βέλτιστον ἀεὶ βλέπειν καὶ τὸ χρηστὸν ἐν εὐνοίᾳ τίθεσθαι . πρόσταξον , ὡς βούλει , καὶ πείθομαι : πλεῖν κέλευσον
κατακέλευσον , ὥσπερ τοῖς ἐρέσσουσι , . κατακέλευσον : Σιγὴν πρόσταξον . . ἐλακωνομάνουν : Τῆς τῶν Λακώνων ἤρων πολιτείας
4942287 χιμεθλα
τοὺς παῖδας , ὁπόταν ὑπὸ χειμῶνος ῥήξεις τινὰς ὑπομείνωσιν ἢ χίμεθλα ἐπώδυνα , τὴν βοτάνην αὐτοὺς τότε διαφορεῖν ταύτην .
γλαῦκα καὶ μαθήσῃ . ἡ δὲ τῆς χολῆς μίξις καταπλασσομένη χίμεθλα ἰᾶται . Θρίσσα ἰχθύς ἐστι θαλάσσιος μικρός . αὕτη
4715072 φυσαντας
ἡ πατρὶς ἀρχὴ γενέσεως ὡς ὑποδεξαμένη καὶ ἡμᾶς καὶ τοὺς φύσαντας καὶ ἰδιοτροπίαν ἠθῶν χαριζομένη , εἴ γε καὶ ἡμεῖς
παῖς οὑμὸς ἢ γνοὺς ἤ τινος μαθὼν πάρα ἔστειχε τοὺς φύσαντας ἐκμαθεῖν θέλων πρὸς δῶμα Φοίβου , Λάιός θ '
4483117 ἠνθε
ἄρχετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι , πάλιν ἄρχετ ' ἀοιδᾶς . ἦνθέ γε μὰν ἁδεῖα καὶ ἁ Κύπρις γελάοισα , λάθρη
ἐχθές , οὔτ ' ἐγὼ αὖ τήνῳ . ἀλλ ' ἦνθέ μοι ἅ τε Φιλίστας μάτηρ τᾶς ἁμᾶς αὐλητρίδος ἅ
4467209 ἐκπεμπεις
ἐξέσῳς ' ἐπὶ χθόνα καί μοι , πολὺν γὰρ πέλανον ἐκπέμπεις δόμων , φράσον σελήνας τάσδε πυρίνου χλόης ὀλολύζετ '
χρῆν ἐξαλείφειν ἅ γε μὴ προσίεσο : εἰ δὲ ἁπλῶς ἐκπέμπεις αὐτὸν καὶ οὐδέσιν οὐδὲ ὧν ἐπαινεῖς ἐᾷς ὁμιλεῖν τὴν
4366657 τατον
] λει ? [ | ] μφε [ | ] τατον ? [ | ] κοσι ? ? ? [
, ἐπειδὴ καὶ τὸ πρεσβύτατον τῶν ὄντων καὶ τελειό - τατον ἀγαθὸν αὐτὸς ἦν . ἐμπρεπέστατον δὲ τὰ οἰκεῖα τῇ
4328979 κερκισιν
ἑζόμεναι περιώσι ' ἄφυκτά τε μήδεα παντοδαπᾶν βουλᾶν ἀδαμαντίναισιν ὑφαίνετε κερκίσιν . Αἶσα καὶ Κλωθὼ Λάχεσίς τ ' , εὐώλενοι
, καὶ προσθεὶς τὸ σαίρειν τὸ δῶμα καὶ ἐφεστάναι ταῖς κερκίσιν ἀναγκάσει με ἄγουσαν , φέρουσαν καὶ ἔχουσαν , ἡμέραν
4321894 διους
? ? ? ? ? ! [ [ ] ! διους λαθρέμπορος ? ? εἰς ὑμενηίους ? ? ? ?
? ? ? ? ? ! [ [ ] ! διους λαθρέμπορος ? ? εἰς ὑμενηίους ? ? ? ?
4318180 ἐπιδεσμους
ὕδωρ θερμόν , θερμάσματα , σπόγγους τρυφερούς , ἔριον , ἐπιδέσμους , ὑποκεφάλαιον , ὀσφραντά , δίφρον μαιωτικὸν ἢ καθέδραν
φλεγμονὰς ἀκριβεστέρῃ : πλὴν ὅτι δεῖ τελευταῖον χαλαρωτέρους ἐᾶν τοὺς ἐπιδέσμους , ἵνα καὶ ἁδροτέραν παρέχεται τροφήν . , ,
4313089 ἐχθρε
: κοπίδας τέτταρας : οὐ μὴ πρότερον οἴσεις , θεοῖσιν ἐχθρὲ σύ , τὸ λεβήτιον : τἀκ τοῦ νίτρου :
τῶν τραυμάτων ἀνέκραγεν : ἔγωγε μοιχός ; ἐγὼ παράνομος ; ἐχθρὲ καὶ πλούσιε , ὀψὲ γάρ με τὰς σεαυτῷ πρεπούσας
4279070 ὡρισας
δῆλον , ὅτι οὐδέτερον ὡρισμένως : εἰ δὲ μή , ὥρισας . Εἰ οὖν ἄπειρος καὶ ταῦτα ἀπείρως καὶ ἀορίστως
τῇ ἀναλήψει τῆς παρούσης βοτάνης τῆς δεῖνα , ἣν συμπαθεῖν ὥρισας τῷ ἐκ τῶν πλανωμένων ἀστέρι τῷ δεῖνι , ἐνδόκησον
4264902 Κρονε
δεσμοὺς ἀρρήκτους ὃς ἔχεις κατ ' ἀπείρονα κόσμον , αἰῶνος Κρόνε παγγενέτωρ , Κρόνε ποικιλόμυθε , Γαίης τε βλάστημα καὶ
σὲ οἴει μόνον ὑπὸ τῶν πενήτων ταῦτα γεγράφθαι , ὦ Κρόνε , οὐχὶ δὲ καὶ ὁ Ζεὺς ἤδη ἐκκεκώφηται πρὸς
4193684 κυνας
: καὶ γὰρ εἰ πάνυ ὠκὺς τύχοι καὶ πολλὰς πολλάκις κύνας διαπεφευγώς , ἀλλά γε ἐξ εὐνῆς ἀνιστάμενον καὶ ξὺν
