τὸν δειλὸν θρασύν . οὐκ ἔστιν οὐδὲν τεχνίον ἐξωλέστερον τοῦ πορνοβοσκοῦ . . . . . . . κατὰ τὴν
διὰ τοῦτο τοῖς Ἕλλησι πόλεμος ἐγένετο , καὶ νῦν τοῦ πορνοβοσκοῦ θυγάτηρ ἥρπασται . . . . : ἡρπάσθαι δὲ
5712473 πεισαντος
ἐπὶ ἄρχοντος Εὐκλείδου . . . . περὶ δὲ τοῦ πείσαντος ἱστορεῖ Θεόπομπος . . . ̈ : καλεῖται δὲ
πάλιν εἰρήνην πρὸς Φίλιππον . . τὰς πρεσβείας ] Αἰσχίνου πείσαντος πρέσβεις ἐπὶ τὰς πόλεις Ἀθηναῖοι πεπόμφασι παρακαλοῦντας ἐπὶ Φίλιππον
5643075 Λαμαχου
. εἰς τὸ κατὰ συκοφάντας μέρος . Δικαιόπολι : ἔρχεται Λαμάχου ἄγγελος λέγων τῷ Δικαιοπόλιδι ὅτι ἔπεμψε Λάμαχος σὺν τρισὶ
τριμέτρων ἀκαταλήκτων ιγʹ . ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος . περὶ Λαμάχου εἴρηται πολλάκις ὅτι φιλοπόλεμος ἦν . τῆς σῆς μορμόνος
5613186 δακρυοντος
ἐντελέχειαν ἀξιοῦν λέγεσθαι παρὰ πάντας τοὺς νόμους : τοῦ Θῆτα δακρύοντος καὶ τῆς κεφαλῆς τὰς τρίχας τίλλοντος ἐπὶ τῷ καὶ
τοῦ Μετέλλου παιδὸς ἱκετεύοντος αὐτὸν ἐν ὄψει τοῦ δήμου καὶ δακρύοντος καὶ τοῖς ποσὶ προσπίπτοντος ἐνεκλάσθη . ἀλλ ' ὁ
5524983 πλουσιου
ὠφέλησε , διασκευὴν τοῦ πάθους , ἠθοποιΐαν , καταδρομὴν τοῦ πλουσίου , παροξυσμὸν ἐπὶ τὴν τιμωρίαν τῶν δικαστῶν , καὶ
φιλίαν αὐτῷ : ἔχεις δὲ καὶ ἄλλην ἠθοποιΐαν παρὰ τοῦ πλουσίου : προςελθὼν γὰρ εἶπεν , ἐσφάλην , ἔγνων ὅτι
5523063 πορνοβοσκος
, ὁ δ ' ἅρπαξ , ὁ δ ' ἀνάπηρος πορνοβοσκὸς καταφαγᾶς ” : ἀλλ ' οὐκ ἐχρῆν τὰς ἅπαξ
ἂν παρὰ τὴν δόξαν τῶν ἀκουόντων τι πράττηται : οἷον πορνοβοσκὸς ἐκήρυξε τοὺς ἀπάτορας προῖκα δέχεσθαι : παρὰ γὰρ τὴν
5480375 ἰατρου
ὄνυχες , ὀδμή . Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλαι ἀπὸ τοῦ ἰατροῦ , αἳ λαμβάνονται ἀπὸ τῆς εἰσόδου τοῦ ἰατροῦ .
τὸ πρὸς τὴν δυναστεύουσαν αἰτίαν ἀπομάχεσθαι : πᾶν γὰρ ἔργον ἰατροῦ ἐπανορθωτικόν ἐστι τῶν περὶ τὸ σῶμα σφαλμάτων . Ἰστέον
5477336 ᾐτησεν
ῥόδα ; Μετὰ τὴν ἐκ Μαραθῶνος τῶν βαρβάρων φυγὴν στόλον ᾔτησεν Ἀθηναίους ὁ Μιλτιάδης ὑποσχόμενος , εἰ λάβοι , μέγαν
αἰτήσαιτο παρ ' Ἀντωνίου . οἱ δ ' ἐπιγελάσαντες “ ᾔτησεν , ” εἶπον , “ ἀλλ ' ἐπὶ θάτερα
5387210 δρασαντος
τῶν μελλόντων καὶ τῶν οἰχομένων . ἀλλὰ πῶς τοῦ μὲν δράσαντος τὸ ἔργον μένει , τοῦ δὲ παθόντος τὸ πάθος
' ἀνδρὸς γενναίου καὶ πολλὰ μὲν εἰδότος , πολλὰ δὲ δράσαντος . Ἀλλ ' ἡ μὲν οὕτως , ὁ δὲ
5365492 ἀκροπρῳρον
ἀλλὰ καὶ περιῄει τοὺς ναυκλήρους διαπυνθανόμενος , δεικνὺς ἅμα τὸ ἀκρόπρῳρον ; ὁ δὲ γνωρίσας οὐχὶ θαυμαστός ; ὁ δὲ
Μαυρουσίαν ἁλιευομένους . ἀλλὰ τῶν δὴ ναυκλήρων τινὰς γνωρίσαι τὸ ἀκρόπρῳρον ἑνὸς τῶν ἀπὸ τοῦ Λίξου ποταμοῦ πορρώτερον πλευσάντων καὶ
5352381 Στρεψιαδης
. , ἀδικώτατα , κάκιστα ψεύσματα . βουλήσεται ] ὁ Στρεψιάδης . φέρειν ] ὑπομένειν οἷός τ ' ] δυνατός
' ἐκείνου λέγειν διὰ τὸ μέγαν νομίζεσθαι αὐτόν . ὁ Στρεψιάδης ἄρχεται τοῦ μανθάνειν [ : μὴ μανθάνων δ '
5327025 ἀπεστερηθη
φωνὴν τὴν τοῦ ἵππου καταλαβέσθαι , καὶ τῆς ἰδίας φωνῆς ἀπεστερήθη . Ὅτι οἱ φθονεροὶ ζητοῦντες τὰ παρὰ τὴν φύσιν
πράσσειν , οὐχ ὑπὸ Λακεδαιμονίων ἀλλ ' ὑπὸ τῆς τύχης ἀπεστερήθη τῶν πραγμάτων : ἀπεστέρηται δὲ τοσοῦτον χρόνον , ἕως
5286619 παρεστωτος
ἐπικροτοῦντος ἐφρυάττετο , καὶ ἀναβαίνοντος ἑαυτὸν παρεῖχεν εὐπειθῆ , καὶ παρεστῶτος κατὰ πρόσωπον ὃ δὲ ὑγρὸν ἑώρα . καὶ ταῦτα
ὅτε πᾶσιν ἔξεστι τἀληθῆ λέγειν , ψεύδομαι , μηδενὸς κινδύνου παρεστῶτος , οὐκ ἂν εἰδείην οὔτε παρρησίας οὔτε κολακείας καιρόν
5283897 δεδωκεναι
: τὸν γὰρ νόμον αὐτῷ τὴν ἐξουσίαν φησὶ τοῦ φόνου δεδωκέναι : κατ ' ἔθος δὲ , μετὰ τὰ ἐν
ἔδωκαν οἰκεῖν τὰς καλουμένας Θυρέας διὰ τὸ καὶ τοὺς Ἀθηναίους δεδωκέναι τοῖς ἐκ Μεσσήνης ἐκβληθεῖσι κατοικεῖν Ναύπακτον . Ἀθηναῖοι δὲ
5272865 τρεφοντος
