| ἀφέσεις ἐκβαλλόμεναι εἰς τὰς φθαρτικὰς τῶν κακοποιῶν ἀκτῖνας ἐμπέσωσιν , χαλεπωτάτη γίνεται ἡ νόσος . εἰ μὲν γὰρ ἀπὸ Ἄρεως | ||
| συγκακουμένου καὶ τοῦ Ἑρμοῦ , μὴ μαρτυρούντων τῶν ἀγαθοποιῶν , χαλεπωτάτη γίνεται , καὶ μάλιστα ἐν τοῖς τροπικοῖς : αἱ |
| Αἰγυπτίοις μόνοις ἐλαχίστοις δαπανήμασι καὶ πόνοις συγκομίζεται . ἥ τε ἀμπελόφυτος ὁμοίως ἀρδευομένη δαψίλειαν οἴνου τοῖς ἐγχωρίοις παρασκευάζει . οἱ | ||
| μοσχεύειν ἂν λέγοιτο . καὶ ξυστὰς μὲν καὶ στάσις ἡ ἀμπελόφυτος γῆ , εἰ μὴ κατὰ στοῖχον εἴη πεφυτευμένη , |
| ὧδε τὰ οὖρα προϊόντα , καὶ τὰ παρυφιστάμενα δὲ τούτοις ἀθροώτερα φαίνεται , καὶ χρονιώτεραι δὲ αἱ ἐπὶ τούτοις νόσοι | ||
| ὧδε τὰ οὖρα προϊόντα , καὶ τὰ παρυφιστάμενα δὲ τούτοις ἀθροώτερα φαίνεται , καὶ χρονιώτεραι δὲ αἱ ἐπὶ τούτοις νόσοι |
| καθ ' ὃν αὐτῆς τε τῆς ἀρτηρίας ἡ περιοχὴ παντάπασιν ἰσχνὴ καὶ πομφολυγώδης ἐστὶν καὶ τὸ ἔγχυμα ἀμαυρὸν καὶ ἐξίτηλον | ||
| ' ἐξ ἀριστερῶν . ἔστι δ ' ἡ ἔκφυσις αὐτῶν ἰσχνὴ καὶ πλατεῖα , κατὰ γραμμὴν ἐγκαρσίαν ἐπ ' ὦτα |
| ἀρκοῦν : τῇ ιʹ . ἡμέρᾳ ἐν κρέασι καὶ ἐν νηστείαις ῥοὸς κόκον ὁμοίως τοῖς προειρημένοις ἕψει καὶ τρέφου σὺν | ||
| τἀμείνω ῥοπῇ τὸ φυσικὸν ἀπομαρά - ναντι πνεῦμα οὔτε συχναῖς νηστείαις προσήκει καταπιέζειν τὸ σῶμα , οὔθ ' ὕδατος πόσεσι |
| τοῖς μικροῖς ἰχθυδίοις ἢ τοῖς ὀστρακοδέρμοις , οἷον καράβοις , καρκίνοις , κήρυξι . μέμνηται τῆς λέξεως καὶ Εὔπολις ἐν | ||
| παρασκευάζουσιν ἐπὶ τῷ φαγεῖν ἰχθύδια ἢ καρκίνους . ⌈ ὡς καρκίνοις οὖν αὐτῶν χρώμενός Γ φησινὶν ⌈ οὖν , ὅτι |
| ἕποιτ ' ἀεί „ , κἀν τῇ Παρακαταθήκῃ : ” συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν ” φησίν . ἀλοάσαντα : ἐν | ||
| . Ἴακχε πολυτίμητε , μέλος ἑορτῆς ἥδιστον εὑρών , δεῦρο συνακολούθει πρὸς τὴν θεὸν καὶ δεῖξον ὡς ἄνευ πόνου πολλὴν |
| κραιπάλη καὶ μέθη διαφέρει . κραιπάλη μὲν γάρ ἐστιν ἡ χθεσινὴ μέθη , μέθη δὲ ἡ τῆς αὐτῆς ἡμέρας γινομένη | ||
| , ἀπὸ τοῦ τῶν καιρίων σφάλλεσθαι . κραιπάλη γὰρ ἡ χθεσινὴ μέθη καραπάλη τις οὖσα . . ἡγούμενον : Προοδοποιοῦντα |
| ἁπαλόσαρκοι , σκληρότεραι δὲ τῆς πέρκης . ὁ δὲ σκάρος ἁπαλόσαρκος , ψαθυρός , γλυκύς , κοῦφος , εὔπεπτος , | ||
| διὸ καὶ τὰ ἐντὸς χολέρας ποιητικὰ ἔχει . ἡ κηρὶς ἁπαλόσαρκος , εὐκοίλιος , εὐστόμαχος , ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς |
| ἄλλη τιϲ ἀηδία καὶ εἰ μετὰ τὸ λουτρὸν ἐφεξῆϲ ἡ εὐφορία μένοι , θαρρῶν τρέφοιϲ τε ἂν αὐτοὺϲ καὶ οἴνου | ||
| , τὸ τῶν ἰδεῶν τῆς λέξεως . ἔστι δ ' εὐφορία κατὰ κρίσεις φαύλων ὀνομάτων : τοῦτο δικανικὸν ὄνομα , |
| δικαιοσύνῃ ἰσότης καὶ εὐγνωμοσύνη , τῇ δὲ ἀνδρείᾳ ἀπαραλλαξία καὶ εὐτονία . Ἀρέσκει δ ' αὐτοῖς μηδὲν μεταξὺ εἶναι ἀρετῆς | ||
| ἠξιώθησαν , τοῖς δὲ οὐδὲ μικρὰν ἰσχὺν ἐλπίσασι μεγίστη προσεγένετο εὐτονία . μαθέτωσαν δὴ πάντες οὗτοι μηδενὶ προσέρχεσθαι γνώμῃ τῶν |
| αὗται κατὰ τὰς ἐννοίας καὶ τὰ λοιπὰ καὶ λαμπρότητος . ἀκμαῖος μὲν οὖν ὁ λόγος οὐκ ἂν εἴη μόνως , | ||
| τῶν ὅλων , ἧς τῶν μερῶν μεταβαλλόντων νεαρὸς ἀεὶ καὶ ἀκμαῖος ὁ σύμπας κόσμος διαμένει . καλὸν δὲ ἀεὶ πᾶν |
