσι . Τότε ὄψεσθε Ἐνὼχ Νῶε καὶ Σὴμ καὶ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἀνισταμένους
3901306 Ῥαχηλ
' ἣν συμβαίνει τὰ πρεσβύτερα καὶ ἡγεμονεύοντα ἀγαθὰ καρποῦσθαι , Ῥαχὴλ δέ , καθ ' ἣν τὰ ὡς ἂν ἐκ
ὁρᾷς ὅτι καὶ τῇ ἐπὶ τῶν εἰδώλων καθεζομένῃ αἰσθήσει τῇ Ῥαχὴλ νομιζούσῃ ἐκ τοῦ νοῦ τὰ κινήματα εἶναι ἐπιπλήττει ὁ
3892649 συνοικουντα
τῶν βελῶν φοράνοἰκείως . δὲ παρέδοσαν αὐτὸν Κῷοι τῇ Ἥβῃ συνοικοῦντα , ὡς ὁλοσχερέστερον αὖ τὸ σῶμα ἢ τὴν διάνοιαν
, οὔτε κάλλος σώματος οὔτ ' ἰσχὺς δειλῷ καὶ κακῷ συνοικοῦντα πρέποντα φαίνεται , ἀλλ ' ἀπρεπῆ καὶ ἐπιφανεστέραν ἔχοντα
3889267 Αἰγιμιον
: ψυκτήρια δένδρεα φίλαισιν ὠλέναισι δέξεται . καὶ ὁ τὸν Αἰγίμιον δὲ ποιήσας εἴθ ' Ἡσίοδός ἐστιν ἢ Κέρκωψ ὁ
. τοὺς δ ' ἄλλους Ἡρακλείδας φασὶν ἐλθόντας παρ ' Αἰγίμιον τὸν Δώρου τὴν πατρῴαν τῆς χώρας παρακαταθήκην ἀπαιτήσαντας μετὰ
3883222 εὐτελειᾳ
ὑπάρχει αὐτῷ . φησὶ δὲ καὶ τοὺς Λακεδαιμονίους τῇ σφόδρα εὐτελείᾳ τῆς ἐσθῆτος ἀλαζονεύεσθαι . καὶ γὰρ τὸ εἰς τὸ
καὶ τῶν σκωπτόντων αὐτὸν ὑπερορᾶν . καὶ ἐσεμνύνετο ἐπὶ τῇ εὐτελείᾳ , μισθόν τε οὐδένα εἰσεπράξατο . καὶ ἔλεγεν ἥδιστα
3883211 ἐποπα
τρεῖς ὁ Ζεὺς εἰς ὄρνεις μεταβάλλει , τὸν μὲν εἰς ἔποπα , ὃς λέγει ποῦ , τὴν δὲ Φιλομήλην εἰς
δὲ μήτηρ τῆς Ἀηδόνος εἰς ἀλκυόνα , ἀδελφὸς Ἀηδόνος εἰς ἔποπα , Πολύτεχνος ὁ ἀνὴρ αὐτῆς εἰς πελεκάνα . Κύκνος
3882594 Πρωτεα
δὲ τούτων ὁ Θῶνις πέμπει τὴν ταχίστην ἐς Μέμφιν παρὰ Πρωτέα ἀγγελίην λέγουσαν τάδε : Ἥκει ξεῖνος , γένος μὲν
μάλιστα ἐβούλετο σημήνας . Τίσι γε μὴν ἐπιθέτοις καὶ τὸν Πρωτέα κεκόσμηκεν , ἤδη σκοπῶμεν : πωλεῖταί τις δεῦρο γέρων
3879304 πτωχῳ
ἠμφίεστο , ἀπῄει πρὸς τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλέως , οὐ πτωχῷ , φησίν , ἐναλίγκιος οὐδὲ ἱκέτου ἐν σχήματι κατεπτηχότος
ὄπισθε μένοντες . ὁ δ ' ἐς πόλιν ἦγεν ἄνακτα πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι , σκηπτόμενον : τὰ δὲ
3877130 Νους
οὐκ ἂν ἦν σπουδαῖος συνεργοῦντα ἑαυτῷ τὸν δαίμονα ἔχων . Νοῦς γὰρ ἐνεργεῖ ἐν τούτῳ . Ἢ οὖν δαίμων αὐτὸς
τι τῆς ἡδονῆς πίνειν . οἷς μὲν οὖν ἐστιν ὁ Νοῦς οἰνοχόος , οὕτως οἰνοχοεῖν , φοβούμενον καὶ προσέχοντα μή
