ὡροσκοπήσαντι δὲ ἢ μεσουρανήσαντι Σελήνη μὲν συμπροσγενομένη ποιεῖ τοὺς μὲν ἄρρενας μητράσιν ἢ μητρὸς ἀδελφαῖς ἢ μητρυιαῖς συνέρχεσθαι , τὰς
ἓν μὲν οὖν ὁμολογεῖται , τὸ κρατεῖν τῶν κληρονόμων τοὺς ἄρρενας καὶ τοὺς ἐκ τῶν ἀρρένων : ἁπλῶς γὰρ τοῖς
7595461 γεννωμενους
καὶ ἰσχιάδας . οὕτω μὲν , εἰ διὰ γλίσχρους χυμοὺς γεννωμένους ἐν τῷ στομάχῳ ὀδύνη γένοιτο , ἰᾶσθαι δεῖ .
: τὰς γὰρ σεληνίτιδας γυναῖκας ᾠοτοκεῖν , καὶ τοὺς ἐκεῖ γεννωμένους πεντεκαιδεκαπλασίονας ἡμῶν εἶναι , ὡς Ἡρόδωρος ὁ Ἡρακλεώτης ἱστορεῖ
7181008 νυμφιους
σύναγε ] ἥνωσε . θ σύναγε ] συνῆψε . Ξ νυμφίους ] γάμους . νυμφίους ] τὸν Οἰδίποδα καὶ τὴν
ἑνὸς ἐκείνων , παρήγγειλε ταῖς θυγατράσιν αὐτοῦ ἀνελεῖν νυκτὸς τοὺς νυμφίους . καὶ αἱ μὲν ἄλλαι πᾶσαι οὕτως ἐποίησαν ,
7169157 γεννηθεντας
τριγωνικὸς δεσπότης τοῦ ὡροσκόπου τύχῃ ὡροσκοπῶν , πρωτοτόκους λέγε τοὺς γεννηθέντας , μεσουρανῶν δὲ τέταρτον ἢ πρῶτον , ἐπὶ δὲ
, Μήνη μεσουρανοῦσα , χωρὶς γὰρ τῶν κακοποιῶν , τοὺς γεννηθέντας νόει , τὰς φύσεις ἐναλλάττουσιν : ὁ Ἄρης καὶ
7018054 ἀρσενας
γαῖα μέλαινα . ὡς δ ' ὅτε τις ζεύξῃ βόας ἄρσενας εὐρυμετώπους τριβέμεναι κρῖ λευκὸν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ , ῥίμφά
ἔλεγον : εἰ μὲν ἄρσενά τις ἔχει , εἰς τοὺς ἄρσενας ἀπίτω : εἰ δὲ ⌈ θήλεια Γ , ?
7014825 ἀγονους
ἐξυγραίνεσθαι τὸ σπέρμα ὥστε καὶ ἐκ τοῦ αὐτομάτου ῥεῖν : ἀγόνους φησὶ τοὺς πίνοντας γίνεσθαι διὰ τὸ διαλύεσθαι τὸ σπέρμα
φύσεις τῶν γυναικῶν καὶ ποιεῖ τεκνοσπορῆσαι , ὥστε καὶ τὰς ἀγόνους καὶ στεῖρας συλλαμβάνειν . Ἡ δὲ σκευὴ τοῦ ξηρίου
6970490 γαμους
, ἂν εὖ προσδράμῃς πρὸς τὸ στόμα . διακονοῦμεν νῦν γάμους . τὸ θῦμα βοῦς , ὁ διδοὺς ἐπιφανής ,
δὲ δάκρυα λουτρὰ δυστήνωι φέρειν . πατὴρ δὲ πατρὸς ἑστιᾶι γάμους ὅδε , Ἅιδην νομίζων πενθερόν , κῆδος πικρόν .
6951117 ἐκγονους
Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακˈλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε . τὸ δ ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ
καὶ πολίτην ἔγραψαν καὶ τὴν ἐν πρυτανείῳ σίτησιν ἔδοσαν εἰς ἐκγόνους . ἀφθόνως δὲ τοὺς ἐπιτηδείους ἐδίδασκε τὴν τέχνην μετὰ
6922785 ἀκολαστους
κατὰ τὸ μέσον πλήρεις εἰσὶν ὡς κύουσαι , βδελυροὺς καὶ ἀκολάστους καὶ ἀναιδεῖς δηλοῦσιν : ὡς τὸ πολὺ δὲ κνημῶν
μὲν μήλων ὀσμῆς ἐρῶντας ἢ ῥόδων ἢ θυμιαμάτων οὐ λέγομεν ἀκολάστους , ἀλλὰ τοὺς μύρων καὶ ὄψων ἀκολάστους καλοῦμεν :
6906164 νοθους
τοῦ ἀλλοφύλου , καὶ οὐκ ἠξίους ἄρχειν τῶν γνησίων τοὺς νόθους οὐδὲ τῶν αὐθιγενῶν τοὺς ἐπήλυδας , μάθε καὶ κατὰ
ἑαυτὴν παίδων ἀμέτοχόν φησι . καὶ φαμὲν ὡς συμπεριείληφε τοὺς νόθους παῖδας τοῦ Πριάμου σὺν τοῖς ἑαυτῆς : ἀμέτοχοι :
6874547 δρακοντας
ἀγχομένοις δὲ χρόνος : τούτους οὖν , φησί , τοὺς δράκοντας στρεβλουμένους καὶ πνιγομένους αἱ ψυχαὶ ἀπέλιπον , καὶ νεκρὸν
γὰρ ἀπόλλυσιν ἄμφω τὰ θηρία . καὶ κέρδος τοῖς ἑλοῦσι δράκοντας ὀφθαλμοί τε γίγνονται καὶ δορὰ καὶ ὀδόντες . εἰσὶ
6834540 ἀγριους
τῶν ἱστοριῶν περὶ τὴν Δαλματίαν φησὶ γίγνεσθαι γογγυλίδας ἀκηπεύτους καὶ ἀγρίους σταφυλίνους . Δίφιλος δ ' ὁ Σίφνιος ἰατρὸς ἡ
: ἢ ἐπὶ τῶν συγκαταθεμένων μηδὲ ἐπαινούντων ⋮ Πέπυσμαι ὄνους ἀγρίους οὐκ ἐλάττονας ἵππων τὰ με - γέθη ἐν Ἰνδοῖς
6793873 γεγηρακοτας
γάρ ? ? [ ἐστι ] ? πολλοὺς [ δὴ γεγηρακότας ] ? [ παρ ' ἡμεῖν ] αὐτοῖς καὶ
. Ἀντιπελαργεῖν : ἀντιδιδόναι χάριτας . λέγεται γὰρ τοὺς πελαργοὺς γεγηρακότας τοὺς γονεῖς τρέφειν . Ἄπληστος πίθος : ἐπὶ τῶν
6776430 ἀκμαζοντας
δεσπόταις αὐτῶν ἐκ τῶν ἐμῶν λύτρα καταβαλών , τοὺς δὲ ἀκμάζοντας ταῖς ἡλικίαις εἰς τὸν στρατιωτικὸν κατάλογον κατέταξα , τινὰς
σπεῖρον αὐτοὺς κατὰ τὸν καιρὸν τῶν κριθῶν . ἵνα δὲ ἀκμάζοντας μηδεὶς δύνηται φαγεῖν , σικύου ἀγρίου καὶ ἀψινθίου σπέρμασι
6773934 καθαρους
: τὸν δὲ σῖτον , ἐπειδὴ τοὺς ἡλίους οὐκ ἔχουσι καθαρούς , ἐν οἴκοις μεγάλοις κόπτουσι , συγκομισθέν - των
: τὸν δὲ σῖτον , ἐπειδὴ τοὺς ἡλίους οὐκ ἔχουσι καθαρούς , ἐν οἴκοις μεγάλοις κόπτουσι , συγκομισθέντων δεῦρο τῶν
6728527 Σατυρους
ἐκβαλεῖν ἐς τὴν νῆσον : ἐς ταύτην οὖν ὑβρίζειν τοὺς Σατύρους οὐ μόνον ᾗ καθέστηκεν , ἀλλὰ καὶ τὸ πᾶν
μητρὸς τὸν λόφον Ἄργιλλον μετωνόμασε : στρατολογήσας δὲ Πᾶνας καὶ Σατύρους , ἰδίοις σκήπτροις Ἰνδοὺς ὑπέταξε : νικήσας δὲ καὶ
6724605 γνησιους
δ ' ὑμῖν ἐπιδείξω καὶ ὅθεν εἰσὶ καὶ οἵτινες οὓς γνησίους διεμαρτύρησαν εἶναι καὶ κληρονόμους ζητοῦσι καταστῆσαι τῶν Εὐκτήμονος .
