- ραν νήσων καὶ τῶν περὶ τὴν Αἴτνην καὶ Λεοντίνην Κύκλωπας καὶ Λαιστρυγόνας ἀξένους τινάς : διὸ καὶ τὰ περὶ
Κύκλωπ ' ὀλωλότα . ἐπὶ κῶμον ἕρπειν πρὸς κασιγνήτους θέλει Κύκλωπας ἡσθεὶς τῶιδε Βακχίου ποτῶι . ξυνῆκ ' : ἔρημον
8583031 Γιγαντας
τὸ Φλεγραῖον καλούμενον πεδίον , ἐν ᾧ τὰ περὶ τοὺς Γίγαντας μυθεύουσιν οὐκ ἄλλοθεν , ὡς εἰκός , ἀλλ '
, καὶ ὡς Πλούτωνα καὶ Ἥραν τρώσειε , καὶ τοὺς Γίγαντας ὡς χειρώσαιτο ἐπίκουρος τοῖς θεοῖς γενόμενος : τὰ δ
8216039 Τιτανας
με πλήσσει μεριδάρπαξ ὃς κατὰ λίμνην κινείσθω τιτανοκτόνον ὀβριμοεργόν ᾧ Τιτᾶνας πέφνες ἀρίστους ἔξοχα πάντων αὐτὰρ ἔπειτα κεραυνὸν δειμαλέον διὸς
Ἶσιν τὸν φόνον τοῦ ἀνδρὸς ἀναζητοῦσαν , καὶ τοὺς μὲν Τιτᾶνας ἀνελοῦσαν , τὰ δὲ τοῦ σώματος μέρη περιπλάσασαν εἰς
8186595 Βροντην
. : γείνατο δ ' αὖ Κύκλωπας . . . Βρόντην τε Στερόπην τε καὶ Ἄργην ὀβριμόθυμον ] τὰς ἐγκυκλίους
. γείνατο δ ' αὖ Κύκλωπας ὑπέρβιον ἦτορ ἔχοντας , Βρόντην τε Στερόπην τε καὶ Ἄργην ὀβριμόθυμον , οἳ Ζηνὶ
8171183 Διοσκουρους
Παμφάης γὰρ συγγενὴς τοῦ Θειαίου , φησίν , ἐξένικε τοὺς Διοσκούρους . ἀξιωθείην κεν ἐὼν Θρασύκλου : ἐγώ , φησί
Θεσσαλόν φησιν εἶναι . . : Γρύλλος : καθάρας τοὺς Διοσκούρους , ὡς Φιλοστέφανος . . . β , :
8030800 ἑκατογχειρας
ἐκ Γῆς πρώτους γεννᾷ Κόττον , Βριάρεων , Γύγην , ἑκατόγχειράς τε καὶ πεντήκοντα κεφαλὰς ἔχοντας . ἀρτίποδές τε καὶ
ἐκ Γῆς πρώτους γεννᾷ Κόττον , Βριάρεων , Γύγην , ἑκατόγχειράς τε καὶ πεντήκοντα κεφαλὰς ἔχοντας . ἀρτίποδές τε καὶ
7969281 μονοφθαλμους
συμμάχους τοὺς Κύκλωπας : ὁ δὲ οὐ μόνον τοὺς τρεῖς μονοφθάλμους ἔλαβε Κύκλωπας , τὸν Βρόντην , τὸν Στερόπην καὶ
, ὁ Ζεὺς συνεργοὺς πρὸς τὴν μάχην λαβὼν τοὺς τρεῖς μονοφθάλμους Κύκλωπας , τὸν Βρόντην , τὸν Στερόπην , καὶ
7899096 Βριαρεων
. Βριάρεω . Οὐρανὸς ἐκ Γῆς πρώτους γεννᾷ Κόττον , Βριάρεων , Γύγην , ἑκατόγχειράς τε καὶ πεντήκοντα κεφαλὰς ἔχοντας
Γῆς φησιν αὐτοὺς εἶναι , ὀνόματα δὲ αὐτῶν Κόττον , Βριάρεων καὶ Γύγην . Τριτόμηνις : Λυκοῦργος ἐν τῷ περὶ
7831921 Ἀργοναυτας
Φρίξον τελευτῆσαι . Ἐπὶ τοῦτο λέγεται τὸ δέρας καὶ τοὺς Ἀργοναύτας ἀποσταλῆναι μετὰ τοῦ Ἰάσονος . Τὸν δὲ Ἀθάμαντά φασι
ἅπαντα τὸν τοῦ ζῆν χρόνον . μετὰ δὲ ταῦτα τοὺς Ἀργοναύτας ἀπολιπόντας φυλακὰς τῆς νεώς , νυκτὸς ὁρμῆσαι μετὰ τῆς
7707190 Σπαρτους
ἄνδρας τούτουςοὐ γάρ τι ἠδυνάμην ἐς αὐτοὺς παρευρεῖνἕπομαι τῷ μύθῳ Σπαρτοὺς διὰ τὸν τρόπον ὅντινα ἐγένοντο ὀνομασθῆναι . Κάδμου δὲ
τοὺς ὀδόντας φησίν : ὁ δὲ Ἀνδροτίων [ . ] Σπαρτοὺς αὐτούς φησι διὰ τὸ ἀκολουθήσαντας αὐτοὺς ἐκ Φοινίκης Κάδμῳ
7698195 Κοττον
μὲν Κλωθώ , Λάχεσιν , Ἄτροπον , ἄνδρας δὲ Ἑκατόγχειρας Κόττον , Γύγην , Βριάρεων καὶ Κύκλωπας , Βρόντην καὶ
τινι δεσμῷ περιέδησε , Βριάρεων μὲν διὰ τὸ ἰσχυρὸν καὶ Κόττον ὡσαύτως , Γύγην δὲ διὰ τὸ ὑπὸ γῆς εἶναι
7677054 λαους
καὶ ἐπὶ πόλεμον ὁρμῶσα . ὁ δὲ Ἀπίων ἡ τοὺς λαοὺς σώζουσα . λαρόν προσηνές , ἡδύ . εἴρηται δὲ
ἑπτὰ τὸν ἀριθμόν , καὶ [ τοὺς ] ἄλλους ὁμοίως λαοὺς αὐτόχθονας . ἀκολούθως δὲ τούτοις νομισθῆναι τὴν νῆσον ἱερὰν
7660429 Διοσκορους
ὅτι εὐημέρουν τότε οἱ Λάκωνες . ναὶ σιώ : Τοὺς Διοσκόρους λέγει . Λακωνικῶς δὲ φθέγγεται , ὡς αἱ Ἀττικαὶ
παρὰ τὸν ὠκεανὸν κατοικοῦντας Κελτοὺς σεβομένους μάλιστα τῶν θεῶν τοὺς Διοσκόρους : παραδόσιμον γὰρ αὐτοὺς ἔχειν ἐκ παλαιῶν χρόνων τὴν
7630806 Γυγην
εἶναι , ὀνόματα δὲ αὐτῶν Κόττον , Βριάρεων , καὶ Γύγην . . . . : Περὶ Πεισιδίκης . λέγεται
δὲ καιρὸς ἦν μετιέναι τὴν γυναῖκα , ἅρμα ζεύξας καὶ Γύγην ἐπιβιβάσας ἐπ ' αὐτὸ , ἐξέπεμψε παρὰ τὸν πενθερὸν
