ἑαυτοῦ ψυχήν , Ἀττικὰ ἐπάρδων τὰ νάματα . . . Ἀεὶ δὲ τὰ καλὰ σπάνια , καὶ δόξαν ἀθάνατον τοῖς
οὐ μέγαν . Ἱμάτια διαφαίνοντα καὶ πέδην τινὰ χρυσῆν . Ἀεὶ γεωργὸς εἰς νέωτα πλούσιος . Ἔπιεν ἡ Ῥόδη κυμβίον
7105374 Ἁπαντα
παλαιῶν . Ἄπαγ ' ἐς κόρακας : ἀρὰ Βοιώτειος . Ἅπαντα τοῖς καλοῖσιν ἀνδράσι πρέπει : δήλη . Ἀπόλογος Ἀλκίνου
ἐχθρὰν οὖσαν ταῖς ἐμπούσαις καὶ τοῖς δαίμοσιν ἢ φάσμασιν . Ἅπαντα δέ σοι ἔθνη λέξω , ὅσα τὴν Ὑρκανίαν ἢ
6770483 θαλλων
ἐλαίης , ἑρκέων ἔντος Ἄκμηνος , θαλέθων . „ Ὁ θάλλων καὶ ἀνθῶν : παρὰ τὸ ἀκμή , ὃ σημαίνει
σὺ παῖς : νέος γὰρ ὢν ἀνὴρ πώγωνι [ ] θάλλων ὡς τράγος κνήκῳ χλιδᾷς : παύου ? τὸ ?
6734852 Πανταχου
καὶ τὴν τροπαῖαν πνεῖν περὶ Μακεδονίαν ὥσπερ σύμπτωμα θετέον . Πανταχοῦ γὰρ τῆς μεσημβρίας ἀπολήγει τὰ πνεύματα διὰ τὸν ἥλιον
μὲν οἱ ἄνθρωποι περὶ τῶν ὅρων τῆς γῆς διετάξαντο . Πανταχοῦ δὲ τοῦ ἀκαμάτου , ὃ ἔστι τοῦ ἀεικινήτου ,
6713969 ἐντιμος
Πότερον δὲ ἀσθενὴς ἢ ἰσχυρός ; Ἀσθενής . Πότερον δὲ ἔντιμος ἢ ἄτιμος ; Ἄτιμος . Πότερον δὲ ἀνδρεῖος ὢν
ἔχων μιάσματα . οὔτις μερόπων ἀσινῆ βίοτον διὰ πάντ ' ἔντιμος ἀμείψει . αἰαῖ , αἰαῖ , μόχθος δ '
6630589 κακοπαθεια
. συκῆς ἐρριμμένου : τῆς ἀγρίας συκῆς . σπουδή : κακοπάθεια , ὡς καὶ Ὅμηρος : σπουδῇ τ ' ἐξήλασσαν
δυσαέος . ” δύσπαρι δυσώνυμε , κακῶς παρωνομασμένε . δύη κακοπάθεια : “ ἦ γάρ με δύη ἔχει πολλή .
6615696 παραφρονως
τεχθέντων καὶ ὁμοίως λεγομένων . Αἰάντειος γέλως : ἐπὶ τῶν παραφρόνως γελώντων . Ὁ Αἴας γὰρ παραφροσύνην νοσήσας καὶ μανεὶς
ἐπὶ τῶν μηδὲν ὠφελούντων . Αἰάντειος γέλως : ἐπὶ τῶν παραφρόνως γελώντων . Αἲξ οὔπω τέτοκεν , ἔριφος δ '
6568463 εὐδαιμονουντων
, ἔχουσι τὸ ἴσον ; Ἢ ἐνταῦθα ἡ παραβολὴ οὐκ εὐδαιμονούντων γεγένηται πάντων , ἀλλὰ μὴ εὐδαιμονούντων , ὅτε μὴ
ἀγαθά : καί : Ἀγαθῶν ἀγαθίδες : ἐπὶ τῶν σφόδρα εὐδαιμονούντων . Ἀγαθὰ Κιλίκων : λείπει τὸ ἔχει . προδότης
6550774 Παντ
λικαούρι . Ὠτειλαί : πληγαί . ἐπιμύουσι : κλείουσιν . Πάντ ' : εἰς Οἵη : καὶ ὁποίη . Ἐλάφοιο
ἡμέραι , ἤτοι αἱ ἐφημερίδες αὐτοῦ , ἄρχονται οὕτως : Πάντ ' ἐδάης Μουσαῖε θεοφραδές . εἰ δέ ς '
6548956 φλαυρος
ὁ Δημόκριτος δὲ φλεβοπαλίην καλεῖ τὴν τῶν ἀρτηριῶν κίνησιν . φλαῦρος : πανταχοῦ τὸ φλαῦρον ἐπὶ τοῦ κακοῦ τάσσει .