μείζω ποιήσητε τὴν οὐσίαν . πρὸς τοῦτο τοίνυν ὁρῶντες παιδοποιοῦμεν γνησίους βουλόμενοι κληρονόμους καταλιπεῖν μὴ καρτεροῦντες εἶναι χρημάτων ἐκτός .
6682681 κορους
κόραις . . . κἀν τῷ βίῳ εὐκορεῖ ἀντὶ τοῦ κόρους κορώνας παρατρέποντες ἔνιοί φασιν ἐκκόρει κόρει κορώνας . αἰσχύνων
πόλεων ἀνάγκην [ ὅ ἐστι πόλεμον ] , ὡς ἀμφιμάτορας κόρους φησὶ ὁ Εὐριπίδης : ἐκ διαφόρων γὰρ πόλεων ἦσαν
6663750 ποιμενας
γὰρ μὴ διδαχθέντας αὐλεῖν τε καὶ συρίζειν , ὡς τοὺς ποιμένας . ὅτι οἱ Φοίνικες , ὥς φησι Ξενοφῶν ,
ἐκλαβεῖν τὸ οἷοι : ὁποῖοι ἀγαθοὶ ἔρωτες . πιθανῶς δὲ ποιμένας δώρων Ἀφροδίτης τοὺς ἔρωτάς φησιν : ὡς γὰρ ὁ
6656380 παιδας
εἰώθασι τύραννοι , τοῦτο μὲν παθεῖν ἂν μᾶλλον ἑλοίμην ἢ παῖδας ἀνδρὶ δυνάστῃ τεκεῖν , οὐδὲ τοῦτο γυναικὶ φορητόν .
δὲ οἱ γραμματικοὶ τῶν στοιχείων ἐπειδὰν τὰς δυνάμεις διδάξωσι τοὺς παῖδας , τότε καὶ ὅπως ὁμοῦ πᾶσι χρῆσθαι δεῖ ὑποτίθενται
6649826 νεοττους
αὐτός φησι , καὶ ὑπὲρ τοῦ μὴ κακοσίτους εἶναι τοὺς νεοττοὺς πρώτην τροφὴν διδόναι τοῖς βρέφεσι τοὺς γειναμένους ἁλμυρίδα γῆν
: οὕτω τοι στεγανόν ἐστιν . ἐνταῦθά τοι καὶ τοὺς νεοττοὺς τρέφει κατὰ τῶν κυμάτων ἡ ἁλκυὼν φερομένη , ὥς
6621973 ἐφορους
τὴν πρὸς Θηβαίους ἔχθραν οὐκ ἔμελλεν , ἀλλὰ πείσας τοὺς ἐφόρους εὐθὺς ἐθύετο . ἐπειδὴ δὲ ἐγένετο τὰ διαβατήρια ,
διὰ πυρός . . χρηστηρίους ὄρνιθας ] τοὺς τῆς μαντείας ἐφόρους καὶ συντελεῖς . . οὗτος ] σκόπει τὴν σύνταξιν
6611778 πρεσβυτερους
οὕτω δέ , φησί , καὶ πατέρας μὲν διαρρήδην τοὺς πρεσβυτέρους καλοῦσι , κἂν ὦσιν ἀλλότριοι , μητέρας δὲ τὰς
τούτων φροντίσιν ἐσχολακότων καὶ τῆς ἐκείνων πρός τε τοὺς ἑαυτῶν πρεσβυτέρους καὶ τοὺς ὁμοχρόνους γενομένης διαφορᾶς , οὐχ ἥκιστα δὲ
6604670 πατερας
ἔδοξε βαδίζειν εἰς τὴν πόλιν καὶ τούς τε τῆς Χλόης πατέρας ἀναζητεῖν καὶ περὶ τὸν γάμον αὐτῶν μηκέτι βραδύνειν .