| προσελθὼν τῷ Φωκίωνι , χρῆσόν μοι , ἔφη , τὴν ῥυπαρὰν χλαμύδα , ἣν εἰώθεις φορεῖν παρὰ τὴν στρατηγίαν . | ||
| : ἡ μὲν γὰρ Ἀφροδίτη τὴν νύμφην μοιχαλίδα τε καὶ ῥυπαρὰν σημαίνει , εἰ δὲ Σελήνη , χωρισμὸς γίνεται παρ |
| δὲ ὑπώρειαι τοῦ Καυκάσου καλοῦνται Κωλικὰ ὄρη . ἡ χώρα Κωλική . Κώμη . ἐν ταῖς μακραῖς ὁδοῖς μέσα χωρία | ||
| δὲ ὑπώρειαι τοῦ Καυκάσου καλοῦνται Κωλικὰ ὄρη . ἡ χώρα Κωλική . . Κόραξοι : ἔθνος Κόλχων πλησίον Κώλων . |
| ἢ σκελέων ὀδύνη γίνηται : λύει δὲ καὶ πυρετὸς ἢ δυσεντερίη . Κεφαλὴν περιωδυνοῦντι καὶ νοσέοντι , πύου ῥέοντος ἢ | ||
| τὰ τοιαῦτα . Τῇ Ἐπιχάρμου , πρὸ τοῦ τεκεῖν , δυσεντερίη ἦν : ὁ πόνος σφοδρός : ὑποχωρήματα ὕφαιμα , |
| . εἴδη δὲ αὐτῆς τρία : ἀκροχολία : πικρία : βαρυθυμία . ἔστι δὲ τοῦ ὀργίλου τὸ μὴ δύνασθαι φέρειν | ||
| ἀθυμία : ἄση : νέμεσις : δυσφορία : γόος : βαρυθυμία : κλαῦσις : φροντίς : οἶκτος . αʹ Ἔλεος |
| ἀλυκτοπέδη . . . . ἁλυκός : παρὰ τὸ ἅλα ἁλικός καὶ ἁλυκός , ὡς τριφάλεια τρυφάλεια . . . | ||
| . + . . . Ἁλυκός : παρὰ τὴν ἅλα ἁλικός καὶ ἁλυκός τροπῇ τοῦ ι εἰς υ , ὡς |
| . ὁ δὲ τόπος ὁ Φελεὺς ἦν ⌈ πετρώδης [ λιθώδης ] καὶ τραχύς ⌈ πάνυ : ⌈ καλοῦσι δὲ | ||
| μήτραν , ὁπότε παρακολουθεῖ πρόδηλος ὄγκος περὶ τὸ ἐπιγάστριον ἀπηνὴς λιθώδης μετὰ κατασπασμοῦ τῶν ὑπερκειμένων ὑποχονδρίων καὶ ἰσχνώσεως ἀχροίας τε |
| τις καὶ ἐνταῦθα σοφία : γλώττῃ μὲν οὐ πεποικιλμένη οὐδὲ καλλωπιζομένη λόγων δυνάμει , σιγῶσα δὲ εὖ μάλα καὶ δι | ||
| . . Τοῦτον Ἐφύρα μὲν ἤνεγκε , πόλις οὐ μόνον καλλωπιζομένη μύθοις πρὸς τὸ θαυμάζεσθαι , οἷα τῶν Ἑλληνίδων αἱ |
| ἐρεθισμοὶ , ἐπιεικέως τὰ παρ ' οὖς ἐπάρματα . Φάρυγξ ἐπώδυνος , ἰσχνὴ , μετὰ δυσφορίης , ὀλέθριον ὀξέως . | ||
| . Μέλεος , συνήθως μὲν ὁ ταλαίπωρος καὶ ἐπίπονος καὶ ἐπώδυνος : παρ ' Ὁμήρῳ δὲ καὶ ὁ μάταιος . |
| ἀπ ' αὐτῶν , ἐπειδὰν κινῆται , βαρὺς ὢν καὶ πληκτικὸς τὴν κεφαλὴν ἐνοχλεῖ : διὰ τοῦτο καὶ τὰς ἐμβάσεις | ||
| τῆς μήτρας . ὁ δὲ | οἶνος διὰ τὴν ἀποφορὰν πληκτικὸς καὶ καρώδης οὐ μόνον ἐπὶ τῶν οὕτω τρυφερῶν παίδων |
| βάσεις ποδῶν ἁπαλὰς ἔχουσα , παρὰ δὲ τοῖς πολλοῖς βροτῶν Ποδάγρα καλοῦμαι , γινομένη ποδῶν ἄγρα . ἀλλ ' εἶα | ||
| Πυθίου . ἤπιον , ὦ πάνδημε , φέροις ἄλγημα , Ποδάγρα , κοῦφον , ἐλαφρόν , ἄδριμυ , βραχυβλαβές , |
| ἐχαλέπαινον εὐθὺς φθεγξαμένοις καὶ οὐδὲ γρύζειν ἐπέτρεπον . ἐπεὶ δὲ καθέστασάν ποτε καὶ ἡσυχία ἐγένετο , παρήγαγον κἀμέ . καὶ | ||
| ἐχαλέπαινον εὐθὺς φθεγξαμένοις καὶ οὐδὲ γρύζειν ἐπέτρεπον . ἐπεὶ δὲ καθέστασάν ποτε καὶ ἡσυχία ἐγένετο , παρήγαγον κἀμέ . καὶ |
| οὐσία . ἀλλ ' εἰ τῆς τοῦ φωτὸς ἀφθαρσίας οὐ συναπολαύει ἡ δύναμις ἡ αἰσθητική , οὐδὲ τῆς τοῦ νοῦ | ||
| ἔστιν , ἀλλ ' ἐπειδὴ χρῆται ὅλως ὀργάνοις σωματικοῖς , συναπολαύει τούτοις τοῦ πάθους . καὶ τοῦτο φανερὸν ἐπὶ τῶν |
| οὐχ ὑπομείνασαν τὸ μέγεθος τῆς περιστάσεως τελευτῆσαι καὶ τὸ βρέφος ἐκτρῶσαι πρὸ τοῦ καθήκοντος χρόνου . καὶ τοῦτο μὲν τὸν | ||
| ἀκρωτηρίων ψύξις , κακόν . Ἐν γαστρὶ ἐχούσῃ τεινεσμὸς ἐπιγενόμενος ἐκτρῶσαι ποιέει . Ὅ τι ἂν ὀστέον , ἢ χόνδρος |
| ἦχον τὸν γινόμενον κατὰ τὴν πνοὴν τὸ ὄνομα γέγονε . Βροντή , παρὰ τὸ βρομῶ βρόμος : κυρίως δὲ ἐπὶ | ||
