| παρὰ Γάγγην χῶρος τιμήεις τε καὶ ἱερός , ὅν ποτε Βάκχος θυμαίνων ἐπάτησεν , ὅτ ' ἠλλάσσοντο μὲν ἁβραὶ Ληνάων | ||
| δὲ ἀρτίως ἐπὶ τὰ πολεμικά , ὅν ποτε ὀργιζόμενος ὁ Βάκχος ἐπὶ τὸν τιμήεντα τόπον ἐπάτησεν , ὅτε αἱ ἁπαλαὶ |
| κάτα τυμβοχόησα ἢ ὕκην ἢ ἵππον ἢ ὃν κίχλην καλέουσιν πιπὼ ] παιπαλέη ? τῆι τε πτερὰ [ – ˘˘ | ||
| τὸ κῆτος πιποῦς δὲ ὄρνεον μικρὸν θαλάσσιον εὐειδές . * πιπὼ ὄρνεόν ἐστι θαλάσσιον εὐπρεπές , νῦν δὲ τὴν Ἡσιόνην |
| ὅτι ἐπειγομένη τυφλὰ τίκτει . ἔστι δὲ καὶ εἶδος ὀρνέου ἀκαλανθίς . 〚 καὶ φρυγίλῳ : Ἡ τρίτη περίοδος κώλων | ||
| | κολυμβίς | ΐυγξ | κεγχρίς κίσσα | χλωρίς | ἀκαλανθίς | νῆσσα | πιπώ | δρακοντίς νυκτερίς | γλαῦξ |
| δὲ κατθανόντος ἐς ς ' ἀφίκετο ; ναί : κἀπὶ καρπῶι γ ' αὔτ ' ἐγὼ χερὸς φέρω . πῶς | ||
| : ἀντὶ μεθήσω . μετοχὴ ἀντὶ ῥήματος , ὡς τὸ καρπῶι βριθομένη ἀντὶ τοῦ βρίθεται . σταλαγμὸν δὲ τὴν κατὰ |
| βοῦς τις ε [ ἤδη ? με πνίγεις καὶ σὺ χαἰ [ βόες σέθεν . [ ! ! ! ] | ||
| τοὺς Μητρογαθὴς Ἀρκτεύς τ ' ἀγαθός , βασιλῆς δίοποι , χαἰ πολύχρυσοι Σάρδεις ἐπόχους πολλοῖς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν , δίρρυμά τε |
| παυσαμένης δὲ ἐκείνης , ἐπύθετο τί κλαίεις ; ἔλεγεν ὁ ἀροτρεύς σοφήν τε καὶ ἀγαθὴν γυναῖκα κατώρυξα , ὅταν δὲ | ||
| ? 〛 Τὸν δ ' ὁ γέρων προσέειπε βοῶν ἐπίουρος ἀροτρεύς , παυσάμενος ἔργοιο τό οἱ μετὰ χερσὶν ἔκειτο : |
| , ᾧ οὔτ ' ἂρ φρένες εἰσὶν ἐναίσιμοι οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι , λέων δ ' ὣς ἄγρια οἶδεν | ||
| οὐκ ἀμέλησεν ἀναιδέϊ γαστρὶ πιθήσας : μάρψε δ ' ἐπιθύσας γναμπτὸν μόρον , αὐτίκα δ ' εἴσω ἄγκιστρον κατέδυ τεθοωμένον |
| . ὅσσον γὰρ κούφοισι μετ ' οἰωνοῖσιν ἄνακτες αἰετοὶ ἢ θήρεσσι μετ ' ὠμηστῇσι λέοντες , ὅσσον ἀριστεύουσιν ἐν ἑρπυστῆρσι | ||
| κεύθονται δ ' αὐτοὶ πυμάτοις λασίοισί τε θάμνοις , αἰδόμενοι θήρεσσι καρήατα τοῖα φανῆναι , γυμνά , τά τοι προπάροιθε |
| ἐρείσας παιδοκόμωι πήχυνε φιλήματι μητρὸς ὀπώρην . ὃς δὲ πολυρραθάμιγγος ὀπιπεύων χύσιν ὄμβρου βαιὴν χεῖρα τάνυσσε περίσσυτον ἠέρι πέμπων , | ||
| πλησσομένας ἀπὸ τῆς ἁλός . παραβλῶπες παραβλέπουσαι . παρθενοπῖπα παρθένους ὀπιπεύων , ὅ ἐστι περισκοπῶν . παρέξ παρεκτός . παρήπαφεν |
| ἴδοι : ἀττικῶς . πάροιθεν : ἐκτός . Γαμήλιος : παρθενική . αἴθεται : ἐκκαίεται , αὔξεται , ἐκπυροῦται , | ||
| : τὴν δ ' ὧδε προσεφώνεεν ἠύκερως βοῦς : θάρσει παρθενική : μὴ δείδιθι πόντιον οἶδμα . αὐτός τοι Ζεύς |
| : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ . Θόρε κἐς ] πόληας ἁμῶν θόρε κἐς ποντοπόρος νᾶας , θόρε | ||
| ἐς [ ποίμνια , κἐς λάϊα ] καρπῶν θόρε , κἐς τελεσφόρος [ ἀγρός . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , |
| ῥόπαλόν τε τινάσσων , παῖς Διός : οἳ τότ ' ἀολλεῖς ἴσαν ἐς μέσον ἱέμενοι λεχέων : μόνα δ ' | ||
| κύματος ἀγῇ , ἔνθεν ὀρύξασθαι θέμεναί τ ' εἰς ἄγγος ἀολλεῖς . ἄλλοτ ' ἐρυθρὸν κόκκυγ ' ἢ ὀλίγας πεμφηρίδας |
| Παρνασοῦ πέτρας ἔχουσαι σκόπελον οὐράνιόν θ ' ἕδραν , ἵνα Βάκχιος ἀμφιπύρους ἀνέχων πεύκας λαιψηρὰ πηδᾶι νυκτιπόλοις ἅμα σὺν Βάκχαις | ||
| παινῆις μόνον . βαβαί : χορεῦσαι παρακαλεῖ μ ' ὁ Βάκχιος . ἆ ἆ ἆ . μῶν τὸν λάρυγγα διεκάναξέ |
| πληρωσάμενος . οὐκ ἐμπλησθεὶς ἀλλὰ προσδεὴς ὤν . χαραδριοῦ . χαραδριὸς ὄρνις τις ὃς ἅμα τῷ ἐσθίειν ἐκκρίνει . εἰς | ||
| κράζειν . [ ἐνταῦθα δὲ ἀντὶ τοῦ ἐκρύπτετο . ] χαραδριὸς δέ ἐστιν εἶδος ὀρνέου μεταβαλλομένου εἰς τὰ προκείμενα . |
| , ἀμφὶ δὲ χαῖται ὤμοις ἀίσσονται : ὁ δ ' ἀγλαΐηφι πεποιθώς , ῥίμφα ἑ γοῦνα φέρει μετά τ ' | ||
| ἐπὶ φάτνῃ δεσμὸν ἀποῤῥήξας θείῃ πεδίοιο κροαίνων ὁ δ ' ἀγλαΐηφι πεποιθώς , ῥίμφα ἑ γοῦνα φέρει μετά τ ' |
| . . αἶρα : ἡ † σφαῖρα : Καλλίμαχος : λάθρη δὲ παρ ' Ἡφαίστοιο καμίνοις † ἔτρεφον αἰράων ἔργα | ||
| Πρηξῖνος . κατ ' οἰκίην δ ' ἐργάζετ ' ἐνπολέων λάθρη , τοὺς γὰρ τελώνας πᾶσα νῦν θύρη φρίσσει . |
| κῶας δὲ προβάτων . δαμάλης μὲν ὁ ἄρρην μόσχος : δάμαλις δὲ ἡ θήλεια : μόσχος δὲ κοινῶς ἐπ ' | ||
| ψυχήν , λόγον , αἴσθησιν ὁ ζῳοπλάστης , ἃ συμβολικῶς δάμαλις , κριός , αἲξ ἐν ἱεραῖς γραφαῖς ὠνομάσθησαν . |
| , κελητίζει , καβαλικεύει . , ἐν ἵππῳ ὀχεῖται , ἱππεύει , κέλλητι ἵππῳ χρῆται . ξυνωρικεύεται ] ἐπὶ ξυνωρίδος | ||
| καὶ ζητούντων τὰ ἀφανῆ . Ὁ ἔχων ἵππου χρήματα ταχύτατα ἱππεύει : καὶ αὕτη δημώδης . Ὁ ἔχων πολὺ πέπερι |
| βέλος λαγόνεσσιν ἀραιαῖς , οὔτε τι βουφόρβων μέλεται σέβας οὔτε νομοῖο , οὔτ ' ἀγέλης ποίην δὲ καὶ αὔλια πάντα | ||
| οὐκ ἐμπάζετο Πηλεύς . ἡ δ ' ἅτε βησσήεντος ἀποπλαγχθεῖσα νομοῖο πόρτις ἐρημαίῃσιν ἐνὶ ξυλόχοισιν ἀλᾶται φοινήεντι μύωπι , βοῶν |
| , ἄνεμος : λέγεται δὲ καὶ οὖρος ὁ φύλαξ καὶ ἰθυντήρ . οὖρος δὲ ὁ ἄνεμος , παρὰ τὸ οὐρόειν | ||
| : σκοτεινῆς . ἢ διωλυγίης ἀντὶ τοῦ ἐπιπολὺ διηκούσης . ἰθυντήρ : κυβερνήτης . τεναγώδεα : πηλώδη . τέναγος δέ |
| ⋮ – ˘ – × – ˘ × . . ὄτοβον ] ? ὠ [ [ ] πνευμα ? [ | ||
| τὸν τῶν χνοῶν κτύπον . . τῶν καρουχῶν . . ὄτοβον ] κτύπον . ἁρμάτων ] τῶν πολεμίων . . |
