θυγάτηρ ἡ Φήμη τῆς Διαβολῆς . καὶ ἔστι μὲν ἡ Διαβολὴ μαχαίρας ὀξυτέρα , πυρὸς σφοδροτέρα , Σειρήνων πιθανωτέρα ,
ἄγει , τῆς δὲ ἐπ ' ἔχθραν ἡ τελευτή . Διαβολὴ δὲ χαλεπὸν μὲν ἁπανταχοῦ καὶ πολεμοποιὸν οὗ ἂν παρεισρυῇ
6669828 εἰσπορευεσθαι
; [ Ἔφη οὔ . ] Οὐ γὰρ θέμις Δόξαν εἰσπορεύεσθαι πρὸς τὴν Ἐπιστήμην , ἀλλὰ τῇ Παιδείᾳ παραδιδόασιν αὐτούς
ἂν ἐξελασθῇ πόλεως δίκη καὶ νόμος , εἰς ταύτην στάσις εἰσπορεύεσθαι φιλεῖ καὶ πόλεμος . καὶ ὅσοι μὲν οὐκ ἦλθον
6537493 ʹηʹ
ʹιβʹ , καὶ διέστηκεν Ἀλεξανδρείας πρὸς δύσεις μιᾶς ὥρας ∠ ʹηʹ ἡ δὲ Τέγεα τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχει ὡρῶν ιδ
Μεγάλη Διὸς πόλις ἔχει τὴν μεγίστην ἡμέραν ὡρῶν ιγ ∠ ʹηʹ , καὶ διέστηκεν Ἀλεξανδρείας πρὸς ἀνατολὰς μιᾶς ὥρας ὀγδόῳ
6517286 Παρθιᾳ
ταῖς τε κατὰ Μηδίαν πολλάκις γενομέναις συμβολαῖς τῇ τε ἐν Παρθίᾳ μάχῃ , πολλῶν μὲν πεσόντων παμπλείστων δὲ τετρωμένων .
τοῦ Παραχοάθρου ὄρους : ἀπὸ δὲ ἀνατολῶν Ὑρκανίᾳ καὶ τῇ Παρθίᾳ παρὰ τὴν ἐπιζευγνύουσαν τὰ εἰρημένα πέρατα μεσημβρινὴν γραμμὴν ,
6514056 Βασιλει
ὑποτεταγμένους . “ Καὶ ὁ Ζήνων ἀντιγράφει ὧδε : ” Βασιλεῖ Ἀντιγόνῳ Ζήνων χαίρειν . “ Ἀποδέχομαί σου τὴν φιλομάθειαν
ὅτι λόγος ἐμοὶ σοφίης χρυσοῦ πλέον δύναται . Ἔῤῥωσο . Βασιλεῖ βασιλέων τῷ ἐμῷ μεγάλῳ δεσπότῃ Ἀρταξέρξῃ Ὑστάνης Ἑλλησπόντου ὕπαρχος
6446894 προσερχομενον
βοηθὸς καὶ εὐτυχίας παρεκτικός , διδοὺς αὐτῷ τὸν προσέρποντα καὶ προσερχόμενον χρόνον τῶν πραγμάτων ὧν ἐπιθυμεῖ καιρόν . ὥσπερ γάρ
συμβεβηκότος κατηγορῆται , οἷον ἵνα εἴπω ὅτι τὸ λευκὸν τὸ προσερχόμενον ζῷόν ἐστιν : εὑρίσκομαι γὰρ κατηγορῶν τοῦ συμβεβηκότος τὸ
6430456 Πετραιᾳ
δὲ ὁ πίναξ , ἀπὸ μὲν ἀνατολῶν Ἰουδαίᾳ καὶ Ἀραβίᾳ Πετραίᾳ καὶ Ἀραβικῷ κόλπῳ , ἀπὸ δὲ μεσημβρίας τῇ ἐντὸς
δὲ ὁ μυχὸς γειτνιῶν τυγχάνει τῇ τε Αἰγύπτῳ καὶ τῇ Πετραίᾳ καλουμένῃ Ἀραβίᾳ , ἥτις τῇ λεγομένῃ Ἰουδαίᾳ συνάπτει ,
6406901 εὐνοϊκωτερον
; διαπαρθένια δῶρα παρακόμους πυξίον Εἶτ ' οὐ γυναικός ἐστιν εὐνοϊκώτερον γαμετῆς ἑταίρα ; πολύ γε καὶ μάλ ' εἰκότως
ἐγένοντο , οὐδ ' οὕτως ἐσμὲν εὐήθεις ὥστε ἡγεῖσθαι Θηβαίους εὐνοϊκώτερον ἡμῖν ἢ σφίσιν αὐτοῖς ἔχειν , οὐδέ γε οὕτως
6389854 Λεαινα
οὖν καὶ σὺ τοιοῦτόν τι πέπονθας ; Οὔκουν , ὦ Λέαινα , ἔφη , ἀλλὰ ἐγεννήθην μὲν ὁμοία ταῖς ἄλλαις
ὁμιλήσοι , ὁ Δημήτριος κελητίσας εἶπε : πρὸς ταῦτα καὶ Λέαινα , εἰ βούλει , κράτει . πάλιν ὁ αὐτός
6371181 ΖΔΑ
ΖΑΔ τῇ ὑπὸ ΖΒΔ ἐστιν ἴση , ἡ δὲ ὑπὸ ΖΔΑ τῇ ὑπὸ ΖΒΑ , καὶ ἡ ὑπὸ ΕΖΑ ἄρα
. καὶ ἐπεὶ ἡ ὑπὸ ΕΖΑ γωνία δυσὶ ταῖς ὑπὸ ΖΔΑ , ΖΑΔ ἐστιν ἴση , ἀλλ ' ἡ μὲν
6336715 ταχειᾳ
. . . . . . . ἅμα δὲ κινήσει ταχείᾳ τά - ραχος ἐν ὀφθαλμοῖς καὶ κεφαλῆς ἀστασία καὶ
, τὴν δ ' ἡμετέραν κἂν ἐστεφάνωσεν ἐφ ' οὕτω ταχείᾳ νίκῃ . Ὥσπερ οὖν ἐκεῖνα μένει τε καὶ μνημονεύεται
6333317 Βρισεως
δὲ τὴν τύχην ἐλευθέρα καὶ Λάκαινα . καλὴ μὲν ἡ Βρισέως , καλλίστη δὲ γυναικῶν ἡ Λήδας θυγάτηρ . ὅσῳ
πρότερον ἐκαλεῖτο . . . Τ , : Κατὰ Μνασέαν Βρισέως υἱὸς ἦν Ἠετίων . . . Υ , :
6318985 Πουλυτιωνος
ἔχει δὲ γυμνάσιον Ἑρμοῦ καλούμενον : ἔστι δὲ ἐν αὐτῇ Πουλυτίωνος οἰκία , καθ ' ἣν παρὰ τὴν ἐν Ἐλευσῖνι
ἀνήρ . ἐν δὲ Σκύθαις τοῖς νομάσιν εἴ τις τὴν Πουλυτίωνος οἰκίαν κεκτημένος εἴη , οὐδὲν ἂν πλουσιώτερος δοκοῖ εἶναι
6315429 Ἰουδαιᾳ
. . . : Ἀσκάλων , πόλις Συρίας πρὸς τῇ Ἰουδαίᾳ . Ξάνθος ἐν τετάρτῃ Λυδιακῶν φησὶν , ὅτι Τάνταλος
τοῦ περιβόλου χώρα ἔρημος ἡ πλείστη καὶ μάλιστα ἡ πρὸς Ἰουδαίᾳ : ταύτῃ δὲ καὶ ἐγγυτάτω ἐστὶ τριῶν ἢ τεττάρων
6299600 εἰλεεται
πόδας ὁ ὕδρωψ : ἢν δὲ μὴ , αὐτοῦ μοῦνον εἰλέεται περὶ τὴν κοιλίην . Καὶ οὕτω μέν μοι περὶ
, καὶ πυρεταίνῃ ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε , ἐν τῇ κεφαλῇ εἰλέεται τὸ φλέγμα , καὶ βάρος ἔχει καὶ ψύξις ,
6271779 συνηδομενοι
ὅταν ἐπὶ μεγάλοις τισὶ καὶ παραδόξοις πράγμασι γεγονόσι περί τινα συνηδόμενοι γράφωμεν . οἷον : Οὐχ ὑπείληφα περὶ σὲ τὸν
τ ' ἐπέκεινα Τίγριδος καὶ Εὐφράτου σατράπαι καὶ βασιλεῖς ἐπέστελλον συνηδόμενοι αὐτῷ , καὶ εἰ δέοιτο , βοηθείας ὑπισχνοῦντο .
