ἐχαλέπαινον εὐθὺς φθεγξαμένοις καὶ οὐδὲ γρύζειν ἐπέτρεπον . ἐπεὶ δὲ καθέστασάν ποτε καὶ ἡσυχία ἐγένετο , παρήγαγον κἀμέ . καὶ | ||
ἐχαλέπαινον εὐθὺς φθεγξαμένοις καὶ οὐδὲ γρύζειν ἐπέτρεπον . ἐπεὶ δὲ καθέστασάν ποτε καὶ ἡσυχία ἐγένετο , παρήγαγον κἀμέ . καὶ |
. λέπαδνα : οἱ στηθιαῖοι λῶροι : τοῦτο δὲ ὡς βυρσοπώλης εἶπεν . ΓΘ ἄλλως : λεπτότατα καὶ εἰς πολλὰ | ||
διὰ τὸ δύσοσμον . καὶ γὰρ αἱ βύρσαι δύσοσμοι , βυρσοπώλης δὲ ὁ Κλέων . ἰστέον ὡς βυρσοδέψης ἦν ὁ |
διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται , οἷον . . . Κάνδυος , Ἀλάσυος , Φόγγυος . , . , : | ||
διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται , οἷον . . . Κάνδυος , Ἀλάσυος , Φόγγυος . . . Καθολικὴ προσωιδία |
. ξυνέστιοι ] οἱ κάτοικοι . ξυνέστιοι ] ἐγκάτοικοι . ξυνέστιοι ] σύνοικοι . πόλεως ] τῶν Θηβῶν . πολύβοτος | ||
ξυνέστιοι ] οἱ συμπολῖται . ξυνέστιοι ] οἱ κάτοικοι . ξυνέστιοι ] ἐγκάτοικοι . ξυνέστιοι ] σύνοικοι . πόλεως ] |
τῶι υ . . . συνεσταλμένωι προπαροξύνεται . . . Ἀλάσυος κύριον ὄνομα Ἐχεφυλίδης Ἠλιακοῖς : Ἀλλάσυος μὲν Ἱππονόην τοῦ | ||
υ ψιλοῦ γράφονται , οἷον . . . Κάνδυος , Ἀλάσυος , Φόγγυος . , . , : . , |
ἀναστήσας εἰς Βαβυλῶνα μετῴκισεν . Συνέβη δὲ καὶ τὴν πόλιν ἐρημωθῆναι χρόνον ἐτῶν ἑβδομήκοντα μέχρι Κύρου τοῦ Περσῶν βασιλέως . | ||
σφισιν , εἰ καταλαμβάνοι τὸ χρεὼν ἤδη καὶ τὰς Ἀθήνας ἐρημωθῆναι , τούτοις ἔχρησεν ἡ Πυθία τὰ ἐς τὸν ἀσκὸν |
ἐπὶ τῶν παραχρῆμα ἐσθῆ - τας ἐνειμένων . Αἱ γὰρ Θετταλικαὶ ἐσθῆτες πτερωταὶ ἦσαν . Θεῶν ἀγορά : ἐπὶ τῶν | ||
: ἐπὶ τῶν εὐπαρύφων καὶ καλλωπιζομένων ἐσθῆτι : παρόσον αἱ Θετταλικαὶ χλαμύδες πτερὰ εἶχον . Θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς |
Ἀργείων οὗ γαμβρὸς ὁ Πολυνείκης . ἔστεφον ] ἐπλήρουν . ἔστεφον ] ἐζωγράφουν . ἔστεφον ] ἐτίθουν . ἔστεφον ] | ||
λάβρον ἐφέλκετο πένθος ἄλαστον . ἄνθεα δὲ δροσόεντος ἀμησάμενοι ποταμοῖο ἔστεφον αὐχενίους πλοκάμους σφετέροιο φονῆος . γαῖα δὲ χαλκείοισιν ἐρεικομένη |
δὲ Πλακεντίας εἰς μὲν Ἀρίμινον εἴρηται : εἰς δὲ Ῥάουενναν κατάπλους τῷ Πάδῳ δυεῖν ἡμερῶν καὶ νυκτῶν . πολὺ δὲ | ||
, ἐμπλεῖν , ἐκπλεῖν : καὶ ἔκπλους , ἀπόπλους , κατάπλους . ναυτίλλεσθαι , ἐρέττειν , κώπαις ἐλαύνειν , τριηριτεύειν |
μελετῶμεν . εἰ δὲ μὴ τὸν θάνατον ἢ τὴν φυγὴν ἐφοβούμεθα , ἀλλὰ τὸν φόβον , ἐμελετῶμεν ἂν ἐκείνοις μὴ | ||
ἀτίμως . οἱ δὴ Δίωνος τὸ μετὰ τοῦτο πάντες φίλοι ἐφοβούμεθα μή τινα ἐπαιτιώμενος τιμωροῖτο ὡς συναίτιον τῆς Δίωνος ἐπιβουλῆς |
τὸ ἐσχάζοσαν καὶ εἴποσαν καὶ τὰ ὅμοια . τὸ δὲ πέφρικαν ἀντὶ τοῦ πεφρίκασι . καὶ Ὅμηρος ἔφριξε δὲ μάχη | ||
ἠιόνες ἢ προσγεγραμμένον καὶ ἀνεκφώνητον ἢ ἐκφωνούμενον δίχα προσγεγραμμένης . πέφρικαν ἀντὶ τοῦ πεφρίκασι καὶ πεπύκνωνται . τὸ δὲ πέφρικαν |
Αἰαῖος , ἢ Ἀλθαιάτης , ἢ Ἀλθαιανός . . . ἀλθαίνω : παρὰ τὸ ἄλθω ἀλθαίνω : ἢ παρὰ τὸ | ||
βαρυτόνων συμφώνου ψιλοῦται , οἷον ἀλδαίνω , τὸ αὔξω , ἀλθαίνω , τὸ θεραπεύω , καὶ ἆλτο ἀντὶ τοῦ ἐπήδησε |
πολέμιος ὢν κατεῖχε , πλεῦσαι . καὶ προσβαλόντες τῇ Ἰάσῳ αἰφνίδιοι καὶ οὐ προσδεχομένων ἀλλ ' ἢ Ἀττικὰς τὰς ναῦς | ||
