τῶν χώρων . εἰ δ ' Ἀφροδίτη σχήματα τοῖς ἀστράσιν προσβλέπει , ἐν βασιλείᾳ . πέφυκεν , ἀλλὰ λάγνος ,
πρόσωθεν ] πόρρωθεν . εὐμενῶς ] ἡμέρως . προσδέρκεται ] προσβλέπει . ἑκὼν γὰρ ] ἤγουν οὐδεὶς ἑκὼν ποτὲ δοῦλος
6128006 ἀνυμεναιος
θύγατερ , ἡμεῖς δ ' ἐν φάει δουλεύσομεν . ἄνυμφος ἀνυμέναιος ὧν μ ' ἐχρῆν τυχεῖν . ἡμεῖς δὲ πεντήκοντά
ὁ δ ' ἐπίκουρος ἰσοτέλεστος , Ἄϊδος ὅτε Μοῖρ ' ἀνυμέναιος ἄλυρος ἄχορος ἀναπέφηνε , θάνατος ἐς τελευτάν . Μὴ
6102787 βατη
. ὢ πᾶσαν μὲν γῆν καὶ θάλατταν , ὅση μὲν βατή , τροπαίων , ὅση δὲ ἄβατος , δόξης καὶ
γλυκύτατα ἰάματα . τοῦ αὐτοῦ . ἀνδρὶ σοφῶι πᾶσα γῆ βατή : ψυχῆς γὰρ ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος .
6098565 καθυπερτερῃ
τοὺς χρόνους ἢ τὸν ἐπιμερισμὸν ἔχουσιν ἀγαθοποιὸς ἐναντίος πίπτῃ ἢ καθυπερτερῇ ἢ συμπαρῶσιν ἐν τοῖς ὑπογείοις καὶ ἀποδημητικὸς ἐνιαυτὸς ἐμπέσῃ
κακοποιῶν κατοπτευθεῖσα μητρὸς προτελευτὴν ἐσήμανεν . Ἄλλως . Ἐπὰν Ἥλιος καθυπερτερῇ Σελήνην , μήτηρ προτελευτᾷ : ἐὰν δὲ Σελήνη Ἥλιον
6056827 Ἀνταρης
καλούμενος Αἲξ ἑσπέριος δύνει . ὡρῶν ιε : ὁ καλούμενος Ἀντάρης ἑῷος δύνει . Καίσαρι ἐπισημασία , ὑετία . καʹ
. καʹ . ὡρῶν ιε ∠ ʹ : ὁ καλούμενος Ἀντάρης ἑῷος δύνει . Καίσαρι ἐπισημαίνει . κβʹ . Αἰγυπτίοις
6038973 προσδερκεται
τήνδ ' ἐσκόμιζε : τὸν κρατοῦντα μαλθακῶς θεὸς πρόσωθεν εὐμενῶς προσδέρκεται . ἑκὼν γὰρ οὐδεὶς δουλίῳ χρῆται ζυγῷ . αὕτη
ὄμμ ' ἐκτημέναι , μονόδοντες , ἃς οὔθ ' ἥλιος προσδέρκεται ἀκτῖσιν οὔθ ' ἡ νύκτερος μήνη ποτέ . πέλας
5980589 Στεροπη
καλέονται Ἀλκυόνη Μερόπη τε Κελαινώ τ ' Ἠλέκτρη τε καὶ Στερόπη καὶ Τηυγέτη τε καὶ ποτνία Μαῖα . καὶ Κελαινοῦς
ὀφθαλμοῖσιν Ἁλκυόνη Μερόπη τε Κελαινώ τ ' Ἠλέκτρη τε καὶ Στερόπη καὶ Τηϋγέτη καὶ ποτνία Μαῖα . ταύτας , φασί
5964218 ζαθεοις
ἀταλὰ φρονέοντα φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη ὦρτ ' ἀνερειψαμένη , καί μιν ζαθέοις ἐνὶ νηοῖς νηοπόλον μύχιον ποιήσατο , δαίμονα δῖον .
ὃς μείλιγμ ' ἱεῖς . ἐξόχως δ ' εὐγενέτας ἡλιόμορφος ζαθέοις ἄρχων τιμαῖς σε γεραίρει . [ ] ν :
5939415 ἠριθμηθησαν
πρὸς τὴν Βακτριανήν . συναχθείσης δὲ τῆς στρατιᾶς πανταχόθεν , ἠριθμήθησαν , ὡς Κτησίας ἐν ταῖς Ἱστορίαις ἀναγέγραφε , πεζῶν
κατακεχωρισμένον , ἐπὶ δὲ Πτολεμαίου τοῦ Λάγου πλείους τῶν τρισμυρίων ἠριθμήθησαν 〚 ὧν τὸ πλῆθος διαμεμένηκεν ἕως τῶν καθ '
5908661 ἡλιακος
ὡροσκοποῦντι , εὗρον περὶ μοίρας αʹ βʹ γʹ : οὗτος ἡλιακὸς γνώμων . εἶτα ταῖς τῆς Σελήνης μοίραις κζʹ παράκειται
εἶναι δεῖ τὴν τοῦ ἡλίου διάμετρον . Εἰ γὰρ ὁ ἡλιακὸς κύκλος τοῦ τῆς γῆς κύκλου μυριοπλασίων , καὶ τὸ
5898939 παρθενιοις
! [ ταῦτ ' αἰδώς ? ? μ ! [ παρθενίοις ? [ ] ? ! ! ! [ δερκομένα
ἡ Ἀθηνᾶ . τὸν παρθενίοις : ὅντινα τὸν θρῆνον ὑπὸ παρθενίοις Γοργόνων κεφαλαῖς καὶ ὀφίων ἀπλησιάστοις κεφαλαῖς ἐπήκουσε σὺν τῷ
5894094 λαμπασιν
γηγενέτας δόμος οὐκέτι νύκτα δέρκεται , ἀελίου δ ' ἀναβλέπει λαμπάσιν . μῆτερ , παρών μοι καὶ πατὴρ μετασχέτω τῆς
, ὁ ταύτης πατὴρἡ γὰρ θάλασσα δυσχερῆ ταύτην ἐποίει , λαμπάσιν πάλιν αὐτὴν ἀνεζώωσεν ἤγουν ἡλίου κινήσεσι καὶ χρόνοις πάλιν
5833973 Βηλος
. Λιβύης δὲ καὶ Ποσειδῶνος γίνονται παῖδες δίδυμοι Ἀγήνωρ καὶ Βῆλος . Ἀγήνωρ μὲν οὖν εἰς Φοινίκην ἀπαλλαγεὶς ἐβασίλευσε ,
τὴν ὀξύτητα δηλοῦντος καθὰ ὥστε ἀκρωνυχίαν ὄρους φαμέν . Ὁ Βῆλος ἐκ τοῦ Διὸς λέγεται εἶναι καὶ τῆς Ἰοῦς .