ἐν μὲν τῇ πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους εὐκοσμίᾳ τὴν πρὸς τοὺς πατέρας εὔνοιαν , ἐν δὲ τῇ πρὸς ἄλλους φιλανθρωπίᾳ τὴν
6593392 διδυμους
δὲ Τηλεγόνην . τοὺς δὲ ἐφεξῆς ἐγενεαλόγησεν Ὅμηρος ἐν Ἰλιάδι διδύμους Κρήθωνα καὶ Ὀρτίλοχον εἶναι Διοκλεῖ , Διοκλέα δὲ αὐτὸν
ὦ σκύμνε τερπνὸν ἤτοι φίλτατε τῶν ἀδελφῶν : φασὶ γὰρ διδύμους εἶναι Τρωίλον καὶ Κασάνδραν . ἴυγξ δὲ λέγεται ὁ
6589091 ἐφηβους
καὶ τίκτουσα , κυεῖσθαι , γεννᾶσθαι , τίκτεσθαι . εἰς ἐφήβους τελεῖν . παιδεύεσθαι , τάχα δὲ καὶ τὸ παίζειν
δὲ μετὰ ταῦτα , ἔφηβος . Ἐν δὲ Κυρήνῃ τοὺς ἐφήβους , τρικάπους καλοῦσιν , ἐν δὲ Κρήτῃ ἀποδρόμους ,
6587712 ἐνδοξους
συστάσεις ποιεῖ μεγάλας , πρὸς βασιλεῖς καὶ ἄρχοντας γνωρίζων καὶ ἐνδόξους ποιῶν , καὶ μᾶλλον αὐξιφωτούσης τῆς Σελήνης : λειπούσης
Κρόνος Ζεὺς Ἄρης συγκράσεις ἀγαθῶν ἀποτελοῦσι : τινὰς μὲν οὖν ἐνδόξους , ἀρχιερατικούς , ἡγεμονικούς , ἐπιτροπικούς , ὄχλων καὶ
6587292 θηλειας
, ὁ δὲ ἑῷος , καὶ πρὸς ἄρρενας καὶ πρὸς θηλείας οἰκείως ἔχοντας , οὐχ ὑπερπαθῶς μέντοι γε πρὸς οὐδέτερα
καὶ ἡ Μελία , ὅπερ καὶ βέλτιον : θήλεια γὰρ θηλείας εὐλόγως συγκαλεῖ . ὁ δὲ νοῦς : καὶ νῦν
6579931 ἐντιμους
βασιλεὺς , ὁ τοῦ Δαρείου υἱὸς , ὡς πρεσβύτας καὶ ἐντίμους ὄντας προέκρινε τῶν ἄλλων ἐφορεύειν , ἤτοι ἄρχειν ,
τὰς ἄλλας τὰς περὶ τὸ σῶμα θεραπείας ; δοκεῖ σοι ἐντίμους ἡγεῖσθαι ὁ τοιοῦτος ; οἷον ἱματίων διαφερόντων κτήσεις καὶ
6560812 ἐρωτας
, μᾶλλον δὲ τοῦτο πάθοι ἄν : ἀλλ ' οὐκ ἔρωτας ἐκ φαρμάκων , εἴπερ τὸ ἐρᾶν ἐπινευούσης καὶ τῆς
Χιμαιρέωςλέγει Μενέλαον καὶ τοὺς μετ ' αὐτοῦ Λάκωναςοὔτε τοῦ Ἀνθέως ἔρωτας καὶ τόδε * καὶ τόδε * ἔτλης καὶ ὑπέμεινας
6545532 μοιχους
κατ ' ἐρώτησιν . τοῖς ἐμοῖς . τοὺς Καρυστίους ὡς μοιχοὺς κωμῳδοῦσιν . ἦσαν δὲ Ἀθηναίων σύμμαχοι . ἀντὶ τοῦ
τοῦ τρισαριστέως , ὃν μοιχεύοντά τις κατὰ τὸν περὶ τοὺς μοιχοὺς νόμον ἀπέκτεινεν : τοῦ κατὰ φύσιν , ὡς ἐπὶ
6500038 μαστους
. ἔχει δὲ καὶ ἡ θήλεια θηλὰς μὲν τέσσαρας , μαστοὺς δὲ δύο καὶ γάλα λεπτότατον πάντων τῶν ζῴων .
, παύει αὐτοὺς τῆς μάχης . ὅτι αἱ βόες δύο μαστοὺς ἔχουσι καὶ θηλὰς τέσσαρας . ὅτι τῶν βοῶν τὸ
6494866 δεσμους
εὖ εἰδότας , ὅτι εἰ κατὰ τῶν αὐτῶν χωρίων τοὺς δεσμοὺς ἐπιβάλλομεν , ὅθεν ἡ κένωσις γίνεται , οὔτε οὐδὲν
τούτων κοιμωμένων ] τῷ παρακειμένῳ πυρὶ προσεκύλισεν ἑαυτὸν καὶ τοὺς δεσμοὺς κατακαύσας τοὺς μὲν φύλακας ἀνεῖλε , κρύφα δὲ ἐς
6487229 γυναικειους
Κλεοπάτρας θησαυρῶν γάζαν πολλὴν καὶ τέχνην καὶ λίθους καὶ κόσμους γυναικείους καὶ χρήματα πολλὰ ἐς τὸν Πόντον ἔπεμψεν . ἐν
ἄλλου σώματος ὑγείᾳ , τὰς δὲ διὰ πάθος περὶ τοὺς γυναικείους τόπους ἢ τὸν ἄλλον ὄγκον ὑποπῖπτον τῷ πρότερον πεφηνυῖαν
6486929 γνωριμους
καὶ Φάρακα καὶ ἄλλους Σπαρτιατῶν ἥκιστα ἔς γε τὸ Ἑλληνικὸν γνωρίμους . μεταπεσόντων δὲ αὖθις τῶν πραγμάτων καὶ Κόνωνος κεκρατηκότος
τοῖς μὴ τοιούτοις . διὸ καὶ πρὸς πάντας ἐστὶν ὁμοίως γνωρίμους καὶ ἀγνώστους . οὐχ οἷόν τε δὲ πᾶσι προσπεπονθέναι
6485754 γονεας
τὰ ἄλλα ἡμεῖς τῶν Ἑλλήνων καὶ δικαιότεροι τὰ πρὸς τοὺς γονέας καὶ ὁσιώτεροί ἐσμεν , οὐκ ἂν ἐν τῷ παρόντι
νομίσῃ : κόσμιον μὲν γὰρ ἐξ ἀρχῆς ἦν , καὶ γονέας ἀστείους εἶχεν , τὸν δὲ πατέρα ἐκτόπως ἀνδρικόν τε
6475890 Φαιακας
μοι τοὺς Κυζικηνοὺς ἐπιὼν παραπλήσια τοῖς τῆς Ἀθηνᾶς πρὸς τοὺς Φαίακας λέγειν , μέγαν τε ἄγων ἐμὲ καὶ προμνώμενος συνουσίας
σταγόνας , κατὰ τῆς γῆς , ἐξ ὧν γεννηθῆναι τοὺς Φαίακας : οἱ δὲ τοὺς Γίγαντας . καὶ Ἀλκαῖος δὲ
6471645 Κυκλωπας
- ραν νήσων καὶ τῶν περὶ τὴν Αἴτνην καὶ Λεοντίνην Κύκλωπας καὶ Λαιστρυγόνας ἀξένους τινάς : διὸ καὶ τὰ περὶ
Κύκλωπ ' ὀλωλότα . ἐπὶ κῶμον ἕρπειν πρὸς κασιγνήτους θέλει Κύκλωπας ἡσθεὶς τῶιδε Βακχίου ποτῶι . ξυνῆκ ' : ἔρημον
6471546 ὀχλους
