' ἀνάρσιος , νῦν δ ' αὖτε σωτὴρ ἴσθι καὶ παιώνιος , ἄναξ Ἄπολλον . τούς τ ' ἀγωνίους θεοὺς
θεῶν : οἷον ἀντικειμένους ἡμῖν ὁρῶ τοὺς θεούς . οὐ παιώνιος , ἀλλὰ φθαρτικός . πατρὶ παιδός . σημείωσαι τὸ
7591503 ὀσσα
ἀντὶ τοῦ ἐπὶ τοὺς Κρῆτας . . . . . ὄσσα : ὅτι ὄσσα ἡ θεία κλῃδών , οἱ δὲ
ἔννεκ ' ἐυσφύρω : οὔτως ἀνυσίεργος , φιλέει δ ' ὄσσα σαόφρονες . οὐ γὰρ εἰς ἀκίρας οὐδ ' ἐς
7446337 πορσυνεται
πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλὴς ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῖ χὠ στόλος πορσύνεται . Ἀλλὰ δέδοικ ' , ὦ παῖ , μή
, ὅτ ' ἀμπνεύσωσι φόβοιο . Τοίην καὶ ῥίνη τεκέων πορσύνεται ἀλκήν , ἀλλ ' οὐκ εἰς νηδὺν κείνῃ δύσις
7436509 κυλινδει
: φθονερὰ δ ' ἆλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει χαμαὶ πετοῖσαν . ἐμοὶ δ ' ὁποίαν ἀρετάν ἔδωκε
Βορέας μὲν γὰρ ἀπὸ τῆς ἄρκτου πνέων μετέωρος μέγα κῦμα κυλίνδει : τὴν γὰρ ἀπὸ τοῦ μεταρσίου φορὰν ἐπὶ τὸ
7386144 κακαν
λειμώνι ' ἔπαυλα μηνῶν ἀνήριθμος αἰὲν εὐνῶμαι χρόνῳ τρυχόμενος , κακὰν ἐλπίδ ' ἔχων ἔτι μέ ποτ ' ἀνύσειν τὸν
ἀπὸ λόγων ποριζομένοις ἀγαθὸν εἶναι . ἡμεῖς δὲ ἐτηρήσαμεν πᾶσι κακὰν τὸ τοιοῦτο γενόμενον : οὐδὲν γὰρ τῶν μὴ ἀργῶν
7385681 διωγμασιν
χθονία ἠδ ' οὐρανία πάλιν αὐτή , ἐγκυκλία , παίκτειρα διώγμασιν ἠεροφοίτοις , ἣ φάος ἐκπέμπεις ὑπὸ νέρτερα καὶ πάλι
: ἐκπεφεύγασιν γάμοι με . κεἰ μὲν ἦν ἁλώσιμος ναῦς διώγμασιν , πονήσας εἷλον ἂν τάχα ξένους : νῦν δὲ
7342784 κακοπαθεια
. συκῆς ἐρριμμένου : τῆς ἀγρίας συκῆς . σπουδή : κακοπάθεια , ὡς καὶ Ὅμηρος : σπουδῇ τ ' ἐξήλασσαν
δυσαέος . ” δύσπαρι δυσώνυμε , κακῶς παρωνομασμένε . δύη κακοπάθεια : “ ἦ γάρ με δύη ἔχει πολλή .
7334240 αἱματηρα
] εὐφραίνει . κροκοβαφὴς ] ἀντὶ μιᾶς . κροκοβαφὴς ] αἱματηρά . ἅτε ] καθά . ξυνανυτεῖ ] συμπληροῦται .
ἀναμεμιγμένον καὶ συγκεκραμένον τῷ χολώδει ἰῷ . * φοινίσσοντα : αἱματηρά αἵματι βεβαμμένα * κατέδραμον : καταρρέουσιν αἱ δ '
7254357 παρεουσα
. σὺν δ ' Ἄρηι Κύπρις καὶ ἅμ ' Ἠελίῳ παρεοῦσα αἰθροβάτας τεύχει , σχοίνοις τρίβον ἐξανύοντας . ἢν δὲ
γλαυκῶν σέλμα τόδε ῥοθίων . * Λύχνε , σὲ γὰρ παρεοῦσα τρὶς ὤμοσεν Ἡράκλεια ἥξειν κοὐχ ἥκει : λύχνε ,
7238763 ὀφελλεται
. ἀραγμὸς ] κτύπος . θ ὀφέλλεται ] αὐξάνει . ὀφέλλεται ] αὔξει . ὀφέλλεται ] αὔξεται . Ξ ὀφέλλεται
. θ ὀφέλλεται ] αὐξάνει . ὀφέλλεται ] αὔξει . ὀφέλλεται ] αὔξεται . Ξ ὀφέλλεται ] αὐξάνεται . θ
7234448 φυκτα
σφιν ἑκὼν δέρος ἐγγυαλίξῃ . οἱ δὲ οὕτως : οὐ φυκτά οὐκ εὔπλοα καὶ ἄπρηκτος δύσπρακτος , δυσεργής , δυσκατόρθωτος
σφιν ἑκὼν δέρος ἐγγυαλίξῃ . οἱ δὲ οὕτως : οὐ φυκτά οὐκ εὔπλοα καὶ ἄπρηκτος δύσπρακτος , δυσεργής , δυσκατόρθωτος
7223130 μετατροπος
] πάνδυρτον δύσθροον αὐδάν . δαίμων γὰρ ὅδ ' αὖ μετάτροπος ἐπ ' ἐμοί . ἥσω τοι τὰν πάνδυρτον ,
Ἄγ ' ἐπείγετέ νυν ἐν ὅσῳ σοβαρὰ θεόθεν κατέχει πολέμου μετάτροπος αὔρα : νῦν γὰρ δαίμων φανερῶς εἰς ἀγαθὰ μεταβιβάζει
7208982 ἀσημαντοις
ἀπὸ δὲ τοῦ ἆσθμα ἀσθμαίνω . . . + . ἀσημάντοις : ἀφυλάκτοις : ἐκ τοῦ σημαίνω . . .
καρχαλέοισι λύκοισιν ἐοικότες , οἵθ ' ὑπὸ νύκτα χειμερίην φονόωντες ἀσημάντοις ἐπὶ μήλοις οἴχονται , κάματον δὲ κατατρύχουσι νομήων .