μὲν φαύλοις ] τοῖς εὐτελέσι , ἤγουν τοῖς φαύλοις . φλαῦρος δὲ λέγεται ὁ πονηρός . ἄγειν ] τὸ μὲν
6511317 εὐθανατως
, ῥεμβόμενος ἐχθροὺς ηὗρ ' , ἐπεβουλεύθη ποθέν , οὐκ εὐθανάτως ἀπῆλθεν ἐλθὼν εἰς χρόνον . παύσασθε νοῦν λέγοντες :
δουλοπρεπέστατα δυσβράκανον δυσθαλής δωδεκέται ἐθέλεχθρον ἐλλοπίδας ἐναύεσθαι ἐπιλησμονή ἐρρῶσθαι εὐζωρότερον εὐθανάτως εὐπινής ἐφετίνδα ἡμίλουτοι θεόθυτα θηλάστριαν ἰωνόκυσος καλαμώμενον κύαθος λαυροστάται
6498776 ἡδυπαθουντων
καὶ βασιλέως ἐγκέφαλος . . Διὸς ἐγκέφαλος : ἐπὶ τῶν ἡδυπαθούντων ἡ παροιμία τέτακται . Κλέαρχος δὲ ἐν τῷ πέμπτῳ
τὸ κάλλιστον βρῶμα : ἢ βασιλέως ἐγκέφαλος : ἐπὶ τῶν ἡδυπαθούντων : οἱ δὲ , ὅτι τὰ πολυτελῆ βρώματα παρὰ
6486649 Πονος
ἀγνυμένων : αἳ γάρ ῥα συνωχαδὸν ἀλλήλῃσιν αἰὲν ἐνερρήγνυντο . Πόνος δ ' ἄπρηκτος ὀρώρει : καί ῥ ' οἳ
τὸ ὑγρόν : ἡ δ ' εὐθυμίη ἀφίει καρδίην . Πόνος , τοῖσιν ἄρθροισι καὶ σαρκὶ σῖτος , ὕπνος σπλάγχνοισιν
6475385 νεαζοντος
, κορύδου νεότης : παρόσον καὶ γηράσκων ἀετὸς κρείττων ᾖ νεάζοντος ὄρνιθος . Ἀγροίκου μὴ καταφρόνει ῥήτορος : ὅτι οὐδὲ
κορύδου νεότης : παρόσον καὶ γηράσκων ἀετὸς ἀμείνων ἐστὶ κορύδου νεάζοντος . Ὅμοιον : Ῥόδον ἀνεμώνῃ συγκρίνεις , Καρκίνον δασύποδι
6468831 διατορος
ἀλλ ' ἐνθένδε πρῶτον μὲν διάκτορος κέκληται ἤτοι ἀπὸ τοῦ διάτορος εἶναι καὶ τρανὸς ἢ ἀπὸ τοῦ διάγειν τὰ νοήματα
. Σοφοκλῆς δ ' ἐν Ἰχνευταῖς σατύροις ἔφη ἐνήλατα τρίγομφα διάτορος ἐρείδεται . εἴδη δὲ κλίνης ἀργυρόπους , παράπυξος ,
6440641 Ἁπας
μάχην οὐκ ἄλλου τινὸς εἶναι καιροῦ σημεῖον ἢ θέρους . Ἅπας γὰρ ἀναπαύεται πόλεμος ἐν χειμῶνι , καὶ τὴν πρὸς
' ἐντέχνως τε καὶ ἀπταίστως καὶ τάχιστα ἐφόδῳ τοιαύτῃ . Ἅπας πολλαπλάσιος τοσούτων ἐπιμορίων ἡγήσεται λόγων ἀντιπαρωνύμων αὐτῷ ; ὁπόστος
6432472 Τερπωλη
, ὀρεινῆς . τάτ ' : ἅτινα , ἰωνικῶς . Τερπωλή : χαρὰ , εὐφροσύνη . ἠέ : ἰωνικόν .
Εἰσδῦναι : εἰσελθεῖν . εἰσορόωντας : εἰς αὐτὸν βλέποντας . Τερπωλή : τέρψις . ἀπειρήτοισιν : ἀπείροις , ἀνοήτοις .
6428322 δικαιωσις
, ἐν τούτῳ , λοιπὸν καὶ περὶ τῶν ἄλλων δεδοίκαμεν δικαίωσις : κέλευσις , πρόσταξις ʃ αὐθεντία ʃ τὸ δικαιοῦν
συλλογήν . ἐπιτηδείου : ἀντὶ τοῦ εὐπροσώπου ʃ ἐσκεμμένου . δικαίωσις : ἀντὶ τοῦ κόλασις ἢ εἰς δίκην ἀπαγωγή ʃ
6427767 παιωνιος
' ἀνάρσιος , νῦν δ ' αὖτε σωτὴρ ἴσθι καὶ παιώνιος , ἄναξ Ἄπολλον . τούς τ ' ἀγωνίους θεοὺς
θεῶν : οἷον ἀντικειμένους ἡμῖν ὁρῶ τοὺς θεούς . οὐ παιώνιος , ἀλλὰ φθαρτικός . πατρὶ παιδός . σημείωσαι τὸ
6412511 συνεραστης
, συστρατιώτης , σύνεδρος , σύσκηνος , συστράτηγος συντράπεζος , συνεραστής , σύμπλους , σύντροφος , συνεργός , συγγενής ,
οὖν ὁρῶν ὁ Ζεύς , καὶ εἴ τις ἡμῶν αὐτῷ συνεραστής , τὸ τελευταῖον ὁρᾷ μένον ἐπὶ πᾶσιν ὅλον τὸ
6411925 εὐκτος
νοητέος : ποιητὸς ποιητέος : γνωστὸς γνωστέος : εἰ οὖν εὐκτὸς εὐκτέος ὥστε διὰ τῆς αι διφθόγγου γραφόμενον , ἀδιάγνωστον
κορυδαλλῶ καὶ λήγειν εὕδοντος , ἐλινῦσαι δὲ τὸ καῦμα . εὐκτὸς ὁ τῶ βατράχω , παῖδες , βίος : οὐ
6406128 ἐξαπατην
δ ' εἴρωνα ἔνιοι μυκτῆρα καλοῦσιν , καὶ μυκτηρισμὸν τὴν ἐξαπάτην Μένανδρος . τῆς δὲ ῥινὸς μέρη , τὰ μὲν
χιλιάρχοις γεγονότων . πείθεται τοῖς λόγοις ὁ μάντις οὐδεμίαν δεδοικὼς ἐξαπάτην καὶ τοὺς συνόντας αὐτῷ μεταστῆναι κελεύσας αὐτὸς ἠκολούθει μόνος
