? [ ] δὲ Ἀλεξανδρείας , πέμπτον ? [ ] προσαχθέντος ? καὶ μετέπειτα τελειωθέντος [ ] ? . ἐν | ||
ἀπὸ τῆς ἐπικτήτου διαθέσεως , οὐκ ἀπὸ τῆς οἰκείας τοῦ προσαχθέντος ἐργάσεται κράσεως . ἵνα οὖν ἀκριβής τε καὶ εἰλικρινὴς |
τὰς αὐγὰς πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀνακλῶντος , ὅπερ κἀπὶ τῆς ἴριδος ἐπὶ τῶν νεφῶν συμβαίνει . Μητρόδωρος διὰ τὴν πάροδον | ||
τὰ πολλά , καίτοι ψυχρότητι ὑπερβάλλουσα : μηδὲ ὑπὲρ τῆς ἴριδος ἡμᾶς διδάσκειν πότερον ἴνδαλμά ἐστι καὶ δόκησις τῶν ὀμμάτων |
: ἡ μὲν γὰρ θερμότης ἐν ἀποίῳ σώματι ἡ δὲ λευκότης ἐν πεποιωμένῳ σώματι ὡς δευτέρα ποιότης : πρῶτον γὰρ | ||
λευκότητα : οὐ γὰρ ἡ ἐν τῷ μορίῳ τοῦ γάλακτος λευκότης μέρος ἐστὶ τῆς τοῦ παντὸς γάλακτος λευκότητος , ἀλλὰ |
βραδέα , ἅπερ εἰσὶ γευστὰ καὶ ἁπτά . τῆς δὲ λευκότητος . καὶ γάρ , φησίν , ἡ αὐτὴ αἴσθησις | ||
φησὶ καὶ ψιμμυθίῳ οὐκ ἄλλος καὶ ἄλλος λόγος ὁ τῆς λευκότητος ἀλλ ' εἷς καὶ ὁ αὐτός , οὕτω τιμῆς |
, ἔτι δὲ βορβορίζουσα τῇ γεύσει καὶ ἐπ ' ἄνθρακος διαπύρου ἐπιτεθεῖσα . Σανδαράκην προκριτέον τὴν κατακορῆ καὶ πυρρὰν καὶ | ||
πρὶν ἢ χάσμα γῆς ἀνοιχθὲν ἐν τῷ Ληλάντῳ πεδίῳ πηλοῦ διαπύρου ποταμὸν ἐξήμεσε . Πολλῶν δὲ συναγωγὰς ποιησαμένων τοιαύτας , |
ἡδύ , ὃ πρὸς ἑαυτὸ ἕλκει , καὶ γεῦσιν τὸ γευστόν : ὥστε συμβαίνει τὴν ἀκρασίαν ὑπὸ λόγου γίνεσθαι , | ||
ἧς εἰπὼν οὐ σιωπήσομαι . Σκευάζεται δὲ ἐκ τούτου καὶ γευστόν , μεγάλην ἐνέργειαν ἐμποιοῦν τῷ γευομένῳ . ἐὰν γάρ |
βαθύρριζος , μάλιστα δ ' ὁ μέλας , καὶ τοῦ λευκοῦ ὁ τραχύτατος καὶ ἀγριώτατος : δι ' ὃ καὶ | ||
, χαμαιλέοντος ἡ ῥίζα , καὶ τοῦ μέλανος καὶ τοῦ λευκοῦ , χαμαιπίτυς , χελιδόνιον τὸ μεῖζον . Ἀμπελόπρασον , |
ἀγαθὸν τοῦτο ἐπίπλασμά ἐστι καὶ ὀδυνωμένῳ ποδαλγῷ . συλλειοῦται καὶ λεκίθῳ ὠῶν ἑφθῶν , καὶ γίνεται εἰς τὰ αὐτὰ ἐπίπλασμα | ||
ὀσπρίου , ὃ καλεῖται πίσος διὰ τὸ ἐοικέναι τὴν χροιὰν λεκίθῳ ᾠοῦ . ἀπὸ μέρους οὖν τὴν ὀσπριόπωλιν δηλοῖ . |
ὕλη φύσιν , πρίν τινα μορφὴν ὑποδέξασθαι , οἱονεὶ δυνάμει σὰρξ καὶ τὸ δυνάμει ὀστοῦν , ὅταν γένηται ὀστοῦν ἐνεργείᾳ | ||
' ἐσχάτων τῶν καιρῶν . τότε ἀναστήσε - ται πᾶσα σὰρξ ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης τῆς μεγάλης , |
ὅμοιον λίθῳ : τοῦτο δὲ , πέφυκε πρὸς ὀστέον κοίλωσις σηραγγώδης : οἱ δὲ ψόφοι ἀπερείδονται πρὸς τὸ σκληρόν : | ||
φυσικὴ εὐπρέπεια γίνηται . ἐὰν μὲν οὖν χαύνη ᾖ ἢ σηραγγώδης ἡ ἐπίφυσις , αὐτόθεν τοῖς σμιλιωτοῖς ἐκκοπεῦσιν ἐκκοπτέσθω , |
, τὸ δ ' ἔλαιον ἄμικτον ὥσπερ καὶ ὅταν τοῦ περικαρπίου χωρισθῇ . Ἐν Αἰγύπτῳ δὲ τὸ μὲν τῶν αἰγυπτίων | ||
μὲν οὐχ ἡ αὐτὴ πέψις τοῦ τε χυλοῦ καὶ τοῦ περικαρπίου πρὸς ἐδωδήν : τὸ μὲν γὰρ δεῖ προσφιλὲς εἶναι |
, ἀριστολοχίας στρογγύλης # θ , πηγάνου σπέρ - ματος ξηροῦ # α . κόψαντα δεῖ καὶ σήσαντα διδόναι καθ | ||
ἔτι καὶ ἔγχυλον , ὥϲτε καὶ πεπτικώτερον μέν ἐϲτι τοῦ ξηροῦ μᾶλλον καὶ ὑπνοποιόν , διαφορητικὸν δὲ ἧττον . Ἀνθεμὶϲ |
τοῦ πυρὸϲ πρόϲβαλλε λεῖον τὸν χαμαιλέοντα ἐπιπάϲϲων καὶ ἐπίθεϲ ἐπὶ μαλακοῦ πυρόϲ , ὅπωϲ τὴν δύναμιν ὁ χαμαιλέων προϲδῷ τῷ | ||