7207698 Ἰρι
Ἶριν δὲ προτέρην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : βάσκ ' ἴθι Ἶρι ταχεῖα , Ποσειδάωνι ἄνακτι πάντα τάδ ' ἀγγεῖλαι ,
. . . Ε , . . βάσκ ' ἴθι Ἶρι ταχεῖα : ἡ διπλῆ ὅτι οὐκ ἔστι κοινὸν νῦν
7171672 χειραν
⌉ ὁ πατὴρ αὐτῆς τῇ χειρὶ αὐτοῦ τῇ δεξιᾷ τὴν χείραν τὴν δεξιὰν αὐτῆς καὶ εἶπεν αὐτῇ : τέκνον .
πολὺ εὐκέλαδον , εὖ ἠχοῦντα . ὠλεσίκαρπον : ὀλλύων τὴν χείραν . Παταγεῖ : ἠχεῖ . εὔθροα : εὔηχον .
7134913 θουρας
Ὁπλοσμίας ἤτοι τῆς Ἥρας ηὐτρεπισμένον καὶ ἑτοιμασθέντα ταῖς σφαγαῖς . θουρὰς ἡ ὁρμητικὴ πόρνη λέγεται ἡ κατωφερὴς ἀπὸ τοῦ θουρᾶσθαι
φοιτάδος πλάνης τῶν κακῶν τε πημάτων , ὅταν ἡ θρασεῖα θουρὰς καὶ ὁρμητικὴ κύων ἤγουν ἡ γυνὴ Διομήδους Αἰγιάλεια οἰστρήσῃ
7134467 παναιολα
ἄγοιτε . Νῦν δ ' ἄγε μοι , σκηπτοῦχε , παναίολα δήνεα τέχνης ἰχθυβόλου φράζοιο καὶ ἀγρευτῆρας ἀέθλους , θεσμόν
' ὀψὲ μιῆς ὠρέξατο βουλῆς : ὣς ἄρα καὶ κεστρῆϊ παναίολα μερμηρίζει θυμὸς ὀϊομένῳ τε δόλον καὶ ἀπήμονα φορβήν :
7126210 θρασυτερος
εἷς δέ τις αὐτῶν ἀναιδέστερος τῶν ἄλλων ὡς εἰκὸς καὶ θρασύτερος , ὡσεί τις ὑλακτικὸς κύων μεμηνὼς κατηκολούθει , καί
. Περδίκκας δὲ πυθόμενος τὴν κατὰ τὸν Εὐμενῆ νίκην πολλῷ θρασύτερος ἐγένετο πρὸς τὴν εἰς Αἴγυπτον στρατείαν : ὡς δ
7125314 αἱματηρον
Πηλέως , ὅν μοι προτείνας πόσιν ἐν ἁρμάτων ὄχοις ἐς αἱματηρὸν γάμον ἐπόρθμευσας δόλωι . ἐγὼ δὲ λεπτῶν ὄμμα διὰ
. ἀλλ ' ἥκομεν γὰρ εἰς ἀναγκαίας τύχας , θυγατρὸς αἱματηρὸν ἐκπρᾶξαι φόνον . πῶς ; τίς δ ' ἀναγκάσει
7123141 πλημμυρα
ἢ χειμῶνα σημαίνει . Ἡ ἄμπωτις βόρειον πνεῦμα σημαίνει , πλημμύρα δὲ νότιον . Ἐὰν μὲν γὰρ ἐκ βορείων πλημμύρα
οὐ πήχους . πλείω καὶ πλέω : ἄμφω Ἑλληνικά . πλημμύρα : οὐ πλήμη λεκτέον : καὶ πλημμυρίδα . πόρκος
7104097 Βακχος
παρὰ Γάγγην χῶρος τιμήεις τε καὶ ἱερός , ὅν ποτε Βάκχος θυμαίνων ἐπάτησεν , ὅτ ' ἠλλάσσοντο μὲν ἁβραὶ Ληνάων
δὲ ἀρτίως ἐπὶ τὰ πολεμικά , ὅν ποτε ὀργιζόμενος ὁ Βάκχος ἐπὶ τὸν τιμήεντα τόπον ἐπάτησεν , ὅτε αἱ ἁπαλαὶ
7090717 οὐρανι
: παραγώγως ἀντὶ τοῦ δάκνου . βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη ] ἀντὶ τοῦ ὀξέως κώκυσον οὐράνια ἄχη
στέμβονται : στένε καὶ δακνάζου , βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη , ὀᾶ : τεῖνε δὲ δυσβάυκτον βοᾶτιν
7078839 ὀπαδει
ὁρωμένην εὕδοντι καὶ στείχοντι καὶ καθημένῳ : ἑξῆς δ ' ὀπαδεῖ δόχμιον , ἄλλοθ ' ὕστερον οὐδεὶς παρανομῶν πρὸς θεοὺς
εὖ νιν ἔγˈνωκεν : θεράπων δέ οἱ , οὐ δράστας ὀπαδεῖ . φαντὶ δ ' ἔμμεν τοῦτ ' ἀνιαρότατον ,
7070349 μολοντας
οὐταμένους ἀκέσωνται : τοὺς δ ' ἄλοχοι καὶ τέκνα περιστενάχοντο μολόντας ἐκ πολέμου : πολλοὺς δὲ καὶ οὐ παρεόντας ἀύτευν
νύμφηι παρεδρεύοις . πολλοὺς μὲν ἤδη κἀπὸ παντοίας χθονὸς ξένους μολόντας οἶδ ' ἐς Ἀδμήτου δόμους , οἷς δεῖπνα προύθηκ
7067000 φορβης
: σπουδῇ τ ' ἐξήλασσαν , ἐπεί τ ' ἐκορέσσατο φορβῆς : ὣς τότ ' ἔπειτ ' Αἴαντα μέγαν Τελαμώνιον
καὶ μεταθέσει τῶν δύο συμφώνων , βρέφος : τὸ δεόμενον φορβῆς . Βράγχος , παρὰ τὴν μίμησιν τῆς γινομένης αὐτῷ
7066492 βροχοισι
νῶτον χαραχθεὶς κλίμακας ῥάνηι φόνωι , οἱ δ ' ἐν βρόχοισι δέσμιοι λελημμένοι Φρυγῶν ἀρούρας ἐκμάθωσι γαπονεῖν . Ἕκτορ ,