, ἐπιμελείης , ἀντιλέξιος πρὸς τὰ ἀπαντώμενα , πρὸς τοὺς ὄχλους τοὺς ἐπιγινομένους εὐσταθείης τῆς ἐν ἑωυτῷ , πρὸς τοὺς
' ἀστυνόμοις ἐπιμίξαι λαόν : καὶ πολλαῖς εὐφροσύναις ἐπιμίξαι τοὺς ὄχλους , εὐφροσύναις δὲ ἀναστρεφομέναις κατὰ τὴν πόλιν . εἰσὶ
6454651 εὐνουχους
καθεύδοντι . . , πάντας μὲν ἀνθρώπους ἐξίστησιν ἔρως , εὐνούχους δὲ ποιεῖ φονικωτέρους ὥσπερ οἶνος Σκύθας : φονᾷ γὰρ
ἀπουλωτικὴ πρὸς τοὺς ἁπαλόχρωτας καὶ γυναῖκας , ἔτι δὲ καὶ εὐνούχους καὶ παιδία : καλὴ δὲ καὶ ἐπὶ τῶν αὐτομάτων
6454001 ἡμιθεους
λύττα καὶ παράφορος καὶ παράκοπος μανία , ὥστε καὶ τοὺς ἡμιθέους ὑπερβὰς ἐπανῄει καὶ ἐπαπε - δύετο τοῖς τῶν μειζόνων
γενέσεως , ἀθανάτων καὶ θνητῶν ἀνακραθέντων σπερμάτων , ἐπιλαχόντας , ἡμιθέους εἰκότως προσαγορευθέντας , τοῦ θνητοῦ μίγματος ὑπὸ τῆς ἀφθάρτου
6443443 Διοσκουρους
Παμφάης γὰρ συγγενὴς τοῦ Θειαίου , φησίν , ἐξένικε τοὺς Διοσκούρους . ἀξιωθείην κεν ἐὼν Θρασύκλου : ἐγώ , φησί
Θεσσαλόν φησιν εἶναι . . : Γρύλλος : καθάρας τοὺς Διοσκούρους , ὡς Φιλοστέφανος . . . β , :
6436310 γινομενους
γὰρ αὐτοὶ τῶν ἔργων ἐκείνου τοῦ ἔτους ἀνέχουσι , τοὺς γινομένους καρποὺς οὐκ οἴονται δεῖν συλλέγειν οὐδ ' ἀποτίθεσθαι μὴ
ἐναντιωθῇ τῷ τόπῳ , ἐπὶ ξένης ἀναστρεφομένους καὶ ἐν ταραχαῖς γινομένους προδηλοῖ . πολλάκις δὲ οἱ τοιοῦτοι ὑπὸ μὲν ἰδίων
6425447 ἀπολειφθεντας
Ἐν τοῖς ἀγῶσι τοὺς προεξανισταμένους ῥαπίζονται , ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀπολειφθέντας οὐ στεφανοῦσιν : ἐξ ἀποφθεγμάτοιν δυοῖν : ἑνὸς μὲν
ἐξ ὧν ἤγρευε θηρίων . Τούτων δὲ τελευτησάντων , τοὺς ἀπολειφθέντας φησὶ ῥάβδους αὐτοῖς ἀφιερῶσαι , καὶ τὰς στήλας προσκυνεῖν
6417687 συσχηματισμους
οἱ φιλόσοφοι πάσας τὰς παραγωγὰς καὶ τοὺς σχηματισμοὺς καὶ τοὺς συσχηματισμούς , καὶ οὐ μόνον τὰς παραγωγὰς τὰς γραμματικοῖς καλουμένας
συμφώνως τοῖς κυρίοις τῆς γενέσεως τόποις ἢ ἐναντίως ποιῶνται τοὺς συσχηματισμούς . Ἄλλοι δέ , φασίν , ἐπιβλέπουσι τὸν κλῆρον
6415238 καλουμενους
κώλων κατασκευαζόμενον αὐλόν . ὁ δὲ Τρύφων φησὶ καὶ τοὺς καλουμένους ἐλεφαντίνους αὐλοὺς παρὰ Φοίνιξιν ἀνατρηθῆναι . οἶδα δὲ ὅτι
ἐν τῇ Φωκίδι . ἱστοροῦσι δὲ τοὺς ἐν τῷ Πόντῳ καλουμένους Ἀχαιοὺς ἀποίκους Ὀρχομενίων εἶναι τῶν μετὰ Ἰαλμένου πλανηθέντων ἐκεῖσε
6413585 γαμετας
ἐστερημένας τῶν οἰκείων παίδων , τοῦ δὲ ἀνάνδρους πρὸς τὸ γαμετάς : ἅτινα νοοῦνται καὶ εἰ τὸ πολλάς ἀντὶ τοῦ
ὁ δειλὸς Πείσανδρος οὔτε τὰς πατρίδας ᾐδοῦντο , οὔτε τὰς γαμετάς , οὔτε τὰ παιδία . Οὐδὲ κύων παύσαιτ '
6406833 νεοσσους
' ἀγρία γὰρ ὄρνις , ἢν πλάσῃ δόμον , ἄλλην νεοσσοὺς ἠξίωσεν ἐντεκεῖν . ἀλλὰ Λεωκράτης τοσοῦτον ὑπερβέβληκε δειλίᾳ ,
. Οὗτος φιλότεκνός ἐστι πάνυ . ὅταν οὖν γεννήσῃ τοὺς νεοσσοὺς καὶ ὀλίγον αὐξηθῶσι , τύπτουσιν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτῶν
6394420 γενναιους
' ᾧ εὗρεν ὀδυνωμένην παύσας καὶ παῖδας ἐκ τῆς μητρὸς γενναίους ποιήσας τί ἦν αἰσχρόν ; . . . ἀλλὰ
παρ ' ἐλπίδα λεχθέντι ἐκπλαγείητε . χρὴ δ ' ἄνδρας γενναίους τε καὶ σώφρονας εὔχεσθαι μὲν ὑπάρχειν τὰ βέλτιστα ,
6386068 εὐγενεις
Κῷ Χάλκωνα καὶ Ἀνταγόραν ἐγέννησεν , ἀφ ' ὧν οἱ εὐγενεῖς ἐν Κῷ . Εὐρύπυλος ὁ Ποσειδῶνος υἱὸς Κῴων βασιλεύων
ξένους ; τί δ ' ; εἴπερ εἰσὶν ὡς δοκοῦσιν εὐγενεῖς , οὐκ ἔν τε μικροῖς ἔν τε μὴ στέρξους
6380264 χιτωνας
ἄδειπνος . ταχὺ γὰρ γίνεται κἀκκλησιαστὴς οἰκόσιτος . σαράβαρα καὶ χιτῶνας πάντες ἐνδεδυκότες . . . ἐν Κύπρῳ φής ,
] τὴν ἐκ νέου συνάφειαν . ἁβροχίτωνας ] πολυτελεῖς ἐχούσας χιτῶνας : τοιαῦται γὰρ αἱ τῶν Περσῶν . χλιδανῆς ]
6369998 ἀδελφους
ἀρετῇ τῶν πολεμίων ἀναιρεθέντων . φασὶ δὲ τὸν Γέλωνα τοὺς ἀδελφοὺς φιλοφρονούμενον ἀναθεῖναι τῷ θεῷ χρυσοῦς τρίποδας ἐπιγράψαντα ταῦτα :