5811651 βασταζουσα
ὕψους γὰρ παραφαίνεται ἡ Μήδεια , ὀχουμένη δρακοντίνοις ἅρμασι καὶ βαστάζουσα τοὺς παῖδας : ἀντὶ τοῦ Ἐρινύν : ἐπήγαγον :
. . κλέψασα . . διφροφόρος : Ἡ τὸ σελλίον βαστάζουσα . ἡ χύτρα δεῦρ ' ἔξιθι : Ὡς ἐν
5794027 Ἰτ
] ἰέ , ὢ ἰὲ [ ] Παιάν . [ Ἴτ ] ' ἐπὶ τηλέσκοπον τάνδε [ ] Παρνασίαν [
μειόνως ἔχειν , ἀεὶ μόχθοις λατρεύων τοῖς ὑπερτάτοις βροτῶν . Ἴτ ' , ὦ γλυκεῖαι παῖδες ἀρχαίου Σκότου , ἴτ
5786352 βουλευτις
μὴ τῶν καθαρύλλων , ἀλλὰ μεγάλους Κιλικίους . αὐτοσχεδίασμα τῶνδε βουλευτὶς πόνων ἦν δὴ θόρυβος τευταζόντων . χαῖρε παλαιογόνων ἀνδρῶν
θεατῶν ξύλλογε παντοσόφων . Ἦν δὴ θόρυβος τευταζόντων . Τῶνδε βουλευτὶς πόνων . Εἰ μὲν μὴ λίαν * * *
5740254 βροτοστυγεις
τρίχες αὐτῶν ἦσαν : ὡς καὶ αἰσχύλος : δρακοντόμαλλοι γοργόνες βροτοστυγεῖς . τότε τοίνυν ἤκουσε τὸν θρῆνον ἡ ἀθηνᾶ ,
δῆλον : οὐδεὶς γὰρ ἱστόρησεν : αἰσχύλος . δρακοντόμαλλοι γοργόνες βροτοστυγεῖς . [ . ] Ἐμοί , φησίν , οὐδὲν
5737013 Δαιμων
ἀρετὴν καὶ μέγεθος λόγου . ὁ γὰρ μακάριος θεὸς Ἀγαθὸς Δαίμων ψυχὴν μὲν ἐν σώματι ἔφη εἶναι , νοῦν δὲ
φησίν , ὁ Ὄσιρις , Εἶτα , ὦ μέγιστε Ἀγαθὸς Δαίμων , πῶς ὅλη ἡ γῆ ἐφάνη ; καὶ εἶπεν
5732856 ἀνυμφος
ὦ θύγατερ , ἡμεῖς δ ' ἐν φάει δουλεύσομεν . ἄνυμφος ἀνυμέναιος ὧν μ ' ἐχρῆν τυχεῖν . ἡμεῖς δὲ
: ὦ μῆτερ , ὦ τεκοῦσα , ἄπειμι δὴ κάτω ἄνυμφος , ἀνυμέναιος , ἄνευ τῶν ἐπὶ γάμῳ λεγομένων ὕμνων
5727962 ηζʹ
: καὶ ἔστιν ἑκατέρα τῶν βξʹ γνʹ μείζων ἑκατέρας τῶν ηζʹ ζθʹ , τὰς δὲ μείζους περιφερείας ἀπέχοντος τοῦ ἡλίου
ηζʹ ζθʹ μείζων ἐστί , φανερόν : ἑκατέρα γὰρ τῶν ηζʹ ζθʹ ἀνὰ ἥμισύ ἐστιν ζῳδίου : ἡ ηθʹ ἄρα
5726168 ὑπωρειαι
: ὄρος γὰρ παρατείνει τραχὺ καὶ ὑψηλόν : εἶθ ' ὑπώρειαι σπιλαδώδεις μέχρι τῆς θαλάττης , τοῖς ἐτησίαις μάλιστα καὶ
καθ ' ἕκαστα διαφοραὶ δῆλον ὅτι κυριώταται , καὶ γὰρ ὑπώρειαι πολλαὶ καὶ παντοῖαι , καὶ τὸ ὅλον ὥσπερ μία
5713020 ὑπηνεμος
πολυφεγγής , Κρονίδης , ὑψιμέδων . Ἄρης : Πυρόεις , ὑπήνεμος , ἐγχέσπαλος , θοῦρος , κορυθαίολος , βροτολοιγός ,
, πᾶι δή μοι νίσηι σκοπέλους ; οὐ τᾶιδ ' ὑπήνεμος αὔρα καὶ ποιηρὰ βοτάνα , δινᾶέν θ ' ὕδωρ
5712857 κυλινδρων
κύλινδρος πρὸς τὸν ΖΔ κύλινδρον . Τῶν ἴσων κώνων καὶ κυλίνδρων ἀντιπεπόνθασιν αἱ βάσεις τοῖς ὕψεσι , καὶ ὧν κώνων
. αἱ μὲν οὖν τοῦ στέγους πλευραὶ κατὰ μέσον ἑκάστη κυλίνδρων ὡραΐζονται τμήμασιν , ὁ δὲ κύκλος ἀνειμένος ταῖς αὔραις
5706693 κυνηγετικος
καὶ τῶν βλαβῶν εὖτ ' ἂν ὁ περκνὸς καὶ ὁ κυνηγετικὸς † ἀετὸς ὁ χάρων ὁ αἰχμητὴς ἤγουν ὁ Ἀχιλεὺς
ἕπεται . ἐπέχει γὰρ τῇ ἐπιτολῇ τοῦ Ταύρου ὁ Ὠρίων κυνηγετικὸς ὤν : διό φησιν Ἄρατος : λοξὸς μὲν Ταύροιο
5702003 Σκαρφεια
δὲ τῇ Θεσσαλίᾳ ἡ Λοκρίς . ὅμοροι γάρ εἰσιν . Σκάρφεια πόλις Λοκρίδος , τῶν Θερμοπυλῶν ἐγγύς . κέκληται ἀπὸ
Βοαγρίου ποτ . ἐκβολαί ναʹ ∠ ʹʹ ληʹ γʹʹ ιβʹʹ Σκάρφεια ναʹ δʹʹ ληʹ γʹʹ ιβʹʹ Ὄρη δὲ εἰσὶν ἐν
5683010 ὁλκων
. πάλιν δὲ ἄλλην προσθέντες χορδὴν καὶ ταύτην ἐκ τεσσάρων ὁλκῶν καθελκύσαντες εὕρισκον πρὸς μὲν τὴν τρίτην ἠχοῦσαν τὸ διὰ
πασῶν φθεγγομένην κατελάμβανεν . ἦν δὲ ἡ μὲν δώδεκά τινων ὁλκῶν , ἡ δὲ ἕξ . ἐν διπλασίῳ δὴ λόγῳ
5681983 ἐπιβατεων
οὐδεμία , εἰ μὴ τούτων ἀπαλλαγή τις γένηται τῶν πολλῶν ἐπιβατέων . Καὶ Ξέρξην λέγεται ἀκούσαντα ταῦτα εἶπαι : Ἄνδρες