7603277 Σολυμους
ἐρήμου τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατόν καὶ Χίμαιραν πῦρ πνέοισαν καὶ Σολύμους ἔπεφνεν . διασωπάσομαί οἱ μόρον ἐγώ : τὸν δ
ὀρέων ἴδεν , „ ἴσον τῷ ἀπὸ μεσημβρινῶν τόπων , Σολύμους λέγων οὐ τοὺς ἐν τῇ Πισιδίᾳ , ἀλλ '
7592111 Σατυρους
ἐκβαλεῖν ἐς τὴν νῆσον : ἐς ταύτην οὖν ὑβρίζειν τοὺς Σατύρους οὐ μόνον ᾗ καθέστηκεν , ἀλλὰ καὶ τὸ πᾶν
μητρὸς τὸν λόφον Ἄργιλλον μετωνόμασε : στρατολογήσας δὲ Πᾶνας καὶ Σατύρους , ἰδίοις σκήπτροις Ἰνδοὺς ὑπέταξε : νικήσας δὲ καὶ
7583872 Κενταυρους
, [ εἰς ] οὓς ἐξελαθῆναί φησιν ὑπὸ Πειρίθου τοὺς Κενταύρους ὁ ποιητής : ἐκλελοιπέναι δὲ νῦν ἱστοροῦνται . τὴν
, καὶ τελευτήσαντα τὴν τιμωρίαν ἔχειν αἰώνιον . τοὺς δὲ Κενταύρους τινὲς μέν φασιν ἐν τῷ Πηλίῳ τραφῆναι ὑπὸ Νυμφῶν
7563389 Ἑκατογχειρας
] Ἀκουσίλαος [ ] ? [ ] δείσαντα τοὺς [ Ἑκατόγχειρας ] , μὴ [ περιγένωνται ] , ταρταρῶσαι [
γὰρ πρῶτοι οἷον ἐφάπτονται τῆς πάσης δημιουργίας : διὸ καὶ Ἑκατόγχειρας αὐτοὺς ἡ θεολογία προσαγορεύει : διὰ γὰρ τῶν χειρῶν
7547253 ἀθλους
καρτερίας καὶ ἀνδρείας καὶ ὑπομονῆς ἐπὶ κτήσει τοῦ ἀρίστου διαθλοῦσαν ἄθλους , ἑβδομάδι τὴν ἰσότιμον μονάδα τίκτειν εἰκὸς ἦν :
ἐκ τῆς Ἥρας : ἡ γὰρ Ἥρα ἐπιτάξασα αὐτῷ διαφόρους ἄθλους ἔνδοξον αὐτὸν ἀπετέλεσεν . Ἀλλ ' ἔστιν εἰπεῖν πρὸς
7469407 παρεοντας
τέκνα περιστενάχοντο μολόντας ἐκ πολέμου : πολλοὺς δὲ καὶ οὐ παρεόντας ἀύτευν . Καί ῥ ' οἳ μὲν στυγερῇ βεβολημένοι
ἑνός . ἀξύνετοι ἀκούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι : φάτις αὐτοῖσιν μαρτυρεῖ παρεόντας ἀπεῖναι . χρὴ γὰρ εὖ μάλα πολλῶν ἵστορας φιλοσόφους
7450822 Στεροπην
τούτους δὲ [ αὐτῷ τεκνοῖ Γῆ ] Κύκλωπας , Ἄργην Στερόπην Βρόντην , ὧν ἕκαστος εἶχεν ἕνα ὀφθαλμὸν ἐπὶ τοῦ
, πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ πέμψασα ἔφη μέλλειν Πηλέα γαμεῖν Στερόπην τὴν Ἀκάστου θυγατέρα : καὶ τοῦτο ἐκείνη ἀκούσασα ἀγχόνην
7401992 διδυμους
δὲ Τηλεγόνην . τοὺς δὲ ἐφεξῆς ἐγενεαλόγησεν Ὅμηρος ἐν Ἰλιάδι διδύμους Κρήθωνα καὶ Ὀρτίλοχον εἶναι Διοκλεῖ , Διοκλέα δὲ αὐτὸν
ὦ σκύμνε τερπνὸν ἤτοι φίλτατε τῶν ἀδελφῶν : φασὶ γὰρ διδύμους εἶναι Τρωίλον καὶ Κασάνδραν . ἴυγξ δὲ λέγεται ὁ
7396265 Πανας
καὶ πέος . ἢ Σατυρίσκοις ἐγγύθεν ἢ Πάνεσσι : τοὺς Πᾶνας πλείους φησὶν ὡς καὶ τοὺς Σειληνοὺς καὶ τοὺς Σατύρους
σάθης λέγεται . ἢ Σατυρίσκοις ἐγγύθεν ἢ Πάνεσσι : τοὺς Πᾶνας πλείους φησὶν ὡς καὶ τοὺς Σειληνοὺς καὶ τοὺς Σατύρους
7372979 ἐσπειρεν
εἰς θεοὺς διένειμεν ὁ δημιουργὸς , λέγων ὅτι τὰς μὲν ἔσπειρεν εἰς γῆν , τὰς δὲ εἰς ἥλιον : εἶπε
, τῇ Πελοπίᾳ δὲ ὁ πατὴρ ἐμίχθη καὶ τὸν Αἴγισθον ἔσπειρεν : οὗτος δ ' ἀπέκτεινε μὲν μετὰ τῆς Κλυταιμνήστρας
7359847 ὀρτυγας
ἤτοι κυβευτικὰ ὄργανα , ἢ τραχηπίθου , ἐν ᾧ τοὺς ὄρτυγας καὶ τοὺς ἀλεκτρυόνας ἔβαλλον μάχεσθαι . Ἄπεισιν ἐκ τοῦ
καὶ τοῦ Θαμύρα , βλέποι δ ' αὐτὸν ἀλεκτρυόνας ἢ ὄρτυγας θεραπεύοντα καὶ τρέφοντα καὶ μετὰ τῶν τοιούτων ἀνθρώπων ὡς
7359543 δρακοντας
ἀγχομένοις δὲ χρόνος : τούτους οὖν , φησί , τοὺς δράκοντας στρεβλουμένους καὶ πνιγομένους αἱ ψυχαὶ ἀπέλιπον , καὶ νεκρὸν
γὰρ ἀπόλλυσιν ἄμφω τὰ θηρία . καὶ κέρδος τοῖς ἑλοῦσι δράκοντας ὀφθαλμοί τε γίγνονται καὶ δορὰ καὶ ὀδόντες . εἰσὶ
7357030 Μολιονας
Ἡρακλέα , ὅτι οὐ προσεδέξαντο αὐτὸν , καὶ ἐξένισαν τοὺς Μολίονας . . . . , : Ὅτι ἐν τῷ
τὸν Ἡρακλέα , ὅτι οὐ προσεδέξαντο αὐτὸν καὶ ἐξένισαν τοὺς Μολίονας . Φερεκύδης δέ φησιν οὐ γυναῖκας , ἀλλ '
7322997 Φαιακας
μοι τοὺς Κυζικηνοὺς ἐπιὼν παραπλήσια τοῖς τῆς Ἀθηνᾶς πρὸς τοὺς Φαίακας λέγειν , μέγαν τε ἄγων ἐμὲ καὶ προμνώμενος συνουσίας