ἀνὰ στέγην τάχα . ! ! ! μακαρίων ] σθένος βρόχοισι καταδεῖ τὸν ἄδικον ] : βροτῶν δ ' αὖ
7065830 πρευμενης
μόρφνος ὁ ἀετὸς , ἐκ τοῦ πρᾷος καὶ εὐμενὴς ὁ πρευμενὴς , ἐκ τοῦ ἠλεὸν καὶ μάταιον ἠλέματον , ἐκ
ἀκραιφνὲς αἶμ ' ὅ σοι δωρούμεθα στρατός τε κἀγώ : πρευμενὴς δ ' ἡμῖν γενοῦ λῦσαί τε πρύμνας καὶ χαλινωτήρια
7062126 φθιμενοισιν
θοοὺς βάλλουσα λέοντας : αὐτὴ γάρ μιν ἔτευξε καὶ ἐν φθιμένοισιν ἀγητὴν Κύπρις ἐυστέφανος κρατεροῦ παράκοιτις Ἄρηος , ὄφρά τι
Αἰσχύλος ἐν Νηρεΐσιν . οἱ ὑπομνηματισταὶ παρὰ τὸ οὐχ ὁσίη φθιμένοισιν ἐπ ' ἀνδράσιν εὐχετάασθαι , ἵνα ἦι ὁ νοῦς
7055944 ἐρεισματα
ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων . ” ἕρματα τὰ ἐρείσματα : “ ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις , ὑπὸ δ '
ἀθυμητέον : ἐλπὶς γάρ , ἐλπὶς τὰ βέβαια τῆς κακίας ἐρείσματα κράτει θεοῦ διακοπῆναι . τοιγαροῦν ὁ δίκαιος καὶ ἐν
7055620 νηνεμον
δεσμὰ καὶ βρόχους λαβὼν χεροῖν : εἰ μὴ γὰρ οἶδμα νήνεμον γενήσεται , οὐκ ἔστιν ἐλπὶς τοῖς ξένοις σωτηρίας .
τῶν ἀνηκουστούντων : ὡς καί : Ἀνέμῳ διαλέγῃ . Αἰθέρα νήνεμον αἱρήσεις : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων ἐπ ' ἀνηνύτοις
7054239 ἀλγεσιν
ἄχος δέ με δέχνυται αἰνὸν ἐκ Τρώων στυγεροῖσιν ἐπ ' ἄλγεσιν οἰωθεῖσαν . Ἦ ῥα λιλαιομένη χθόνα δύμεναι : οὐ
σχετλία , τάδε πάσχομεν ἄλγη οἰχομένας πόλεως ἐπὶ δ ' ἄλγεσιν ἄλγεα κεῖται . δυσφροσύναισι θεῶν , ὅτε σὸς γόνος
7050728 Τερπωλη
, ὀρεινῆς . τάτ ' : ἅτινα , ἰωνικῶς . Τερπωλή : χαρὰ , εὐφροσύνη . ἠέ : ἰωνικόν .
Εἰσδῦναι : εἰσελθεῖν . εἰσορόωντας : εἰς αὐτὸν βλέποντας . Τερπωλή : τέρψις . ἀπειρήτοισιν : ἀπείροις , ἀνοήτοις .
7049225 ὀτρυνει
γὰρ Πίνδαρος ἄντικρυς Νεμεακὸν εἶναί φησιν : ἅρμα δ ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ' ἔργμασι νικαφόροις . ζητεῖται δὲ
ἀνδρὶ μάχεσθαι ἄνδρα γέροντα δύῃ ἀρημένον : ἀλλά με γαστὴρ ὀτρύνει κακοεργός , ἵνα πληγῇσι δαμείω . ἀλλ ' ἄγε
7041511 ἀγρη
σκάφος : ὧδε γὰρ ἑσμοὶ ἄσπετοι ἀντήσουσι καὶ εὔβολος ἔσσεται ἄγρη . Τέτραχα δ ' εἰναλίης θήρης νόμον ἐφράσσαντο ἰχθυβόλοι
' ὀστρείοισιν ἔασι λίχναι : τοίη δέ σφιν ἐτήτυμος ἵσταται ἄγρη . κυρτίδες ἠβαιαὶ ταλάροις γεγάασιν ὁμοῖαι , πυκνῇσι σχοίνοισι
7040365 ἀργαλεων
τότε δὲ Ζεὺς ὦρσε μάχεσθαι . οἳ δ ' ἴσαν ἀργαλέων ἀνέμων ἀτάλαντοι ἀέλλῃ , ἥ ῥά θ ' ὑπὸ
ἄτερ τε κακῶν καὶ ἄτερ χαλεποῖο πόνοιο νούσων τ ' ἀργαλέων , αἵ τ ' ἀνδράσι κῆρας ἔδωκαν . [
7039840 νοστησω
οὔ . τί μ ' εἴργασαι ; ἀμάχαιρος ἐπὶ βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα
ἡγεόμην Τρώεσσι φέρων χάριν Ἕκτορι δίῳ . εἰ δέ κε νοστήσω καὶ ἐσόψομαι ὀφθαλμοῖσι πατρίδ ' ἐμὴν ἄλοχόν τε καὶ
7039183 ἰθυντηρ
, ἄνεμος : λέγεται δὲ καὶ οὖρος ὁ φύλαξ καὶ ἰθυντήρ . οὖρος δὲ ὁ ἄνεμος , παρὰ τὸ οὐρόειν
: σκοτεινῆς . ἢ διωλυγίης ἀντὶ τοῦ ἐπιπολὺ διηκούσης . ἰθυντήρ : κυβερνήτης . τεναγώδεα : πηλώδη . τέναγος δέ
7037105 κλυους
ψόγος λαμπρύνεται , οἱ δ ' αἴτιοι τῶνδ ' οὐ κλύους ' ἄνδρες κακῶς . εἰ δ ' ἐκ δόμων
; Πάρεστ ' Ὀρέστης ἡμίν , ἴσθι τοῦτ ' ἐμοῦ κλύους ' , ἐναργῶς , ὥσπερ εἰσορᾷς ἐμέ . Ἀλλ
7033521 αἰανη
τὰ παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . . αἰανῆ ] ἀχλύος γέμοντα . βάγματα ] φωνήματα . .