δὲ ἐπὶ τουτέων τῶν νεῶν , χωρὶς ἑκάστων τῶν ἐπιχωρίων ἐπιβατέων , Περσέων τε καὶ Μήδων καὶ Σακέων τριήκοντα ἄνδρες
5663153 Γυμνησιων
, * μᾶλλον αἱ Πιτυοῦσσαι καὶ πρὸς ἑσπέραν κεκλιμέναι τῶν Γυμνησίων . καλεῖται δ ' αὐτῶν ἡ μὲν Ἔβουσος πόλιν
πρὶν καταβαλεῖν τὸν ἄρτον . ταῦτα μὲν οὖν οὗτοι περὶ Γυμνησίων νήσων . Δίων δὲ ὁ Κοκκειανὸς ταύτας πλη -
5657206 γενναις
. τριγόνοισι γονῇσι : ταῖς τρισὶ γοναῖς , ταῖς τρισσαῖς γένναις . ἐπώνυμοί εἰσι γονῇσιν : γεννήσουσιν . Σκορπίος :
ἤως τὴν ὀδύνην τῆς γέννας , ἢ ὅτι ἐν τέτταρσι γένναις φέρει γεννήματα . αὖ : δή . τεττόρεσσι :
5645673 ἀνιππος
ηνος ἐν Κέῳ [ ] [ ! ! ] ιπερ ἄνιππος [ ˘ – ] [ ! ! ! ]
γὰρ τούτου τοῦ χρόνου Αἴγυπτος , ἐοῦσα πᾶσα πεδιάς , ἄνιππος καὶ ἀναμάξευτος γέγονε : αἴτιαι δὲ τούτων αἱ διώρυχες
5630008 πολυδωρος
ἐγκοιμᾶσθαι . . . . , . . Ι . πολύδωρος Πηνελόπεια . † ) ἡ πολλοῖς δώροις γαμηθεῖσα .
φίλον θάλος , ὃν τέκον αὐτή , οὐδ ' ἄλοχος πολύδωρος : ἄνευθε δέ σε μέγα νῶϊν Ἀργείων παρὰ νηυσὶ
5616735 ταξιαρχος
. δῶρα λαμβάνει . . ἢ προδίδωσι φρούριον : οὗτος ταξίαρχος ἦν ἐν τοῖς Πελοποννησιακοῖς τῶν Ἀθηναίων , ὃς πίσσαν
, οἱ δὲ ἔτι τούτων διπλάσιοι τάξις καὶ ὁ ἡγεμὼν ταξίαρχος μὲν πάλαι , νῦν δὲ καὶ ἑκατοντάρχης , οἱ
5613865 τρισσαις
καὶ παραπλησία σφενδόνῃ . Μίαν δὲ αὐτὴν καίπερ ἐοῦσαν ἐν τρισσαῖς ἠπείροις οἱ ἄνθρωποι , ἀντὶ τοῦ εἰς τρία μέρη
μέν οἱ πολίων ἑκατοντάδες , τρεῖς δ ' ἄρα χιλιάδες τρισσαῖς ἐπὶ μυριάδεσσι : δοιαὶ τριάδεςἑξήκοντα , ἑνδεκάδες τρεῖςἐνενήκοντα τρεῖς
5606309 ἀγερωχος
ἀγγρίζειν , τὸ ὀδυνᾶν . . . . , . ἀγέρωχος : ῥητορικὴ γερουχεῖν . οὕτως Ὠρίων . . .
ἄλλων ἁπάντων ὁ τῶν ἐμῶν πώλων ἔξαρχος πῶλος ἱερὸς καὶ ἀγέρωχος , οἵους Ἡλίῳ θεῷ Νισαῖοι πώλους πωλεύουσι : τοῦτον
5602979 Αἰθιοπηων
ὀλοὴν παρέθηκε τράπεζαν . Ἔστι δ ' ἐϋκρήμνοις ἐπὶ τέρμασιν Αἰθιοπήων ἱππάγρων πολὺ φῦλον , ἀκαχμένον ἰοφόροισι δοιοῖς χαυλιόδουσι :
' Ἀραβίης τεκμαίρεται ἄγχι θαλάσσης εὐρύτερον , τόθι γαῖα κελαινῶν Αἰθιοπήων τῶν ἑτέρων , τῶν ἄγχι τιταίνεται οὖδας Ἐρεμβῶν :
5600273 Ἀγνων
τοὺς Ἀλεξάνδρου ὑπερβαλλούσηι τρυφῆι χρήσασθαι . ὧν εἷς ὢν καὶ Ἄγνων χρυσοῦς ἥλους ἐν ταῖς κρηπῖσι [ καὶ τοῖς ὑποδήμασιν
τοὺς Ἀλεξάνδρου ὑπερβαλλούσηι τρυφῆι χρήσασθαι . ὧν εἷς ὢν καὶ Ἄγνων χρυσοῦς ἥλους ἐν ταῖς κρηπῖσι [ καὶ τοῖς ὑποδήμασιν
5597944 ἐζηλωσας
χρόνον φυλάττοντες παρὰ τοῦ τυράννου λαμβάνουσιν . ὃ δ ' ἐζήλωσας ἡμᾶς ὡς τοὺς μὲν φίλους μάλιστα εὖ ποιεῖν δυνάμεθα
ἴσθι : εἰ δ ' ὠλιγώρησας μὲν ἀνδρὸς καινὰς δὲ ἐζήλωσας ἐπιθυμίας ἢ ἐρασθεῖσα ἢ ἐρασθέντι ἐνδοῦσα , τὰ ἀναγκαιότατα
5591906 λυμεων
οἷον παιών παιῶνος , πλειών πλειῶνος , αἰών αἰῶνος , λυμεών λυμεῶνος , ἀπατεών ἀπατεῶνος , Καρνειών Καρνειῶνος , Ἐλεών
* ὁ λυμεὼν ὁ Ὀδυσσεύς , τῶν Τρώων δὲ ὁ λυμεών . * ἑκουσίαν σμώδιγγα : διὰ τοῦτο ἔμεινεν ἀστένακτος
5590802 κτεινασα
τῇδε φυτείᾳ Παλλὰς Ἀθηναίη , κούρη Διὸς αἰγιόχοιο , Πάλλαντα κτείνασα μάχαις κρατερῆφι βίηφι τῆμος ὅτ ' ἀθάνατοί τε θεοὶ
' ἠδίκης ' ἐμός τε σύγγονος ; πῶς οὐ πόσιν κτείνασα πατρώιους δόμους ἡμῖν προσῆψας , ἀλλ ' ἐπηνέγκω λέχει
5585918 Βορρας
τῷ θαλλῷ στεφανοῖ , θρηνεῖ δὲ τὸ δένδρον , ὅτε Βορρᾶς ταύτῃ προσπνεύσειεν . Παραπλησίως φυτεύονται ταῖς ἀμυγδαλαῖς οἱ στρόβιλοι