Ἑκάτης : καὶ γὰρ Σώφρων ἐν τοῖς Μίμοις φησὶν αὐτῇ κύνας θύεσθαι . Ζήρινθον τὸ Θρᾳκικὸν σπήλαιον καταλιπὼν τῆς Ῥέας
4171972 περιηνεγκεν
πόρρω ἦσαν τοῦ πίνειν , τότε δὴ μύρον μέν τις περιήνεγκεν : οἱ δὲ ἐχρίοντο . , . . Διακορεῖς
τῆς ἀμφὶ τὰς δύσεις θαλάσσης ἐγένετο , καὶ τὴν Ἰταλίαν περιήνεγκεν ἐς λιμὸν καὶ τοὺς ἐχθροὺς ἐς συμβάσεις , ἃς
4170594 εἰσιοντας
Ὑποκρίσεως . δαίμων αὕτη , ὡς ὁρᾷς , ἐνεδρεύουσα τοὺς εἰσιόντας προσπλέκεται καὶ θαυμαστὰ δρᾷ γοητεύουσα , πείθουσα θαρσεῖν τε
γὰρ ὁ καιρὸς ἐνέστη τῶν μυστηρίων καὶ ἔδει μυεῖσθαι καθαροὺς εἰσιόντας εἰς τὸ ἀνάκτορον , τηνικάδε καὶ οὗτος οὔτε καθηράμενος
4153282 διεστραμμενους
τῇ δὲ ἑτέρᾳ μέλανα ἔχει παῖδα καθεύδοντι ἐοικότα , ἀμφοτέρους διεστραμμένους τοὺς πόδας . δηλοῖ μὲν δὴ καὶ τὰ ἐπιγράμματα
καὶ τῷ στόματι , καὶ μόλις πορεύεσθαι πάνυ γελοίους καὶ διεστραμμένους . οὕτως οὖν καὶ κατὰ τὸν βίον πορεύεσθαί τινας
4130209 ἰητρους
περὶ τῆς ἰητρικῆς τέχνης , πολλοὺς βουλόμενος τοὺς σώζοντας ὑπάρχειν ἰητρούς : τοῦ τε Περσῶν βασιλέως μεταπεμπομένου αὐτὸν ἐπὶ τιμαῖς
πάντα τἆλλά οἱ παρῆν . Καὶ τοῦτο μὲν τοὺς Αἰγυπτίους ἰητρούς , οἳ βασιλέα πρότερον ἰῶντο , μέλλοντας ἀνασκολοπιεῖσθαι ὅτι
4120383 βροτους
δεσμεύων αὐτοῦ τὰς φρένας . αὐονὰ ] ὁ ξηραίνων τοὺς βροτούς . διανταία ] ἡ διαμπὰξ τιμωρουμένη . αὐτουργίαις ]
' : εὔηθες δέ τοι τὸ καὶ δοκεῖν ὄρνιθας ὠφελεῖν βροτούς . ] Κάλχας γὰρ οὐκ εἶπ ' οὐδ '
4115066 νοσουντας
νοσοῦντας μὲν οὐκ ἐξῆγεν οὐ συγγνωσόμεθα , ὅτι δὲ καὶ νοσοῦντας ἐξῆγεν οὐ θαυμασόμεθα ; ὅστις οὕτω καμνόντων ἡγεῖτο ,
γὰρ εἰς γῆν καὶ παρεῖται τὸ σῶμα καὶ ἐμιμεῖτο τοὺς νοσοῦντας τὴν ἐκ θεῶν καλουμένην νόσον : ἦν δὲ τῶν
4080581 καρκινους
γοῦν σμικρὰ τῶν ἰχθυδίων καὶ τὰς καλουμένας καρκινάδας καὶ τοὺς καρκίνους ἐπιφοιτᾶν τε ἅμα καὶ κατεσθίειν αὐτόν . λέγουσι δὲ
μὰ τὸν Δί ' οὐδέν γ ' ἄλλο πλήν γε καρκίνους . προσέρχεται γὰρ ἕτερος αὖ τῶν Καρκίνου . τουτὶ
4053829 φλοιους
καὶ ἀγρίοις χρῶνται καρποῖς , ἀμπέχονται δὲ τοὺς τῶν δένδρων φλοιούς , πίνουσι δὲ τὸν ἐκ τῶν δένδρων καρπὸν ἐκθλίβοντες
ἰσχνῇ καλύπτουσιν : ἢ ὅτι κάρφη τὰ λέπη , τοὺς φλοιούς Αἰγινῆτιν ] εἴδη ῥοιῶν ταῦτα : Κρησὶς ἀπὸ Κρήτης
4048912 τοκετους
ῥινηλασίας κυνηγῶν , ἔχθρας καὶ φιλίας ζώων , γάμους καὶ τοκετούς . Ταῦτα λεγούσης Ἀρτέμιδος πάντα ποιεῖν ἐπηγγειλάμην , ὡς
μηνύειν τε οὐχ ἥκιστά φασι τὴν τῆς ὁρμητικῆς μέθεξιν τοὺς τοκετούς : δύστοκα μὲν γὰρ εἶναι τὰ τεθνηκότα ὡς ἂν
4042533 Πεπρωμενη
' , ὦ Ζεῦ , καὶ σύ γ ' ἡ Πεπρωμένη , ὅποι ποθ ' ὑμῖν εἰμι διατεταγμένος . Ἀλλὰ
' , ὦ Ζεῦ , καὶ σύ γ ' ἡ Πεπρωμένη . εἶτα τοῦτο τὸ προκείμενον ἔχων ἀρέσαντός σοι λεξειδίου
4028042 φυοντων
μόνον ἰᾶται παιδικῶν σωμάτων καὶ γυναικείων . ἀλλὰ κἀπὶ τῶν φυόντων τοὺς ὀδόντας παιδίων διαχριόμενον συνεχῶς οὐδὲν ἧττον μέλιτος λεπτύνει
τοὺς Παιόνων βασιλεῖς βοῶν παρ ' αὐτοῖς γινομένων μεγάλα κέρατα φυόντων , ὡς χωρεῖν τρεῖς καὶ τέσσαρας χόας , ἐκπώματα