πέμποντος . παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . αἰανῆ ] σκοτεινά , ἀχλύος γέμοντα . δύσθροα ] δύσφημα
7033251 ὁσσοις
καὶ ἴδμονα μαντοσυνάων . ὣς δ ' αὕτως σκέψαιο καὶ ὅσσοις ἀστράσι Μήνη συμφέρετ ' , ἢ ὅσσοισι μέχρις φάσιος
, ἄφνω ἀπενόσφισαν ὄλβον . ἐν πενίῃ δὲ μογεῦσι καὶ ὅσσοις φῶτα δύ ' ὥρην μὴ λεύσσῃ , πάμπαν δέ
7032860 παπταινει
τερπωλὴν ἀκόρεστον : ὁ δ ' οὐ φρονέων περ ἕκαστα παπταίνει , μέγαρόν τε καὶ ἤθεα πάντα τοκήων : ὣς
δ ' ἄϊσος : τὰ μακˈρὰ δ ' εἴ τις παπταίνει , βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν : ὅ τοι
7031384 βελεμνοις
' ἐπὶ νῆα καὶ ἠιόνας βαρυδούπους καγχαλόωντες ἔνεικαν ὁμῶς σφετέροισι βελέμνοις . Καί ῥά οἱ ἀμφεμάσαντο δέμας καὶ ἀμείλιχον ἕλκος
. Κατάβηθι , Κύπρι , θᾶττον σὺν Ἔρωτι , σὺν βελέμνοις νεκύων κάτω πρὸς αὐλάς , ἵν ' ἀπαλλαγῶ φαρέτρης
7027592 ἀργαλεη
δ ' αὐχένος ἶνας ἄντικρυς ἀίξας : τὸν δ ' ἀργαλέη κίχε Μοῖρα . Ἄλλος δ ' ἄλλῳ τεῦχε φόνον
μιν θηρήτορες ἄνδρες ἀμφὶ θύρῃ λοχόωντες ὑπὸ βροχίδεσσιν ἄγωνται : ἀργαλέη γενύεσσι καὶ ἀντία δηρίσασθαι θηρσί τ ' ἀρειοτέροισι καὶ
7024884 ἀμετρητων
πυρίβολοι πλαγαὶ λέχεά θ ' Ἁλίου . ὦ δυστάλαινα τῶν ἀμετρήτων κακῶν Ὠκεανοῦ κόρα , πατρὸς ἴθι πρόσπεσε γόνυ λιταῖς
μερόπεσσι καὶ ἐν χθονὶ παμβασιλῆος . ἔμπλεος εἰς πλόον ἦλθον ἀμετρήτων [ ] ἀρετάων : οὐ πέλεν , οὐ πέλεν
7024076 ἠῳος
. ψυχρὴ γάρ τ ' ἠὼς πέλεται Βορέαο πεσόντος , ἠῷος δ ' ἐπὶ γαῖαν ἀπ ' οὐρανοῦ ἀστερόεντος ἀὴρ
βοάασκεν ἀυτῇ . Αὐτίκα δ ' ἀκροτάτας ὑπερέσχεθεν ἄκριας ἀστήρ ἠῷος , πνοιαὶ δὲ κατήλυθον : ὦκα δὲ Τῖφυς ἐσβαίνειν
7017776 κλυουσα
τι περιπίτνει κρύος . ἔτευξα τύμβῳ μέλος θυιὰς αἱματοσταγεῖς νεκροὺς κλύουσα δυσμόρως θανόντας : ἦ δύσορνις ἅδε ξυναυλία δορός .
, γύναι , ἥτις , τυράννων ἑστίαν ἠικισμένη , χαίρεις κλύουσα κοὐ φοβῆι τὰ τοιάδε ; ἔχω τι κἀγὼ τοῖσι
7001998 ἀψυχιη
ἅπαντα κρύπτεται . ὕπνοι βαρέεϲ , νωθροί , ϲμικροί : ἀψυχίη , ϲμικρολογίη , φιλοζωΐη . καρτερίη , οὐκ ἀπὸ
' ἔργον ἔρεξας Ἐρετρικόν , ἀλλ ' ὅμως ἄνανδρον : ἀψυχίη γὰρ ἡγεμὼν ἔπειγέ σε . Καὶ οὗτοι μὲν οἱ
6999106 ἐνναιων
σοι τάδ ' ἔστ ' , ἐκεῖ χώρας ἀλάστωρ οὑμὸς ἐνναίων ἀεί : ἔστιν δὲ παισὶ τοῖς ἐμοῖσι τῆς ἐμῆς
Παιάν , βακχευτᾷ . εἰς σὲ ζωὰν γὰρ τείνω γυίοις ἐνναίων ῥευστοῖς : οἴκτειρον τόσσον , Τιτάν , ἀνθρώπου δειλοῦ
6998036 εὐθ
αἰεὶ γὰρ τὸ πάρος γε θεοὶ φαίνονται ἐναργεῖς ἡμῖν , εὖθ ' ἕρδωμεν ἀγακλειτὰς ἑκατόμβας , δαίνυνταί τε παρ '
βιοτᾶς ] η . ζωῆς . ἐπεκύρσαμεν ] ἐπετύχομεν . εὖθ ' ] ὁπηνίκα . παντάρκης ] ὁ πᾶσι βοηθῶν
6997206 ὀλοα
δεινά . ὀλοὰ ] τὰ δεινά , τὰ ὀλέθρια . ὀλοὰ ] ὀλέθρια . θ ὀλοὰ ] + ἀντὶ μιᾶς
ὀλέθρια . ὀλοὰ ] θρηνητικά . ὀλοὰ ] ὀλέθρια . ὀλοὰ ] θρηνητικά . ὁρᾶν ] ὁρᾶσθαι . ὁρᾶν ]
6992143 ἐσκεδας
: προειρήκει γὰρ τῶν νῦν αἷμα κελαινὸν ἐύρροον ἀμφὶ Σκάμανδρον ἐσκέδας ' ὀξὺς Ἄρης , ψυχαὶ δ ' Ἄιδόσδε κατῆλθον
. ] ἀλλὰ γυνὴ χείρεσσι πίθου μέγα πῶμ ' ἀφελοῦσα ἐσκέδας ' , ἀνθρώποισι δ ' ἐμήσατο κήδεα λυγρά .