| καταντίον ἄρσενος αἴγλης μαρμαρυγὴν ἥρπαξεν : ἀπ ' αὐτογόνου δὲ λοχείης πλησιφαὴς ἥβησεν ἐϋτροχάλοισι προσώποις . καὶ Φαέθων μαίωσε καὶ | ||
| πυριτρεφέων ἀπὸ κόλπων ξανθοφαὲς μαίωσε φάος νέον : ἐκ δὲ λοχείης ὄρθριος ἀντέλλων ἀναπάλλεται ὠκὺς ὁδίτης , καὶ πάλιν ἡβήσαντα |
| φασὶ θεῶν ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ ἔμμεναι : οὔτ ' ἀνέμοισι τινάσσεται οὔτε ποτ ' ὄμβρῳ δεύεται οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται , | ||
| κατήλυθον , ἡ δ ' ὑπὸ νυκτί ῥιπῇσιν μὲν πρῶτα τινάσσεται , ὕστερον αὖτε πρυμνόθεν ἐξαγεῖσα κατήριπενὧς ὅγε ποσσίν ἀκαμάτοις |
| ἀγαυοῦ Τυδέος υἱὲ ἦ μάλα ς ' οὐ βέλος ὠκὺ δαμάσσατο πικρὸς ὀϊστός : νῦν αὖτ ' ἐγχείῃ πειρήσομαι αἴ | ||
| δηλονότι . Θαρσαλέος : ὁ Ἀχιλλεύς . παρέδραμε : γράφεται δαμάσσατο . Δηϊδαμείης : παρακοῖτις , Ἀχιλλεύς . Πιμπληΐδι : |
| ' ὀλοῇσι πύλῃσι πολυκλαύτου Ἀίδαο εἴργων νεκρὸν ὅμιλον ὑπ ' ἠερόεντι βερέθρῳ : ῥεῖα δέ μιν Διὸς υἱὸς ὑπὸ πληγῇσι | ||
| πεφύασι καὶ ἀτρυγέτοιο θαλάσσης . ἔνθα θεοὶ Τιτῆνες ὑπὸ ζόφῳ ἠερόεντι κεκρύφαται βουλῇσι Διὸς νεφεληγερέταο , χώρῳ ἐν εὐρώεντι , |
| ἀηδών | χελιδών | ἀλκυών | ἔποψ | πελεκάς κύκνοι τριόρχης | πιπώ | ὀρχῖλος | αἴθυια γλαῦξ | βύσσα | ||
| ὁ Καλλίμαχος . μήποτε οὖν κίσινδις γραπτέον . ὁ δὲ τριόρχης εἶδος ἱέρακος . ῥύμῃ : Φορᾷ βιαίᾳ . δονεῖται |
| παντοῖ ⌋ ' , ἄλλοτε ⌊ ⌋ μὲν γὰρ ἐν ὀρνίθεσσι φάνεσκεν αἰετός , ⌋ ἄλλοτε δ ' αὖ γινέσκετο | ||
| τ ' αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες ἀγκυλοχῆλαι ἐξ ὀρέων ἐλθόντες ἐπ ' ὀρνίθεσσι θόρωσι . ταὶ μέν τ ' ἐν πεδίῳ νέφεα |
| τ ' ἐρόεσσα Πασιθέη τ ' Ἐρατώ τε καὶ Εὐνίκη ῥοδόπηχυς καὶ Μελίτη χαρίεσσα καὶ Εὐλιμένη καὶ Ἀγαυὴ Δωτώ τε | ||
| Πανόπη καὶ εὐειδὴς Γαλάτεια Ἱπποθόη τ ' ἐρόεσσα καὶ Ἱππονόη ῥοδόπηχυς Κυμοδόκη θ ' , ἣ κύματ ' ἐν ἠεροειδέι |
| ' ὑπὸ καύματος . τοῦ δ ' ἔαρος : ἦρος ἀνθεμόεντος ἐπάιον ἐρχομένοιο . καὶ προελθών : ἐν δὲ κέρνατε | ||
| καρποῖσι βρίθοντα , κυλινδομένου περὶ κύκλον χειμῶνος κρυεροῖο καὶ εἴαρος ἀνθεμόεντος ἠδὲ θέρευς ἐρατοῖο πολυσταφύλοιό τ ' ὀπώρης . Αἳ |
| μὲν παρὰ ποσσὶ θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν , ἐσθλὰ δὲ πολλὸν ἄπωθε : πόνον δ ' ἐς μέσσον ἔλασσαν : τοὔνεκα | ||
| [ ] ον : ὦ Παλαίμονες [ ] [ ] ἄπωθε ? ? τὸν φθόρον . . . ποττὰς ἱερὰς |
| δέ μοι ὅς κ ' ἐθέλῃσιν . οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί , ὥς τ ' ἐπιτειλαμένῳ | ||
| ἐπεσσυμένων μένος ἀνδρῶν : ὡς δ ' ὅτε μηλοβοτῆρες ἐνὶ σταθμοῖσι μένωσι λαίλαπα κυανέην , ὅτε χείματος ἦμαρ ἵκηται λάβρον |