4001549 αἰγιαλονδε
αἴσιμον ἔπλετ ' ἐναιρομένοις ὑπὸ νεκρῆς . ἀλλὰ τότ ' αἰγιαλόνδε φόνῳ πεπαλαγμένος ἥρως ἐλθών , εἰσόκε λύθρον ἀποπλύνειε θαλάσσῃ
ὑπὸ φλοίσβοιο θαλάσσης νήχεται , ὄφρα ἑ κύματ ' ἀποπτύσῃ αἰγιαλόνδε . Ἔνθα δ ' ἄρ ' ἐξαπίνης μιν ἀναπλησθεῖσαν
3999491 ὑποδεξαι
τις τοὺς συμβιώτας καὶ φράτορας αὐτοῦ ἐπιστάντας αἰφνίδιον λέγειν αὐτῷ ὑπόδεξαι ἡμᾶς καὶ δείπνισον , αὐτὸς δὲ λέγειν ὡς τὸν
μητέρα . νδʹ . Εἰ κἀμὲ φεύγεις , ἀλλ ' ὑπόδεξαι κἂν τὰ ῥόδα ἀντ ' ἐμοῦ , καί σου
3987715 εὐμαρεως
χάριν ἠγερέθεσθε , φραζόμενος τὰ ἕκαστα . σὺ δ ' εὐμαρέως ἀγορεύεις , οἶον ἑῆς ψυχῆς ἀλέγων ὕπερ : αὐτὰρ
ὡς σοφὸς εἶπεν , ἤγουν ὡς ὁ παροιμιαστὴς ἐφθέγξατο . εὐμαρέως κεν ἀπ ' αὐτᾶς καὶ λύχνον ἇψας : ὡς
3985804 ᾠοτοκειν
' ἐκλέγειν αὐτῶν τὰ ᾠὰ καὶ φθείρειν : ἐκεῖ γὰρ ᾠοτοκεῖν τὰς γεράνους : διόπερ μηδαμοῦ μηδ ' ᾠὰ εὑρίσκεσθαι
' ἐκλέγειν αὐτῶν τὰ ᾠὰ καὶ φθείρειν : ἐκεῖ γὰρ ᾠοτοκεῖν τὰς γεράνους : διόπερ μηδαμοῦ μήτ ' ᾠὰ εὑρίσκεσθαι
3983627 δεκτικους
πολλὰς γὰρ ἔχειν λέγει τὰς μήτρας καὶ τοὺς τόπους τοὺς δεκτικοὺς τοῦ σπέρματος . ὁ τοίνυν θορὸς οὐκ ἐκ μιᾶς
ἀνατομῶν . τῆς μὲν οὖν θύραθεν τροφῆς εἰσιούσης εἰς τοὺς δεκτικοὺς τόπους , κοιλίαν λέγω καὶ ἔντερα , γίνεται ἡ
3981216 διζησιος
ἀντικείμενα : εἰπὼν γὰρ ἔστι γὰρ εἶναι . . . διζήσιος εἴργω ἐπάγει : αὐτὰρ . . . κέλευθος .
μὴ ἐόντα , ἀλλὰ σὺ τῆσδ ' ἀφ ' ὁδοῦ διζήσιος εἶργε νόημα . Λέγει γὰρ οὖν οὕτως . Ἡμεῖς
3967347 πληγεντας
ἐπεφύκει βοτάνη , ταύτῃ δ ' ὑποδεδυκότες ἐλάνθανον τοὺς δὲ πληγέντας ἀπέκτεινον . ἐν δὲ τοῖς Ὠρίταις τὰ τοξεύματα χρίεσθαι
. . Ἀλλά τοι καὶ ῥίζαι τυγχάνουσιν , αἳ τοὺς πληγέντας ὀνίνασιν , ἢν ὑπὸ ὄφεων δηχθῶσιν , καὶ περισῴζουσι
3960223 Σαβαωθ
ἐνουράνιος δύναμις ἡ ἀγγέλων ἀρχαγγέλων . ὁρκίζω σε μέγαν θεὸν Σαβαώθ , δι ' ὃν ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς ἀνεχώρησεν εἰς
εἰς Δ , τὸ δὲ Ἐλιφάτζ εἰς Ζ καὶ τὸ Σαβαώθ εἰς Θ καὶ τὸ Ἰσαάκ εἰς Κ καὶ τὸ
3949885 ξυλλαβε
. Πρὸς ταῦτ ' , ὦ φίλ ' Ἑρμῆ , ξύλλαβε ἡμῖν προθύμως , τήνδε καὶ ξυνανέλκυσον . Καὶ σοὶ
μυηθῆναι : μυστηρίων κοινωνὸς εἶναι τετορήσω : σαφηνίσω , φράσω ξύλλαβε : βοήθει ἀνῶμεν : ἐνδῶμεν , ἐάσωμεν μυριάμφορον :
3947779 διαξας
καὶ ἐναρέτως ζήσας πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ τὸν βίον εὖ διάξας οὐκ ὀνομασθήσῃ φαῦλος , οὐδὲ ἡ τὴν φοβερὰν καὶ
εἶναι τῶν ἐκτός , ἵνα δηλονότι [ ὁ προταθεὶς ] διάξας τυχοῦσαν τὴν ΑΔ καὶ θεὶς τῇ ΑΒ ἴσην τὴν
3944044 ὀνειρους
ἡ ψυχή μου περὶ τοῦ μὴ εἰς ἅπαν ἀσαφείᾳ τοὺς ὀνείρους ἐπισκιασθήσεσθαι : δεῖγμα γὰρ σοφίας ὁ νεανίας οὗτος ὑποφαίνει
. ὁ μὲν γὰρ θεὸς πρὸς τὸ ἀποβησόμενον δίδωσι τοὺς ὀνείρους τῇ ψυχῇ τοῦ ὁρῶντος φύσει μαντικῇ οὔσῃ ἢ εἴ
3942972 τικτομενους
ἄνωθεν καὶ δυσειδεῖς , μάλιστα τοὺς ἐν ταῖς πρώταις μοίραις τικτομένους , ποιεῖ δὲ ὅλως καὶ παχυρρίνους καὶ λεοντοπροσώπους ,
, ἐὰν δὲ ἐναντίως εὑρεθῇ ἡ Σελήνη δηλώσει καὶ τοὺς τικτομένους τὴν ἀρχὴν δυστυχοῦντας , τὰ δὲ τέλη εὐτυχεῖς .
