τις ἐπίτευξις ἦν ἡ ἀληθὴς μαντεία , ἢ σφοδρότης καὶ ἐπίτασις ἐνεργείας ἢ πάθους ἢ ὀξύτης καὶ φορὰ τῆς διανοίας
, ὡς βῶ βάζω . τούτῳ τῷ σπάζω ἡ α ἐπίτασις ἐπῆλθε καὶ ἐποίησεν ἀσπάζω καὶ ἀσπάζομαι : τὸ ἀσπάζεσθαι
8085551 ἀνεσις
καὶ μειδιασμὸς καὶ μειδίαμα καὶ μειδίασις , φαιδρότης ὀφθαλμῶν , ἄνεσις προσώπου , καγχασμός : καὶ ἑτέρας χρείας χλευασμός χλευασία
. ] τῶν τε ζῴων καὶ τῶν φυτῶν καὶ νούσων ἄνεσις ὁμοίως , ἢν ἔν [ τε ] τῇσι [
8010103 συστολη
, ἔκπληξις , φρίκη , τρόμος , πτοία πτόησις , συστολή , θόρυβος , ταραχή . καὶ τὰ ῥήματα φοβοῦμαι
ἐπιθυμία , ἡδονή . αʹ Λύπη μὲν οὖν ἐστιν ἄλογος συστολή : ἢ δόξα πρόσφατος κακοῦ παρουσίας , ἐφ '
7595324 πεψις
ἐναντιότητες πλείους : ὥστε τοῦτο μὲν φανερόν . Ἡ δὲ πέψις πάντων τῶν καρπῶν γίνεται μὲν ὑπὸ τοῦ θερμοῦ καθάπερ
πεττομένων τῶν χυλῶν λαμβάνει τινὰ τὸ ἄνθος εὐοσμίαν ἐπείπερ ἡ πέψις ἐν μεταβολῇ : ὅσα δ ' εὔοσμα τούτων διὰ
7551947 ἀρσις
οὐδὲν ὑστερεῖ , πλὴν τῆς νεφέλης καὶ τοῦ ὕδατος ἡ ἄρσις , ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν οὐδὲν ἄλλο ἐστὶ τὸ προσδοκώμενον
εἰσφερομένων ἀντιγράφεται . . . ἀνταρσία : ἡ ἐξ ἐναντίας ἄρσις . . . ἀντιλαχεῖν : τὸ δίκην ἐπὶ διαιτητοῦ
7372488 ἀραιοτης
ἀρχὴ τῶν ὅλων τὸ πῦρ , δύο δὲ αὐτοῦ πάθη ἀραιότης καὶ πυκνότης , ἡ μὲν ποιοῦσα ἡ δὲ πάσχουσα
, ἵνα εἴη προγνωστικὸς ὁ λόγος : ἐὰν εἴη δέρματος ἀραιότης , προμήνυσον ὡς κοιλίης ἐστὶ σκληρότης τουτέστιν ἐποχὴ γαστρός
7318632 διαθεσις
ἔχοι καὶ περὶ τούτων εἰπεῖν . ἡ μὲν οὖν προτέρα διάθεσις εἰ μὲν ἅπαξ συσταίη , δι ' ἐμέτων καθαρθεῖσα
εἶδος τῆς ποιότητος ἐνεργείᾳ θεωρεῖται ἥ τε ἕξις καὶ ἡ διάθεσις , τὸ δὲ δεύτερον δυνάμει : οἱ γὰρ δυνάμει
7302323 ὀξυτης
ἀκήν , . , . , . Ἀκή : ἡ ὀξύτης : παρὰ τὸ ἥκω γίνεται ἠκή , ὃ σημαίνει
ἑπτὰ τῆς κατὰ τὸ λογιστικὸν ἀρετῆς εἴδη γένοιτ ' ἂν ὀξύτης μὲν ἡ περὶ τὸ εὐκίνητον , εὐφυΐα δὲ ἡ
7280953 δεκτικος
διαστημάτων συγκείμενον . τόνος δέ ἐστι τόπος τις τῆς φωνῆς δεκτικὸς συστήματος ἀπλατής . μεταβολὴ δέ ἐστιν ὁμοίου τινὸς εἰς
οὗ θώραξ , ὡς λίθος λίθαξ . θώραξ οὖν ὁ δεκτικὸς τῆς τροφῆς τόπος : ἀφ ' οὗ καὶ τὸ
7253211 ἐκλυσις
δὲ καὶ λαγῶνες πηδῶσιν , ἐνίαις δὲ καὶ καρδιαλγία καὶ ἔκλυσις ἐπιγίνεται μεθ ' ἡδονῆς τινος . Δηλώσει δὲ οὐ
, μελάνων ὑπὸ ἐλλεβόρου , καθάρσιες , πονηραί : καὶ ἔκλυσις δὲ μετὰ τοιούτων , κακόν . Ἀπὸ ἐλλεβόρου ἐμέσαι
7235099 σφοδροτης
γίνεται διὰ τὸν ξανθοχολικὸν χυμόν . κολάζεται μὲν τούτου ἡ σφοδρότης διὰ τὴν τοῦ φλέγματος ἐπιμιξίαν . ἔστι δ '
μέν τινα αἱ τρεῖς ἀρεταὶ τοῦ λόγου , ἥ τε σφοδρότης καὶ ἡ ἔμφασις καὶ ἡ τραχύτης , εἰ καὶ
7214254 ὑποσομφος
καὶ ταχὺς μᾶλλον ἤπερ πυκνός . Βραδύς , ἀραιός , ὑπόσομφος , ἀνώμαλος , ἄτακτος : ἐπιτεινομένου δὲ τοῦ πάθους
βαθεῖα καταφορὰ ᾖ , μέγας ἐστὶ καὶ ἀραιὸς καὶ οἷον ὑπόσομφος , τὴν ἐν τῇ πληγῇ σφοδρότητα οὐκ ἔχωνδοκεῖ μὲν
7201195 ἀποστροφη
τὸν λόγον πρὸς αὐτὸν τὸν Ἀγαμέμνονα : γίνεται δὲ ἡ ἀποστροφὴ καὶ ὅταν ἄλλων μνημονεύοντες , ὡς δυναμένων ταὐτὰ ποιῆσαι
; οὐ κατεσκεύαζες ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν ; Καὶ καθόλου ἀποστροφὴ πᾶσα εἰς πρόσωπον ἐπιμείνασα πνεῦμα ἐγένετο , κἂν εἰς
7195559 σφυγμος