σταγόνας , κατὰ τῆς γῆς , ἐξ ὧν γεννηθῆναι τοὺς Φαίακας : οἱ δὲ τοὺς Γίγαντας . καὶ Ἀλκαῖος δὲ
7290805 Βορεαδας
δὲ τῆς πόλεως ταύτης καὶ τοῦ τεμένους ἐπάρχειν τοὺς ὀνομαζομένους Βορεάδας ἀπογόνους ὄντας Βορέου καὶ κατὰ γένος ἀεὶ διαδέχεσθαι τὰς
ἕως τοῦ ἀμφ ' αὐτοῖς : ὅτι Ἡρακλῆς ἀνεῖλε τοὺς Βορεάδας διὰ τὸ κωλῦσαι τὴν ναῦν ὑποστρέψαι πάλιν εἰς τὴν
7267195 ἐκγονους
Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακˈλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε . τὸ δ ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ
καὶ πολίτην ἔγραψαν καὶ τὴν ἐν πρυτανείῳ σίτησιν ἔδοσαν εἰς ἐκγόνους . ἀφθόνως δὲ τοὺς ἐπιτηδείους ἐδίδασκε τὴν τέχνην μετὰ
7240888 χωριζοντας
, νῦν δὲ ἅπαξ ἐπ ' Ἀχιλλέως , πρὸς τοὺς χωρίζοντας : τούτοις γὰρ χρῶνται . τινὲς δὲ Ἀχιλλέα Πηλείωνα
, καὶ οὐ μάχεται . ἡ δὲ ἀναφορὰ πρὸς τοὺς χωρίζοντας : λύεται γὰρ τοιούτοις . τὸ πρόβλημα . τὰ
7233407 Κορυβαντας
ταῖς κεφαλαῖς ἔχοντες , οὐκ οἶδα εἰ Διοσκούρους σφᾶς ἢ Κορύβαντας νομίζουσι : τρεῖς δ ' οὖν εἰσί , τέταρτον
χυτροπωλίοις καὶ λαχανοπωλίοις . Κορύβαντες : Ἔνιοι τοὺς Κούρητας καὶ Κορύβαντας τοὺς αὐτοὺς ὑπειλήφασιν . ἦσαν δὲ Διὸς τροφεῖς οὗτοι
7218344 Ἰχθυας
, ἐν δὲ τῆι ἡμέραι τῶν Βακχαναλίων Δος δύεσθαι τοὺς Ἰχθύας λέγει . . , ἐν ταύτηι τῆι ἡμέραι ὁ
αἱ παραδόσεις ἢ παραλήψεις κριθήσονται , οἷον ἀπὸ Κριοῦ εἰς Ἰχθύας καὶ ἀπὸ Ταύρου εἰς Ὑδροχόον καὶ ἀπὸ Διδύμων εἰς
7217682 ἀπογονους
. καὶ τὴν Πινδάρου δὲ τοῦ ποιητοῦ οἰκίαν καὶ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Πινδάρου λέγουσιν ὅτι διεφύλαξεν Ἀλέξανδρος αἰδοῖ τῇ Πινδάρου
τῶν Σεσογχώσεως χρόνων μέχρις αὐτοῦ μένειν ἄθραυστον καὶ τοὺς ἐκείνων ἀπογόνους τῶν ὑπὸ Σεσογχώσεως κατοικισθέντων . τούτους γὰρ υἱωνοὺς εἴρηκε
7191910 θρεψαντας
: οἱ γὰρ κριοὶ καὶ τὰς φάτνας πλήττουσι καὶ τοὺς θρέψαντας . Κακὰ μὲν θρίπες , κακὰ δ ' ἶπες
φυγάδας θήσομεν : ὡς γὰρ ἀμήτωρ ἀπάτωρ τε γεγὼς τοὺς θρέψαντας Φοίβου ναοὺς θεραπεύω . ἄγ ' , ὦ νεηθαλὲς
7183714 ταυρους
λευκὸν , τοῦ Ὁμήρου εἰπόντος , ὅτι χρὴ θύειν „ ταύρους παμμέλανας ἐνοσίχθονι κυανοχαίτῃ „ . ἀλλὰ βοηθεῖται τὸ ἀργᾶντα
: τοὶ δ ' ἐπὶ θινὶ θαλάσσης ἱερὰ ῥέζον , ταύρους παμμέλανας , ἐνοσίχθονι κυανοχαίτῃ . ἐννέα δ ' ἕδραι
7170655 νυμφιους
σύναγε ] ἥνωσε . θ σύναγε ] συνῆψε . Ξ νυμφίους ] γάμους . νυμφίους ] τὸν Οἰδίποδα καὶ τὴν
ἑνὸς ἐκείνων , παρήγγειλε ταῖς θυγατράσιν αὐτοῦ ἀνελεῖν νυκτὸς τοὺς νυμφίους . καὶ αἱ μὲν ἄλλαι πᾶσαι οὕτως ἐποίησαν ,
7166689 παριοντας
Λιτυέρσας ἦν Μίδου νόθος παῖς , γεωργὸς δὲ ὢν τοὺς παριόντας θερίζειν ἠνάγκαζε καὶ κατὰ τὴν ἑσπέραν συναπέτεμε τοῖς δράγμασιν
τοίνυν τῆς ἐπιούσης ἐπὶ τῆς λεωφόρου ὁ Αἴσωπος καὶ τοὺς παριόντας περισκοπῶν , ὁρᾷ τινα ἐφ ' ἑνὸς τόπου ἱκανὸν
7148226 Σειληνους
ἢ Πάνεσσι : τοὺς Πᾶνας πλείους φησὶν ὡς καὶ τοὺς Σειληνοὺς καὶ τοὺς Σατύρους , ὡς Αἰσχύλος μὲν ἐν Γλαύκῳ
ναῦς ἤδη , Σατύρους δὲ ἀναμὶξ καὶ Ληνὰς ἄγει καὶ Σειληνοὺς ὅσοι . τὸν Γέλωτά τε ἄγει καὶ τὸν Κῶμον
7144559 Τυνδαριδας
πρεπτὸν ἁμὶν κλέωἁ τὸν Ἀμύκλαις σιὸν καὶ Χαλκίοικον ἄνασσαν , Τυνδαρίδας τ ' ἀγασώς , τοὶ δὴ πὰρ Εὐρώταν ψιάδδοντι
παῖδες : δοκεῖ γὰρ ὁ Ζεὺς εἰς φιλονεικίαν ἐμβαλεῖν τοὺς Τυνδαρίδας καὶ Ἀφαρητιάδας , ὅτε ὁ Ἀλέξανδρος ἐξενίζετο παρὰ τοῖς
7143987 λελυπηκοτας
πρᾷος καὶ αὐτὸς εἶναι βουλόμενος . ὃς οὐδένα πώποτε λυπήσας λελυπηκότας ἤνεγκε , σεσωσμένος δὲ ὑφ ' ὑμῶν τὰ δίκαια
Εἰ μὲν γὰρ ἐκ τοῦ φανεροῦ καὶ βιαζόμενος ἠμύνατο τοὺς λελυπηκότας , ἄριστ ' ἂν ὁ πόλεμος συνηγωνίζετο : νῦν