6990328 μολπαν
ἡνίκα ἐκ δείπνων : ἐπὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς : διασκορπίζεται : μολπᾶν δ ' ἄπο καὶ χαροποιῶν : τουτέστι : καταπαύσαντες
ἦμος ἐκ δείπνων ὕπνος ἡδὺς ἐπ ' ὄσσοις σκίδναται , μολπᾶν δ ' ἄπο καὶ χοροποιὸν θυσίαν καταπαύσας πόσις ἐν
6984536 δυσταλαινα
, ἴδριες οὐδέν : ἁ δέ οἱ φίλα δάμαρ τάλαιναν δυστάλαινα καρδίαν πάγκλαυτος αἰὲν ὤλλυτο : νῦν δ ' Ἄρης
τε καὶ μαθεῖν , τέθνηκε θεῖον Ἰοκάστης κάρα . Ὦ δυστάλαινα , πρὸς τίνος ποτ ' αἰτίας ; Αὐτὴ πρὸς
6984435 κρυερα
ἐπιστολὴν ἔγραψα . ἣν δεξάμενος καὶ ψαύων χερσὶ γνώσῃ ὡς κρυερά τις αὐτὴ καὶ τὸν πέμψαντα χαρακτηρίζει ἐμφωλεύοντα καὶ μὴ
ἐπιστολὴν ἔγραψα . ἣν δεξάμενος καὶ ψαύων χερσὶ γνώσῃ ὡς κρυερά τις αὐτὴ καὶ τὸν πέμψαντα χαρακτηρίζει ἐμφωλεύοντα καὶ μὴ
6983618 μογερα
πάσχεις . σήμηνον ὅπη ] εἰπὲ ποῦ . . ἡ μογερὰ ] ἡ ἀθλία . . ἂ ἄ , ἔα
τὰ κῶλα . βαρυδότειρα ] βαρέα καὶ δυστυχῆ διδοῦσα . μογερὰ ] ἀθλία . πότνια ] σεβασμία . πότνια ]
6981465 συμφερετ
πῦρ ἀμαρύσσων , πῦρ , ὅτε οἱ πώλοισι καὶ ἅρμασι συμφέρετ ' ἀστὴρ Σείριος ὅς τε βροτοῖσι φέρει πολυκηδέα νοῦσον
ὅς τ ' ἀλεγεινῷ Μαιάνδρῳ κελάδοντα ῥόον καὶ ἀπείριτον οἶδμα συμφέρετ ' ἤματα πάντα λάβρῳ περὶ χεύματι θύων . Γλαύκου
6977096 ἐπεισπεπαικεν
δὴ εἰς πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα ; Μυκονίων δίκην ἐπεισπέπαικεν εἰς τὰ συμπόσια . καλοῦ γήρως θεμέλιον σωμάτων εὐεξία
. πρᾶγμά τινα ἐξενεγκόντ ' ] ἀναλώσαντι ] γνώμη . ἐπεισπέπαικεν ] ὑπεισῆλθε σιπύη ] ἀρτοθήκη ἀνθοσμίου ] μεμυρισμένου :
6976998 Ὀψε
Ποσειδῶνος εἶναι καὶ κατασοφίσασθαι τὴν Τυρὼ ἀφελῆ κόρην οὖσαν ; Ὀψὲ ζηλοτυπεῖς , ὦ Ἐνιπεῦ , ὑπερόπτης πρότερον ὤν :
ἦεν . Αὐτὰρ ὃ κυδιόων ἐν τεύχεσι δάμνατο λαούς . Ὀψὲ δέ οἱ ἐπόρουσε Πάρις , στονόεντας ὀιστοὺς νωμῶν ἐν
6975529 ἐτλην
θητεύουσιν ἀνθρώποις : ὦ δώματ ' Ἀδμήτεια , ἐν οἷς ἔτλην ἐγώ θῆσσαν τράπεζαν αἰνέσαι θεός περ ὤν , καὶ
μ ' ἀλλάων ἁλιάων ἀνδρὶ δάμασσεν Αἰακίδῃ Πηλῆϊ , καὶ ἔτλην ἀνέρος εὐνὴν πολλὰ μάλ ' οὐκ ἐθέλουσα . ὃ
6974940 ἐκβολαν
φόρτοι ἀπώλεσαν , οἷς κέρδος ἦν συγκαταδῦναι τοῖς κύμασιν . ἐκβολὰν φέρει ] ἔκπτωσιν ὑπομένει . . ἀλφηστῶν ] ἐφευρετῶν
. θΞ ἐκβολὰν ] ῥῖψιν . ἐκβολὰν ] ἐκφόρευσιν . ἐκβολὰν ] ἔκπτωσιν . θ φέρει ] πάσχει . φέρει
6969667 κονιει
ὁρμᾷ . κονίει ] κόνιν ἐγείρει ἀπὸ τῆς σπουδῆς . κονίει ] κόνιν ἐγείρει . θΞ κονίει ] κόνιν ἐπεγείρει
] κόνιν ἐπεγείρει σπουδαίως πορευόμενος . κονίει ] σπεύδει . κονίει ] κονιορτὸν ἐγείρει . Ξ πεδία ] γῆν .
6964992 δυσαεος
δ ' ἐκ νεφέων ἐρεβεννὴ φαίνεται ἀήρ καύματος ἐξ ἀνέμοιο δυσαέος ὀρνυμένοιο : πρὸς τὴν πλοκὴν τοῦ ἑξῆς λόγου ,
μεταφράζουσι δύστηνος ἄριστον τεκοῦσα . δυωδεκάβοιον δυόδεκα βοῶν ἄξιον . δυσαέος δυσπνόου : “ βορέαο δυσαέος . ” δύσπαρι δυσώνυμε
6964989 Ῥιμφα
εἰσήλθοσαν , ὡρμήθησαν , ἀπὸ τοῦ ἀΐσσω τὸ ὁρμῶ . Ῥίμφα : ἡσύχως , εὐκόλως . μεταπλώσας : διαπλεύσας ,
μάτην . Ἀνακλονέουσιν : ἀναταράσσουσι τὰ ἄγκιστρα , ταράσσουσιν . Ῥίμφα : εὐκόλως . ἐξείρυσσε : ἔξω εἵλκυσεν , ἐξείλκυσεν
6958471 δαινυντ
ἐπεὶ ὤπτησαν κρέ ' ὑπέρτερα καὶ ἐρύσαντο , μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ ' ἐρικυδέα δαῖτα . αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος
' ἐσαγείρετο λαός . ἑξῆμαρ μὲν ἔπειτα ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι δαίνυντ ' : αὐτὰρ ἐγὼν ἱερήϊα πολλὰ παρεῖχον θεοῖσίν τε
6957015 ἀριγνωτος
ῥεῖα τ ' ἀριγνώτη πέλεται . . Π , ἀριγνώτη ἀρίγνωτος , , ἀσβέστη ἄσβεστος . . . . .