ἣν ἥψατό τις διαστολήν , σῴζει τὴν αὐτὴν διάστασιν ὁ σφυγμὸς ἢ μεταβέβληκε , καὶ μάλιστα τῶν ἀνωμάλων καὶ ἀτάκτων
ἐντὸς αὐτῆς μεστότερόν τε καὶ σωματωδέστερον καταλαμβάνεσθαι . Κενός ἐστι σφυγμὸς καθ ' ὃν αὐτῆς τε τῆς ἀρτηρίας ἡ περιοχὴ
7181484 ἀφαιρεσις
πολλὴ οἴνου καὶ ψυχροῦ : τούτοις οὖν ἡ τοῦ αἵματος ἀφαίρεσις ὠφέλιμος καὶ πάντα τὰ ἀναχαλῶντα . ♄ δὲ τὸ
ἀφαιροῦν ἄρμενον ἔστω . κείσθω δὲ τὸ ἐξ οὗ ἡ ἀφαίρεσις ἐπείγει , ὡς τὸ περιχαράσσον ἢ τὸ ἀποπρῖον ἀνεμποδίστως
7153309 ψυχικη
τῶν αἰδοίων ἔπαρσις γίνεται . καὶ περὶ τὸν καιρὸν τοῦτον ψυχική τις αὐτοῖς λύπη ἐντρέχει . περὶ δὲ τὸν αὐτὸν
μὲν ἔχῃ κατὰ δῆμον ἅπαντα . Ἡ δ ' εὐφροσύνη ψυχική τίς ἐστι διάθεσις , ἣν ἄν τις ἐξηγήσαιτο καλὴν
7151638 φθισις
ὑπὸ ψυχῆς , ἔτι δὲ αὔξη τε καὶ ἀκμὴ καὶ φθίσις ὑπ ' αὐτῆς , πότερον ὅλῃ τῇ ψυχῇ τούτων
πέψις ἀποπνεύσαντος τοῦ ἀλλοτρίου : χρονιζομένου δὲ πάλιν γῆρας καὶ φθίσις . Περὶ δὲ τοῦ ἐκκαυλεῖν τάχιστα μὲν τὰ ἀπὸ
7137720 παθητικη
καὶ ἡ ἀπό τινος συμπτώματος ἔκστασις ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον παθητικὴ ποιότης λέγεται . Διαιρεῖ τὸ τέταρτον εἶδος τῆς ποιότητος
ῥήμασιν ἡ τοῦ πλουτῶ ἢ ὑπάρχω ἤ τινος τῶν τοιούτων παθητικὴ ἐκφορά , καὶ ἐπὶ τοῦ μάχομαι ἡ ἐνεργητική :
7125854 ἀπολυσις
, ἀλλ ' ἵνα σοι πρὸς Θέρσανδρον ἡ τῆς αἰτίας ἀπόλυσις ᾖ ὡς οὐ συνεγνωκότι . χρυσοῖ δέ σοι οὗτοι
προσδοκίαν ἔχει , κἄν τι συμβῇ χαλεπὸν τοῖς τοιούτοις , ἀπόλυσις γίγνεται , ἐν δὲ προαιρέσει χρηστῇ καὶ βίῳ σώφρονι
7072689 ἀτροφια
καὶ κατάψυξις καὶ παραποδισμὸς καὶ νάρκη , ποτὲ δὲ καὶ ἀτροφία τοῦ μέρους καὶ παρεμποδισμὸς τοῦ ἵστασθαι ἢ καὶ περιπατεῖν
ἀχλύς , ἀμβλυωπία , πλατυκορία , σύγχυσις , ἀτονία , ἀτροφία , φθίσις , γλαύκωσις , μυδρίασις , δικορία ,
7067745 ἐπιμονη
δὲ τὴν ψυχήν , εὐσυνεσία , εὐφυΐα , φιλοπονία , ἐπιμονή , μνήμη , τὰ τούτοις παραπλήσια , ὧν οὐδέπω
ἄλλῃ δυνάμει ξηρότητα καὶ εὔπνοιαν : διὰ τούτων δὲ ἡ ἐπιμονή : φαίνεται δὲ τρόπον τινὰ ὅμοιον τούτῳ καὶ τὸ
7059237 καταφορα
ταῦτα ῥιπτέσθω μὲν ἐπ ' ἐμοὶ ἡ ἑλικοειδὴς τοῦ πυρὸς καταφορά : ἀμφήκης δέ ἐστιν ὁ ὀξύς : βόστρυχον δὲ
] Μανδραγόρου δὲ ποθέντος εὐθέως κάρος ἐπακολουθεῖ καὶ ἔκλυσις , καταφορά τε ἰσχυρὰ , κατὰ μηδὲν διαφέρουσα πάθους τοῦ λεγομένου
7057889 ἀμαυρωσις
Ἄτην φυγεῖν . ἡ γὰρ ἐκ θεοῦ , φησὶν , ἀμαύρωσις καὶ δόλωσις ἄφυκτός ἐστιν . ἅμα γὰρ δολοῖ καὶ
καὶ οἷσι κοιλίαι καθυγραίνονται . Ὀξυφωνίη κλαυθμώδης , καὶ ὀμμάτων ἀμαύρωσις , σπασμῶδες : οἱ ἐς τὰ κάτω πόνοι τουτέοισιν
7038996 ἀμυδρος
αἱ ἀποκρίσεις , διψῶσι γλῶσσα τραχεῖα , σφυγμὸς μικρὸς καὶ ἀμυδρός : ἅτε ἔστω νενευκότος τοῦ θερμοῦ . ρϞαʹ .
μετὰ παλμῶν καὶ ἐξαναστάσεων ἀλόγων , καὶ σφυγμὸς ἀνώμαλος , ἀμυδρός , ἐκλείπων καὶ παλινδρομῶν , ἐνίοις δὲ καὶ ἀνορεξία
7029493 ὀξυτερα
ἡ γῆ διόλου κυκλοτερής , ἀλλὰ κατά τι μέρος , ὀξυτέρα δὲ πρὸς ἑκατέραν ὁδόν , δυτικήν τε καὶ ἀνατολικήν
δύναται ὁ δυνάμενος δέξασθαι τὴν ἐπεισροὴν τῆς νοητῆς λαμπηδόνος : ὀξυτέρα μὲν γάρ ἐστιν εἰς τὸ καθικνεῖσθαι , ἀβλαβὴς δὲ
7026850 ἀποκοπη
ὑπὸ τῆϲ πτυάδοϲ προϲεπτυϲμένοιϲ ἀμαύρωϲιϲ , διόγκωϲιϲ προϲώπου καὶ ἀκοῆϲ ἀποκοπή , πόνοϲ ἐλαφρὸϲ καὶ οὐκ ἄτερ ἡδονῆϲ , διὸ
οὐρανὸν , ἤγουν τὸ λογιστικὸν ἡμῶν . ΕΔΩΡΗΣΑΝ , Ἀττικὴ ἀποκοπή . κἂν καὶ τοῦτο ὁ Πρόκλος Ἰωνικὸν λέγῃ .