7132771 Κιρραιους
: ἡ ὑπόθεσις τῶν Πυθίων . Εὐρύλοχος ὁ Θεσσαλὸς καταπολεμήσας Κιρραίους ἀνεκτήσατο τὸν ἀγῶνα τοῦ θεοῦ : οἱ δὲ Κιρραῖοι
Πυθικὸν ἀγῶνα διέθηκεν Εὐρύλοχος ὁ Θεσσαλὸς σὺν τοῖς Ἀμφικτύοσι τοὺς Κιρραίους καταπολεμήσας ὠμούς τινας ὄντας καὶ βιαζομένους τοὺς περιοίκους ,
7130631 ἠϊθεους
τὸν Μινώταυρον , καὶ ἀπέπλευσε τὴν Ἀριάδνην ἀναλαβὼν καὶ τοὺς ἠϊθέους . Φερεκύδης δὲ καὶ τὰ ἐδάφη τῶν Κρητικῶν νεῶν
γρ . ἰέναι . ἑκατόν . γρ . ἕκαστον . ἠϊθέους . παῖδας πάντῃ γάμων ἀπειράτους . σκευήν . .
7119170 ποιμενας
γὰρ μὴ διδαχθέντας αὐλεῖν τε καὶ συρίζειν , ὡς τοὺς ποιμένας . ὅτι οἱ Φοίνικες , ὥς φησι Ξενοφῶν ,
ἐκλαβεῖν τὸ οἷοι : ὁποῖοι ἀγαθοὶ ἔρωτες . πιθανῶς δὲ ποιμένας δώρων Ἀφροδίτης τοὺς ἔρωτάς φησιν : ὡς γὰρ ὁ
7117550 ὀνομαζομενους
τί εἰσιν ὀρνίθων , οὐκ ᾠδικόν . ἀετοὺς μὲν οὖν ὀνομαζομένους κυκνίας μάλιστα ἐοικότας κύκνῳ λευκότητα οἶδα ἐν Σιπύλῳ θεασάμενος
λεγομένους Τρωγλοδύτας καὶ τοὺς ὑπὸ Ἡσιόδου ἐν γ Καταλόγωι Κατουδαίους ὀνομαζομένους . [ Ἀντιφῶν ἐν τῶι Περὶ ὁμονοίας ] .
7111615 εἰσελθοντας
περὶ ἐκεῖνον , ἀλλ ' ὡς χρὴ ὅλην τὴν πόλιν εἰσελθόντας θεάσασθαι , καταδύντες εἰς ἅπασαν καὶ ἰδόντες , οὕτω
εἴρξομεν λούσασθαι , ἀλλ ' ἐπιτρέψομεν αὐτοὺς ἐν τῷ βαλανείῳ εἰσελθόντας ἐνδιατρίψασθαι τῷ ἀέρι , δυναμένῳ καὶ διαφορεῖν , καὶ
7108668 νεοττους
αὐτός φησι , καὶ ὑπὲρ τοῦ μὴ κακοσίτους εἶναι τοὺς νεοττοὺς πρώτην τροφὴν διδόναι τοῖς βρέφεσι τοὺς γειναμένους ἁλμυρίδα γῆν
: οὕτω τοι στεγανόν ἐστιν . ἐνταῦθά τοι καὶ τοὺς νεοττοὺς τρέφει κατὰ τῶν κυμάτων ἡ ἁλκυὼν φερομένη , ὥς
7105297 Ἑρμας
κοινὸν ἐρώμενον αὐτὸν λέγεσθαι τῆς Ἑλλάδος , ἐκ τοῦ τοὺς Ἑρμᾶς Ἀθήνησι κατ ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν αὐτοῦ γράφεσθαι ,
ἤδη δεδοκιμασμένον , ἐὰν ἐπιθυμήσῃ πονηρὸν ἔργον , καὶ μάλιστα Ἑρμᾶς ὁ ἐγκρατής , ὁ ἀπεχόμενος πάσης ἐπιθυμίας πονηρᾶς καὶ
7101062 δεσμους
εὖ εἰδότας , ὅτι εἰ κατὰ τῶν αὐτῶν χωρίων τοὺς δεσμοὺς ἐπιβάλλομεν , ὅθεν ἡ κένωσις γίνεται , οὔτε οὐδὲν
τούτων κοιμωμένων ] τῷ παρακειμένῳ πυρὶ προσεκύλισεν ἑαυτὸν καὶ τοὺς δεσμοὺς κατακαύσας τοὺς μὲν φύλακας ἀνεῖλε , κρύφα δὲ ἐς
7099662 ἀροτηρας
βόας τε ὑπ ' ἀρότρῳ ζεῦξαι Διόνυσον πρῶτον , καὶ ἀροτῆρας ἀντὶ νομάδων ποιῆσαι Ἰνδῶν τοὺς πολλοὺς καὶ ὁπλίσαι ὅπλοισι
καὶ ἔθνος , τούτων τὸν σῖτον ἕξομεν : ἐπ ' ἀροτῆρας δὲ καὶ οὐ νομάδας στρατευόμεθα ἄνδρας . Λέγει Ἀρτάβανος
7097750 ἡμιθεους
λύττα καὶ παράφορος καὶ παράκοπος μανία , ὥστε καὶ τοὺς ἡμιθέους ὑπερβὰς ἐπανῄει καὶ ἐπαπε - δύετο τοῖς τῶν μειζόνων
γενέσεως , ἀθανάτων καὶ θνητῶν ἀνακραθέντων σπερμάτων , ἐπιλαχόντας , ἡμιθέους εἰκότως προσαγορευθέντας , τοῦ θνητοῦ μίγματος ὑπὸ τῆς ἀφθάρτου
7097136 τετριγωτας
τῷ ποιητῇ ἀκρόπολιν πόλιν ἄκρην . πεποιημένον , ὡς τὸ τετριγῶτας καὶ κελαρύζει , καὶ λάψοντες γλώσσῃσι . Περίφρασίς ἐστι
ἔστω . . ἔνθ ' ὅ γε τοὺς ἐλεεινὰ κατήσθιε τετριγῶτας : ὅτι Ζηνόδοτος γράφει τιτίζοντας . εὐτελὴς δὲ ἡ
7095646 ἐλασαντας
ἐπουρανίοισι θεοῖς αἰειγενέτῃσι κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον ἐν μεγάροισιν ἐκ Τροίης ἐλάσαντας ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς . Ὣς εἰπὼν πυλέων ἐξέσσυτο φαίδιμος Ἕκτωρ
ἔθεον δὲ καὶ ἵπποι καὶ ἔδει αὐτοὺς κατὰ τοῦ πρανοῦς ἐλάσαντας ἐν τῇ θαλάττῃ ἀποστρέψαντας πάλιν πρὸς τὸν βωμὸν ἄγειν
7091368 κατεταρταρωσεν
καὶ τῶν ὁμοίων . τὸν γὰρ Τυφῶνα ὁ Ζεὺς κεραυνώσας κατεταρτάρωσεν ἀντιστάντα αὐτῷ . τοιαύτη ] κατ ' εἰρωνείαν .