ἱδρώτας προξενώσας πέπεικεν εὐθὺς ἐκδῦσαι τοὺς χιτῶνας . Τότε ὁ Βορρᾶς αἰσχυνθεὶς ἀπεστράφη . Ὅτι πολλάκις τὸ πείθειν τοῦ βιάζεσθαι
5582556 Ἐπαφος
δὲ γένναν πρὸς δέκ ' ] τρισκαιδέκατος . ἀπὸ Ἰοῦς Ἔπαφος , οὗ Λιβύη , ἧς Βῆλος , οὗ Δαναὸς
τὴν ἀρχὴν ἔσται καὶ τὸ τέλος . σπέρμα ] ὁ Ἔπαφος . ἐκφυγεῖν ] λείπει τὸ δοίη . θέλουσαν ]
5577676 ἐλιπες
αἶσα , θεὸς ἔκρανε συμφοράν . ὦ φίλος , δόμον ἔλιπες ἔρημον , [ ὤμοι μοι , ταλαίπωρον ἐμὲ ]
. τε ] καὶ . τ ' ] καὶ . ἔλιπες κατέλιπες ἐκεῖ . ὤ ] φεῦ . δαΐων ]
5575400 Πληιαδων
πράττε . ἔργον ἐπ ' ἔργῳ : ἀδιαλείπτως . * Πληιάδων Ἀτλαγενέων ἐπιτελλομενάων : ὁ μὲν Ἄτλας λέγεται παῖς Ἰαπετοῦ
βαθύπεπλον ἑὸν δέμας ἀμφικαλύψαι ἀχλύι καὶ νεφέεσσιν ἀνηναμένην χορὸν ἄλλων Πληιάδων αἳ δή οἱ ἀδελφειαὶ γεγάασιν : ἀλλ ' αἳ
5559492 ἐναλλαγδην
ἀστέρες , εὐέρκται δὲ θοῇ συνέωσι Σελήνῃ , ἢ καὶ ἐναλλάγδην , σκαιὴν ποιοῦσι θάλασσαν . Σελήνη ἀμαρτύρητος οὖσα ὑπὸ
αὐτῷ Στίλβοντι φαείνητ ' ἠδέ θ ' ὅροισιν ἀλλήλων βεβαῶτες ἐναλλάγδην φορέοιντο , θείῃσιν σοφίῃσι κεκασμένοι ἐξεγένοντο ἀνέρες : ἢ
5557863 Χρονος
ὕστερον ἐπ ' Ἀλεξάνδρου τῷ τάφῳ λέγουσιν ὅτι ἠγωνίσαντο . Χρόνος τε ἦν συχνὸς τῷ πένθει καὶ αὐτός τε αὑτὸν
ἄρα Μοῖραι σχεδόν ὅ τ ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος . τὸ δὲ σαφανὲς ἰὼν πόρσω κατέφρασεν , ὁπᾷ
5557458 χελιδοσιν
ὑακίνθῳ αἰαστῇ προσέοικε , χελιδονίοισι δὲ τέλλει ἄνθεσιν ἰσοδρομεῦσα , χελιδόσιν , αἵ τ ' ἀνὰ κόλπῳ φυλλάδα νηλείην ἐκχεύετον
θ ' ὑακίνθῳ αἰαστῇ προσέοικε χελιδονίοισι δὲ τέλλει ἄνθεσιν ἰσοδρομεῦσα χελιδόσιν , αἵ τ ' ἀνὰ κόλπῳ φυλλάδα νηλείην ἐκχεύετον
5556929 συμφορος
εὐσύνοπτα . Ἀνατέλλων οὖν ὁ ἀστὴρ χρυσοειδὴς εἰς ἅπαντα γίνεται σύμφορος : εὐφορίαν γὰρ καὶ τὰ κάλλιστα τῇ χώρᾳ μηνύει
πλοῦτον μὲν ἔχειν ἀγαθοῖσιν ἔοικεν , ἡ πενίη δὲ κακῶι σύμφορος ἀνδρὶ φέρειν . Ὤ μοι ἐγὼν ἥβης καὶ γήραος
5552614 ἐπικινδυνος
τὰς ὠμοπλάτας , καὶ δυσελκέες γίνονται . Ἧσσον δ ' ἐπικίνδυνος τοῦ ἑτέρου οὗτος , καὶ ἐκφυγγάνουσι πλέονες . Τοῦτον
ριζʹ Κρόνου λθʹ , Σελήνης ἔνατος , Διὸς ιγʹ , ἐπικίνδυνος . ριθʹ Ἄρεως ιζʹ , ἐπισφαλής . ρκʹ Κρόνου
5550728 πολεμιαι
, κύκλῳ δὲ αὐτοῖς πάντῃ πολλὰ καὶ ἔθνη καὶ πόλεις πολέμιαι ἦσαν , ἀγορὰν δὲ οὐδεὶς ἔτι παρέξειν ἔμελλεν ,
: οἷον , ἀλλὰ γὰρ ἄνωθεν αἱ μητρυιαὶ τοῖς προγόνοις πολέμιαι . τούτων δὲ ἔνιαι φανερῶς διὰ τὸ μῖσος τὴν
5549981 δαϊων
καὶ . ἔλιπες κατέλιπες ἐκεῖ . ὤ ] φεῦ . δαΐων ] ἕνεκα τῶν πολεμικῶν τούτων ἀνδρῶν . ἀγαυοῖσι ]
. . τοῦ Σησάμα ] οὗτοι πρόγονοι τούτου . . δαΐων ] ἕνεκα τῶν πολεμικωτάτων τούτων ἀνδρῶν . . ἀγαυοῖς
5542869 κακοτεχνος
ἀνάρμοστος ἄμικτος δύσχρηστος ἔκθεσμος ἀργαλέος ἀκρόχολος ἀνεπίσχετος φορτικὸς ἀνουθέτητος εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος
ὑπόδρα ἰδὼν Ἥρην πρὸς μῦθον ἔειπεν : ἦ μάλα δὴ κακότεχνος ἀμήχανε σὸς δόλος Ἥρη Ἕκτορα δῖον ἔπαυσε μάχης ,
5540798 δνοφερῳ
καὶ τὸ ἄστυ τῶν Σούσων καὶ τῶν Ἐκβατάνων κατέκρυψας ἐν δνοφερῷ πένθει . . ] πολλαὶ δ ' ἁπαλαῖς χερσί
ἄστυ ] τὴν πόλιν . ἠδ ' ] καὶ . δνοφερῷ ] † σκοτεινῷ : ἀμαυροῦνται γὰρ οἱ οἶκοι τῶν
5539599 ὑψιστῳ
Ἰωσήφ : χαίροις , κύριε , εὐλογημένε τῷ θεῷ τῷ ὑψίστῳ . Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν Ἰωσήφ : εὐλογήσῃ σε
ἀΐδιον ὕμνοισι δόξαν προσφέρων ἐκ χειλέων σὺν ἀγγέλοις τὸν αἶνον ὑψίστῳ θεῷ ὑψιμέδοντι παντάνακτι ἐμφρόνως τῷ πατρὶ σὺν λόγῳ τε