3941563 σκωληκας
. Ὅταν δὲ ἀποθάνῃ ταῦρος , εἰς ἡμέρας ζʹ ποιεῖ σκώληκας , οἵτινες εἰς καʹ ἡμέρας γίνονται μέλισσαι ποιοῦσαι μέλι
τῇ ἀμπέλῳ . Ἡ δ ' ἐλάα πρὸς τῷ τοὺς σκώληκας ἴσχειν , οἳ δὴ καὶ τὴν συκῆν διαφθείρουσιν ἐντίκτοντες
3934448 κληθεντας
Ἐπειῶν : Ἐπειοὺς τοὺς Ἠλείους , ἀπὸ Ἐπειοῦ τοῦ Ἐνδυμίωνος κληθέντας . τινὲς δὲ τὸν Ἐπειὸν Ἀεθλίου φασίν . ἀπὸ
, κρείττω δὲ ἦν τὰ ἡμέτερα διὰ τοὺς ὑπὸ σοῦ κληθέντας θεούς , καὶ ὅτι κρύψας αὑτὸν οἴκοι μένει περιῃρημένος
3930878 ξανθους
μὲν μέλανας καὶ δυσειδεῖς καὶ αὐχμηροὺς ποιεῖ , Ἄρης δὲ ξανθούς , γλαυκοὺς τοὺς ὀφθαλμούς , τετανότριχας , γοργούς ,
μέλανας ποιεῖ , δυσειδεῖς τε καὶ αὐχμηρούς , Ἄρης δὲ ξανθούς , γλαυκοφθάλμους , τετανότριχας , γοργούς , ὦτα μικρὰ
3929663 ἀπελιπες
ἐγὼ δ ' οὐκ ᾤμην θεμιτὸν εἶναι . ὅθεν οὖν ἀπέλιπες ἀποκρίνου , εἰ οὐχ ἅμα παύεται διψῶν ἕκαστος ἡμῶν
ὀλβίους τε ἀνέδραμες καὶ εὐδαίμονας τοὺς καταπέμψαντας , ἡμᾶς δὲ ἀπέλιπες ἐν τῷ κλύδωνι καὶ τῷ λειμῶνι τῆς Ἄτης οὐδὲ
3925135 ἀλλαντας
δ ' υἱός , ὃν Ἀθηναῖον ἐπεποήμεθα , ἤρα φαγεῖν ἀλλᾶντας ἐξ Ἀπατουρίων , καὶ τὸν πατέρ ' ἠντεβόλει βοηθεῖν
. τὰ σκεύη ] τὸ ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἔφερε τοὺς ἀλλᾶντας . Γ πρόσκυσον : προσκύνησον . ἰδού : πεποίηκεν
3907395 μνηστηρας
φρεσὶν ᾗσιν , ἅ ῥ ' οὐκ ἀτέλεστα γένοντο . μνηστῆρας δ ' οὐ πάμπαν ἀγήνορας εἴα Ἀθήνη λώβης ἴσχεσθαι
δῶρα θεῶν ἔχοι , ὅττι διδοῖεν . οἷ ' ὁρόω μνηστῆρας ἀτάσθαλα μηχανόωντας , κτήματα κείροντας καὶ ἀτιμάζοντας ἄκοιτιν ἀνδρός
3905948 φερεις
κομίσας τὴν ἔγχελυν δός μοι αὐτὴν προσειπεῖν . Γ εἰ φέρεις ] εἰ ὄντως φέρεις . Γ ἀκούσας τὰ περὶ
. Ἔπειτ ' ἀνέκραγον πάντες : Ὦ μιαρώτατε , σπονδὰς φέρεις τῶν ἀμπέλων τετμημένων ; Κἀς τοὺς τρίβωνας ξυνελέγοντο τῶν
3905124 ἀχροους
γὰρ τὸ ἔαρ καταῤῥαγῆναι τὸ αἷμα πολλαὶ ἐλπίδες , ὥστε ἀχρόους τε καὶ ὑδαλέους ὑπὸ τὴν θερείην τούτους εἶναι .
ἄλλου τινὸς πόνου ἀκαίρου , ἢ ἐξ ἀφροδισίων , τοὺς ἀχρόους , τοὺς βραγχαλέους , τοὺς σπληνώδεας , τοὺς λειφαίμους
3886568 θερμοσποδιας
τρεῖς ἢ τέσσαρας : καὶ βάλε αὐτὴν εἰς βωτάριον ἐπὶ θερμοσποδιᾶς μὴ ἐχούσης τὸ πῦρ διάπυρον , ἀλλὰ ἐπὶ θερμοσποδιὰν
τὸ μετὰ τὴν ἀποκύησιν ἀμελχθὲν αὐτίκα πήγνυται , πυρωθὲν ἐπὶ θερμοσποδιᾶς ὀλίγῳ χρόνῳ : καλεῖται δὲ πυριάτης καὶ πυρίεφθος τὸ
3885862 ἐρσενας
ἐλίποντο τῶν ἱρῶν . Τοὺς μέν νυν καθαροὺς βοῦς τοὺς ἔρσενας καὶ τοὺς μόσχους οἱ πάντες Αἰγύπτιοι θύουσι , τὰς
τοὺς συκέων τρόπον θεραπεύουσι τά τε ἄλλα καὶ φοινίκων τοὺς ἔρσενας Ἕλληνες καλέουσι , τούτων τὸν καρπὸν περιδέουσι τῇσι βαλανηφόροισι
3884858 ἐντεταμενους
ἄν τε καὶ ἐπιστάτης , ὃς ἂν δύνηται προθύμους καὶ ἐντεταμένους παρέχεσθαι εἰς τὸ ἔργον καὶ συνεχεῖς , οὗτοι δὴ
] ζῷα : φανερὸν δὲ καὶ ἀπὸ τοῦ σαλεύεσθαι καὶ ἐντεταμένους ἔχειν τοὺς κλάδους καὶ ἐν ταῖς ἐπαναγωγαῖς εἴκειν καὶ
3879402 ἀρτους
πυγῇσιν : ἀλλὰ θύμον καὶ σκόρδα φέρει καὶ σῦκα καὶ ἄρτους . ἐξ ὧν οὐ πολεμοῦσι πρὸς ἀλλήλους περὶ τούτων
δὲ διὰ βάθους ἐστὶν ὠμά . μετὰ δὲ τοὺς πυρίνους ἄρτους οἱ ἀπὸ τῆς ὀλύρης εἰσὶ κάλλιστοι , ὅταν εὐγενεῖς