6259629 ὑποπιπτων
δίδως ἐλευθερίως , ἐγὼ δὲ λαμβάνω εὐθαρσῶς παρὰ σοῦ οὐχ ὑποπίπτων οὐδὲ ἀγεννίζων οὐδὲ μεμψιμοιρῶν . σὺ κέχρησαι τοῖς πολλοῖς
ϲκληρότερόϲ τε καὶ βραδέωϲ εἴκων ὡϲ ἂν καὶ διὰ πλειόνων ὑποπίπτων ϲωμάτων , ἀλγοῦϲί τε μᾶλλον . τοῖϲ δὲ μεταξὺ
6250301 μωραν
δὲ πρὸς αὐτὸν ἔφη : „ ὦ πίθηκε , τοιαύτην μωρὰν ψυχὴν ἔχων τῶν ἀλόγων βασιλεύεις ; ” ὁ μῦθος
φρενῶν δὲ οὐ μετέχουσαν . ὁ δὲ ἀσσιδάριος ἀργὴν καὶ μωρὰν εἶναι τὴν γυναῖκα σημαίνει , ὁ δὲ προβοκάτωρ εὔμορφον
6243701 σφιγγα
Στράτωνι μάγειρος , περὶ οὗ τοιαῦτα λέγει ὁ μεμισθωμένος : σφίγγα ἄρρενα , οὐ μάγειρον εἰς τὴν οἰκίαν εἴληφα :
πατὴρ ἦν αὐτοῦ . καθ ' ὃν δὴ χρόνον μυθολογοῦσι σφίγγα , δίμορφον θηρίον , παραγενομένην εἰς τὰς Θήβας αἴνιγμα
6238761 Στατειρα
συνῆκε Δημήτριος καὶ τοῦτο ἐμήνυσε τῇ βασιλίδι . ἡ δὲ Στάτειρα προελθοῦσα τῆς σκηνῆς ἔδειξεν ἑαυτήν . εὐθὺς οὖν τὰ
φυλάττηται μέχρι τῆς δίκης . “ ἀσμένη τοῦτο ἤκουσεν ἡ Στάτειρα καὶ πᾶσαν ἀφεῖσα γυναικείαν φιλονεικίαν εὐνουστέρα τῇ Καλλιρόῃ διὰ
6238596 ἀναυδατῳ
δῆθ ' ] ἀντισπαστικὰ ἡμιόλια βʹ καὶ ἓν μονόμετρον . ἀναυδάτῳ μένει ] ὅμοια ἡμιόλια γʹ . διήκει δὲ καὶ
πλαγὰν ] δόμοισι καὶ σώμασιν πεπλαγμένους , [ ἐννέπω ] ἀναυδάτῳ μένει ἀραίῳ τ ' , ἐκ πατρὸς δ '
6236883 Ἰσχει
εἶπον , καὶ μεθυσθεὶς ἀνὴρ τυραννικόν τι φρόνημα ἴσχει ; Ἴσχει γάρ . Καὶ μὴν ὅ γε μαινόμενος καὶ ὑποκεκινηκὼς
ὧν οὗτος τείνεται . τένοντος : τοῦ ἐξηπλωμένου νεύρου . Ἴσχει : κρατεῖ . ἐμπεφυώς : ἐμπλακεὶς , περιπλακεὶς ,
6225230 ἀνδραγαθημα
ἐπειργασμένην ἔχει μάχην τὴν πρὸς Ἀμαζόνας , τὸ Ἀθηναίων πρῶτον ἀνδραγάθημα ἐς οὐχ ὁμοφύλους . ἐπὶ δὲ τοῦ βάθρου τοῦ
κατάκειται δὲ ὁ εὐωχούμενος . ἀνδραγάθημα καὶ ἀνδρία διαφέρει . ἀνδραγάθημα μὲν γάρ ἐστιν , εἰ καὶ τὴν ψυχικὴν ἀρετὴν
6216122 συνεμιγη
. μητρὸς ] ὑπό . . ἤτοι τῆς Ἰοκάστης : συνεμίγη γὰρ τῷ υἱῷ αὐτῆς Οἰδίποδι . . τοιγὰρ θέλους
, ὅπου φησὶν Ἡσίοδος εἶναι τὴν Ἔχιδναν . ταύτῃ δὲ συνεμίγη ὁ Τυφών . καὶ ἐγεννήθη ἐξ αὐτῶν ἑτέρα Ἔχιδνα
6214068 καταλειπουσα
τοῖς οἰκείοις καὶ φίλοις , ὡς ἂν εἴποι τις , καταλείπουσα τοῖς ἀγαπῶσι μνημεῖον . ὁ δὲ κόσμος ἦν περὶ
τε καὶ σύζευξιν ποιεῖσθαι χρεών . ἐὰν δὲ τελευτᾷ γυνὴ καταλείπουσα παῖδας θηλείας τε καὶ ἄρρενας , συμβουλευτικὸς ἂν εἴη
6208216 ταπεινῳ
μέγας ἐκεῖνος καὶ σεμνὸς ἀποδώσει τῷ δήμῳ τῷ φαύλῳ καὶ ταπεινῷ λόγον ὧν πράττει τε καὶ διανοεῖται , κἂν ἀδικῶν
τῷ μὲν ἁδρῷ ἐν τῇ ἠθοποιίᾳ , τῷ ἀνειμένῳ καὶ ταπεινῷ ἐν τῇ ἐκφράσει , τῷ δὲ μέσῳ ἔν τισι
6204854 Τελευτιας
: Λακεδαιμόνιοι δ ' αὐτὸ παρέλαβον . μετὰ δὲ τοῦτο Τελευτίας ἐπὶ τὰς Ἡριππίδου ναῦς ἦλθε , καὶ οὗτος αὖ
τὰς πύλας τῶν Ὀλυνθίων ἤλασεν . ἐπῄει δὲ καὶ ὁ Τελευτίας σὺν τοῖς περὶ ἑαυτὸν ἐν τάξει . ὡς δὲ
6173078 ἐκαθεσθη
ἡ πέτρα αὕτη ἐν τῇ Ἀττικῇ , ἐφ ' ἧς ἐκαθέσθη ἡ Δημήτηρ , ὅτε τὴν κόρην ἐζήτει : ἐρασθεὶς
τῆς κλίνης αὐτοῦ : ἦλθεν δὲ καὶ ὁ θάνατος καὶ ἐκαθέσθη παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ . εἶπεν δὲ Ἁβραάμ :
6172453 Ναβις
δὲ ἀπηλλαγμένοις Κλεομένους ἐπανίσταται τύραννος Μαχανίδας , ἐκείνου δὲ ἀποθανόντος Νάβις ἀνέφυ σφίσιν αὖθις τύραννος : ἅτε δὲ οὐ τὰ