, εἰ δ ' ἐν ἀποκλίματι , γίνονται ἀρρωστίαι καὶ αἰφνίδιοι θάνατοι , εἰ δὲ κινεῖται ἀπὸ δυσμῶν ἐπ ' |
, ἐφιδροῦντες , ἐπανενέγκαντες θνήσκουσιν . Αἱ μετὰ καταψύξιος δυσφορίαι κάκισται . Κατάψυξις μετὰ σκληρυσμοῦ , ὀλέθριον . Ἐκ καταψύξιος | ||
προσῇ , φρενιτικόν . Αἱ μετ ' ἐκλύσιος ἀφωνίαι , κάκισται . Αἱ ἐπ ' ὀλίγον θρασέες παρακρούσιες , πονηρὸν |
ἀκούσαθ ' οἷος κέλαδος ἐν δόμοις πίτνει . σὺ παρὰ κλῆιθρα , σοὶ μέλει πομπίμα φάτις δωμάτων : ἔνεπε δ | ||
ἕδρας ἡ Τυνδαρὶς παῖς ἐκπεπόρθμευται χθονός . ὠή , χαλᾶτε κλῆιθρα , λύεθ ' ἱππικὰς φάτνας , ὀπαδοί , κἀκκομίζεθ |
τὸν νάρκισσον παρ ' ἐνίοις λείριον καλεῖσθαι . μαρμαρυγαί : λαμπηδόνες πυκναὶ καὶ οἷον ἀστραπαὶ πυκναί , αἰφνίδιοι , πυρώδεις | ||
' , ἐναίσιμα . ἐκ δὲ τῆς βροντῆς ἀντιλάμψεις καὶ λαμπηδόνες ἐγένοντο . ὅταν γὰρ βροντήσῃ , ἀστράπτει . ἀμπνοὰν |
καὶ ἡ φροντίς . Ξ τἀξευρήματα ] αἱ μηχαναί . τἀξευρήματα ] τὰ μηχανήματα . θ τἀξευρήματα ] αὐθάδη . | ||
] αἱ μηχαναί . τἀξευρήματα ] τὰ μηχανήματα . θ τἀξευρήματα ] αὐθάδη . Ξ γνῶθι ] νόησον . γνῶθι |
, ἐφεστρίδες ἀμφιεστρίδες χλαῖναι , ἐπιβόλαια δάπιδες τάπιδες ψιλοδάπιδες , ξυστίδες χρυσόπαστοι , ὡς Εὔβουλος ταῖς ξυστίσιν ταῖς χρυσοπάστοις στόρνυται | ||
σκηναὶ χρυσαῖ κατεσκευασμέναι πᾶσι τοῖς χρησίμοις , πολλαὶ δὲ καὶ ξυστίδες καὶ κλῖναι πολυτελεῖς ; ἔτι δὲ καὶ κοῖλος ἄργυρος |
. ὀλολυγμὸν ] μετὰ θρήνου ὕμνον . λαμπάδι ] τῆι φρυκτωρίαι . ἐπορθιάζειν ] ὀξέως ποιεῖν προσφέρειν ἐκείνηι . Ἰλίου | ||
ἀλεκτόρων πικρὰς στεγανόμους ὄρνιθας . οὐδὲ ναυφάγοι λήξουσι πένθους δυσμενεῖς φρυκτωρίαι πτόρθου διαρραισθέντος , ὃν νεοσκαφὲς κρύψει ποτ ' ἐν |
' ἐείκοσιν ἤματ ' ἔχον θεοί , οὐδέ ποτ ' οὖροι πνείοντες φαίνονθ ' ἁλιαέες , οἵ ῥά τε νηῶν | ||
, ὅσσοι τ ' Αἰγύπτοιο πολυψαμάθοισιν ἐπ ' ὄχθαις βουκολίων οὖροι , Λοκροί , χαροποί τε Μολοσσοί . Εἰ δέ |
ἄλλη γάρ ἐστι παρὰ τὰς τέσσαρας ὡς ἡ ΑΘ . Δοθεῖσα ἄρα ἐστὶν ἡ ΕΔ . , ] ἡμίσεια γάρ | ||
τὸ ἀπὸ τῆς ΒΔ ἐστι δοθεὶς διὰ τὸ αʹ . Δοθεῖσα ἄρα ἐστὶ καὶ ἡ ΑΒ . , ] ἐπεὶ |
; ὦ φίλον Οἰδίπου τέκος , ἔδεις ' ἀκού - σασα τὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον , ὅτε τε σύριγγες κλάγξαν | ||
τοῦ βασιλέως τοὺς Κυρηναίους πικρῶς ἐχειρώσατο , καὶ ἀναχωρή - σασα εἰς Αἴγυπτον ἐτελεύτησε , καθὼς ἱστορεῖ Μενεκλῆς , ὁ |
διδόναι ς ' ὁ Λοξίας . Πῶς δὴ τριήρης ἐστὶ κυναλώπηξ ; Ὅπως ; ὅτι ἡ τριήρης τ ' ἐστὶ | ||
κακεμφάτως δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου δύναται ἀκούεσθαι . ποῦ κυναλώπηξ : καὶ ἀλλαχοῦ [ . ] Φιλόστρατος ἡ κυναλώπηξ |
ἀρκοῦν : τῇ ιʹ . ἡμέρᾳ ἐν κρέασι καὶ ἐν νηστείαις ῥοὸς κόκον ὁμοίως τοῖς προειρημένοις ἕψει καὶ τρέφου σὺν | ||
τἀμείνω ῥοπῇ τὸ φυσικὸν ἀπομαρά - ναντι πνεῦμα οὔτε συχναῖς νηστείαις προσήκει καταπιέζειν τὸ σῶμα , οὔθ ' ὕδατος πόσεσι |
. Γυναικὶ μὴ πίστευε , μηδ ' ὅταν θάνῃ . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν ἐκλελυμένων : εἰς τοῦτο γὰρ | ||
χρόνον δ ' ἁλίσκεται : ἐπὶ τῶν ἅπαξ δυστυχησάντων . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν ἐκλελυμένων : εἰς τοῦτο γὰρ |