3871114 κομψους
τῷ πάθει μάθος ἐθέμην ” . καὶ τούτους μὲν ἥγημαι κομψοὺς αἰθερίους , αὐτὸς δ ' ἐκ τῶν κειμένων ἀνθέων
βαλανείῳ καταμαθὼν οὖν πλείονας γυμναζομένους τῶν μειρακίων παρὰ τῷ πυρί κομψοὺς τό τε χρῶμα καὶ τὸ σῶμ ' ἠσκηκότας ,
3861023 βαλλετω
ἐννέα , τὸ δὲ εἰς τὴν κόπρον οὐ λογίζομαι : βαλλέτω οὖν πάλιν καὶ ἐκτιναξάτω μοι τὸ ἓν κοκκύμηλον ,
. καὶ ὀλίγον διαλιπὼν εἶπε : λίθοι μὲν οἵδε : βαλλέτω δ ' εἴ τις θέλει : ἀγαθὸν δὲ κἀν
3851675 σησαι
τὸ αἷμα , καὶ λίνου σπέρμα φῶσαι , κόψαι καὶ σῆσαι , καὶ μήκων ὁ λευκὸς ὠφελέουσι καὶ ἐλελίσφακος σὺν
δὲ χρὴ παίειν , ἔστε ἂν καλῶς περιαχυρισθῇ , καὶ σῆσαι λεπτῷ κοσκίνῳ , καὶ ἡ μὲν τέφρα κάτω ἔσται
3834155 ἀφεθεντας
οἰκοῦντες αἰχμάλωτοι ἔσονται : μᾶλλον δὲ τούτους ζῶντας ἰδόντες καὶ ἀφεθέντας μενοῦσιν οἱ ἄλλοι καὶ πείθεσθαι αἱρήσονται μᾶλλον ἢ μάχεσθαι
τοὺς ὄρνιθας τοὺς ἀτταγᾶς μετακομισθέντας ἐς Αἴγυπτον ἐκ Λυδίας καὶ ἀφεθέντας ἐς τὰς ὕλας τὰ μὲν πρῶτα ὄρτυγος φωνὴν ἀφιέναι
3830990 πτηνους
τὰ δὲ ὄρνεα οὐ διεῖλεν „ , ὄρνεα καλῶν τοὺς πτηνοὺς καὶ πεφυκότας μετεωροπολεῖν δύο λόγους , ἕνα μὲν ἀρχέτυπον
; “ ὁ δὲ Αἴσωπός φησιν ” ἀλλὰ Λυκοῦργος ἔχει πτηνοὺς ἀνθρώπους . σὺ δὲ θέλεις ἄνθρωπος ὑπάρχων ἰσοθέῳ βασιλεῖ
3826324 καθαιρεις
δὲ Ἑλλήνων τοὺς ἄκρους καὶ παρὰ πᾶσι βεβοημένους ἐν φαύλῳ καθαιρεῖς , οὐδὲν διαφερόντως ἢ εἴ τίς τινα τῶν μαγείρων
ἴσως ἂν οὖν εἴποι τις ἀνήκοος , Οὐκ ὀρθῶς Ἕλληνας καθαιρεῖς . ἀλλ ' οὐδὲν ἔστιν ἔτι τοιοῦτον , οὐδὲ
3826242 πινοντας
χρῆσθαι τοὺς ἀγροίκους Φιλήτας φησι ἀμέλγοντας εἰς αὐτὸ καὶ οὕτως πίνοντας . . ἄωτον παρὰ Κυπρίοις τὸ ἔκπωμα , ὡς
Κίῳ πηγήν φησιν ὕδατος εἶναι , ἀφ ' ἧς τοὺς πίνοντας ἀναισθήτους γίνεσθαι ταῖς ψυχαῖς : εἶναι δὲ καὶ ἐπὶ
3822150 ὁμοτροπως
. Τὸ μὲν γὰρ ἐξίστασθαι τοῖς πρεσβυτέροις τοὺς νεωτέρους , ὁμοτρόπως καὶ ἡμῖν διοικοῦσι , τῶν δ ' ἄλλων οὐδέν
. . μήποτε ἅμα διατελεῖν τοὺς συμμάχους , ἀλλὰ διεσκεδάσθαι ὁμοτρόπως τῶν αὐτῶν ἕνεκεν τοῖς προειρημένοις . Τὸ δὲ αὐτὸ
3821649 γενναιαι
ταῖς μορίαις ἀντιτιθείς , ἴσως τὰς κατὰ στοῖχον πεφυτευμένας . γενναῖαι κύνες Λάκαιναι , Ἀρκάδες , Ἀργολίδες , Λοκρίδες ,
καὶ τοῦτον πρὸς τὸν πατέρα διεξιέναι , ὅτι ἄρα αἱ γενναῖαι τῶν κυνῶν ἐν τῷ μέλλειν θηρᾶν σκυλακεύονται , συμπεῖσαί
3812815 ἀρρενας
ὡροσκοπήσαντι δὲ ἢ μεσουρανήσαντι Σελήνη μὲν συμπροσγενομένη ποιεῖ τοὺς μὲν ἄρρενας μητράσιν ἢ μητρὸς ἀδελφαῖς ἢ μητρυιαῖς συνέρχεσθαι , τὰς
ἓν μὲν οὖν ὁμολογεῖται , τὸ κρατεῖν τῶν κληρονόμων τοὺς ἄρρενας καὶ τοὺς ἐκ τῶν ἀρρένων : ἁπλῶς γὰρ τοῖς
3810755 ἐμουντας
γάρ , κἂν ἤδη πνίγηται . Πρὸς δὲ τοὺς πυκνὰ ἐμοῦντας καὶ μὴ κατέχοντας ῥοῦν καὶ κύμινον τρίψας ἐν τῷ
Φοιτᾷ δὲ νύκτωρ καὶ πρὸς τὰ αὔλια καὶ μιμεῖται τοὺς ἐμοῦντας . ἀκούοντες δὲ οἱ κύνες προσίασιν ὡς ἐπ '
3789521 ἐγχειρεειν
καὶ τῶν νοσημάτων τὰς σφοδρότητας ἀμβλύνειν , καὶ τὸ μὴ ἐγχειρέειν τοῖσι κεκρατημένοισιν ὑπὸ τῶν νοσημάτων , εἰδότας ὅτι ταῦτα
, ποιέουσι δὲ ἐγκόπτειν . Ξυνεσταλμένης διαίτης , μὴ μακρὴν ἐγχειρέειν : τοῦ κάμνοντος χρονίη ἡ ἐπιθυμίη : ἀνίστησι καὶ
3780007 εἰδησεις