| εἰ δέ τε κούρην Ἀστραίην διίῃσι κερασφόρος ἀργέτα Μήνη , δηθύνει κλόπιον , χρόνιον δ ' ἀναφαίνεται αὖτις : δήεις | ||
| ἢ ἐπίπροϲθεν ἐϲ νύκτα . ἥδε ἡ περίοδοϲ οὐ κάρτα δηθύνει . καὶ τιϲὶ μὲν ἡ κεφαλὴ ἀλγέει πᾶϲα : |
| : χωλός , στιγματίης , πολυγήραος , ἶσος ἀλήτῃ ἦλθε κνισοκόλαξ , εὖτε Μέλης ἐγάμει , ἄκλητος , ζωμοῦ κεχρημένος | ||
| . χωλός , στιγματίης , πολυγήραος , ἶσος ἀλήτηι ἦλθε κνισοκόλαξ , εὖτε Μέλης ἐγάμει , ἄκλητος , ζωμοῦ κεχρημένος |
| τε πουλύποδος ἔχειν κατάχωλε θᾶττον ἢ κεραυνοπλὴξ ἔσει . ἔοικεν αἰγίθαλλος διακωλύειν τὸ πρᾶγμα . βασίλισσα κακοτεχνίζων κρεμάσω ποτικόν ὁτιὴ | ||
| . αἰγίθαλλος : ὄρνεον κωλυτικὸν πράξεως . Ἀλκαῖος Γανυμήδῃ ἔοικεν αἰγίθαλλος διακωλύειν τὸ πρᾶγμα . τῷ δὲ τόνῳ ὡς ἀρύβαλλος |
| ὑμήν , οὐκέτ ' ἄειδεν ἑὸν μέλος , ἀλλ ' ἔλεγ ' , αἰαῖ αἰαῖ , καὶ τὸν Ἄδωνιν ἔτι | ||
| τὴν οἰκίαν βαδιεῖσθε ; οὐχὶ συλλήψεσθε ; καὶ ταῦτ ' ἔλεγ ' ἡ μιαρὰ καὶ ἀναιδὴς αὕτη κεφαλή , ἐξεληλυθὼς |
| φύλοπιν ὀτρύνουσα . Ὡς δ ' ὅτε κύματα μακρὰ δύω κλονέουσιν ἀῆται σμερδαλέον βρομέοντες ἀνὰ πλατὺ χεῦμα θαλάσσης ἔκποθεν ἀλλήλοισι | ||
| , ἠύτε κίρκοι φῦλα πελειάων ἠὲ μέγα πῶυ λέοντες ἀγρότεροι κλονέουσιν ἐνὶ σταθμοῖσι θορόντες : οὐδ ' ἄρα τις κείνων |
| δισύλλαβα βαρύνεται , εἰ μὴ περιεκτικὰ εἴη : Ῥήνη Σήνη φήνη γλήνη . τὸ μέντοι σκηνή ὀξύνεται ὡς προσηγορικὸν περιεκτικὴν | ||
| ” ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν ἀπὸ τῆς φηγοῦ τροφήν . φήνη εἶδος ὀρνέου . καὶ “ φήνοι Αἰγυπτιακοὶ γαμψώνυχες . |
| μαινομένου , δεινὸν δ ' ἦλθον ὑφ ' ἡνίοχον . Οἵη μὲν Σάμιον μανίη κατέδησε Θεανοῦς Πυθαγόρην , ἑλίκων κομψὰ | ||
| πληγαί . ἐπιμύουσι : κλείουσιν . Πάντ ' : εἰς Οἵη : καὶ ὁποίη . Ἐλάφοιο δέμας : ἔχουσιν . |
| ἠχητικῇ . Λιλαίετο : ἤθελεν . Μίσγεσθαι : ἑνοῦσθαι . ξυλόχους : ὄρη . Ἀλλ ' οὐδέ : ἀλλ ' | ||
| καὶ χλωρᾶς . εἰλυοὺς δὲ τὰς καταδύσεις τῶν θηρῶν . ξυλόχους δὲ τοὺς ἐν τοῖς ὄρεσιν ὑλώδεις τόπους . ἔστι |
| τε μῆλον , ὅ τ ' ἀργιλώδεσιν ὄχθαις πορφύρεον ἐλαχείῃ ἐνιτρέφεται Σιδόεντι . Χρειὼ πάντ ' ἐδίδαξε : τί δ | ||
| εὐμενέται βασιλῆες , Ὀλύμπια τείχεα γαίης . Κήτεα μεσσοπόροις μὲν ἐνιτρέφεται πελάγεσσι πλεῖστά τε καὶ περίμετρα : τὰ δ ' |
| ἔνερθε γλῶσσα παχύνεται , ἀμφὶ δὲ χείλη οἰδαλέα βρίθοντα περὶ στομάτεσσι βαρύνει , ξηρὰ δ ' ἀναπτύει , νεόθεν δ | ||
| : εὖτε γὰρ ἐς φιλότητα θοαὶ τρήρωνες ἴωσι , μιγνύμεναι στομάτεσσι βαρυφθόγγοις ἀλόχοισι , δὴ τότε μῆτιν ὕφαινε κλυτὴν τιθασοτρόφος |