6390244 Οὐδεις
λέγειν . Πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . Οὐδεὶς πονηρὸν πρᾶγμα χρηστὸς ὢν ποιεῖ . Ὡς ἡδὺ συνέσει
† ἐργάζεται . Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου . Οὐδεὶς ὃ νοεῖς μὲν οἶδεν , ὃ δὲ ποιεῖς βλέπει
6375140 ἀμεμφεα
νιν ἀμφέβαλεν ἀϊόνα πορφυρέαν , κόμαισί τ ' ἐπέθηκεν οὔλαις ἀμεμφέα πλόκον , τόν ποτέ οἱ ἐν γάμῳ δῶκε δόλιος
Αἰγίνης ἀκτῇσιν ἐπέσχεθον . αἶψα δὲ τοίγε ὑδρείης πέρι δῆριν ἀμεμφέα δηρίσαντο , ὅς κεν ἀφυσσάμενος φθαίη μετὰ νῆάδ '
6372849 ἀνταποδιδοντων
κακοῦ κυνὸς ὗν ἀπαιτεῖς : ἐπὶ τῶν καλὰ ἀντὶ κακῶν ἀνταποδιδόντων . Ἄνθρακες ὁ θησαυρός : ἐπὶ τῶν ἐφ '
τῶν τοὺς ὁμοίους φυλαττομένων . Κῶνος ἀρτοξύει : ἐπὶ τῶν ἀνταποδιδόντων . Λάβρακας Μιλησίους : ὅταν ἐν ἀγορᾷ εἰς πλῆθος
6361977 Ἱν
προσκατατάξῃ ἑαυτόν , διελεύσεται ἀσφαλῶς . Πῶς λέγεις προσκατατάξαι ; Ἵν ' , ὃ ἂν ἐκεῖνος θέλῃ , καὶ αὐτὸς
ἐκεῖθεν καὶ κεχηνέναι περὶ τὴν ὕλην , τὸ αἴτιον . Ἵν ' οὖν μὴ εἰς μακρὸν τὸν λόγον ἀποτείνων ἐκβεβηκέναι
6356509 στομαργος
τῷ Καπανεῖ . στόμαργος ] ταχὺς εἰς τὸ λαλεῖν . στόμαργος ] φλύαρος , ταχὺς εἰς τὸ λαλῆσαι . στόμαργος
. στόμαργος : ὁ μὴ ἔχων τὸ στόμα ἀργόν . στόμαργος ] κατὰ ἀντίφρασιν ὁ μὴ ἔχων ποτὲ τὸ στόμα
6348842 Ψευδης
γυναικὸς οὐδέποτε εἰκὸς γενέσθαι , οὐδὲ γὰρ νῦν οὐδαμοῦ . Ψευδὴς καὶ ὁ περὶ τοῦ Ὀρφέως μῦθος , ὅτι κιθαρίζοντι
εἰ δόξα τῆς ψυχῆς καὶ διάνοια , πῶς ἀναμάρτητος ; Ψευδὴς γὰρ δόξα καὶ πολλὰ κατ ' αὐτὴν πράττεται τῶν
6343732 Ξενον
αὐτοῦ , καλὸς ἔτι ὤν , ὑπολειφθεὶς καὶ προσδραμών , Ξένον σε , ἔφη , ὦ Ἀγησίλαε , ποιοῦμαι .
πολλοὺς τρόπους . Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε , μὴ καθυστέρει . Ξένον ἀδικήσεις μηδέποτε καιρὸν λαβών . Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν
6343417 ἀνολβος
* αἰδώς τοι πρὸς ἀνολβίῃ : διὰ τὴν αἰδῶ ταύτην ἄνολβος ἔσῃ καὶ ἄπορος αἰσχυνόμενος ἐργάζεσθαι : διὰ δὲ τὸ
ἔστω . ἐκ τῶνδ ' ἀνάγκας ἄτερ δίκαιος ὢν οὐκ ἄνολβος ἔσται : πανώλεθρος δ ' οὔποτ ' ἂν γένοιτο
6327163 παρεστω
. γυῖα : μέλη : γράφεται γονῆα . παρείη : παρέστω , ὑπαρχέτω , ὑπαρχέτωσαν . Ἀμφότερον : κατὰ δύο
καθ ' αὑτοῦ μάρτυρα , ὅτι συκοφαντεῖ . καὶ δὴ παρέστω μὲν ἁνὴρ , εἴτ ' οὖν πάρεστιν εἴτε μὴ
6327087 ἐκρανε
γέρων καὶ δυστυχὴς δακρύω . θεοῦ γὰρ αἶσα , θεὸς ἔκρανε συμφοράν . ὦ φίλος , δόμον ἔλιπες ἔρημον ,
. ὦ τέκνον , ἐς μὲν σὴν ἀνεύρεσιν θεὸς ὀρθῶς ἔκρανε , καὶ συνῆψ ' ἐμοί τε σὲ σύ τ
6325764 πατρῳ
βαίνει , οἱονεὶ τὸν πατέρα αὐτοῦ τιμᾷ . τὸ δὲ πάτρῳ , τῷ πρὸς πατρὸς θείῳ Θήρωνι . ἐπερχόμενος οὖν
πρεσβύτερος τῶν παίδων τῷ Κίμωνι Στησαγόρης ἦν τηνικαῦτα παρὰ τῷ πάτρῳ Μιλτιάδῃ τρεφόμενος ἐν τῇ Χερσονήσῳ , ὁ δὲ νεώτερος
6315058 Αἰαντειος
εἰς ΕΙΟΣ ὑπερτρισύλλαβα μὴ πλεοναζούσης τῆς ΕΙ διφθόγγου προπαροξύνεται : Αἰάντειος Ὁμήρειος γαλήνειος Ἱππάρχειος . τὸ δὲ ἀδελφειός ἀπὸ τοῦ
ἐλπισάντων νικᾶν , εἶθ ' ὑπ ' ἐκείνων ἁλόντων . Αἰάντειος γέλως : ἐπὶ τῶν παραφρόνως γελώντων . Ἀνίπτοις χερσίν
6306623 Αὐτα
ἀεὶ ἔχει καὶ οὐδὲν ἄλλο ἢ συστρέψαι αὐτὴν δεῖ . Αὐτὰ τὰ πράγματα ὁρᾶν , διαιροῦντα εἰς ὕλην , αἴτιον
καὶ τὸν μέλλοντα : περιέχειν γὰρ δοκοῦσιν τὸν ἐνεστῶτα . Αὐτὰ μὲν οὖν καθ ' αὑτὰ λεγόμενα τὰ ῥήματα .