ὧν κληθῆναι ἀγρευτὰς καὶ ἁλιεῖς : ἐξ ὧν γενέσθαι δύο ἀδελφοὺς , σιδήρου εὑρετὰς καὶ τῆς τούτου ἐργασίας : ὧν
6368751 μελανας
πρὸς τὸ ἑαυτοῦ ἰδίωμα μεταποιεῖ πως . Κρόνος μὲν γὰρ μέλανας ποιεῖ , δυσειδεῖς τε καὶ αὐχμηρούς , Ἄρης δὲ
τρόπῳ . Τούτων οὖν ἡ χολὴ μετὰ νίτρου σμηχομένη , μέλανας ἀλφοὺς ἰᾶται καὶ οὐλὰς μελαίνας ὁμόχρους ποιεῖ . καὶ
6354722 γεροντας
ἰδίας καὶ ἐφύλαττε μή τις αὐτὰς μοιχεύσῃ λαθών . Καὶ γέροντας ὁρῶντας ἐξώρμησεν εἰς ἀφροδίτην τὰ τοιαῦτα θεάματα : οἱ
αἰτιωμένοις ] ὡς ἐξ ἀνάνκης [ | ] [ τοὺς γέροντας ] [ οὐχ ] ? οὗτος ? ? [
6349770 υἱους
εἰς τὴν Αἴγυπτον ἀποδημοῦντας , καὶ φιλέλλην ὢν διαφερόντως τοὺς υἱοὺς τὴν Ἑλληνικὴν ἐδίδαξε παιδείαν : καθόλου δὲ πρῶτος τῶν
κατοικεῖ ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ αὐτῆς . Διὰ τοῦτο ζηλώσατε τοὺς υἱοὺς Λευί , καὶ ζητήσατε ὑψωθῆναι ὑπὲρ αὐτούς , ἀλλ
6345674 στρεπτους
οὐδ ' ὅπερ ἐκ τῶν Ὁμηρικῶν σὺ παρέθηκας , τὸ στρεπτοὺς εἶναι τοὺς θεούς , ὅσιόν ἐστι φθέγγεσθαι . Νόμοις
ἐν τῷ περὶ βασιλείας Κυπρίων εἶναι λέγει τὴν κίταριν . στρεπτοὺς καὶ ἀκινάκας . ὅρμους περὶ τὸν τράχηλον ἢ τὰς
6341913 ἀξιωματικους
πολλαχῇ καὶ ἀντιτύποις ταῖς συμβολαῖς : ῥυθμοὺς δὲ ἐπιτηδεύει τοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ μεγαλοπρεπεῖς , καὶ οὔτε πάρισα βούλεται τὰ κῶλα
τοῖς κώλοις ταῦτά τε ὁμοίως ἐπιτηδεύει καὶ τοὺς ῥυθμοὺς τοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ μεγαλοπρεπεῖς , καὶ οὔτε πάρισα βούλεται τὰ κῶλα
6333324 ὀνους
: αἱ γὰρ ἀγελαῖαι τῶν ἵππων οὐχ ὁμοίως ὑπομένουσι τοὺς ὄνους ἐπὶ τῇ ὀχείᾳ ἕως ἂν κομῶσιν : οὗ ἕνεκα
ἐν ποσὶ τρεφομένους τε καὶ ἐξεταζομένους ὁρῶμεν ἵππους τε καὶ ὄνους καὶ βοῦς καὶ καμήλους θαρροῦντας : εἰ δὲ καὶ
6323286 κληθεντας
Ἐπειῶν : Ἐπειοὺς τοὺς Ἠλείους , ἀπὸ Ἐπειοῦ τοῦ Ἐνδυμίωνος κληθέντας . τινὲς δὲ τὸν Ἐπειὸν Ἀεθλίου φασίν . ἀπὸ
, κρείττω δὲ ἦν τὰ ἡμέτερα διὰ τοὺς ὑπὸ σοῦ κληθέντας θεούς , καὶ ὅτι κρύψας αὑτὸν οἴκοι μένει περιῃρημένος
6322539 πρακτικους
. Τῷ Διὶ δὲ ἐπιμερίζων καὶ ἐπὶ νυκτὸς καὶ ἡμέρας πρακτικοὺς τοὺς χρόνους σημαίνει καὶ περίκτησιν καὶ κέρδη καὶ ἐχθρῶν
καὶ ἐπιτηδεύειν κράτιστα εἶναι . Τὸ μὲν οὖν λεκτικοὺς καὶ πρακτικοὺς καὶ μηχανικοὺς γίγνεσθαι τοὺς συνόντας οὐκ ἔσπευδεν , ἀλλὰ
6318901 ὑπερβαλλοντας
. τὰς δὲ στεατοκήλας καὶ πωροκήλας τέμνειν χρὴ , ὁμοίως ὑπερβάλλοντας τῇ ἀριστερᾷ χειρὶ τὸ ὄσχεον , ἔπειτα διαιρεῖν ἐξ
τὸ πολλοὺς μὲν εἶναι τοὺς ἐλάττονας , ἐξαιρέτους δὲ καὶ ὑπερβάλλοντας δʹ . ὧν τὸν μὲν πρῶτον ἐκ δύσεως ὁρμῶντα
6309379 ἀδυνατους
θρέψαι καὶ θάψαι τοὺς αὑτῶν , ἐν δὲ τῷ γήρᾳ ἀδυνάτους μὲν εἶναι τῷ σώματι , πασῶν δ ' ἀπεστερημένους
τοὺς πατρῴους οἴκους μετὰ τῶν πανοπλιῶν : τοὺς δ ' ἀδυνάτους τῶν πολιτῶν δημοσίᾳ τρέφειν . ὥστε καὶ τὴν δύναμιν
6281778 πλουσιους
χεῖρα μηδὲ ἄλλο μηδὲν τοῦ σώματος , μηδὲ τοὺς πάνυ πλουσίους ἀναλῶσαι ἂν μηδεμίαν ὑπὲρ τούτου δραχμήν : ἓν δὲ
δύσμορον πέλει τέλος . Ἀλλὰ καὶ τρίτος δεκανὸς σώφρονας καὶ πλουσίους , εὐμεταδότους , εὐσεβεῖς , καλὴν ἔχοντας τύχην ,
6281754 συνοικουντας
εὐσχημόνως ἀπολιπεῖν τοὺς ἐξ ἀρχῆς προκριθέντας διὰ φαρμάκων ἀναιρεῖν τοὺς συνοικοῦντας , καὶ τὴν χώραν δ ' οὐκ ὀλίγας ἀφορμὰς
καὶ συνοικεῖν , καὶ ὥσπερ πορνείᾳ χρῆσθαι τῷ βίῳ , συνοικοῦντας ἀλλήλοις , καὶ ὑπονοοῦντας τὴν συν - οίκησιν :
6280805 κλεπτας
τῇ πόλει ψυχρῶν ἤκουον ῥημάτων , ὅτι ἀλλ ' αἰσχρὸν κλέπτας ποιεῖν . ὁ δὲ τὸ μὲν ῥῆμα ἐφοβεῖτο ,
: ἐπεμελοῦντο δὲ τῶν ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ , καὶ ἀπῆγον κλέπτας , ἀνδραποδιστάς , λωποδύτας , εἰ μὲν ὁμολογοῖεν θανατώσοντες
6280132 νεανισκους
τὸ σῶμα ὑπηλείφετο καὶ πῶς πλῆκτρον περιέβαινε καὶ τοὺς μὲν νεανίσκους , οἷς προσεπάλαιε , πρὸς τοὺς ἀνδρειοτέρους μάλιστα συμπλεκόμενος