ὑμεῖς τοῖς λοιποῖς ἔρια εἰς ἐσθῆτας παρέχετε , ἐμοῦ δὲ τρέφοντος ὑμᾶς καὶ τὸ ἱμάτιον ἀφείλεσθε . ” ὁ μῦθος
τὰ δελφάκια , θεασάμενος αὐτὴν ὑπὸ λιμοῦ διὰ μικροψυχίαν τοῦ τρέφοντος κατισχναμένην : χαῖρε , εἶπεν , ἐπὶ τῶι σημείωι
5255070 λαλου
τὸν αὐτὸν αἰσχρὸν προσκρούειν λίθον . Δωδωναῖον χαλκεῖον : ἐπὶ λάλου . Διὰ δακτυλίου δεῖ σε ἑλκυσθῆναι : ἐπὶ τῶν
ἵππων ἐπ ' ὄνους . Ὀλυμπικὴ στοά : ἐπὶ τοῦ λάλου , ἢ ὅτι εἰκὸς ἔχειν τὴν στοὰν ἀντῳδὸν ἠχὼ
5241482 πραχθεντος
ὡς ἀδίκημα προβαλλομένην ὑπὸ τοῦ κατηγόρου , τῷ ἀνευθύνῳ τοῦ πραχθέντος διϊσχυρίζεται καὶ τὴν ἐξουσίαν προβάλλεται : ἐν δὲ τῇ
μᾶλλον ἢ τὰ τῶν Ἑλλήνων πολεμεῖν . ἐκ γὰρ τοῦ πραχθέντος ὑπὸ τοῦ Ἀγησιλάου , ἔμελλε δὲ τὸ διαβῆναι αὐτὸν
5234632 ξενου
δὲ τοὔμπαλιν , σύ μοι γενοῦ τιμωρὸς ἀνδρός , ἀνοσιωτάτου ξένου , ὃς οὔτε τοὺς γῆς νέρθεν οὔτε τοὺς ἄνω
καὶ μεστοὶ λάπης . Μένανδρος δ ' ἐν Τροφωνίῳ : ξένου τὸ δεῖπνόν ἐστιν ὑποδοχή . τίνος ; ποδαποῦ ;
5228074 ἀτοπου
ἑαυτὸν ἐπισημαινόμενον ὡς διθυραμβώδη φθεγγόμενον : εἰρηκὼς γὰρ περὶ τοῦ ἀτόπου ἐραστοῦ ὡς λύκοι ἄρν ' ἀγαπῶς ' ὣς παῖδα
κατὰ διαφορὰν λέγεσθαι , οἷον εἰκὸς ζήσεσθαί με αὔριον μηδενὸς ἀτόπου παρεμφαινομένου . τὸ δὲ αὐτό , φησί , λέγεται
5224277 καθαρματος
ἐγίνετο καὶ ἡ ἀσθένεια καὶ ἡ ἄση : καὶ τοῦ καθάρματος ἦσαν πέντε κοτύλαι . Ἔστη δὲ ἡ κοιλίη ,
ἀπώλετ ' ἂν παροινουμένη : καὶ γὰρ ἡ παροινία τοῦ καθάρματος τουτουὶ δεινή . καὶ περὶ ταύτης τῆς ἀνθρώπου καὶ
5189323 ἐμπορου
Ἀρτέμιδι , εἰ βασιλεύσειε , τὸν οἶκον ἅπαντα καθιερώσειν τοῦ ἐμπόρου . Ἦν δέ τις Κροίσῳ φίλος , ἀνὴρ Ἴων
ἡ δὲ πόλις Σῖρις νῦν Πόλιον λέγεται ἀπὸ Πόλιδος Κασέως ἐμπόρου . Σῖρις πόλις Σικελίας πλησίον τοῦ Μεταποντίου καὶ ποταμός
5184134 πλουτησαι
, τοῦ τὸν δεσπότην ἑαυτοῦ κτείναντος , ἐξ ὧν οὕτω πλουτῆσαι αὐτῷ συνέβη , καίπερ τοῖς τῆς φύσεως νόμοις ἐνυβρικότι
πένης τὸν πλούσιον ἐκ τῶν ἔργων πλουτήσαντα σπεύδει καὶ αὐτὸς πλουτῆσαι . εἰς ἕτερον γάρ τίς τε ἰδών : εἰς
5183744 κρινομενου
ἀχρήστους δὲ , τῷ τοὺς αὐτοὺς εἶναι : ἐλλείποντος τοῦ κρινομένου : ὁ γὰρ δικαστὴς ταῦτα λεγόντων ἀμφοτέρων ἀπορεῖ πρὸς
τῷ λόγῳ , ὅ ἐστι πρὸς ἀπόδειξιν τοῦ προκειμένου καὶ κρινομένου συντελεῖ . Τόπον δὲ ἄλλως ἐπέχει προσώπου : τὸ
5173949 ἀπεκηρυξεν
ἀποκηρῦξαι λέγουσιν ἐπὶ τοῦ ὑπὸ κήρυκα ἀποδόσθαι τι . Μένανδρος ἀπεκήρυξεν αὐτὴν Ἀγαμέμνων , οἷον ὑπὸ κήρυκι ἐπώλησεν . ἐπικηρῦξαι
εἶδος τῶν στοχασμῶν προδεχόμενοι . Ἐρῶν τις ἑταίρας τὸν υἱὸν ἀπεκήρυξεν : ὁ παῖς συνῴκησε τῇ ἑταίρᾳ : τεθνηκότα ἔθαψεν
5160852 πενητος
ἐν τῇ παραληγούσῃ τὸ ι , οἷον Λάχητος λέβητος Δάρητος πένητος τάπητος : πρόσκειται ἀρσενική διὰ τὰ παρὰ τοῖς Δωριεῦσι
κατὰ τὸ ἦθος οὐδαμῶς εὐδοκιμεῖν ! ! ! Αἰσχίνου τε πένητος ὄντος καὶ μαθητὴν ἕνα ἔχοντος Ξενοκράτην , τοῦτον περιέσπασε
5144638 δημιου
ἐν τῷ αὐτῷ γράφει : φιλοσκώπτης τις μέλλων ὑπὸ τοῦ δημίου σφάττεσθαι ἔτι ἕν τι ἔφη θέλειν ὥσπερ τὸ κύκνειον
ἐπὶ τοῖς μεγίστοις τῶν ἀδικημάτων ἑαλωκότας ῥίπτουσιν αὐτοῖς , καὶ δημίου δέονται ἥκιστα . Δέλεαρ δὲ καθιᾶσιν οἱ σοφοὶ τὰ
5141291 μαγειρου
πέφυκεν , καὶ μὴ ἐπιχειρεῖν καταγνύναι μέρος μηδέν , κακοῦ μαγείρου τρόπῳ χρώμενον : ἀλλ ' ὥσπερ ἄρτι τὼ λόγω
, ἐσχάρα , ἡ δὲ κύβηλις ἐν Φιλήμονος Ἁρπαζομένῳ ὁρῶ μαγείρου καὶ κύβηλιν καὶ σκάφην . προσονομαστέον δὲ τούτοις καὶ
5099378 ἀποκριθηναι
ὡς δ ' αὐτὸν ὡς ἔοικεν οὐ προσίετο τοῦτ ' ἀποκριθῆναί φασι τῷ Βηρισάδῃ , Σὺ γὰρ διανοεῖ , φησίν
. . τὸ πικρὸν αὐτᾷ : ὅπερ , τὸ μὴ ἀποκριθῆναί με , πικρὸν ἦν αὐτῇ . τινὰ δὲ τῶν
5091798 εἰσελθοντος
: ἕνα βούλεσθαι ἀριθμὸν εὑρεῖν , ᾧ ἕως τοῦ τελευταίου εἰσελθόντος ἐξ ἴσου πάντες ἕξουσιν ἤτοι μῆλα ἢ στεφάνους .