6302656 εὐδαιμονοιης
ζῆι : πρῶτα γάρ σοι τἀγάθ ' ἀγγέλλειν θέλω . εὐδαιμονοίης μισθὸν ἡδίστων λόγων . κοινῆι δίδωμι τοῦτο νῶιν ἀμφοῖν
φεῦ ] ἰδίᾳ τὸ “ φεῦ ” γραπτέον . Γ εὐδαιμονοίης ὥσπερ ἡ μήτηρ ποτέ : σκώπτει αὐτὴν ὡς λαχανόπωλιν
6301947 Βελτιω
, καὶ ἐκάλλυνε τὰ βασίλεια , καὶ ἦν ἐπιμελής . Βελτίω οὖν αὐτῷ στολὴν ὁ ἐπιστάτης δίδωσι , καὶ ἐκ
ἀμβλυώττοι καὶ παρορῴη ἢ οἷς ἄκων ; Οἷς ἑκών . Βελτίω ἄρα ἥγησαι τῶν σαυτοῦ τὰ ἑκουσίως πονηρὰ ἐργαζόμενα ἢ
6301392 Τεθνηκεν
ζημίας μεγάλας φέρει . Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν . Τέθνηκεν ἀνθρώποισιν ἅπασα χάρις . Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν
τόδ ' : ἦ τέθνηχ ' ὁ Πηλέως γόνος ; Τέθνηκεν , ἀνδρὸς οὐδενός , θεοῦ δ ' ὕπο ,
6299241 Πενης
θέλῃς ποτέ , μυστήριόν σου ψευδὲς αὐτῷ προσανάθου . } Πένης ὑπάρχων ἂν γένῃ ποτὲ πλούσιος , μέμνης ' ἐκείνης
ἀδελφόν : ᾐδέσθη τὴν φύσιν , καὶ τὰ τοιαῦτα . Πένης μετὰ δύο υἱῶν ἔλιπε τὴν τάξιν . ἐμονομάχησε καὶ
6297966 λυσιτελης
ψευδόμενος ἐπικαλεῖν , ἀπὸ τῶν οἰκείων παθῶν , ὡς οὐ λυσιτελής ἐστι πρὸς ὑγίειαν ἢ ζωήν . Γένοιτο δ '
ὑποσχέσεων ; εἰ οὖν αὐτὸς θάνοι , οὐδ ' ἡμῖν λυσιτελής ἐστιν ἡ ζωή . ἀλλ ' ἐξελοῦ τοῦτον τοῦ
6289492 Πολλοις
Εἰ δ ' οὐ γένηται , τὴν κάκωσιν δεῖ λέγειν Πολλοῖς χρόνοις ᾧτινι θάνατος πέλος . Ταῦτα Σελήνη δώδεκα τόποις
δὲ γενήσεται σακέλλων ἐπιτιθεμένων τῷ καταπλάσματι , ἢ πυριατηρίων . Πολλοῖς μὲν δὴ εἰς τὸ οὐρηθῆναι τὸν λίθον ἤρκεσε καὶ
6285049 αὐθαιρετοι
' οἷς ἐτάχθησαν . ΑΛΛΩΣ . ΑΥΤΟΜΑΤΟΙ δὲ , ἤγουν αὐθαίρετοι : λεληθότως γὰρ ἐπέρχεται τὰ κακά . . ΕΠΕΙ
εἰσὶν δὲ οἳ καὶ θεῶν παῖδες [ ] ὄντες [ αὐθαίρετοι ] ? ? | πλεῖν οὐκ ἠσχύνοντο . .
6284479 ἀχρηστων
μεγάλη πρὸς τῷ ὠκεανῷ . Γαλῇ χιτώνιον : ἐπὶ τῶν ἀχρήστων . Γαλλιστὶ τεμεῖν : ἐπὶ τῶν ἀφροντίστως ἀπαλλαγὴν πραγμάτων
τὰ χρηστά , οὕτω καὶ τὸ συμβουλευτικὸν ἀπὸ μὲν τῶν ἀχρήστων ἀποτρέπει , προτρέπει δὲ ἐπὶ τὰ χρηστά . τὸ
6282077 Ἐχθρων
' αὖ ἐπιχείρησιν αὖθις πραγμάτων Δυστυχίαν δίδωσιν εἰς τοὐναντίον , Ἐχθρῶν κατ ' αὐτῶν δείκνυσιν εὐτυχίαν . Ἐν ὀγδόῳ δὲ
παραπεσόντων . Ἐν γῇ πένεσθαι μᾶλλον ἢ πλουτοῦντα πλεῖν . Ἐχθρῶν ἄδωρα δῶρα κοὐκ ὀνήσιμα : ἐπὶ τῶν ἀλυσιτελῶν δώρων
6280830 αἱματηρα
] εὐφραίνει . κροκοβαφὴς ] ἀντὶ μιᾶς . κροκοβαφὴς ] αἱματηρά . ἅτε ] καθά . ξυνανυτεῖ ] συμπληροῦται .
ἀναμεμιγμένον καὶ συγκεκραμένον τῷ χολώδει ἰῷ . * φοινίσσοντα : αἱματηρά αἵματι βεβαμμένα * κατέδραμον : καταρρέουσιν αἱ δ '
6275576 ζηλοτυπειν
καὶ ὑβρίζων μετὰ εὐνούχων καὶ γυναικῶν , καὶ διὰ τοῦτο ζηλοτυπεῖν αὐτὸν τὴν τῶν τράγων τε καὶ ὄνων εὐδαιμονίαν ;
καταλέλοιπεν . ὅρα οὖν καὶ σὺ μὴ νῦν δοκοῦσα φίλτρῳ ζηλοτυπεῖν τὸν ἄνδρα , ἐξαίφνης αὐτὸν καταλείπῃς . παρὰ τὰ
6274659 Ὀνος
ἢ ἐπὶ τῶν ὧν βούλονται τυγχανόντων . Ὁμοία τῇ : Ὄνος εἰς ἄχυρα . Ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ ' ὀρθόν :
Ὄνος εἰς Κυμαίαν : ἐπὶ τῶν παραδόξων καὶ σπανίων . Ὄνος ὕεται : ἐπὶ τῶν μὴ ἐπιστρεφομένων . Ὄνου θανάτους
6274353 διωγμασιν
χθονία ἠδ ' οὐρανία πάλιν αὐτή , ἐγκυκλία , παίκτειρα διώγμασιν ἠεροφοίτοις , ἣ φάος ἐκπέμπεις ὑπὸ νέρτερα καὶ πάλι
: ἐκπεφεύγασιν γάμοι με . κεἰ μὲν ἦν ἁλώσιμος ναῦς διώγμασιν , πονήσας εἷλον ἂν τάχα ξένους : νῦν δὲ
6273091 ἀναυδατῳ
δῆθ ' ] ἀντισπαστικὰ ἡμιόλια βʹ καὶ ἓν μονόμετρον . ἀναυδάτῳ μένει ] ὅμοια ἡμιόλια γʹ . διήκει δὲ καὶ
