καὶ αὖ λόγων πληρωθεῖσα καὶ καλὴ καλοῖς κοσμηθεῖσα καὶ εὐπορίας πληρωθεῖσα , ὡς εἶναι ἐν αὐτῇ ὁρᾶν πολλὰ ἀγλαίσματα καὶ
πλήρωσις τῆς οἰκείας ὑγρότητος . καὶ τοίνυν καὶ ἡ γαστὴρ πληρωθεῖσα καὶ ἀπολαύσασα καὶ κορεσθεῖσα βάρος ἡγεῖται τὸ λοιπὸν αὐτὸ
6051273 Στατειρα
συνῆκε Δημήτριος καὶ τοῦτο ἐμήνυσε τῇ βασιλίδι . ἡ δὲ Στάτειρα προελθοῦσα τῆς σκηνῆς ἔδειξεν ἑαυτήν . εὐθὺς οὖν τὰ
φυλάττηται μέχρι τῆς δίκης . “ ἀσμένη τοῦτο ἤκουσεν ἡ Στάτειρα καὶ πᾶσαν ἀφεῖσα γυναικείαν φιλονεικίαν εὐνουστέρα τῇ Καλλιρόῃ διὰ
5948127 ἀποστασα
ποιούμεναι καὶ ἱεροποιίας τινάς : κατεσκάφη δ ' ὑπὸ Ῥωμαίων ἀποστᾶσα . πλεῖσται δ ' εἰσὶ καὶ τούτων καὶ τῶν
προτάσεων ἐπὶ συμπεράσματα ἐρχομένη . Ἔπειτα καὶ τοῦ καθαροῦ λογισμοῦ ἀποστᾶσα καὶ τοῦ ψυχικοῦ ἰδιώματος , κατῆλθεν εἰς γένεσιν καὶ
5911094 ἐξηφθη
Κορωνίδος εἰς ἀφανισμόν . τότε εἶπεν Ἀπόλλων : ἐπεὶ δὲ ἐξήφθη ἡ πυρὰ , εἶπεν Ἀπόλλων : οὐκέτι ὑπομενῶ τὸ
Λάβρον Ἁφαίστου ] * Τουτέστιν ἡ τοῦ πυρὸς φλὸξ ἀθρόως ἐξήφθη : σέλας γὰρ κυρίως τὴν ἐν τῷ ἀέρι ἀθρόως
5885588 θειοτατη
οὐ δεῖ οὖν τῆς πρωτίστης ἐπιστήμης νομίζειν εἶναι τιμιωτέραν : θειοτάτη γάρ ἐστι καὶ τιμιωτάτη κατὰ δύο τρόπους , καὶ
, ἐπιγνόντες θεοῖς προσομιλεῖν δόξωσιν . ὅτι μὲν γὰρ ἡ θειοτάτη ἐπιστήμη καθ ' ἑαυτὴν μὲν ὑπόστασιν ἀέναον καὶ ἀναμφίλεκτον
5774833 ἀληθεστατη
τὴν τρίτην προτεῖνον ἀπορίαν . ἡ μὲν οὖν σύντομος καὶ ἀληθεστάτη καὶ αὐτῷ ἀρέσκουσα Ἀριστοτέλῃ περὶ τούτων ἀπάντησις , ὅτι
λεγομένων περὶ νόμων , ἔργῳ γνώσεσθε : ἣ δὴ βάσανος ἀληθεστάτη δοκεῖ γίγνεσθαι τῶν πάντων πέρι . δεξάμενοι δὲ τοὺς
5725036 ἐπερχομενη
μογερῷ βιότῳ , καὶ νῦν ἐνέποιμι . ἀστέρι μὲν Φαίνοντος ἐπερχομένη συναφῇσιν , αὐγαῖς αὐξομένη κρείσσων , περὶ μητέρα δ
ληπτέον τὸ οὐκ ἔστιν εἰπεῖν : † θεήλατος : θεόθεν ἐπερχομένη : † κατασκευὴν ποιούμενος ὁ ποιητὴς τῆς ἰδίας προτάσεως
5715838 ποθουσαν
ἐφ ' ἑστιοῦχον γαῖαν : ὡς στένειν πόλιν Περσῶν , ποθοῦσαν φιλτάτην ἥβην χθονός . ταῦτ ' ἔστ ' ἀληθῆ
ἐς τὰ ἑαυτῶν ἀπέπεμψεν , αὐτός τε ἐς τὴν Ῥώμην ποθοῦσαν ἐπείχθη , τοῦ δήμου ἑκάστοτε καλοῦντος μεγάλαις βοαῖς ,
5711540 φυγουσα
ἡ Μήδεια προέδωκε τοὺς ἰδίους καὶ . . . ἐφημάρτησε φυγοῦσα , οἷα πολλάκις ποιοῦμεν δι ' ἄνοιαν . ἀκειομένη
ταῦτα τῶν Μήδων τὰ στενὰ εὑρήσεις , ὅπου ἡ Μήδεια φυγοῦσα τὸν Θησέα ἔμεινεν . Ὧντινων τῶν Μηδικῶν ὀρῶν πρὸς
5708956 Διαβολη
θυγάτηρ ἡ Φήμη τῆς Διαβολῆς . καὶ ἔστι μὲν ἡ Διαβολὴ μαχαίρας ὀξυτέρα , πυρὸς σφοδροτέρα , Σειρήνων πιθανωτέρα ,
ἄγει , τῆς δὲ ἐπ ' ἔχθραν ἡ τελευτή . Διαβολὴ δὲ χαλεπὸν μὲν ἁπανταχοῦ καὶ πολεμοποιὸν οὗ ἂν παρεισρυῇ
5707977 εὐπαραδεκτον
πολλοῖς ἐκφαίνειν , σώζειν τε τὸν λόγον ἀεὶ , καὶ εὐπαράδεκτον πάσαις ἀκοαῖς καὶ γνώσεσι παρασχεῖν : εἰ δέ τι
πρῶτον καταβληθείσης τροφῆς περιγίνεται μνήμη τῶν θεωρημάτων . ἰδοῦσα δὲ εὐπαράδεκτον ἀρετῆς τὴν τοῦ παιδὸς φύσιν ὅλην ἐξεκένωσε τὴν ὑδρίαν
5697361 πραϋνεται
συμβαίνει εὔκρατον εἶναι . Ἐν δὲ ταύτῃ τῇ . ἡμέρᾳ πραΰνεται καὶ τὸ θυμοειδὲς τῶν ζώων : διότι καὶ ἡ