| Βοῤῥᾶς : ἴσως διὰ τὸ βίᾳ ῥεῖν καὶ ῥάσσεσθαι . Βροντή : ὡς οὖσα βαρεῖα τῇ φωνῇ . Βοῦς : |
| Ἀρείας τῆς Κλεόχου . . . Καὶ Ἀριστόκριτος φησὶν ὅτι Ἀρεία θυγάτηρ ἐγένετο Κλεόχου , ἧς καὶ Ἀπόλλωνος γενέσθαι βρέφος | ||
| . Τῶν οὖν ἐν τῇ Ἀρείᾳ διασημοτέρων πόλεων ἡ μὲν Ἀρεία τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχει ὡρῶν ιδ γιβʹ , καὶ |
| πολυσκώμμων , πολυτελής , πολύτιμος , πολυειδής , πολυγενής , πολύμορφος , πολυανθής , πολυσχήμων . ἐκ δὲ τοῦ μισο | ||
| ὀνομάτων φύσις παντοδαπή , παρὰ δὲ τὰς τῶν ὀνομάτων ἁρμονίας πολύμορφος ὁ λόγος : ὥςτε πολλὴ ἀνάγκη καλὴν μὲν εἶναι |
| : ὁ δὲ φλοιὸς αὐτῆς ἔχει τι καὶ ῥυπτικόν . Ὄξος μικτῆς οὐσίας ὑπάρχει ψυχρᾶς καὶ θερμῆς , ἀμφοῖν λεπτομερῶν | ||
| δὲ ἀγαθά : βέλτιον δὲ θέρμη πρὸς τὰ πλεῖστα . Ὄξος δὲ χρωτὶ μὲν καὶ ἄρθροισι παραπλήσιον θαλάσσῃ καὶ δυνατώτερον |
| . καὶ ἀδίκους . καὶ ὑπερηφάνους . Ὕπνος : ὁ σωματοειδὴς θεός . καὶ ἡ ἐνέργεια . καὶ μεταφορικῶς ὁ | ||
| καὶ ἀνέστιος ὁ ἄοικος . παρ ' Ἡσιόδῳ καὶ ἡ σωματοειδὴς θεὸς Ἑστίην καὶ Δήμητρα καὶ Ἥρην χρυσοπέδιλον . ὣς |
| δοῖος : μνοῖος ὁ ἰπνός : γλοῖος ἡ κόπρος : Βοῖος τὸ ἔθνος , δηλοῖ δὲ καὶ ὄνομα κύριον φλοιός | ||
| . Φιλόχορος δέ φησιν ὑπὸ Ἄρεος τὸν Κύκνον ὀρνιθωθῆναι . Βοῖος δὲ περὶ γεράνου φησὶν ὅτι ἦν τις παρὰ Πυγμαίοις |
| ἐγὼ ἐννοήσας ποτὲ ὡς ἡ Σπάρτη τῶν ὀλιγανθρωποτάτων πόλεων οὖσα δυνατωτάτη τε καὶ ὀνομαστοτάτη ἐν τῇ Ἑλλάδι ἐφάνη , ἐθαύμασα | ||
| ἐν τοῖς ὅλοις Ὅμηρος ὑποσημαίνει : Ζεὺς γάρ , ἡ δυνατωτάτη φύσις , ὑπὸ τῶν ἄλλων ἐπιβουλεύεται στοιχείων , Ἥρας |
| δὲ ἐφ ' ἡγεμονίας τεταγμένος , ὑπελήφθη δραστικὸς εἶναι καὶ φιλότεχνος ἐκ τοῦ πρὸς ἕκαστον τῶν καιρῶν ἐπινοεῖσθαί τι τῶν | ||
| τῆς Ῥώμης πόλεις ἔσχον . μεγαλόφρων γὰρ ὢν μᾶλλον ἢ φιλότεχνος ὁ Μόμμιος , ὥς φασι , μετεδίδου ῥᾳδίως τοῖς |
| τοῦ σώματος τὸ βοήθημα , κᾂν ἐν τοῖς ὀστέοις ᾖ ῥυπαρία . φθισικοὺς δὲ τοὺς ἐκ πάντων ἀπηγορευομένους ἀπὸ τοῦ | ||
| . 〛 ἐπειδὴ ῥυπαρὸς οὗτος ὁ τόπος : ὅπου δὲ ῥυπαρία , κόρεις εἰσίν . . ὁ Ἡρακλῆς πρὸς τὸν |
| , πλησιάζει δὲ μᾶλλον τοῖς χείροσιν αὐτῶν καὶ τοῖς μήπω διηρθρωμένον ἔχουσι τὸ εἶδος ἅτε ἀμυδροτέραν ἔχουσι δύναμιν καὶ οὐ | ||
| τε ὑπάρχον καὶ τοῖς μεγέθεσι τοῖς καθ ' ἕκαστον φθόγγον διηρθρωμένον καὶ διεστὼς , ὥσπερ κατὰ σωρείαν καὶ οὐ κατ |
| ἀφραδέως ] τοῖς γὰρ συνετοῖς ἀλάθητος ἔσται τοιοῦτος ὀπὸς προπινόμενος πάσηται ] γεύσηται , λείπει δὲ τὸ τίς ἐμπληγέες ] | ||
| γε μὲν οὐλόμενόν γε ποτὸν κορίοιο δυσαλθές ἀφραδέως δεπάεσσιν ἀπεχθομένοισι πάσηται , οἱ μέν τ ' ἀφροσύνῃ ἐμπληγέες οἷά τε |
| . ἔστι δὲ τὰ τοιάδε οἷον γλυκύτης καὶ πικρότης καὶ στρυφνότης καὶ πάντα τὰ τούτοις συγγενῆ , ἔτι δὲ καὶ | ||
| χυμὸς ὀνομάζεται . εἰσὶ δὲ ποιότητες ὀξύτης , αὐστηρότης , στρυφνότης , δριμύτης , ἁλυκότης , γλυκύτης , πικρότης . |
| οὐ μόνον ἀνόνητον , ἀλλὰ καὶ ζημίας καταστήσει μοι πρόφασιν πενομένης με γυναικὸς ποιῶν κηδεστὴν τοῖς ἡμετέροις εἰς ἀποτροφὴν κεχρημένης | ||