πύλη Τεγεᾶτις προσαγορευομένη , καθ ' ἣν ἐποίησε τὴν ἐπάνοδον Νάβις : ᾧ πλανηθεὶς , ἔγγιον ὑπέλαβε τὴν Τέγεαν εἶναι
6167489 ἐπεστραπται
τὰ ὅμοια , καθαρτική : εἰ δὲ περὶ τὸ θεῖον ἐπέστραπται , θεωρητικὴ ὑπάρχει . Καθάπερ εἴρηται , ἀπορητικῶς προέρχεται
τῆς πρώτης ἑνάδος . φασὶ γὰρ ὅτι πάντα ὀρεγόμενα αὐτοῦ ἐπέστραπται πρὸς αὐτό . εἰ τοίνυν ἕτερόν ἐστι τὸ ὀρεκτὸν
6165761 Πεσσινουντα
παιδὸς ἔρως ἔσχεν Ἄγδιστιν . αὐξηθέντα δὲ Ἄττην ἀποστέλλουσιν ἐς Πεσσινοῦντα οἱ προσήκοντες συνοικήσοντα τοῦ βασιλέως θυγατρί : ὑμέναιος δὲ
, Τεκτόσαγες δὲ τὰ πρὸς τῇ μεγάλῃ Φρυγίᾳ τῇ κατὰ Πεσσινοῦντα καὶ Ὀρκαόρκους : τούτων δ ' ἦν φρούριον Ἄγκυρα
6162391 παρθενιοι
ἔτι παρθένος εἶναι . διὸ καὶ οἱ ἐξ αὐτῶν παῖδες παρθένιοι . ἢ ὅτι λαθραίως ἡ Πιτάνη διεκορεύθη καὶ ἔτεκεν
. εἶσι δὲ οἵδε : προσωδιακοί , ἀποστολικοὶ οἱ καὶ παρθένιοι , εἶσι δὲ καὶ παρὰ βαρβάροις σπουδαῖαι καὶ φαῦλαι
6161656 Ἀρχετιμος
Μέλας , εἰς δὲ Δῆλον Ἀντίοχος , εἰς δὲ Νάξον Ἀρχέτιμος καὶ Τεῦκλος , εἰς δὲ Ῥηναίαν Δήλων , εἰς
ὄντος καὶ Ἡροδότωι τὰς ἀφορμὰς δεδωκότος . . . : Ἀρχέτιμος δὲ ὁ Συρακούσιος ὁμιλίαν αὐτῶν ἀναγέγραφε παρὰ Κυψέλωι ,
6161415 ὀλολυγην
ὁ Ἀπόλλων . ποταμοῦ γένος ἀρχαίοιο : τοῦ Ἰνωποῦ . ὀλολυγήν : τὴν μετὰ εὐφημίας λέγει εὐχήν . τροχόεσσα .
ὁ Ἀπόλλων . ποταμοῦ γένος ἀρχαίοιο : τοῦ Ἰνωποῦ . ὀλολυγήν : τὴν μετὰ εὐφημίας λέγει εὐχήν . τροχόεσσα .
6160521 ῥευμαϲιν
ὀϲτέον μὴ ϲαρκούμενον , ἐλαφρῶϲ αὐτὸ ξύϲομεν . Ἐπί τε ῥεύμαϲιν ὀφθαλμῶν χρονίοιϲ ἐπί τε τῷ ϲκοτωματικῷ πάθει τὰϲ ὄπιϲθεν
δὲ τούτουϲ : λουτρὰ γὰρ τοῖϲ μὲν εἰϲ τὴν γαϲτέρα ῥεύμαϲιν ἐπιτηδειότατα , τὰϲ δὲ αἱμορραγίαϲ καὶ τοὺϲ ἱδρῶταϲ δεινῶϲ
6156451 ἐξιπταται
οὔτε τι εἰπεῖν οὔτ ' ἔρξαι δύναται . πολλάκις γὰρ ἐξίπταται ὁ νοῦς τῆς ψυχῆς , καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ
διαπνεῖ δὲ ἐπὶ πλεῖστον καταιγίζουσα τῷ τοῦ λόγου πνεύματι καὶ ἐξίπταται κουφιζομένη τῷ τῆς γλώττης πτερῷ . ταῦτά με τὰ
6150566 ἐταραττετο
ὡς προείρηται , νύκτωρ ἀναγαγόντων , φροντίσι μεγίσταις τὴν γνώμην ἐταράττετο : πάνυ τε αὐτόν , καίτοι δοκοῦντα ψύχης εἶναι
τὸ πτῶμα διαρρηγνύει τοὺς οἰκείους πέπλους . . ἐσφάδαζε ] ἐταράττετο , ἐστασίαζε . . ἐν τῇ ] ἐν ταύτῃ
6139875 Μετανοια
δαπανᾶται , φονεύεται , ἀναλύεται , διαρρεῖ , κατατήκεται . Μετάνοια , μεταμέλεια , μετάγνωσις , μετάμελος , ἀναλογισμός ,
ἐκ προαιρέσεως συναντήσασα . Εἶτα τί γίνεται , ἐὰν ἡ Μετάνοια αὐτῷ συναντήσῃ ; Ἐξαιρεῖ αὐτὸν ἐκ τῶν κακῶν καὶ
6138866 ἐκκενουμενα
βοᾷ ] ἠχεῖ . βοᾷ ] ἐν τῇ ἁλώσει . ἐκκενουμένα ] ἀφανιζομένη . ἐκκενουμένα ] πορθουμένη . ἐκκενουμένα ]
. . περιερρηγμένων ] ἐσχισμένων . . βοᾷ δ ' ἐκκενουμένα ] θρηνεῖ δὲ ἡ πόλις ἐκκενουμένη , τῆς λαΐδος
6137220 ἐπαινουμενη
ἀνδραγαθία ἀνδρείας διαφέρει . ἀνδρεία μὲν γάρ ἐστι δύναμις σώματος ἐπαινουμένη : ἀνδραγαθία ? δὲ καὶ τὴν ψυχικὴν ἀρετὴν ἔχει
ἀνδραγαθία ἀνδρείας διαφέρει . ἀνδρεία μὲν γάρ ἐστι δύναμις σώματος ἐπαινουμένη : ἀνδραγαθία δὲ τῆς κατὰ ψυχὴν ἀρετῆς μαρτυρία .