7021808 αὐξησις
καὶ ἕδρᾳ γινομένη . υγʹ . Γυναικόμασθόν ἐστι παρὰ φύσιν αὔξησις τῆς ὑποκειμένης τοῖς μασθοῖς πιμελῆς . υδʹ . Ἐξόμφαλός
: ἄλλοι δ ' οὕτως ὁρίζονται : κοινὸς τόπος ἐστὶν αὔξησις ὁμολογουμένου ἀδικήματος ἢ ἀνδραγαθήματος . Πρῶτον οὖν λεκτέον ,
7020069 ῥευματισμος
μετὰ τοῦ ἰσχναίνεσθαι τὸ σῶμα . σξηʹ . Διάῤῥοιά ἐστι ῥευματισμὸς πλείων κοιλίας ἄνευ φλεγμονῆς καὶ ἑλκώσεως πολυχρόνιος . σξθʹ
ὡς εἴρηται , προκλυζέσθωσαν . εἰ δ ' ἐπιτείνοιτο ὁ ῥευματισμὸς καὶ ἀλγηδὼν ἐπιγένηται , φλεβοτομία τε ἁρμόζει , καὶ
7017475 ἀκμη
χωρὶς τὸ ἄφωνον , καὶ χωρὶς τὸ ἀμετάβολον , οἷον ἀκμὴ , ἀτμὸς , ὄγκος , ἀγρὸς , ἔκλαιον ,
. . : ἄρδις ] Ξίφος . βέλος . ἡ ἀκμὴ τοῦ πάθους . ὁρμή . : ἄπυρος ] Ἡ
7004430 ὀγκος
τῶν ἄλλων μερῶν τοῦ σώματος ὡς προείρηται , ὁ σκιρρώδης ὄγκος ἀνώδυνός ἐστιν , ἐπὶ δὲ μαστοῦ γίνεται ὀδύνη οὐ
περὶ τὸν βρόγχον γινόμενος ὄγκος βρογχοκήλη ὠνόμασται : πᾶς γὰρ ὄγκος παρὰ τοῖς ἀρχαίοις κήλη ὠνόμασται : τὸ μὲν οὖν
7002512 προσθεσις
καὶ ζηλώσει τοῦ βίου μαρτυρεῖ καὶ τοὔνομα οὐχ ἥκιστα : πρόσθεσις γὰρ Ἰωσὴφ ἑρμηνεύεται . κενὴ δὲ δόξα προστίθησιν ἀεὶ
ὑπὲρ αὐτῶν : ἀλλ ' ἀνδρῶν γένος ἐστέ . ἡ πρόσθεσις οὖν τοῦ ι , ποιοῦσα τὸ Ἀττικόν , καὶ
6981862 ἀδυναμια
δὲ ἀτελεῖς . ἀλλὰ καὶ διὰ σώματος χωρεῖ δύναμις καὶ ἀδυναμία , καθό φαμεν ὅτι τὸ σκληρὸν δύναμιν ἔχει τοῦ
πίνων ὀλίγον καὶ ὁ πολὺ ἀπέθῃσκον ἡ ἀπορία : ἡ ἀδυναμία . οὐκ ἐμαραίνετο : οὐχ ὑπέπιπτε . παρὰ δόξαν
6970633 παρακοπη
, λύσις . Ὅσοις ἐν τοῖσι καύσοισι τρόμοι ἐγγίνονται , παρακοπὴ λύει . Ὅσοις ἂν ἐν τοῖς πυρετοῖς τὰ ὦτα
εἶναι τὸ τὰ πάντα τολμᾶν . θρασύνει γὰρ αὐτοὺς τάλαινα παρακοπὴ καὶ παρατροπὴ τοῦ νοῦ αἰσχρὰ καὶ κακὰ καὶ ἄθεσμα
6957402 ἐκκρισις
περιπίπτουσι τῷ τῆς γονορροίας πάθει : γονόρροια δὲ σπέρματος ἐστὶν ἔκκρισις χωρὶς προθυμίας καὶ ἐντάσεως , χαλᾶται γὰρ ἡ μήτρα
ἀπευθυσμένον . παραλυθέντων οὖν ἐκείνων τῶν μυῶν , ἀκούσιος ἐγένετο ἔκκρισις : ἀλλ ' οὐ μόνον τοῦτο , ἀλλ '
6946737 παντελης
λόγος εὑρέθη , καθ ' ὃν ἄφεσις ψυχῇ δουλείας καὶ παντελὴς ἐλευθερία προκηρύττεται , ἤ τις τῶν μετ ' αὐτὸν
ὁρίζεται δὲ αὐτὸν Μινουκιανὸς μὲν οὕτως : στοχασμός ἐστιν ἄρνησις παντελὴς τοῦ ἐπιφερομένου ἐγκλήματος , οὐκ εὖ δὲ ἔχει ὁ
6940454 ἀπροαιρετος
εἴρηται ἐν τῷ τετάρτῳ τῆς διαγνωστικῆς . Σπασμός ἐστι κίνησις ἀπροαίρετος ἐν προαιρετικοῖς μορίοις : προαιρετικὰ δὲ μόριά εἰσι νεῦρα
. τκηʹ . Ῥεῦμά ἐστι λεπτῶν ὑγρῶν φορὰ ἀκατάσχετος καὶ ἀπροαίρετος . τκθʹ . Ἕλκωσίς ἐστι ῥῆξις περὶ τὸν κερατοειδῆ
6926390 σπασμος
ἀλγηδόνος οἰμώζει ὁκόσον ἂν μέγιστον δύνηται : ἐνίοτε δὲ καὶ σπασμὸς ἐπιγίνεται καὶ ῥῖγος καὶ πυρετός . Γίνεται δὲ τὸ
, καὶ λειποψυχίη γίνεται . Ἐπὶ αἵματος ῥύσει παραφροσύνη ἢ σπασμὸς , κακόν . Ἐπὶ εἰλεῷ ἔμετος , ἢ λὺγξ
6916602 ἐποχη
αὐτοῦ τοῦ ζῳδίου καθ ' ὅ ἐστιν ἡ τοῦ Ἡλίου ἐποχή , ἑκάστῳ ζῳδίῳ διδόντας μοῖραν α : εἰς ὃ
: μελετῆς γὰρ γινομένης , ὡς προείρηται , οὐδὲ ἡ ἐποχή ἐστιν ἀσφαλής . Φλεβοτομία τοίνυν ἀπὸ ἀγκῶνος εὐτεθήσει ,