τὸ τοιοῦτον σύμφυτόν ἐστιν : ἔξωθεν δὲ διεγείρεται πρὸς τὰς εἰδήσεις , καὶ δεχόμενον παρ ' ἄλλων τὴν ἀρχὴν τῆς
τέλεσσαν ἤματι τῷ αὐτῷ καὶ ἀπήνυσαν οἴκαδ ' ὀπίσσω . εἰδήσεις δὲ καὶ αὐτὸς ἐνὶ φρεσίν , ὅσσον ἄρισται νῆες
3777390 Παρνε
! ! ! ! ! ! ! ! ] [ Πάρνε ] , πρός [ σε ] χρήσομαι [ ]
[ ] ἀκούοντα : [ ⚓˘⚓ – – ] , Πάρνε ? ? ? ? ? , ς ? '
3772894 σους
μέρει τῆς παρατάξεως ἔξεστί σοι τὰς πέλτας , τουτέστιν τοὺς σοὺς ὑπηκόους , στῆσαι : ἀλλὰ μηνίων : μηνίων τινές
, [ εἰ ? ] τοὺς [ ] ? μὲν σοὺς προγόνους ὁ ] δῆμος οὐδὲ μεθυσθέντι ? ] ᾤετο
3772856 πιθους
ποιοῦντες , κάλαμον ἢ ξύλον ἐπιβάλλουσιν ὀρθὸν εἰς τοὺς κενωθέντας πίθους , ἵν ' οἱ ἐμπίπτοντες κώνωπες ἤ τινα τοιαῦτα
καὶ καλλιοινίαν συμβάλλεται . διὰ τοῦτο μικροὺς χρὴ κατασκευάζειν τοὺς πίθους . εἰ δὲ φθάσαιμεν παλαιοὺς πίθους ἔχειν μεγάλους ,
3769216 πνιγηται
ὠμοπλατέων , τῇ πνιγὶ ἀρήγοντα . ἢν δὲ ἐπὶ φλεγμονῇ πνίγηται , καὶ διαϲχάϲαι τὴν ἐπὶ τῷ κτενὶ οἰκευμένην φλέβα
δίδου φαγεῖν θερμοὺς τοὺς ψωμούς : σωθήσεται γὰρ κἂν ἤδη πνίγηται . Ὀρειβάσιος δέ φησιν : ἀφεψείσθω τὸ ἄνηθον ὕδατι
3765241 δηχθεντας
' αὑτοῦ δείκνυται τὸ σχῆμα , ὑπὸ ὄφεων δὲ τοὺς δηχθέντας ἅμα οἴνῳ τόδε διασῴζει ποθέν . . Ἀλλά σοι
' αὐτῆς δηχθεῖσιν , οἷά περ πρὸς τοὺς ὑπὸ ἐχίδνης δηχθέντας προείρηται : δίψος ἀφόρητον , ὥστε καὶ πλείονος διδομένου
3749432 ὠσον
συκῆς φύλλοις σχοίνῳ κατάδησον ἄνωθεν . εἶθ ' ὑπὸ θερμὴν ὦσον ἔσω σποδόν , ἐν φρεσὶ καιρὸν γιγνώσκων ὁπότ '
συκῆς φύλλοις σχοίνῳ κατάδησον ἄνωθεν , εἶθ ' ὑπὸ θερμὴν ὦσον ἔσω σποδόν , ἐν φρεσὶ καιρὸν γινώσκων ὁπότ '
3748209 ἐπιδεδωκοτας
ὑπὸ σητός : ἐκέλευσεν ὁ ἄγγελος τοὺς τὰς τοιαύτας ῥάβδους ἐπιδεδωκότας χωρὶς ἱστάνεσθαι . ἕτεροι δὲ ἐπεδίδουν ξηράς , ἀλλ
ἄλλους δὲ ἀπέλυσεν εἰς τὸν πύργον , τοὺς τὰς ῥάβδους ἐπιδεδωκότας τὰς παραφυάδας ἐχούσας , καρπὸν δὲ μὴ ἐχούσας ,
3746488 τρεπομενους
τουτέστι πειθομένους πρὸς δὲ τὰς ξυμφοράς : πρὸς τὰ συμβαίνοντα τρεπομένους : μεταβαλλομένους . τοῖς κοινῇ δόξασιν . . .
χωρία τῆς ὑποδοχῆς εὔκαιρα ποιοῦσιν . Καὶ ἅμα μὲν τοὺς τρεπομένους ὑποδέχονται , εὔκαιρα τὰ χωρία , ὡς εἴπομεν ,
3743901 βολβους
. Ἡρακλείδης δ ' ὁ Ταραντῖνος τοῦ συμποσίου περιγράφων τοὺς βολβούς φησι : περιγράφειν δεῖ τὴν πολλὴν βρῶσιν καὶ μάλιστα
, ὀξύγαλα , βωλίτας , μῆλα τὰ μήπω πέπειρα , βολβούς . Φλεγματικὸν δ ' ἁπλῶς χυμὸν γεννᾷ τῶν ζῴων
3739905 καμνοντας
δότε τοίνυν κἀμοὶ προχείρως εὐεργεῖν , σώζειν , ἰᾶσθαι τοὺς κάμνοντας , καὶ τὰ τοιαῦτα : εἶτα λέγεις οὕτω τῆς
ἐμπλέοντας , ἔσωζον δ ' οἱ ἰατροὶ πάντες ἅπαντας τοὺς κάμνοντας , ἐνίκων δ ' οἱ κρείττονες , ἐνίκων δ
3732563 ἀνεμους
μέλας . . τυφὼς γὰρ ἐκβαίνει : τοὺς δὲ καταιγιδώδεις ἀνέμους τυφὼς καλοῦσι . τούτῳ ἐνόμιζον μέλανα ἄρνα σφάζειν ,
καὶ οἱ ἐτησίαι πνέουσιν ἄνεμοι : τούτους γάρ φησι τοὺς ἀνέμους μάλιστα τὰ νέφη φέρειν πρὸς τὴν Αἰθιοπίαν : ὧν
3729907 καρπους
καθ ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν ὅταν ἅπαντας τοὺς ἐκ γῆς συγκομίσωσι καρπούς , καὶ τὸν τῶν Σαλίων καλουμένων διπλασιάσειν ἀριθμόν .