πλαγὰν ] δόμοισι καὶ σώμασιν πεπλαγμένους , [ ἐννέπω ] ἀναυδάτῳ μένει ἀραίῳ τ ' , ἐκ πατρὸς δ '
6272105 βληχρος
ὑποκειμένη θερμότης . Ὁ δὲ μαρασμός ἐστι πυρετὸς ἀδιάλειπτος , βληχρός , ἐκδαπανῶν καὶ καταμαραίνων τὰ στερεὰ τοῦ σώματος μόρια
τὴν λέξιν ἐπὶ μὲν τοῦ ἀσθενοῦς ἀπὸ τοῦ βέβληται : βληχρός , ὁ καταβεβλημένος καὶ πεπτωκώς , ἀπὸ τῶν παλαιόντων
6267145 ἐπιλανθανομαι
πρὸς φόβου σύ , ἐπερείδομαι , γεννῶμαι , ἀντεπερείδομαι , ἐπιλανθάνομαι , πειθαρχῶ , συμφωνῶ - , ἀποδημῶ , ὑπομένω
ταύτῃ γέγηθα : ταύτῃ , τῇ Πολυξένῃ , χαίρω καὶ ἐπιλανθάνομαι τῶν ἐπισυμβάντων μοι κακῶν : ἀπίθανα ταῦτα : οὐ
6261494 νεογνος
φριξαύχεν ' οὐ μόνον γυνή , παῖς δ ' ἂν νεογνὸς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ κλίνοι παλαιστοῦ παντὸς εὐμαρέστερον . φίλων
φριξαύχεν ' οὐ μόνον γυνή , παῖς δ ' ἂν νεογνὸς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ κλίνοι παλαιστοῦ παντὸς εὐμαρέστερον φίλων γε
6258197 πραϋνεται
συμβαίνει εὔκρατον εἶναι . Ἐν δὲ ταύτῃ τῇ . ἡμέρᾳ πραΰνεται καὶ τὸ θυμοειδὲς τῶν ζώων : διότι καὶ ἡ
τὸν οἶνον , κἂν μηδέπω διψῶσι , κελεύειν προσφέρεσθαι : πραΰνεται μὲν γὰρ αὐτοῖς εὐθέως ὁ λιμὸς ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ
6250135 εὐλογια
εὐποτμία , εὐθηνία , εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία ,
καὶ μέγεθος τῶν καλῶν ἐπίδοσις . τρίτη δ ' ἐστὶν εὐλογία , ἧς ἄνευ βεβαιώσασθαι τὰς προτέρας χάριτας οὐκ ἔστι
6249894 δυσαρεστος
. κατ ' ἔνδειαν τοῦ γ : ἀμίσγαλλος , ὁ δυσάρεστος , ὁ μὴ ἄλλῳ μισγόμενος . . . .
καθόλου τῆς τιμωρίας ἀπαλλάξαντες . ταῦτα μέν τις εἶπεν ἀνὴρ δυσάρεστος , ὡς ἐγὼ δοκῶ , καὶ πολλὰ λελυπημένος κατὰ
6247446 Πῃ
ἀλλ ' ἀπίθανος εἴη ὁ ἄγνωστα ἀναγκάζων αὐτὰ εἶναι . Πῇ δή , ὦ Παρμενίδη ; φάναι τὸν Σωκράτη .
. Οὐκοῦν καὶ ὅμοιά τε καὶ ἀνόμοια δόξει εἶναι ; Πῇ δή ; Οἷον ἐσκιαγραφημένα ἀποστάντι μὲν ἓν πάντα φαινόμενα
6243705 μετατροπος
] πάνδυρτον δύσθροον αὐδάν . δαίμων γὰρ ὅδ ' αὖ μετάτροπος ἐπ ' ἐμοί . ἥσω τοι τὰν πάνδυρτον ,
Ἄγ ' ἐπείγετέ νυν ἐν ὅσῳ σοβαρὰ θεόθεν κατέχει πολέμου μετάτροπος αὔρα : νῦν γὰρ δαίμων φανερῶς εἰς ἀγαθὰ μεταβιβάζει
6241569 ὠχριασας
γὰρ αὐτῶν ἡ χροιά . Γ ὡρακιάσας : οἷον Γ ὠχριάσας Γ ἢ ἐκλυθεὶς ἢ Γ λιποψυχήσας Γ ἢ ἀθυμήσας
ὁ δὲ Ξάνθος : ” τί τοῦτο ; “ Αἴσωπος ὠχριάσας ἔφη ” οἱ δύο χοῖροι πόσους πόδας ἔχουσιν ;
6240377 Ὁδ
αὐτὴν ὡς τὴν ἀρχὴν ἀπολελωκότα διαφθαρείη τε καὶ μαρανθείη . Ὁδ ' ἐφ ' ἥπατι κακῶς διατεθέντι λεγόμενος τεταρταῖος κατ
αὐτὴν ὡς τὴν ἀρχὴν ἀπολελωκότα διαφθαρείη τε καὶ μαρανθείη . Ὁδ ' ἐφ ' ἥπατι κακῶς διατεθέντι λεγόμενος τεταρταῖος κατ
6239631 χλευασια
δὲ μόνον ὁ κατάγελως : ὁ γὰρ χλευασμὸς καὶ ἡ χλευασία καὶ τὸ διασύρειν δηλοῖ , ὥσπερ καὶ ὁ χλευαστικὸς
, ἄνεσις προσώπου , καγχασμός : καὶ ἑτέρας χρείας χλευασμός χλευασία , κατάγελως . γελᾶν , μειδιᾶν ὑπομειδιᾶν ἐπιμειδιᾶν ,
6238464 μεγαλοδωρος
διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφονται : οἷον , Ἀθηνόδωρος : μεγαλόδωρος : αἰχμάλωτος : ἀνάλωτος . Τὰ παρὰ τὸ καριν
αὐτοὶ τοῖσδεσιν ἐμπελάζουσι διὰ νοῦ τυφλότητα καὶ ἀγνωμοσύνην . τύχη μεγαλόδωρος , ἀλλ ' ἀβέβαιος , φύσις δὲ αὐτάρκης :
6236584 Τοὐναντιον
ἀνάγκη συμβαίνειν ; Ναί , τοῦτό γε οὕτως ἔχει . Τοὐναντίον δέ γε αὖ μεταβαλόντα , εἰ ἄρα δεῖ τινα