. ἡ λεύκη ὁμοία πλατάνῳ . ψιθυρίζῃ : ἀνέμου πνέοντος μαλακοῦ καὶ ἠρέμα διὰ τῶν φύλλων εἰσιόντος ὥσπερ προσλαλεῖ τὰ |
τῆς ἀμπέλου τοῦτον πρὸς τὴν ἀφιέρωσιν διὰ τὸ τὴν μὲν φυλλορροεῖν , τὸν δὲ πάντα τὸν χρόνον ἀειθαλῆ διαμένειν : | ||
καὶ οἷς τὸ πήγνυσθαι τὸν ὀπόν , τούτοις καὶ τὸ φυλλορροεῖν . οὐδὲν δ ' ἄτοπον , εἰ τὸ τοιοῦτον |
ἀμφοτέροις δὲ Κρόνος συνεργεῖ . Ἑξῆς δὲ τοῦ ἑπομένου τριγώνου γεώδους ὑπάρχοντος Ταύρου Παρθένου Αἰγόκερω Σελήνη περίγειος οὖσα τὴν οἰκοδεσποτείαν | ||
εἰς γῆν . Ζῷα γίνεσθαι ἐξ ὑγροῦ καὶ θερμοῦ καὶ γεώδους , ὕστερον δὲ ἐξ ἀλλήλων : καὶ ἄρρενα μὲν |
καὶ στρογγύλων ξυγκόψας ἐν τῷ ὅλμῳ , καὶ σήσας ὡς λεπτότατον νίτρου ἐρυθροῦ Αἰγυπτίου τεταρτημόριον μνᾶς , ὀπτήσας , τρίψας | ||
καὶ ἐξίσταται καὶ γίγνεται ἠὴρ καὶ ὀμίχλη : τὸ δὲ λεπτότατον καὶ κουφότατον αὐτέου λείπεται , καὶ γλυκαίνεται ὑπὸ τοῦ |
τὸ πρόϲωπον τοῦ πάϲχοντοϲ ψυχρόν ἐϲτι καὶ ὕπωχρον , καὶ ξηραίνεται τὸ ϲτόμα . φλεβοτόμει οὖν τὸν οὕτω πάϲχοντα καὶ | ||
τοι κἀπειδὰν ἐπὶ θάτερα τῶν μορίων φέρηται τὸ αἷμα , ξηραίνεται θάτερα . θαυμαστὸν οὖν οὐδέν , εἰ καὶ τὰ |
ἐξ Ἰταλίας πολὺς φερόμενος μέχρι πρὸς τὴν πόλιν πελαγίζει , ἐπιπολάζων τῷ ῥεύματι : ἐπειδὰν δὲ ὁμιλήσῃ τῇ πόλει , | ||
τοῦ σιδηροχάλκου καὶ τὰ εἴδη . Ἔστω δὴ ὁ ζωμὸς ἐπιπολάζων τοῦ φαρμάκου δακτύλους δύο , καὶ ἔασον ἡμέρας ιεʹ |
οἷον τοῦ θερμοῦ ὡς θερμοῦ , διακρίσεως μόνης αἰσθάνεται καὶ πυρώδους οὐσίας : ὅταν δὲ μετὰ φαντασίας ὡς πρὸς τὸ | ||
τοῦτο γλυκύτατον εἶναι πάντων τῶν ποταμῶν , ἅτε φύσει τοῦ πυρώδους πᾶν τὸ ὑγρὸν ἀπογλυκαίνοντος . οὗτος δ ' ὁ |
ἑαυτῷ συντεθέντος γεγένηται , ἀλλὰ μόνης μονάδος , πεντάκις μὲν συντεθείσης ὁ ε , ἑπτάκις δὲ ὁ ζ , καὶ | ||
Ἑρμοῦ καὶ Ἀφροδίτης γεννηθέντα τυχεῖν τῆς ἐξ ἀμφοτέρων τῶν γονέων συντεθείσης προσηγορίας . τοῦτον δ ' οἱ μέν φασιν εἶναι |
διάπυρα ἐμβαλλόμενα δριμὺ ποιοῦσι τὸ ὄξος . Κυάμους μίξας μετὰ ὀξέος κίτρου , βάλε εἰς ἀγγεῖον . Βάλε εἰς ὀθόνιον | ||
δὲ τοῦ στρατοῦ γενομένου καὶ περιδεοῦς καὶ ἐς τὰ παραγγελλόμενα ὀξέος ἀπεπείραζε τῶν καλουμένων Μεγάρων νυκτὸς μιᾶς διχῇ λανθάνων . |
χιών : καὶ πολὺς ὄκνος ἦν ἀνίστασθαι : κατακειμένων γὰρ ἀλεεινὸν ἦν ἡ χιὼν ἐπιπεπτωκυῖα ὅτῳ μὴ παραρρυείη . ἐπεὶ | ||
. . τύρσεις ] τὸ ἐν ὕψει ᾠκοδομημένον . . ἀλεεινὸν τὸ πηγνύμενον , φησὶ , τῆς χιόνος καὶ μὴ |
οἴνῳ λευκῷ φορύξαι , καὶ ὀπὸν σιλφίου ὡς κύαθον , κρᾶμα ἑψεῖν , ἐνωμότερον διδόναι ῥοφέειν . Ἢν κιὼν ἐν | ||
παρὰ τἀμὰ πράξετε βουλεύματα , ἱερὸν ὑμῖν ὀμνύω πνεῦμα καὶ κρᾶμα τοῦτ ' ἀφ ' οὗπερ ὑμᾶς ἐγέννησα ψυχοποιούς τε |
ἡμῖν , καίτοι τάχ ' ἴσως οὐδ ' ἡ τοιαύτη δριμύτης , εἴπερ οὕτω γίνοιτο , ἐκφεύγει τὴν ψυχρότητα : | ||
τοῦτο ποίησον πολλάκις , ἔστ ' ἂν ἀφανισθῇ τέλεον ἡ δριμύτης τοῦ ἐν αὐτῷ κιτρίου ζωμοῦ . Ἔπειτα λάβε τὸ |
δεηθῶμεν . ἔτι μὴν σφίγγει τε καὶ φρουρεῖ τὴν τοῦ νεύρου τοῦ μαλακοῦ κατάφυσιν . εἰ γοῦν τινος θεάσει προπετέστερον | ||
κρυϲταλλοειδοῦϲ ὑγροῦ : ἡ δὲ ἀμαύρωϲιϲ ἔμφραξίϲ ἐϲτι τοῦ ὀπτικοῦ νεύρου , ὡϲ μηδόλωϲ ὁρᾶν τὸν οὕτω παθόντα καθαρᾶϲ φαινομένηϲ |
ἀναρροιβδῶ , τροπῇ τοῦ ζ εἰς βδ . διαφέρει δὲ βδόλος λιγνύς κνίσσα αἰθάλη καπνός καὶ ἀτμός : καὶ βδόλος | ||