δὲ θᾶττον ἐπληρώθη τὸ θέατρον ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν . εἰσελθόντος δὲ μόνου Χαιρέου πᾶσαι καὶ πάντες ἐπεβόησαν ” Καλλιρόην
5086104 ἀδοκιμαστος
τοὺς ὁπλίτας καὶ λιπὼν τὴν τάξιν καὶ τῶν νόμων κωλυόντων ἀδοκίμαστος ἱππεύσας , καὶ περὶ ὧν οἱ νόμοι διαρρήδην οὔτε
τῶν ἐλεοκόπων διαιτώμενος . . . ἐλεοκόπων . . . ἀδοκίμαστος , αἰδέσασθαι , ἐπισίτια , μειαγωγῆσαι . Διογένει δὲ
5071658 πρεσβευτου
καὶ τῶν Ἑλλήνων ἁπάντων διέρχεται . ἡ γὰρ ἀτιμία τοῦ πρεσβευτοῦ πάντων ὑπάρχει τῶν ἐκπεμψάντων . καὶ διὰ ταύτης ὁ
' ἐπιδέχεται καὶ ἄλλον τρόπον πραχθῆναι , ὡς ἐπὶ τοῦ πρεσβευτοῦ : ἐδύνατο γὰρ καὶ ἄλλοθεν εὐπορῆσαι χρημάτων καὶ δανείσασθαι
5066909 Πγ
“ . τυπτήσομαι ] λείπει τὸ φοβοῦμαι . δικαίως . Πγ λείπει τύπτομαι . τραυλίζοντος . : ψελλίζοντος Πγ .
. : ψελλίζοντος Πγ . καὶ μηδὲν ἔναρθρον λαλοῦντος . Πγ νοοίης : ἀντὶ τοῦ ” ἔχεις ἐν τῷ νῷ
5065229 τολμηματος
ὄντι . ταῦτα ἐνθυμούμενος ἐς Κελτοὺς ἠπείγετο . τοῦ δὲ τολμήματος ἂν αὐτῷ λαμπροτάτου γενομένου ὁ στρατὸς ὤκνει δι '
δωρεᾶς : κείμενον γὰρ καὶ ὥσπερ νεκρὸν ἀπὸ τοῦ ἡμετέρου τολμήματος τὸν τύραννον ἔτρωσε καὶ πρὸς τὴν σφαγὴν ἕτοιμον γενόμενον
5055724 διαβολου
ἰσχυρούς . καὶ γὰρ αὕτη ἡ διψυχία θυγάτηρ ἐστὶ τοῦ διαβόλου , καὶ λίαν πονηρεύεται εἰς τοὺς δούλους τοῦ θεοῦ
οὐκ ἔστιν θεός , ἀλλὰ αὕτη ἐστὶν ἡ δύναμις τοῦ διαβόλου , ἐν ᾧ ἀπατηθήσεται ἡ ἀνθρωπίνη φύσις . καὶ
5047278 χρεους
] οἱ κάματοι τῶν καμάτων . , αἱ αὐξήσεις τοῦ χρέους . με ] εἰς ἐμέ . φλαῦρον ] ἀπρεπές
ὕστερον τοῦ Πασίου . μναῖ ] ὀφείλω τῷ Ἀμυνίᾳ , χρέους ἐπῆλθον ἢ ὀφείλονται , χρεωστοῦνται . δίφρος καλεῖται τὸ
5042650 δανειστου
ὄνομα , ὃ ᾔδει , ἐβόα : Ὑψηλότερε . Κυμαῖος δανειστοῦ οἰκίᾳ ἐπιβουλεύων καὶ θέλων τὰ μείζονα δάνεια κλέψαι τὰ
ψαρὸν ἵππον ] τὸ σισθλάκιν . οὐκ ἀκούετε ] τοῦ δανειστοῦ λέγοντος , ὦ ἀκροαταί . , ἐμὲ ὠνήσασθαι ⌈
5041718 Κλεωνος
κατὰ τὸ ἀνακόλουθον : ἐγέλασεν Ἀλκιβιάδης ἐπαγγειλαμένου τὰ περὶ Πύλον Κλέωνος , καὶ ἐπανελ - θὼν ὁ Κλέων κρίνει αὐτὸν
τῷ Ἀριστοφάνει διὰ τὰς ὕβρεις . τὸ βαρβαρῶδες δὲ τοῦ Κλέωνος δηλοῖ διὰ τοῦ “ βαρβαροθύμους ” . Παφλαγὼν γὰρ
5040965 ἀλλοκοτον
† , ἢ ἐπειδὴ ἄγαμοι καὶ παρθένοι εἰσίν : τὸ ἀλλόκοτον δὲ τῆς φύσεως διὰ τῶν ἐναντίων τραγικώτερον διασύρει .