| μόνον βραχεῖαν εὐφροσύνην αἱρεῖται ; νόμιζε δὴ τοὺς ἐκ τῆς πενομένης σοι παῖδας ὁρᾶν ἀπορίᾳ σιτίων δακρύοντας νῦν μὲν εἰς |
| κατὰ στοῖχον , ἡ δὲ ἄλλως δασεῖα δένδροις οὐχ ἡμέροις ὁρκάνη . εἰ δέ τις καύσειε τὴν ὕλην , τὸ | ||
| φυλακή . ὁρκάνη γὰρ εἶδος δικτύου ἢ ἀφανισμός . θ ὁρκάνη ] εἶδος δικτύου ὃ καλεῖται σαργάνη . ὁρκάνη ] |
| ' , ἐπινοίας τήνδ ' ἕλε Νικοκρέων τετράκερων ἔλαφον . Αἰτίαν δὲ ὁ αὐτὸς λέγει τοῖς ἐλάφοις τῆς τῶν κεράτων | ||
| βάσιν σήν . Εἰς ὅσον γ ' ἐγὼ σθένω . Αἰτίαν δὲ πῶς Ἀχαιῶν φεύξομαι ; Μὴ φροντίσῃς ; Τί |
| διάῤῥοιαι χολώδεες , λεπτοῖσι , πολλοῖσιν , ὠμοῖσι , καὶ δακνώδεσιν : ἔστι δ ' οἷσι καὶ ὑδατώδεες : πολλοῖσι | ||
| κοιλίη ἐταράχθη χολώδεσιν , ὀλίγοισιν , ἀκρήτοισι , λεπτοῖσι , δακνώδεσιν : πυκνὰ ἀνίστατο . Ἀφ ' ἧς δὲ παρέκρουσε |
| αἱ τοῦ Κενταύρου ἁγναὶ κόραι ἀνέθρεψαν . πὰρ Χαρικλοῦς : Χαρικλὼ γυνὴ Χείρωνος , θυγά - τηρ Ἀπόλλωνος ἢ ὥς | ||
| ὑφ ' ὧν ἐτράφη ὁ Ἀχιλλεύς : ὧν ἡ μὲν Χαρικλὼ γυνὴ Χείρωνος , Φιλύρα δὲ μήτηρ . λίπτοντα : |
| εὐσύνοπτα . Ἀνατέλλων οὖν ὁ ἀστὴρ χρυσοειδὴς εἰς ἅπαντα γίνεται σύμφορος : εὐφορίαν γὰρ καὶ τὰ κάλλιστα τῇ χώρᾳ μηνύει | ||
| πλοῦτον μὲν ἔχειν ἀγαθοῖσιν ἔοικεν , ἡ πενίη δὲ κακῶι σύμφορος ἀνδρὶ φέρειν . Ὤ μοι ἐγὼν ἥβης καὶ γήραος |
| τόν τε Πέρσην ἐς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων ἐτύφωσε τηλικούτων ἔργων εὐπραγία . ὡς δὲ ταῦτα τῷ Ἀλεξάνδρῳ ἐδηλώθη χαλεπῶς νοσοῦντι | ||
| καὶ ἐρώντων ἡδονὴ καὶ ὅλως ἡ ἐπὶ παντὶ τῷ γιγνομένῳ εὐπραγία . γῆν ὅτε ἂν καταλίπῃ τύχη , τότε καὶ |
| ἐν καλῷ σώματι , νέα ἐν νέῳ , ἀνθοῦσα ἐν ἀνθοῦντι , τὴν μὲν ἔχουσα ἀγλαΐαν ἤδη , τὴν δὲ | ||
| , οὕτως καὶ τοῖς ἀπὸ τῶν φυτῶν ὡς τῷ σκολύμῳ ἀνθοῦντι πρότερον , καὶ νῦν τοῖς φύλλοις τῆς συκῆς . |
| ἀντίθεον Πολύφημον , ὅου κράτος ἐστὶ μέγιστον πᾶσιν Κυκλώπεσσι : Θόωσα δέ μιν τέκε νύμφη , Φόρκυνος θυγάτηρ , ἁλὸς | ||
| θάλασσαν . ἁ μάτηρ : ἡ Θόωσα . Ὅμηρος : Θόωσα δέ μιν τέκε μήτηρ . ἀδικεῖ με : ὅτι |
| γὰρ εὐχαὶ τὰς κείνης εὔξατ ' ἐπ ' ἠιόνος . Δάκρυα καὶ κῶμοι , τί μ ' ἐγείρετε , πρὶν | ||
| μὴ ἐῶσα τραφῆναι , ποιεῖ τοὺς γαλιάγκωνας . ιζʹ . Δάκρυα ἐν τοῖσιν ὀξέσι τῶν φλαύρως ἐχόντων , ἑκόντων μὲν |
| ἔχει ὅτι οἰστρηθεῖσα ὑπ ' ἔρωτος δίκην βοὸς ἐπλανᾶτο . ταυροπάρθενον σόλοικον φαίνεται , εἰ μὴ οὕτως εἴπῃ τις * | ||
| ταυρομόρφῳ πλοίῳ . οὐ γὰρ ἀρρενόθηλυς ἦν ὥστε λέγειν αὐτὴν ταυροπάρθενον : οὐ γὰρ ταῦρος ἐγένετο , ἀλλὰ βοῦς . |
| τὸ ἐγκάρδιον αὐτῆς : αἴτιον δὲ ὅτι ἀπευκοτέρα καὶ ἧττον ἔνδᾳδος καὶ λειοτέρα καὶ εὐκτεανωτέρα . γίνεται δὲ ἐν τοῖς | ||
| δὲ θηλείας ἐάν τινα τῶν ῥιζῶν λάβωσιν : ἅπασα γὰρ ἔνδᾳδος πεύκη ταῖς ῥίζαις . καλλίστη δὲ πίττα γίνεται καὶ |
| δορατοφόρος ἐν ἱππικῇ , ἐκ διαστήματος δέ , ὡς ἡ τοξικὴ καὶ ἀκοντιστική . καὶ τούτων ἑκάστη ἤτοι ταχεῖα ἢ | ||
| δὲ τύχῃ , τέλος . οὕτως οὖν καὶ κυβερνητικὴ καὶ τοξικὴ οὐκ ἀπὸ τῶν τελῶν ὁρίζονται . οὐ γὰρ ἀεὶ |
| τοῦ δ ' ἀναρίτου Ἴβυκος . καλεῖται δ ' ὁ ἀναρίτης καὶ ἀνάρτας . κοχλιῶδες δὲ ὂν τὸ ὄστρεον προσέχεται | ||
| Ἡρώνδας δ ' ἐν Συνεργαζομέναις : προσφὺς ὅκως τις χοιράδων ἀναρίτης . Αἰσχύλος δ ' ἐν Πέρσαις τις ἀνηρει τοὺς |