3876201 μεταπεμψαμενη
πρὸς τὴν Ἀνδρομάχην ἡ βασιλὶς ἐβουλεύετο κατ ' αὐτῆς θάνατον μεταπεμψαμένη τὸν Μενέλαον . ἡ δὲ τὸ παιδίον μὲν ὑπεξέθηκεν
πλέονα βούληται χρόνον τῇ στρατιᾷ χρῆσθαι , ἡ πόλις ἡ μεταπεμψαμένη διδότω σῖτον , τῷ μὲν ὁπλίτῃ καὶ ψιλῷ καὶ
3875135 ὀρφανιᾳ
εἰ δέοι θνήσκειν , ἀλλ ' ἐπὶ τῇ τοῦ στρατεύματος ὀρφανίᾳ , τοὺς θεοὺς ὁρῶν ἤδη παρ ' οὓς ἔμελλεν
ἔπειτά ποτε ῥημάτων ὑπ ' ἐμοῦ ῥηθέντων τῶν πειρωμένων ἀμύνειν ὀρφανίᾳ τε καὶ πενίᾳ καὶ νεότητι μαθητοῦ τινος ἡμετέρου πῦρ
3874711 μολυσμον
: δηλοῖ δὲ τὸν πηλὸν , τὸν ῥύπον , τὸν μολυσμὸν , καὶ τῆς σηπίας τὸ μέλαν . Τὰ διὰ
καὶ διότι τῷ μὲν δύναμιν ἔχοντι τοῦ ἀποθνῄσκειν ἐμποιεῖ τινα μολυσμὸν διὰ τὴν φυσικὴν τὸ χεῖρον πρὸς αὐτὸ ἐπιτηδειότητα ,
3873593 πηγῃ
Περσεῖ : ζητῶν δὲ τὴν λαβὴν τοῦ ξίφους περιέτυχε τῇ πηγῇ τεκμήρατο ] κατεσκεύασε τεκμήρατο ] ἐτελείωσεν , ἐσημείωσεν ἐνθρύψειας
ἑσπέρας ἔλαμπεν . ὁ δὲ νοῦς παρὰ δὲ τῇ Κασταλίᾳ πηγῇ τῇ τῶν χορευτῶν χάριτι ἐπὶ τῇ νίκῃ μέχρις ἑσπέρας
3872419 πεπλανησθαι
εἰκόνα , ἐφ ' ἧς ἐπεγέγραπτο Περσαῖον Ζήνωνος Κιτιᾶ , πεπλανῆσθαι εἶπε τὸν ἐπιγράψαντα : δεῖν γὰρ οὕτως ἔχειν Περσαῖον
ἢ καὶ ἐπιπροσθεὶς τῇ ἡλιακῇ ἢ σεληνιακῇ , ἐάνπερ δοκῇ πεπλανῆσθαι , ἢ καὶ ἕτερον ὡροσκόπον λογισάμενος τῷ αὐτῷ τρόπῳ
3865409 ὁρμητικον
κρατῆρες , διὰ τὸ μεστὸν εἶναι πυρός . θοῦρον ] ὁρμητικὸν , θρασύν . ἀντέστη ] ἠναντίωτο . . σμερδναῖσι
: τετρασκελὲς | γὰρ καὶ τὸ πάθος ὡς ἵππος καὶ ὁρμητικὸν καὶ αὐθαδείας γέμον καὶ σκιρτητικὸν φύσει . ὁ δὲ
3864806 πολλαπλασιασθεισα
νεʹ . ἔτι δὲ ἡ γονιμωτάτη ἑξὰς ἐφ ' ἑαυτὴν πολλαπλασιασθεῖσα δυνάμει ἐπιγεννᾷ τὸν λϚʹ : ἔστι δὲ ἑπτὰ τούτου
πρὸς σῶμα οὐδένα λόγον ἔχει : μυριάκις γὰρ ἡ γραμμὴ πολλαπλασιασθεῖσα γραμμὴ πάλιν μένει καὶ οὐδέποτε ποιήσει ἐπιφάνειαν . πολλῷ
3862950 Λαιον
, τοῦ δὲ Λάβδακον φῦναι λέγουσιν , ἐκ δὲ τοῦδε Λάιον . ἐγὼ δὲ παῖς μὲν κλήιζομαι Μενοικέως , [
Πολυφόντην καὶ Λάιον ἀπέκτεινε , καὶ παρεγένετο εἰς Θήβας . Λάιον μὲν οὖν θάπτει βασιλεὺς Πλαταιέων Δαμασίστρατος , τὴν δὲ
3857465 ἐπιγνουσα
καὶ θυγατέρες Ἀντιγόνη καὶ Ἰσμήνη . Ὕστερον δὲ ἡ Ἰοκάστη ἐπιγνοῦσα , ὅτι τῷ παιδὶ παρεμίγη , ἑαυτὴν ἀνήρτησεν .