καὶ πανταχόθεν ἕλκειν καὶ ἁρπάζειν βουλόμενον . . . . βδόλος : ἡ δυσωδία τοῦ λύχνου καὶ ἡ πορδή : |
ἄλλο κατὰ συμβεβηκός : οὐσιώδης μὲν γὰρ ἡ τοῦ πυρὸς θερμότης , οὐσία δὲ οὐκ ἔστιν . πάλιν δὲ ἐνδέχεται | ||
ὄντων τῶν ἔξωθεν . διὰ δὴ τοῦθ ' ἡ ξηρὰ θερμότης ἁρμόττει πρὸς τὰς τήξεις καὶ αὐτὴ λαμβάνουσά τινα συμμετρίαν |
ἡ αὐτὴ ἀρετὴ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν . Ἡ δὲ λέξεως γλυκύτης εἴπομεν ὅτι πορίζεται ἐκ κωμῳδίας καὶ Πλάτωνος καὶ Ξενοφῶντος | ||
τις ἄνεσις : εἰ δὲ μὴ ὑγρότης ἀλλ ' οἷον γλυκύτης ἐγγίνεται πρὸς τὴν τοῦ καρποῦ γένεσιν : ἅπαντα γὰρ |
τις ἐπίτευξις ἦν ἡ ἀληθὴς μαντεία , ἢ σφοδρότης καὶ ἐπίτασις ἐνεργείας ἢ πάθους ἢ ὀξύτης καὶ φορὰ τῆς διανοίας | ||
, ὡς βῶ βάζω . τούτῳ τῷ σπάζω ἡ α ἐπίτασις ἐπῆλθε καὶ ἐποίησεν ἀσπάζω καὶ ἀσπάζομαι : τὸ ἀσπάζεσθαι |
τῶν Λευκανῶν . Διὸ καὶ τοῦ Μαρσικοῦ πολέμου σχεδὸν ἤδη διαλυομένου , πάλιν αἱ προγεγενημέναι στάσεις ἐμφύλιοι κατὰ τὴν Ῥώμην | ||
ἔνθες ἢ σκορόδων λέπη καὶ τρίχας ἀνδρῶας ὑποθυμία . Μὴ διαλυομένου δὲ πρὸς ταῦτα τοῦ σπέρματος ἐπὶ τὰ δραστικώτερα τῶν |
τὰ ἄλλα εἴδη κωλύσει . δῆλον δὲ μάλιστα ἐκ τῆς αἰσθητικῆς τοῦτο δυνάμεως : αὕτη γὰρ σῶμα μὲν οὐκ ἔστιν | ||
. καὶ γὰρ καὶ ἡ κατὰ τὸ πείθεσθαι λόγῳ τῆς αἰσθητικῆς ἐνέργεια μόνου ἀνθρώπου ἐνέργεια , ὅτι μηδ ' ἁπλῶς |
Ἐμπορίαν αἰτεῖς ; ἣν δίδωσιν ναῦς καὶ θάλαττα καὶ πνευμάτων φορά : ἀγορὰ πρόκειται : ὤνιον τὸ χρῆμα . Τί | ||
πάλιν ἠρεμεῖν : οὐ ταὐτὸν δέ ἐστιν περιφορά τε καὶ φορά . δοκεῖ δέ τι μέγα εἶναι καὶ χαλεπὸν γνωσθῆναι |
ἐστον τὼ λόφω . Οὐκ ἂν πριαίμην οὐδ ' ἂν ἰσχάδος μιᾶς . Τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε θώρακος κύτει ἐνημμένῳ | ||
, καὶ συκῆς ὀπόν . Τὸ δ ' ἐκ τῆς ἰσχάδος , χαμαιλέων μέλας , χολὴ βοὸς ξηρή : τὰ |
καὶ ἐκδεχόμενος τὴν ἔλευσιν τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ . καὶ ἰδοὺ ὀσμὴ εὐωδίας ἤρχετο πρὸς αὐτὸν , καὶ φωτὸς ἀπαύγασμα : | ||
ὁ τοῦ χρώματος τῷ σώματι τροπὴν ἐμποιήσας , οὐδὲ ἡ ὀσμὴ ἀλλὰ τὸ κινηθὲν ὑπὸ τῆς ὀσμῆς , καὶ ὁ |
ἐς πολὺ ἀνεστῶτες , ὅση δὲ ἡ κεφαλὴ σκολιοῦ καὶ ὑγροῦ τοῦ αὐχένος ἐξιοῦσα . μέγεθος δὲ ἄπιστον μὲν εἰπεῖν | ||
, ἐνσκιᾳτροφημένα καὶ λευκὰ αἵματος ἐνδείᾳ καὶ θερμοῦ ἀπορίᾳ καὶ ὑγροῦ περιττοῦ ἐπιρροίᾳ . εὐαλωτότερα τοίνυν τῶν ἀνδρείων καὶ ταῖς |
τὸ μὴ ὄν . τὸ μὲν οὖν οὐκ ὂν οὐ φθείρεται : πάσχειν γάρ τι δεῖ τὸ φθειρόμενον . ἀλλ | ||
' ἃς ὀλισθοῦσα , ἡνίκα ἀπὸ τῆς κρήνης ἐπανῄει , φθείρεται . καὶ τῷ ἀδελφῷ μηνύει τὸ γεγονός : ὁ |
φασιν ὅτι δύναται χωρὶς ὑποστῆναι συμβεβηκός : ἰδοὺ γὰρ ἡ εὐωδία τοῦ μήλου , συμβεβηκὸς οὖσα , καταλείψασα τὸ μῆλον | ||
τὸ κηρίον . Καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τῆς καύσεως τοῦ κηρίου εὐωδία καὶ ἔπλησε τὸν θάλαμον . Καὶ εἶπε πρὸς τὸν |
διεπεράσαμεν , [ καὶ ] ἡμῶν δὲ πᾶσα δύναμις ὑδάτων ἄρδεται . Καὶ γὰρ πάλαι πέττει τὰ νικητήρια . * | ||
ἰδοῦσα καὶ ἐποχετευσαμένη ἀντὶ τοῦ : ἐπελθόντος δὲ τοῦ ἐποχετεύοντος ἄρδεται ὡς ἐπὶ τῶν φυτῶν , ὅταν κατίδῃ τὸ ἐφετόν |