τὸν οἶνον , κἂν μηδέπω διψῶσι , κελεύειν προσφέρεσθαι : πραΰνεται μὲν γὰρ αὐτοῖς εὐθέως ὁ λιμὸς ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ
5693068 Φημη
ἐπτηχότων καθάπερ ἐν προσδοκίᾳ βροντῆς ἢ σεισμῷ πάντα κινοῦντι ἔρχεται Φήμη , ἡ θεὸς ἧς πόρρω τὸ ψεῦδος , τὸν
γενεαῖς ὕμνησεν Ἡσίοδος ποιήσας τὰ ἔπη ταῦτα ἃ πάντες ᾄδουσι Φήμη δ ' οὔτις πάμπαν ἀπόλλυται ἥντινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι
5676144 Ἐρχεται
μόνον . οὕτως ἔσθ ' ἅγιον παντελῶς τὸ θηρίον . Ἔρχεται , μετέρχεθ ' αὕτη , προσέρχετ ' , οὐ
μὲν διὰ τύχην γίγνεται , τὸ δ ' αἱρέσει . Ἔρχεται τἀληθὲς εἰς φῶς ἐνίοτ ' οὐ ζητούμενον . Ἆρ
5675738 ἐπαφροδιτος
γυναικὸς τεύξεται , ἐὰν δὲ καὶ Ἀφρο - δίτη ἐπιμαρτυρήσῃ ἐπαφρόδιτος ἔσται καὶ φήμην ἕξει περὶ πράξεις διά τε μουσικῆς
. τὸ ἔνδοξον , τὸ ἔντιμον : οὕτω δηλοῖ . ἐπαφρόδιτος . ἐπιχαρής , ἡδύς . ἐπωφελία . ὁ τόκος
5668470 ἐπιθυμουσα
, καὶ ἐπιδοῦσα ἃ ἐξῆλθεν ἔχουσα παρ ' αὐτοῦ , ἐπιθυμοῦσα μὲν τῆς ἐνθάδε οἰκήσεως , φοβουμένη δὲ τὸν Φρυνίωνα
Μαιμώωσα . πλεονασμῷ τοῦ μ , οἷον αἱμώωσα , αἵματος ἐπιθυμοῦσα . ἀπὸ τῶν ἐμψύχων ἡ μεταφορά . δύναται καὶ
5649913 ἀγαπητη
προμηθούμενον τοῦ παιδός . θυγάτηρ ἦν τῷ βασιλεῖ τῆς χώρας ἀγαπητὴ καὶ μόνη : ταύτην φασὶ γημαμένην ἐκ πολλοῦ χρόνου
πάντων καὶ παρὰ θεοῖς καὶ παρὰ ἀνθρώποις οἷς προσήκει , ἀγαπητὴ μὲν γὰρ συνεργὸς τεχνίταις , πιστὴ δὲ φύλαξ οἴκων
5647985 παρελθουσα
. κωλυόντων δὲ αὐτὴν τῶν Ἑλλανοδικῶν τὸν ἀγῶνα θεάσασθαι , παρελθοῦσα ἐδικαιολογήσατο πατέρα μὲν Ὀλυμπιονίκην ἔχειν καὶ τρεῖς ἀδελφοὺς καὶ
” ἔφη ” σοφωτέραν τὴν ἀλώπεκα ἡγούμην ἄν , εἰ παρελθοῦσα ἔσω μὴ ἥλω , ἀλλ ' ἐξῆλθε τοῦ σπηλαίου
5631074 ξηραντικωτερα
ὀλίγον . τὰ δ ' ἄλφιτα πολὺ τῶν κριθῶν ἐστι ξηραντικώτερα . Κρίνου τὸ ἄνθος λεπτομερές ἐστιν . τὸ δ
ἀναπλάττοντες . ἔστι δὲ καὶ τὰ ξηρὰ φύλλα τῶν χλωρῶν ξηραντικώτερα . Νάρδου στάχυς θερμαίνει μὲν μετρίως , ξηραίνει δ
5626190 εἰσοικιζεται
οὐ θνητήν φησι γίγνεσθαι ἀλλ ' ὅτι ἐν τοῖς θνητοῖς εἰσοικίζεται , οὕτω δήπου χρὴ καὶ τὸ τῶν κυουμένων ἀκούειν
θείου πνεύματος ἄφιξιν , κατὰ δὲ τὴν μετανάστασιν αὐτοῦ πάλιν εἰσοικίζεται : θέμις γὰρ οὐκ ἔστι θνητὸν ἀθανάτῳ συνοικῆσαι .
5621793 Ἀνθιας
' ὅλης νυκτός : ἔννοια δὲ πάντων Ἁβροκόμην εἰσήρχετο , Ἀνθίας , τοῦ θανάτου , τοῦ τάφου , τῆς ἀπωλείας
ἀνατεθείκεσαν : ἀνέθεσαν στήλην γράμμασι χρυσοῖς γεγραμμένην ὑπὲρ Ἁβροκόμου καὶ Ἀνθίας , ἀνεγέγραπτο δὲ καὶ τῶν ἀναθέντων τὰ ὀνόματα ,
5605303 Τελευτιας
: Λακεδαιμόνιοι δ ' αὐτὸ παρέλαβον . μετὰ δὲ τοῦτο Τελευτίας ἐπὶ τὰς Ἡριππίδου ναῦς ἦλθε , καὶ οὗτος αὖ
τὰς πύλας τῶν Ὀλυνθίων ἤλασεν . ἐπῄει δὲ καὶ ὁ Τελευτίας σὺν τοῖς περὶ ἑαυτὸν ἐν τάξει . ὡς δὲ
5588319 Ζῃ
τοῖς ἀνθρώποις γράφειν : λέγεται ἐπὶ τῶν βραδέως τιμωρουμένων . Ζῇ χύτρα , ζῇ φιλία : ἐπὶ τῶν δείπνῳ συνιόντων
γ ' , ἦ δ ' ὅς , ἐναργῶς . Ζῇ δὴ οἶμαι μετὰ ταῦτα ὁ τοιοῦτος οὐδὲν μᾶλλον εἰς
5550513 Γαυγαμηλα
λέγει Πτολεμαῖος καὶ Ἀριστόβουλος . πόλις δὲ οὐκ ἦν τὰ Γαυγάμηλα , ἀλλὰ κώμη μεγάλη , οὐδὲ ὀνομαστὸς ὁ χῶρος