τε πλέον ὑπολαβεῖν , καὶ τὸ χρῶμα ποίκιλόν τε καὶ ἀλλόκοτον . Οὔτε γὰρ ἀκριβῶς ἐδόκει λευκόν , οὔτε κιρρόν
5035872 συμποσιου
πλείους . ὁ γοῦν ἑξήκοντα ἀριθμὸς εἰς ἓξ συμπληρωθέντος τοῦ συμποσίου ἄρξεται οὕτως . εἰσῆλθεν εἰς τὸ συμπόσιον ὁ πρῶτος
καινὸς Ζεὺς μετὰ τῶν ὑπηκόων γελώμενος θεῶν ἔφυγεν ἐκ τοῦ συμποσίου , ὡς Ἡγήσανδρος ἱστορεῖ : μνημονεύει δὲ τοῦ Μενεκράτους
5035093 ἀκεραιαν
φασι καὶ θεατὴν ὁμοίως . λέγουσιν ἀκέραιον δύναμιν ἀντὶ τοῦ ἀκεραίαν καὶ βέβαιον κόλασιν καὶ φαῦλον πρᾶξιν καὶ ἄλλα θηλυκὰ
κατέκαυσεν , ἣν ἐτήρει ὡς συστατικὸν οὖσαν τῆς Μελεάγρου ζωῆς ἀκεραίαν φυλαττομένην . τινὲς δὲ φυλλάδα ἐλαίας , οὐ δᾶδα
5031347 βοωντος
ἐπὶ δὴ τούτοις πολλάκις ἤκουσαν οἱ θεοὶ τὸ ὦ θεοὶ βοῶντος . Τὴν Τύχην δὲ αὖθις ἐπῃνέσαμεν Καρτέριόν τε καὶ
εἶναί ποτε , καὶ ταῦτα τοῦ Ἀριστοτέλους ἐν τοῖς ἑξῆς βοῶντος ὡς ταῖς μερικαῖς τὴν αὐτὴν ἔχουσι δύναμιν , τῶν
5024861 μαθητου
ἥττων ἐστίν ; ὡς καὶ ὁ σεμνότατος Ἀριστοτέλης τοῦ Φασηλίτου μαθητοῦ . ἡμεῖς δ ' οὐχὶ καὶ τῶν ἀψύχων τὰ
παραδοθεὶς τῷ δημίῳ , σὺ δὲ τὴν Σωστράτου γυναῖκα τοῦ μαθητοῦ ἐμοίχευες , ὦ Κλεόδημε , καὶ καταληφθεὶς τὰ αἴσχιστα
5005126 κατασκευαστικον
τοιαύτη ὀρθότης βουλῆς εὐβουλία , ἡ ἀγαθοῦ τευκτική . τοῦτο κατασκευαστικὸν τοῦ μὴ καὶ τὴν πρὸς πονηρὸν τέλος ἄγουσαν ὀρθότητα
ὑπομιμνήσκων ἀπό τινων τοιούτων : τὸ σπέρμα εἶναι θερμόν , κατασκευαστικὸν δὲ τοῦτο τοῦ ζώιου : καὶ ὁ τόπος δέ
5000392 ἀδελφιδου
ἰστέον , ὅτι τὰ εἰς δους λήγοντα εἰς ου , ἀδελφιδοῦ , ἔστι δὲ ὁ ἀνεψιός , ὁ θυγατριδοῦς τοῦ
γὰρ αὐτὰ οὐ Δίωνος ἀλλὰ τοῦ ὑέος , ὄντος μὲν ἀδελφιδοῦ αὐτοῦ κατὰ νόμους ἐπιτροπεύοντος . τὰ μὲν δὴ πεπραγμένα
4996211 ἀποτιμημα
οἰκίαν ἢ χωρίον . ἐλέγετο δὲ ὁ μὲν δοὺς τὸ ἀποτίμημα ἐνεργητικῶς ἀποτιμᾶν , ὁ δὲ λαβὼν ἀποτιμᾶσθαι . ὁ
Φιλιππικαῖς . Τίμημα : ἀντὶ μὲν τοῦ ἐνέχυρον καὶ οἷον ἀποτίμημα Λυσίας ἐν τῷ ὑπὲρ Καλλίου : “ οὗτοι δὲ
4988292 ἐκπεφευγας
αἰτεῖ Γ ] . Γ ἀκούσας γὰρ τὸ ⌈ “ ἐκπέφευγας ” [ ἐκπέφευγεν Γ ] ὁ Φιλοκλέων ἐλειποψύχησεν :
; Σελεύκῳ δὲ ἄρα ἔπρεπε καὶ τοῦτο ἀγγεῖλαι τὸ ὡς ἐκπέφευγας τοῦ κακοῦ τὴν ἀκμήν . ᾗ δὴ καὶ πείθομαι
4987962 ἀνῃρηκεν
ὑπὸ σοῦ : ὁ μὲν γὰρ ἐδίωξεν , ὁ δὲ ἀνῄρηκεν : οὕτως οὐδὲ ἐν τοῖς κατὰ ἀμφισβήτησιν ὅροις δυσκόλως
τριάκοντα πόλεις ἐπὶ Θρᾴκης ἐῶ , ἃς ἁπάσας οὕτως ὠμῶς ἀνῄρηκεν ὥστε μηδ ' εἰ πώποτ ' ᾠκήθησαν προσελθόντ '
4982855 διδοντος
τοσαύτην δέ μου ποιουμένου πρόνοιαν τῆς ὑμετέρας πόλεως , καὶ διδόντος αὐτῇ τὴν νῆσον , οἱ ῥήτορες λαμβάνειν μὲν οὐκ
τοῦ ἀδικουμένου ἀθλιώτερον εἶναι καὶ τὸν μὴ διδόντα δίκην τοῦ διδόντος ; οὐ ταῦτ ' ἦν τὰ ὑπ ' ἐμοῦ
4976717 Κτησιβιον
ἀπαλλαγήν : καὶ διὰ τοῦτο ἀποθανεῖν δύο νεανίας Κρατῖνον καὶ Κτησίβιον , καὶ λυθῆναι τὴν συμφοράν . Ἀθηναῖοι δὲ τάλαντον
ἀπαλλαγήν : καὶ διὰ τοῦτο ἀποθανεῖν δύο νεανίας Κρατῖνον καὶ Κτησίβιον , καὶ λυθῆναι τὴν συμφοράν 〛 . Ἀθηναῖοι δὲ
4974993 πεμποντος
ὅτι δι ' ἀπορίαν ἐφοδίων οὐ πεπορευμένος εἴη ἐπὶ τοῦτον πέμποντος τούτου αὐτῷ ἐπιστολάς , καὶ ἅμα λέγων πρὸς ἐμὲ
γίνεται ἐπὶ σπέρματος περιουσίᾳ σηπομένου , καί τινας μοχθηρὰς ἀναθυμιάσεις πέμποντος παρὰ τὴν καρδίαν καὶ μάλιστα ψυχρὰς , καὶ κατασβεννύντος
4973458 συκοφαντεισθαι
δίκην , χάριτός τ ' ὢν μᾶλλον ἄξιος ἢ τοῦ συκοφαντεῖσθαι . λέγε . Οὗτος σαφῶς ὁ νόμος διείρηκεν ὧν