κεῖται παρὰ τὸν Εὔλαιον ποταμόν . οὔσης δὲ τῆς ὁδοιπορίας ἐμπύρου διὰ τὸ μέγεθος τῶν καυμάτων διεφθάρη τε πολλὰ σώματα | ||
πλέα . [ οὐδ ' ἦν ἄρ ' ὑγιὲς οὐδὲν ἐμπύρου φλογὸς οὐδὲ πτερωτῶν φθέγματ ' : εὔηθες δέ τοι |
εἰ ζῇ δηλονότι . λαμπρὰν . ἡμέραν . σκοτεινῆς . μελαίνης . Ἀρτεμβάρης ] ὁ . πολλῆς . ἤγουν δέκα | ||
ἐπιχέας , ἅλας δοὺς μουσικῶς , μήκωνος ἐπιπάσας ἄνω κόκκους μελαίνης τετταράκοντα τὸν ἀριθμόν , περὶ τὴν Σκυθίαν ἔπαυσε τὴν |
μοίρας δʹ εʹ : οὗτος ἡλιακὸς ὡροσκοπικὸς γνώμων , ὃν σημειοῦμαι . εἶτα ἔρχομαι ἐπὶ τὸ σεληνιακὸν ζῴδιον τὸν Αἰγόκερω | ||
οὖν ἔσται ὁ ἡλιακὸς γνώμων ὁ ὡροσκοπικός , ὃν καὶ σημειοῦμαι . μετὰ τοῦτο ἔρχομαι ἐπὶ τὸ τῆς Σελήνης ζῴδιον |
διὰ τὴν ὀδύνην . Κηροῦ , πίσσης ὑγρᾶς , στυπτηρίας ὑγρᾶς ἴσα . τήξας τὰ τηκτὰ ἐπίχεε τῇ στυπτηρίᾳ λειωθείσῃ | ||
κοινὴ μὲν οὖν ἐπιθυμία ἐστὶ τὸ ὀρέγεσθαι τροφῆς ξηρᾶς ἢ ὑγρᾶς , ὅταν ἐν χρείᾳ τούτων γενώμεθα , ἰδία δὲ |
. οὐκ ἐμπὶς ἥδ ' ἐστὶ Τρικορυσία : Ἐμπὶς ζῷον κώνωπι παραπλήσιον . ὡς ἐν Τρικορύθῳ πολλῶν ἐμπίδων γινομένων . | ||
. ἐμπίδας : Ζῷόν ἐστιν ἐν ὕδασι γινόμενον ὅμοιον τῷ κώνωπι , μεῖζον δὲ τῇ περιοχῇ , κατὰ τὸ μέσον |
τὰς νόσους οὐδὲν μέγα οὕτω καθαίρειν . ἡ δ ' ἶρις ἄγει μὲν φλεγματώδη καὶ ὑπόμυξα καὶ χολώδη : εἰ | ||
ταύρου κεφαλὴν ἔχουσαν ἀναρροφεῖν τοὺς ποταμούς . Πῶς οὖν γίνεται ἶρις ; ὁρῶμεν δὴ κατὰ γραμμὰς ἢ κατ ' εὐθείας |
τῆς πηγῆς : ἀνακινηθέντος δὲ τοῦ ὕδατος ἄνεισιν ἀχλὺς ἐοικυῖα ὁμίχλῃ , διαλιποῦσα δὲ ὀλίγον γίνεται νέφος ἡ ἀχλὺς καὶ | ||
ἀέρος , σχεδὸν ὁμολογεῖται . τὸ δὲ ἀφομοιοῦν καπνῷ καὶ ὁμίχλῃ ταὐτά τε λέγειν οὐκ ἀληθές . οὐδὲ γὰρ αὐτὸς |
τοῖς χείλεσι προσερείσας , ἐπεί τινος ᾔσθετο τοῦ φαρμάκου ἀηδείας πικροῦ μὲν αὐτοῦ καὶ δηλονότι τυγχάνοντος , ἀλλὰ δὴ καὶ | ||
ϲτυφόντων . δίδου δὲ αὐτοῖϲ καὶ τοῦ δι ' ἀλόηϲ πικροῦ φαρμάκου πλειϲτάκιϲ τοῦ ἔτουϲ . εἰρήϲεται δὲ ἐπὶ πλεῖον |
ὑπὸ τοῦ ἀέρος . τὸ δὲ μέσον οἷον καθαρὸν καὶ εἰλικρινές . διὸ καὶ ταύτῃ μὲν [ οὐ ] διορᾶται | ||
, οἰόμεθα , εἴ τῳ γένοιτο αὐτὸ τὸ καλὸν ἰδεῖν εἰλικρινές , καθαρόν , ἄμεικτον , ἀλλὰ μὴ ἀνάπλεων σαρκῶν |
τῆς αἰσθήσεως διὰ τὸ εἰδικώτερον τῆς μορφῆς ἐνεργητικώτερον καὶ στασιμώτερον κινούσης τὴν αἴσθησιν . Ἐφ ' οἷς ὅπως αἰσθανόμεθα ὅτι | ||
οἱ δὲ τῆς ἀγρίας σταφίδος , ὡς μᾶλλον τοὺς ἐμέτους κινούσης , ἐξὸν πλεῖον τοῦ ἐλλεβόρου διδοῦσι καθαίρειν καλῶς . |
δοτέον . εἰ δὲ μηκέτι θερμαινομένης ἢ καὶ ψυχομένης τῆς σαρκὸς διὰ τοὺς ἐκκριθέντας ἱδρῶτας αἰσθάνοιντο , λεγέτωσαν : οἱ | ||
, ἀεὶ φάσκουσα ὅτι μετῳκισάμην τοῦ σώματος , ἡνίκα τῆς σαρκὸς ἠλόγουν ἤδη , καὶ τῆς αἰσθήσεως , ὁπότε τὰ |
τὸ καθῆκον ἐπιρροίαις , καὶ ἔμπαλιν ἔννοιάν τινος λαμβάνων αἰσχροῦ ποτίμοις ἐννοίαις ἀπερρυψάμην ἐκεῖνο , θεοῦ τῇ ἑαυτοῦ χάριτι γλυκὺ | ||
καὶ πόας οὐ σκληρᾶς ἅμα δρόσῳ γλυκείᾳ καὶ νάμασι νυμφῶν ποτίμοις , καὶ δὴ καὶ τοῦ περιέχοντος ἠρτημένοι καὶ τρεφόμενοι |
καὶ ἄρρενος . ὁ δὲ τῆς Οὐρανίας πρῶτον μὲν οὐ μετεχούσης θήλεος ἀλλ ' ἄρρενος μόνονκαὶ ἔστιν οὗτος ὁ τῶν | ||
ἐργάζου τὴν γῆν τῷ καιρῷ προλαβὼν καὶ μὴ ἀναβαλλόμενος ὡς μετεχούσης αὐτῆς τοῦ ὑγροῦ ἢ τοῦ ξηροῦ , ἀλλὰ χωρὶς |