6130757 Πατρις
ἡδονὰς δι ' ὀμμάτων καὶ κάλλει πολλῷ αἰσθητῷ συνών . Πατρὶς δὴ ἡμῖν , ὅθεν παρήλθομεν , καὶ πατὴρ ἐκεῖ
, Ἀριστείδῃ τε καὶ Λουκιανῷ , καὶ τοῖς ἄλλοις . Πατρὶς μέν , καὶ οὐχὶ μητρίς , μητρόπολις δέ ,
6122851 πειθαρχων
λαβὼν τῶν γινομένων καὶ προαναπεφωνημένων οὐκ ἀπιστῶ , ἀλλὰ πιστεύω πειθαρχῶν θεῷ : ᾧ , εἰ βούλει , καὶ σὺ
γυμνός : προσιὼν δὲ ῥοπάλοις τὴν τελευτὴν ἀντηλλάσσετο . ἐχθροῖς πειθαρχῶν ὑποστήσῃ τὸν κίνδυνον . γῆρας ἐλύπει τὸν λέοντα καὶ
6119535 τεινηται
ὑετοῖο . Εἴ γε μὲν ἠερόεσσα παρὲξ ὄρεος μεγάλοιο πυθμένα τείνηται νεφέλη , ἄκραι δὲ κολῶναι φαίνωνται καθαραί , μάλα
ὀπιϲθότονοϲ : ὅταν δὲ ἰϲοϲθενῶϲ ἐφ ' ἑκάτερα τὰ μέρη τείνηται , τότε τέτανοϲ ὀνο - μάζεται . τοὺϲ μὲν
6118346 Πλαγγονα
. ἔστι δὲ σκοπεῖν ἀπ ' ἀρχῆς πρῶτα μὲν τὴν Πλαγγόνα , ἥτις ὥσπερ ἡ Χίμαιρα πυρπολεῖ τοὺς βαρβάρους :
αὐτῆς . “ ἀσμένως ” εἶπεν ὁ Διονύσιος “ ἀμείβομαι Πλαγγόνα διακονίας ἐρωτικῆς . ἄδικον δὲ ποιοῦμεν εἰ τὴν μὲν
6107731 ὡδοιπορει
Αἰγύπτου μετανάστασιν ἡνίκα δι ' ἐρήμης ἀτριβοῦς ἅπασα ἡ πληθὺς ὡδοιπόρει , γενομένης ἑβδόμης αἱ μὲν τοσαῦται μυριάδες , ὅσας
ἀγαθὸς κύων καὶ τὴν γνώμην καρτερός . ὁ Ἠπειρώτης Πύῤῥος ὡδοιπόρει , καὶ περιτυγχάνει νεκρῷ πεφονευμένῳ καὶ κυνὶ παρεστῶτι καὶ
6104432 ἐπερειδομενον
λέγει . πιθανῶς δὲ τὸν Κλέωνα ἑνὶ μόνῳ κατορθώματι ποιεῖ ἐπερειδόμενον . τῶν ἐκ Πύλου ] ὄντων . Γ τῶν
δὲ ] τῶν Περσῶν . [ Καὶ τὸ ἀλλοτρίαις δόξαις ἐπερειδόμενον λέγειν περὶ τῶν πραγμάτων τοῦ ἀφελοῦς ἐστιν , οἷον
6099866 κηδευματα
. . . . προστάττει . γρ . προστάττει . κηδεύματα . γαμικὰ συναλλάγματα . φαμεν . . . .
φερόμενον : τὸν δ ' ἐναντίως πεφυκότα ἐπὶ τἀναντία χρὴ κηδεύματα πορεύεσθαι . καὶ κατὰ παντὸς εἷς ἔστω μῦθος γάμου
6098135 φθεγξαι
ἥλιον . ἵνα μὴ καταγῇς τὸ σκάφιον πληγεὶς ξύλῳ . φθέγξαι σὺ τὴν φωνὴν ἀναστοιχήσας ἄνω . φθέγμα κεκράτηκε .
σύρμα . ἄνθρωπε , ταῦτα ὕλην ἔχεις καὶ ὑπόθεσιν . φθέγξαι τι , ἵνα εἰδῶμεν πότερον τραγῳδὸς εἶ ἢ γελωτοποιός
6095790 Ἀποκρινου
Γλώττης ἄρχε . Σαυτὸν εὖ ποίει . Εὐπροσήγορος γίνου . Ἀποκρίνου ἐν καιρῷ . Πόνει μετὰ δικαίου . Πρᾶττε ἀμετανοήτως
Ἀγαθοὺς τίμα . Ἄκουε τὰ προσήκοντα . Αἰσχύνην φεῦγε . Ἀποκρίνου ἐν καιρῷ . Πρᾶττε ἀμεταμέλητα . Μηδενὶ φθόνει .