6913279 ἐπιμονος
δακνώδης ἐρεθίζει , ἐκεῖ που πλεονάσας . Πριαπισμὸς δέ ἐστιν ἐπίμονος τοῦ καυλοῦ ἔντασις . εἴληφε δὲ τοὔνομα ἀπό τινος
δίσωμον ἐν μετανοίᾳ ἔσται ὁ κατηγορῶν , ἐὰν δὲ στερεὸν ἐπίμονος καὶ ἀπαραίτητος ὁ ἐνάγων . ἐὰν δὲ ὑπὸ Ἄρεος
6912878 μειωσις
τῶν αὐτῶν δὲ τόπων ληφθήσεται ἥ τε αὔξησις καὶ ἡ μείωσις . μάλιστα δὲ τὰ πάθη ταῖς αὐξήσεσι συναγωνίζεται καὶ
γινόμενον γὰρ αὔξην ἔχει : παντὶ δὲ τῷ αὐξανομένῳ ἐπακολουθεῖ μείωσις , μειώσει φθορά : μετειληφὸς δὲ εἴδους ζωῆς ζῇ
6911619 ζωτικη
ὡρίσθη κατὰ τὴν ὑπόστασιν : συνῆπτε δὲ αὐτὸν καὶ ἡ ζωτική , ἀλλὰ κατὰ τὴν δευτέραν διάκρισιν , καθ '
ἡ τῶν ῥάβδων φύσις καὶ ὅλως οἷον ἀρχή τις αὕτη ζωτική . διὸ καὶ ἐξαιρουμένου καὶ πονήσαντος θνήσκει : ἐπεὶ
6897113 ἐκτρωσις
. προκατάρχει δὲ τοῦ πάθους ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπάλληλος ἔκτρωσις , ὠμοτοκία , χηρεία μακρά , κράτησις ἐμμήνων καὶ
καὶ ἄλλα , συνεχέστερον δὲ ψύξις , ὡσαύτως κόπος , ἔκτρωσις φαύλη τε μαίωσις , ὧν οὐδὲν εἰς τὴν ἐξαλλαγὴν
6892987 καταβολη
ἐχομένως ἀπορεῖ , πότερον ἀφ ' ὅλου τοῦ σώματος ἡ καταβολὴ τούτου ἢ ἀπὸ μέρους , καὶ ἀπὸ τοῦ ἄρρενος
οὐχ ἡ ἀποκομιδὴ μόνον , ἀλλὰ καὶ ἡ τῶν φόρων καταβολὴ καὶ πνεύματος ἀποβολή . εἴποις δ ' ἂν ἐπὶ
6884651 πλεονασμος
. . . + Ἀΐλιον : κακοΐλιον : οὐ γὰρ πλεονασμός , . Ἄϊστος : ὁ ἄδηλος καὶ ἄγνωστος [
τοῦτο δὲ μόνον , τὸ δὲ αἴτιον τοῦ τόνου ὁ πλεονασμός : ἀλλ ' ἢ ὀξύνονται , ὡς ἐπὶ τοῦ
6883342 περιψυξις
θώρακος διόγκωσις , τῶν καταπλεκόντων τὸ πρόσωπον ἀγγείων κύρτωσις , περίψυξις , περιίδρωσις , ἀσφυξία παντελὴς ἢ βραχὺς ἄγαν ὁ
τὴν πρώτην ἡμέραν εὐθύς , ἀλλὰ καὶ προήκοντος τοῦ χρόνου περίψυξις μᾶλλον ἢ ῥῖγος γίνεται : δυσεκθέρμαντος δ ' ἐστὶ
6881580 ἐμφασις
. Ἀλλά , φήσει τις , πῶς τοῦ ἑνὸς ἐγκειμένου ἔμφασις δευτέρου πληθυντικοῦ γίνεται ; πρόσκειται ὅτι τάξεως ὀνόματά ἐστινἄλλως
οὐκ ἀδίκημα μόνον τούτῳ πεπρᾶχθαι δοκεῖ . Κατὰ δὲ σχῆμα ἔμφασις γίνεται , ὅταν τις δεικτικοῖς χρῆται , οἷον οὗτος
6871735 στερησις
στέρησιν διὰ τὸν ἀνεπιτήδειον τοῦ χρόνου : ἵνα γὰρ γένηται στέρησις , χρεία χρόνου ἐπιτηδείου καὶ τῶν λοιπῶν τῶν εἰρημένων
. ἀλλὰ καὶ εἴ τις πανσελήνου οὔσης εἴποι ὅτι ἐπειδὴ στέρησις ἐγένετο τοῦ ἐξ αὐτῆς φωτός , ἐξέλιπε , τούτου
6869065 ξηροτης
δ ' ἐκ τεττάρων πέφυκεν . ἄλλη μὲν γὰρ ἐντόμων ξηρότης , τῇ τῶν ἐντέρων τῆς γῆς παραβαλλομένη , ἑτέρα
ὁμοίως δὲ καὶ μαλάχης , καὶ μάλιστα ἐφ ' ὧν ξηρότης ἐστίν : ἐφ ' ὧν δὲ καὶ δήξεις εἰσί
6860379 βαρυτης
περιῄρητο τῆς τραγῳδίας πρὸς ἀνθρώπους ἀξυνέτους , ὄγκος τε καὶ βαρύτης λέξεων καὶ τὸ περὶ ταῦτα εἶδος καὶ ἡ τοῦ
ὧν τὸ τιμᾶσθαί σοι πάρεστιν . ἡ δὲ τοῦ μειρακίου βαρύτης καὶ ἡ πρὸς ἅπαντας ἡμᾶς ὑπερηφανία παραίτησιν ἢ συγγνώμην
6858817 τασις
μὲν γὰρ εἰς τὰ πλάγια παρεγκλίσει τοῦ καταλλήλου μηροῦ γίνεται τάσις καὶ πόνος καὶ νάρκη , ποτὲ δὲ καὶ ἀτροφία