Θεσσαλίας , ὅπου μετῴκησαν οἱ Κνίδιοι , ὧν ἡ χώρα Κνιδία . . Ἐκλήθη δὲ ἀπὸ Δωτίας τῆς Ἐλάτου . | ||
Θεσσαλίας , ὅπου μετῴκησαν οἱ Κνίδιοι , ὧν ἡ χώρα Κνιδία . Καλλίμαχος ἐν τοῖς ὕμνοις ” οὔπω τὰν Κνιδίαν |
ταῖϲ ὑπὸ λεπτοῦ καὶ ὑδατώδουϲ αἵματοϲ , καὶ αἱ μὲν ἄδηκτοι πυρίαι τοῖϲ δακνώδεϲιν ἁρμόζουϲι χυμοῖϲ , αἱ δὲ δακνώδειϲ | ||
δέον ἐποίηϲεν . ἔϲτωϲαν δὲ καὶ αἱ προϲφοραὶ τῆϲ τροφῆϲ ἄδηκτοι καὶ ἄϲτυφοι παντάπαϲι καὶ λεῖαι καὶ ῥοφηματώδειϲ . εἰ |
βδελυρώτερος , θρασύτερος , ἐπονείδιστος , ἐπίρρητος , ἐπίψογος . Βίοι ἐφ ' οἷς ἄν τις ὀνειδισθείη , πορνοβοσκός , | ||
τοὺς διαφθείροντάς τινα ἔργα : ἢ ἐπὶ τῶν φιλολόγων . Βίοι ἀνθρώπων καὶ φυτῶν σπέρματα συνεξομοιοῦνται ταῖς χώραις . Βία |
“ σπιλάδες τε πάγοι τε . ” πάγχυ παντελῶς . παιδνός παῖς νεογνός . παιήονα ποτὲ μὲν τὸν λεγόμενον παιᾶνα | ||
ἐν τῷ Περὶ τῆς Ῥωμαίων διαλέκτου . . , : παιδνός : ἐπὶ τοῦ νεωτάτου παιδός . παρὰ τὸ παίζω |
ἐχρῶντο πρότερον πρὸ τῶν ψήφων : εἰσὶ δέ τινες κόγχαι θαλάσσιαι . “ σπονδῶν ” δέ , τῶν τῆς εἰρήνης | ||
ὑπενήχετο ταῖς πέτραις τοὺς ἐσβληθέντας ἁρπάζειν : εἰσὶ δὲ αἱ θαλάσσιαι πλὴν μεγέθους καὶ ποδῶν ὅμοιαι ταῖς χερσαίαις , πόδας |
: οἱ γὰρ Πέρσαι Ἀσσύριοι ἐκαλοῦντο τὸ πρότερον . . δουρικλύτοις δὲ : τοῖς ἐνδόξοις κατὰ τὸ δόρυ , τοῖς | ||
καὶ πολυναύτης , Σύριόν θ ' ἅρμα διώκων , ἐπάγει δουρικλύτοις ἀνδράσι τοξόδαμνον Ἄρη . δόκιμος δ ' οὔτις ὑποστὰς |
θυμωθεὶς οὐδεὶς ἀπέθανε , κἂν τύχῃ λειποθυμήσας . Ἀλλὰ καὶ νοτίδες ἔσθ ' ὅτε μὴ κατὰ καιρὸν τοῖς οὕτως ἔχουσιν | ||
μένει τῆς τὸν πυρετὸν ἐργασαμένης . ἀλλὰ καί τισιν αὐτῶν νοτίδες χρησταὶ φαίνονται , καί τισιν ἱδρῶτες . καὶ ἄξιον |
καὶ ἀπαλθήσεσθον : σημαίνει δὲ τὸ ἰαθήσεσθον . τὸ δὲ ἀλθῶ παρὰ τὸ ἄλδω , ὃ σημαίνει τὸ αὐξάνω . | ||
: τὸ ἐθνικὸν Ἀπτερεύς . . . ἀπαλθήσεσθον : ἀλθέω ἀλθῶ πρώτης συζυγίας τῶν περισπωμένων , ὁ μέλλων ἀλθήσω ἀλθήσομαι |
ἀπὸ Μιλύης τῆς γυναικὸς Σολύμου καὶ ἀδελφῆς , ὕστερον δὲ Κράγου γυναικός . Τὸ ἐθνικὸν Μιλυεὺς καὶ Μιλυίτης . . | ||
Κράγος , ὄρος Λυκίας . Ἀλέξανδρος δευτέρῳ Λυκιακῶν . ἀπὸ Κράγου τοῦ Τρεμίλητος υἱοῦ , μητρὸς δὲ Πραξιδίκης νύμφης . |
χρόνῳ ὕστερον κατεκλίθη : ᾤκει πλησίον τῆς ἄνω ἀγωγῆς . Πυρετὸς ἔλαβε καυσώδης , ὀξύς : ἔμετοι τὸ κατ ' | ||
τὰ μάλιστα ἐξεργαζόμενα τῶν νουσημάτων πλευρῖτίς τε καὶ περιπλευμονίη . Πυρετὸς δὲ ἀπὸ τῶνδε γίνεται : ὁκόταν χολὴ ἢ φλέγμα |
ἕλκος , ὕδωρ παχὺ ὡς ἕλκος , πληγώδης ὑγρασία . Ἰχὼρ ἀπὸ τοῦ ἴσχεσθαι ἐντὸς τοῦ σαρκίου ἰσχὼρ καὶ ἰχώρ | ||
καὶ ἀμαλδύνω ἐνθέσει τοῦ δ τὸ στενοποιῶ καὶ ἀνατρέπω . Ἰχὼρ ἀχλυόεις : ὁ σκοτεινοειδὴς μολυσμός . ἀχλυόεις : σκοτεινός |
ἵνα ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον . Μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ . Τί κινυρόμεθ ' ἄλλως ; Οὐκ ἐχρῆν | ||
ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον . Μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ . Τί κινυρόμεθ ' ἄλλως ; Οὐκ ἐχρῆν ζητεῖν |
. κατὰ τὸ αὐτὸ δὲ καὶ τὸ τοῦ Κνωποῦ σῶμα ἐξεβράσθη ταῖς Ἐρυθραῖς κατὰ τὴν ἀκτήν . τῆς δὲ γυναικὸς | ||