| ποτικάρδια βάλλει : πάντα δὲ κἀν μύθοισι καὶ ἐν προσόδοισιν ἀτειρής . οὐδέ τι τῶν πυρσῶν παραμύθιον , οὐκ ἀμάρυγμα | ||
| τέρεν , ὃ σημαίνει τὸ ἁπαλόν , γίνεται ἀτερής καὶ ἀτειρής , ὁ μὴ ὢν ἁπαλὸς ἀλλὰ σκληρός , . |
| καὶ μέγα : ἔχει δὲ καὶ ὦτα μεγάλα . Μένανδρος Ἁλιεῖ : εὐποροῦμεν , οὐδὲ μετρίως : ἐκ Κυίνδων χρυσίον | ||
| οἱ ἀντάλλαγος τέξεις ὁ τούτῳ διδομένην . ” καὶ ἐν Ἁλιεῖ : „ ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός , ἀλλ |
| δ ' αὐχένος ἶνας ἄντικρυς ἀίξας : τὸν δ ' ἀργαλέη κίχε Μοῖρα . Ἄλλος δ ' ἄλλῳ τεῦχε φόνον | ||
| μιν θηρήτορες ἄνδρες ἀμφὶ θύρῃ λοχόωντες ὑπὸ βροχίδεσσιν ἄγωνται : ἀργαλέη γενύεσσι καὶ ἀντία δηρίσασθαι θηρσί τ ' ἀρειοτέροισι καὶ |
| . . . , . = . . Σ : στόμις : ἵππος ἀπειθὴς καὶ βίαιος , ὅν τινες ἄστομον | ||
| ναῦλα ὀμείχματα ὀργάζειν οὐρανιζέτω πάλμυδος πεφρασμένος πρέψαι Σκάμανδρος στέμβω Στερνόφθαλμοι στόμις σχελίδες τραγέλαφος τρίσζωος ὑπερτερώτερος Φρύγες / Φρυγία φυξίμηλα χαλιμάδες |
| διὰ τοῦ ι γράφουσι : τὸ αὐτόχειρ : ἑκατόγχειρ : πολύχειρ , διὰ τῆς ει διφθόγγου γραφόμενα σύνθετά ἐστι παρὰ | ||
| νιν κατέπεφνεν αἰσχίσταις ἐν αἰκίαις . Ἥξει καὶ πολύπους καὶ πολύχειρ ἁ δει - νοῖς κρυπτομένα λόχοις χαλκόπους Ἐρινύς . |
| πῦρ ἀμαρύσσων , πῦρ , ὅτε οἱ πώλοισι καὶ ἅρμασι συμφέρετ ' ἀστὴρ Σείριος ὅς τε βροτοῖσι φέρει πολυκηδέα νοῦσον | ||
| ὅς τ ' ἀλεγεινῷ Μαιάνδρῳ κελάδοντα ῥόον καὶ ἀπείριτον οἶδμα συμφέρετ ' ἤματα πάντα λάβρῳ περὶ χεύματι θύων . Γλαύκου |
| δηϊόων περὶ Πατρόκλοιο θανόντος . Τὸν δ ' αὖτε προσέειπε ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις : εὖ νυ καὶ ἡμεῖς ἴδμεν ὅ | ||
| ἵκοντο θεῶν ἕδος αἰπὺν Ὄλυμπον : ἔνθ ' ἵππους ἔστησε ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις λύσας ' ἐξ ὀχέων , παρὰ δ |
| παρὰ Νεῖλον ἔστησαν βορέαο κακὴν προφυγόντες ὁμοκλήν , ἦμος ἀποψύχοντα κυβερνητῆρα Κάνωβον Θώνιος ἐν ψαμάθοις ἀθρήσατο : τύψε γὰρ εὐνῇ | ||
| ] ἐπιμάρτυρα πᾶσι φυλάσσεις [ ] [ Ζῆνα ] γιγαντοφόνοιο κυβερνητῆρα χορείης [ . ] [ Ζῆνα γὰρ ] αὐτὸν |
| δὴ τότε πείσματα νηὸς ἐπὶ πνοιῇς ἀνέμοιο λυσάμενοι , προτέρωσε διὲξ ἁλὸς οἶδμα νέοντο : ἡ δ ' ἔθεεν λαίφεσσι | ||
| ἀφρὸς ἦν περὶ στόμα . κύψαντες ὕβριν ἁθρόην ἀπέφλυσαν . διὲξ σωλῆνος εἰς ἄγγος , ! ] ε ? παρθένοι |
| περ ἀμύνων . ὡς δ ' ὁπότ ' ἀμφ ' ἀγέλῃσι νεηγενέεσσιν ἰώπων ἠὲ φάγροι ἢ σκῶπες ἀρείονες ἠὲ καὶ | ||