| σπερμάτων χείρω διὰ ταύτας τὰς αἰτίας . Ἡ δ ' ἐπέτειος βλάστησις , αὕτη γὰρ οἷον δευτέρα γένεσίς ἐστιν , | ||
| γίνεται μετὰ τὴν βλάστησιν : τὸ δ ' ὅλον οὐκ ἐπέτειος ἡ τούτων , ἀλλ ' εἰς πλείω χρόνον ἡ |
| Λύχνος ἐπικαλουμένη , καὶ Εὔκλεια , καὶ Γρυμαία , καὶ Θρυαλλὶς , ἔτι Χίμαιρα καὶ Λαμπάς . : Σὺ δὲ | ||
| Λύχνος ἐπικαλουμένη , καὶ Εὔκλεια , καὶ Γρυμαία , καὶ Θρυαλλὶς , ἔτι Χίμαιρα καὶ Λαμπάς . : Σὺ δὲ |
| ' ἄρτον : ἐπὶ τῶν τὰ δεύτερα τισὶ διδόντων . Ἀγαθώνειος αὔλησις : ἡ ἡδίστη καὶ εὐφραντή . Ἀνδριὰς σφυρήλατος | ||
| , μυρίας προφάσεις καὶ σκήψεις εἰς τὸ ῥᾳστωνεύεσθαι ἐπινοοῦντες . Ἀγαθώνειος αὔλησις : ἡ μήτε χαλαρὰ μήτε πικρὰ , ἀλλ |
| πάγοι αἱ ἐξοχαὶ τῶν πετρῶν καὶ τῶν ὀρῶν : “ σπιλάδες τε πάγοι τε . ” πάγχυ παντελῶς . παιδνός | ||
| : αἱ κοιλάδες αἱ ὑπὸ τὰς πέτρας . σπήλυγγες : σπιλάδες . ἐβόμβεον : ἤχουν . ὅθεν καὶ βομβυλιὸς εἶδος |
| ἄπεπτον , καὶ ποιεῖ τὴν διάρροιαν . αὕτη δὲ ἡ διάρροια εἰς οὐδὲν λυσιτελεῖ τοῖς ὑδεριῶσιν , ὅθεν ἐπιφέρει λέγων | ||
| ἄνω καὶ εἰ , πρὸς πλησμονήν τινα γινόμενος , ἡ διάρροια ἐπιγίνεται αὐτῷ : ταῦτα πάντα ἀνερέσθαι χρή , ὅπως |
| ἐμπέσῃ τὸ καταπληκτικὸν θηρίον ἢ ἐπιβάλῃ . * ὑποζοφόωσα : σκοτώδης * ἄκροθεν οὐρή : κατὰ τὸ ἄκρον ἡ οὐρά | ||
| . ὁ μὲν γὰρ ἥλιος φαεινός , ὁ δὲ ἀὴρ σκοτώδης καὶ ἐναντίος τούτου ἐστίν . ἣν Ὕδραν , ἤγουν |
| , ἐφεστρίδες ἀμφιεστρίδες χλαῖναι , ἐπιβόλαια δάπιδες τάπιδες ψιλοδάπιδες , ξυστίδες χρυσόπαστοι , ὡς Εὔβουλος ταῖς ξυστίσιν ταῖς χρυσοπάστοις στόρνυται | ||
| σκηναὶ χρυσαῖ κατεσκευασμέναι πᾶσι τοῖς χρησίμοις , πολλαὶ δὲ καὶ ξυστίδες καὶ κλῖναι πολυτελεῖς ; ἔτι δὲ καὶ κοῖλος ἄργυρος |
| ἐπὶ ἀψύχων . καὶ σχῆμα μέν ἐστιν ἡ παντὸς ὄγκου ἀποπεράτωσις , μορφὴ δὲ ἡ τοῦ ζῴου ὅλου ἀποπεράτωσις . | ||
| τις , ὅτι περιγραφὴ τοῖς σώμασι συμφυὴς ἡ τῶν σχημάτων ἀποπεράτωσις , ἀφοριζομένη κατὰ τὴν οὐσιώδη διάστασιν καὶ φυσικὴν καὶ |
| . ἐστὶ δὲ καὶ γένος λίθου φάγρος . ἡ γὰρ ἀκόνη κατὰ Κρῆτας φάγρος , ὥς φησι Σιμίας . χάνναι | ||
| . ὃ δοκῶ περὶ τῶν ἀνδρῶν , τοῦτό μοι ἡ ἀκόνη ἡ παροξύνουσα καὶ παρορμῶσα . δόξαν ἔχω ἕως ἔτικτεν |
| περιπεπηγὼϲ φορυτῷ τε καὶ καλάμοιϲ , δριμυτάτη δέ ἐϲτι καὶ θερμαντικὴ ἐγγὺϲ τοῦ καίειν ἔξωθεν προϲτιθεμένη ϲὺν ἄλλοιϲ : εἴϲω | ||
| ἔνιοι δὲ αὐτὴν ψευδοκινάμωμον ὀνομάζουϲιν . Κιρκέαϲ ἡ μὲν ῥίζα θερμαντικὴ καὶ εὐώδηϲ ἐϲτίν , ἥτιϲ ϲὺν οἴνῳ πινομένη ὑϲτέραϲ |
| , συνθλίβομαι ) . ⌈ στράγξ ἐστιν . . . σταλαγμός , ⌈ καὶ κλίνεται στραγγός : ἀφ ' οὗ | ||
| λέγειν μέλλοντος ἄρχεται εἶπεν λέξεων μὲν ποταμός , νοῦ δὲ σταλαγμός . . π . ποιημ . [ . . |
| χαλεπώτεροί εἰσι τοῖς ἑκοῦσι κακὰ ἐργαζομένοις καὶ ψευδομένοις ἢ τοῖς ἄκουσιν . Ὁρᾷς , ὦ Ἱππία , ὅτι ἐγὼ ἀληθῆ | ||
| ἑκόντα ἑκοῦσιν ἐπιβάλλοντας οὐδὲν αἰσχυνομένοις , ἀλλὰ ἀνθρώποις αἰσχυνομένοις καὶ ἄκουσιν οἰστρῶντας καὶ ἀκολάστους ἀνθρώπους ἐπ ' ἀτελεῖ καὶ ἀκάρπῳ |
| κατὰ Ῥωμαίων ὁδὸν ἐς ἐπιχείρησιν , οὐδ ' ἡττώμενος , παρέλειπεν , ὃς καὶ Σαυνίταις καὶ Κελτοῖς συνετίθετο καὶ ἐς | ||