' ἄχρηστα , ἀλλὰ νομὰς παρέχει δαψιλεῖς ἢ ὕλην ἢ καρπούς τινας ἑλείους ἢ πετραίους : τὸ δὲ Καίκουβον ἑλῶδες
3728745 διαθησεις
' ὅ τι χρῆμα : ⌈ ἤγουν εἰς τί με διαθήσεις . ⌈ τοῦτο δέ Γ [ τὸ “ οὐκ
γηροκομήσει τὸν πατέρα : ἐν ᾗ τὸ πᾶν σχῆμα εὐπορώτερον διαθήσεις , κατ ' ἔμφασιν λέγων , ἔχεις τὴν γυναῖκα
3725836 διαδηλους
εἶναι διὰ τὸ τοὺς μώλωπας παρ ' ὅλον τὸ σῶμα διαδήλους εἶναι „ πυκναὶ δὲ σμώδιγγες „ . ὁ δὲ
. Ἁρμόδιον , φησί , τῷ ὕπνῳ συμβαίνει τὸ μὴ διαδήλους εἶναι ὑπνοῦντας τὸν ἀγαθὸν καὶ φαῦλον . τὸ μὲν
3724534 ἐντετασθαι
κατεηγότα κίνησιν ἔχειν . Περὶ παντὸς οὖν ποιητέον τὴν ἰγνύην ἐντετάσθαι . Δοκέοι ἂν οὖν μοι ὁ σωλὴν , ὁ
ἀνατείνοντι ἐς τὴν μεσόδμην : τὸ δὲ σκέλος τὸ σιναρὸν ἐντετάσθαι χρὴ ὡς δύο δακτύλους μᾶλλον τοῦ ἑτέρου : ἀπὸ
3721855 φυσας
; ὄλωλεν ἡ τύραννος ἀρτίως κόρη Κρέων θ ' ὁ φύσας φαρμάκων τῶν σῶν ὕπο . κάλλιστον εἶπας μῦθον ,
τὸν βαλλισμόν : οὐ γὰρ ἄν ποτε θοἰμάτιον ἀπενέγκαιμι μὴ φύσας πτερά . ὁ μὲν οὖν ἐμὸς υἱός , οἷον
3721540 Ἀμφιαραε
καὶ Ἀμφιάρεως : ἑκατέρως λέγουσιν : ” ὦ δέσποτ ' Ἀμφιάραε πολυτίμητ ' ἄναξ . ” ἀναβάλλεσθαι τὸ ἱμάτιον :
ἀνασχετάς καὶ παρ [ ἀμυντής , ἀλκηστής ὦ δέσποτ ' Ἀμφιάραε πολυτίμητ ' ἄναξ ἄψοφον ἔχειν στόμα ἀνίερος τύχη δημεχθὴς
3718365 Ἐρωτας
ἐρῶντα τῆς Ἀρεθούσης . Καὶ δὴ ἐγὼ Νίκας μὲν καὶ Ἔρωτας ἐπτερωμένους οὔτε ἐν χαλκῷ οὔτε ἐν λίθῳ οὔτε ἐν
παιδικά , τὴν ὀπώραν . Ἀλλὰ γὰρ δοκῶ μοι τοὺς Ἔρωτας ἐστεφανωμένους ὁρᾶν καὶ φθεγγομένων ἀλλήλοις ἀκούειν : ἄνθρωπος οὗτος
3705139 ἐρατεινα
πεδίον κάτα μέρμερα ῥέζε : πλήθει γὰρ δή μοι νεκύων ἐρατεινὰ ῥέεθρα , οὐδέ τί πῃ δύναμαι προχέειν ῥόον εἰς
τε καὶ ἰχθύες . . πλήθει γὰρ δή μοι νεκύων ἐρατεινὰ ῥέεθρα : ἡ διπλῆ ὅτι ἄκαιρον τὸ ἐπίθετον :
3704125 καλους
ἔχω : τὸ γὰρ πρᾶγμ ' αὐτό μοι καλῶς ἔχον καλοὺς παρασχεῖν τοὺς λόγους δυνήσεται αἰδὼς ἀπώλες ' αὐτόν ,
ὑπομένειν πληγὰς ἄκμων : κονδύλους πλάττειν δὲ Τελαμών : τοὺς καλοὺς πειρᾶν καπνός . κἀν Πυθαγοριστῇ δέ φησι : πρὸς
3704085 ὑπερβαλλοντας
. τὰς δὲ στεατοκήλας καὶ πωροκήλας τέμνειν χρὴ , ὁμοίως ὑπερβάλλοντας τῇ ἀριστερᾷ χειρὶ τὸ ὄσχεον , ἔπειτα διαιρεῖν ἐξ
τὸ πολλοὺς μὲν εἶναι τοὺς ἐλάττονας , ἐξαιρέτους δὲ καὶ ὑπερβάλλοντας δʹ . ὧν τὸν μὲν πρῶτον ἐκ δύσεως ὁρμῶντα
3703750 δυσιατους
δὲ σαρκί : ταχέως δὲ περὶ τὴν σάρκα σηπεδόνας ἐποίησε δυσιάτους . αὗται γάρ εἰσιν αἱ πυθεδόνες . Ὅμηρος :
τὰ μὲν περὶ τὴν κατάποσιν γλυκαίνουσαν , πικρὰς δὲ καὶ δυσιάτους αὖθις ἐπιφέρουσαν ἀλγηδόνας , ὑφ ' ὧν ἀνάγκη τὴν
3702728 θερμους
ἴρεως καὶ τὸ ἰσχυρὸν ὄξος αὐτοῖς διαμίγνυθι ῥητίνην πιτυίνην καὶ θερμοὺς καὶ πύρεθρον καὶ τερεβινθίνην καὶ θεῖον καὶ νίτρον καὶ
θέω ῥήματος ὀνομάσαι τοὺς ἀρχαίους : ταύτῃ τοὺς μὲν ταχεῖς θερμοὺς λέγουσι , τοὺς δὲ ψυχροὺς βραδεῖς , ἀπὸ δὲ
3697536 θους
παλαιοῦ καὶ ἐλαίου παλαιοτάτου λειανθεῖσα καὶ καταπλασσομένη , στή - θους ὀδύνας παύει , καὶ δυσλύτους ὄγκους . τὸ δὲ
ἱστορίας συμπεφωνήκασιν , ὀλίγοι δέ τινες περὶ τοῦ πλή - θους τῶν προσκαταγραφέντων βουλευτῶν διαφέρονται . οὐ γὰρ ἑκατὸν ἀλλὰ
3693975 πεφυκαν
Ὑδροχὸν ὁ Κρόνος τε καὶ Ἑρμῆς τοὺς Διδύμους , οἰκοδεσπόται πέφυκαν τοῦ τοιούτου τριγώνου . καὶ τὸν μὲν Κρόνον δέδωκαν
δὲ τὸ κατάντημα καὶ τὴν λήγουσαν μοῖραν , τίνος ὅρια πέφυκαν καὶ πῶς τις ἐπιβλέπει . καὶ τεχνικῶς διάκρινον πρὸς
3692859 σφοδροτερους
διαδεῖν . εἶναι δὲ χρὴ πλείονας τοὺς δεσμοὺς μὲν καὶ σφοδροτέρους , ἄνω μὲν ἐπὶ τοῖς κάτω , κάτω δ
θερμὰ μέν , μεγάλους καὶ ταχεῖς καὶ πυκνοὺς καὶ βραχὺ σφοδροτέρους , ἔστ ' ἂν ᾖ σύμμετρα . τὰ δ
3692269 τηιδε
καὶ οὐ πιθανὰ δόξει λέγειν , καὶ οὐχ ἥκιστα ἐν τῆιδε τῆι Μεσσηνίαι συγγραφῆι : πεποίηκε γὰρ ὡς ἀποκτείνειε Θεόπομπον
μοι μέλει ἄκουσον : ὅταν ἄνωθεν ὄμβρον ἐκχέηι , ἐν τῆιδε πέτραι στέγν ' ἔχων σκηνώματα , ἢ μόσχον ὀπτὸν
3691831 ὑποστρωννυειν
ἀνεχομένων τῆς τοῦ μολίβδου σκληρότητος συμβουλεύειν προσήκει τῶν προειρημένων βοτανῶν ὑποστρωννύειν τινὰς ξηρὰς , ἀναμιγνύειν δὲ αὐταῖς καὶ ἄγνου φύλλα
πολυτελῆ καὶ τὸν ὑποστρώσοντα , φάσκων οὐκ ἐπίστασθαι τοὺς Ἕλληνας ὑποστρωννύειν . καὶ ἐπὶ τὸ συγγενικὸν ἄριστον ἐκαλεῖτο ὁ Κρὴς
3688016 συντιθεντας
. δεῖ λαμβάνειν ἑκάστου ἀριθμοῦ τοὺς παρ ' ἑκάτερα καὶ συντιθέντας ποιεῖν τοὺς ἐφεξῆς ἀρτίους : παντὸς γὰρ ἀριθμοῦ οἱ
, ῥᾷόν ἐστιν , ὡς ἔοικεν , ἀπὸ τῶν εἰδῶν συντιθέντας ἐξευρίσκειν τοὺς ὁρισμοὺς ἢ ἀπὸ τῶν γενῶν διαιροῦντας .