ἐν τῷ ὀξυκράτῳ λαμβανέτω ἢ χόνδρον πλυτὸν ἢ ὄρυζαν ἢ ὠὸν ἁπαλὸν ψυχρόν . ἐν τόπῳ δὲ φαρμάκων πρὸς τὴν | ||
ἐκπληροῦν ὅλον τὸν ὀφθαλμόν . ἔριον δὲ μαλακὸν βρέξανταϲ εἰϲ ὠὸν ἀνακεκομμένον μετ ' οἴνου καὶ ῥοδίνου ἐπιτιθέναι καὶ ἐπιδεῖν |
τῆς μὲν ἐπιφανείας καὶ τοῦ χρωτὸς τοῦ ὑπὸ τὴν ὄψιν ἀφανίζεται , ὠθεῖται δὲ ἔνδον . ἔνθεν τοι καὶ τῆς | ||
ὤκιστος ὄλεθρος . διαιρεθείσης γὰρ αὐτῆς , ὁ τῆς τροφῆς ἀφανίζεται πόρος . Λαιὰ , ἡ ἀριστερὰ καὶ εὐώνυμος . |
πίττα , ῥητίνη , θεῖον ἄπυρον , ἑκάστῳ τῶν εἰρημένων μιγνύμενον . Οἱ ἄπεπτοι τῶν ὄγκων ἐξ ἀργοτέρας ὕλης συνίστανται | ||
ποιεῖ δὲ διαφορὰν καὶ τὸ λαμπρὸν ἢ στίλβον εἶναι τὸ μιγνύμενον ἢ τοὐναντίον αὐχμηρὸν καὶ ἀλαμπές . ἔστι δὲ τὸ |
Πλύσιν οὖν εἰρήκασιν μυστικὴν καὶ πλύσιν ἀπολελυμένην . Καὶ πλύσις μυστικὴ ταὐτόν ἐστι , καὶ ἀδιαφορεῖ ἤ τις γίνεται διὰ | ||
τοῦ καθηγιασμένου βωμοῦ , ἐν ᾧ παρὰ τῶν ἱερέων ἡ μυστικὴ τελεῖται λατρεία : καὶ τοὺς πόδας συμπλέγδην ἐν ἀλλήλοις |
σικύαι , παντάπασι τὸ πνεῦμα ἀπελήφθη , καὶ διῆλθεν ὀδύνη ναρκώδης καὶ ἄπορος φέρειν , καὶ πάντα αἵματι ἐπέφυρτο καὶ | ||
: ἐν δὲ τῇ σημειώσει ὑποπίπτει ὄγκος ἀνώμαλος μικρός , ναρκώδης , αἴσθησιν ἐμποιῶν ἐν τῷ παραπιεσμῷ . Διαφέρει δὲ |
γὰρ οἶάπερ παρθένος , πορφύρεται δὲ οἷα βοῦς , καὶ λευκαίνεται , δηλοῦν τὴν εἰς ἄστρα τῆς κόρης μεταβολήν , | ||
αὐτοῦ ἐν τοῖς λευκώμασιν τοῦ κερατοειδοῦς , λευκοῦ ὄντος , λευκαίνεται . φαίνεται δὲ μέλας οὐ διὰ τὴν οἰκείαν φύσιν |
τῶν αἰσθητῶν τὴν αἴσθησιν διατίθεσθαι ἄλλως δὲ ὡς σῶμα τὸ αἰσθητήριον : ἄλλο γὰρ τὸ χρώμασιν ἢ θερμοῖς ἢ χυμοῖς | ||
, ὄσφρησις καὶ αἱ λοιπαὶ αἰσθήσεις ἀκοὴ καὶ ἁφή . αἰσθητήριον ἤτοι ὀφθαλμὸς ἢ ῥὶς ἢ γλῶττα , ἃ καὶ |
ἔχουϲα οὐ ῥύπτει . ἐμπλαϲτικωτέραν γὰρ ἐργάζεται τὴν οὐϲίαν τὸ κολλῶδεϲ , ὥϲτε μὴ ῥύπτειν , ὅταν γε μηδεμία δριμύτηϲ | ||
λῆμαί τε γὰρ καὶ δάκρυον ἐπιφαίνεται , ποτὲ μὲν καὶ κολλῶδεϲ καὶ παχύ , ποτὲ δὲ καὶ λεπτὸν καὶ ϲυντόμωϲ |
τὴν πομπικὴν ἔσοδον Ἱπποδάμειον καλούμενον , ὅσον πλέθρου χωρίον περιεχόμενον θριγκῷ : ἐς τοῦτο ἅπαξ κατὰ ἔτος ἕκαστον ἔστι ταῖς | ||
στέργειν . ἄγαμαι οὖν ἐγὼ καὶ ταύτῃ τὸν νομοθέτην οἵῳ θριγκῷ περιβάλλει τὴν σοφίαν εἰς πάντα ἀληθῆ . σκοπῶμεν δὲ |
καθάρειοι ταῖς διαίταις ἓν ἔργον ἐπιτηδεύουσι βάναυσον καὶ πολλῆς ἀκαθαρσίας κεκοινωνηκός : παρ ' ἕκαστα γὰρ τὸ σῶμα λοῦσιν οὔρῳ | ||
ἄφυκτον . φύσει γὰρ ἄπορον καὶ πτωχὸν πᾶν τὸ γενέσεως κεκοινωνηκός . Θεὸς μὲν ὦν ἔστι , καθάπερ ἐν ἀρχᾷ |
ἕλκειν μᾶλλον τῶν ἄλλων . Ῥόδων ἡ δύναμις ἐξ ὑδατώδους θερμῆς ἀναμεμιγμένης δυσὶ ποιότησιν ἑτέραις ἐστί , τῇ τε στυφούσῃ | ||
ἔξωθεν ἐπιτιθεμένων : ἔχει γάρ τι βραχὺ διαφορητικῆς τε καὶ θερμῆς δυνάμεως , ἧς πλείστης τὸ μέλι μετείληφεν . Κίκεως |
σώματι μόνον ἐπιβλαβὲς λαμβάνειν τὴν τροφήν , ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τεταραγμένου σώματος τροφὴ βλάπτει . καὶ τὸ νήπιον οὖν ἀπὸ | ||
, καὶ ζάλης , καὶ πνευμάτων ἐμβολῆς , καὶ ἀέρος τεταραγμένου ; τίς δὲ οὕτω ἰατρὸς τεχνικός , ὡς μὴ |