. κακία δὲ ψυχῆς ἀγνωσία . ψυχὴ γάρ , μηδὲν ἐπιγνοῦσα τῶν ὄντων μηδὲ τὴν τούτων φύσιν , μηδὲ τὸ
3856988 Ἡμερα
τὸ μέγιστον . Χρόνος ἡλίου κίνησις , μέτρον φορᾶς . Ἡμέρα ἡλίου πορεία ἀπ ' ἀνατολῶν ἐπὶ δυσμάς : φῶς
φησι : Νυκτὸς δ ' αὖτ ' Αἰθήρ τε καὶ Ἡμέρα ἐξεγένοντο : καθὸ ἐκ τῆς ἐπιτολῆς αὐτοῦ ἡ ἡμέρα
3852936 κοσμιον
πᾶς δῆμος ἀποσπώμενον προὔπεμψε , θαυμάζων τὸ ἐν τῇ παρεπιδημίᾳ κόσμιον καὶ σῶφρον , καὶ ἅμα οἰκτείρων τὴν τύχην .
δὲ αἳ μὲν λάβρως αἳ δὲ κοσμίως , καὶ τὸ κόσμιον γενναιότερον τοῦ ἀκόσμου . ἀγαθαὶ δὲ ὅσαι μὴ κακόσιτοι
3848894 ἀσεβει
ἠρώτα λόγους : ” ὁ λέγων τοῖς ἀμυήτοις τὰ μυστήρια ἀσεβεῖ : ὁ δέ γ ' ἱεροφάντης τοῖς ἀμυήτοις λέγει
αὐτὸς καταφαγεῖν τὰ τέκνα , εἰ μή τις Θυέστης ὢν ἀσεβεῖ ἀδελφῷ περιπεσὼν ἤσθιε ; καὶ εἰ τοῦτο μανείη ,
3847950 ἠσκησεν
δοκεῖ παραπλήσιος , ὃν ἐκεῖνος , ὥς φησιν Ὅμηρος , ἤσκησεν ἐν Κνωσσῷ τῇ Ἀριάδνῃ ; ἢ βελτίων μὲν ὁ
μὴ λαλῆσαι τοῦ λοιποῦ : καὶ μέχρι θανάτου τὴν σιωπὴν ἤσκησεν . . . Κατὰ δὲ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον Ἀδριανός
3843586 ἑστος
ἀλλὰ σεμνὸν καὶ ἅγιον , νοῦν οὐκ ἔχον , ἀκίνητον ἑστὸς εἶναι ; Δεινὸν μεντἄν , ὦ ξένε , λόγον
ταύτης τό τε κινούμενον μεταβάλλει ἐπὶ τὸ ἑστάναι καὶ τὸ ἑστὸς ἐπὶ τὸ κινεῖσθαι . Κινδυνεύει . Καὶ τὸ ἓν
3841982 ἀναιρει
κατὰ τὸ σύνηθες ἀφικομένης καὶ μελλούσης κατακλίνεσθαι ἀναδραμὼν ὁ Περίανδρος ἀναιρεῖ τὸ φῶς καὶ κατιδὼν τὴν μητέρα ὥρμησεν ἐπὶ τὸ
αὐτῶν δίκας μὴ εἶναι : ὁρᾷς ὅτι φανερῶς ὁ νόμος ἀναιρεῖ τὴν κρίσιν : τῆς ἀγράφου παράδειγμα : ἱέρεια μυούμενον
3836667 γεννηθηναι
τῆς μεταφράσεως . ἑξῆς φησιν ἀπὸ Γένους Αἰῶνος καὶ Πρωτογόνου γεννηθῆναι αὖθις παῖδας θνητούς , οἷς εἶναι ὀνόματα Φῶς καὶ
. . . τὴν δὲ τρίτην ἀρχὴν μετὰ τὰς δύο γεννηθῆναι μὲν ἐκ τούτων , ὕδατός φημι καὶ γῆς ,
3834433 φοβηθεισα
καὶ φάσματα ἡρώων τῇ γυναικὶ ὀφθῆναι : ἃ δὴ πάντα φοβηθεῖσα ἀπέστη ἔργων ἀνηκέστων , ὁμολογίην πικρὴν ποιησαμένη , καὶ
ὑπὲρ τὴν ἀξίαν ἐλάλησεν : ἱκανὴν γὰρ ἡμῖν τιμωρίαν ἔδωκεν φοβηθεῖσα ἐπὶ τῇ παιδί . χαίρωμεν οὖν τῷ γάμῳ .