| σχεδὸν ἀχρόνως αἰσθανόμεθα . διὰ δὲ τὸ ἐναργῆ αὐτὰ εἶναι παρέλειπεν . ἑξῆς δὲ ὅταν λέγῃ “ τὰ δὲ γεννώμενα |
| κυανέης ἰδέειν ὑποφαίνεται , ἀλλ ' ἄρα πᾶσα ἀργεννὴ χιόνεσσιν ἐπασσυτέραις κεκάλυπται : ὣς τότ ' ἀπειρεσίῃσι περιπληθὴς ἀγέλῃσι φαίνεται | ||
| κοῦφαι γὰρ ἀφαυροτέροισι κέλευθοι . τοῖσιν δ ' ὁρμιὴ μὲν ἐπασσυτέραις ἀραρυῖα θωμίγγων ξυνοχῇσι πολυστρεφέεσσι τέτυκται , ὅσσος τε πρότονος |
| . . . . . . . . . . Λιμήν χωστὸς ὑπόκειται καὶ Λέχαιον λεγομένη πόλις . . . | ||
| καὶ Λιλυβαιίτης καὶ Λιλυβηίς . Λιμενῶτις , χερρόνησος Κελτική . Λιμήν , ὁ ὕφορμος τόπος . καὶ λιμενίτης ὁ ἐν |
| βασιλείας μὲν τῆς αὐτῆς , ἀκμάζουσα δὲ τοῖς ἀπὸ τῆς Ἀριακῆς εἰς αὐτὴν ἐρχομένοις πλοίοις καὶ τοῖς Ἑλληνικοῖς : κεῖται | ||
| . . . . . ριβ ∠ ʹ ιϚ : Ἀριακῆς Σαδινῶν Σουπάρα . . . . . . . |
| ὕδασι ναματιαίοις διαρρεῖται , δένδρων δὲ παντοδαπῶν καὶ μάλιστα καρπίμων πληθύει : καὶ τὸν μὲν ἀέρα τῇ κράσει παραπλήσιον ἔχει | ||
| τῆς ἐμῆς ἢ συμμάχων . ἔα : τί νεκρῶν τῶνδε πληθύει πέδον ; οὔ που λέλειμμαι καὶ νεωτέρων κακῶν ὕστερος |
| χαρίτων μὲν ὄζει , καλλαβίδας δὲ βαίνει , σησαμίδας δὲ χέζει , μῆλα δὲ χρέμπτεται . Ἀντιφάνης Δευκαλίωνι : σησαμίδας | ||
| Εὔπολις ἐν Κόλαξιν : καλλαβίδας δὲ βαίνει , σησαμίδας δὲ χέζει . θερμαυστρίς , ἑκατερίδες , σκοπός , χεὶρ καταπρηνής |
| Ἄμφη καὶ Ἀστράβη . κέκληται δὲ ἀπὸ τοῦ Κάσου τοῦ Κλεόχου πατρός . ἀπῴκισται δὲ τῆς νήσου καὶ τὸ ἐν | ||
| ἦν . Οἱ δέ φασιν αὐτὸν Ἀπόλλωνος καὶ Ἀρείας τῆς Κλεόχου . . . Καὶ Ἀριστόκριτος φησὶν ὅτι Ἀρεία θυγάτηρ |
| τίς πάτρα ; τίς ἡ στολή ; ˈ τίς ἡ τάραξις τοῦ βίου ; τί βάρβιτος ˈ λαλεῖ κροκωτῶι ; | ||
| ὄψεως ὀργάνοις , ἤδη ἐροῦμεν . Τῶν ὀφθαλμῶν οὖν πάθη τάραξις καὶ ὀφθαλμία , καὶ φλεγμονὴ καὶ ῥεύματος ἐπιφορά . |
| τῇ ἐφ ' ἧς ἐβεβήκεσαν . Ἐκεῖ δὲ χρόα ἡ ἐπανθοῦσα κάλλος ἐστί , μᾶλλον δὲ πᾶν χρόα καὶ κάλλος | ||
| μηκυνομένη καὶ ὠχριῶσα , ῥαγὶ παραπλήσιος . σῦκον σὰρξ ἑλκώσει ἐπανθοῦσα , ἄνωθεν πλατυνομένη , ἐπίπονος , βουβῶνας ἐγείρουσα . |
| παρὰ τὸ ἀλέγειν . τρέσσε δ ' ἠύτε τις : κεμάς ἐστιν ἡ νέα ἔλαφος . διαφορὰν δέ φασιν εἶναι | ||
| κραυγῆς , κυνηγεῖ . “ κελαδεινὴ Ἄρτεμις ἀγροτέρη . ” κεμάς . τῶν ἅπαξ εἰρημένων . οἱ μὲν ἐλάφου γένος |
| ἀφιεῖσα . ἔφηλις πάθος ἐν προσώπῳ , ὑποπέλιδνος ἐπιδρομή , ἀφανίζουσα τὸ κατὰ φύσιν χρῶμα . ἴονθοι ἀνθήματα ψυδρακίοις ἐοικότα | ||
| παρὰ τὸ ἐμπαθὲς διὰ τοῦ πάθους ὡς σκότους βαθέος αὐτὸ ἀφανίζουσα . ταῦτα εἰπὼν ἐπάγει πάλιν τὸν ὅρον φρονήσεως ὡς |
| κατεχύθη λεπτὸν , ὠχρὸν , μελανέον : ὄμματα αὐχμηρὰ , καρώδεα , ἐνδεδινημένα , ἀτενίζοντα . Ἐν Καρδίῃ , τῷ | ||
| κωματώδεες , σπασμώδεες , ὀλέθριοι . Τῇσιν ἐπιφόροισι κεφαλαλγικὰ , καρώδεα μετὰ βάρεος γινόμενα , φλαῦρα , ἴσως δὲ ταύτῃσι |
| πρόσφατος καὶ λευκὴ ἄγαν καὶ ἄρριζος στύφουσά τε εὐτόνως καὶ ἄλιθος , ἔτι δ ' οὐ πεπιεσμένη βωληδὸν ἢ σχιδακηδόν | ||
| Μίλτος Σινωπικὴ κρατίστη ἡ πυκνὴ καὶ βαρεῖα , ἡπατίζουσα , ἄλιθος , ὁμόχρους , πολύχυτος ἐν τῇ ἀνέσει . συλλέγεται |
| ἄχυρα καὶ χνοῦν , ἐν δὲ Δαναΐσι τῶν χειρῶν ἔργα μνοῦς ἐστιν . τὰ μὲν οὖν τυλεῖα καὶ τὰ κνέφαλλα | ||