Εἴρηται δὲ ἡ παροιμία καὶ ἀπὸ τοῦ ὑπ ' αὐτῶν συκοφαντεῖσθαι τοὺς ξένους : ἔνθεν Ἀριστοφάνης τὸν συκοφάντην Ἀβυδοκόμην εἶπεν
4967086 ὠνησασθαι
: τοῦ δ ' εἰπόντος , “ τοσούτου δύναμαι ἀνδράποδον ὠνήσασθαι , ” “ πρίω , ” ἔφη , “
, τὸν γοῦν αἰσχρὸν τοῦτον οὐδεὶς νόμος ἐμποδὼν ἵσταται μὴ ὠνήσασθαι : τὴν αὐτὴν γὰρ καὶ οὗτος λειτουργίαν εἰσοίσει :
4965104 Καλλικλεους
οὑτοσί ; ἐν αὐτῷ Γοργίᾳ τούτῳ ἐν τοῖς Σωκράτους καὶ Καλλικλέους λόγοις . ἐλθὼν γὰρ ἐπ ' αὐτὸ τὸ λῦον
ἐῶσιν οἱ νόμοι . ἀκούσας δ ' ἐγὼ ταῦτα τοῦ Καλλικλέους προσέρχομαι τῷ Καλλίππῳ , καὶ ἐρωτῶ αὐτὸν ὅποι τε
4959618 ἐγκεκαλυμμενου
καὶ τὸ αὐτὸ ἔστιν εἰπεῖν ἐπὶ τοῦ προτείνοντος τὴν χεῖρα ἐγκεκαλυμμένου δὲ τὸ λοιπὸν σῶμα . τινὲς πρὸς τοῦτό φασιν
καθόλου ἀγνοεῖ τὸ μερικὸν ἢ ἔμπαλιν . ἐπὶ δὲ τοῦ ἐγκεκαλυμμένου οὐκ ἄλλος ἐστὶν ὃν γινώσκομεν , ἄλλος δὲ ὃν
4958010 αἰτησαι
ὀμόσαι ὅτι οὐκ ἔστι τοιοῦτος , μήτε θέλειν ὅρκον ἡμᾶς αἰτῆσαι , εἰ δικαίως αὐτὸν κολάζομεν . κλύειν ] θέλεις
τῶν πάντα δεχομένων . Ἀλήτην γάρ φασί τινα βουκόλῳ συναντήσαντα αἰτῆσαι τροφὴν , ἄραντα δ ' ἐκεῖνον βῶλον δοῦναι αὐτῷ
4956166 ἀναγομενον
χύσιν ἐργάσασθαι . μᾶλλον γὰρ καὶ ἐκ κεφαλῆς ἦν τὸ ἀναγόμενον : εἶπε γὰρ Ἱπποκράτης τὸ ἐκ κορυφῆς , ἐκ
καὶ τὸν Φαῖδρον ἐπιτήδειον εἶναι εἰς ἀναγωγὴν παρὰ τοῦ Σωκράτους ἀναγόμενον . Ὁ δὲ ποῦς ὁ τῷ ὕδατι βρεχόμενος πάλιν
4954885 Λευκιππην
ἐμοὶ δὲ ἡμέραι τὸ βραχὺ τοῦτο πολλαί . οὕτω μηκέτι Λευκίππην ἀπολέσειας , οὕτω μηκέτι μηδὲ ψευδῶς ἀποθάνοι . μὴ
μὲν οὖν ἐπὶ τὸ θηρίον τοὺς ὀφθαλμοὺς εἴχομεν , ἐπὶ Λευκίππην δὲ ὁ στρατηγός : καὶ εὐθὺς ἑαλώκει . βουλόμενος
4953253 πυθομενῳ
, οἶμαι , Ξενοφῶντος ἀκούεις . ὁρῶντι δή σοι καὶ πυθομένῳ πάντως ἐνέπεσέ τι καὶ γέλωτος . τὸν αὐτὸν δὴ
συμπαθὲς ἀποδοῦναι , τῷ δὲ νόμῳ τὴν ψῆφον . Τῷ πυθομένῳ , τί τῶν ζῴων χαλεπώτατόν ἐστιν , ἀπεκρίνατο ,
4932936 δεδρακοτος
δὲ ἀπὸ τοῦ τήν τε διάνοιαν καὶ τὴν δύναμιν τοῦ δεδρακότος πανταχόθεν ἐπισκοποῦντας , τὸ βουλεύεσθαί τε καὶ τὸ δύνασθαι
τοῦ Κλεωνύμου ῥιψάσπιδος γενομένου τῷ καιρῷ χρώμενος εἰς αἰσχύνην τοῦ δεδρακότος : πλείονα γὰρ τὴν συμφορὰν τὰ ὑπόγυα ἔχει πταίσματα
4929921 σκευαριον
καὶ ἀσθενὲς σῶμα ἔχω , παραχωρήσατέ μοι τὸ ἐλαφρὸν ἆραι σκευάριον . “ οἱ δὲ εἶπον ” ὅλως μηθὲν ἄρῃς
ἡδέως φαγεῖν . Εἶτα μαλακὸν ὦ δύστην ' ἔχεις , σκευάριον , ἐκπωμάτιον , ἀργυρίδιον ; οὐκ ἐκδραμεῖ λαβὼν τοδὶ
4928806 προηνεγκε
Λατίνων φερομένας , ἐν αἷς ὑπισχνοῦντο αὐτοῖς πέμψειν ἐπικουρίαν , προήνεγκε , καὶ τοὺς φέροντας αὐτὰς προήγαγεν . ἀναγνωσθέντων δὲ
, πρὶν εἴπῃ διαφορὰν τοῦ εἴδους , τὸν συμπλεκτικὸν σύνδεσμον προήνεγκε . καί φασιν ἵνα δείξῃ ὅτι καὶ ἄνω ἄλλως
4928593 Δικαιοπολιδος
τῆς τοῦ ποιητοῦ ἀρετῆς καὶ ἄλλων τινῶν . τοῦ δὲ Δικαιοπόλιδος ἄγοντος καθ ' ἑαυτὸν εἰρήνην τὸ μὲν πρῶτον Μεγαρικός
τοῦ Θηβαίου δὲ αὐληταὶ πολλοὶ ἦλθον εἰς τὰς θύρας τοῦ Δικαιοπόλιδος . Γ Χαιριδεῖς : τὰ τοῦ Χαίριδος πεπαιδευμένοι ἢ
4912704 ὑμετερου
γραμμάτων . Φιλίππῳ τούτῳ δεῖ τῆς παρὰ τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ ὑμετέρου βοηθείας . πιστεύει γὰρ οὕτως ἂν ἰσχυρότερα αὑτῷ γενέσθαι
[ τερος , σφέτερος , γενικῆς ] ἡμετέρου , [ ὑμετέρου , σφετέρου ] , δοτικῆς [ ἡμετέρῳ , ὑμετέρῳ
4909903 ἀδοξον
ἀκούοιμι αἰσχρῶν λόγων . κἀντεῦθεν ἐπεδείκνυε τό τε ἐπικίνδυνον καὶ ἄδοξον τῆς συμβάσεως . ὅμοιον δὲ καὶ τὸ Καίσωνος .