δὲ ἄρα ὁ Τρίτων οὗτος ἐπλανήθη , καὶ ὅπως δεῦρο ἐξεβράσθη , Ταναγραῖοί τε λεγέτωσαν καὶ Δημόστρατος . ἐπὶ τούτοις |
Γαγγητικοῦ κόλπου στάδιοι ͵εχξʹ . Οἱ δὲ σύμπαντες ἀπὸ τοῦ Ναυστάθμου λιμένος ἕως τοῦ πέμπτου στόματος τοῦ Γάγγου ποταμοῦ , | ||
ἐστὶν ἀνατείνων : ὕδωρ ἔχει ἐν τῇ ἄμμῳ . Ἀπὸ Ναυστάθμου εἰς Ἀπολλωνίαν στάδιοι ρκʹ . Πάντες ὁμοῦ ἀπὸ Παραιτονίου |
πόρω πόρις καὶ πλεονασμῷ τοῦ τ πόρτις . ἀσχαλόωσαι : λυπούμεναι . ἀσχαλόωσι : λυποῦνται : γράφεται ἀσχαλόωσαι . Μητέρες | ||
διαβρόχοις . τέγγουσιν ] βρέχουσιν . ἄλγους ] † ἤγουν λυπούμεναι , ἀλγοῦσαι . αἵ δ ' ] ἄλλαι δὲ |
. οἳ δ ' ἔπιπτον ἤδη λάβρως καὶ ἀθρόως , ἀμφίβολοι γεγονότες : καὶ ἀπέθανον αὐτῶν ἐς ὀκτακισχιλίους καὶ ὁ | ||
ἔχω οὐκ ἀμαυρᾶς , ὅτι καλῶς μοι ἕξει . . ἀμφίβολοι : πανταχόθεν βαλλόμενοι . . . . . . |
δὲ καὶ Τρίβαλλοι καὶ Κένταυροι . . Κηδωνίδην ] οὗτοι παιδερασταί , ἐπωνυμίας ἔχοντες ἄγριοι καὶ Τριβαλλοὶ καὶ Κένταυροι . | ||
τοὺς ἀγρίους , Κηδωνίδην καὶ Αὐτοκλείδην καὶ Θέρσανδρον . “ παιδερασταί τινες ἦσαν οὗτοι σφοδροί . Κηκίς : βάμμα τι |
. κράνους ] κασσιδίου . Νηίτισι ] οὕτω καλουμέναις . Νηίτισι ] ἀπὸ Νηίτου τινός . Νηίτισι ] Νηὶς Ὠκεανοῦ | ||
ἀπὸ Νηίτου τινός . Νηίτισι ] Νηὶς Ὠκεανοῦ θυγάτηρ . Νηίτισι ] ταῖς ἀπὸ Νηίδος . θ Νηίτισι ] ἀπὸ |
τούτῳ τῷ μηνὶ ὁ ἀὴρ ταράττεται καὶ μεταβολὴν ἴσχει . Μακροκέφαλοι : Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ ὁμονοίας . ἔθνος ἐστὶν | ||
. ἐν τῶι Περὶ ὁμονοίας . ἔθνος ἐστὶ Λιβυκόν . Μακροκέφαλοι : Ἀ . ἐν τῶι Περὶ ὁμονοίας . ἔθνος |
ἀδελφὴ καὶ κόμας δότω τάφωι . ἄγγελλε δ ' ὡς ὄλωλ ' ὑπ ' Ἀργείας τινὸς γυναικὸς ἀμφὶ βωμὸν ἁγνισθεὶς | ||
δ ' Οἰδίπους ποῦ καὶ τὰ κλείν ' αἰνίγματα ; ὄλωλ ' : ἓν ἦμάρ μ ' ὤλβις ' , |
συνωμοσίαν ἐπήχθησαν ὡς ἀναστήσοντες ἐπὶ Ῥωμαίους τὴν Γαλατίαν . καὶ Λέντλος μὲν αὐτοῖς συνέπεμπεν ἐς Κατιλίναν Βουλτούρκιον , ἄνδρα Κροτωνιάτην | ||
καὶ συμμάχους τῆς ἡγεμονίας ἀνηγόρευεν ἄκυρον δὲ τὸ δόγμα ἐποίησε Λέντλος ὁ ἐπικαλούμενος Σπινθήρ . οἱ δὲ Κρῆτες ἀπηλλάγησαν . |
δὲ πόλιν τρωπῶντο λιλαιόμενοι βιότοιο . σμερδαλέον δ ' ἐβόησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς , οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ ' | ||
οὐδ ' ὑπερήσει . ” ὣς φάτο , γήθησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς , χαίρων οὕνεχ ' ἑταῖρον ἐνηέα λεῦσς |
, ἄφρονές τε καὶ φρόνιμοι , καὶ μαινόμενοι ἕτεροι . Ὡμολόγηται γάρ . Ἔτι δὲ ὑγιαίνοντές εἰσί τινες ; Εἰσίν | ||
ὁ ἀκριβὴς ναυτῶν εἶναι ἄρχων ἀλλ ' οὐ ναύτης ; Ὡμολόγηται . Οὐκ ἄρα ὅ γε τοιοῦτος κυβερνήτης τε καὶ |
ἀλαπάξαι : ἐκπορθῆσαι , κυρίως δὲ τὸ κενῶσαι : ἔστιν ἀλαπάζω ἀλαπάξω . παρὰ τὴν λάπαθον τῶν κυνηγετῶν γινομένους λαπάθους | ||
. . . . ἀλαπαδνός : ἀσθενής : παρὰ τὸ ἀλαπάζω , ὃ σημαίνει τὸ ἐκκενῶ καὶ πορθῶ , γίνεται |
θηρίων αἱ ἄρκτοι τίκτουσαι φωλεοῖς ἐπικάθηνται . φωλάδες : αἱ κατάστικτοι . Ἀρέθοισα : κρήνη ἐν Συρακούσαις . φασὶ διὰ | ||
ἄρα : δή . Ἀλωπεκίαι : πανοῦργαι . ποικίλοι : κατάστικτοι . ἴκελα : ὅμοια . Φορβή : γράφεται καὶ |