πεδία τῇ Νίνῳ περίκειται . ἐν δὲ τῇ Ἀτουρίᾳ ἐστὶ Γαυγάμηλα κώμη , ἐν ᾗ συνέβη νικηθῆναι καὶ ἀποβαλεῖν τὴν
5535875 ὁμοτεχνων
τὸ μέσον ἔστω δηλαδή . τοῦθ ' ἕτερος οὐδεὶς τῶν ὁμοτέχνων μου ποιεῖ . οὐκ οἴομ ' , οὐδ '
, ἰσχὺς ἀσεβημάτων . ἐπεὶ καὶ τῶν θηρίων τουτωνὶ τῶν ὁμοτέχνων ὑμῖν , ὦ γύναι , τὰ πολλὰ κολάζομεν οὐδὲν
5521799 τετληοτι
ὄλεσσε δὲ κήτεος ὀδμήν . πᾶσαν δ ' ἠοίην μένομεν τετληότι θυμῷ : φῶκαι δ ' ἐξ ἁλὸς ἦλθον ἀολλέες
ἐγὼ τήν μοι θεὸς ὤπασε γεινομένῳ περ τλήσομαι ἀκράαντα φέρων τετληότι θυμῷ . οὐδέ τι μοι φίλα γυῖα μένειν ἱεραῖς
5519506 εὐπαθει
θεωρίας καὶ εὐφροσύνης . Τὸ δὲ ἀγαπᾷ καὶ τρέφεται καὶ εὐπαθεῖ : τρέφεσθαι μὲν λέγει ἐκ τῆς ἄνωθεν αὐτῇ ἐκδιδομένης
οἷον καὶ τὰ μουσικὰ τῶν ζῴων ὅσα τοῖς τε ἄλλοις εὐπαθεῖ καὶ δὴ καὶ ᾄδοντα ᾗ πέφυκε καὶ ταύτῃ αἱρετὴν
5510130 ἐπλησθη
ῥεέτω τοὺς ἐμούς . ” Ἡ δὲ ὡς ἤκουσεν , ἐπλήσθη δακρύων , καὶ εἶχεν αὐτῆς ἴδιον κάλλος καὶ τὰ
γυναῖκες ἐγέννησαν τιτᾶνας , ὑφ ' ὧν ὅλη ἡ γῆ ἐπλήσθη αἵματος καὶ ἀδικίας . καὶ νῦν ἰδοὺ βοῶσιν αἱ
5509215 εὐριπος
ἐν Κορίνθῳ τῆς γῆς Ἰσθμός , οὕτω πᾶσα θάλαττα εὐρεῖα εὔριπος , ὀνομαστικῶς δὲ ἡ παρὰ τῇ Εὐβοίᾳ αὐτὴ θάλαττα
ἀκατάστατος , ῥᾴων τῶν κωμάτων τὴν τροπήν , πορθμός , εὔριπος , ἀπαγής , ἀβέβαιος , ἀνερμάτιστος , σαλεύων ,
5493786 Ἀθανατον
ὃ δ ' ἂν θάνατον μὴ δέχηται τί καλοῦμεν ; Ἀθάνατον , ἔφη . Οὐκοῦν ψυχὴ οὐ δέχεται θάνατον ;
. Τὸ δὲ ψυχὴν προσήκουσαν , τουτέστιν ἐπιτηδείαν . σπζʹ Ἀθάνατον παρέχειν ἱκανοί Ὁρᾷς γὰρ ὅτι δι ' Ἀριστοτέλην καὶ
5489060 ἐπεμελετο
ἀγαθῶν ἔργων , ταῦτα τῷ μὲν Κύρῳ ἔπαινον παρεῖχεν ὅτι ἐπεμέλετο ὅπως ἀσκοῖτο ἡ ἀρετή : τοῖς μέντοι ἀρίστοις οἱ
. καὶ ἅρμα ἤλαυνεν ἑκκαίδεκα ἵππων ὁμοῦ . καὶ παιδείας ἐπεμέλετο Ἑλληνικῆς , διὸ καὶ τῶν ἱερῶν ᾔσθετο τῶν Ἑλληνικῶν
5461893 ἐμεριζετο
α μετετίθετο , καὶ ἦν κοινότερον μεταλαμβανόμενον τὸ ἔνθα , ἐμερίζετο μὲν τῇ συνεκδρομῇ τῶν εἰς θεν ληγόντων τὸ ἔνθεν
δὲ τῇ μητρὶ συνταξάμενος καὶ δακρύων κρουνοὺς ἀφιεὶς ἐπὶ δυσὶν ἐμερίζετο πάθεσι , σπλάγχνῳ τε μητρικῷ καὶ στρατείας ἐπιθυμίᾳ ,
5458169 δεισιδαιμονα
ῥιπτοῦσιν ἐκ τῶν χειρῶν ἢ καταστρέφουσιν ἐπικινδύνως . διόπερ οὐδὲ δεισιδαίμονα δεῖ καὶ θεοφόρητον εἶναι τὴν γαλοῦχον , ἵνα μὴ
Μήδειαν εἰς τὰ βασίλεια , καὶ τόν τε Πελίαν εἰς δεισιδαίμονα διάθεσιν ἐμβαλεῖν καὶ τὰς θυγατέρας αὐτοῦ διὰ τῆς τερατείας
5444052 χωροϲ
τῶν δριμέων ὁ κίων . ἢν δὲ ἔμπυοϲ ὅδε ὁ χῶροϲ γένηται , μετεξετέροιϲι ἠδὲ τὰ τῆϲ ὑπερώηϲ ὀϲτέα ἐφθάρη
ἐνθάδε γὰρ τῆϲ ζωῆϲ ἐϲτὶ ἡ ἀρχή : κεφαλὴ δὲ χῶροϲ μὲν αἰϲθήϲιοϲ καὶ νεύρων ἀφέϲιοϲ : αἷμα δὲ παρὰ
5442880 λυσιτελης
ψευδόμενος ἐπικαλεῖν , ἀπὸ τῶν οἰκείων παθῶν , ὡς οὐ λυσιτελής ἐστι πρὸς ὑγίειαν ἢ ζωήν . Γένοιτο δ '
ὑποσχέσεων ; εἰ οὖν αὐτὸς θάνοι , οὐδ ' ἡμῖν λυσιτελής ἐστιν ἡ ζωή . ἀλλ ' ἐξελοῦ τοῦτον τοῦ
5436391 Πραξαγορα
εὐδαιμονοῦντες τὸν βίον διάξετε . εὖ γ ' ὦ γλυκυτάτη Πραξαγόρα καὶ δεξιῶς . πόθεν , ὦ τάλαινα , ταῦτ
ἤν τί μοι δόξῃ λέγειν . δεῦρ ' ὦ γλυκυτάτη Πραξαγόρα , σκέψαι τάλαν ὡς καὶ καταγέλαστον τὸ πρᾶγμα φαίνεται
5430207 ἀνταπεδωκεν