| ποτὸν , καί μιν ἤν τις ἐπαφήσαιτο , μαλθακὸς ὡς μνοῦς ἐστιν , ἔστι δ ' ὅτε ἀντιτυπεύμενος : ἀερθεὶς |
| ωτης ποιεῖ τὰ ἐθνικά , Σικελιώτης Πηλιώτης . λέγεται καὶ Ἀμβράκιος καὶ Ἀμβρακία ἡ γυνή . τὸ δ ' Ἀμβρακία | ||
| τὰ ἐθνικά , οἷον Σικελιώτης Πηλιώτης Ἀμβρακιώτης . λέγεται καὶ Ἀμβράκιος καὶ Ἀμβρακία ἡ γυνή . Τὸ δ ' Ἀμβρακία |
| γηγενέτας δόμος οὐκέτι νύκτα δέρκεται , ἀελίου δ ' ἀναβλέπει λαμπάσιν . μῆτερ , παρών μοι καὶ πατὴρ μετασχέτω τῆς | ||
| , ὁ ταύτης πατὴρἡ γὰρ θάλασσα δυσχερῆ ταύτην ἐποίει , λαμπάσιν πάλιν αὐτὴν ἀνεζώωσεν ἤγουν ἡλίου κινήσεσι καὶ χρόνοις πάλιν |
| ἦλθέ πω σίδηρος , ἀλλ ' ἀκήρατον μέλισσα λειμῶν ' ἠρινὴ διέρχεται , Αἰδὼς δὲ ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις , ὅσοις | ||
| ὅσα τοῖς θερμοῖς ἀρδευόμενα βελτίω καθάπερ ἥ τε μηλέα ἡ ἠρινὴ καὶ ὁ μύρρινος : καὶ γὰρ οὕτως ἀπύρηνος ὥσπερ |
| καθῆραν , ᾔσθετο καὶ ἐμνημόνευσεν : ἀλλὰ καὶ ὅτι τόδε ἑλλέβορος τὸ πάλιν καθῆραν , ᾔσθετο αὖθις καὶ ἐμνημόνευσε , | ||
| . . , . Ἐκ τῶν Ἀρίστωνος Ὁμοιωμάτων . ὁ ἑλλέβορος ὁλοσχερέστερος μὲν ληφθεὶς καθαίρει , εἰς δὲ πάνυ σμικρὰ |
| μέσαις ταῖς ἀγοραῖς ; ταῦτα γὰρ ἅπαντα , οἶμαι , τύρβη καὶ ὄχλος καὶ βαναυσία , καὶ ἀρχαῖα μὲν τὰ | ||
| ἀπελήλανται εἰς ἄλλον τόπον , ὡς μὴ μιγνύηται ἡ τούτων τύρβη τῇ τῶν πεπαιδευμένων εὐκοσμίᾳ . διῄρηται δὲ αὕτη ἡ |
| ἀμύμονος , ἣν ἀφικάνω : ἦ μέν τοι τάδε πάντα τελείεται ὡς ἀγορεύω . τοῦδ ' αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ | ||
| μὲν ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυθοι γίνοντ ' , οὐδέ τι πάντα τελείεται ἀνθρώποισι . δοιαὶ γάρ τε πύλαι ἀμενηνῶν εἰσὶν ὀνείρων |
| , εἰ μὴ παραβληθείημεν τῇ Ἑλένῃ . ἥ γε μὴν νεολαία ἐστὶ κυρίως ὁ ἐκ νέων λαός . ὅτι δὲ | ||
| στυγερὰ καὶ μισητή τις ἀχλὺς καὶ θλίψις . πᾶσα γὰρ νεολαία καὶ ἡ τῶν Περσῶν ἡλικία καὶ νεότης ἐξαπόλωλε καὶ |
| παρὰ τὴν παιπάλην , τουτέστι τὸ ἄλευρον , εἰπὼν ” καταπαττόμενος “ . ἀναπαιστικοὶ τετράμετροι καταληκτικοὶ ιβʹ . παρακελεύεται τὸν | ||
| λατύπης , ἣν ἔφαμεν παιπάλην καλεῖσθαι , γενήσομαι παιπάλη . καταπαττόμενος : τῇ χιόνι παττόμενος , ἐὰν αἱ Νεφέλαι διέλθωσιν |
| ταῖς Ἡροδότου καθυστερούσαις τῶν χρόνων Εὐριπίδου ; σταθμός ] στρατιωτικὴ κατάλυσις . σταθμὸς καὶ αἱ καταλύσεις καὶ τὰ καταγώγια τῶν | ||
| ἀλλ ' ἀπαλλαγάς . τίς οὖν ἡ βεβαία τοῦ πολέμου κατάλυσις ἔσται καὶ τί παρασχόντες εἰς τὰ πράγματα ἑκάτεροι νῦν |
| . Δεῖ τοίνυν εἰδέναι , ὡς ἡ τῶν μυῶν οὐσία ἰνώδης ἐστὶ καὶ σαρκώδης . καὶ διὰ μὲν τοῦ σαρκώδους | ||
| παχεῖα καὶ λεία καὶ σαρκώδης , ἡ δὲ λεπτὴ καὶ ἰνώδης . διόπερ ἀπορήσειεν ἄν τις εἰ ῥίζας τὰς τοιαύτας |
| δῆλον ὅτι κατὰ τὴν τῶν μερῶν ἀνωμαλίαν , οἷον τῶν σιτωδῶν πυρὸς κριθῆς στενοφυλλότερον καὶ λειοκαυλότερον καὶ πυκνότερον καὶ γλισχρότερον | ||
| εἰρημένα . Τὴν δὲ ἄνθησιν πολυχρονιωτέραν ποιοῦνται τὰ χεδροπὰ τῶν σιτωδῶν ὅτι τῶν μὲν ἀσθενὲς τὸ ἄνθος : εἴρηται δὲ |
| , παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ⌋ ὄλβος : ὀδμὰ δ ' ἐρατὸν κατὰ ⌋ χῶρον κίδναται ⌊ † | ||