ἡ οὐσία σωματική τίς ἐστι σύστασις , ἡ δὲ σωματικὴ σύστασις οὐ δεῖταί τινος , ἐν ᾧ γενομένη τὸ εἶναι | ||
ἡ γὰρ ἐπὶ τοῖς αἰσθητοῖς τοῦ καθόλου συναίσθησίς τε καὶ σύστασις καὶ ἡ ἐπὶ τοῖς πρώτοις καθόλου λῆψις τῆς ἀρχῆς |
ἕκαστον , τῶν δὲ ἰδεῶν ὁμωνύμως τὰ καθ ' ἕκαστον μεταλαμβάνει . τὰς μὲν οὖν ἰδέας διὰ ταῦτα οὐκ ἀνάγκη | ||
δὴ τούτοις ἅπασιν ὃς μὲν ἂν δικαίως διαγάγῃ ἀμείνονος μοίρας μεταλαμβάνει , ὃς δ ' ἂν ἀδίκως , χείρονος : |
μεταξὺ γενομένων ἡμερῶν , εἶτα διαιρεθεὶς ἐκ τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς ἀνώδυνος ὁμοίως ἐγένετο , θεραπευθείς τε τῷ διὰ κρόκου φαρμάκῳ | ||
ἑσπέρην σεύτλου : καὶ τὴν νύκτα ὕπνος : καὶ σφόδρα ἀνώδυνος : καὶ τὴν ἐνάτην ᾔσθετο πρὸς ἡλίου δυσμάς : |
ἀκρεμόσιν : αἰεὶ δὲ πλείων καὶ βελτίων ἡ εἰς τὸ στέλεχος συρρέουσα τῆς εἰς τοὺς ἀκρεμόνας . Διαφέρουσι δὲ καὶ | ||
μὲν κρανείᾳ : ὁ μὲν Ἴδας κρανείῳ δόρατι τὸ κοῖλον στέλεχος τῆς δρυὸς οὐτάσας τῶν διπτύχων ἤτοι τῶν Διοσκούρωνδίδυμοι * |
ὁ ἰὸς ὁ τοῦ δράκοντος εἰς μέλι : ἢ ἐν κηρίῳ μελισσῶν . ἐπεὶ οὐδέν ἐστιν ἄλλο ἴδιον ἢ ὁ | ||
ἦν δ ' ἐγώ , φῶμεν αὐτόν , ὡς ἐν κηρίῳ κηφὴν ἐγγίγνεται , σμήνους νόσημα , οὕτω καὶ τὸν |
τῷ μὲν καθαρωτέρου κηροῦ , τῷ δὲ κοπρωδεστέρου , καὶ σκληροτέρου , ἐνίοις δὲ ὑγροτέρου , ἔστι δ ' οἷς | ||
ὥστε ἀνηβᾶν ἡμᾶς , καὶ δυσθυμίας λήθῃ γίγνεσθαι μαλακώτερον ἐκ σκληροτέρου τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος , καθάπερ εἰς πῦρ σίδηρον |
. Θ . φησιν : εἰ τὸ ὁρατὸν καὶ τὸ ἁπτὸν ἐκ γῆς καὶ πυρός ἐστι , τὰ ἄστρα καὶ | ||
ὅσα ἔχει γένεσιν πᾶσιν , αὐτὸ δὲ μετ ' ἀναισθησίας ἁπτὸν λογισμῷ τινι νόθῳ , μόγις πιστόν , πρὸς ὃ |
ποτὲ δὲ μελαίνης : ἡ δ ' ἄλλη σὰρξ κύκλῳ φλογώδης ἰσχυρῶς καὶ μέλαινα τῇ χροιᾷ γίνεται καὶ στίλβουσα παραπλησίως | ||
. ξηρᾶς μὲν οὖν ἄγαν καὶ λεπτῆς ἀναθυμιάσεως οὔσης λιγνὺς φλογώδης συνίσταται , οἵα πολλάκις πυρώδης ἔκλαμψις κατὰ τὸ περιέχον |
ποιοῦσι λοχαίαν καὶ καρπὸν ἐρυσιβώδη . Τὰ δὲ πυκνόσπορα πρότερον ἀποχεῖται τῶν μανοσπόρων ὅτι τὰ μὲν ῥιζοῦται καὶ εἰς τὰ | ||
. χόνδρος ἢ ὄρυζα ἕψεται ἢ σεμίδαλις ἀρκούντως , εἶτα ἀποχεῖται τὸ ὕδωρ καὶ φυρᾶται τὸ ἡψημένον μετὰ ἁπαλοῦ τυροῦ |
καὶ οὐκ αἴτιον αὐτῆς τὸ κέντρον , ἀλλ ' ἡ ῥύσις τοῦ συνεχοῦς ἐφ ' ἕν . Καὶ ἐκεῖ γάρ | ||
, ἢ τιτθῶν ἄρσις . Καῦσον λύει αἵματος ἐκ ῥινῶν ῥύσις . Ἐν καύσῳ ἐὰν ἐπιλάβῃ ῥῖγος , φιλέει ἐξιδροῦν |
σκληρά πόντου ] τοῦ Εὐξείνου Ἡ Σαλμυδησσία ἐστὶ ῥαχία ἀκρωτηριώδης ἐοικυῖα ὄνου γνάθῳ . καλεῖται δὲ οὕτως ἀπό τινος Σαλμυδησσοῦ | ||
τίς αὕτη σπουδῇ πρόσεισι τεταραγμένη καὶ δακρύουσα , πάνυ ἀδικουμένῃ ἐοικυῖα ; μᾶλλον δὲ Φιλοσοφία ἐστίν , καὶ τοὔνομά γε |
τοῖς σχήμασιν * . ἔπειτα βαρέος μὲν καὶ κούφου καὶ σκληροῦ καὶ μαλακοῦ καθ ' αὑτὰ ποιεῖν φύσεις , θερμὸν | ||
γὰρ τὸ εἰπεῖν τί ἤσθιον . Ἀδάμας δέ ἐστιν εἶδος σκληροῦ λίθου σίδηρον τέμνοντος . . ΟΥΔΕ ΤΙ ΣΙΤΟΝ ΗΣΘΙΟΝ |
λέγει ὅτι τὸ μὲν γένος τῇ ὕλῃ ἀναλογεῖ ἡ δὲ συστατικὴ διαφορὰ τῷ εἴδει : ὥσπερ γὰρ ἡ ἀνείδεος ὕλη | ||
ἐστιν ἡ ῥητορική , ὅτι λογικὴ τέχνη καὶ τῆς πολιτείας συστατικὴ καὶ τοῖς ἀνθρώποις ὠφέλιμος ἐν βουλαῖς καὶ δικαστηρίοις καὶ |