5535498 χαλεπωτατη
ἀφέσεις ἐκβαλλόμεναι εἰς τὰς φθαρτικὰς τῶν κακοποιῶν ἀκτῖνας ἐμπέσωσιν , χαλεπωτάτη γίνεται ἡ νόσος . εἰ μὲν γὰρ ἀπὸ Ἄρεως
συγκακουμένου καὶ τοῦ Ἑρμοῦ , μὴ μαρτυρούντων τῶν ἀγαθοποιῶν , χαλεπωτάτη γίνεται , καὶ μάλιστα ἐν τοῖς τροπικοῖς : αἱ
5532349 σπιλαδες
πάγοι αἱ ἐξοχαὶ τῶν πετρῶν καὶ τῶν ὀρῶν : “ σπιλάδες τε πάγοι τε . ” πάγχυ παντελῶς . παιδνός
: αἱ κοιλάδες αἱ ὑπὸ τὰς πέτρας . σπήλυγγες : σπιλάδες . ἐβόμβεον : ἤχουν . ὅθεν καὶ βομβυλιὸς εἶδος
5528906 τἠμηι
, αὐτὸς οἰνοχόος τέ μοι γενοῦ . γιγνώσκεται γοῦν ἅμπελος τἠμῆι χερί . φέρ ' ἔγχεόν νυν . ἐγχέω ,
Κυκλάδας ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις χέρσους τε παράλους , ὃ σθένος τἠμῆι χθονὶ δίδωσιν : ἀντίπορθμα δ ' ἠπείροιν δυοῖν πεδία
5521334 ἐστενεν
ναῦς ἕλον ἐν πελάγει ἀνδρῶν πληθούσας , μέγα δ ' ἔστενεν Ἀσὶς ὑπ ' αὐτῶν πληγεῖς ' ἀμφοτέραις χερσὶ κράτει
, ὡς κατέπεσεν , ἐξαναστῆναι μὴ δυνάμενος ὠδύρετό τε καὶ ἔστενεν . οἱ δὲ ἐν τῇ λίμνῃ βάτραχοι ἀκούσαντες αὐτοῦ
5518237 ὀρυκτη
, Χαρρὰν μητρόπολίς τις αἰσθήσεων . ἑρμηνεύεται γὰρ τοτὲ μὲν ὀρυκτή , τοτὲ δὲ τρῶγλαι , δι ' ἀμφοτέρων τῶν
βαθυτάτη αὐτὴ ἑωυτῆς πεντηκοντόργυιος . Ὅτι δὲ χειροποίητός ἐστι καὶ ὀρυκτή , αὐτὴ δηλοῖ . Ἐν γὰρ μέσῃ τῇ λίμνῃ
5517850 ἀμφιθαλης
Ὑμὴν ὤ , Ὑμέναι ' ὤ . Ὁ δ ' ἀμφιθαλὴς Ἔρως χρυσόπτερος ἡνίας ηὔθυνε παλιντόνους , Ζηνὸς πάροχος γάμων
, ὑπερῴην δ ' οὐκ ἐδίηνε . τὸν δὲ καὶ ἀμφιθαλὴς ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε χερσὶν πεπλήγων καὶ ὀνειδείοισιν ἐνίσσων :
5512311 δρακοντομαλλοι
γὰρ αἱ τρίχες αὐτῶν ἦσαν : ὡς καὶ αἰσχύλος : δρακοντόμαλλοι γοργόνες βροτοστυγεῖς . τότε τοίνυν ἤκουσε τὸν θρῆνον ἡ
ποτέ . πέλας δ ' ἀδελφαὶ τῶνδε τρεῖς κατάπτεροι , δρακοντόμαλλοι Γοργόνες βροτοστυγεῖς , ἃς θνητὸς οὐδεὶς εἰσιδὼν ἕξει πνοάς
5510006 γονιμωτατης
. . § . . . διπλασιασθείσης ἑξάδος , τῆς γονιμωτάτης . . . . , ὁ γὰρ ἕξ ἀριθμὸς
δώδεκα , τοῦ ζῳοφόρου κύκλου παράδειγμα , διπλασιασθείσης ἑξάδος τῆς γονιμωτάτης , ἥτις ἐστὶν ἀρχὴ τελειότητος , ἐκ τῶν ἰδίων
5503438 θερινη
Κατὰ μὲν γὰρ Μερόην τῆς Αἰθιοπίας ἕνδεκα ὡρῶν εἶναι ἡ θερινὴ νὺξ ἱστορεῖται , κατὰ δὲ Ἀλεξάνδρειαν δέκα , κατὰ
τροπή , ἐν αἰγοκέρῳ δὲ χειμερινή , ἐν καρκίνῳ δὲ θερινὴ καὶ ἐν ζυγῷ φθινοπωρινή . στερεὰ δὲ ὑπειλήφασι ταῦρόν
5502608 ἀμπελοφυτος
Αἰγυπτίοις μόνοις ἐλαχίστοις δαπανήμασι καὶ πόνοις συγκομίζεται . ἥ τε ἀμπελόφυτος ὁμοίως ἀρδευομένη δαψίλειαν οἴνου τοῖς ἐγχωρίοις παρασκευάζει . οἱ
μοσχεύειν ἂν λέγοιτο . καὶ ξυστὰς μὲν καὶ στάσις ἡ ἀμπελόφυτος γῆ , εἰ μὴ κατὰ στοῖχον εἴη πεφυτευμένη ,
5501168 ὑπογειος
ποιεῖ ἀπάτορας . ἐὰν δὲ Ἀφροδίτη ὡροσκοπῇ , Σελήνη δὲ ὑπόγειος ἢ ἐν Ἄρεως οἴκῳ καὶ ὁ Ζεὺς ἐξ ἰδίου
παρὰ ἐνδόξῳ κεῖται προσώπῳ , ἐὰν δ ' ὁ Ἄρης ὑπόγειος ᾖ ἀπελεύθερός ἐστιν ὁ τὸ κλέμμα φυλάσσων , ἐὰν
5494215 μηδετερος
κατάστασις μυῶν ἐστιν , ἡ εἰρημένη πρόσθεν , ἐν ᾗ μηδέτερος τῶν ἀντιτεταγμένων ἐνεργεῖ μυῶν , ἑτέρα δ ' ἡ
: ἐὰν δὲ Σελήνη Ἥλιον , πατήρ : ἐὰν δὲ μηδέτερος τὸν ἕτερον καθυπερτερήσῃ καὶ ἀσχημάτιστοι γένωνται , λαμβάνω Κρόνον
5493485 ὠλες
; μισοῦν γε πατρίδα σὴν Ἀχιλλέως φόνωι . Ἑλένη νιν ὤλες ' , οὐκ ἐγώ , μήτηρ γε σή .