ἀσβέστη , καθάπερ ῥεῖα δ ' ἀριγνώτη πέλεται ἀντὶ τοῦ ἀρίγνωτος . . ὣς τὴν μὲν πρύμνην πῦρ ἄμφεπεν :
6955363 Φειδιππιδη
δῆτ ' ἂν ἥδιστ ' αὐτὸν ἐπεγείραιμι ; πῶς ; Φειδιππίδη , Φειδιππίδιον . τί , ὦ πάτερ ; κύσον
ἀδίκους . νικᾶν ] τοὺς δικαίους . σκέψαι ] ὦ Φειδιππίδη . ὡς ] ὅτι , πῶς . δειλὸν ποιεῖ
6954132 ἠντησαν
. Ἐσπεσέειν : εἰσελθεῖν . κευθμῶνα : τὸ βάθος . ἤντησαν : ἔτυχον , ἀπέλαυσαν . ἔρωτος : ἐπιθυμίας .
ἐτάνυσσαν : ἥπλωσαν , ἐξήπλωσαν . Χαλεπῆς : κακῆς . ἤντησαν : ἀπέλαυσαν , ἐπέτυχον . Οἰδάνεται : ὀγκοῦται :
6946721 ἐπηλυθε
ὕβριν ἔχοντες . ἀλλ ' ὅτε δὴ δείπνηστος ἔην καὶ ἐπήλυθε μῆλα πάντοθεν ἐξ ἀγρῶν , οἱ δ ' ἤγαγον
[ ] δὲ [ Πελασγός ] εἰς λέχος εὐποίητον [ ἐπήλυθε Δηιανείρης ] [ ] , Ζηνὸς ἐλευθερίοιο [ ]
6946617 ἀλεγεινος
' ἀπὸ πύργων μάρναντ ' Ἀργείοισι : μόθος δ ' ἀλεγεινὸς ὀρώρει . Σκαιῆς μὲν προπάροιθε πύλης Καπανήιος υἱὸς μάρναθ
ὄμμασιν ἰθύνεσκεν ἰὸν ἀπὸ γναμπτοῖο κεράατος . Ὃς δ ' ἀλεγεινὸς ἆλτο θοῆς ἀπὸ χειρὸς ἐς ἀνέρα : τῷ δ
6944594 πολυπονος
οὑν νεκροῖς , γέρον ; ἐμὸς ἐμὸς ὅδε γόνος ὁ πολύπονος , ὃς ἐπὶ δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖσι Φλεγραῖον
χαλᾷς , αὔδασον , τίς ἔφυς βροτῶν ; τίς ὁ πολύπονος ἄγῃ ; τίν ' ἂν σοῦ πατρίδ ' ἐκπυθοίμαν
6944068 μεμνης
, σὸν τὸ νικητήριον . Ὦ χαῖρε καλλίνικε : καὶ μέμνης ' ὅτι ἀνὴρ γεγένησαι δι ' ἐμέ : καί
τοῦτο καρπὸν τὸ δάκρυον . χαλκοῦς ὀφείλεις πέντε μοι . μέμνης ' ; ἐγὼ σοὶ πέντε χαλκοῦς , σὺ δέ
6943075 Βακχιος
Παρνασοῦ πέτρας ἔχουσαι σκόπελον οὐράνιόν θ ' ἕδραν , ἵνα Βάκχιος ἀμφιπύρους ἀνέχων πεύκας λαιψηρὰ πηδᾶι νυκτιπόλοις ἅμα σὺν Βάκχαις
παινῆις μόνον . βαβαί : χορεῦσαι παρακαλεῖ μ ' ὁ Βάκχιος . ἆ ἆ ἆ . μῶν τὸν λάρυγγα διεκάναξέ
6940288 φυζαν
ἄδην : αὐταρκῶς , δαψιλῶς . κρυερήν : φοβεράν . φύζαν : φυγήν . νέονται : πορεύονται . Θοαί :
Φοῖβε πολὺν κάματον καὶ ὀϊζὺν σύγχεας Ἀργείων , αὐτοῖσι δὲ φύζαν ἐνῶρσας . Ὣς οἳ μὲν παρὰ νηυσὶν ἐρητύοντο μένοντες
6938988 ἐλθους
δ ' , ὦ γεραιὰ μῆτερ ἡ Ξέρξου φίλη , ἐλθοῦς ' ἐς οἴκους κόσμον ὅστις εὐπρεπὴς λαβοῦς ' ὑπαντίαζε
φίλαι . Ἑκάβη , τί μέλλεις παῖδα σὴν κρύπτειν τάφωι ἐλθοῦς ' ἐφ ' οἷσπερ Ταλθύβιος ἤγγειλέ μοι μὴ θιγγάνειν
6934350 δυσορνις
ἀπεῖπεν οὐδ ' ἀπηγόρευσε τὸ ποιῆσαι τὰ δεινά . ἧ δύσορνις ἅδε : δυσοιώνιστος γέγονεν αὐτοῖς ἡ συμρορὰ τῆς μάχης
. . δυσφόρους ] γράφεται καὶ δυσμόρως . . ἦ δύσορνις ] ὄντως δύσορνις καὶ δυσοιώνιστος καὶ οὐ κατὰ σκοπὸν
6933139 μεινωσιν
πέτρα . ὁ μητροφόντης δ ' , ἢν δορυξένων ἐμῶν μείνωσιν ὅρκοι Πυθικὴν ἀνὰ χθόνα , δείξω γαμεῖν σφε μηδέν
εἰς τὴν πόλιν παρεμπεσεῖν , ἢ βραχύν τινα χρόνον ἐπὰν μείνωσιν , ὑπὸ τῶν βελῶν τυπτόμενοι ἀπολοῦνται . τινὰ δὲ