Ὁ δὲ Ζεὺς ἐπιφανεὶς τὸν μὲν πατέρα δήσας πλεκτῷ ἐρίῳ κατεταρτάρωσεν : τὸ δὲ ὄρος εἰς τιμὴν τοῦ ποιμένος Καύκασον
7077434 Ἡρακλειδας
ἄσμενοι ταῖς ὀπώραις ἐχρήσαντο . Κύψελος ἀπαντήσας ἐπὶ ξένια τοὺς Ἡρακλείδας ἐκάλει : τῶν δὲ μνήμῃ τοῦ μαντείου τὴν τιμὴν
τῶν κρειττόνων τις ἐπῄνεσε . τί οὖν οὐ καὶ τοὺς Ἡρακλείδας , ὦ βέλτιστε , ᾐτιάσω , διότι οὐ κατὰ
7071504 ἐπιδεδωκοτας
ὑπὸ σητός : ἐκέλευσεν ὁ ἄγγελος τοὺς τὰς τοιαύτας ῥάβδους ἐπιδεδωκότας χωρὶς ἱστάνεσθαι . ἕτεροι δὲ ἐπεδίδουν ξηράς , ἀλλ
ἄλλους δὲ ἀπέλυσεν εἰς τὸν πύργον , τοὺς τὰς ῥάβδους ἐπιδεδωκότας τὰς παραφυάδας ἐχούσας , καρπὸν δὲ μὴ ἐχούσας ,
7059461 Κουρητας
δυναστεύοντα τῆς προειρημένης νήσου , δέκα παῖδας γεννῆσαι τοὺς ὀνομασθέντας Κούρητας : προσαγορεῦσαι δὲ καὶ τὴν νῆσον ἀπὸ τῆς γυναικὸς
, ἀλλ ' οἱ μὲν εἶναι Διοσκούρους , οἱ δὲ Κούρητας , οἱ δὲ πλέον τι ἐπίστασθαι νομίζοντες Καβείρους λέγουσι
7054863 Σχοινεα
ποταμὸς Σχοινεύς καλεῖται ἤτοι παρὰ τοὺς σχοίνους ἢ παρὰ τὸν Σχοινέα τὸν τῆς Ἀταλάντης πατέρα „ . ὁ πολίτης μέντοι
παιδός : αὐτὸν δὲ τὸν Ἄνθον καὶ τὸν Ἐρῳδιὸν καὶ Σχοινέα καὶ Ἀκανθυλλίδα [ ] γενομένους ὄρνιθας τῷ αὐτῷ ἐποίησαν
7050882 ἀνεμους
μέλας . . τυφὼς γὰρ ἐκβαίνει : τοὺς δὲ καταιγιδώδεις ἀνέμους τυφὼς καλοῦσι . τούτῳ ἐνόμιζον μέλανα ἄρνα σφάζειν ,
καὶ οἱ ἐτησίαι πνέουσιν ἄνεμοι : τούτους γάρ φησι τοὺς ἀνέμους μάλιστα τὰ νέφη φέρειν πρὸς τὴν Αἰθιοπίαν : ὧν
7045132 Λαιστρυγονας
Καλυψὼ , Μινώταυρον , Σκύλλαν , Χίμαιραν , Πήγασον , Λαιστρυγόνας , Κέρβερον , Γλαῦκον θαλάττιον , Ἄτλαντα , Πρωτέα
νήσων καὶ τῶν περὶ τὴν Αἴτνην καὶ Λεοντίνην Κύκλωπας καὶ Λαιστρυγόνας ἀξένους τινάς : διὸ καὶ τὰ περὶ τὸν πορθμὸν
7039634 ἀνδροφονους
τείχεσι , κἂν μήπω συμπλέκωνται , κρίνομεν , οὕτως καὶ ἀνδροφόνους χρὴ νομίζειν οὐ τοὺς κτείναντας αὐτὸ μόνον ἀλλὰ καὶ
οἱ γλωσσογράφοι ἀξιοῦσιν , ἀγαθόν . . χεῖρας ἐπ ' ἀνδροφόνους θέμενος στήθεσσιν ἑταίρου : ἡ διπλῆ πρὸς τὸ ἀμφίβολον
7037135 στρουθους
τοῦ Διὸς ἑωρακότες τὸν δράκοντα τὸν σὺν τῇ μητρὶ τοὺς στρουθοὺς φαγόντα ὅρκους ἀλλήλοις δόντες πλεύσουσιν ἐπὶ τὴν Τροίαν .
] τὸ δένδρον ὡς ὑποδεξόμενος τοὺς στρουθούς . Σχολαστικὸς ἰδὼν στρουθοὺς ἐπὶ δένδρου , λάθρα ὑπεισελθών , ὑφαπλώσας τὸν κόλπον
7036320 ψυκτηρας
' Ὀλυμπίχου δὲ θηρικλείους ἔλαβεν ἕξ , εἶτα τοὺς δύο ψυκτῆρας . τί τοῦτο ; ποδαπὸς οὗτος ; χελιδόνειος ὁ
θαυμάσας ἠπείλησε τῷ καταθύσαντι ταῶν ἀπειλὰς βαρυτάτας . Ἐς τοὺς ψυκτῆρας ὅταν οἱ μύες ἐμπέσωσιν , ἀνανεῦσαι καὶ ἀνελθεῖν οὐ
7028398 οὐρανους
τε καὶ φθορᾶς , ἐξ οὗ δή φησι τούς τε οὐρανοὺς ἀποκεκρίσθαι καὶ καθόλου τοὺς ἅπαντας ἀπείρους ὄντας κόσμους .