6095629 διεξηιε
τὸν στρατόν . Ποιησάντων δὲ τούτων τοῦτο , μετὰ ταῦτα διεξήιε ὁ στρατός . Ἡγέοντο δὲ πρῶτοι μὲν οἱ σκευοφόροι
, ἔχεσθαί τινα τοῦ λοιποῦ κελεύω . Ταῦτα εἴπας Ξέρξης διεξήιε διὰ τῶν νεκρῶν καὶ Λεωνίδεω , ἀκηκοὼς ὅτι βασιλεύς
6093451 φιλονεικησει
ποταμοῖς καὶ ἐν θαλάσσῃ καὶ τὰ τῶν γονέων μειώσει , φιλονεικήσει δὲ πρὸς ὑπερέχοντας καὶ γαμήσει προβεβηκυῖαν , εἰ δὲ
προσ - κείσεται μελῳδίαις καὶ παιδιαῖς καὶ συναυλισθήσεται πόρναις καὶ φιλονεικήσει πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ λῃσταῖς ὁμιλήσει καὶ ὠφεληθήσεται
6089023 Σαουου
δύσεως Δαλματίᾳ κατὰ τὴν εἰρημένην γραμμὴν ἀπὸ τῆς ἐκτροπῆς τοῦ Σαούου ποταμοῦ μέχρι τοῦ Σκάρδου ὄρους : ἀπὸ δὲ μεσημβρίας
τῷ ἀπὸ τῆς ἐκτροπῆς τοῦ Ἀραβῶνος ποταμοῦ μέχρι τῆς τοῦ Σαούου ποταμοῦ ἐκτροπῆς , ὃ ἔχει θέσιν τοιαύτην . Μετὰ
6087780 Γορτυναν
δὲ τρισυλλάβως „ Γόρτυνά τε τειχιόεσσαν „ . οἱ δὲ Γόρτυναν ὡς ἄμυναν . Γότθοι , ἔθνος πάλαι οἰκῆσαν ἐντὸς
, Βρενθεάτης δὲ ἐκ τῆς Μεγαλοπολιτῶν γῆς , παρὰ δὲ Γόρτυναν ἔνθα ἱερὸν Ἀσκληπιοῦ , παρὰ δὴ ταῦτα Γορτύνιος ῥέων
6085063 ξυνωρικευεται
ἐν ἵππῳ ὀχεῖται , ἱππεύει , κέλλητι ἵππῳ χρῆται . ξυνωρικεύεται ] ἐπὶ ξυνωρίδος ἅρματος ὀχεῖται , ξυνωρίδι χρῆται ,
τὸν υἱόν . ὁ δὲ κόμην ἔχων ἱππάζεταί τε καὶ ξυνωρικεύεται ὀνειροπολεῖ θ ' ἵππους . ἐγὼ δ ' ἀπόλλυμαι
6082874 Κλεαριστη
τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα . Καὶ τὴν μὲν ἡ Κλεαρίστη παραλαβοῦσα ἐκόσμει λοιπὸν ὡς υἱοῦ γυναῖκα , τὸν δὲ
δόξῃ σού τις ὠνίαν εἶναι τὴν ποίησιν : ἔστι δὲ Κλεαρίστη , φιλότης , οὐδὲ αὐτὴ καθ ' ἡμᾶς ,
6080793 τρυφωσα
. δωδεκαμήχανος . πόρνη δώδεκα σχήμασι χρωμένη . ἐγκεκοισυρωμένη . τρυφῶσα : ἀπὸ Κοισύρας γυναικὸς πλουσίας , Ἀλκμαίωνος γυναικός .
, καὶ τὰ μὲν ἐκείνῳ μαχομένη , τὰ δὲ αὐτὴ τρυφῶσα , ἐνοχλεῖν σε ἔμελλεν : νῦν δὲ ἧττον μὲν
6078721 Φαιεν
δέ ; οὐ σοφὰ καὶ περὶ σοφῶν ἥκουσιν ἀκουσόμενοι ; Φαῖεν ἄν , ὥς μοι δοκοῦσιν . Ἀλλὰ μὴ τὸν
, ὅτι ταῦτα ἀγαθὰ μέν ἐστιν , ἀνιαρὰ δέ ; Φαῖεν ἄν ; Συνεδόκει . Πότερον οὖν κατὰ τόδε ἀγαθὰ
6078560 Γαμηλια
χοροῖσιν ἐμπαίζει τε καὶ κλῇδας γάμου φυλάττει . ἤγουν ἡ Γαμηλία . Ἀργεῖον τέμενος ] Ἡ πόλις τὸ Ἄργος .
Τηλέφης , ὡς Μαρσύας ὁ νεώτερος ἐν πέμπτῳ Μακεδονικῶν . Γαμηλία : Δημοσθένης ἐν τῇ πρὸς Εὐβουλίδην ἐφέσει καὶ Ἰσαῖος
6077105 Ἑρκυνιος
Γαβρῆτα ἐπὶ τάδε τῶν Σοήβων , ἐπέκεινα δ ' ὁ Ἑρκύνιος δρυμός : ἔχεται δὲ κἀκεῖνος ὑπ ' αὐτῶν .
Ἑρκυνίου δρυμ . ] Πλησίον γὰρ τοῦ Πυρρηναίου ὄρους ὁ Ἑρκύνιος . Ἄλλως . Ἀντὶ τοῦ τὸ Ἑρκύνιον ὄρος παροικοῦντες
6074026 ἠνιατο
. κέσκετο ἔκειτο . κήδεα ἀνιάματα , λῦπαι . κήδετο ἠνιᾶτο . δηλοῖ δὲ καὶ τὸ ἐφρόντιζεν . καὶ κήδων
ὁ Ἀλέξανδρος ἀπηλλάγη μετ ' αὐτῆς , ὅ τε Μενέλαος ἠνιᾶτο τῆς μνηστείας ἀποτυχὼν καὶ τὸν ἀδελφὸν ᾐτιᾶτο , καὶ
6073229 Ἀρειους
τοὺς ὀρείους Ἰνδοὺς καλουμένους . Σατιβαρζάνης δὲ ὁ Ἀρείων σατράπης Ἀρείους ἦγεν . Παρθυαίους δὲ καὶ Ὑρκανίους καὶ Τοπείρους ,
ἐπιτηδείων καὶ τῶν στρατιωτῶν ταλαιπωρίᾳ ἐπῆλθε . μαθὼν δὲ τοὺς Ἀρείους αὖθις ἀφεστάναι , Σατιβαρζάνου ἐς τὴν χώραν αὐτῶν ἐμβαλόντος
6068047 παρακατεθετο
τρέφοντος αὐτὸν γυνὴ παιδίον ἔτυχε τεκοῦσα πρὸ ἡμερῶν τριάκοντα καὶ παρακατέθετο φωνῇ τῇ Ἰνδῶν , ἧς ἀκούουσιν ἐλέφαντες . ὁ
ἀπαιτοῦντι ἀποδιδόναι . καίτοι γε ὀφειλόμενόν πού ἐστιν τοῦτο ὃ παρακατέθετο : ἦ γάρ ; Ναί . Ἀποδοτέον δέ γε