ὁ ἐπιλαχὼν αὐτῷ . ὑποφαίνεται δὲ ταῦτα ἐν τῷ Πλάτωνος Ὑπερβόλῳ . Ἐπιμελητὴς τῶν μυστηρίων : παρ ' Ἀθηναίοις ὁ | ||
Ἑρμῆ , χειραγωγῶν : ἐπεὶ ἤν γε ἀπολίπῃς με , Ὑπερβόλῳ τάχα ἢ Κλέωνι ἐμπεσοῦμαι περινοστῶν . ἀλλὰ τίς ὁ |
στέαρ γαλῇ : ἐπὶ τῶν τυχεῖν ὧν ἐρῶσι βουλομένων . Βαλανεύς : ἐπὶ τοῦ πολυπράγμονος . οὗτοι γὰρ σχολὴν ἄγοντες | ||
. μεταφορικῶς ἀπὸ τούτου βαθείας φρένας καὶ κεκρυμμένας σημαίνει . Βαλανεύς παρὰ Πλάτωνι καὶ Ἀριστοφάνει Πελαργοῖς . Βάλλ ' ἐς |
, συνθλίβομαι ) . ⌈ στράγξ ἐστιν . . . σταλαγμός , ⌈ καὶ κλίνεται στραγγός : ἀφ ' οὗ | ||
λέγειν μέλλοντος ἄρχεται εἶπεν λέξεων μὲν ποταμός , νοῦ δὲ σταλαγμός . . π . ποιημ . [ . . |
γαμήλια θεσμὰ θεαίνης . παρθένον οὐκ ἐπέοικεν ὑποδρήσσειν Κυθερείῃ , παρθενικαῖς οὐ Κύπρις ἰαίνεται . ἢν δ ' ἐθελήσῃς θεσμὰ | ||
σὺν δὲ καὶ ὑψῆέν τε πανόσμεον ὅσσα τε τύμβοι φάσγανα παρθενικαῖς νεοδουπέσιν ἀμφιχέονται , αὐταί τ ' ἠιθέας ἀνεμωνίδες ἀστράπτουσαι |
εὐκατέργαστοι , ἑφθαὶ δὲ ποσῶς εὔστομοι . αἱ δὲ πίνναι οὐρητικαὶ , τρόφιμοι , δύσπεπτοι , δυσανάδοτοι . ἐοίκασι δ | ||
μὲν οὖν δύσπεπτον αὐταῖς ὁμοίως ὑπάρχει ταῖς ἄλλαις ῥίζαις : οὐρητικαὶ δ ' εἰσί , καὶ εἰ πλεονάζοι τις αὐτῶν |
λέγειν . τὸ γὰρ ᾄδειν ἐπὶ τοῦ μάτην λέγειν . ἀγκαλίδες ξύλων : τὸ πλῆθος δηλοῦται , ὅσον ἄν τις | ||
λέγονται δὲ οἱ πιπράσκοντες τὰς ἀγκαλίδας ἀγκαλιδοπῶλαι . εἰσὶ δὲ ἀγκαλίδες αἱ τῶν φρυγάνων δέσμαι , οἷον ὃ ἔστιν ἀγκαλίσασθαι |
οὐ γὰρ δὴ τούτου γ ' ἕνεκα γαμοῦσιν ἄνθρωποι καὶ παιδοποιοῦνται , ὅπως ἄθλιοι ὦσιν , ἀλλὰ μᾶλλον ὅπως εὐδαίμονες | ||
. καὶ φαγόντες οὐχ οἷον οὐκ ἀποθνῄσκουσιν , ἀλλὰ καὶ παιδοποιοῦνται καὶ ἑτέροις τοῦ ζῆν αἴτιοι καθίστανται . τί οὖν |
χωρίων μασχάλαι δυσιητότεραι , καὶ κενεῶνές τε καὶ μηροί : ὑποστάσιές τε γὰρ ἐν αὐτοῖσι γίνονται καὶ ὑποστροφαί . Τῶν | ||
χωρίων μασχάλαι δυσιητότεραι , καὶ κενεῶνές τε καὶ μηροί : ὑποστάσιές τε γὰρ ἐν αὐτοῖσι γίνονται καὶ ὑποστροφαί . Τῶν |
ὀδυνηρὸς ἀπὸ χολώδους αἵματος ἔχων τὴν γένεσιν . τπδʹ . Ἄνθραξ ἐστὶν ὄγκος ἑλκώδης ἐκ τοῦ μελαγχολικωτέρου σαπέντος αἵματος . | ||
θεραπεύει καὶ σκόλοπας ἐπισπᾶται καὶ θηριοπλήκτους καὶ ἑρπετοδήκτους ἰᾶται . Ἄνθραξ λίθος ἐστὶ πολύτιμος , καθαρός , λυχνίτης , πυραυγίζων |
, καρτεροῦσιν . Φωλειῇς : ἐν ταῖς φωλειοῖς , ἐν φωλεαῖς . Φωλεὰ παρὰ τὸ ἀπολωλεκέναι τὸ φῶς . πρόβατοί | ||
. χαράδραις : κοιλώμασι , βόθροις , σχίσμασι πετρῶν , φωλεαῖς . Καί τιν ' : ἐάν τινα . εἰλυμένον |
τοῦ ω εἰς υ . ὡς παρὰ Σαπφοῖ , χελώνη χελύνη . Ἅρπυια , παρὰ τὸ ἅρπω , οὗ παράγωγον | ||
: παρὰ τὸ μύω , τὸ καμμύω , ὁ μέλλων χελύνη . ἢ παρὰ τὸ μυγμή γίνεται μύγμων καὶ ἀμύμων |
μὴ , ἀρχομένας ἔτι . καʹ . Αἱ τεταρταῖαι αἱμοῤῥαγίαι δύσκριτοι . κβʹ . Οἱ διαλιπόντες μίην τῇ ἑτέρῃ ἐπιῤῥιγέουσιν | ||
δὲ μὴ , ἄρτι ἀρχομένας . Αἱ τεταρταῖαι αἱμοῤῥαγίαι , δύσκριτοι . Οἱ διαλείποντες μίαν τῇ ἑτέρῃ ἐπιῤῥιγεῦσιν ἅμα κρίσει |
τούτων τινὰ ὧν ἐμπλέκουσι τοῖς λίνοις αἱ μαστροποί , ἢ Ναννάριον ἢ Μαλθάκην . τίς φησι τοὺς ἐρῶντας οὐχὶ νοῦν | ||
. Χρυσίδα , Κορώνην , Ἀντίκυραν , Ἰσχάδα , καὶ Ναννάριον ἔσχηκας ὡραίαν σφόδρα . Κωβιός , ἠλακατῆνες , [ |