οὐ σωφρονοῦσιν οὕτω πράττοντες ; Συνδοκεῖ μοι , ἔφη . Τοὐναντίον ἄρα ἐστὶν τὸ ἀφρόνως πράττειν τῷ σωφρόνως ; Ἔφη
6228845 ἐπιζημιος
ὁ τοιοῦτος καὶ παράνομός ἐστι καὶ ἀσεβὴς καὶ τοῖς χρωμένοις ἐπιζήμιος , ῥᾴδιον καταμαθεῖν . τίς γὰρ οὐκ ἂν ὁμολογήσειε
παράσημος , αὐτόμολος , ἄπιστος , βλαβερός , ζημιώδης , ἐπιζήμιος , νόμοις ἐχθρός , καταλύων τὴν δημοκρατίαν , συγχέων
6227804 μεμνης
, σὸν τὸ νικητήριον . Ὦ χαῖρε καλλίνικε : καὶ μέμνης ' ὅτι ἀνὴρ γεγένησαι δι ' ἐμέ : καί
τοῦτο καρπὸν τὸ δάκρυον . χαλκοῦς ὀφείλεις πέντε μοι . μέμνης ' ; ἐγὼ σοὶ πέντε χαλκοῦς , σὺ δέ
6226895 ἡσυχων
, ἀλλὰ λήξαντες πόνων ἄστη φυλάσσεθ ' ἥσυχοι μεθ ' ἡσύχων . σμικρὸν τὸ χρῆμα τοῦ βίου : τοῦτον δὲ
, νῦν δ ' αἰπόλῳ ἀνδρὶ ἔοικας : ἐπὶ τῶν ἡσύχων μὲν πρῶτον καὶ ἡμέρων , ἔπειτα δὲ ἀγρίων :
6221941 δυσπονητε
' ἐκλείπω λέγων κακῶν ἃ Πέρσαις ἐγκατέσκηψεν θεός . ὦ δυσπόνητε δαῖμον , ὡς ἄγαν βαρὺς ποδοῖν ἐνήλου παντὶ Περσικῷ
] ἡ τύχη . . ὦ δυσπόνητε ] ὦ δαῖμον δυσπόνητε καὶ χαλεποὺς πόνους ἡμῖν ἐμποιήσας , ὡς λίαν βαρὺς
6216305 παντοδαπος
ἀδεές , νομίσας πλέον τι τῶν ἄλλων ἐπίστασθαι αὐτόν , παντοδαπὸς ἦν ἱκετεύων μὴ φθονῆσαι μηδένα τρόπον , ἀλλὰ φράσαι
. τί ἐκ τῶνδ ' εἰκάσαι † λόγος πάρα ; παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼν ἀλγύνει κυρήσας , πικρὸν δ
6211335 ὀξυθυμος
ἐν τῷ ξύλῳ ] ἤγουν ἐν τῇ ποδοκάκκῃ . Γ ὀξύθυμος ] θυμικὸς καὶ πρὸς ὀργὴν εὔκολος . Γ δῶ
: ἤτοι ἄσιτος . χὡνὴρ ὄξος ἄγαν : ἀντὶ τοῦ ὀξύθυμος καὶ ἀκρόχολος . ἀφίκευ : ὑπόστρεψον . καὶ ὑποστρέψας
6210917 κακοχαρτος
, ὁ ταραχώδης καὶ κακόχαρτος ἐπακολουθήσει τοῖς ἀνθρώποις . δυσκέλαδος κακόχαρτος : ἀντὶ τοῦ οἱονεὶ ὁ ταραχώδης καὶ στασιώδης ἢ
ὅρκον ὀμεῖται . ζῆλος δ ' ἀνθρώποισιν ὀιζυροῖσιν ἅπασι δυσκέλαδος κακόχαρτος ὁμαρτήσει στυγερώπης . καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ
6210520 Ποτερος
καὶ ἀμφισβητησίμω δεῦρο ἰόντων ἀγωνιουμένω τὰ νῦν τῷ λόγῳ . Πότερος τοίνυν πρότερος ἡμῖν τοῖς δικασταῖς τὰ αὑτοῦ δίεισιν ;
ἀγαθόν , βραδυτὴς δὲ κακόν ; Ἀλλὰ τί μέλλει ; Πότερος οὖν ἀμείνων δρομεύς , ὁ ἑκὼν βραδέως θέων ἢ
6207431 Καρτα
ῥηϊδίην καὶ ἀναμάρτητον ἕξιν , ἣν δὴ ἰητρικὴν προσαγορεύομεν . Κάρτα γὰρ μεγάλην ὠφελίην περιποιήσει τοῖσί γε νοσέουσι καὶ τοῖσι
τε καλλίστην τῶν ἐν Ἕλλησι προσφέρεαι καὶ ἄνδρας ἀρίστους . Κάρτα τε δὴ Ξέρξῃ ἄπιστα ἐφαίνετο τὰ λεγόμενα εἶναι ,
6204975 ἐκβολαν
φόρτοι ἀπώλεσαν , οἷς κέρδος ἦν συγκαταδῦναι τοῖς κύμασιν . ἐκβολὰν φέρει ] ἔκπτωσιν ὑπομένει . . ἀλφηστῶν ] ἐφευρετῶν
. θΞ ἐκβολὰν ] ῥῖψιν . ἐκβολὰν ] ἐκφόρευσιν . ἐκβολὰν ] ἔκπτωσιν . θ φέρει ] πάσχει . φέρει
6204540 διαγωγη
κατὰ τὸ ἁρμόζον ἀνθρωπίνῃ φύσει , οἷς ἡ ἐν βίῳ διαγωγὴ ἐν διηνεκεῖ ῥύσει καὶ μεταβολῇ παντοίᾳ ὑπάρχει , ἐπεὶ
τις τῷ βίῳ : Ἐπιτήδευμα , ἀσχόλημα , δίαιτα , διαγωγὴ , πρόφασις , ἀφ ' ἧς μέλλομεν περὶ τὰ
6203887 ἀποτροπαιε
εὐφυῶς ἐσχετλίασεν ἐπάγων τὸ ” ἀλεξίκακε “ , τουτέστιν ” ἀποτρόπαιε “ καὶ ” ὦ τὰ δεινὰ ἀπείργων “ .
παντελῶς , κατὰ πάντα τρόπον , ἐξ ὁλοκλήρου . Ἄπολλον ἀποτρόπαιε : ὁ ἀποτρέπων τὰ δεινά , ἀλεξίκακος γὰρ ἦν
6202710 κυμαινοντ
κυμαίνοντ ' ] ταραχώδη . κυμαίνοντ ' ] ἐπηρμένα . κυμαίνοντ ' ] θρασέα , βλάσφημα . θ ἔπη ]
γεγωνᾷ ἀσυνδέτως ἐξήνεγκεν . θ κυμαίνοντ ' ] ἀλαζονικά . κυμαίνοντ ' ] ταραχώδη . κυμαίνοντ ' ] ἐπηρμένα .