6065488 πραιτωριων
πλέον ἦν ἐκ τῆς ἐπιφανοῦς συμμορίας , συγκλητικῶν τε καὶ πραιτωρίων καὶ ὑπατικῶν καὶ τῶν ἐν ἐπαρχίαις πολέμους τε νενικηκότων
, ἔχων μεθ ' ἑαυτοῦ Ἀνατόλιον μάγιστρον καὶ Σαλούστιον ἔπαρχον πραιτωρίων καὶ τοὺς στρατηλάτας αὐτοῦ , ἀνελθὼν ἐν ὑψηλῷ βήματι
6057189 ἀπολολυξω
. ἀπολολύξω ] εὔξομαι . ἀπολολύξω ] παιανίσω . θ ἀπολολύξω ] καὶ θαυμάσω καὶ ᾄσω . Ξ ἀσινεῖ ]
+ ποῖον ἕτερον ποιήσω δηλονότι . ἀπολολύξω ] ὑμνήσω . ἀπολολύξω ] εὔξομαι . ἀπολολύξω ] παιανίσω . θ ἀπολολύξω
6056100 Τροιζηνιοις
ἡ βασιλεία τούτῳ μάλιστα ἦν ἡ Ἀργείων προσήκουσα . τοσαῦτα Τροιζηνίοις ἐχόμενα ἱστορίας ἦν , παρὲξ ἢ ὅσαι πόλεις παρ
καὶ αὐταὶ καὶ οἱ παῖδες . εἰσὶ δὲ ἃς Ἀθηναῖοι Τροιζηνίοις γυναῖκας καὶ τέκνα ἔδωκαν σώζειν , ἐκλιπεῖν σφισιν ἀρέσαν
6052133 διηγειρεν
λόγους καὶ τὴν ἀψευδῆ φρόνησιν τῶν μαντευμάτων ἐγχρίσας φήμην γὰρ διήγειρεν ὁ Ἀπόλλων ὅτι Κασσάνδρα οὐκ ἔστι μάντις , ἀλλὰ
ἡ φωνὴ λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν κυνῶν * ἐπήισε : διήγειρεν * ἐπώρινε : ἐφώρμησε , ἐποίησε ἐφώρμησε * ἀργός
6049294 Ὀροντας
περὶ ἐμὲ ἄδικος γεγενῆσθαι ; Ἦ γὰρ ἀνάγκη , ἔφη Ὀρόντας . ἐκ τούτου πάλιν ἠρώτησεν ὁ Κῦρος : Ἔτι
Τισσαφέρνης ἔχων τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν ὡς εἰς οἶκον ἀπιὼν καὶ Ὀρόντας τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν : ἦγε δὲ καὶ τὴν θυγατέρα
6039991 συκοφαντουμενων
, ἔλεγε , Παρακύψεως ὄνου . Ἐπὶ τῶν καταγελάστως οὖν συκοφαντουμένων εἴρηται ἡ παροιμία . Οὐδὲν πρὸς τὸν Διόνυσον :
ὑφέξει κἂν ὄνος δάκῃ κύνα : ἐπὶ τῶν ἐπὶ μικροῖς συκοφαντουμένων . Διὸς Κόρινθος : παροιμία ἐπὶ τῶν τὰ αὐτὰ
6039472 ἀπεστρεφετο
ἤρξατο κολακεύειν τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα καὶ καταφιλεῖν . αὐτὴ δὲ ἀπεστρέφετο τὸν Ξάνθον λέγουσα “ μὴ πρόσιθί μοι , δουλοκοῖτα
στρατηγῷ . Ὁ δὲ κρατῶν τῶν λεχθέντων ἀκούσας τὴν βουλὴν ἀπεστρέφετο , εἴτε δειλίᾳ συσχεθείς , εἴτε ἀρετῆς ὑπερβολῇ ἀνωτέρω
6037106 διαμαϲαϲθαι
τὴν ἔκφυϲιν τῶν ὀδόντων . μηδὲν δὲ ϲκληρὸν αὐτοῖϲ διδόναι διαμαϲᾶϲθαι , ἵνα μὴ τυλωδέϲτερα τὰ οὖλα γενόμενα παρεμποδὼν γένηται
λιπαρῶν ἐκγιγαρτιϲμένων ὅϲον ἐξαρκεῖ εἰϲ ἀνάληψιν . ἐκ τούτου δίδου διαμαϲᾶϲθαι κατὰ μέροϲ ὅϲον # γ καὶ ἀποπτύειν . Ἄλλο
6036628 ἐφρυαττετο
ἐρᾷ τοῦ δεσπότου δριμύτατα , καὶ προσιόντος ἐφριμάττετο καὶ ἐπικροτοῦντος ἐφρυάττετο , καὶ ἀναβαίνοντος ἑαυτὸν παρεῖχεν εὐπειθῆ , καὶ παρεστῶτος
συνεστηκότες ἐπὶ ταῖς ἐκ τῶν πολέμων ὠφελείαις : οἷς ἐπαιρόμενος ἐφρυάττετο καὶ λαμπρὸς ἦν καὶ προῆλθεν ἐπὶ μήκιστον ἐπιφανείας .
6034797 ϲυϲτοληϲ
ϲυμπτωμάτων αὔξηϲίϲ τε καὶ δεινότηϲ ἐπιγίνεται : τὰ δὲ τῆϲ ϲυϲτολῆϲ τε καὶ καταψύξεωϲ ἀπολήγει καὶ ὁ ϲφυγμὸϲ ἀνωμάλωϲ ἀνακύπτει
τῆϲ διαϲτολῆϲ ὁ ϲφυγμὸϲ ἐπιταχύνοι τὸ πέραϲ αὐτῆϲ καὶ τῆϲ ϲυϲτολῆϲ τὴν ἀρχήν , τὰ τῆϲ ϲήψεωϲ ἐπικρατοῦντα δηλοῖ πρὸϲ
6027862 σκεπτῃ
διακρίνειν εἶχες , ὥσπερ ὄψει τῇ διανοίᾳ . πότε γὰρ σκέπτῃ , εἰ τὰ μέλανα λευκά ἐστιν , εἰ τὰ
πόλεις βουλόμενοι πορθεῖν . διανοεῖ ] ἐπινοεῖς ; διανοῇ ] σκέπτῃ . . , ἐνθυμεῖ , ἐνθυμῆσαι , θέλεις ,
6026783 διακοσμησας
τῷ τὴν ἱερωσύνην αὐτοῦ τὸ γένος διὰ βίου ἔχειν , διακοσμήσας αὐτοῦ τὴν θυγατέρα ἔθυσεν : ὅθεν καὶ εἰς παροιμίαν