αἴγλη . ἀλλ ' ἔμπης κἀκεῖναι ἐπόψιαι : οὐ γὰρ ἐλαφραί . Ἀμφότεραι δ ' Ὄφιος πεπονείαται ὅς ῥά τε | ||
γυῖα φίλος πόδες , οὐδέ τι χεῖρες ὤμων ἀμφοτέρωθεν ἐπαΐσσονται ἐλαφραί . εἴθ ' ὣς ἡβώοιμι βίη τέ μοι ἔμπεδος |
. ἀπολολύξω ] εὔξομαι . ἀπολολύξω ] παιανίσω . θ ἀπολολύξω ] καὶ θαυμάσω καὶ ᾄσω . Ξ ἀσινεῖ ] | ||
+ ποῖον ἕτερον ποιήσω δηλονότι . ἀπολολύξω ] ὑμνήσω . ἀπολολύξω ] εὔξομαι . ἀπολολύξω ] παιανίσω . θ ἀπολολύξω |
σοι „ , ἐπειδὴ τῷ ὄντι ὁ λόγος τοῖς ἐνθυμήμασιν ὑπαντῶν , ῥήματα καὶ ὀνόματα προστιθεὶς χαράττει τὰ ἄσημα , | ||
τι ποππυλιάσδει . κἠμὲ γὰρ ὁ Κρατίδας τὸν ποιμένα λεῖος ὑπαντῶν ἐκμαίνει : λιπαρὰ δὲ παρ ' αὐχένα σείετ ' |
τοῦ , πρίν . κυρῆσαι : τυχεῖν , ἐπιτυχεῖν . Δαῖτα : ποιοῦντες . κελαινοτάτην : ὀλεθρίαν , φοβερὰν , | ||
τὸν ἴδιον θάνατον . βαρεῖαν : περὶ τὴν βαρεῖαν . Δαῖτα : τροφήν . ἀγρευτός : κρατητός . ἀνέρος : |
τάλαιναν καὶ τληπαθῆ , δυσβάϋκτον καὶ θρηνητικὴν , βοᾶτιν καὶ βοητικήν . . τεῖνε ] εἰς ὕψος αἶρε . δυσβάϋκτον | ||
εἰς ὕψος αἶρε . δυσβάυκτον ] δύσφημον . βοᾶτιν ] βοητικήν . τάλαιναν ] ἀθλίαν . αὐδὰν ] η . |
γράφεται τᾶς ξανθᾶς . Ξενία : μία τῶν Νυμφῶν ἡ Ξενία . ἢ Νύμφη ἡ ξενέα . ἢ ὄνομα κύριον | ||
βεβλαμμένος . Ἐπείσακτος . Ὁ ἐξ ἑτέρας χώρας ἐπεισφερόμενος . Ξενία . Φιλία . Αἴτιος δ ' οὗτος , ὥσπερ |
ἂν ἥδιστ ' αὐτὸν ἐπεγείραιμι ; πῶς ; Φειδιππίδη , Φειδιππίδιον . τί , ὦ πάτερ ; κύσον με καὶ | ||
. νοσούντων οὕτω : διὸ . . . ἐπήγαγεν . Φειδιππίδιον : τὸ ὑποκορίζεσθαι φιλούντων ἔθος . κολακεύει δὲ νῦν |
, : σταλαγμός : στῶ ἐστι ῥῆμα , οὗ παράγωγον στάσσω , οὗ ὁ μέλλων στάξω * * * καὶ | ||
, καὶ ἐπεισελθόντος τοῦ αλ , σταλαγμός . τὸ δὲ στάσσω καὶ αὐτὸ προσλαβὸν τὸ αλ , ἐποίησε τὸ σταλάσσω |
μηδὲ ἔμπηρα μηδὲ ἠκρωτηριασμένα μηδὲ διάστροφα . Σόλων δὲ τὰ ἔμπηρα καὶ ἀφελῆ ὠνόμασε . προσακτέον μέντοι καὶ βοῦς ἄζυγας | ||
ἐν τῷ οἱ Φωκαιέες καταλευσθέντες ἐκέατο , ἐγίνετο διάστροφα καὶ ἔμπηρα καὶ ἀπόπληκτα , ὁμοίως πρόβατα καὶ ὑποζύγια καὶ ἄνθρωποι |
οὗ καὶ Χαρισίου πόρτα . Ἀφροδίσιος : ὄνομα κύριον . Ἀρκείσιος : ὄνομα ποταμοῦ . Σιμοείσιος : ὄνομα κύριον : | ||
. ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων : μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτε , μοῦνον δ ' αὖτ ' Ὀδυσῆα |
, ἤγουν ἀποδύσαντες αὐτὸν τὰ καλὰ ὅπλα , ἐπορεύοντο . Ταχέως δὲ ἀφίκοντο εἰς τὴν Τραχῖνα πόλιν , σὺν τοῖς | ||
δίκας ἐν τῷ πολέμῳ λήψομαι παρὰ τοῦ δικαστοῦ . ” Ταχέως τοίνυν ἐξορμήσαντες ἐδίωκον βασιλέα , προσποιούμενοι ἐθέλειν ἐκείνῳ συστρατεύεσθαι |
τοῖς πτίλοις περιαμπέχοντες : οὐ λούουσι δὲ αὐτούς , ἀλλὰ κονίοντες ἐργάζονται φαιδροτέρους . ἐὰν δὲ πέρδιξ ἴδῃ τινὰ προσιόντα | ||
ἔμεναι καλλίτριχας ἵππους , οἵ σε πόλιν δ ' οἴσουσι κονίοντες πεδίοιο . Ὣς ἄρα οἱ εἰπόντι ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις |
τόπος , ἔνθα κληροῦνται οἱ δικασταί . κατάγειον : οὐχὶ κατάγαιον διὰ τῆς αι διφθόγγου . κυψέλαι φρονημάτων : οἷον | ||
μὲν τῶν Θρηίκων ἠφανίσθη , καταβὰς δὲ κάτω ἐς τὸ κατάγαιον οἴκημα διαιτᾶτο ἐπ ' ἔτεα τρία . Οἱ δέ |