εὐρέα Αἴγυπτος , ἐοῦσα πᾶσα ὑπτίη τε καὶ ἔνυδρος καὶ ἰλύς . Ἔστι δὲ ὁδὸς ἐς Ἡλίου πόλιν ἀπὸ θαλάσσης | ||
' ἐγχέλυές τε καὶ ἰχθύες φησὶν διὰ τοῦ ἐκ τοῦ ἰλύς ἰλύος . Ἑφθὸν λέγεται τὸ δι ' ὑγροῦ ἑψόμενον |
χόριον , αὐλίσκον τε λεπτὸν ἐοικότα ἐντέρῳ ἐκ μέσου κατατεινούσης ῥίζης τρόπον ἢ μίσχου , ἐξ οὗ ἐκκρεμὲς ῥιζωθέν τ | ||
β . ἢ καθ ' αὑτὸ ἢ καὶ μετὰ πάνακος ῥίζης ὀβολοῦ ἑνός . ἐνιέναι δὲ καὶ τῇ μήτρᾳ τὰ |
πρὸς αὐτοὺς ὁμοιότητα , κατοχή τε συνίσταται εὐθὺς τελεία καὶ πλήρωσις τῆς κρείττονος οὐσίας καὶ δυνάμεως . Οὐχ ὅτι τὸ | ||
που λύσις καὶ λύπη ; Ναί . Ἐδωδὴ δέ , πλήρωσις γιγνομένη πάλιν , ἡδονή ; Ναί . Δίψος δ |
σόγχος ὁ μηδέπω ξηρανθείς , στρατιώτης , τρίβολοι ἀμφότεροι , φοίνικος τῶν κλάδων ὁ χυλὸς καὶ ὁ ἐγκέφαλος καὶ ὁ | ||
τῶν χειρῶν στέφανον περσαίας , τῇ δ ' ἑτέρᾳ ῥάβδον φοίνικος : ἐκαλεῖτο δὲ αὕτη Πεντετηρίς . Ταύτῃ δ ' |
ὑμένος δακνομένου ὑπὸ ῥεύματος διαβρωτικοῦ ἁλυκοῦ τε ἢ δριμέος καὶ λεπτοῦ . σφόδρα οὖν ὠφελοῦνται οἱ τοιοῦτοι ὑπὸ τῶν βαλανείων | ||
, ὥσπερ ἐδίδαξα . Καὶ περὶ μὲν τὸ πλοκὸν τοῦ λεπτοῦ πρὸς τὰ χρώματα τοῦ οὔρου τὰ προειρημένα ἀρκείτω , |
ἵππων καὶ τῶν ὑποζυγίων σακία περιειλεῖν , ὅταν διὰ τῆς χιόνος ἄγωσιν : ἄνευ γὰρ τῶν σακίων κατεδύοντο μέχρι τῆς | ||
ῥοαὶ , ὃς ἀντὶ δίας ψακάδος Αἰγύπτου πέδον λευκῆς τακείσης χιόνος ἀρδεύει γύας . πῶς οὖν , ὦ σοφώτατε Εὐριπίδη |
βαλαύστιόν τε καὶ κύτινοι καὶ κηκῖδες ὀμφακίτιδες καὶ στυπτηρία καὶ ῥοῦς καὶ γλαύκιον καὶ ἀφέψημα μυρσίνης καὶ σχιστῆς : συμπεφθείσης | ||
ὀρῶν ἐπέβη , ἀφ ' ὧντινων ὀρῶν βάσιν ὁ μέγας ῥοῦς τοῦ ἀνατολικοῦ ὠκεανοῦ φέρεται . Ἐκεῖσε δύο στήλας περὶ |
κοῦρός τε κόρη τε θάμνος τ ' οἰωνός τε καὶ ἔξαλος ἔμπυρος ἰχθύς . Τὰ μὲν οὖν Περὶ φύσεως αὐτῷ | ||
δὲ λαμπρόν , καὶ ἡ αὐτὴ κώπη ἔναλος μὲν κεκλασμένη ἔξαλος δὲ εὐθεῖα , καὶ τὸ ᾠὸν ἐν μὲν τῇ |
μὲν ἡ κατὰ φύσιν , ὥσπερ ἡ χυλοποίησις καὶ ἡ ἐξαιμάτωσις , δευτέρα δὲ ἡ παρὰ φύσιν , ὥσπερ ἡ | ||
οὖν διατιθεμένης τῆς ἀλλοιωτικῆς δυνάμεως τοῦ ἥπατος , ἀποτυγχάνει ἡ ἐξαιμάτωσις καὶ ἀπεπτεῖται . καὶ τὸ μὲν λεπτομερὲς αὐτοῦ διεξέρχεται |
νεῦρα ὑπὸ παχέος καὶ γλίσχρου φλέγματος τρεφόμενα ἑτοίμως ὑπὸ τῆς ψυχρότητος καὶ πλήττεται καὶ ἐμφράττεται . Ἡ μὲν γὰρ φλὲψ | ||
τινος μορίου κυρίου . ἐπὶ τούτου ἐπίτασίς ἐστι θερμότητος καὶ ψυχρότητος , καὶ σῶμα κατάξηρον ἐκτετηκὸς καὶ αὐχμῶ - δες |
Ἴκτεροι τέσσαρες : ὅδε μὲν τοῦ θέρεος μάλιστα ἐπιλαμβάνει χολῆς κινηθείσης : ἵσταται οὖν ἡ χολὴ ὑπὸ τῷ δέρματι καὶ | ||
Λαρίσσῃ , ἡλκώθη κοιλίην καὶ τὸ ἔντερον ὑπὸ χολῆς αὐτομάτως κινηθείσης , καὶ ἐξεχώρεε καὶ ἄνω καὶ κάτω χολὴ καὶ |
χρῶμα αὐτοῦ λευκότερον χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου , καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ λευκότερον ἐρίων λευκῶν , καὶ τὰ | ||
εἰ καὶ πλαγίοις τοῖς ὀδοῦσι θίγοι τῶν κυνῶν , τὸ τρίχωμα ἐπέφλεξεν : εἰ δ ' ἀποθανόντος τῷ χαυλιόδοντι προσενέγκαις |
ἐναντιότητες πλείους : ὥστε τοῦτο μὲν φανερόν . Ἡ δὲ πέψις πάντων τῶν καρπῶν γίνεται μὲν ὑπὸ τοῦ θερμοῦ καθάπερ | ||