| καὶ Νίκανδρος : ὡς δ ' ὁπότ ' ἀμφ ' ἀγέλῃσι νεηγενέεσσιν ἰώπων . ὅτι τοὺς εἰς τὸ ἀπανθρακίζειν ἐπιτηδείους |
| δέ μιν εἰσορόωντες ἀολλέες ἰθὺς ἵενται ὄρνιθες , λάχνην δὲ διαψαίρουσι πόδεσσιν , ἠΰτε κερτομέοντες : ἐπὴν δέ οἱ ἐγγὺς | ||
| ἐξ αὐτοῦ λάχνη : οὐδὲν γὰρ εὐληπτότερον τῆς τριχός . διαψαίρουσι : διαξαίνουσι , διακινοῦσι , κινοῦσι , σκαλεύουσιν : |
| δ ' ἁμαρτῇ δούρασιν ἀμφίς . ” ἀμφικτίονες περίοικοι . ἄμβροτοι θεοὶ ἀθάνατοι . ἄμερσεν ἐστέρησεν , ἄμοιρον ἐποίησεν : | ||
| Ἄλλαι ἀπειρέσιοι πολυμήτιος Ἑρμείαο δωτῖναι κομίσαντος ἐνὶ σπήλυγγι κέονται , ἄμβροτοι , ἀτρεκέες , ῥίμφα πρήσσουσαι ἕκαστα : τάων ἡμίθεός |
| , μαντείων δ ' ἐπέβας ζαθέων τρίποδί τ ' ἐν χρυσέωι θάσσεις , ἐν ἀψευδεῖ θρόνωι μαντείας βροτοῖς θεσφάτων νέμων | ||
| ' οὑτωσὶ λέγει : – ˘ ˘ – τότε δὴ χρυσέωι ἐν δέπαϊ Ἠέλιον πόμπευεν ἀγακλυμένη Ἐρύθεια . καὶ Αἰσχύλος |
| Ὁπλοσμίας ἤτοι τῆς Ἥρας ηὐτρεπισμένον καὶ ἑτοιμασθέντα ταῖς σφαγαῖς . θουρὰς ἡ ὁρμητικὴ πόρνη λέγεται ἡ κατωφερὴς ἀπὸ τοῦ θουρᾶσθαι | ||
| φοιτάδος πλάνης τῶν κακῶν τε πημάτων , ὅταν ἡ θρασεῖα θουρὰς καὶ ὁρμητικὴ κύων ἤγουν ἡ γυνὴ Διομήδους Αἰγιάλεια οἰστρήσῃ |
| ἔπειτα δόλου πετάσασα θύρετρα , ἐξαπίνης συνέμαρψε καὶ ἔσπασεν εὐρὺ χανοῦσα ἄγρην κερδαλέην , ὅσσην ἕλεν οἰμήσασα . Καὶ μὲν | ||
| ' ἀλλήλοισιν ὁμιλῆσαι μεμαῶτε συμπεσέτην , ἔχιος δὲ κάρη κατέδεκτο χανοῦσα νύμφη φυσιόωσα : γάμῳ δ ' ἐπιγηθήσαντες ἡ μὲν |
| αὐτὴν ἀποίσει γραφήν : οἷον , ἔνοπλος : εὔοπλος : ὑπέροπλος . Πτερὸν , παρὰ τὸ πέτω πετέρον , καὶ | ||
| ἐπ ' Ἀρχεμόρῳ , τὸν ξανθοδερκὴς πέφν ' ἀωτεύοντα δράκων ὑπέροπλος , σᾶμα μέλλοντος φόνου . Ὦ μοῖρα πολυκρατές : |
| [ ] ἄνθεϊ κυματόεντι ? [ ] φερέσταχυν [ ] ἄμφεπε νύμφην , ὑμετέρων [ δ ' ἀπόναιο ] ? | ||
| ὑπὸ δὲ ξύλα δαῖον ἑλοῦσαι . γάστρην μὲν τρίποδος πῦρ ἄμφεπε , θέρμετο δ ' ὕδωρ : τόφρα δ ' |
| τ ' ἐφύπερθε τάπητας χλαίνας τ ' ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι . αἱ δ ' ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ | ||
| , καί νύ κέ οἱ θηητὰ καὶ ἄμβροτα τεύχε ' ἕσασθαι δώσω , ἃ καὶ μακάρεσσι μέγ ' εὔαδεν ἀθανάτοισιν |
| . κέντρον : βέλος , ἄλγος , τὸν οἶστρον . λαγόνεσσι : σπλάγχνοις . ἀραιαῖς : λεπταῖς , μικραῖς , | ||
| ἀπαμβλύνει φάος ὄσσων . ἔνθα δ ' ἐν εὐρωποῖσιν ἁλὸς λαγόνεσσι πεσοῦσαι αὔτως δηθύνουσιν , ἀεξόμεναι δὲ μένουσι λαρὸν ἔαρ |
| ἰχθύες ἐξεφάνησαν , μορφῆς πετραίης ἐξάλμενοι , ἐκ δὲ δόλοιο φορβήν τ ' ἐφράσσαντο καὶ ἐξήλυξαν ὄλεθρον . χείματι δ | ||