πάνθ ' ὁρᾷ σοφοὶ σοφοὺς σῴζουσιν , ἢν ὦσιν σοφοί ἄδοξον , ἄκραν γλῶσσαν ἠκονημένον ἁγνὸν εἰς σηκὸν θεοῦ ×
4904354 ὑεος
αὑτὸν τὰ ψευδῆ μεμαρτυρηκότα ; Οὐ γὰρ δήπου γνησίου ὄντος ὑέος Εὐκτήμονι ἐπίκληρος ἂν ἦν ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ , οὐδὲ
ὑπὲρ ὅτου ἄν τις νοῦν ἔχων μᾶλλον σπουδάζοι ἢ ὑπὲρ ὑέος αὑτοῦ ὅπως ὡς βέλτιστος ἔσταιὁπόθεν δὲ ἔδοξέ σοι τοῦτο
4902476 ἀνεχομαι
. ἀδικούμενος ἀεί τε πλεονεκτοῦντα τὸν ἀδελφόν τι μου ὁρῶν ἀνέχομαι . νοῦν ἔχεις . ἀλλ ' , ὦγαθέ ,
, οὐδὲ γεωργοῦ ἀνέχομαι ἐμπιμπράντος τὰ λήϊα , οὐδὲ κυβερνήτου ἀνέχομαι ἀποδειλιῶντος πρὸς τὴν θάλατταν : πλεῖν σε δεῖ ,
4892535 Ξερξηι
πατρός , καὶ ὑπισχνεῖται σωφρονεῖν . Ἀρτάπανος δὲ μέγα παρὰ Ξέρξηι δυνάμενος μετ ' Ἀσπαμίτρου τοῦ εὐνούχου καὶ αὐτοῦ μέγα
τῶν Ἑλλήνων , ἀλλὰ διὰ προδοσίαν : συντεθειμένος γὰρ ἦν Ξέρξηι προδώσεσθαι αὐτῶι τοὺς Ἕλληνας ἐπὶ τῶι λαβεῖν θυγατέρα παρ
4892216 κομιεισθαι
καίτοι τί λογίζομ ' ὁ κακοδαίμων προσδοκῶν χάριν παρὰ γυναικὸς κομιεῖσθαι ; μὴ μόνον κακόν τι προσλάβοιμι , καὶ κάλλιστ
ἔτυχεν , λέγ ' οἷ ' ἐποίησεν . Οὐκοῦν τοῦ κομιεῖσθαι τἀπολωλότα χωρί ' ὑποσχομένου [ Χαριδήμου ] διαβάντος φησὶν
4891531 δεσποτου
, δεύτερον ἀγωνιστὴν τοῦ δράματος ἔχουσα δήμιον δοῦλον , σφαγέα δεσπότου , μαστιγίαν ἀνδρὸς ἀλιτήριον , ὃς ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου
κάλλος , ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα . Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν . Ὡς ἡδὺ τῷ σωθέντι μεμνῆσθαι πόνων
4888715 ἐρωτωμενος
θαυμασίᾳ , ἣν ἡμᾶς δεῖ ἀκούοντας ἀνέχεσθαι . νῦν δὲ ἐρωτώμενος ὑπὸ σοῦ ἐρυθριᾷ . Ἔστιν δέ , ἦν δ
διὰ δὲ τῶν ἄλλων ἑτέρων αὖ τινῶν : καὶ ἕξεις ἐρωτώμενος πάντα τὰ τοιαῦτα εἰς τὸ σῶμα ἀναφέρειν ; ἴσως
4886486 δεδωκοτος
ἰχθυόρρουν ποταμὸν Ὑπερίδην περάσον , ὃς μισθωτὸς ἄρδει πεδία τοῦ δεδωκότος . ἦν δὲ πρὸς τῷ ὀψοφάγῳ καὶ κυβευτής .
ὁ Δημοσθένης προτρέπει φανερῶς ἐπὶ τὸν πόλεμον ὡς τοῦ Φιλίππου δεδωκότος τὸ σύνθημα . ἔοικε δὲ προτροπῇ τινι ἐπὶ στρατοπέδου
4885242 ἀνευθυνον
, ἀλλ ' οὐχ ὕβρις , καὶ τοῦτο προβάλλεται ὡς ἀνεύθυνον : οὐ γὰρ τὸν φιλόγελων τις κρίνει ἐπ '
ἢ πρόσωπον ἢ πρᾶγμα μεταφέρει τὴν αἰτίαν : ῥητὸν μὲν ἀνεύθυνον χρησμόν : οἷον μετὰ τὸν περὶ τοῦ Ἅλυος χρησμὸν
4884970 Παλλαδιου
ἀγνούμενοι ἀνῃρέθησαν . Ὕστερον δὲ Ἀκάμαντος γνωρίσαντος , καὶ τοῦ Παλλαδίου εὑρεθέντος , κατὰ χρησμὸν αὐτόθι τὸ δικαστήριον ἀπέδειξαν ,
αἰτιασόμεθα . καὶ ταύτην τὴν ἐπιστολὴν οὐκ ἐμὴν μᾶλλον ἢ Παλλαδίου νομιστέον τοῦ καταναγκάσαντος , ἐπεὶ ἔμοιγε τὸ μιμεῖσθαι σὲ
4884165 δικαστικου
Ῥαδάμανθυς μεταγενέστερος , τοῦτο αἰνιττόμενος ὅτι τὸ νομοθετικὸν πρὸ τοῦ δικαστικοῦ ἐστι : καὶ γὰρ εἰ μὴ πρότερον θῇ τις
. 〛 Ἀριστοφάνης ὁ γραμματικὸς τούτους ταμίας εἶναί φησι τοῦ δικαστικοῦ μισθοῦ . οὐ μόνον δὲ τούτοι τὴν ἐπιμέλειαν ἐποιοῦντο
4882610 βοησαντος
κάλλος ὑπὸ Νηρηΐδων ἁρπαγεὶς ἀνεβόησε . Καὶ Πολύφημος ἀκούσας αὐτοῦ βοήσαντος , σπασάμενος τὸ ξίφος ἐδίωκεν , ὑπὸ λῃστῶν ἄγεσθαι
τρωθῆναι τὸν ἵππον αὐτοῦ , καὶ μέλλοντος ἤδη ἀνῃρῆσθαι , βοήσαντος αὐτόν , ἔστη καὶ ἐδέξατο τὸν Μέμνονα καὶ ἀνῃρέθη
4873937 Κυνω
Αἰγύπτου μαθὼν τὰ κατὰ τὸν Ἄραξον , μεταπεμψάμενος ἀνεσταύρωσε τὴν Κυνώ . Τῆς δὲ Ἀνθίας οὔσης ἐν τῷ ἄντρῳ ἐρᾷ
, ἦν τέ οἱ ἐν τῷ λόγῳ τὰ πάντα ἡ Κυνώ . Οἱ δὲ τοκέες παραλαβόντες τὸ οὔνομα τοῦτο ,