πεττομένων τῶν χυλῶν λαμβάνει τινὰ τὸ ἄνθος εὐοσμίαν ἐπείπερ ἡ πέψις ἐν μεταβολῇ : ὅσα δ ' εὔοσμα τούτων διὰ |
συγκεχωρήσθω γε ἡ τἀνθρώπου καὶ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῆς διανοίας ὑπόστασις εἰς τὸ προβαίνειν τὴν τῶν δογματικῶν ἀξίωσιν . ἀλλ | ||
: καὶ γὰρ ἄλλο τῷ ἐνύλῳ εἴδει φέρε εἰπεῖν ἡ ὑπόστασις , ἄλλο τῷ αἰσθητῷ εἶναι : καὶ ἔστιν αὐτοῦ |
τοῖς λοιποῖς πᾶσι : τρεπομένων δὲ αὐτῶν οὐδεμία ὑποστροφὴ ἢ ἀνακοπὴ τῆς φυγῆς γίνεται , οὐδενὸς φαινομένου τοῦ ἀνακαλέσασθαι αὐτοὺς | ||
καὶ λευκαίνεται ἐν τῇ τοῦ πνεύματος παρεμβολῇ : ἡ γὰρ ἀνακοπὴ καὶ ἡ κίνησις πλεῖον πνεῦμα αὐτοῖς ἐγκατακλείει . ἀμέλει |
καὶ πυρρότερον ῥόδου , καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ λευκότερον ἐρίων λευκῶν , καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς | ||
ποτε Λήδαν ὤιον εὑρεῖν . καὶ πάλιν : ὠίου πολὺ λευκότερον . ὤεα δ ' ἔφη Ἐπίχαρμος : ὤεα χανὸς |
* * * * * * * * πιστὸς ἀνὴρ τρέφεται ἐγκρατείᾳ . γνῶθι ῥήματα καὶ κτίσματα θεοῦ καὶ τίμα | ||
Ὄσιρις , ὅπου ὁ βοῦς ὁ Ἆπις ἐν σηκῷ τινι τρέφεται , θεὸς ὡς ἔφην νομιζόμενος , διάλευκος τὸ μέτωπον |
διεὶς , χλιήνας , ἀναγαργαριζέτω : ἢν δὲ τὸ σίαλον ἴσχηται , μύρτου λαβὼν ῥάβδον , λείην ποιήσας , καὶ | ||
γίνεται γὰρ καὶ τοῦτο , θνήσκουσι πολλάκις αὐτίκα , ἢν ἴσχηται : εἰ δὲ χωρέοι κατὰ στόμα ἢ ῥῖνας καλῶς |
πρώτην δὲ προηγουμένην αἰτίαν εἶναι καὶ τοῦ πλάνου καὶ τῆς ἕλικος τὴν κατὰ λοξοῦ τοῦ ζῳδιακοῦ κύκλου κίνησιν : καὶ | ||
βουλήσεσιν , ὥς φησι Διονύσιος . Σ . Ο : ἕλικος : Τὸ ἁπλοῦν ἀντὶ συνθέτου , ὡς καὶ Διονύσιός |
. . οϚ ∠ ʹ ιϚ μεθ ' ὃ ἡ πηγὴ τὸ καλούμενον Στυγὸς ὕδωρ . . . . . | ||
λεῖοι , τρεῖς αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός , καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ . καὶ εἶπον Πῶς λεῖα |
, ἐκ μὲν τῶν ἔνδον τεταγμένος μερῶν , ἵναπερ ὁ στόμαχος : ὅσον δ ' ἀποδεῖ τῷ μεγάλῳ πρὸς τὸ | ||
τῆς οὐσίας τῆς γαστρὸς , ἢ καὶ εὐαίσθητος ὢν ὁ στόμαχος , λόγῳ σπαραγμοῦ κινδυνεύσει λειποθυμῆσαι , παρέχομεν τροφὴν τὴν |
ἵστασαν οἴνου κίρνασθαι , θυέων δ ' ἄπο τηλόθι κήκιε λιγνύς : αἱ δὲ πολυκμήτους ἑανοὺς φέρον , οἷα γυναῖκες | ||
ἄπο τρύγα τήν τε καμίνων ἔντοσθεν χοάνοιο διχῆ πυρὸς ἤλασε λιγνύς : ἄλλοτε δὲ χρυσοῖο νέον βάρος ἐν πυρὶ θάλψας |
θέλοντι εἰδέναι τούτου πέρι , ὅτι ἥ τε γονὴ ἐν ὑμένι ἐστὶ , καὶ κατὰ μέσον αὐτῆς ὁ ὀμφαλός ἐστι | ||
ἐν τῷ αἵματι . καὶ οἱ μὲν ἐν τῷ περικαρδίῳ ὑμένι , οἱ δὲ ἐν τῷ διαφράγματι . . καὶ |
ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος ἐθέλεχθρος δημοκόπος κακοικονόμος σκληραύχην θηλυδρίας ἐξίτηλος ἐκκεχυμένος σκωπτικὸς τρώκτης ἠλίθιος βαρυδαιμονίας ἐμπεφορημένος ἀκράτου . τοιαῦτα | ||
θύειν . ἐρυμάτων : στηριγμάτων . εἶργεν : ἐκώλυεν . ἐξίτηλος : ἀσθενής . ζώνη : ὁ τόπος , εἰς |
νόσος Ἡρακλείτου ἁλώσεται γνώμῃ . καὶ ἐν τῷ παντὶ ὑγρὰ αὐαίνεται , θερμὰ ψύχεται . οἶδεν ἐμὴ σοφίη ὁδοὺς φύσεως | ||
: καὶ ἐκείνων καταρρεόντων ἐς τὴν γῆν τὸ πᾶν πρέμνον αὐαίνεται καὶ ἔοικεν ἡλιοβλήτῳ . Τίκτεται ἐλέφας κατὰ τὴν κεφαλὴν |