6200871 πολυχειρ
διὰ τοῦ ι γράφουσι : τὸ αὐτόχειρ : ἑκατόγχειρ : πολύχειρ , διὰ τῆς ει διφθόγγου γραφόμενα σύνθετά ἐστι παρὰ
νιν κατέπεφνεν αἰσχίσταις ἐν αἰκίαις . Ἥξει καὶ πολύπους καὶ πολύχειρ ἁ δει - νοῖς κρυπτομένα λόχοις χαλκόπους Ἐρινύς .
6199322 μανθανομενα
τῶν γε λόγου ἀξίων μέχρι πολλοῦ , διδασκόμενά τε καὶ μανθανόμενα ἐντὸς τοίχων μόνον ἐγνωρίζετο . ἐπὶ δὲ τῶν θυραίων
νομίζεται ; πότερον αἰσθήσει τινὶ ἢ δηλώσει , ὥσπερ τὰ μανθανόμενα μανθάνεται δηλούσῃ τῇ ἐπιστήμῃ , ἢ εὑρέσει τινί ,
6199238 συμπονων
. συνεργὸς μὲν γὰρ ὀξυτόνως ὁ περί τι ἔργον ἀνεπιτήδειον συμπονῶν , σύνεργος δὲ προπαροξυτόνως ὁ τὸ αὐτὸ μετιὼν οἷον
εὐχαριστίας , τῇ συστρατήγου προσδραμὼν κατοικίᾳ . Τοιαῦτα μὲν σὺ συμπονῶν τοῖς οἰκέταις : ἐπεὶ δὲ ποινῆς ἐξεπληρώθη στόμα ποινὴ
6197796 εὐθαρσης
ἔν γε μὴν ταῖς εὐπραξίαις σωφρονεῖν ἐπιστάμενος ἐν τοῖς δεινοῖς εὐθαρσὴς ἐδύνατο εἶναι . καὶ τὸ εὔχαρι οὐ σκώμμασιν ἀλλὰ
καὶ ἀτρεής καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ ἀτρεκής , ὁ γὰρ εὐθαρσὴς καὶ εὔτολμος τὴν ἀλήθειαν λέγει , ὁ δεδοικὼς δὲ
6194697 Γραων
διαπονουμένους , ὑπερασπίσαι τε τοῦ ἀδελφοῦ καὶ εἰπεῖν τοῦτο . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γηράσκω αἰεὶ
βακχεύει : ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν τι διαπραττομένων . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γραῦς ἀνακροτήσασα
6194110 εὐθυμος
εὔοπλος : ἡ δὲ ποδῶν ἀρετὴ εὐποδία . εὔφορος , εὔθυμος , θυμοειδής , εὐσχήμων , εὐπρεπής , μεγαλοπρεπής ,
θυμοῦσθαι , θυμούμενος , θυμικός , θυμοειδής , ἄθυμος , εὔθυμος , εὐθυμία , ἀθυμία , ἀθυμῶν , ἀθυμοῦσιν ὡς
6193210 ἐφευρισκουσα
φρόνησις καὶ πρακτικὸς νοῦς ὡς ταῖς πρακτικαῖς ἀρεταῖς τοὺς τρόπους ἐφευρίσκουσα , τοὺς πρὸς τεῦξιν συμβαλλομένους τῶν σκοπῶν καὶ τῶν
ἀγαθὸν ἐπιτυγχάνει τῶν σκοπουμένων , τὰ πρὸς αὐτὸν συντελοῦντα εὐφυῶς ἐφευρίσκουσα . διὰ τοῦτο καὶ Ἀριστοτέλης ἐπάγει τοῖς εἰρημένοις ,
6192483 νηπυτιος
' οὗ τριβωνευόμενοι οἱ τεχνάζοντες . ἐπεί , φησί , νηπύτιός ἐστιν , οὐκ ἂν εἴη ἔμπειρος τῆς ἡμετέρας ἐνταῦθα
' οὗ τριβωνευόμενοι οἱ τεχνάζοντες . ἐπεί , φησί , νηπύτιός ἐστιν , οὐκ ἂν εἴη ἔμπειρος τῆς ἡμετέρας ἐνταῦθα
6190942 αὐταρκεια
φθονεῖται , Ὁ μέσως δὲ βίος κεκραμένος δίκαιός ἐστιν , αὐτάρκεια γὰρ πρὸς πᾶσιν ἡδονὴ δικαία . Πλειστάκις ἀδικούμενός τις
σὺ σῶσον νῦν τὴν Πολυξένην : ἀντὶ τοῦ παρατίθημι : αὐτάρκεια τῶν ἀποθανόντων μου τέκνων : † ταύτῃ γέγηθα :
6181461 ἐθελουργος
κοῦφος , ἐλαφρός , δρομικός , ὀξύς , φιλεργός , ἐθελουργός , φιλόπονος , φιλοκίνδυνος , ἀγωνιστής , θαρσαλέος ,
γαυρούμενος , γαυριώμενος , κυδρός , κυδρούμενος , ἐλευθέριος , ἐθελουργός , ἱππαστής , ἀγλαός , φρονηματίας , ἀλαζών ,
6177581 εὐμαθης
νέος , σώφρων , μνήμων , ἀνδρεῖος , μεγαλοπρεπής , εὐμαθής . Εἰ μὲν οὖν τι τούτων ἐνδεῖ ἡμῖν τῶν
. ἰδιώματα τοῦ πρὸς τὴν τῆς πόλεως ἐπιτροπὴν ἐπιτηδείου . εὐμαθής μνήμων μεγαλοπρεπής εὔχαρις φιλαλήθης δίκαιος ἀνδρεῖος σώφρων ἔμμετρος .
6177434 Λιαν
πανοῦργος γέγονεν . Θ . . . ὡς πολὺ : Λίαν καταπολύ . μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε :
σοι αὐτὸν ἐν μιᾷ νυκτί . Καὶ ἔγνω Ἰακὼβ τὴν Λίαν , καὶ συλλαβοῦσά με ἔτεκε : καὶ διὰ τὸν
6175246 εὐμαθια
εὐθηνία , εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , εὐνομία ,
. Ἔστιν δέ γ ' , ἔφην , ἡ μὲν εὐμαθία ταχέως μανθάνειν , ἡ δὲ δυσμαθία ἡσυχῇ καὶ βραδέως
6174634 τοιχωρυχων
' ; Ἐμὲ τουτονί . Ἦ τῶν πονηρῶν ἦσθα καὶ τοιχωρύχων ; Μὰ Δί ' , οὐ μὲν οὖν ἐσθ
ἄρα . Θ . . . ἦσθα : Ὑπῆρχες . τοιχωρύχων : Κλεπτῶν . . διὰ τοῦτο ταῦτα ἔπαθες .