γενικῶν ἐν τῷ περὶ πτώσεων εἴρηται . Προσῳδία ἐστὶ ποιὰ τάσις ἐγγραμμάτου φωνῆς ὑγιοῦς κατὰ τὸ ἀπαγγελτικὸν τῆς λέξεως ἐκφερομένης
6858358 ἐμποδισμος
. διὰ τοῦτο ὅπου ἡ σπουδή , ἐκεῖ καὶ ὁ ἐμποδισμός . θέλεις τὰ μὴ ἐπὶ σοὶ ἐξ ἅπαντος ;
παρερχόμενον εὐτύχημα . Μισούμενον ἀγαθόν , ὑγείας μήτηρ , ἡδονῶν ἐμποδισμός , ἀμέριμνος διατριβή , δυσαπόσπαστον κτῆμα , ἐπινοιῶν διδάσκαλος
6845339 δυσιατος
ἡ μὲν ποδάγρα οὐ πάντῃ ἀνίατος , ἡ δὲ λύσσα δυσίατος : ἡ δὲ κυνάγχη εἰς θάνατον φέρει . πᾶν
καρκινώδης ὄγκος , ἀντίτυπος ὑπάρχων καὶ ὀχθώδης καὶ διὰ τοῦτο δυσίατος ἢ καὶ ἀνίατος . θηριώδης δὲ καὶ κακοήθης προσαγορεύεται
6833993 πηξις
ἀφελκοῦσι . πλὴν ἐκεῖνό γε φανερὸν ὅτι ὧν αὐτόματος ἡ πῆξις τούτων πλείων ἡ ἐπιρροὴ τῆς ὑγρότητος . οὐ τὴν
εἶπε , τῷ δὲ κατηγορουμένῳ , τῷ φυλλορροεῖν , ἡ πῆξις τοῦ ὑγροῦ , ὅπερ καὶ ὁρισμός ἐστι τοῦ κατηγορουμένου
6822469 ἀλλοιωσις
κατὰ βραχύ τι ἂν ἀλλοιωθείη , πλεονάζοντος δὲ καὶ ἡ ἀλλοίωσις πλείων , εἰ δ ' ἐπὶ τοσούτῳ , πλείω
, κρατεῖν τὸ βίᾳ τινὰς εἰς δουλείαν ἄγειν ὑπηκόους . ἀλλοίωσις ἑτεροιώσεως διαφέρει . ἀλλοίωσις μὲν γάρ ἐστι μεταχαρακτηρισμὸς καὶ
6818828 ἐκκαλυπτικη
: ἀνεπινόητος ἄρα ἐστίν . εἰ μὲν γὰρ φαινομένη φαινομένου ἐκκαλυπτική ἐστιν , ἔσται τὸ ἐκκαλυπτόμενον ἅμα φαινόμενόν τε καὶ
' ὁμοίως πιστή τε καὶ ἄπιστος , πιστὴ μὲν ὅτι ἐκκαλυπτική τινός ἐστιν , ἄπιστος δὲ ὅτι ἐκκαλύπτεται . πάνυ
6818348 Πλεονασμος
ἀθροιζομένης , ἐπὶ δὲ τὴν τῶν βαρβάρων πονηρίαν πορευομένης . Πλεονασμὸς δέ ἐστι , οἷον : τί δεῖ πράττειν καὶ
: πολὺ δὲ τὸ σχῆμα παρὰ τῷ ἀνδρὶ τούτῳ . Πλεονασμὸς δέ ἐστιν , ὅταν ᾖ τῷ λόγῳ προσκείμενον μόριον
6812439 στεγνωσις
καὶ περιψύξεως καὶ περὶ τὸν θώρακα ῥευματισμὸς καὶ βῆχες καὶ στέγνωσις τοῦ σώματος καὶ πυρέτια λεπτὰ καὶ κακοήθη καὶ σφυγμοὶ
πυρετὸν , πῇ δὲ τὸν ἐπὶ σήψει : ἡ γὰρ στέγνωσις καὶ ἡ πύκνωσις ἐν ἀπερίττῳ μὲν σώματι καὶ μηδὲν
6786330 ἀκινησια
τουτέστιν ὅσον ποτὲ καὶ οὐ κινεῖται , καὶ οὗ ἡ ἀκινησία ἠρεμία ἐστίν . οἷς γὰρ κίνησις ὑπάρχει , ταῦθ
τί ἐστι τοῦ αἰσθητικοῦ μορίου καὶ οἷον δεσμός τις καὶ ἀκινησία , αἰσθητικὸν δὲ τὸ δυνατὸν αἰσθάνεσθαι κατ ' ἐνέργειαν
6781598 ἀχωριστος
οὐ πᾶσα κίνησις χωριστή ἐστιν : ἰδοὺ γὰρ ἡ οὐρανία ἀχώριστος ὑπάρχει : ἀεὶ γὰρ ὁ πόλος κινεῖται . ἔστι
σιμότης ἐν ῥινὶ ἔχει τὸ εἶναι , οὗ καὶ νοουμένη ἀχώριστος , ὡς δὲ κοιλότης κεχωρισμένη καὶ οὐδὲν δεῖ τῷ
6779508 μελανσις
δὲ αὔξησις καὶ μείωσις , κατὰ ποιὸν δὲ ἀλλοίωσις λεύκανσις μέλανσις καὶ θέρμανσις καὶ αἱ κατὰ τὰς λοιπὰς ποιότητας κινήσεις
. Ἐξ ἀρχῆς γὰρ αὐτὰ ἴσασιν εἶναι . Διὰ τοῦτο μέλανσις : καὶ ἐν τῇ ἐργασίᾳ , ἀπομέλανσις , ἤτοι
6776406 ἑλκωσις
. Ἀφαιρεῖν ἀπὸ τῶν ὑγρῶν περίεργον ἅμα δ ' ἡ ἕλκωσις πόνον παρέχει καὶ κακοῖ τὰ δένδρα : δι '
τῶν νεύρων , ἐὰν μὲν ἅμα τῷ δέρματι θλασθέντι καὶ ἕλκωσις γένηται τὸ διὰ τῶν κυαμίνων ἀλεύρων , καὶ ὀξυμέλιτος
6767813 ναρκωσις
' ἑνὶ τεθέντι κακῷ πλείονα ἕπεται . λέγει γὰρ κοιλίης νάρκωσις , τουτέστιν ἀσθένεια . ἀπεπτεῖται οὖν ἡ τροφή .