γυναικῶν ἐνταῦθα ἰέναι πρὸς τὸν ὄχλον . δύο δέ τινας νεανίσκους ἐκπλαγέντας τὸ εἶδος ἰέναι πρὸς αὐτήν , [ θάτερον
6279101 θηρευτας
δάσει , αὐτὸ δὲ ἀντιπρόσωπον ἕστηκε , καὶ δοκεύει τοὺς θηρευτάς , καὶ ὑποθαῤῥεῖ πως , καὶ οἴεται μηκέτι φανῆναι
καὶ τοὺς ὄρνιθας λαθεῖν τοὺς ἁρπακτικοὺς καὶ τῶν ἀνθρώπων τοὺς θηρευτάς , κατὰ πολλὴν τὴν εἰρήνην ἀποτίκτουσιν : εἶτα τὰ
6276455 ἰδιους
τοὺς Λακεδαιμονίους βοηθῆσαι κατὰ τάχος , οἱ Σπαρτιᾶται παραλαβόντες τοὺς ἰδίους πάντας καὶ τοὺς συμμάχους ἧκον ἐπὶ τὴν Μαντίνειαν ,
καταβάλλων τοὺς εἰς χεῖρας ἰόντας καὶ αὖθις ὑποστρέφων πρὸς τοὺς ἰδίους : ὅν τις θεασάμενος τῶν ἐκ τῆς ἰδίας ἐκείνου
6273463 πεπαιδευμενους
μὲν οὐσίαν κεκτημένους μὴ χρήμασιν αὐτοὺς ὑπερβάλωνται , τοὺς δὲ πεπαιδευμένους μὴ συνέσει κρείττους γένωνται : τῶν δὲ ἄλλο τι
, ὦ γενναῖε , τῆς ἀπολογίας σοι δεήσει πρὸς τοὺς πεπαιδευμένους , εἰ βούλει μὴ παντάπασιν ἐκκεκρίσθαι καὶ τῆς τῶν
6266013 κατεχομενους
καὶ δίδωσι τῇ γῇ . τοὺς δὲ βίᾳ ὑπό τινος κατεχομένους ἀπαλλάσσει : καὶ γὰρ τὸ περιεχόμενον τοῦ περιέχοντος ἀπαλλάσσει
αὐτοῖς τὰ πάθη ἤ τινας ἑτέρους ὑπ ' αὐτῶν θεάσαιντο κατεχομένους , διὰ τῶν ἐν αὐλοῖς τε καὶ κιθάραις ῥυθμῶν
6264462 μαζους
δὲ γυναιξίν : αὗται γὰρ ἐν τῷ πένθει καὶ τοὺς μαζοὺς λωβῶνται . τροφῷ δέ , εἰ τέκνον ἔχοι ,
τῶν ἰγνύων ὑπὲρ τῶν γουνάτων , καὶ σικύας ἀείρειν ἐπάρας μαζοὺς ὑπ ' αὐτέους , ἄλλοτε μὲν ἐς τὰ δεξιὰ
6263014 μυρμηκας
καὶ μυρμηκιῶν . ] Ἀρίθμησον τοὺς ἥλους καὶ λαβὼν τοσούτους μύρμηκας δῆσον ἐν λίνῳ πανίῳ καὶ κοχλίαν ἕνα μετ '
Γάγγης ἢ οἱ ἄλλοι Ἰνδῶν ποταμοὶ φέρουσιν , οὐδὲ τοὺς μύρμηκας τοὺς τὸν χρυσόν σφισιν ἐργαζομένους , οὐδὲ τοὺς γρῦπας
6256485 μυας
Ἀπόλλωνος : τούτῳ ὀργισθεὶς ὁ θεὸς ἔπεμψεν αὐτοῦ τοῖς ἀγροῖς μύας , οἵτινες τοὺς καρποὺς ἐλυμαίνοντο . Βουληθεὶς δέ ποτε
δὲ ἐν τῇ Θηβαΐδι χαλάζης πεσούσης ἐπὶ τῆς γῆς ὁρᾶσθαι μύας , ὧν τὸ μὲν πηλός ἐστιν ἔτι , τὸ
6244513 φιλαυτους
ὅσον συντελεῖ πρὸς τὰ κάλλιστα . Τίνος ἕνεκεν τοὺς ὄντως φιλαύτους οὐκ ὀνειδίζομεν ἀλλ ' ἀποδεχόμεθα , διὰ τούτων λέγει
. ἐν γὰρ ταῖς ἔρισιν καὶ ταῖς διαμάχαις καὶ φιλονεικίαις φιλαύτους λέγουσιν , ὡς ταὐτὸν ὂν τὸ φίλαυτος τῷ αἴσχιστος
6239805 χερσαιους
Ἀρκαδίας φησὶν Ἀριστοτέλης κρήνην τινὰ εἶναι , ἐν ᾗ μῦς χερσαίους γίνεσθαι , καὶ τούτους κολυμβᾶν ἐν ἐκείνῃ τὴν δίαιταν
δὲ . . . , Καρκίνος δ ' ἐνύδρους καὶ χερσαίους καὶ ὑψηλούς , Λέων δὲ προσάντεις καὶ τραχεῖς καὶ
6231667 πανουργους
ζῳδίων τὰ ἑξῆς ἀπαρτίσας οἷον ζῷα , οἷς καὶ τὰς πανούργους ἐχαρίσατο δυνάμεις καὶ πάντεχνον πνεῦμα γεννητικὸν τῶν εἰς ἀεὶ
Ἄρην ὁ Ἑρμῆς ἐπιδεκατεύει , δεινοὺς ἐξετέλε - σεν , πανούργους , ἀλλοτρίων ἅρπαγας : οἱ τοιοῦτοι γὰρ ἀπὸ ἄλλου
6230730 εὐσαρκους
φαρμακεύειν , ὑποστελλομένους χειμῶνα . Τοὺς δὲ δυσημέας καὶ μέσως εὐσάρκους , κάτω , ὑποστελλομένους θέρος . Τοὺς δὲ φθινώδεας
ποτὲ ψυχθῆναι μειζόνως ἐννήξασθαι ψυχρῷ θέρους ὥρᾳ νέους ὄντας καὶ εὐσάρκους καὶ προεκθερμανθέντας τρίψεσιν . ἔστωσαν δὲ μήτε ἐξ ἀφροδισίων
6229637 ἀσωτους
περὶ τὰ χρήματα ὑπερβολὴν καλοῦμεν ἀλλὰ ἐνίοτε καὶ τοὺς ἀκολάστους ἀσώτους καλοῦμεν , οἵτινες πολλὰ δι ' ἀκολασίαν δαπανῶσι ,
οὐχ Ὁρτήσιον τοὺς Ῥωμαίους : εἶπον δὲ ὀλίγους ἐκ πολλῶν ἀσώτους καὶ ἀκρατεστάτους τῇ τε ἄλλῃ καὶ μέντοι καὶ περὶ
6227749 λυκους
ὁμόφωνον τῇ πόλει . Λυκόφρων ” καὶ δευτέρους ἔπεμψαν Ἄτρακας λύκους „ . τινὲς δὲ διὰ τοῦ γ ἔκλιναν Ἄτραγος
ἀριθμόν . διὰ τί δὲ οὐ συμβολικῶς καὶ τούτους καλεῖ λύκους καὶ παρδάλεις καὶ λέοντας ἢ δράκοντας ἢ ἄλλην κλῆσιν
6226565 ὑπερεχοντας
ἀλλὰ ἐν δόλῳ , παρὸ , ἀλλὰ κολακείᾳ . . ὑπερέχοντας ] τοὺς μεγάλους . κρατεῖν ] ἄρχειν . .