' ὑφέληται , φορμὸν πυρῶν τἀνδρὸς κλέψας ' , αὐθημερὸν ἀνταπέδωκεν . Ἀλλ ' ἡμεῖς ἂν πολλοὺς τούτων ἀποδείξαιμεν ταῦτα
. Ἀνακρέων λαβὼν τάλαντον χρυσίου παρὰ Πολυκράτους τοῦ τυράννου πάλιν ἀνταπέδωκεν εἰπών : „ μισῶ δωρεάν , ἥτις ἀναγκάζει με
5429137 κακοδαιμονιαν
τελευταῖον τρόπον φασὶν ἀδιάφορον τὸ μήτε πρὸς εὐδαιμονίαν μήτε πρὸς κακοδαιμονίαν συμβαλλόμενον , καθ ' ὃ σημαινόμενόν φασι τήν τε
μεμφόμεθ ' ἀλλήλους , εὐαρεστοῦμεν , ἁπλῶς ὃ λεληθὸς μὲν κακοδαιμονίαν ποιεῖται , τυχὸν δ ' ἐπιμελείας εὐδαιμονίαν . Τὸ
5427725 ὑβριζεται
εἴποις ἂν ὁ τὸν τράγον . Πρέσβυς οὐ τύπτεται οὐδὲ ὑβρίζεται . Πρὸ ποταμῶν ἀναστέλλεται : ἀντὶ τοῦ ἀνατείνει τὰ
θρέμμα Μουσῶν , Ὁμήρου μιμητής . οὗτος ἕλκεται νῦν καὶ ὑβρίζεται , Διὸς ὄρνις ὑπὸ κολοιοῦ τινος . ἀλλ '
5425819 εὐπαθειαν
γὰρ τῷ πάσχειν ἀντιλαμβάνονται οἱ ὀφθαλμοί . διὰ οὖν τὴν εὐπάθειαν ἐδεήθη ἡ φύσις εἰς τὸ τάχος τῶν ἀσφαλιζόντων δύο
κατὰ καιρόν . γίγνεσθαι δὲ καὶ χοροὺς καὶ τὴν ἄλλην εὐπάθειαν ἅπασαν . τὸν μέντοι πόνον τοῦτον , ὃν ἔχειν
5418042 Ἰοδαμαν
δὲ τῆς θεοῦ τὴν Μεδούσης ἐπεῖναι τῆς Γοργόνος κεφαλήν : Ἰοδάμαν δέ , ὡς εἶδε , γενέσθαι λίθον . καὶ
εἰς ἔριν τὴν εἰς ἀλλήλας χωρῆσαι , ἀναιρεθῆναί τε τὴν Ἰοδάμαν ὑπὸ τῆς Ἀθηνᾶς . . . . : Ἀγκαίωι
5417314 μαγικην
οἱ τοῦ σώματος χαρακτῆρες ἀνθρωπόμορφοι . τὴν μὲν οὖν ἀληθῆ μαγικήν , ὀπτικὴν ἐπιστήμην οὖσαν , ᾗ τὰ τῆς φύσεως
τοξικήν , Ἀπολύων διὰ τὴν ἰατρικήν , Ὁμοπολῶν διὰ τὴν μαγικήν : τὰ πάντα γὰρ ἁρμονίᾳ πολεῖ . οὗτος δὲ
5415703 Πεντεφρης
οἱ φύλακες τῶν πυλώνων ἔκλεισαν τὰς θύρας . Καὶ ἦλθε Πεντεφρῆς καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ συγγένεια αὐτοῦ
σε ὁ θεὸς ὁ ζωοποιήσας τὰ πάντα . Καὶ εἶπε Πεντεφρῆς τῇ Ἀσενέθ : πρόσελθε καὶ φίλησον τὸν ἀδελφόν σου
5412858 νοσουσα
κυνὸς πίνει . Τίγρις νοσοῦσα κόπρον ἀνθρωπείαν ἐσθίει . Κάμηλος νοσοῦσα δρυὸς φύλλα χλωρὰ ἐσθίει καὶ ἐμεῖ χολὴν μέλαιναν .
ἐσθίουσι . Αἶγες νοσοῦντες σκαμμωνίαν ἢ τιθύμαλλον ἐσθίουσι . Κορώνη νοσοῦσα ἀνθρωπείαν ἐσθίει κόπρον . Κορυδαλλὸς νοσῶν ἄγρωστιν ἐσθίει καὶ
5407606 ἰονθουϲ
ξύμπνοιαν καὶ ξυνάφειαν . τοιάδε καὶ ἐπιπλάϲματα ὁκόϲα φοινίϲϲει καὶ ἰόνθουϲ ἐγείρει καὶ τὸ ῥεῦμα παροχετεύει καὶ ἀλεαίνει τὰ χωρία
ἀμύγδαλα πικρὰ ὄξει λειώϲαϲ ἀνάτριβε . πρὸϲ δὲ τοὺϲ τετυλωμένουϲ ἰόνθουϲ : ϲάπωνοϲ Γαλλικοῦ ⋖ δ , λιβάνου , ἀμμωνιακοῦ
5405108 ἀναρμοστιαν
πρόσθεν . Ἆρ ' οὖν λέγοντες ἀρετὴν ἁρμονίαν εἶναι , ἀναρμοστίαν δὲ τὴν κακίαν , λέγοιμεν ἂν δόξαν δοκοῦσαν τοῖς
ὀνόματα εἴποιμεν ἂν ἐπὶ τῶν συνθέτων ἁπάντων ἁρμονίαν τε καὶ ἀναρμοστίαν , ἐξ ὧν αἱ γενέσεις καὶ εἰς ἃ αἱ
5401680 Μεγαβυζος
, καὶ ἄλλα πολλὰ ἐπέδωκε . Ζωπύρου δὲ τούτου γίνεται Μεγάβυζος , ὃς ἐν Αἰγύπτῳ ἀντία Ἀθηναίων καὶ τῶν συμμάχων
αὐτῶν . ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνῄσκει νέος . οὐ Μεγάβυζος ἦν , ὅστις γένοιτο ζάκορος . περιττὸν ἄχθος ὄντα
5399715 ἀλαζονια
ἐστὶ προσποίησις ἀδυναμίας ὧν δύναταί τις ποιεῖν , ἧς ἐναντίον ἀλαζονία , προσποίησις δυναμέως ὧν οὐ δύναταί τις ποιεῖν .