ἐκκλησίαν αὐτοῦ , ἣν καὶ ηὐλόγησεν , ἰδοὺ μεθιστάνει τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὰ ὄρη καὶ τοὺς βουνοὺς καὶ τὰς θαλάσσας
7019040 γιγαντας
πρὸς ἀσφάλειαν ὧν ἑαυτοῖς συνεγνώκασιν . Οὕτω φασὶ καὶ τοὺς γίγαντας οἱ ποιηταὶ τῷ μὲν Ἄρει καὶ τῇ Ἐνυοῖ καὶ
ἐν σοί , ὦ ἡράκλεις , ὃς ἐδάμασας εὐτυχῶς τοὺς γίγαντας , ἐθέλοι ἂν ὁ σωγένης οἰκεῖν τὴν ζαθέαν ἀγυιὰν
7012214 σταχυας
“ φυσικοῦ τινος ἔργου σημαντικόν : ἢ καὶ τὸ τοὺς στάχυας θερισθῆναι δύσφημον . ” Ὄμφαξ , σταφυλή , σταφίς
δ ' ὅτε λήιον αὖον ἐπιβρίσασα χάλαζα τυτθὰ διατμήξῃ , στάχυας δ ' ἀπὸ πάντας ἀμέρσῃ ῥιπῇ ὑπ ' ἀργαλέῃ
7012053 κατετροπωσατο
τῶν Περσῶν βασιλεύς , ὁ τοῦ Καμβύσου πατήρ , πολεμήσας κατετροπώσατο καὶ ὑποχειρίους ἑαυτῷ πεποίηκεν . ἁβροδίαιτοι δὲ οὗτοι καὶ
τῶν Περσῶν βασιλεὺς , ὁ τοῦ Καμβύσου υἱὸς , πολεμήσας κατετροπώσατο καὶ ὑποχειρίους ἑαυτῷ πεποίηκεν . ἁβροδίαιτοι δὲ οὗτοι :
6997678 ἡμερινους
νυκτὸς τὴν Σελήνην χρὴ προσβλέπειν . Βέλτιον μὲν οὖν τοὺς ἡμερινοὺς ἐν ἰδίοις τριγώνοις ἐπικέντρους ἢ ἐν χρηματιστικοῖς τόποις εὑρίσκεσθαι
νυκτερινῆς οὔσης τῆς γενέσεως ἡμέρας ἡ ἀποκατάστασις εὑρεθῇ , τοὺς ἡμερινοὺς οἰκοδεσπότας συγκρινοῦμεν καὶ τὸν κύριον τοῦ ὁρίου καὶ τοῦ
6990353 τραγῳδους
τἀρχαῖ ' ἐκεῖν ' οἷς Θέσπις ἠγωνίζετο : καὶ τοὺς τραγῳδούς φησιν ἀποδείξειν κρόνους τοὺς νῦν διορχησάμενος ὀλίγον ὕστερον .
μνημονικώτατον γὰρ τὸ ζῷον ἡ κάμηλος ⋮ Δότε μοι τοὺς τραγῳδούς , πρὸς τοῦ πατρῴου Διός , καὶ πρό γε
6980504 πωλους
ὑπὸ ἱππείας πολλῆς περιληφθῶσιν , οὐ βούλονται φεύγειν καταλιπόντες τοὺς πώλους , ἀλλὰ μάχονται καὶ κέρατι καὶ λακτίσμασι καὶ δήγμασι
. φησί που Εὔβουλος : τὰς φειδωλοὺς κερμάτων παλευτρίας , πώλους Κύπριδος ἐξησκημένας γυμνὰς ἐφεξῆς ἐπικαίρους τεταμένας ἐν λεπτοπήνοις ὕμεσιν
6964115 ἐκεραυνωσε
μὲν Πολυδεύκης τὸν Λυγκέα ἀνεῖλεν , Ἴδαν δὲ ὁ Ζεὺς ἐκεραύνωσε πρότερον τοῦ Ἴδα στήλην ἐκ τοῦ τάφου τοῦ πατρὸς
μὲν Πολυδεύκης τὸν Λυγκέα ἀνεῖλεν , Ἴδαν δὲ ὁ Ζεὺς ἐκεραύνωσε πρότερον τοῦ Ἴδα ἐκ τοῦ τάφου τοῦ αὐτοῦ πατρὸς
6964112 Ἱππεας
' ἐπίβαλλε : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας δεομένων ῥᾳστώνης . Ἱππέας εἰς πεδίον : φανερόν . Ἱερὰ ἄγκυρα : δήλη
. Κλέωνα δὲ τὸν βυρσοδέψην , εἰς ὃν γέγραφε τοὺς Ἱππέας . Ὑπέρβολον δὲ , εἰς ὃν καὶ Εὔπολις ἔγραψε
6958880 Ἀτρειδας
: φημὶ δ ' οὔ σε μανθάνειν . Ἐγὼ οὐκ Ἀτρείδας ἐκβαλόντας οἶδά με ; Ἀλλ ' ἐκβαλόντες εἰ πάλιν
δυσμενής : οὗτος δέ μοι φίλος μέγιστος , οὕνεκ ' Ἀτρείδας στυγεῖ . Δεῖ δή ς ' , ἔμοιγ '
6957028 συντριψω
τοῦ πότου παύσειε , τοῦ λίαν πότου ; ἐγᾦδα . συντρίψω γὰρ αὐτοῦ τοὺς χόας , καὶ τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω
φαῦλον ὑποκριτὴν ἴσως τῶν τοιούτων καὶ τηλικούτων , μὴ καὶ συντρίψω που πεσὼν τὸν ἥρωα ὃν ὑποκρίνομαι . Φαίη τοιγαροῦν
6951762 νυκτερινους
Συμβόλος : ἡ τοὺς σύας βόσκουσα . Νυκτερίους : τοὺς νυκτερινούς . νυχίην : νυκτερινήν . ἐπίκλοπον : κρυφίαν .
φυλακτήριον ἐκ πάντων ζῴων ἰοβόλων . ἀποστρέφει δὲ καὶ ἰνδαλμοὺς νυκτερινούς . ποιεῖ δὲ καὶ ἐπὶ λιθιώντων . βασκανίαν δὲ
6949924 Τηλεβοας
Μέντῃ τετάχθαι φησὶ λῃστὰς καλῶν αὐτούς , καθάπερ καὶ τοὺς Τηλεβόας ἅπαντάς φασι . τὰ μὲν περὶ τὰς νήσους τὰς
αὐτοῖς οἱ Ἠλεκτρυωνίδαι ἀνῃρέθησαν ὑπ ' αὐτῶν , Πτερέλα παῖδες Τηλεβόας καὶ Τάφος : ἀφ ' ὧν ἡ νῆσος .