. ὁ γὰρ στρατηγὸς τῶν Ἑλλήνων Παυσανίας ὁρῶν τοῖς πλήθεσιν ὑπερέχοντας τοὺς βαρβάρους , εὐλαβεῖτο μή τι παράλογον γένηται ,
6222033 φρονιμους
; Ναί . Οὐκοῦν φῂς παραπλησίως χαίρειν καὶ λυπεῖσθαι τοὺς φρονίμους καὶ τοὺς ἄφρονας καὶ τοὺς δειλοὺς καὶ τοὺς ἀνδρείους
ἐνέχεε . συνέβη δὲ τοὺς μὲν μικροφυεῖς πληρωθέντας τοῦ μέτρου φρονίμους γενέσθαι , τοὺς δὲ μακροὺς ἅτε [ μὴ ]
6214611 Τιτανας
με πλήσσει μεριδάρπαξ ὃς κατὰ λίμνην κινείσθω τιτανοκτόνον ὀβριμοεργόν ᾧ Τιτᾶνας πέφνες ἀρίστους ἔξοχα πάντων αὐτὰρ ἔπειτα κεραυνὸν δειμαλέον διὸς
Ἶσιν τὸν φόνον τοῦ ἀνδρὸς ἀναζητοῦσαν , καὶ τοὺς μὲν Τιτᾶνας ἀνελοῦσαν , τὰ δὲ τοῦ σώματος μέρη περιπλάσασαν εἰς
6192507 φονεας
ὑπηρέται γιγνόμενοι διετελοῦμεν , ἔχθει μὲν ἴσῳ καὶ ἐπιβουλῇ τοὺς φονέας αὐτοῦ γιγνώσκομεν εἰς ἡμᾶς χρωμένους καὶ τὴν βουλὴν ἐκείνοις
ἐθνῶν ὑπ ' αὐτοῖς ὄντων ἁπάντων . οὕτω καὶ τοὺς φονέας οἱ τῶν ἀπεσφαγμένων οἰκεῖοι τιμωροῦνται λόγοις μὲν τοῖς παρ
6171939 σκωληκας
. Ὅταν δὲ ἀποθάνῃ ταῦρος , εἰς ἡμέρας ζʹ ποιεῖ σκώληκας , οἵτινες εἰς καʹ ἡμέρας γίνονται μέλισσαι ποιοῦσαι μέλι
τῇ ἀμπέλῳ . Ἡ δ ' ἐλάα πρὸς τῷ τοὺς σκώληκας ἴσχειν , οἳ δὴ καὶ τὴν συκῆν διαφθείρουσιν ἐντίκτοντες
6170965 Σπαρτους
ἄνδρας τούτουςοὐ γάρ τι ἠδυνάμην ἐς αὐτοὺς παρευρεῖνἕπομαι τῷ μύθῳ Σπαρτοὺς διὰ τὸν τρόπον ὅντινα ἐγένοντο ὀνομασθῆναι . Κάδμου δὲ
τοὺς ὀδόντας φησίν : ὁ δὲ Ἀνδροτίων [ . ] Σπαρτοὺς αὐτούς φησι διὰ τὸ ἀκολουθήσαντας αὐτοὺς ἐκ Φοινίκης Κάδμῳ
6163920 ἐπιδεδωκοτας
ὑπὸ σητός : ἐκέλευσεν ὁ ἄγγελος τοὺς τὰς τοιαύτας ῥάβδους ἐπιδεδωκότας χωρὶς ἱστάνεσθαι . ἕτεροι δὲ ἐπεδίδουν ξηράς , ἀλλ
ἄλλους δὲ ἀπέλυσεν εἰς τὸν πύργον , τοὺς τὰς ῥάβδους ἐπιδεδωκότας τὰς παραφυάδας ἐχούσας , καρπὸν δὲ μὴ ἐχούσας ,
6163712 βαναυσους
δὲ παρὰ Θουκυδίδῃ ἐφ ' ἑτέρου εἴρηται . τοὺς δὲ βαναύσους καὶ ἐργαστῆρας ἂν κατὰ Ξενοφῶντα εἴποις . τοὺς μέντοι
κωλῦσον ἐπὶ τὴν φύσιν ὀλισθαίνοντας εἰδώς , ἐπιδιφρίους μὲν καὶ βαναύσους καὶ προσαγωγοὺς ἐπιθυμιῶν αἰσχρῶν τέχνας , ὡς ἀφανιζούσας καὶ
6160044 σωφρονας
ταύτας ἀναφέρειν τὸ γένος . ὑπάρξαι δ ' αὐτὰς καὶ σώφρονας διαφερόντως , καὶ μετὰ τὴν τελευτὴν τυχεῖν ἀθανάτου τιμῆς
αἰδουμένους τὰ ἐν τῷ φανερῷ αἰσχρὰ φεύγοντας , τοὺς δὲ σώφρονας καὶ τὰ ἐν τῷ ἀφανεῖ . ] καὶ ἐγκράτειαν
6157148 νυκτερινους
Συμβόλος : ἡ τοὺς σύας βόσκουσα . Νυκτερίους : τοὺς νυκτερινούς . νυχίην : νυκτερινήν . ἐπίκλοπον : κρυφίαν .