3681505 ἐπιπλασσε
τοῦ πρίνου τὸ περὶ τὸ στέλεχος τρίψας ἐν οἴνῳ , ἐπίπλασσε . Ἕτερον : ὄμφακος χυλὸς , ὄξος ὡς ὀξύτατον
περὶ κόρσεα ] περὶ τὴν κεφαλήν περὶ κόρσεα πλάσσοις : ἐπίπλασσε τὴν κεφαλήν πλάσσοις ] κατάπλασσε μὴ μὲν ὑοσκυάμῳ :
3679864 πτορθων
κατ ' Ἀδμήτου δόμους , προσῆλθε κἀξέστεψε καὶ προσηύξατο , πτόρθων ἀποσχίζουσα μυρσίνης φόβην , ἄκλαυτος ἀστένακτος , οὐδὲ τοὐπιὸν
ἐπιφερομένους , τοὺς δὲ σανίδας , ἑτέρους πεπλεγμένας ἀσπίδας ἐκ πτόρθων , πάντας ἁπλῶς κομίζοντας ἑλεπόλεις καὶ πεφρα - γμένους
3677112 ἀφετους
καὶ τοῦ παλαιοῦ τῶν φρενῶν κατασπέρματος , ἢ παρὰ τὸ ἀφετοὺς εἶναι τοὺς κατεχομένους ἐξ αὐτῆς . Λαῦρα , ἡ
καὶ τοῦ παλαιοῦ τῶν φρενῶν κατασπέρματος , ἢ παρὰ τὸ ἀφετοὺς εἶναι τοὺς κατεχομένους ἐξ αὐτῆς . Λαῦρα , ἡ
3674433 κορους
κόραις . . . κἀν τῷ βίῳ εὐκορεῖ ἀντὶ τοῦ κόρους κορώνας παρατρέποντες ἔνιοί φασιν ἐκκόρει κόρει κορώνας . αἰσχύνων
πόλεων ἀνάγκην [ ὅ ἐστι πόλεμον ] , ὡς ἀμφιμάτορας κόρους φησὶ ὁ Εὐριπίδης : ἐκ διαφόρων γὰρ πόλεων ἦσαν
3670184 χρεομεθα
ἁρμόζουσαν τῇ φύσει , καὶ εὑρεῖν ταύτην , ᾗ νῦν χρεόμεθα : ἐκ μὲν οὖν τῶν πυρῶν , βρέξαντες καὶ
κάλλιστα καὶ τἄλλα τοῖσι δοκιμίοισιν , οἷσιν ἔχομέν τε καὶ χρεόμεθα εὖ πάντα . Πρῶτον μὲν γὰρ τῇ γνώμῃ τε
3666864 πυνθανομενους
λιγὺν Ἀράβων ἀγορητήν . Ἀλλὰ γὰρ τῶν παρόντων ἐνίους αἰσθάνομαι πυνθανομένους ἀλλήλων : πότε τοῦ στρατηγοῦντος ἀνυμνήσει τὸν ἀδελφόν ;
ἑαυτῶν σαρξὶ τὸν αὐτὸν ἔχουσι λόγον . πρὸς δὲ τοὺς πυνθανομένους περὶ ὀνείρου καὶ ἐνυπνίου διαφορᾶς ἐπιμελῶς προεῖπον ὅτι ἕτερόν
3665313 ὠδ
! ] ναδ [ ! ! ] ὦδε . τὦναρ ὦδ ' ἰ [ ! ! ! ! ! !
] . ἄκουσον δή ἄ σοι χρεΐζους [ ] ' ὦδ ' ἔβην ἀπαγγεῖλαι : ὀ Ματαλίνης [ ] τῆς
3662926 πλυνειν
ὕδατι ἀποίῳ ἀναλάμβανε . τούτων ἕκαστον μετὰ τὴν καῦσιν δεῖ πλύνειν , ἄχριπερ ἐπιμιγνύμενον τῷ ὕδατι νεφελῶδες μηκέτι ἀναπέμπηται ,
οὕτως : σεμίδαλιν ὡς καθαρωτάτην λαβόντα , κούφως προβρέχοντα , πλύνειν καὶ ἀπηθεῖν δι ' ὀθονίου ὡς πλείστῳ ὕδατι καὶ
3658649 εἰσαγαγοντας
ἢ ἠκούσατε οἶνον Ἀθήναζε ἐκ τοῦ Πόντου κατ ' ἐμπορίαν εἰσαγαγόντας , ἄλλως τε καὶ Κῷον . πᾶν γὰρ δήπου
τούτοις εὐθὺς ἐκπλαγῆναι ἔφη , ἐκείνους δὲ τοὺς ἐξ ἀρχῆς εἰσαγαγόντας τὴν διάπειραν τὸν Δάμωνα χλευάζειν ὡς ἐγκαταλειφθησόμενον καὶ σκώπτοντας
3656961 ἐνηλλασσε
' ἄμφω δυναμένοις ἀπατᾶσθαι , τὴν ἐσθῆτα καὶ τὴν κόμην ἐνήλλασσε συνεχῶς ἐσκευασμέναις ἐπινοίαις : καὶ αὐτὸν οἱ Κελτοὶ περιιόντα
ὁ Αὐτόλυκος ἔκλεπτε τοὺς ἵππους καὶ ἀλλοφανεῖς αὐτοὺς ἀπετέλει , ἐνήλλασσε γὰρ τὰς χροιὰς αὐτῶν . παρὰ δὲ Νικάνδρῳ ἀπὸ
3654157 δαιτυμονας
τεχθέντας ἀναγγέλλουσιν ἔσεσθαι ζωροπότας οἴνου , μεθυχάρμονας , εἰλαπινουργούς , δαιτυμόνας , θιάσοισιν ἀεικώμους , ἀκολάστους , ἤματα νύκτας ἄγοντας
τοίνυν λόγῳ , καὶ οὐκ ἄλλῴ τῳ , χαίρειν εἰκὸς δαιτυμόνας δεξιούς τινας , καὶ λόγους αὐτοῖς παραθήσομεν φέροντες ἄρα

Back