δὲ διάδημα καὶ πάντα τὰ ἄλλα τὰ περὶ αὑτὸν βασιλικῶς διακοσμήσας τήν τε συμβιοῦσαν αὐτῷ , Σύραν καὶ συμπολῖτιν οὖσαν
6026073 διαιρεθειη
ἡμέρας , τηνικαῦτα λευχειμονήσαντες ἐστεφανηφόρησαν . οὗτος ὁ κύκλος εἰ διαιρεθείη εἰς ὀκτὼ μέρη , τέσσαρα μὲν ἕξει ὑπὲρ γῆν
σωματῶδες εἶναι τὸ ἔξωθεν , ὡς εἴρηται , περικείμενον . διαιρεθείη δ ' ἂν τὰ οὕτως ἐχόμενα τοῦτον τὸν τρόπον
6020666 ἀσημῳ
Αἰγυπτίων ὅρια , Συκάμινον δὲ αὐτὰ ὀνομάζουσι , χρυσῷ τε ἀσήμῳ ἐνέτυχε καὶ λίνῳ καὶ ἐλέφαντι καὶ ῥίζαις καὶ μύρῳ
ἔξαυγος μὲν καὶ προσθετικὸς καὶ ὑπὸ Διὸς ὁρώμενος , ἐν ἀσήμῳ δὲ τόπῳ τῷ λεγομένῳ κακοδαίμονι καὶ ὑπὸ Κρόνου καὶ
6014227 Ποινην
ἁρπάζειν , ἐς ὃ Κόροιβος ἐς χάριν Ἀργείοις φονεύει τὴν Ποινήν . φονεύσας δὲοὐ γὰρ ἀνίει σφᾶς δεύτερα ἐπιπεσοῦσα νόσος
καὶ δὴ καὶ ἐπίθημά ἐστι τῷ τάφῳ Κόροιβος φονεύων τὴν Ποινήν . ταῦτα ἀγάλματα παλαιότατα , ὁπόσα λίθου πεποιημένα ἐστὶν
6012878 λεηλατησας
. πολλὰς δὲ κώμας καὶ πόλεις πορθήσας τήν τε χώραν λεηλατήσας , ἐλθὼν ἐς τὴν Ἀτρηνῶν χώραν , προσκαθεζόμενος τὰς
συμμαχίας , καὶ δυνάμεις ἀθροίσας ἐστράτευσεν εἰς τὴν Μεσσηνίαν . λεηλατήσας δὲ τὴν χώραν καὶ πολλῆς ὠφελείας ἐγκρατὴς γενόμενος ἀνέξευξε
6008401 Μερμερον
παραφθορὰν τοῦ ἑνὸς λ καὶ τοῦ ν παλάτιά φασι . Μέρμερον δὲ ἔθνος , ἀντὶ τοῦ πολεμικὸν , οἱονεὶ τὸ
ἣ φαρμάκοις Γλαύκην ἀνελοῦσα καὶ Κρέοντα καὶ τοὺς ἰδίους παῖδας Μέρμερον καὶ Φέρητα ξίφει διαχρησαμένη ἐφ ' ἅρματος δρακόντων πτερωτῶν
6006178 Πανταχου
καὶ τὴν τροπαῖαν πνεῖν περὶ Μακεδονίαν ὥσπερ σύμπτωμα θετέον . Πανταχοῦ γὰρ τῆς μεσημβρίας ἀπολήγει τὰ πνεύματα διὰ τὸν ἥλιον
μὲν οἱ ἄνθρωποι περὶ τῶν ὅρων τῆς γῆς διετάξαντο . Πανταχοῦ δὲ τοῦ ἀκαμάτου , ὃ ἔστι τοῦ ἀεικινήτου ,
6002858 ἁθροως
μὲν κατ ? [ ' ὀλίγον ] , ποτὲ δὲ ἁθρόως . * τῶν δὲ τεταγμένων [ ] παθῶν ἃ
μελλόντων λέγεσθαι διὰ τὸ παράδοξον τῆς περιστάσεως ἐμποδίζει με . ἁθρόως δ ' ἐπιβοησάντων αὐτῷ τῶν περιεστώτων θαρρεῖν καὶ λέγειν
6001652 ἐρημωσιν
δόξασμα Θεοῦ ἕως τοῦ αἰῶνος . Καὶ οὐκέτι ὑπομένει Ἱερουσαλὴμ ἐρήμωσιν , οὐδὲ αἰχμαλωτίζεται Ἰσραήλ , ὅτι Κύριος ἔσται ἐμμέσῳ
δὲ λέγεται σφάξ . λεύσσουσαν ἄτην τὴν πόρθησιν καὶ τὴν ἐρήμωσιν τῆς πατρίδος πλησίον τῶν ποδῶν αὐτῆς ὁρῶσαν . ἄλμα
5994596 Δαταμης
τὸν δὴ χειμῶνα ὅλον οἱ στρατιῶται ἡσύχασαν οὐκ ἀπαιτοῦντες . Δατάμης ἐπιβουλεύων Σινωπεῦσι ναυτικὸν ἔχουσιν αὐτὸς ναυπηγῶν καὶ τεκτόνων ἀπορούμενος
δῆμος ἐλέγχῳ φανερῷ μαθὼν ἀρκαδίζοντα θάνατον αὐτοῦ κατεχειροτόνησεν . Ὅτι Δατάμης ὁρῶν ἀπόμοιράν τινα τῶν αὑτοῦ ἱππέων τοῖς πολεμίοις προστεθεῖσαν
5994347 ἀμεταβατως
, τὸ ἴδιον , καὶ τὸ σύνηθες . παίζω . ἀμεταβάτως , προσπαίζω δὲ μεταβατικῶς δοτικῇ , ὡς παρὰ Συνεσίῳ
, καὶ ἐπὶ γραφῇ . Πλάτων Πολιτείᾳ . Ἀνεβίωσα ἐγώ ἀμεταβάτως . μεταβατικῶς δὲ Πλάτων ἅπαξ εἶπε ἐν τῷ Φαίδωνι
5994229 ἱλαροτητα
. Καρδία ἐὰν ἅλληται , ἀγαθὸν δηλοῖ πᾶσιν : ἄλλοις ἱλαρότητα , δούλῳ ἐλευθερίαν , παρθένῳ νωθρείαν , χήρᾳ καὶ
ἂν ἀποβάλωσιν ἀφ ' ἑαυτῶν τὴν λύπην καὶ ἐνδύσωνται πᾶσαν ἱλαρότητα . Ἔδειξέ μοι ἐπὶ συμψελλίου καθημένους ἀνθρώπους , καὶ
5994140 βραχυτεραις
ἐν ἐπιστολῇ μειρακιῶδες . κύκλον δὲ ἀποτορνεύειν ἐν μὲν ταῖς βραχυτέραις τῶν ἐπιστολῶν ξυγχωρῶ , ἵνα τούτῳ γοῦν ἡ βραχυλογία
συμβαίνει : κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν τρόπον ἐπὶ μὲν ταῖς βραχυτέραις ὀξυτέραν , βαρυτέραν δ ' ἐπὶ ταῖς μακροτέραις .