φυλακτήριον ἐκ πάντων ζῴων ἰοβόλων . ἀποστρέφει δὲ καὶ ἰνδαλμοὺς νυκτερινούς . ποιεῖ δὲ καὶ ἐπὶ λιθιώντων . βασκανίαν δὲ
6139272 θρεψαντας
: οἱ γὰρ κριοὶ καὶ τὰς φάτνας πλήττουσι καὶ τοὺς θρέψαντας . Κακὰ μὲν θρίπες , κακὰ δ ' ἶπες
φυγάδας θήσομεν : ὡς γὰρ ἀμήτωρ ἀπάτωρ τε γεγὼς τοὺς θρέψαντας Φοίβου ναοὺς θεραπεύω . ἄγ ' , ὦ νεηθαλὲς
6128529 Γιγαντας
τὸ Φλεγραῖον καλούμενον πεδίον , ἐν ᾧ τὰ περὶ τοὺς Γίγαντας μυθεύουσιν οὐκ ἄλλοθεν , ὡς εἰκός , ἀλλ '
, καὶ ὡς Πλούτωνα καὶ Ἥραν τρώσειε , καὶ τοὺς Γίγαντας ὡς χειρώσαιτο ἐπίκουρος τοῖς θεοῖς γενόμενος : τὰ δ
6126403 καπρους
καὶ τοὺς ταύρους αὐτῷ φέροντες ἀνῆκαν ὡς ὁρμητικοὺς καὶ τοὺς κάπρους : ἄμφω γὰρ διὰ θυμὸν ἀκάθεκτοι γίνονται , πραΰνονται
καὶ τὰ μικρὰ ὀρνίθια . Ἀναξανδρίδης : ὀχευομένους δὲ τοὺς κάπρους καὶ τὰς ἀλεκτρυόνας θεωροῦς ' ἄσμενοι . Θεόπομπος :
6126018 οἰκετας
πάντως . κλέψαντες , ἤ τι τοιοῦτο . οἰκέτας . οἰκέτας τοὺς οἰκείους , οὐχὶ δὲ τοὺς δούλους μόνον ,
μάρτυρας πολλοὺς ἐπὶ τὴν οἰκίαν , τότ ' ἂν τοὺς οἰκέτας παρεδίδου καὶ τῶν ἐξ Ἀρείου πάγου τινὰς παρεκάλει :
6125790 ἀθλους
καρτερίας καὶ ἀνδρείας καὶ ὑπομονῆς ἐπὶ κτήσει τοῦ ἀρίστου διαθλοῦσαν ἄθλους , ἑβδομάδι τὴν ἰσότιμον μονάδα τίκτειν εἰκὸς ἦν :
ἐκ τῆς Ἥρας : ἡ γὰρ Ἥρα ἐπιτάξασα αὐτῷ διαφόρους ἄθλους ἔνδοξον αὐτὸν ἀπετέλεσεν . Ἀλλ ' ἔστιν εἰπεῖν πρὸς
6121697 ἐπιορκους
μὲν αὑτῆς ἑκάστη καταλέγουσα μαθητάς , ὁμολογοῦσα δὲ τούτων ἐνίους ἐπιόρκους εἶναι καὶ νοσεῖν ἀκρασίαν . τί οὖν , ὦ
ἐν ταῖς Νεφέλαις : φησὶ γὰρ “ εἴπερ βάλλει τοὺς ἐπιόρκους , πῶς δῆτα οὐχὶ Σίμων ' ἐνέπρησεν οὐδὲ Κλεώνυμον
6120829 ἀρχικους
τὸ πρᾶγμα καταγέλωτος , ὦ Ἰσχόμαχε . ὅστις γάρ τοι ἀρχικοὺς ἀνθρώπων δύναται ποιεῖν , δῆλον ὅτι οὗτος καὶ δεσποτικοὺς
πῶς δή , ἔφην ἐγώ , πρὸς τῶν θεῶν τὸ ἀρχικοὺς εἶναι ἀνθρώπων παιδεύεις ; Φαύλως , ἔφη , πάνυ
6114551 Σειληνους
ἢ Πάνεσσι : τοὺς Πᾶνας πλείους φησὶν ὡς καὶ τοὺς Σειληνοὺς καὶ τοὺς Σατύρους , ὡς Αἰσχύλος μὲν ἐν Γλαύκῳ
ναῦς ἤδη , Σατύρους δὲ ἀναμὶξ καὶ Ληνὰς ἄγει καὶ Σειληνοὺς ὅσοι . τὸν Γέλωτά τε ἄγει καὶ τὸν Κῶμον
6108703 ὡραιους
μὲν τῆς χώρας τετρακύκλους ἀπήνας περιαγόμενος καὶ ἵππους καὶ θεράποντας ὡραίους καὶ παραδρομὴν ἀνάγωγον κολάκων τε καὶ παίδων στρατιωτικῶν .
περιπετάννυται τὰ οἴναρα , ἀποφθινόντων τῶν φύλλων . βότρυς δὲ ὡραίους καὶ πέπονας καὶ γενναίους καὶ ἀκμάζοντας καὶ ὀργῶντας ,
6108067 Ἀσκληπιαδας
οὐ τοὺς πανούργους ἀλλὰ τοὺς βελτίστους : κομψοὺς γὰρ τοὺς Ἀσκληπιάδας ἐπαινῶν λέγει Πολιτείας γʹ . καταπτόμενος Ἀττικοί , καταπτάς
. οἳ δὲ καὶ μάλιστα ἤδη βεβαιοῦνται τὸν ἐς τοὺς Ἀσκληπιάδας λόγον , ἀποφαίνοντες ἐν Γερηνίᾳ Μαχάονος μνῆμα καὶ τὸ
6105863 ἐγγαστριμυθους
καὶ ἐπὶ τὰ ὀρνιθομαντεῖα , καὶ ἀλευρομαντεῖα , καὶ τοὺς ἐγγαστριμύθους . Πιστοὶ δὲ οὐ μόνον οἱ θεοὶ τηνικαῦτα ,
Φιλόχορος δ ' ἐν τῇ τρίτῃ περὶ μαντικῆς καὶ γυναῖκας ἐγγαστριμύθους . Ἐγὼ δὲ καὶ σὺ ταυτὸν ἕλκομεν ζυγόν :
6105127 ἱεροσυλους
τῆς πόλεως ἀγόμενος , ἀφ ' ἧς νόμιμον ἦν τοὺς ἱεροσύλους ῥιπτεῖσθαι , ὡς ὁ κάνθαρός ποτε ] ὡς κάνθαρος
ἀπόκριναι : ἀνέμνησας γάρ με ἀπειλήσας . τί δήποτε τοὺς ἱεροσύλους καὶ λῃστὰς ἀφέντες καὶ τοσούτους ὑβριστὰς καὶ βιαίους καὶ

Back