ὑβρίζομαι . Ἔοικε διὰ πολλοῦ χρόνου ς ' ἑορακέναι . Ποίου χρόνου , ταλάνταθ ' , ὃς παρ ' ἐμοὶ | ||
πάλιν λύοντας , ὡς τόδ ' αἷμα χειμάζον πόλιν . Ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην ; Ἦν ἡμίν , |
μέρη ὀρνίθων ἔχουσαι τὰ δὲ ἄνω ἀνθρώπων ἃς αἱ μοῦσαι νικήσασαι μελωδία τοῖς πτεροῖς ἐκείνων ἐστεφανώθησαν πλὴν Τερψιχόρης , ὅτι | ||
δέδωκε νῶτα τραπὲν εἰς φυγήν . αὗται οὖν ἐπηλάλαξαν καὶ νικήσασαι τρόπαιον ἔστησαν πρὸς ταῖς πύλαις ἐν αἷς οἱ παῖδες |
ἀκοῇ . Ἁλιαρτίοις δέ ἐστιν ἐν ὑπαίθρῳ θεῶν ἱερὸν ἃς Πραξιδίκας καλοῦσιν : ἐνταῦθα ὀμνύουσι μέν , ποιοῦνται δὲ οὐκ | ||
θυγατέρας : Ἀλκομενίαν , Θελξινίαν , Αὐλίδα , ἃς ὕστερον Πραξιδίκας ὀνομασθῆναι . . : Τελμισσεῖς οἰκοῦσιν ἐν Καρίᾳ , |
δέχεσθε φιλίως τοὺς ἄνδρας . Ὁ μὲν δὴ Ὑστάσπας ἀπιὼν ὡπλίζετο : οἱ δ ' ὑπηρέται ἤλαυνον εὐθὺς ὡς ἐκέλευσεν | ||
τὸν καινὸν λαβὼν πρὸς δεῖπνα θυσίας θ ' ἃς θεοῖς ὡπλίζετο , Ξοῦθος μὲν ὤιχετ ' ἔνθα πῦρ πηδᾶι θεοῦ |
πάντες ἀπὸ τοῦ Βαγράδα ποταμοῦ μέχρι τοῦ στρογγύλου ὄρους καὶ Καρπέλλης ἄκρας τοῦ περίπλου τῆς Καρμανίας τοῦ παρὰ τὸν Περσικὸν | ||
καὶ τοῦ Ἀσαβῶν ἀκρωτηρίου μέχρι τοῦ Σεμιράμιδος στρογγύλου ὄρους καὶ Καρπέλλης ἀκρωτηρίου [ στάδιοι ͵͵α͵Ϛψζʹ . Μετὰ δὲ τὴν Κάρπελλαν |
' ἀεξιφύλλους δι ' ἔριν αἱματόεσσαν . Ἰλίῳ δὲ κῆδος ὀρθ - ώνυμον τελεσσίφρων μῆνις ἤλασεν , τραπέζας ἀτίμωσιν ὑστέρῳ | ||
' ἀεξιφύλλους δι ' ἔριν αἱματόεσσαν . Ἰλίῳ δὲ κῆδος ὀρθ - ώνυμον τελεσσίφρων μῆνις ἤλασεν , τραπέζας ἀτίμωσιν ὑστέρῳ |
πρὸς τοὺς παρακαθημένους ἀρτίως ἔλεγον , θαυμάζω , εἰ μὴ προσίστανται ἤδη ὑμῖν αἱ τοιαῦται εἰσαγγελίαι . τὸ μὲν γὰρ | ||
ἐμποδίου τίθησι τὴν λέξιν . προσίστανται ] πλησίον ἵστανται . προσίστανται ] + πρὸς ταῖς πύλαις ἵστανται , ἤγουν ἐν |
* * ἤτοι τοὺς κατηγοροῦντας εἰς τοὺς θεούς . οἱ ἐπιτηρηταὶ θεοί . . Τὸ οὗτος ἢ πρὸς τὸ Τάνταλος | ||
. ὑπόχειροι . ὁρμῶσι . ὁρμῶνται , πορεύονται . . ἐπιτηρηταὶ , ἡγεμόνες . , ἐπιστάται . . οἱ διὰ |
ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν , ὥστε εἶναι δεινοεπές . ἢ ἀπτόητε ἐν τῷ λέγειν , θρασεῖα , | ||
εἶναι δεινοεπές . , : τὸ ἰσχυρόν , ὥστε εἶναι δεινοεπές . , , ? . καὶ ἴσως , δεινοεπές |
. , ἐν δὲ τῆι δ Δωι ποικίλαι ἡμέραι γίνονται ἁλκυονίδες καλούμεναι . . , ἐν δὲ τῆι ιδ Δωι | ||
ἁλκυόνες ἐκλήθησαν . αἱ δὲ νήνεμοι καὶ γαλήνην ἔχουσαι ἡμέραι ἁλκυονίδες καλοῦνται . ἄλλην δρῦν βαλάνιζε : ἐπὶ τῶν ἐνδελεχῶς |
μηχανῆς πεποιημένον . . χρυσήλατον ] ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένον . τευχηστὴν ] ὡπλισμένον . . ἡγουμένη ] προοδοποιοῦσα . . | ||
] ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένον . θ τευχηστὴν ] ὁπλίτην . τευχηστὴν ] στρατιώτην , ὁπλίτην . τευχηστὴν ] στρατιώτην . |
μιαρώτατ ' ἀνθρώπων ; Ἐγώ ; ἔκρινα νικᾶν Αἰσχύλον . Τιὴ γὰρ οὔ ; Αἴσχιστον ἔργον προσβλέπεις μ ' εἰργασμένος | ||
μαγειρικῶς σφάξεις τὸν οἶν . Ἀλλ ' οὐ θέμις . Τιὴ τί δή ; Οὐχ ἥδεται δήπουθεν Εἰρήνη σφαγαῖς , |
ἕλκειν τε καὶ σπαράττειν τῷ λόγῳ τοὺς πλησίον ἀεί . Ὑπερφυῶς μὲν οὖν , ἔφη . Οὐκοῦν ὅταν δὴ πολλοὺς | ||