6930699 χανουσα
ἔπειτα δόλου πετάσασα θύρετρα , ἐξαπίνης συνέμαρψε καὶ ἔσπασεν εὐρὺ χανοῦσα ἄγρην κερδαλέην , ὅσσην ἕλεν οἰμήσασα . Καὶ μὲν
' ἀλλήλοισιν ὁμιλῆσαι μεμαῶτε συμπεσέτην , ἔχιος δὲ κάρη κατέδεκτο χανοῦσα νύμφη φυσιόωσα : γάμῳ δ ' ἐπιγηθήσαντες ἡ μὲν
6928475 εἰσαϊων
. Ἐν καὶ Φρίξος ἔην Μινυήιος , ὡς ἐτεόν περ εἰσαΐων κριοῦ , ὁ δ ' ἄρ ' ἐξενέποντι ἐοικώς
ἤπια μηχανόωνται , αὐταὶ ὅπως ἐθέλουσιν . Ὃ δ ' εἰσαΐων Ὀδυσῆος ἠδὲ καὶ ἀντιθέου Διομήδεος αὐτίκα θυμὸν ῥηιδίως κατέπαυσεν
6920670 βαρυθοντα
χραισμήσει τημοῦτος ἐπὴν σφυρὸν ἢ χέρα κόψῃ . ἀσκοῦ ἔσω βαρύθοντα μέσον διὰ πῆχυν ἐρείσεις ἢ σφυρόν , ἀσκοδέταις δὲ
δ ' ἐν γλαφυρῷ μέθυος πλήθοντι πνιγεῖσα , κεῖνο ποτὸν βαρύθοντα τόκον σβέννυσι γυναικῶν : ζωμὸς ἀποσσεύει δὲ μιαιφόνα φάρμακα
6917514 πνοιη
! ! ! ! ! ! ! ! ! ! πνοιὴ ] Ζεφύροιο χιτῶνα ! ! ! ! ! !
τοῦ Σαρπηδόνος ποιεῖ αὖθις δ ' ἀμπνύνθη , περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν , ψύξεως δὲ
6916979 προσπολοι
παρελθουσῶν ὁδῶν ; παιδός με σαίνει φθόγγος . Ἀλλά , πρόσπολοι , ἴτ ' ἆσσον ὠκεῖς , καὶ παραστάντες τάφῳ
ἐξ ἐπισπαστῶν βρόχων ; τί δ ' ; οὐ πάρεισι πρόσπολοι νεανίαι ; τὸ πολλὰ πράσσειν οὐκ ἐν ἀσφαλεῖ βίου
6913540 ἐϊσης
θρῆνυν ἐφ ' ἑπταπόδην , λίπε δ ' ἴκρια νηὸς ἐΐσης . ἔνθ ' ἄρ ' ὅ γ ' ἑστήκει
καὶ τὸν Ὠκεανὸν λίμνην καλεῖ . ἰδ ' ἱστία νηὸς ἐΐσης στεῖλαν ἀείραντες . . . : οἱ περὶ Ζηνόδοτον
6911484 στυγερως
ἐπὶ μιμήσεως . στυγερώπης : ὁ φθόνος μισητὸς ἐν τῷ στυγερῶς ὁρᾶν ἢ ὁρᾶσθαι . καὶ τότε δή : ὅτε
λέγουσι περὶ τῶν πέλας . Ὁ φθόνος μισητὸς ἐν τῷ στυγερῶς ὁρᾷν ἢ ὁρᾶσθαι : οὐκέτι γὰρ αἰδοῦνται κακῶς πράττοντες
6905942 αἰνοτατῳ
καί τε πανημέριός τε καὶ ἠῷος χέει αὐδὴν ἴδει ἐν αἰνοτάτῳ , ὅτε τε χρόα Σείριος ἄζει , τῆμος δὴ
πάμπαν ἤδη τεθνειῶτα , τέρεν δέ οἱ ἀμφὶ παρειάς δάκρυον αἰνοτάτῳ ἐλέῳ ῥέε κηδοσύνῃ τε . ἦκα δὲ μυρομένη ,
6904401 πιμπλαται
καὶ αὐτίκα τε πλέα γίνεται ταῦτα καὶ παραχρῆμα ἰχθύων σμικρῶν πίμπλαται πάντα . Κόθεν δὲ οἰκὸς αὐτοὺς γίνεσθαι , ἐγώ
Πλίνθον πλύνεις : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Πτωχοῦ πήρα οὐ πίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Ποικιλότης ὕδρας : ἐπὶ
6893149 ἱξομαι
πέπρωται Εὐβοίας ἄκρον ἱκέσθαι καὶ ἱερὰν χώραν κτίζειν , καὶ ἵξομαι καὶ κτίσω , εἴτε λέγοις , εἴτε μή ,
ἐπείγομαι : οὐ γὰρ ἄτιμοι ἱκεσίου Ζηνὸς κοῦραι Λιταί : ἵξομαι ἤδη ὁπλοτέροις βασιλεῦσι καὶ ἡμιθέοις ἐνάριθμος . Καὶ τότε
6893060 ὀτοβον
⋮ – ˘ – × – ˘ × . . ὄτοβον ] ? ὠ [ [ ] πνευμα ? [
τὸν τῶν χνοῶν κτύπον . . τῶν καρουχῶν . . ὄτοβον ] κτύπον . ἁρμάτων ] τῶν πολεμίων . .