| . ἰδιοπεποιημένη ἡ φωνή . . τίς ἀχὼ , τίς ὀδμὰ ] ἴσως αἱ Ὠκεανίδες εὐωδίας ἔπνεον . αἰσθητὴ δὲ |
| ἐγκοιμᾶσθαι . . . . , . . Ι . πολύδωρος Πηνελόπεια . † ) ἡ πολλοῖς δώροις γαμηθεῖσα . | ||
| φίλον θάλος , ὃν τέκον αὐτή , οὐδ ' ἄλοχος πολύδωρος : ἄνευθε δέ σε μέγα νῶϊν Ἀργείων παρὰ νηυσὶ |
| κραιπνοὶ τελέθουσαι αὐτοῖσιν φορέουσιν ἴσον τάχος οἰωνοῖσιν . οὐδὲ μὲν ὀρνίθεσσιν ὁμοίϊος ἀμβαδὸν εὐνή , Βάκτριον οἷα δὲ φῦλον ἔχουσιν | ||
| , ἄχθεα θαυματὰ χερσὶ καὶ ὤμοισιν φορέοντας ἱπταμένους γυίοις ἐναλίγκιον ὀρνίθεσσιν , πιλναμένους τε νέφεσσιν ἐπ ' ἠνεμόεντι πετεύρῳ . |
| , καὶ γίνεται παχύς . πλὴν μηδὲν τῶν τῆς ὄρνιθος καταλειπτέον , μόνον δὲ τὰ ἔνδοθεν αὐτῆς σὺν τοῖς ἐντέροις | ||
| συγχωρητέον , οὔτε τῷ γενομένῳ τὴν εἰς ὄλεθρον μεταβολὴν ἀβοήθητον καταλειπτέον . Πόθεν οὖν ἐκ τῶν Ἀριστοτέλους λάβοιμεν ἂν βοήθειαν |
| καὶ πιττωθέντοϲ τοῦ πώματοϲ πρὸϲ τῷ μηδαμόθεν διαπνεῖϲθαι , τονικὴ ἐκλύτου γαϲτρὸϲ ἡ τοιαύτη γίγνεται καὶ τοὺϲ ἀνορέκτουϲ ἐπεγείρει πρὸϲ | ||
| βίου τιθήνη , πολεμία λιμοῦ , φύλαξ φιλίας , ἰατρὸς ἐκλύτου βουλιμίας , τράπεζα . περιέργως γε νὴ τὸν οὐρανόν |
| δὲ παρὰ ἀμιχθόεις , τὸ θηλυκὸν ἀμιχθόεσσα , ὡς αἰθαλόεις αἰθαλόεσσα καὶ αὐδήεις αὐδήεσσα , καὶ παιπαλόεις παιπαλόεσσα καὶ πλεονασμῷ | ||
| μηλινόεσσα καὶ αἰόλος , ἄλλοτε τεφρή , πολλάκι δ ' αἰθαλόεσσα μελαινομένη ὑπὸ βώλῳ Αἰθιόπων , οἵην τε πολύστομος εἰς |
| καὶ χαλκὸς καὶ σίδηρος , πάντα ὁμότιμα ἤγετο , ὁμοίως ἐγγείοις ὀχήμασι καὶ ναυτικοῖς . ὡς δ ' εἰς ταυτὸν | ||
| πατρίς ἐστιν ἀνθρώπου , καὶ ὅπερ τοῖς πᾶσι ζώοις τοῖς ἐγγείοις ἐστὶν ἡ πᾶσα γῆ , τοῦτο ἥδε νενίκηκεν εἶναι |
| , ὅθε καὶ πάσασθαι τὸ φαγεῖν : καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀπόπατος ἡ ἔκκρισις καὶ τὸ ἀποσκυβάλισμα τοῦ πάτου καὶ τῆς | ||
| καὶ ὁκόταν ἀποπατήσῃ , ὀδύναι ἴσχουσιν ὀξέαι , καὶ ὁ ἀπόπατος προέρχεται ὑπὸ βίης σμικρὸς , καὶ τὸ οὖρον στάζει |
| μετὰ δὲ τὸ λουτρὸν ἔστω σοι καὶ ἡ πᾶσα δίαιτα ὑγραίνουσα . κατὰ βραχὺ πινέτωσαν καὶ τὰς ἀπὸ λουτροῦ ἀναθυμιάσεις | ||
| τὸ δακνῶδες τῶν χυμῶν : μέγιστον δ ' ἴαμα ἡ ὑγραίνουσα δίαιτα . χρὴ οὖν ὅτι μάλιστα διά τε πτισάνης |
| . οἱ πλεῖστοι μὲν οὖν τούτων ἐν ταῖς ἀκρωρείαις αὐταῖς ἄρκυσι καὶ ἀκοντίοις καὶ ποδάγραις αἱροῦνται , σοφίᾳ δὲ ἄρα | ||
| ἀντιτυπίᾳ . οἱ πλεῖστοι μὲν τούτων ἐν ταῖς ἀκρωρείαις αὐταῖς ἄρκυσι καὶ ἀκοντίοις καὶ ποδάγραις αἱροῦνται , σοφίᾳ δὲ ἄρα |
| . βλαβῶν . ἔλαβε . ἀφείλκυσεν εἰς ἑαυτὸν . ὦ ἄγγελε . λέξον . ναῶν ] ἀπὸ . αἳ ] | ||
| νῦν μὲν οὖν , ἔφη , σύ τε , ὦ ἄγγελε , ἀνάπαυσαι , ἐπεὶ καὶ πεπόνηκας , ἡμεῖς τε |
| κόψας καὶ σήσας , χρῶ ξηρῷ καὶ μετὰ ῥοδίνου . ἐπισχεθείσης δὲ τῆς νομῆς , χρῆσθαι τοῖς προγεγραμμένοις πρὸς ἀνακάθαρσιν | ||
| ἀπὸ δὲ τῆς τρίτης ἢ τετάρτης ἡμέρας , τῆς αἱμορραγίας ἐπισχεθείσης , πυοποιὸς ἐπιμέλεια παραλαμβανέσθω , τοῦ ἕλκους ἀεὶ διαμοτουμένου |
| ἑτέραν ἔχουσαν γραφήν , τὴν αὐτὴν οὖσαν ὡς οἶμαι . Τελμησσός , πόλις Καρίας , ὡς δὲ Φίλων καὶ Στράβων | ||
| . . . . . . ξ λε ∠ ʹγιβʹ Τελμησσός . . . . . . . . . |