| μάλιστα : ἀλλ ' ἄρα καὶ τῷ μῆτις ἀνεύρατο γαστέρι φορβήν . αὐτὸς μὲν πηλοῖο κατ ' εὐρώεντος ἐλυσθεὶς κέκλιται |
| δίστομον . πᾶσι : πάντων . Βριαρή : ἰσχυρά . κρυερή , βαρυτάτη . ἄγχι : ἀμφί . ἀμφί : | ||
| , καὶ ἐν ὑπερβιβασμῷ χωόμενος , ὡς ὄρωρεν ὤρορεν . κρυερή : χαλεπὴ , ψυχρὰ , φρικωδεστάτη , κακή . |
| αἰεὶ γὰρ τὸ πάρος γε θεοὶ φαίνονται ἐναργεῖς ἡμῖν , εὖθ ' ἕρδωμεν ἀγακλειτὰς ἑκατόμβας , δαίνυνταί τε παρ ' | ||
| βιοτᾶς ] η . ζωῆς . ἐπεκύρσαμεν ] ἐπετύχομεν . εὖθ ' ] ὁπηνίκα . παντάρκης ] ὁ πᾶσι βοηθῶν |
| ἐκ τῆς ὑπερβολῆς . Ἐριθηλές : ἄγαν θάλλον , ἄγαν θαλερόν . ἀεξόμενον : αὐξανόμενον κατὰ τροπὴν τοῦ υ εἰς | ||
| ” θαλαμηπόλος ἡ περὶ τὸν θάλαμον πολουμένη ἤτοι ἀναστρεφομένη . θαλερόν θάλλον , οἷον ἀκμάζον . καὶ οἱ ἀκμάζοντες νεανίαι |
| ὕπερθε νεύει ἐπισκυνίοισι μεσόφρυα , καὶ πυρόεντες ὀφθαλμοὶ χαροπαῖσιν ὑποστίλβοντες ὀπωπαῖς : ῥινὸς ἅπας λάσιος : κρατερὸν δέμας : εὐρέα | ||
| ἀνθρώποισι πέλει περιδέξιος ὥρη χειμερίη , στείβουσί τ ' ἀμοχθήτοισιν ὀπωπαῖς , οὕνεκα καὶ νιφετοῖσι γεγραμμένα πάνθ ' ἅμ ' |
| ἦσαν ταῖς ψυχαῖς , εὐειδεῖς δὲ καὶ εὔσαρκοι ; . ἔβραχεν ἄξων ; . ἤτοι ὁ μὲν Περίφαντα πελώριον ἐξενάριζεν | ||
| . ἑά βʹ : τὰ ἑαυτοῦ . καὶ ἀγαθά . ἔβραχεν βʹ : ἤχησεν . ἐφώνησεν . . βράχε . |
| οὐκ ἄν σε διατμήξειαν ἀκωκαί γηγενέων ἀνδρῶν οὐδ ' ἄσχετος ἀίσσουσα φλὸξ ὀλοῶν ταύρων . τοῖός γε μὲν οὐκ ἐπὶ | ||
| ὀρυμαγδὸς ἐπειγομένων ἐλάτῃσιν ἦεν ἀριστήων . ἡ δ ' ἔμπαλιν ἀίσσουσα γαίῃ χεῖρας ἔτεινεν , ἀμήχανος : αὐτὰρ Ἰήσων θάρσυνέν |
| ἀμφὶ δὲ κρᾶτ ' ἐκάλυψαν ἀπειρεσίοις νεφέεσσι θυμὸν ἀκηχέμενοι : ἑτέρωθε δὲ γήθεον ἄλλοι εὐχόμενοι Τρώεσσι πέρας θυμηδὲς ὀρέξαι . | ||
| θόρε κύδιμος ἀνὴρ πάλλων ἐγχείην περιμήκετον . Ὃς δ ' ἑτέρωθε χερσὶν ὑπὸ κρατερῇσιν ἀπειρεσίην λάβε πέτρην καί ῥα Νεοπτολέμοιο |
| : χὢ μὲν ἔλυσε πέδιλον Ἀδώνιδος , οἳ δὲ λέβητι χρυσείῳ φορέοισιν ὕδωρ , ὃ δὲ μηρία λούει , ὃς | ||
| εἰπὼν παλάμῃσι δέπας πολυχανδὲς ἀείρας Μέμνονα προφρονέως στιβαρῷ δείδεκτο κυπέλλῳ χρυσείῳ , τό ῥα δῶκε περίφρων Ἀμφιγυήεις Ἥφαιστος κλυτὸν ἔργον |
| , ἦ τάχα κέν μιν [ ] [ ἠγαθέοις ] ἤειδον ἀριστήεσσιν ἐίσκων [ Ἑλλάδος ] εὐκαμάτοιο : σὲ δ | ||
| ' ς τὸν ἀγῶνα . καὶ τότε δὴ θάρσησα καὶ ἤειδον πολὺ μᾶλλον . βέλτιστε , πολλοῖς πολλὰ περὶ μαγειρικῆς |
| πολύχαλκος , πολύπυρος πολύοινος πολύσιτος , πολυπότης , πολυάνθρωπος πολυπρόβατος πολυθρέμμων πολύδουλος , πολύανδρος πολυγύνης πολύπαις , πολύπους , πολυάδελφος | ||