ἀπάτῃ ἣν περὶ Διὸς λέγεις . γνωμικόν αὐθαδία ] ἡ ἀλαζονία φρονοῦντι μὴ καλῶς ] ἤγουν τῷ ἄφρονι αὐτὴ καθ
5397825 ἀϲθενεϲτερα
ἑφθὰϲ ἐπιπλάττοντεϲ ἀποκαθαίρουϲιν ἔφηλιν . τὰ δὲ γλυκέα τῶν ἀμυγδάλων ἀϲθενέϲτερα τῶν πικρῶν ἐϲτιν . Ἀμμωνιακόν . Ἀμμωνιακὸν μαλακτικῆϲ ἐϲτι
τὰ τοιαῦτα , ῥυπτικὰ μὲν ἔτι μένει , τοϲούτῳ δὲ ἀϲθενέϲτερα ταῖϲ ἐνεργείαιϲ , ὅϲῳ καὶ ἀδηκτότερα γίνεται : ἀϲφαλέϲτερον
5394694 κοσμηθεισα
δύο ἔτη ἀκούσασα , ὅτι ἀνέρχομαι κεῖραι τὰ πρόβατα , κοσμηθεῖσα κόσμῳ νυμφικῷ , ἐκάθισεν ἀπέναντι τῇ πόλει πρὸς τὴν
κεναῖς χερσὶν οὐκ ᾠήθη δεῖν ἀθύρειν , πανοπλίᾳ δὲ παντελεῖ κοσμηθεῖσα , οὕτω τὴν ὄρχησιν διαπεραίνειν : ἃ δὴ πάντως
5394671 θηρευουσα
αὐτῆς αὐλητική , τὸ μέτρον ἑκάστης χορδῆς τῷ στοχάζεσθαι φερομένης θηρεύουσα , ὥστε πολὺ μεμειγμένον ἔχειν τὸ μὴ σαφές ,
ἀριστερᾷ δὲ τῆς ἐσόδου Ποσειδῶν καὶ μετ ' αὐτὸν Ἄρτεμις θηρεύουσα ἕστηκε . κρῆναι δὲ πολλαὶ μὲν ἀνὰ τὴν πόλιν
5383535 Ἀει
ἑαυτοῦ ψυχήν , Ἀττικὰ ἐπάρδων τὰ νάματα . . . Ἀεὶ δὲ τὰ καλὰ σπάνια , καὶ δόξαν ἀθάνατον τοῖς
οὐ μέγαν . Ἱμάτια διαφαίνοντα καὶ πέδην τινὰ χρυσῆν . Ἀεὶ γεωργὸς εἰς νέωτα πλούσιος . Ἔπιεν ἡ Ῥόδη κυμβίον
5374849 κατασκοπος
διεκώλυε ταῦτα γίνεσθαι , καὶ παραγενόμενος εἰς Κιθαιρῶνα τῶν Βακχῶν κατάσκοπος ὑπὸ τῆς μητρὸς Ἀγαυῆς κατὰ μανίαν ἐμελίσθη : ἐνόμισε
] ὁ σκοπεύς . κατόπτης ] ὁ θεατής , ὁ κατάσκοπος . κατόπτης ] ἐπιτηρητής . Ξ δοκεῖ ] φαίνεται
5372118 συνεισηλθε
κατὰ φύσιν καὶ τὰς παρὰ φύσιν , ὅπερ παρὰ φύσιν συνεισῆλθε τῇ ἀναγκαίᾳ τῆς ὑποβάσεως τῶν ὄντων ὑφέσει τοῖς καὶ
. δεῖ δὲ ὑπονοεῖν , ὅτι ἡ γραῦς ἐβιάσατο καὶ συνεισῆλθε τῷ νεανίσκῳ : καὶ ὅτι ἡ γραῦς ποικίλα ἦλθεν
5367471 συνουσια
ἔργον . μήτ ' ἐνδεοῦς οὖν τοῦ σώματος ὄντος ἡ συνουσία παραλαμβανέσθω μήτε δὲ πάλιν βαρέος , [ καὶ ]
οὐδενὶ γὰρ ἂν δόξειεν τοῦτ ' εἶναι ἡ τῶν ἀφροδισίων συνουσία , ὡς ἄρα τούτου ἕνεκα ἕτερος ἑτέρῳ χαίρει συνὼν
5366408 Γαστερα
κακοί , Ἀλλ ' ἄνδρες νικήσουσιν οἱ μᾶλλον κακοί . Γαστέρα ὄγκον ἔχουσαν Ἡ λεπτὴ χωρεῖν εἴσοδος οὐ δύναται .
τῶν ἀποτευκτικῶν : παρόσον οἱ γαλῆν ἔχοντες οὐκ εὐτυχοῦσι . Γαστέρα μοι προφέρεις , κάλλιστον ὄνειδος ἁπάντων , Ἣ πλήρης
5366121 πατρῳ
βαίνει , οἱονεὶ τὸν πατέρα αὐτοῦ τιμᾷ . τὸ δὲ πάτρῳ , τῷ πρὸς πατρὸς θείῳ Θήρωνι . ἐπερχόμενος οὖν
πρεσβύτερος τῶν παίδων τῷ Κίμωνι Στησαγόρης ἦν τηνικαῦτα παρὰ τῷ πάτρῳ Μιλτιάδῃ τρεφόμενος ἐν τῇ Χερσονήσῳ , ὁ δὲ νεώτερος
5354814 φιλουμενη
] ἀπέθανεν ὡς ἤκουσας . φιλήτωρ ] ἡ ἐκ ψυχῆς φιλουμένη . παροψόνημα ] ἤγουν τρυφήν . στροφὴ κώλων ιδʹ
. φαίνεται δὲ ἡ θεωρητικὴ ζωὴ αὐτὴ δι ' ἑαυτὴν φιλουμένη . καὶ γὰρ οὐδὲν ἀπ ' αὐτῆς ἄλλο ζητοῦμεν
5351486 εὐμαθης
νέος , σώφρων , μνήμων , ἀνδρεῖος , μεγαλοπρεπής , εὐμαθής . Εἰ μὲν οὖν τι τούτων ἐνδεῖ ἡμῖν τῶν
. ἰδιώματα τοῦ πρὸς τὴν τῆς πόλεως ἐπιτροπὴν ἐπιτηδείου . εὐμαθής μνήμων μεγαλοπρεπής εὔχαρις φιλαλήθης δίκαιος ἀνδρεῖος σώφρων ἔμμετρος .