ἡ δέρματος σύνδεσις , ἡ σαρκῶν αὔξησις , ἡ κοιλίης νάρκωσις , ἡ τῶν ὅλων ξύγχυσις , ἡ τῶν ἀγγείων
6766814 τασσομενη
ἐπὶ τῶν διακινδυνευόντων ταῖς ψυχαῖς καὶ πρὸς τοῦτο καρτερῶς ἀγωνιζομένων τασσομένη . * * Λέρνη κακῶν : παροιμία τίς ἐστιν
μαιμώωσα λέξις , ὅπερ ἐστὶ προθυμουμένη , ἰδίως ἐπὶ ἐμψύχου τασσομένη νῦν ἐπὶ ἀψύχου τοῦ δόρατος τέτακται : ὁμοιώσεως δὲ
6766187 βαρυτατη
ἐν τῷ κάτω τοῦ φυτοῦ τὴν δύναμιν , ὅση ἦν βαρυτάτη , ἔῤῥηξεν ἐς τὸ κάτω , καὶ γίνονται ἐξ
τρεῖς : μέση , ὀξυτάτη , βαρυτάτη . καὶ ἔστι βαρυτάτη μὲν ἡ [ ἐκ ] τοῦ ὑπάτων καὶ μέσων
6765189 ἀνωμαλος
κλῆρος ὁ μυθευόμενος ἐν Σικυῶνι ταῦτα καὶ διαίρεσις ἀδελφῶν οὕτως ἀνώμαλος , ὡς οὐρανὸν ἀντιθεῖναι θαλάττῃ καὶ ταρτάρῳ . Πᾶς
δοκεῖ δὲ αὐτοῖς καὶ κατὰ λόγον τοῦτο γεγονέναι , διότι ἀνώμαλος ἡ τῶν ἐπιδέσμων γίνεται πρόσπτωσις διὰ τὴν ποικιλίαν δυναμένη
6750176 διατασις
. τοῦ πυθμένος δὲ φλεγμαίνοντος καὶ ὁ πόνος καὶ ἡ διάτασις καὶ ἡ βαρύτης παρ ' ὀμφαλὸν κατ ' ὀσφύν
μετάληψιν , ἵνα μιᾷ τῇ τοῦ μηχανήματος κινήσει ἡ δεδηλωμένη διάτασις γένηται . ἐν ἁπάσαις δὲ ταῖς τάσεσιν ὁ ἄξων
6749567 ἀνωδυνος
μεταξὺ γενομένων ἡμερῶν , εἶτα διαιρεθεὶς ἐκ τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς ἀνώδυνος ὁμοίως ἐγένετο , θεραπευθείς τε τῷ διὰ κρόκου φαρμάκῳ
ἑσπέρην σεύτλου : καὶ τὴν νύκτα ὕπνος : καὶ σφόδρα ἀνώδυνος : καὶ τὴν ἐνάτην ᾔσθετο πρὸς ἡλίου δυσμάς :
6749263 ἐκστασις
ἐστὶ παρακοπὴ διανοίας μετὰ ὀξέος πυρετοῦ καὶ κροκυδισμοῦ καὶ διανοίας ἔκστασις καὶ τῶν κατὰ φύσιν αὐτῆς ἐμποδισμὸς καὶ λήθη τοῦ
τὸ ἔλαττον ἔχειν τοῦ συμμέτρου τὸ ὑγρόν : οἷον γὰρ ἔκστασις γίνεταί τις ἐκ φύσεως , ἐν δὲ τῇ ἐκστάσει
6747615 Φθισις
, ἀλλ ' ἀποθνήσκουσιν : ἡ γὰρ νοῦσος χαλεπή . Φθίσις τρίτη : ὑπὸ ταύτης τάδε πάσχει : ὁ μυελὸς
κλυδάζεται , καὶ ψόφον παρέχει , καὶ καίονται ταῦτα . Φθίσις δὲ γίνεται , ὅταν ἐς τὸ αὐτὸ , ὥσπερ
6727657 ἀναδοσις
[ τοῦ ] στόματος . καὶ οὐ μόνον ἀπὸ τούτων ἀνάδοσις γίνεται καὶ πρόσθεσις , ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῶν ἐν
? ? παράκειται ? ? ? ? ? τροφὴ καὶ ἀνάδοσις [ γίνεται ] αὐτῆς εἰς αὐτάς . * *
6724028 πελιος
ἄλλων : οἷον διόγκωσις , πόνοι συνεχεῖς , πυρώδης καὶ πελιὸς ὁ τόπος καὶ τρυγώδης : ἴλιγγος , ἐκλύσεις ,
αὐτὸς ἐμέοι , ὀλέθριον : τάχιστον δὲ θάνατον σημαίνει ὁ πελιὸς καὶ κακώδης : ἐστὶ δὲ θανάσιμος ὁ ἐρυθρὸς ἔμετος
6723828 δεουσα
τακτέον , ὡς ἐν τοῖς Τοπικοῖς εἴρηται . ἡ δὲ δέουσα τάξις ἔσται , ἐὰν τὸ πρῶτον τῶν λαμβανομένων πρῶτον
ἡ ἁπλότης αὕτη συνίσταται πρὸς ἓν ἡμῖν πάντα , πολλοῦ δέουσα τῆς παντελοῦς ἅπτεσθαι ἐκείνης : τὸ γὰρ ἐν ἡμῖν
6718624 φυτικον
ἠρτημένων ; οὐκοῦν πρότερον νοῦς , εἶτα αἴσθησις , εἶτα φυτικόν , ἃ τοῖς ζώοις ἀνάπαλιν συντετάχαται . οὕτω κἂν
καὶ τὸ γενικόν , οἷον ζωϊκόν . Ἄλλο δὲ μίγμα φυτικόν , ἄλλο δὲ ἄψυχον καὶ τὰ μερικὰ τούτων .