ἐμποδὼν εἶναι ἢ τὴν ἀνεπιστημοσύνην ; Σκοπῶμεν νὴ Δία . Ὑπερφυῶς μὲν οὖν , τὸ λεγόμενόν γε , πάντα κάλων |
- εντ ' ὀλολυγμὸν ἀνδρὸς θεινομένου , γυναικός τ ' ὀλλυμένας : τί γὰρ κεύθω † φρενὸς θεῖον ἔμπας † | ||
λαοῦ . λαΐδος ὀλλυμένας ] ἤτοι τῆς λείας . λαΐδος ὀλλυμένας ] τῶν πολιτῶν . λαΐδος ] τῆς λαφυραγωγίας . |
. Ἀγρόμενοι : ἀγειρόμενοι , κατὰ συγκοπὴν , συναθροισθέντες , συναθροιζόμενοι . Πολλοὶ δ ' ἀγρόμενοι : ὅτι τῷ ἔαρι | ||
, ὕστερον , μετὰ ταῦτα . ἀγειρόμενοι : ἀνορθούμενοι , συναθροιζόμενοι , ἀγείροντες . Βαιόν : ὀλίγον , μικρὸν , |
. Πτωχοῦ πήρα οὐκ ἐμπίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Ποικιλώτερος ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Πῦρ ἐπὶ δαλὸν | ||
εἶδος ὑποδήματος ἐφαρμόζον τοῖς δυσὶ ποσίν . Ὁμοία τῇ , Ποικιλώτερος Ὕδρας . Καὶ , Εὔριπος ἄνθρωπος . Καὶ , |
δὲ τρίτον εἴ τις μελάγχλωρον κίκινον λέγουσιν . ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΤΑΣΠΑΣΤΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν λευκὰ ὠῶν , βάλε εἰς τὴν λίτραν | ||
χρυσὸν εὑρύζον , ἔνκαιε , καὶ ἔσται εὑρύζον . ΧΡΥΣΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν χαλκὸν καθαρὸν ἐρυθρὸν , ποίει λαμνία ἰσχνὰ |
ὁ Ἀλκιβιάδης . κοπεῖσαι : ἐπὶ τοῦ κακοπαθῆσαι καὶ οἱονεὶ κοπιᾶσαι εἴρηται ἐξάγγελτοι : ἤγουν δῆλοι . ʃ ἡ διάνοια | ||
ὁδὸν πορευθῆναι ἐπ ' ἀγαθῷ . ἐν ἄλλοις δὲ πολλὰ κοπιᾶσαι καὶ ὀλίγα κτήσασθαι δηλοῖ . Ὀφθαλμοῦ ἀριστεροῦ τὸ ἄνω |
. ὦ ἀδελφέ μου , πατάξας τὸν πατάξαντα ἀδελφόν . παισθεὶς ἔπαισας ] παταχθεὶς ἐπάταξας . παισθεὶς ] ὦ Πολύνεικες | ||
παισθεὶς ] ὦ Πολύνεικες . θ παισθεὶς ] τυφθείς . παισθεὶς ] πληγείς . ἔπαισας ] ἔτυψας . σὺ δ |
μες μ διελεῖν εἰς δύο μονάδες ἄρα ρ ἴσαι εἰσιν Ϟοῖς ὥστε ὑπερέχειν δυσὶ μονάσι τεσσαράκοντα . μο μ . | ||
δ Ϟδ καὶ μονάδες δ μονάδες ἄρα π ἴσαι εἰσὶν Ϟοῖς τέσσαρσιν καὶ μονάσι τέσσαρσι . λοιπαὶ μονάδες οϚ Ϟοὶ |
πάσχοντας : ἔχει δὲ ἡ γραφὴ αὐτοῦ . οὕτως : Ὀπίου . . . . . . . . . | ||
ἄρτῳ κατάπλασσε . Πρὸς τοὺς ἐν τοῖς βλεφάροις ἄνθρακας . Ὀπίου , μίσυος ὀπτοῦ , ἀκακίας , λεπίδος χαλκῆς ἀνὰ |
καὶ ] ἡμίανδρος καὶ ἡμιγύναιξ καὶ διγενὴς καὶ θηλυδρίας καὶ ἑρμαφρόδιτος καὶ ἴθρις , οὗ ἡ ἰσχὺς τεθέρισται . Ἱππῶναξ | ||
θέσις . Ὀργίσας . μαλάξας . Ἀνδρόγυνος . ἄνανδρος , ἑρμαφρόδιτος . Ἐνάριες . οἱ ὁπλῖται . Τόρνον . τὸ |
Καλαυρία περὶ τὸν Ἰόνιον κόλπον καὶ τὸν Ἀδρίαν . ? Σκυλλήτιον πόλις Σικελίας , ὡς Εὔδοξος ἕκτῃ . . καὶ | ||
ἐξέπεσον καὶ τὴν ἐκεῖ Καυλωνίαν ἔκτισαν . μετὰ δὲ ταύτην Σκυλλήτιον ἄποικος Ἀθηναίων τῶν μετὰ Μενεσθέως , Κροτωνιατῶν δ ' |
ἐμπέσῃ τὸ καταπληκτικὸν θηρίον ἢ ἐπιβάλῃ . * ὑποζοφόωσα : σκοτώδης * ἄκροθεν οὐρή : κατὰ τὸ ἄκρον ἡ οὐρά | ||
. ὁ μὲν γὰρ ἥλιος φαεινός , ὁ δὲ ἀὴρ σκοτώδης καὶ ἐναντίος τούτου ἐστίν . ἣν Ὕδραν , ἤγουν |
. [ στʹ . Πρὸς τερηδόνας καὶ πυοῤῥοοῦντας . ] Στυπτηρίαν σχιστὴν μετ ' ὄξους καὶ γλυκέος ἑψήσας ἔνσταζε ποιῶν | ||
ἐντίθει . [ δʹ . Πρὸς ὦτα πυοῤῥοοῦντα . ] Στυπτηρίαν ὑγρὰν ἀνεὶς ὕδατι ἔμβαλον εἰς ὑέλινον ἀγγεῖον καὶ λειάνας |