ἐμάνητε , πᾶσά τ ' ἐξεβακχεύθη πόλις . Διόνυσος ἡμᾶς ὤλες ' , ἄρτι μανθάνω . ὕβριν γ ' ὑβρισθείς
5486627 ἐφηδρευε
καταπλεύσας εἰς τὴν Τύρον καὶ ἐκμαθὼν τὴν τοῦ πατρὸς οἰκίαν ἐφήδρευε ταῖς γυναιξίν . αἱ δὲ ὀψόμεναι τὴν θυσίαν ἐξῄεσαν
κράτος ἐκπεφευγότα τὰς ἐν τῷ θνητῷ βίῳ κῆρας . | ἐφήδρευε δ ' ἄρα μοι τὸ κακῶν ἀργαλεώτατον , ὁ
5486405 ἐζημιωνται
εἰς Αἵδου θεάσαιντ ' ἂν οὐκ ὀλίγους . ὧν οἰχομένων ἐζημίωνται μὲν βουλαὶ καὶ διοικήσεις πόλεων , ἐζημίωνται δὲ δίκαι
, ἐζημίωνται δὲ δίκαι λόγων τῷ δικαίῳ συμμάχων ἐστερημέναι , ἐζημίωνται δὲ θρόνοι , ὧν τοὺς μὲν Ἑρμῆς , τοὺς
5484263 ὁμαρτει
δ ' ἕτερος κατὰ νῶτον ἐρειδόμενος μετόπισθε δειρὴν ἠδὲ κάρηνον ὁμαρτεῖ ποντοπορεύων : ἄλλος δ ' ἄλλον ἔπειτα φέρων τέμνουσι
: εἴρηται δέ , ὅτι ταῖς Βρίσαις οὕτως καλουμέναις νύμφαις ὁμαρτεῖ . καὶ Νεάνθης ἐν τῷ πρώτῳ Περὶ τελετῶν φησι
5484167 συννομοι
καρποφόρα τε γᾶς ἐπιπετόμενος ἰαχεῖ . ὧ πταναὶ δολιχαύχενες , σύννομοι νεφέων δρόμωι , βᾶτε Πλειάδας ὑπὸ μέσας Ὠρίωνά τ
καθόλου τοὺς συγγενεῖς αὐτοῦ Κλεωνυμίδας κέκληκε . καὶ ματρόθεν Λαβδακίδαισι σύννομοι : ὡς κατὰ μητέρα ἀπὸ Λαβδάκου καὶ Οἰδίποδος τοῦ
5481302 κοιταις
. ἐπακτῆρες θηρευταὶ οἱ τοὺς κύνας ἐπάγοντες ταῖς τῶν θηρίων κοίταις . ἐπαλαστήσασα ἐπιχαλεπήνασα , ἐπιδεινοπαθήσασα . ἐπαλλάξαντες ἐπιπλέξαντες ,
ἐγκρατής . τῶν δ ' ἀνθρώπων οἱ μὲν ἐν ταῖς κοίταις ἔτι ὄντες κατεσφάγησαν , οἱ δ ' ἀνιστάμενοι ἀρτίως
5480149 ἐξικῃ
Αἰθίοψ ] ὁ Γάγγης ἕρφ ' ] ἕρπε , διέρχου ἐξίκῃ ] ἔλθῃς καταβασμόν ] ὄρος διορίζον Ἀσίαν καὶ Λιβύην
. τούτου παρ ' ὄχθας ἕρφ ' , ἕως ἂν ἐξίκῃ καταβασμόν , ἔνθα Βυβλίνων ὀρῶν ἄπο ἵησι σεπτὸν Νεῖλος
5480053 παλλεν
αἰθερίοιο φυὴν ἔχεν οἰωνοῖο , ἶσα δ ' ἐυξέστοις ὠκύπτερα πάλλεν ἐρετμοῖς . δηρὸν δ ' οὐ μετέπειτα πολύστονον ἄιον
ἔνι πηχύνουσα : Λαμπετίη δ ' ἐπὶ βουσὶν ὀρειχάλκοιο φαεινοῦ πάλλεν ὀπηδεύουσα καλαύροπα . τὰς δὲ καὶ αὐτοί βοσκομένας ποταμοῖο
5479697 Ἀλκιμεδων
ἵππους . ὀψὲ δὲ δή μιν ἑταῖρος ἀνὴρ ἴδεν ὀφθαλμοῖσιν Ἀλκιμέδων υἱὸς Λαέρκεος Αἱμονίδαο : στῆ δ ' ὄπιθεν δίφροιο
ἄλλης ἐστὶ τυχεῖν βοηθούντων τῶν θεῶν . . Ἐπειδὴ ὁ Ἀλκιμέδων καὶ ὁ Τιμοσθένης νεώτεροι ὄντες ἐνίκησαν , διὰ τοῦτό
5477776 γαμοστολος
θεοῦ καὶ βασιλέως καὶ μαντικῆς καὶ χρηματιστικῆς , ἀδελφῶν δὲ γαμοστόλος καὶ γονέων περὶ σίνους καὶ πάθους καὶ κακωτικῆς αἰτίας
, ἐπὶ θυγατρὶ ψο - γισθήσεται . ἐὰν δὲ ὁ γαμοστόλος γένηται πρὸς Κρόνον καὶ αὐτὸς κυριεύσῃ τοῦ δαίμονος ἢ
5476224 Ἑσπερος
καὶ περὶ τῶν οὐρανίων ἀκριβέστατα διδάσκειν , οὗ καὶ υἱοὶ Ἕσπερος καὶ Ὕας , καὶ θυγατέρες Πλειάδες καὶ Ὑάδες φιλαδελφόταται
, δηλοῖ δὲ τὴν πρόσοδον : ἔσμιον τὸ νόστημον : Ἕσπερος : ἔσσα : ἐσσὴν ὁ βασιλεὺς , ἢ ὁ
5475311 οἰκοδεσποτησας
ἐν τῷ ξηρῷ καὶ ψυχρῷ . ὁ δὲ τοῦ Διὸς οἰκοδεσποτήσας τοὺς προκειμένους τόπους ἀνατολικὸς τῇ μὲν μορφῇ ποιεῖ λευκοὺς
προκειμένου λεκτέον . Κρόνος τὴν ὥραν λαχὼν ἢ τὸν κλῆρον οἰκοδεσποτήσας μὴ ἐναντιουμένου τοῦ Ἄρεως : ὁ τοιοῦτος εὐδαιμονήσει περὶ
5475088 ξυλιναι
ὑψηλὸν δὲ καὶ πᾶν ξύλινον , καὶ αἱ οἰκίαι αὐτῶν ξύλιναι καὶ τὰ ἱρά . Ἔστι γὰρ δὴ αὐτόθι Ἑλληνικῶν