5349187 ἐσιγα
, ἐπιδεικνύσθω . ἐπεὶ δ ' αὖ καὶ πρὸς τοῦτο ἐσίγα ὁ Κυαξάρης , Ἀλλ ' εἰ μηδὲ τοῦτο ,
Σινωπεῖς ὑπισχνοῦντο ὥστε ἐκπλεῖν . ὁ δὲ Ξενοφῶν ἐν τούτῳ ἐσίγα . ἀναστὰς δὲ Φιλήσιος καὶ Λύκων οἱ Ἀχαιοὶ ἔλεγον
5348019 σειουσα
ἀλλ ' ἐπιλαθομένη τῆς ὕβρεως , ἐπιστρέψασα , τὴν κέρκον σείουσα ζητεῖ πάλιν τὸν δεσπότην . ἔδει οὖν σε εἰπεῖν
ἡ κίνησις ἡ περὶ τὰ αἰσθητὰ παρ ' ἄλλου ἐνιεμένη σείουσα καὶ ἐλαύνουσα καὶ ἐγείρουσα καὶ ὠθοῦσα τὰ μεταλαβόντα αὐτῆς
5344410 ἀτελεστος
γαληνοῦ καὶ προσειπεῖν τὴν κοινὴν τῶν ἀνθρώπων ἑστίαν , ἧς ἀτέλεστος μὲν οὐδεὶς δή που τῶν ὑφ ' ἡλίῳ ,
ἀνέραστος φεύγει καὶ ἀποδιδράσκει τὸν ἐρωτικόν , ἅτε βέβηλος καὶ ἀτέλεστος τῷ θεῷ καὶ τοσοῦτον ἀνδρεῖος , ὅσον αὐτῷ καὶ
5343848 θρασυτερος
εἷς δέ τις αὐτῶν ἀναιδέστερος τῶν ἄλλων ὡς εἰκὸς καὶ θρασύτερος , ὡσεί τις ὑλακτικὸς κύων μεμηνὼς κατηκολούθει , καί
. Περδίκκας δὲ πυθόμενος τὴν κατὰ τὸν Εὐμενῆ νίκην πολλῷ θρασύτερος ἐγένετο πρὸς τὴν εἰς Αἴγυπτον στρατείαν : ὡς δ
5343435 πλανηθεισα
ἡ οὖν Δημήτηρ περιῄει ζητοῦσα τὴν Κόρην , καὶ πολλὰ πλανηθεῖσα ἦλθεν ἐν τῇ Ἀττικῇ . ἐλθοῦσα δὲ τὸν μὲν
ἀποροῦσαν καὶ σκεπτομένην καὶ ζητοῦσαν αὐτὴν ἰδὼν εὐλαβεῖται , μὴ πλανηθεῖσα δια - μάρτῃ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ . πάνυ τεθαύμακα
5342685 Ἀναλογον
ἐστι γενέσεως , ἀρκεῖ τὸ ἀγαθὸν οὐσίας εἶναι ἀρχή . Ἀνάλογον δὲ τούτῳ μὲν ὁ δημιουργὸς θεός , ὢν αὐτοῦ
τῶν καβαλλαρίων , τοὐναντίον ποιεῖν πρὸς τὸν λεχθέντα τρόπον . Ἀνάλογον δὲ μέτρον τῶν τοιούτων γίνεται τάξεων , τὸ μὲν
5338688 μεταπιπτοντα
τοῖσι φρενιτικοῖσιν ἐν ἀρχῇσι τὰ ἐπιεικῶς ἔχοντα , πυκνά τε μεταπίπτοντα , κακόν . Τῶν ἐξισταμένων μελαγχολικῶς , οἷς τρόμοι
τὰ θανάσιμα , καὶ τὰ μὴ θανάσιμα , καὶ τὰ μεταπίπτοντα καὶ τὰ αὐξανόμενα καὶ τὰ μαραινόμενα , καὶ τὰ
5337027 ἱλαροτητα
. Καρδία ἐὰν ἅλληται , ἀγαθὸν δηλοῖ πᾶσιν : ἄλλοις ἱλαρότητα , δούλῳ ἐλευθερίαν , παρθένῳ νωθρείαν , χήρᾳ καὶ
ἂν ἀποβάλωσιν ἀφ ' ἑαυτῶν τὴν λύπην καὶ ἐνδύσωνται πᾶσαν ἱλαρότητα . Ἔδειξέ μοι ἐπὶ συμψελλίου καθημένους ἀνθρώπους , καὶ
5336853 Ἰσχει
εἶπον , καὶ μεθυσθεὶς ἀνὴρ τυραννικόν τι φρόνημα ἴσχει ; Ἴσχει γάρ . Καὶ μὴν ὅ γε μαινόμενος καὶ ὑποκεκινηκὼς
ὧν οὗτος τείνεται . τένοντος : τοῦ ἐξηπλωμένου νεύρου . Ἴσχει : κρατεῖ . ἐμπεφυώς : ἐμπλακεὶς , περιπλακεὶς ,
5336016 ἀπεστρεφετο
ἤρξατο κολακεύειν τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα καὶ καταφιλεῖν . αὐτὴ δὲ ἀπεστρέφετο τὸν Ξάνθον λέγουσα “ μὴ πρόσιθί μοι , δουλοκοῖτα
στρατηγῷ . Ὁ δὲ κρατῶν τῶν λεχθέντων ἀκούσας τὴν βουλὴν ἀπεστρέφετο , εἴτε δειλίᾳ συσχεθείς , εἴτε ἀρετῆς ὑπερβολῇ ἀνωτέρω
5329695 μελῳδουντων
τε ἄπειρον ἦν πλῆθος , παρὰ μέρος ὑγρότατα καὶ πένθιμα μελῳδούντων . βοῇ δ ' ἐπευφήμουν ἥ τε βουλὴ πρώτη
ὢν τυγχάνει : κινεῖται μὲν γὰρ καὶ διαλεγομένων ἡμῶν καὶ μελῳδούντων τὴν εἰρημένην κίνησινὀξὺ γὰρ καὶ βαρὺ δῆλον ὡς ἐν
5329570 κατεφθαρται
αἶα καὶ πολὺς πλούτου λιμήν , ὡς ἐν μιᾷ πληγῇ κατέφθαρται πολὺς ὄλβος , τὸ Περσῶν δ ' ἄνθος οἴχεται
πόλει ; οὐδαμῶς : ἀλλ ' ἀμφ ' Ἀθήνας πᾶς κατέφθαρται στρατός . τίς δ ' ἐμῶν ἐκεῖσε παίδων ἐστρατηλάτει
5328168 ἐθαπτε
Δέκμῳ παρεδίδου , Ἵρτιον δὲ καὶ Πάνσαν ὁ Καῖσαρ ἐπιφανῶς ἔθαπτε καὶ ἐς Ῥώμην ἔπεμπε μετὰ τιμῆς . Τῷ δ
τήνδε τῷ τρόπῳ πόθεν λαβών ; Αὕτη τὸν ἄνδρ ' ἔθαπτε : πάντ ' ἐπίστασαι . Ἦ καὶ ξυνίης καὶ
5325621 μεταβαλλομενων
. χαλεπὰ τὰ καλά . παροιμία ἐπὶ τῶν ἐν εὐπραγίᾳ μεταβαλλομένων εἰς ὠμότητα . φησὶ δὲ αὐτὴν Δίδυμος ὑπὸ Σόλωνος
παροιμία ἐπὶ τῶν εἰς τὸ ἐναντίον καὶ παρὰ τὸ προσῆκον μεταβαλλομένων πραγμάτων , οἷον : ἀντέστραπται τὰ πράγματα , ὥστε
5320738 ἐσπευσε
ἔτυχεν ἐκεῖνος . νῦν δ ' αὖθις παρὰ σὲ τρέχων ἔσπευσε γράμματα φέρειν οὐχ ὡς οὐκ ἤδη παρὰ σοὶ τοσοῦτος
δέ γε Δούκας τῶν τῆς βασιλείας οἰάκων δραξάμενος , εὐθὺς ἔσπευσε πλεονεξίαν μὲν ἀνελεῖν , μετριότητα δὲ καὶ δικαιοσύνην εἰσενεγκεῖν
5318121 ἐμφρων
τῆς ἡμετέρας πόλεως . ἐπεὶ δ ' ἀρτίφρων : ἐπεὶ ἔμφρων ἐγένετο , ἐπεὶ συνῆκεν ὃ ἔπραξεν κατὰ τῆς μητρός
οὐδέποτε δύναται τὴν αὐτὴν τάξιν φυλάττειν , καὶ μάλιστα ὁ ἔμφρων τό τε ἄστατον τῆς τύχης καὶ τὸ ἀβέβαιον τῶν
5315454 καταφθορα
λείπει δὲ τὸ κατέλαβέ με . ὁ δὲ νοῦς : καταφθορὰ μὲν ζωῆς ἀβιωτοποιὸς κατέλαβέ με , κακῶν δὲ ὁ
ἐλπίς ἐστιν μετανοίας , ἐν ᾗ δύνανται ζῆσαι . ἡ καταφθορὰ οὖν ἐλπίδα ἔχει ἀνανεώσεώς τινα , ὁ δὲ θάνατος
5311730 παριεται
γυῖα φέρειν δύνατ ' , ἀλλά οἱ ἀλκὴ ἦκα μαραινομένοιο παρίεται ἄφρονι νάρκῃ . ἡ δ ' εὖ γινώσκουσα θεοῦ
ἐπιθέματα καὶ ϲιναπιϲμούϲ . Περὶ τῆϲ τοῦ φωνητικοῦ παρέϲεωϲ . παρίεται δὲ καὶ τὸ φωνητικὸν ὄργανον ἔνδοθεν , λέγω δὴ
5311585 χρονιζουσα
τίκτειν ὕδερον : πᾶσα γὰρ εἴτε θερμὴ δυσκρασία εἴτε ψυχρὰ χρονίζουσα καὶ ἐπικρατοῦσα καταβάλλει τὴν δύναμιν καὶ τὴν τροφήν .