4873728 Σικελιωτῃ
: παρ ' Ἀγαθοκλεῖ δὲ πρῶτος εἰσήνεγκ ' ἐγὼ τῷ Σικελιώτῃ τὴν τυραννικὴν φακῆν . τὸ μέγιστον οὐκ εἴρηκα :
παρ ' Ἀγαθοκλεῖ δὲ πρῶτος εἰσήνεγκ ' ἐγώ , τῷ Σικελιώτῃ τὴν τυραννικὴν φακῆν . τὸ μέγιστον οὐκ εἴρηκα :
4870349 ὀκνησει
κομιεῖ γράμματα σά : ὁ γὰρ προθύμως οὕτω παρακαλέσας οὐκ ὀκνήσει τὸν προσθέντα τοῖς ἤδη γενομένοις ἐπαινέσαι . πρὸς ταῦτα
δόξης καὶ ἐπιτηδεύσεως | καὶ τύχης κοινωνίᾳ παρειλημμένος | , ὀκνήσει ὀλίγων ἡμερῶν ὁδὸν ἀποδημήσας | αὐτός τε ἑαυτῷ τὴν
4868883 φασκοντος
τὸν Κάδμον . προσποιουμένου δὲ εἶναι Φάωνος αὐλητικοῦ καὶ ἔχειν φάσκοντος Μεγαροῖ χορόν , ληρεῖς , ἔφη , ἐκεῖ μὲν
. τοῦτο καὶ Δημοσθένης ἐν τῷ Κατὰ Μειδίου πεποίηκε : φάσκοντος γὰρ τοῦ Μειδίου ὕβριν εἶναι καὶ ἰδιωτικόν , ἀλλ
4866655 μειρακιου
τῇ Ἀσπασίᾳ : καί πως ἔπρεψεν αὐτῇ καὶ τὰ τοῦ μειρακίου , καὶ ἔτι μᾶλλον τὰ τῆς ὥρας αὐτῇ πρὸς
μονωθεὶς ὁ νεανίσκος μᾶλλον ὑπήκοος αὐτῷ γένηται . τοῦ δὲ μειρακίου ταῖς γενομέναις παρανομίαις προσκόπτοντος καὶ φανεροῦ καθεστῶτος ὅτι τιμωρήσεται
4854351 φαλακρου
ἢ τὴν φυτείαν τῆς ἐλαίας , τοῦ δὲ καταγῆναι τοῦ φαλακροῦ τὸ κρανίον τὸν ἀετὸν ῥίψαντα τὴν χελώνην , ὅπως
αὐτῷ ὑποκειμένῳ συμβεβηκότα ἀλλήλων κατηγορῆται , οἷον τοῦ Σωκράτους ὄντος φαλακροῦ καὶ φιλοσόφου λέγωμεν ὅτι ὁ φαλακρὸς φιλόσοφός ἐστιν .
4853405 παιδιου
εἶδος συκῆς μέλανα καρπὸν ποιούσης . ἐξεθρεψάμην : ὡς ἐπὶ παιδίου εἶπεν Γ ἢ ἀνθρώπου τὸ Γ “ ἐξεθρεψάμην ”
καταμήνια , καὶ τὰς μήτρας μᾶλλον στομοῦσθαι , οἷα τοῦ παιδίου χωρήσαντος διὰ σφέων καὶ βίην καὶ πόνον παρασχόντος :
4852881 πεφονευμενου
ἐποίησεν . τὴν Περσίδα τὴν ἔχουσαν αὐτῶν τὴν ἑστίαν . πεφονευμένου . οὐκ ἀληθῶς . αὐτά : ἀντὶ τοῦ τὰ
. ἐπήδησας . φεῦ . ἕνεκα πεφονευμένου . μετὰ μόχθων πεφονευμένου . τοῦ . φανερὰ . τῶν . λίαν .
4846463 τυραννου
Φασί γέ τοί τινα αὐτῶν εἰπεῖν ἐπὶ τεθνηῶτι : Ἅλις τυράννου θεραπείας . Οἰκέται δὲ δὴ τρεῖς , οἵπερ ἦσαν
ποιήσεσθαι , πεισθέντες ὑπὸ τῶν ἀφικομένων ὡς αὐτοὺς παρὰ τοῦ τυράννου γραμμάτων , ὅτι βούλεται προειδέναι , τίνας αὐτῷ προσήκει
4842896 ἐξηγουμενου
καθάπερ εἰ Ῥωμαϊστί . ποία οὖν ἐνθάδ ' ὀφρὺς τοῦ ἐξηγουμένου ; οὐδ ' αὐτοῦ Χρυσίππου δικαίως , εἰ μόνον
ὑβριζούσης . Οὐδὲ γὰρ στρατηγοῦ ἀνέχομαι τὴν τάξιν ἀπολείποντος καὶ ἐξηγουμένου τῆς φυγῆς , οὐδὲ γεωργοῦ ἀνέχομαι ἐμπιμπράντος τὰ λήϊα
4841986 δεομενου
σε ἐρωτᾷ Σωκράτης . Ἀλλ ' ἀποκρινοῦμαι , σοῦ γε δεομένου . ἀλλ ' ἐρώτα ὅτι βούλει . Καὶ μὴν
λοβὸν ὠτὸς τοῦ πλησίον , ἔπειτα κατὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ δεομένου σκέπης : ἀπὸ δὲ τούτου ἐπὶ τὸ μέτωπον καὶ
4839479 ἐπιθυμησεις
, οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου , οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν οἰκίαν αὐτοῦ οὐδὲ τὸν ἀγρὸν αὐτοῦ οὐδὲ τὸν
οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδῆ , οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου , οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν
4838818 τυραννοκτονιαν
, εἰς ὅπερ ὁ φεύγων βούλεται : τοῦ γὰρ φιλοσόφου τυραννοκτονίαν ὀνομάζοντος τὸ πρᾶγμα ὁ ἐναντιούμενος αὐτῷ τὴν τοῦ φεύγοντος
ζητεῖ γὰρ καὶ τὸν τυράννου φόνον , τοῦτο βουλόμενος εἶναι τυραννοκτονίαν , ἀλλ ' οὐχὶ τὸ ἀπαλλάξαι τυραννίδος τὰς πόλεις
4834771 ὀργιλου
ἁμαρτάνειν τῆς σῆς φύσεως οἱ τοῦτο τὸ δέος ἔχοντες . ὀργίλου μὲν γὰρ οἶμαι καὶ χαλεποῦ τὸ εἴ τι λέγοιτο