6173698 Βασανος
τῶν κατ ' ἀρχὰς ἠρεμούντων , ὕστερον δὲ ταρασσόντων . Βάσανος λίθος : ἐπὶ τῶν ἐξεταζομένων ἐν λόγοις , παρόσον
τὴν παρθενίαν αἰτήσασθαι καὶ τὰς ἀπαρχὰς παρὰ τῶν ἀνθρώπων . Βάσανος λίθος : ἐπὶ τῶν ἐξεταζομένων ἐν λόγοις , παρόσον
6171478 ἀβιωτος
χείρω γίγνεσθαι : ἀλλὰ μὴν ταῦτά γε μὴ αἰσθανομένῳ μὲν ἀβίωτος ἂν εἴη ὁ βίος , αἰσθανόμενον δὲ πῶς οὐκ
ἐνεχείρισα . σκέψασθε δὲ καὶ τόδε . πῶς οὐκ ἂν ἀβίωτος ἦν ὁ βίος μοι πράξαντι ταῦτα ; ποῖ γὰρ
6171126 στεναγματων
τοῦ Ἅιδου , ὅθεν καὶ τὸ ὄνομα εἴληπται ἀπὸ τῶν στεναγμάτων τῶν ἐν αὐτῇ . οὕτως Ἡρωδιανός . . .
κατὰ χθονὸς νεκρῶν ἀπύσατ ' ἀπύσατ ' ἀντίφων ' ἐμῶν στεναγμάτων κλύουσαι . ὦ παῖδες , ὦ πικρὸν φίλων προσηγόρημα
6170676 Δοξα
ἰδιώτῃσιν , ἐπεὶ οὐδέποτε βλαβερὸν τῆς ἀρετῆς τὸ ἄμετρον . Δόξα δὲ νούσου γίνεται τὸ ὑπερβάλλον διὰ τὴν τῶν κρινόντων
δὲ μή , τοῦ τοῦτο φρονοῦντος . Οὐδὲν γάρ . Δόξα ἄρα ἀληθὴς πρὸς ὀρθότητα πράξεως οὐδὲν χείρων ἡγεμὼν φρονήσεως
6165609 πολυλογος
] εὑρεσιλόγος , εὑρεσιολόγος . , ἐφευρετὴς λόγων ψευδῶν , πολύλογος , ἑτοιμολόγος . , λόγους ἐφευρίσκων εὑρίσκων καὶ ἀπολογίαν
. Κηφισοδήμῳ ] καὶ οὗτος Ἀθηναῖος , ῥήτωρ καὶ ξυνήγορος πολύλογος . κἀπεμορξάμην : ἔκλαυσα . ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος .
6165231 εὐδικια
εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , εὐνομία , εὐδικία , εὐπαιδία , εὐγαμία , εὐτεκνία , εὐγένεια ,
. πρόδικος προδικεῖν , προδικάσασθαι προδικασία ὡς Ἀντιφῶν . καὶ εὐδικία εὐθυδικία , καὶ αὐτοδικεῖν . καὶ ἐκδικάζεσθαι , καὶ
6164629 αὐλησις
καὶ ἡ ἑκάστου αὐτῶν ἑρμηνεία , οἷον ἥ τ ' αὔλησις καὶ ἡ ᾠδὴ καὶ τὰ λοιπὰ τῶν τοιούτων :
ξένους : ἔνθεν Ἀριστοφάνης τὸν συκοφάντην Ἀβυδοκόμην εἶπεν . Ἀγαθώνιος αὔλησις : ἡ μαλακὴ , καὶ μήτε πικρὰ μήτε χαλαρὰ
6163682 αἰανη
τὰ παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . . αἰανῆ ] ἀχλύος γέμοντα . βάγματα ] φωνήματα . .
πέμποντος . παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . αἰανῆ ] σκοτεινά , ἀχλύος γέμοντα . δύσθροα ] δύσφημα
6162696 Ξυνος
. ταῦτ ' ἐστὶ πρὸς ἃ καὶ Ὅμηρος βλέπων ἔφη Ξυνὸς Ἐνυάλιος καί τε κτανέοντα κατέκτα . ᾔδει γὰρ τῆς
ξένιζε κἀπιχώριον ποίει : πρὸς τοὺς δεξιοὺς καὶ φιλοξένους . Ξυνὸς Ἐνυάλιος : ἐπὶ τῶν κοινῇ τι εὑρισκομένων . Ξύλον
6161125 διεξαγων
ἀνήκεστον πρᾶξαι κατὰ τῆς πατρίδος . ὁ δὲ τυραννικῶς ἤδη διεξάγων αὐτὸν μὲν προέωσε πρηνῆ ἐπὶ τὴν γῆν , τοῖς
] στρέφων . νωμῶν ] καὶ μαντευόμενος . νωμῶν ] διεξάγων . θΞ φρεσὶ ] διανοίᾳ . φρεσὶ ] ἐν
6158709 πολυπλασιαζομενος
πέντε λήγει . τετράγωνον δὲ λέγεται , ἐπειδὴ πᾶς ἀριθμὸς πολυπλασιαζόμενος τετράγωνον ἀριθμὸν ἀποτελεῖ , οἷον τρὶς τρεῖς ἐννέα ,
τὸν τετραγωνισμόν . πᾶς δὲ ἀριθμὸς ὁ ὑφ ' ἑαυτὸν πολυπλασιαζόμενος τετράγωνος λέγεται , ὡς τὸ τρὶς τρεῖς ἐννέα .
6156906 ἀνατριψιν
ἀπηφρισμένον . ἡ δὲ χρῆσις αὐτοῦ γινέσθω μετὰ τὴν ἑωθινὴν ἀνάτριψιν πρὸ τῶν γυμνασίων καὶ λουτρῶν . ἔξεστι δὲ καὶ
ἐργάζεται : ἡ δὲ χρῆσις αὐτοῦ γιγνέσθω μετὰ τὴν ἑωθινὴν ἀνάτριψιν , πρὸ δύο ὡρῶν τῶν τε γυμνασίων καὶ τοῦ

Back