ἔχουσα τὸ πονοῦν σύντομον ἔχει τὸν χρόνον , ἡ δὲ χρονίζουσα περὶ τὴν σάρκα ἀβληχρὸν ἔχει τὸν πόνον . Ἀδικοῦντα
5310392 πορευομενη
διότι δύναμις ἐκ τῆς Βακτριανῆς ἀπεσταλμένη τῷ βασιλεῖ πλησίον ἐστὶ πορευομένη κατὰ σπουδήν . ἔδοξεν οὖν τοῖς περὶ τὸν Ἀρβάκην
. ἀλλ ' ἐπεὶ ὑπηντίαζεν ἡ φάλαγξ τῶν ὁπλιτῶν ταχὺ πορευομένη καὶ ἅμα ἡ σάλπιγξ ἐφθέγξατο καὶ ἐπαιάνιζον καὶ μετὰ
5309999 προθυμουμενη
τάχει : τὰ γὰρ δίκτυα ταῖς τῶν ὀνύχων ἀκμαῖς φεύγειν προθυμουμένη διαρρηγνύει , ὥστε οὐ μικρὰν τοῖς ἁλιεῦσι γίγνεσθαι λύπην
: θέλουσα , ἐν τῇ οἰκείᾳ φρονήσει . ἱεμένη : προθυμουμένη . δεδάϊκται : δεδάμασται . Ὡς : ὥσπερ :
5309638 φοβουμενη
' ἐν ἡμέραι . οἴμοι : προσῆλθεν ἐλπίς , ἣν φοβουμένη πάλαι τὸ μέλλον ἐξετηκόμην γόοις . ἀτὰρ τίς ἁγών
παρ ' αὐτοῦ , ἐπιθυμοῦσα μὲν τῆς ἐνθάδε οἰκήσεως , φοβουμένη δὲ τὸν Φρυνίωνα διὰ τὸ ἠδικηκέναι μὲν αὐτή ,
5304035 εἱματων
τὴν τρυφὴν καὶ τὰς τέχνας . Νῦν γὰρ ἐθάδες ὄντες εἱμάτων καὶ στρωμάτων , καὶ τρυφῶν , εἰ σκληροτροφήσομεν ,
δι ' ἀργύρου ὠνουμένην . παγκαίνιστον ] διόλου νεάζουσαν . εἱμάτων ] ἱματίων . βαφάς ] λέγω . οἶκος ]
5301552 δυστυχια
' ] ἐν ἄλλῳ καιρῷ ἄλλον ] ἄνθρωπον πημονὴ ] δυστυχία προσιζάνει ] προσέρχεται , προσκάθηται [ ] . σύστημα
ἀντὶ τοῦ οὐκ ὀδύρομαι : ἀλλὰ ἡ τοῦ ἀποθανεῖν μοι δυστυχία βελτίων ἐφάνη τοῦ ζῆν ἀτίμως . τοῦτο δὲ λέγει
5300231 εὐεπειας
' , ὦ ξέν ' : ἄξιος γὰρ εἶ τῆς εὐεπείας οὕνεκ ' . Ἀλλὰ φράζ ' ὅτου χρῄζων ἀφῖξαι
, ὀνομάτων τε Λικυμνιείων , ἃ ἐκείνωι ἐδωρήσατο πρὸς ποίησιν εὐεπείας ; Πρωταγόρεια δέ , ὦ Σώκρατες , οὐκ ἦν
5297171 πλησια
μῖσος , ὡς κατ ' ὄμματ ' αὐτίκα παρόντι θνῄσκῃ πλησία τῷ νυμφίῳ . Οὐ δῆτ ' ἔμοιγε , τοῦτο
, . . , . † ἄγχιμος : ἀντὶ τοῦ πλησία . Εὐριπίδης . ἀλλ ' ἄγχιμος γὰρ ἥδε φοιβία
5290603 θρασεια
γόμφοισιν ἐμπρίων † μιμούμενος † λυμεῶνι σώματος θαλάσσαι : ἤδη θρασεῖα καὶ πάρος λάβρον αὐχέν ' ἔσχες ἐμ πέδαι καταζευχθεῖσα
. ἡ δὲ ἑρμηνεία καὶ πάνυ πως ἁρμόζει , εἰ θρασεῖα εἴη καὶ τετολμημένη , καὶ ἥ τε λέξις πολλὴν
5290207 ἀσμενη
ἀμφὶ σεμνὸν εὐτρεπὴς ὅδε . καὶ μὴν ἑκοῦσά γ ' ἀσμένη τ ' ἐδέξατο πόλις πόνον τόνδ ' ὡς θέλοντά
ἡ δὲ τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ἤθελεν , ὡς ἂν ἀσμένη με ἑωρακυῖα ἥκοντα διὰ χρόνου : ἐπειδὴ δὲ ἐγὼ
5289588 ἀπροσιτος
σμικρὰ ἐκπίπτει , καὶ ἔστιν ἐκείνη μόνη ἡ ἀκτὴ ἁπασῶν ἀπρόσιτος . καὶ τοὺς * λάρους , οὓς ἅπαξ εὗρόν
ἀμαρύσσω : ἐξ οὗ καὶ ἀμάρυγμα . ἀμιχθαλόεσσα , ἡ ἀπρόσιτος : καὶ ἀμιγής : ὡς καὶ ὁ ποιητὴς ,
5288194 Ἀνθρωπος
μὴ ἐλεούμενοι ὑπ ' αὐτῶν τετυφλωμένων ὄντων καὶ ἀσυνέτων . Ἄνθρωπος δέ τις δεῖπνον παρετοιμάζει εἰς τὸ καλέσαι φίλον αὐτοῦ
ἠρώτα τὸν Δημώνακτα , τίς ὢν χλευάζοι τὰ αὐτοῦ : Ἄνθρωπος , ἔφη , οὐκ εὐαπάτητα ἔχων τὰ ὦτα .