6715949 πληρωσις
πρὸς αὐτοὺς ὁμοιότητα , κατοχή τε συνίσταται εὐθὺς τελεία καὶ πλήρωσις τῆς κρείττονος οὐσίας καὶ δυνάμεως . Οὐχ ὅτι τὸ
που λύσις καὶ λύπη ; Ναί . Ἐδωδὴ δέ , πλήρωσις γιγνομένη πάλιν , ἡδονή ; Ναί . Δίψος δ
6706597 πεινα
τοῖς ἐπιπλέον ἀσιτοῦσιν κατὰ προαίρεσιν ἐν τοῖς πρώτοις χρόνοις ἡ πεῖνα παρακολουθεῖ : ὕστερον δὲ οὐκέτι . : εἰθισμένοι δέ
τροφῆς αἴσθησις καὶ διὰ τοῦτο καὶ πᾶσι σύνεστι . καὶ πεῖνα μὲν καὶ δίψα ἔνδειαι τροφῆς , ἡ μὲν ξηροῦ
6698497 στυφουσα
. Ἀκάνθης λευκῆς ἡ μὲν ῥίζα ξηραντικὴ καὶ μετρίως ἐστὶ στύφουσα , τὸ δὲ σπέρμα λεπτομεροῦς τε καὶ θερμῆς ἐστι
θλίψιν δὲ διὰ τῆς | ῥόας : ἀπηνὴς γὰρ καὶ στύφουσα . τινὲς δὲ σάκκον τρίχινον τῇ ὑστέρᾳ προσβάλλουσιν ,
6689709 ὑποστασις
συγκεχωρήσθω γε ἡ τἀνθρώπου καὶ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῆς διανοίας ὑπόστασις εἰς τὸ προβαίνειν τὴν τῶν δογματικῶν ἀξίωσιν . ἀλλ
: καὶ γὰρ ἄλλο τῷ ἐνύλῳ εἴδει φέρε εἰπεῖν ἡ ὑπόστασις , ἄλλο τῷ αἰσθητῷ εἶναι : καὶ ἔστιν αὐτοῦ
6689675 ὁμοχρους
συνεδρεύει τῷ ἀνευρύσματι , ὄγκος ἢ μικρὸς ἢ μέγας , ὁμόχρους , ἀνώδυνος , μαλακὸς ἄγαν , σομφότατος , ἔννοιαν
περικρανίου τὸ ὑγρὸν ἐχόντων τοιαῦτά ἐστιν : ὄγκος εὐαφής , ὁμόχρους , ἀναλγής , εἰς ὕψος κεκυρτωμένος , ἠρέμα δι
6689643 συναισθησις
ὑπόστασιν ψαμμώδη ἔχοντα , καὶ ἡ κοιλία ἐκδίδωσι δαψιλῆ , συναίσθησίς τε γίνεται τῷ πεπονθότι , ὡς παροδεύοντος ἀπὸ τῶν
ἀθροιζομένων εἶπεν : ἡ γὰρ ἐπὶ τοῖς αἰσθητοῖς τοῦ καθόλου συναίσθησίς τε καὶ σύστασις καὶ ἡ ἐπὶ τοῖς πρώτοις καθόλου
6678885 χροια
παρυφισταμένου τέσσαρά τινα θεωρεῖται πρὸς ἀκριβῆ διάγνωσιν , σύστασις , χροιὰ , τόπος καὶ χρόνος . καὶ σύστασις μὲν ἢ
δυνάμεως τόνον , συμμαρτυρήσειε δ ' ἂν καὶ διαχωρήματα καὶ χροιὰ προσώπου καὶ ὅσα συμπτώματα λέγεται καὶ φαίνεται . Ἐπὰν
6678374 ἀδιαφορος
σελήνης κύκλος νεύων εἰς τὴν ἡμετέραν ὄψιν , καὶ αὐτῷ ἀδιάφορος ὁ παρὰ τὸν διορίζοντα μέγιστος κύκλος , ὅταν ἄρα
δευτέρων καὶ τρίτων συζυγιῶν κατὰ τὸ δεύτερον πρόσωπον διαφορουμένων , ἀδιάφορος ἡ πρώτη ἐστίν , ἐπειδὴ τὰ βραχέα φωνήεντα μετὰ
6663816 ἰασις
κατὰ ἰσχίον γίνεται . διατείνεται δὲ πολλάκις μέχρι σφυρῶν . ἴασις δὲ διὰ φλεβοτομίας ἀπὸ σφυροῦ . καὶ διὰ σικύας
, ἡ μὲν φαντασία μικροτέρα , χαλεπωτέρα δ ' ἡ ἴασις : οὐ γὰρ ἐπιδέχεται τὴν ἐν κύκλῳ περιβολὴν ὥσπερ
6663573 ἐπιτεταμενη
βαρβάρων φρονεῖ . οὕτως Πλάτων . . βούλιμος : ἡ ἐπιτεταμένη λιμός . . , . Γ γρύξαι : βραχύτατον
ἑκάστη ξυνάγουσα , ἐνταῦθ ' ἐξερεύγεται . Αὕτη δὲ ἡ ἐπιτεταμένη διὰ τῶν καθειμένων πλεκτανέων ἐς ταὐτὸ ξυνάγει : ἐντεῦθεν
6657937 διογκωσις
. φαίνεται οὖν , ὅτι οὐ ταὐτόν ἐστι στέγνωσις καὶ διόγκωσις . ἐὰν δ ' ὁμολογῶσιν , ἕτερόν τι τὴν
, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ στεγνώσει ἐμμήνων ἐπεχομένων . καὶ γὰρ διόγκωσις οὐκ ἐπὶ στεγνώσει μόνον ἐπεχομένων τῶν ἀποκρίσεως δεομένων γίγνεται
6651701 σκληροτης
ἁψαμένοις γίνεται ἔνδηλος ἡ θερμότης ἢ ἡ ψυχρότης ἢ ἡ σκληρότης ἢ ἡ μαλακότης ἢ ἑκάστη τῶν λοιπῶν ἐναντιώσεων :
δέρμα καὶ περιτεταμένον , μὴ προσδοκήσῃς ἱδρῶτας . ἡ γὰρ σκληρότης τοῦ δέρματος οὐ δέχεται : εἰ δὲ εὕρῃς αὐτὸ
6649585 δηξις
δέ ἐστιν ἡ τοῦ στόματος τῆς γαστρὸς ὀδύνη τε καὶ δῆξις . καρδίαν γὰρ ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ τὸ στόμα τῆς
, βουβώνων , κεφαλῆς , ὀφθαλμῶν , ἄρθρων , στομάχου δῆξις , περίψυξις , περιίδρωσις , λειποθυμία , ποτὲ δὲ
6647342 ἐπιπολαιος
, προχωροῦσα ἐπὶ τὰ παρακείμενα πάντα πλησίον , οὐ μόνον ἐπιπόλαιος , ἀλλὰ καὶ διὰ βάθους : αἰμάσσεται δὲ αὐτοῖς