6947436 κουρους
ἀποδρόμους διὰ τὸ μὴ τῶν κοινῶν δρόμων μετέχειν . Ἀχαιοὶ κούρους , † δάκες † ἀγούρους . διαβόητος ἐπ '
ἐν πέμπτῳ μελῶν περὶ Μολιονιδῶν φησι : Τούς τε λευκίππους κούρους τέκνα Μολιόνας κτάνον ἅλικας , ἰσοκεφάλους , ἑνιγυίους .
6943874 μυας
Ἀπόλλωνος : τούτῳ ὀργισθεὶς ὁ θεὸς ἔπεμψεν αὐτοῦ τοῖς ἀγροῖς μύας , οἵτινες τοὺς καρποὺς ἐλυμαίνοντο . Βουληθεὶς δέ ποτε
δὲ ἐν τῇ Θηβαΐδι χαλάζης πεσούσης ἐπὶ τῆς γῆς ὁρᾶσθαι μύας , ὧν τὸ μὲν πηλός ἐστιν ἔτι , τὸ
6940190 φρατορας
' ἀρχῆς ἔχοντες κοινὰ ἱερά . οἱ δὲ ὁμογάλακτας , φράτορας , συγγενεῖς τοὺς γεννήτας . ΦΑΙΔΩΝ . Εἴ με
πελαγοδρομούντων διὰ τὰς τῶν ἀστέρων σημειώσεις . Οὐδ ' ἑπτέτης φράτορας ἔφυσας : ἐπὶ τῶν ἀνοήτων ἢ ἀνάρθρων . Οὐκ
6922908 Διδυμους
εἰσί τινες , πρόσεχε τὴν Σελήνην : πρὸς τὸν Κριὸν Διδύμους τε Καρκίνον καὶ τὸν θῆρα , ὃν λέγουσι τὸν
ἐκείνων γαμοῦσι . τοῦ δὲ Νειλέως ὁ τάφος ἰόντων ἐς Διδύμους ἐστὶν οὐ πόρρω τῶν πυλῶν ἐν ἀριστερᾷ τῆς ὁδοῦ
6917403 Ἀργον
ταύτης Ζεὺς ἠράσθη : Ἥρα δὲ ζηλοτυποῦσα φύλακα αὐτῇ κατέστησεν Ἄργον τὸν πολυόμματον κύνα . τοῦτον Ἑρμῆς κατὰ πρόσταγμα Διὸς
Ἀνδρομάχης γενέσθαι τοὺς προειρημένους , ἐκ δὲ Λεωνάσσης τῆς Κλεωδαίου Ἄργον , Πέργαμον , Πάνδαρον , Δωριέα , Ἔραον ,
6915892 κατεχομενους
καὶ δίδωσι τῇ γῇ . τοὺς δὲ βίᾳ ὑπό τινος κατεχομένους ἀπαλλάσσει : καὶ γὰρ τὸ περιεχόμενον τοῦ περιέχοντος ἀπαλλάσσει
αὐτοῖς τὰ πάθη ἤ τινας ἑτέρους ὑπ ' αὐτῶν θεάσαιντο κατεχομένους , διὰ τῶν ἐν αὐλοῖς τε καὶ κιθάραις ῥυθμῶν
6913885 Ζηθον
πλησίον τοῦ Ἰσμηνοῦ ἀπὸ Δίρκης ὀνομασθεῖσα . οἱ γὰρ περὶ Ζῆθον καὶ Ἀμφίονα ἐκτεθέντες ὑπὸ τῆς μητρὸς Ἀντιόπης καὶ τραφέντες
λοπαδίων ἅθρους τεμαχίτας , ὥστ ' ἐνεῖναι μηδὲ ἕν . Ζῆθον μὲν ἐλθόνθ ' ἁγνὸν ἐς Θήβης πέδον οἰκεῖν κελεύει
6898398 κατησθιε
: ἥτις αἰνίγματα ἔλεγε καὶ τὸν μὴ ἰσχύοντα λῦσαι αὐτὰ κατήσθιε . προέκειτο δὲ τότε παρὰ τῶν Θηβαίων τῷ εὑρόντι
οἷον ἡ ὀλολυγὴ καὶ ὁ μυκηθμός , καὶ τοὺς ἐλεεινὰ κατήσθιε τετριγῶτας . Μετωνυμία ἐστὶ μέρος λόγου ἐφ ' ἑτέρου
6894393 φαγοντας
ὁ κύαμος δεκαδακτύλους τὸ μῆκος πλήρεις μέλιτος , τοὺς δὲ φαγόντας οὐ ῥᾳδίως σώζεσθαι . ἅπαντας δ ' ὑπερβέβληνται περὶ
τῷ περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων βαρύοσμον , ἀφ ' οὗ τοὺς φαγόντας ὑγιαίνοντας μὲν ἐξίστασθαι , τοὺς δ ' ἐπιλήπτους εὐθέως
6886024 ἐγχωριους
δρῦν καὶ δάφνην πολλὴν καὶ μυρρίνους . λέγειν δὲ τοὺς ἐγχωρίους ὡς ἐνταῦθα ἡ Κίρκη κατῴκει καὶ δεικνύναι τὸν τοῦ
τῆς πόλεως ἐπὶ Δωριεῖς ἐστράτευσαν , καὶ μάχῃ νικήσαντες τοὺς ἐγχωρίους ἐκείνους μὲν ἐξέβαλον ἐκ τῶν πατρίδων , αὐτοὶ δ
6879251 Ὠλην
καὶ ἀριθμὸν ἐποίησεν οὐδένα ἐπ ' αὐτοῖς : Λύκιος δὲ Ὠλὴν ἀρχαιότερος τὴν ἡλικίαν , Δηλίοις ὕμνους καὶ ἄλλους ποιήσας
τελευτήσας τὰς δὲ τοὺς Τρεμιλέας Λυκίους Βελλεροφόντης μετωνόμασε . : Ὠλὴν , Δυμαῖος ἢ Ὑπερβόρειος ἢ Λύκιος , ἐποποιός :
6870809 ἀνεψιους
σοῦ τε καὶ τῶν προγόνων . τὸ δὲ πρὸς τοὺς ἀνεψιοὺς συγγενὲς οὐχ ἡμεῖς πρότεροι λύσομεν , ἀλλ ' ὡς
τῷ Ἁγνίου πατρί , καὶ ἀκούειν τοῦ πατρὸς τοῦ ἑαυτοῦ ἀνεψιοὺς εἶναι ἐκ πατραδέλφων Πολέμωνι Φίλαγρόν τε τὸν Εὐβουλίδου πατέρα
6861488 υἱους
εἰς τὴν Αἴγυπτον ἀποδημοῦντας , καὶ φιλέλλην ὢν διαφερόντως τοὺς υἱοὺς τὴν Ἑλληνικὴν ἐδίδαξε παιδείαν : καθόλου δὲ πρῶτος τῶν