δ ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις , πέλλαι γὰρ ξύλιναι πίθοι τε πλῆσθεν ἅπαντες Σύνες ὅ τοι λέγω ,
5466446 γυιαι
: σύνταξις : πέφρικαν δὲ καὶ πεφρίκασι καὶ πεπύκνωνται οἱ γυῖαι καὶ αἱ πεδιάδες ὥσπερ ληίου ἤτοι ὡς πεπύκνωνται οἱ
γυῖαι καὶ αἱ πεδιάδες ὥσπερ ληίου ἤτοι ὡς πεπύκνωνται οἱ γυῖαι τοῦ ληίου καὶ χωραφίου , πεπύκνωνται οἱ γυῖαι ἐν
5466190 νεφελαις
τις ῥέζῃ , μακάρων ἰαίνεται ἦτορ , καί οἱ καρφαλέας νεφέλαις κορέσουσιν ἀρούρας : ἥδε γὰρ αὐχμηρῇσιν ἄγει πολὺν ὄμβρον
ἔμπυρος οὖσα καθάπερ αἱ πλησίον , ἀλλὰ μαλακαῖς καὶ δασείαις νεφέλαις πολλάκις κατεχομένη : ἐκ δὲ τούτων ὑετοὶ γίνονται καὶ
5463504 ζθʹ
νικᾷ καὶ ὁ νεώτερος . ζηʹ αἱ ηʹ νικῶσιν . ζθʹ αἱ ζʹ νικῶσιν . ηηʹ ὁ ἐγκαλούμενος νικᾷ καὶ
καὶ ἡ μξʹ τῇ λνʹ ἴση , ἐπεὶ καὶ ἡ ζθʹ τῇ ζηʹ [ διὰ τὸ ὑποκεῖσθαι τὰ ἄστρα ἐν
5451516 πεπυκνωνται
πεπύκνωνται οἱ γυῖαι καὶ αἱ πεδιάδες ὥσπερ ληίου ἤτοι ὡς πεπύκνωνται οἱ γυῖαι τοῦ ληίου καὶ χωραφίου , πεπύκνωνται οἱ
ἤτοι ὡς πεπύκνωνται οἱ γυῖαι τοῦ ληίου καὶ χωραφίου , πεπύκνωνται οἱ γυῖαι ἐν λόγχαις ἀπαστράπτοντες . * γυῖαι τὸ
5449675 πολληι
' εἴη . εἴη γάρ , ὦ μέγιστε , κὐγίηι πολλῆι ἔλθοιμεν αὖτις μέζον ' ἴρ ' ἀγινεῦσαι σὺν ἀνδράσιν
δὲ θέλων καὶ μὴ θέλων ναῒ βήσηι τάχα , βίαι πολλῆι κακοπαθῶν . βίαι . . . πολλᾶι ] λείπει
5442851 ἀπειλαι
προσέφη Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων : Αἰνεία Τρώων βουληφόρε ποῦ τοι ἀπειλαὶ ἃς Τρώων βασιλεῦσιν ὑπίσχεο οἰνοποτάζων Πηλεΐδεω Ἀχιλῆος ἐναντίβιον πολεμίξειν
. Αἱ μὲν βρονταὶ μάλιστα τοὺς παῖδας , αἱ δὲ ἀπειλαὶ τοὺς ἄφρονας καταπλήττουσιν . Ἀνδριάντα μὲν τὸ σχῆμα ,
5440635 ληιου
παρέφρασεν : ἰάνθη δ ' ὡσεί τε περὶ σταχύεσσιν ἐέρση ληίου ἀλδήσκοντος . τὸ μὲν οὖν τηκόμενον πάντως καὶ ἰαίνεται
ἀσταχύων ὑπερέχοντα , κολούων δὲ ἔρριπτε , ἐς ὃ τοῦ ληίου τὸ κάλλιστόν τε καὶ βαθύτατον διέφθειρε τρόπῳ τοιούτῳ .
5436800 ἀκουσεν
ἐν τῇ Ἰλίῳ τῇ πείρᾳ τοῦ Αἴαντος . ἄλλως : ἄκουσεν ἀντὶ τοῦ ἐπῄσθετο , ὅτι ἡ Σαλαμὶς φέρει ἄνδρας
καὶ οὐ προσηνῆ : “ ἀμείλικτον δ ' ὄπ ' ἄκουσεν . ” ἀμύμων ἀμώμητος . ὅταν δὲ εἴπῃ “
5435984 σταθερως
. . . . . . . . . . σταθερῶς προξενῶν ; οὐκ ἔαρ στιλπνὸν τοῖς ἄνθεσιν ; οὐ
Ἀνδροκλέων , Διονυσιοκουροπυρώνων . Οἰκοῦσι φεύγοντες ἀΐδρυτον κακόν . Οὕτω σταθερῶς τοῖς λωποδύταις ὁ πόρος πεινῶσι παφλάζει . Κἀνθένδ '
5435372 περιστυλος
. ἔχεται δὲ τῆς ἀγορᾶς ναὸς ἀρχαῖος στοαῖς ἐν κύκλῳ περίστυλος , ὁ δὲ ὄροφος κατερρύηκε τῷ ναῷ καὶ ἄγαλμα
τοῖς ἐπιγενομένοις . εἰσελθόντι μὲν γὰρ τὸν περίβολον οἶκος ἦν περίστυλος , ἑκάστης πλευρᾶς ἐκ τετταράκοντα κιόνων ἀναπληρουμένης , καὶ
5434919 παροικοι
ἀφ ' ἑστίας συθείς , οἷαι Στρυμονίου πελάγους Ἀχελωίδες εἰσὶ πάροικοι Θρῃκίων ἐπαύλων , λίμνας τ ' ἔκτοθεν αἳ κατὰ
ἑστίας ἐφ ' ἧς τὰ κατὰ Μήδων ἐπινίκια ἐθύσαμεν , πάροικοι δ ' ἀλλοτρίας γῆς τε καὶ πόλεως , καὶ
5434401 Ἰσος
ἰχθύν . Ὀλοοῖσι : ὀλεθρίοις . παρήπαφον : ἠπάτησαν . Ἴσος : ὅμοιος . Κατεντύνουσιν : εὐτρεπίζουσι , κατασκευάζουσιν .