ἐπιπολαιοτέραν τὴν δὲ ἑτέραν πραγματειωδεστέραν . Ἔστιν οὖν ἡ μὲν ἐπιπόλαιος αὕτη : εἰ θεριεῖς πάντως θεριεῖς , καὶ οὐ
6643522 ἀνατροπη
, λογιζόμενος , ὅτι πᾶσα κακία καὶ διαφθορὰ καὶ συλλήβδην ἀνατροπὴ πόλεως ἀπὸ χρεοκοπίας ἄρχεται . καὶ εἴτε τις ἀπὸ
, ἐκ δὲ τούτων τῶν ἐθῶν ὀλέθριος ἀνομία καὶ πόλεως ἀνατροπὴ γίνεται . Ὅτι ὁ Γράκχος ἐπὶ τοσοῦτο προέβη δυναστείας
6643519 ῥυσις
καὶ οὐκ αἴτιον αὐτῆς τὸ κέντρον , ἀλλ ' ἡ ῥύσις τοῦ συνεχοῦς ἐφ ' ἕν . Καὶ ἐκεῖ γάρ
, ἢ τιτθῶν ἄρσις . Καῦσον λύει αἵματος ἐκ ῥινῶν ῥύσις . Ἐν καύσῳ ἐὰν ἐπιλάβῃ ῥῖγος , φιλέει ἐξιδροῦν
6631976 συλληψις
̈ . . γένος δέ ἐστι πλειόνων καὶ ἀναφαιρέτων ἐννοημάτων σύλληψις , οἷον „ ζῷον „ : τοῦτο γὰρ περιείληφε
τῆς μήτρας ἐπὶ μόνων τούτων ἐστίν , οἷον κάθαρσις , σύλληψις , ἀπότεξις * * * * * * *
6630747 τρυγωδης
καὶ παροξυνομένη ἐν ταῖς χειραψίαις καὶ φαρμακείαις , ὑποπέλιος ἢ τρυγώδης οὖσα τῇ χρόᾳ . τὴν μὲν οὖν ἀκακοήθη κατὰ
κύκλῳ τόπος τοῦ δήγματος πελιοῦται καὶ περισήπεται : καί ποτε τρυγώδης , κατὰ τὸ σπάνιον καὶ ἐνερευθὴς φαίνεται : ἑλκοῦται
6630116 μιξις
γάρ τίς ἐστιν ἐπὶ † τοῦτον γνώσεως , καὶ ἡ μῖξις ἐπὶ σωμάτων θεωρεῖται . τρίτη ὑπῆρχεν ἀπορία τοιαύτη ἡ
τοιούτων ὄντων , ἀλλὰ δέδια μὴ τὸ ἑκατέρου κάλλος ἡ μῖξις συνέφθειρεν . Οὐ πάνυ γοῦν συνήθη καὶ φίλα ἐξ
6627031 φρενιτις
οἷσι καὶ εἰκοσταίοισιν , οἷσιν εὐθὺς οὐκ ἐξ ἀρχῆς ἡ φρενῖτις ἤρξατο περὶ τρίτην ἢ τετάρτην ἡμέρην , ἀλλὰ μετρίως
ῥόον αἱματώδη , αἱμοῤῥοΐδας , σύριγγας . Καῦσος δὲ , φρενῖτις , περιπλευμονίη , κυνάγχη , σταφυλὴ , πλευρῖτις ,
6621620 συγχυσις
μόνον ἐναντίον ὄνομα ὀνόματι , ἀλλ ' ἔργον ἔργῳ . σύγχυσις μὲν γάρ , ὡς ἔφην , ἐστὶ φθορὰ τῶν
καὶ τὸν πύργον . διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ σύγχυσις , ὅτι ἐκεῖ συνέχεε κύριος τὰ χείλη πάσης τῆς
6613794 ὀξυτερου
περιεχόμενον ὑπὸ δύο φθόγγων ἀνομοίων τῇ τάσει , τοῦ μὲν ὀξυτέρου , τοῦ δὲ βαρυτέρου . σύστημα δέ ἐστι σύνταξις
οἱ τοῦ διὰ τεσσάρων ὅροι σύμφωνοι : ἀπὸ δὲ τοῦ ὀξυτέρου αὐτῶν λαμβάνεται φθόγγος σύμφωνος ἐπὶ τὸ ὀξὺ διὰ τεσσάρων
6610744 συστασις
ἡ οὐσία σωματική τίς ἐστι σύστασις , ἡ δὲ σωματικὴ σύστασις οὐ δεῖταί τινος , ἐν ᾧ γενομένη τὸ εἶναι
ἡ γὰρ ἐπὶ τοῖς αἰσθητοῖς τοῦ καθόλου συναίσθησίς τε καὶ σύστασις καὶ ἡ ἐπὶ τοῖς πρώτοις καθόλου λῆψις τῆς ἀρχῆς
6605180 πυκνωσις
γίνεσθαι πλινθίου τετραπλεύρου . Τοῦ κυνηγίου ἐναπολαμβανομένου γίνεται σφίγξις ἤτοι πύκνωσις τῶν τεσσάρων μερῶν ἤτοι τῶν ἐν αὐτοῖς καβαλλαρίων ,
. Πόσον τόπον κατέχει ὁ ὁπλίτης τεταγμένος . Τί ἐστι πύκνωσις . Τί ἐστι συνασπισμός . Τίνος ἕνεκα ἡ πύκνωσις
6604355 διαλυσις
Ἡ δ ' αὖ νόσος τί ἄλλό ἐστιν , ἢ διάλυσις καὶ ταραχὴ τῆς ἐν σώματι ἐκεχειρίας , ἐπειδὰν αὖθις
καὶ γέλως τοῖς Ἕλλησι γίνεται , καὶ ἐκ τοῦ γέλωτος διάλυσις τῆς σπουδῆς τῆς εἰς τὰς πατρίδας . ἀπὸ γὰρ
6603019 τραχυτης
οὐδέν ἐστι μέρος εἰς ὃ μὴ κάτεισιν , οὕτως ἡ τραχύτης αὕτη καὶ τὸ μικροῦ δεῖν ἅπαντας ἀλλήλων ἀπεστράφθαι διαπεφοίτηκε
ἐστι σεμνότης δεῖξαι καὶ ὅπως γίνεται , ὁποῖόν τί ἐστι τραχύτης ἢ ἀφέλεια καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων εἴδη .
6600243 σηψις
μυελοῦ , καὶ ὁ σπασμὸς , καὶ τῶν ὀστῶν ἡ σῆψις , λέγεται δὲ καὶ ὅλος ὁ μέσος τῆς χειρὸς
, ταράσσει . σφακέλῳ : ἐπιληψίᾳ , σφακελισμὸς , ἡ σῆψις τοῦ μυελοῦ , ὁ σπασμὸς , ὁ παλμὸς ,
6596603 πλευριτις
γίνονται ἐκεῖνα τὰ πάθη τὰ ἀπὸ παχέος γινόμενα , οὐ πλευρῖτις , οὐ περιπνευμονία : ἐκεῖθεν γὰρ κενοῦται πᾶς χυμός
δ παρὰ τοῖς Ἴωσι κατὰ τὴν γενικήν , οἷον ἡ πλευρῖτις τῆς πλευρίτιδος , ἡ φρενῖτις τῆς φρενίτιδος , ἡ

Back