5287894 προσερχομενον
βοηθὸς καὶ εὐτυχίας παρεκτικός , διδοὺς αὐτῷ τὸν προσέρποντα καὶ προσερχόμενον χρόνον τῶν πραγμάτων ὧν ἐπιθυμεῖ καιρόν . ὥσπερ γάρ
συμβεβηκότος κατηγορῆται , οἷον ἵνα εἴπω ὅτι τὸ λευκὸν τὸ προσερχόμενον ζῷόν ἐστιν : εὑρίσκομαι γὰρ κατηγορῶν τοῦ συμβεβηκότος τὸ
5287405 ἐλλαμπομενη
Ἢ πῶς ἐκλείπει περιπίπτουσα τῇ σκιᾷ τῆς γῆς μηδ ' ἐλλαμπομένη τὴν ἀρχήν ; Ἢ πῶς ἐξιοῦσα τῆς σκιᾶς πάλιν
διαλέξεσι βεβαιουμένη . καὶ τὰ μὲν εὑρίσκουσα , τὰ δὲ ἐλλαμπομένη σπουδάζει τε ἃ εὔχεται καὶ εὔχεται ἃ σπουδάζει .
5286922 καταχρωμενος
τὸ σχῆμα , τρίγωνον δ ' οὐδοπωσοῦν , πλὴν εἰ καταχρώμενος . βέλτιον δ ' ὁμολογεῖν , ὅτι τῶν ἀγεωμετρήτων
εἴη , εἰ κυρίως τὴν βούλησιν ὑπολαμβάνοι , ἀλλὰ μὴ καταχρώμενος ἄν τις λέγοι , ἐπειδὴ καὶ ταῦτα παρεῖναι ἀξιοῦμεν
5286056 ὁμοουσιον
εἶναι , ἅτε θείων μετὸν αὐτῷ διὰ συγγένειαν καὶ τὸ ὁμοούσιον . Διὸ καὶ ὅστις τοιοῦτος ἡμῶν ὀλίγον ἂν παραλλάττοι
ἓν ἀποτελοῖτο , ὁμοειδὲς τοῦτο καὶ ὁμοφυὲς πᾶν ἐστι καὶ ὁμοούσιον : οὕτω τὰ στοιχεῖα συνερχόμενα εἰς ταὐτὸ ἐκ πολλῶν
5285692 περιμαχητα
τε καὶ πανηγύρεως τῶν παρ ' ἡμῖν τὰ θαυμαστὰ καὶ περιμάχητα ἔργα ταῦτα : ἄδεια ἄνεσις ἐκεχειρία μέθη παροινία κῶμοι
τι ἄλλο θεήλατον ἢ ἀνθρώπειον κακὸν ἔλυσε , πῶς οὐ περιμάχητα καὶ παντὸς λόγου κρείττονα καθέστηκεν ; ἀλλ ' οὔπω
5285248 Βελτιω
, καὶ ἐκάλλυνε τὰ βασίλεια , καὶ ἦν ἐπιμελής . Βελτίω οὖν αὐτῷ στολὴν ὁ ἐπιστάτης δίδωσι , καὶ ἐκ
ἀμβλυώττοι καὶ παρορῴη ἢ οἷς ἄκων ; Οἷς ἑκών . Βελτίω ἄρα ἥγησαι τῶν σαυτοῦ τὰ ἑκουσίως πονηρὰ ἐργαζόμενα ἢ
5282608 μακροχρονιον
καὶ ὠκύμορον λαβὼν ἀγαθόν , εὐχόμενος τοὐναντίον , πολυήμερον καὶ μακροχρόνιον καὶ ἀκήρατον καὶ ἀθάνατον , ὡς δυνηθῆναι καὶ σπέρματα
, ἐμμελετῶντος ἀεὶ τοῖς νόμοις , ἆθλον εἶναί φησι τὴν μακροχρόνιον ἡγεμονίαν , οὐχ ἵνα πολυετῆ ζωὴν αὐτῷ χαρίσηται μετὰ
5279391 ἀρρωστια
ἐκνοσηλεῦσαι , νοσοκομῆσαι , νοσοτροφία . ἀρρωστεῖν , ἀρρώστημα , ἀρρωστία : ὑγίεια , ὑγιαίνειν , ὑγιής . δίαιτα ,
ἀπομιμούμενος κίνησιν . οὗτος ἕπεται μὲν ἀρτηριῶν μαλακότησι καὶ ἱκανῶς ἀρρωστία δυνάμεως . συμβαίνει δὲ ἐπὶ λαύραις κενώσεσιν , αἱμορραγίαις
5279336 Φυλακην
ἡττήθησαν καὶ πολλὰ αὐτῷ ὡς προδόντι τὸν πόλεμον προσεκρούσθησαν . Φυλακὴν γυμνῷ ἐπιτάττεις : φανερὰ ἡ παροιμία . τίς γὰρ
Ὀξυρυγχίτης , τέταρτος ὁ Ἑρμουπολίτης , πέμπτος ὃν οἱ μὲν Φυλακὴν , οἱ δὲ Σχεδίαν καλοῦσιν . Ἐν ταύτῃ τῶν
5274437 πλουτουσαν
ἐν μέσῳ . οὔτε γὰρ οἴκτῳ τῶν δεομένων ἠδίκησας τὴν πλουτοῦσαν μερίδα οὔτε χάριτι τῶν εὐπορούντων τοὺς ἐν ἐνδείᾳ προήχθης
ὁ μετριώτατον λαβών . ὅστις γυναῖκ ' ἐπίκληρον ἐπιθυμεῖ λαβεῖν πλουτοῦσαν , ἤτοι μῆνιν ἐκτίνει θεῶν ἢ βούλετ ' ἀτυχεῖν
5274162 ὁμοδιαιτος
. καλοὺς κούρους ἔχον . ἀδελφαὶ αὐτῆς . στήριγμα . ὁμοδίαιτος τῇ δικαιοσύνῃ , ἧς παρούσης καὶ εἰρήνη ἐστί :
μυῖαν ὕστερον . σύντροφος δὲ ἀνθρώποις ὑπάρ - χουσα καὶ ὁμοδίαιτος καὶ ὁμοτράπεζος ἁπάντων γεύεται πλὴν ἐλαίου : θάνατος γὰρ
5270445 ἐμπιμπλαται
φιλοσοφία δέ , ἐπειδὰν αὑτῆς εὐπορώτατα ἔχῃ , τότε μάλιστα ἐμπίμπλαται λόγων ἀντιστασίων καὶ ἰσορρόπων : καὶ ἔοικεν γεωργῷ ,
, ὥστ ' οὐδὲ δειπνῶν , ὡς λέγους ' , ἐμπίμπλαται . Τήν τ ' εὐπρόσωπον λοπάδα τοῦ θαλαττίου γλαύκου

Back