3834420 Ἠριγονην
τὸν δὲ Ὀρέστου νόθον Πενθίλον Κιναίθων ἔγραψεν ἐν τοῖς ἔπεσιν Ἠριγόνην τὴν Αἰγίσθου τεκεῖν . ἐπὶ δὲ τοῦ Τισαμενοῦ τούτου
δέησιν . . . . † ἀλήτης : τινὲς τὴν Ἠριγόνην τὴν Ἰκαρίου , οἱ δὲ τὴν Φερσεφόνην , διότι
3830242 κληρονομησαι
Ἡρακλέους , φασί , τοῦ Ἀλκμήνης μαθὼν αὐτό , καὶ κληρονομῆσαι λέγεται τῶν τόξων , ὁπότε Ἡρακλῆς ἀπιὼν τῆς ἀνθρωπείας
δεῖν ἢ θεῶν τινα χεῖρα ὑπερέχειν , ἢ τὴν πόλιν κληρονομῆσαι τῶν ἐκείνοις ὄντων κινδύνων ἐθελοντάς : καίτοι ἀφῖκτο μὲν
3828027 ἀφθαρσιαν
θήλεια , διὰ τὸ μήτε διδόναι μήτε λαμβάνειν τὰ πρὸς ἀφθαρσίαν ἱκανὸς εἶναι σπέρματα , μελετᾶν δ ' αἰσχίστην κατὰ
ἄλλους : ἐκείνοις δ ' , ὡς ἔοικε , καὶ ἀφθαρσίαν μαρτυρεῖ διὰ τοῦ προσθεῖναι ” ζῆτε ἐν τῇ σήμερον
3827922 νοητως
δὲ τῶν Μαριάμ , αἰσθήσει κεκαθαρμένῃ : δίκαιον γὰρ καὶ νοητῶς καὶ αἰσθητῶς τοὺς εἰς τὸ θεῖον ὕμνους καὶ εὐδαιμονισμοὺς
πρὸ αὐτῆς ἄν : οὐ γάρ , ἐπειδὴ πάντα ἐκεῖ νοητῶς , κατὰ τὸ λόγιον , ἤδη πάντα καὶ ἐν
3823747 γεγεννησθαι
αὐτῷ γενέσθαι καὶ τὴν γυναῖκα κυοῦσαν ἔχων , Ἱπποκένταυρον αὐτῷ γεγεννῆσθαι . δίδυμα αὐτῷ ἐγεννήθη βρέφη : δύο γὰρ σώματα
Πύρρας Δευκαλίωνι παῖδες Ἕλλην μὲν πρῶτος , ὃν ἐκ Διὸς γεγεννῆσθαι ἔνιοι λέγουσι , δεύτερος δὲ Ἀμφικτύων ὁ μετὰ Κραναὸν
3809231 Ἀνακρεοντα
τὸ δὲ τόξον Ἀφροδίτης ἄφες ὡς θεοὺς ἐνίκα . τὸν Ἀνακρέοντα μιμοῦ , τὸν ἀοίδιμον μελιστήν . φιάλην πρόπινε παισίν
αὐτῷ πρὸς | τὸν τῆς μουσικῆς ἔρωτα , ὁ δὲ Ἀνακρέοντα τὸν μελοποιὸν μεταπεμψάμενος ] δίδωσι τῷ παιδὶ τοῦτον τῆς
3809127 φθαρτον
μέν τινα παρ ' αὐτοῖς εἶναι τὸν παθητικὸν νοῦν καὶ φθαρτόν , ὃν καὶ κοινὸν ὀνομάζουσι καὶ ἀχώριστον τοῦ σώματος
. Ἀριστοτέλης δὲ τὸ ὑπὸ τὴν σελήνην μέρος παθητὸν καὶ φθαρτόν , ἐν ᾧ καὶ περίγεια . Ἀριστοτέλης : εἰ

Back