κατοικεῖ ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ αὐτῆς . Διὰ τοῦτο ζηλώσατε τοὺς υἱοὺς Λευί , καὶ ζητήσατε ὑψωθῆναι ὑπὲρ αὐτούς , ἀλλ
6854476 μαιωτας
, ὧν μνημονεύει Ἄρχιππος ἐν Ἰχθύσι διὰ τούτων : τοὺς μαιώτας καὶ σαπέρδας καὶ γλάνιδας . εἰσὶ δὲ πολλοὶ περὶ
καὶ τοὺς λάβρακας ἐντερεύων , ὡς λέγουσιν ἡμῖν . τοὺς μαιώτας καὶ σαπέρδας καὶ γλάνιδας ἀποδοῦναι δ ' ὅσα ἔχομεν
6853739 Ὀλυμπιονικας
τῇ καλλιπλοκάμῳ τιμῶν τὴν ἔνδοξον Ἀκράγαντα διὰ τοῦ ἀνεγεῖραι ὕμνον Ὀλυμπιονίκας ὑμνοῦντα , ἄωτον λέγω , ἤγουν κόσμον ἐξαίρετον τῶν
πω τοιαῦτα συμβῆναι ὥστε καὶ τὸν πατέρα καὶ τοὺς υἱοὺς Ὀλυμπιονίκας γενέσθαι . ἡ θυγάτηρ δὲ τούτου ἦλθεν εἰς τὰ
6848113 δεσμωτας
εὐπετεστέρως κατάσχῃ τὰ ἐν τῇ Σάμῳ πρήγματα , κατακτείνει τοὺς δεσμώτας πάντας : οὐ γὰρ δή , ὡς οἴκασι ,
συνεχώρησεν ἡ πόλις περιφράξαι καὶ περίβολον ἐγεῖραι . λύσας τοὺς δεσμώτας , τοῖς λίθοις καὶ τοῖς πελέκεσι καὶ ταῖς ἀξίναις
6846271 Μινυαν
φησὶ δὲ τῶν Ἀργοναυτῶν , ὅτι οἱ πλείους αὐτῶν εἰς Μινύαν τὸν Πο - σειδῶνος καὶ Τριτογενείας τῆς Αἰόλου τὸ
ἱστορία παρὰ Φερεκύδῃ . . . . , : Τὸν Μινύαν οἱ μὲν Ὀρχομενοῦ γενεαλογοῦσιν , ὡς Φερεκύδης , ἔνιοι
6840320 Ἐπειους
κατελθεῖν δὲ ἀθροίσαντα στρατιὰν ἐκ τῆς Αἰτωλίας ἐπὶ τοὺς κατέχοντας Ἐπειοὺς τὴν Ἦλιν : ἀπαντησάντων δὲ τῶν Ἐπειῶν μεθ '
τῷ τόπῳ τοὔνομα , καὶ τὸν βωμὸν τῷ Κρόνῳ τοὺς Ἐπειοὺς ἱδρύσασθαι μεθ ' Ἡρακλέους , ὃς ἔτι καὶ νῦν
6838003 Ἀμφιονα
τοῦ Ἀμφίονος ἔστιν ἔπη ποιήσεως Μινυάδος , ἔχει δὲ ἐς Ἀμφίονα κοινῶς καὶ ἐς τὸν Θρᾷκα Θάμυριν . ὡς δὲ
Κώπαις Εὔτρησιν τίθησι κωμίον Θεσπιέων : ἐνταῦθά φασι Ζῆθον καὶ Ἀμφίονα οἰκῆσαι πρὶν βασιλεῦσαι Θηβῶν . ἡ δὲ Θίσβη Θίσβαι
6837085 κατηρχετο
δόρυ σημεῖον ἔρριπτεν , ἔχθρας ἀρχὴν σημαῖνον . ἔπειτα δὲ κατήρχετο πολέμου πρὸς τὸ ἔθνος . τοῦτό φησι Διόδωρος ,
ἐπήγνυον τοὺς μεγάλους ὄνυχας , ἡ ψυχὴ δ ' ἐκείνου κατήρχετο εἰς ᾅδου τὸν ψυχεινὸν καὶ ψυχρὸν τάρταρον . Αἱ
6825238 οἰωνους
. αὐτὸς δὲ οὐκέτι κατὰ τὸ εἰκὸς ἐπὶ κληδόνας καὶ οἰωνοὺς ἵετο πολλὰ τὴν αὑτοῦ τέχνην κακίσας ὡς χρόνῳ καθάπερ
ὦ παῖ , τὰ μέγιστα : παρὰ γὰρ ἱερὰ καὶ οἰωνοὺς μήτε σαυτῷ μηδέποτε μήτε στρατιᾷ κινδυνεύσῃς , κατανοῶν ὡς
6824080 τριακονθημερους
ἄγονται σλε ἐν τοῖς ιθ ἔτεσιν , ὑπεστήσαντο τούτοις ἅπαντας τριακονθημέρους : καὶ συνάγονται ἡμέραι ͵ζν . Ἔδει δὲ λέγεσθαι
ἡμέρας οὐκ ἄγουσι κατὰ σελήνην ἀλλὰ κατὰ τὸν ἥλιον , τριακονθημέρους μὲν τιθέμενοι τοὺς μῆνας , πέντε δ ' ἡμέρας
6823105 εὐνουχους
καθεύδοντι . . , πάντας μὲν ἀνθρώπους ἐξίστησιν ἔρως , εὐνούχους δὲ ποιεῖ φονικωτέρους ὥσπερ οἶνος Σκύθας : φονᾷ γὰρ
ἀπουλωτικὴ πρὸς τοὺς ἁπαλόχρωτας καὶ γυναῖκας , ἔτι δὲ καὶ εὐνούχους καὶ παιδία : καλὴ δὲ καὶ ἐπὶ τῶν αὐτομάτων
6821772 Δακτυλους
' ἱστοροῦσιν , ὧν ἐστι καὶ Ἔφορος , τοὺς Ἰδαίους Δακτύλους γενέσθαι μὲν κατὰ τὴν Ἴδην τὴν ἐν Φρυγίᾳ ,
συνῆλθε τῇ προειρημένῃ καὶ ἐγέννησεν ἐξ αὐτῆς τοὺς εἰρημένους Ἰδαίους Δακτύλους . Γενομένης δ ' αὐτῆς ἄφρονος ἐν τῷ τῆς
6807594 Ἰδαιους
πράγμασιν ἀπειρηκώς : φησὶ γὰρ αἴρειν τοὺς δακτύλους : τοὺς Ἰδαίους κἀμὲ νομίζετε καὶ εἴ τινές εἰσιν ἕτεροι . καὶ
δὲ πρὸς τὰ θερμὰ ταῦθ ' ὑπερβολῇ τοὺς δακτύλους δήπουθεν Ἰδαίους ἔχω καὶ τὸν λάρυγγ ' ἥδιστα πυριῶ τεμαχίοις .

Back