εἶδος γὰρ ὀργιλότητος ἡ χαλεπότης , ὡς καὶ τοῦ ἁπλῶς ὀργίλου ὁ χαλεπός . ὃ δὲ ἐν τοῖς πρότερον εἴρηται
4828999 πυνθανομενου
χρόνου λυπηθήσῃ , ὅτι μηδέπω ἀποθνήσκεις „ . Ὁ αὐτὸς πυνθανομένου τοῦ τυράννου , τί δήποτε οὐχ οἱ πλούσιοι πρὸς
Μουσῶν , Ἀπόλλωνος δὲ μίαν , μαθητὰς δὲ δύο , πυνθανομένου τινος πόσους ἔχει μαθητάς , ἔφη σὺν τοῖς θεοῖς
4828150 ματαιου
, καταρχάς . ποιηταῖς ] τοῖς ἄλλοις . ψόφου ] ματαίου . κτύπου . , κρότου . πλέων ] πλήρη
λαβεῖν τὰ μύρα ἀπὸ τοῦ μετὰ πολλοῦ μόρου καὶ πόνου ματαίου γίνεσθαι . Λακεδαιμόνιοί τε ἐξελαύνουσι τῆς Σπάρτης τοὺς τὰ
4827119 βουλομενου
μεγάλως ἐβλάπτοντο . Τοῦ βασιλέως δὲ τὸν ὑπὲρ τῶν ὅλων βουλομένου κίνδυνον ἀναδέξασθαι , βάδην ἑπομένου καὶ προσδοκῶντος φάλαγγα Τούρκων
μόνῳ δὲ Περσαίῳ διαπρύσιον εἶχε πόλεμον : ἐδόκει γὰρ Ἀντιγόνου βουλομένου τὴν δημοκρατίαν ἀποκαταστῆσαι τοῖς Ἐρετριεῦσι χάριν Μενεδήμου , κωλῦσαι
4822017 νομεως
ἀμείβειν ἐξ ἑτέρου γένεος εἰς ἕτερον , οἷον γεωργικὸν ἐκ νομέως γενέσθαι ἢ νομέα ἐκ δημιουργικοῦ . μοῦνόν σφισιν ἀνεῖται
τὸν βασιλέα , ὁποία γεννάτορος ποτὶ υἱέα καὶ ποτὶ ποίμναν νομέως καὶ νόμω ποτὶ χρωμένως αὐτῷ . . . .
4815761 ὀφειλων
ὡς πρῴην ἐδικάσατο περὶ συμβολαίου : τάλαντον , οἶμαι , ὀφείλων γὰρ τῷ πατρὶ οὐκ ἤθελεν ἐκτίνειν , ὁ δὲ
ἐν τοῖς χρόνοις ἐν οἷς γέγραπται τὴν τιμὴν τῶν φιαλῶν ὀφείλων , ὑποβάλλετε αὐτῷ ὅτι ἔλαβες μὲν ἐπιδημῶν : ἐπειδὴ
4815543 εὐνουχου
ἐποίησεν ἐπίγραμμα τοιοῦτον : [ . . . ] Ἑρμίου εὐνούχου τε καὶ Εὐβούλου τόδε δούλου μνῆμα κενὸν κενόφρων τεῦξεν
ὡς ἤδη πέμπτην ἡμέραν αὐτῷ συγκαθεύδουσα οὕτως ἀνέστην ὡς ἀπὸ εὐνούχου . ἔοικα δὲ εἰκόνος ἐρᾶν : μέχρι γὰρ τῶν
4809008 κολακευειν
μαλακοκόλαξ , ὥς φησι Κλέαρχος : πρὸς γὰρ τῷ οὕτω κολακεύειν καὶ τὸ σχῆμα τῶν κολακευομένων ἐπακολουθῶν ἀποπλάττεται παραγκωνίζων καὶ
; οὔτε γὰρ τὸ φιλεῖν ἡδονῆς ἀτυχές , οὔτε τὸ κολακεύειν λύπης ἄμοιρον , ἀλλ ' ἑκάτερον ἐν ἑκατέρῳ φύρεται
4808028 χρηματιεισθαι
, κατὰ κενοῦ αὐτὸν χανεῖν φασίν . ἐπὶ τῶν συνελπιζόντων χρηματιεῖσθαι , διαμαρτανόντων δέ . Λύκος περὶ φρέαρ χορεύει :
συνελόντι δ ' εἰπεῖν , εἰ μήτ ' εὐδοξήσειν μήτε χρηματιεῖσθαι μήτε ἰσχύσειν μήτε ἐρεῖν , πῶς ἐγχωρεῖ τοιαύτην αἰτίαν
4807584 φησαντος
Σκέπτου δὲ τοῦ ἀπὸ τῆς Κορίνθου τὸν μὲν πηλὸν εὑρηκέναι φήσαντος , τὸν δὲ Πλάτωνα ζητεῖν , ἐπικόπτων αὐτὸν ὁ
δὲ καὶ Ἀμύντᾳ ἔλεγεν ἑαυτὸν ἐπιτρέψειν . τοῦ Φουρνίου δὲ φήσαντος οὐδ ' Ἀμύνταν ἂν δέξασθαι τόδε ὕβριν ἔχον ἐς
4802429 ἀδικουντος
προβολαὶ αὐτοῦ ἔστωσαν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τῇ ἐν Διονύσου ὡς ἀδικοῦντος , καθὰ περὶ τῶν ἄλλων τῶν ἀδικούντων γέγραπται .
. ὁ γὰρ νομοθέτης ἐν τοῖς ἀδικήμασιν οὐκέτι τὴν τοῦ ἀδικοῦντος ἀναλογίαν καὶ τοῦ ἀδικουμένου ἣν ἔχουσι πρὸς ἀλλήλους ἐξετάζων
4801674 ἐρωτωντος
τὰ κράτιστα ἑλέσθαι ; τοῦτο τοίνυν ἐποίησα : τοῦ κήρυκος ἐρωτῶντος , Αἰσχίνη , τίς ἀγορεύειν βούλεται : οὐ τίς
εὐαπάτητα ἔχων τὰ ὦτα . Ἐγκειμένου δὲ τοῦ σοφιστοῦ καὶ ἐρωτῶντος , τίνα δὲ καὶ ἐφόδια ἔχων , ὦ Δημῶναξ
4791124 ἀφορωντος
ἐστὶ γεννατῶν , ἐπεὶ ὑπὸ τῶ κρατίστω αἰτίω ἐγένετο , ἀφορῶντος οὐκ εἰς χειρόκματα παραδείγματα , ἀλλ ' ἐς τὰν
ἐλπίδα γάμου διδούς . αἰσθομένη τοίνυν ἐμοῦ περιεργότερον εἰς αὐτὴν ἀφορῶντος ἐρυθριάσασα καλλίων ἐφαίνετο τοῦ προσώπου συγκεκραμένου χρώμασιν αἰδοῦς τε

Back