τόπος τῆς Βοιωτίας , ἴχνη πόλεως ἔχων , ὁ καλούμενος Ἴσος συστέλλοντι τὴν πρώτην συλλαβήν . οἴονται δέ τινες δεῖν
5427351 εὐγενετας
, κηρόχυτον ὃς μείλιγμ ' ἱεῖς . ἐξόχως δ ' εὐγενέτας ἡλιόμορφος ζαθέοις ἄρχων τιμαῖς σε γεραίρει . [ ]
τὰν Χάρισιν φίλαν παῖδα καὶ καλάν . ἐξόχως δ ' εὐγενέτας ἡλιόμορφος ζαθεοῖς ἄρχων τιμαῖς σε γεραίρει . σὲ τὸν
5413557 λεχθεισαι
ἐκ τῶν εἰρημένων . Τῶν δὲ δυνάμεων τῆς ψυχῆς αἱ λεχθεῖσαι τοῖς μὲν ὑπάρχουσι πᾶσαι , καθάπερ εἴπομεν , τοῖς
καὶ αὐτὴ καὶ Σάμος καὶ Κῶς ἐστι καὶ αἱ ἄρτι λεχθεῖσαι Κορασσίαι καὶ Πάτμος καὶ Λέρος . συνάπτει δὲ τῷ
5412705 Ῥοδογουνην
καὶ γενόμενος αἰχμάλωτος δίαιταν εἶχεν ἐν Φραάτου βασιλέως , καὶ Ῥοδογούνην ἔζευξεν αὐτῷ τὴν ἀδελφὴν ὁ βασιλεύς . παρὰ δὲ
βεβούλευσαι , Χαιρέα ; καὶ Στάτειραν ἄγεις εἰς Συρακούσας καὶ Ῥοδογούνην τὴν καλήν ; “ ἠρυθρίασεν ὁ Χαιρέας καὶ ”
5409909 ῥομβος
Ἔστι καὶ ἰχθὺς ῥόμβος λεγόμενος : ἔστι καί τις τροχὸς ῥόμβος λεγόμενος , ὃν στρέφοντες καὶ ἱμαντίῳ τύπτοντες ἐκτύπουν .
δεόμενος οὗτος οἰκείου φωτὸς ἀπορίᾳ αὐγῆς ἀλλοτρίας . Ἔστω δὲ ῥόμβος οὗτος , μᾶλλον δὲ σφαῖρα τοιαύτη , ἣ δὴ
5406416 ἐκκριτος
† αἳ ἦσαν τῶν Αἰγινητῶν . χωρὶς ] ἰδίᾳ . ἔκκριτος ] † ἐκλελεγμένη τῷ τάχει . Ξέρξῃ ] τῷ
τριακάδας δέκα ναῶν , δεκὰς δ ' ἦν τῶνδε χωρὶς ἔκκριτος : Ξέρξῃ δέ , καὶ γὰρ οἶσθα , χιλιὰς
5404271 σπιθαμιαιος
, μικρότερα δὲ καὶ λιπαρώτερα καὶ ἐρυθρά : θάμνος δὲ σπιθαμιαῖος , εὔστομος , δριμύς , εὐώδης . Κότινος ,
ῥίζαν δὲ πολυσχιδῆ καὶ βαθεῖαν . Ὀρεοσέλινον : καυλός ἐστι σπιθαμιαῖος εἷς ἐκ ῥίζης λεπτῆς , περὶ δ ' αὐτὸν
5403832 Πλησιον
Ἐνγόνασι κεῖσθαι . Περὶ ὧν καὶ ὁ Εὔδοξός φησι : Πλησίον δ ' ἐστὶ τῆς τούτου κεφαλῆς ἡ τοῦ Ὀφιούχου
εἰς δεύτερον ἀόριστον , ἢ καὶ εἰς παρατατικόν . . Πλησίον δὲ αὐτῶν ἦλθεν ἡ Ἀθηνᾶ , καὶ παραθαρσύνουσα αὐτοὺς
5402664 Χρυσας
Οἱ Χρῦσαι , τῶν Χρυσῶν , τοῖς Χρύσαις , τοὺς Χρύσας , ὦ Χρῦσαι . Μετὰ τὸ διαλαβεῖν περὶ τῶν
Οἱ Χρῦσαι , τῶν Χρυσῶν , τοῖς Χρύσαις , τοὺς Χρύσας , ὦ Χρῦσαι : εἴρηται . Ἑνικά . Ὁ
5401061 συμβολαι
ποταμοῖς χρώμενοι . περὶ ἐκεῖνα οὖν μάλιστα τὰ χωρία αἱ συμβολαὶ ἐγίνοντο : ἔνθα καὶ γενναιότατα αὐτὸς ὁ βασιλεὺς τῆς
τε καὶ ψεκτόν . αἱ μὲν οὖν πρὸς τὸ ἄριστον συμβολαὶ πόθος ἀρετῆς , τῶν καλῶν ζῆλος , μελέται συνεχεῖς
5400407 διεσχεν
ἤδη προσκειμένων σφίσι τῶν Μακεδόνων . καὶ ἐν τούτῳ ἵνα διέσχεν ἡ ἵππος ἡ Ἀλεξάνδρου ἐς φυγὴν πάντες ἐπεστράφησαν .
αὐταῖς πολλούς . ὡς δὲ ἐς πλάτος ἤδη ὁ ποταμὸς διέσχεν , ἐνταῦθα δὴ ὅ τε ῥοῦς οὐκέτι ὡσαύτως χαλεπὸς
5399421 φαινομεναι
' αὐτῶν ἐξικνεῖσθαι : αἱ γὰρ τῶν βαρβάρων λόγχαι παχέαι φαινόμεναι ἀγχέμαχοι μέν , ἄφοβοι δὲ ἐς τὸ ἐσακοντίζεσθαι ἦσαν
: αἱ μὲν γὰρ αὐτῶν ἀληθιναὶ λέγονται , αἱ δὲ φαινόμεναι . Ἀληθιναὶ μέν , ὅταν ἅμα κατὰ ἀλήθειαν ἐπὶ

Back