5993890 περιπλακεισα
ἐκάθευδεν . ἐπεὶ δὲ διυπνίσθη καὶ ἐθεάσατο τὸν Κῦρον , περιπλακεῖσα αὐτῷ κατὰ τὸν συνήθη τρόπον ἐφιλοφρονεῖτο αὐτόν . ὃ
Ἀχιλλέως ἱκέτευσεν λαβεῖν τὸ τοῦ Ἕκτορος σῶμα . Πολυξένη δὲ περιπλακεῖσα τοῖς ποσὶ τοῦ Ἀχιλλέως ἐδέετο δουλεύειν αὐτῶι καὶ παραμένειν
5992565 ἑξετει
ἑξέτει ] οὕτω βαρέως Ἀττικοί . οὕτως Ἀττικοὶ βαρύνουσιν “ ἑξέτει ” . τραυλίσαντι : ψελλίσαντι , ἄσημον ἀφέντι φωνήν
τὸ “ τοι ” ἀντὶ τοῦ “ δή ” . ἑξέτει ] οὕτω βαρέως Ἀττικοί . οὕτως Ἀττικοὶ βαρύνουσιν “
5991456 θρηνουσαν
πατὴρ ἑαυτὸν ἀποσφάττων . δημιουργείτω καὶ μίαν ὁ ζωγράφος γυναῖκα θρηνοῦσαν , τοῦ δυνάστου τὴν σύνοικον , καὶ καταλόγους δορυφόρων
ἐξήρπασε τὴν γυναῖκα , καὶ πρὸς βίαν ᾔσχυνε ποτνιωμένην καὶ θρηνοῦσαν . οὐδαμῆ φορητὸν εἶναι τὸν βίον ἑαυτῇ μετὰ τὴν
5989360 ταπεινωσει
τὸν πλησίον αὐτοῦ , καὶ πρὸς τὸν Λευὶ ἐγγίσατε ἐν ταπεινώσει καρδίας , ἵνα δέξησθε εὐλογίαν ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ
ταπείνωσις : ταπεινὸν δὲ ἡ δειλία , ἡ δὲ ἀνδρεία ταπεινώσει καὶ δειλίᾳ πολέμιον . ” καὶ ὁ ποταμὸς ὁ
5987524 Δοξαν
, ἀλλὰ φράσαντες τῷ πατρὶ τὰς ἀληθείας ἐκποδὼν ἀπιέναι . Δόξαν δὲ οἱ μὲν εἶπαν , ὁ δὲ Ἀετίων εἰς
ἠὼς γένηται καὶ τὸ πᾶν ἡ Κλειὼ βασανιζομένη κατείπῃ . Δόξαν οὖν οὕτως εἰχόμεθα ἔργου , σκηψάμενοι πρὸς τὸν θυρωρὸν
5986727 Ἰουλις
ἔτη γεγονότας κωνειάζεσθαι τοῦ διαρκεῖν τοῖς ἄλλοις τὴν τροφήν . Ἰουλίς , πόλις ἐν Κέῳ τῇ νήσῳ , ἀπὸ Ἰουλίδος
ἐθνικὸν Ἰουλεύς καὶ Ἰουλιάς τὸ θηλυκόν , [ καὶ ] Ἰουλίς . Ἰουλίς , πόλις ἐν Κέῳ τῇ νήσῳ ,
5984531 περικαλυπτουσι
φιλαργυρίαν κοσμῆσαι . περικαλύπτουσι καὶ ἀφανίζουσι καὶ διά τινος ὀνόματος περικαλύπτουσι τὴν ἀσέλγειαν . . δι ' ὀνόματος ἑτέρου περικαλύπτουσι
. περιβάλλουσι τὴν μοχθηρίαν , ὡς τὴν φιλαργυρίαν κοσμῆσαι . περικαλύπτουσι καὶ ἀφανίζουσι καὶ διά τινος ὀνόματος περικαλύπτουσι τὴν ἀσέλγειαν
5982888 Ἰοβατην
ἀποκτεῖναι , πέμπει δὲ αὐτὸν εἰς Λυκίαν πρὸς τὸν πενθερὸν Ἰοβάτην , ἀδοκήτως καθ ' ἑαυτοῦ κομίζοντα γράμματα . Ὁ
ᾧ πενθερῷ : ἡ διπλῆ , ὅτι τοῦτον οἱ νεώτεροι Ἰοβάτην φασίν . . . . ἐννῆμαρ ξείνισσε καὶ ἐννέα
5982838 Ἀδα
ὁ δὲ Λάμεχ ἔλαβεν ἑαυτῷ δύο γυναῖκας , αἷς ὀνόματα Ἀδᾶ καὶ Σελᾶ . ἔκτοτε ἀρχὴ ἐγένετο τῆς πολυμιξίας ,
ὁ δὲ Λάμεχ ἔλαβεν ἑαυτῷ δύο γυναῖκας , αἷς ὀνόματα Ἀδᾶ καὶ Σελᾶ . ἔκτοτε ἀρχὴ ἐγένετο τῆς πολυμιξίας ,
5982420 ξυστησεται
ἐναντιώθη . ξυστήσεται ] ἐναντιωθήσεται . ξυστήσεται ] ξυμμαχήσεται . ξυστήσεται ] συμπαρατάξεται . θ ξυστήσεται ] συστάδην μαχήσεται καὶ
δ ' εὐλόγως ξυνήγαγεν . ἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται , ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ ' ἀσπίδων θεούς :
5982004 οἰνωθεις
εὐθυμίας καὶ ἱλαρότητος ἀπόλαυσιν : ἡδίων γὰρ αὐτὸς ἑαυτοῦ νήφοντος οἰνωθεὶς ὁ σοφὸς γίγνεται , ὥστε οὐδ ' ἂν ταύτῃ
Ἐπικάστην λέγουσι , χρήσαντος τοῦ θεοῦ μὴ γεννᾶν ὁ δὲ οἰνωθεὶς συνῆλθε τῇ γυναικί . καὶ τὸ γεννηθὲν ἐκθεῖναι δίδωσι
5975817 Βραδυς
: ὡς παρὰ τὸ ἔχω ἕξω ἐχμὸς καὶ συνεχμός . Βραδύς , παρὰ τὸ βάρος βαρύς . ὑπέρθεσις τοῦ ρ
ὁ μὲν ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ κινουμένης τῆς ἀρτηρίας γινόμενος . Βραδύς ἐστι σφυγμὸς ὁ βραδεῖαν ἔχων τὴν διαστολήν τε καὶ
5975780 Χρυσον
ἄρα ἐστίν , ἀλλ ' ἆθλα τῶν νικᾶν ἐπισταμένων . Χρυσὸν δ ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισσε δαΐφρων . καὶ οὐδὲν θαυμαστὸν
, εἰς δὲ τὸ εὐδαιμονῆσαι λογισμοῦ δεῖ καὶ τύχης . Χρυσὸν κηλιδοῦν καὶ φιλοσοφίαν ψέγειν ταὐτόν ἐστιν . Ἐπὶ μὲν
5974671 ἀναξιῳ
βουλόμενος πρὸς τοὺς ἀρετῇ πρώτους κεκριμένους , ἐὰν δὲ δόξῃ ἀναξίῳ ἐπιτηδεύματι καταρρυπαίνειν τὴν αὑτοῦ πατρῴαν ἑστίαν , δεθεὶς ἐνιαυτὸν
πάτερ , τούτων τινί ; αὐτὴ γὰρ ἄλλῳ , τυχὸν ἀναξίῳ τινί , παρελομένη σοῦ πάντα προσθήσει πάλιν . διόπερ
5974565 συσκηνος
συσσιτία , συμπότης , συλλογεύς , συστρατιώτης , σύνεδρος , σύσκηνος , συστράτηγος συντράπεζος , συνεραστής , σύμπλους , σύντροφος
δ ' ἀπεκρίνατο : Ἔστι νὴ Δί ' ἀνὴρ ἡμῖν σύσκηνος , ὃς ἐν παντὶ μαστεύει πλέον ἔχειν . ἄλλος

Back