6892876 δειπνησων
αὐτὸς αὑτῷ σκευάσας δεῖπνον καὶ συνθεὶς εἰς σπυρίδα παρά τινα δειπνήσων ἴῃ . σύνδειπνον εἴρηκεν ἐπὶ συμποσίου Λυσίας ἐν τῷ
αὐτὸς αὐτῷ σκευάσας δεῖπνον καὶ συνθεὶς εἰς σπυρίδα παρά τινα δειπνήσων ἴῃ . σύνδειπνον δὲ καὶ ἄλλοι τε καὶ Πλάτων
6887858 ἀπημων
φιλότητος . Ἀλλ ' ὅτε δὴ καὶ τοῖσιν ἐπήλυθεν ὕπνος ἀπήμων , δὴ τότ ' Ἀχιλλῆος κρατερὸν κῆρ ἰσοθέοιο ἔστη
ἀρχηγέται ὀπτῆρας εἷεν ἀγγέλων πεπυσμένοι . ἀλλ ' εἴτ ' ἀπήμων εἴτε καὶ τεθηγμένος ὠμῇ ξὺν ὀργῇ τῶνδ ' ἐπόρνυται
6881853 ματερες
δέμας ἐς ἀνδρὸς εὐνάν . ἴδετε κακῶν πέλαγος , ὦ ματέρες τάλαιναι τέκνων . κατὰ μὲν ὄνυξιν ἠλοκίσμεθ ' ,
ἐγώ χαίρειν κελεύω θεῶν ἄτερ προθυμίας ὦ δύστηνοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδῃ τέκνα τίκτουσαι × – ἕπου δὲ † μοῦνον
6879885 πεμπετ
ὑμῖν , πρόσθε δ ' ἄνασσαν , [ λάβετε φέρετε πέμπετ ' ἀείρετέ μου ] γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι : κἀγὼ
ὕμνος . ἀλλὰ κλύοντες , μάκαρες χθόνιοι , τῆσδε κατευχῆς πέμπετ ' ἀρωγὴν παισὶν προφρόνως ἐπὶ νίκῃ . πάτερ ,
6875197 θρωσκει
ἐκχωρήσας δαίμονι , ὅστις τὴν ὀξύτητα τοῦ πυρὸς προσβάλλων † θρώσκει αὐτὸν † αἰσθητικῶς καὶ μᾶλλον ἐπὶ τὰς ἀνομίας αὐτὸν
ἀγκοίνῃσι λίνοιο κυκλωθεὶς ξιφίης μέγα νήπιος ἀφροσύνῃσιν ὄλλυται , ὃς θρώσκει μὲν ὑπεκδῦναι μενεαίνων , ἐγγύθι δὲ τρομέων πλεκτὸν δόλον
6874815 γηθει
κρυπτομένοισιν , ἄχρι κεν ἵζηνται μακάρων ἱεροῖς παρὰ βωμοῖς . γηθεῖ δ ' αὖ Φαέθων ἐν Καρκίνῳ , οὕνεκεν αὐτοῦ
βίῃ θάνατος καὶ μοῖρα τελεῖται . οὐδὲ μὲν οὐδὲ Κύπρις γηθεῖ Μήνης ἐνὶ οἴκῳ : μάχλους γὰρ τεύχει καὶ τερπομένους
6874195 ῥιπῃσιν
' ἔβαλον νεφέλῃσιν ἐοικότες αἰψηρῇσιν , αἵ τ ' ἀνέμων ῥιπῇσιν ἐπ ' ἀλλήλῃσι θοροῦσαι ἀστεροπὴν προϊᾶσι , μέγας δ
δὲ περὶ σφίσι δῆρις ὀρώρει . Οἳ δ ' ἀνέμων ῥιπῇσιν ἐοικότες αἰψηρῇσι σύν ῥ ' ἔβαλον μελίῃσι μεμαότες αἷμα
6871498 βασα
αἶα ] γῆ . δύσβατος ] † ἡ ἐν κακοῖς βᾶσα . ἰωὰ ] † θρηνήματα οὐδετέρως ἐστί . κατ
αἶα ] γῆ . δύσβατος ] † ἡ ἐν κακοῖς βᾶσα . ἰή ἰή ] φεῦ . τρισκάλμοισιν ] ἐν
6867881 Πριαμε
δόμοι , ὦ πλεῖστ ' ἔχων μάλιστά τ ' εὐτεκνώτατε Πρίαμε , γεραιά θ ' ἥδ ' ἐγὼ μήτηρ τέκνων
[ × – ˘ × × – ˘ – × Πρίαμε ] ⋮ συμ [ × – ˘ × ×
6866297 ἐσθενον
παραδράμῃ τροχήλατος : μύστης γὰρ ὢν σὸς ταχὺ τρέχειν οὐκ ἔσθενον . Οὐκ εἰς μάτην , βέλτιστε , πρᾶξις ἥδε
τ ' εὐώνυμον . Κἀγὼ δρομαία βᾶς ' , ὅσονπερ ἔσθενον , τῷ παιδὶ φράζω τῆς τεχνωμένης τάδε . Κἀν
6865682 βοα
κἀμπιπλάμενος κάθευδε τῆς μεσημβρίας , κᾆτα σφακέλιζε καὶ πέπρησο καὶ βόα . λήψει δ ' ἐν Ἅιδου κραπάταλον τριωβόλου καὶ
κἀμπιμπλάμενος κάθευδε τῆς μεσημβρίας : κᾆτα σφακέλιζε καὶ πέπρησο καὶ βόα . Τηλεκλείδης δ ' ἐν Ἀμφικτύοσι : ὡς καλοὶ
6864604 ἀροτρευς
παυσαμένης δὲ ἐκείνης , ἐπύθετο τί κλαίεις ; ἔλεγεν ὁ ἀροτρεύς σοφήν τε καὶ ἀγαθὴν γυναῖκα κατώρυξα , ὅταν δὲ
? 〛 Τὸν δ ' ὁ γέρων προσέειπε βοῶν ἐπίουρος ἀροτρεύς , παυσάμενος ἔργοιο τό οἱ μετὰ χερσὶν ἔκειτο :
6863133 λεχεα
βαρβάρωι πλάται ὃς ἔμολεν ἔμολε μέλεα Πριαμίδαις ἄγων Λακεδαίμονος ἄπο λέχεα σέθεν , ὦ Ἑλένα , Πάρις αἰνόγαμος πομπαῖσιν Ἀφροδίτας
, ὅσοι δυσκελάδοισιν κατὰ μοῦσαν ἰόντες ἀείδεθ ' ὕμνοις ἁμέτερα λέχεα καὶ γάμους Κύπριδος ἀθέμιτος ἀνοσίους , ὅσον εὐσεβίαι κρατοῦμεν
6862975 πορσω
μ ' Ἀργείων ἢ Φθιωτᾶν ἢ νησαίαν ἄξει χώραν δύστανον πόρσω Τροίας ; φεῦ φεῦ . τῶι δ ' ἁ
Τὸ προσαίνειν ἀντὶ τοῦ τρέφειν . γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ πόρσω , τὸ μακράν , ἐξ οὗ καὶ πόρσιον τὸ

Back