| ' ἐλατὴρ Σοσθάνης . ἄλλους δ ' ὁ μέγας καὶ πολυθρέμμων Νεῖλος ἔπεμψεν : Σουσισκάνης , Πηγασταγὼν Αἰγυπτογενής , ὅ |
| τε κρήνη μελάνυδρος , ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ . τὸν δὲ ἰδὼν ᾤκτιρε ποδάρκης δῖος | ||
| ὥς τε κρήνη μελάνυδρος ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ : ὣς ὃ βαρὺ στενάχων ἔπε ' |
| , σὺν δ ' ὅ γε δὴ αὖτε δύω μάρψας ὁπλίσσατο δεῖπνον . δειπνήσας δ ' ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα | ||
| , δεῦε δὲ γαῖαν . τοὺς δὲ διὰ μελεϊστὶ ταμὼν ὁπλίσσατο δόρπον : ἤσθιε δ ' ὥς τε λέων ὀρεσίτροφος |
| ὡς ἀτμὸς ἄνω φερόμενον οὔτε ἀσαφῆ τὴν κένωσιν οὔτε οὕτως ὠκεῖαν ἕξει . Ἐρασίστρατος δέ , ὅπῃ μὲν ἔχει πάχους | ||
| ἥρπαξεν , ὁ δ ' ἔσπασεν ἀμφοτέρῃσι θερμὸς ἀνήρ , ὠκεῖαν ἑλὼν καὶ ἐπίκλοπον ἄγρην : λήθει δ ' ἀνθιέων |
| ἐπ ' ᾐόνας : οὐδέ μιν ἄνδρες ἔδρακον , ἀλλὰ θεῇσι παρίστατο Νηρηίνῃς : καί ῥα Θέτιν προσέειπεν ἔτ ' | ||
| . ” ἔϊκτο ὡμοιοῦτο . εἰκυῖα ἐοικυῖα : “ εἰκυῖα θεῇσι . ” εἰλαπίνη εὐωχία . εἶλαρ ἕρκος καὶ φυλακή |
| , ἐπειδὴ αὐτὰς ἀγρεύουσι πάντες καὶ ἐσθίουσιν ὡς ἀσθενεῖς . περιπληθής : πληρουμένη , στενοχωρουμένη , γεγεμισμένη , πεπληρωμένη , | ||
| παντοίοισι περιπληθὴς καμάτοισι : πάντων ἢ παντοίων γεγεμισμένος κόπων . περιπληθής : γέμων . Ἐπαιγίζει : κλονίζει , ταράσσει δίκην |
| παθημάτων . τίνα θροεῖς αὐδάν ; τίνα βοᾶις λόγον ; ἔνεπε , τίς φοβεῖ σε φήμα , γύναι , φρένας | ||
| . ὦ φίλταται γυναῖκες . † Ἑκάβη , σὰς † ἔνεπε : τίνα θροεῖς αὐδάν ; † οὐκ ἦν ἄρ |
| τῇ Ἀρτέμιδι , ἢ ὅλως ἐπὶ νοῦν οὐκ ἦλθεν . λαιψηρά ταχέως κινούμενα , ἀντὶ τοῦ λαιψηρῶς , ὡς ταχεῖα | ||
| τοῖς ἔχουσι ξύλον ὄρεσι , τούτοις τοῖς ξύλα ἔχουσιν . λαιψηρά : ταχεῖα , ταχέως . Ἔλαφον : ἔλαφος ἢ |
| Τῷ δ ' ἐπὶ δῖον ἔπεφνεν Ἀτύμνιον , ὅν ποτε Νύμφη Πηγασὶς ἠύκομος σθεναρῷ τέκεν Ἠμαθίωνι Γρηνίκου ποταμοῖο παρὰ ῥόον | ||
| προσδέχου συμβουλίαν . μὴ πᾶσιν εἰκῆ τοῖς φίλοις πιστεύετε . Νύμφη δ ' ἄπροικτος οὐκ ἔχει παρρησίαν . ] οὓνς |
| ἀνδρὶ παρὰ θνητῶι θητευσέμεν εἰς ἐνιαυτόν , τλῆ δὲ καὶ ὀβριμόθυμος Ἄρης ὑπὸ πατρὸς ἀνάγκης . δέρμα τε θήρειον Βεμβινήταο | ||
| γέλασσαν : ὃ δ ' ἐν φρεσὶ πάμπαν ἰάνθη Αἴας ὀβριμόθυμος . Ἄειρε δὲ δοιὰ τάλαντα ἀργύρου αἰγλήεντος ἅ οἱ |
| μεσάτῳ μέσου ἤματος ἀγρώσσοιεν , εὖτέ τις ἐν δρυμοῖσιν ὑπὸ σπήλυγγι λιασθείς , κάρφεα λεξάμενός τε καὶ ὠκύμορον φλόγα νήσας | ||
| ἄνθεσιν εἴαρος ὥρῃ , οἵη δ ' αὖτε θέρευς γλυκερὴ σπήλυγγι χαμεύνη , οἵη δ ' ἐν σκοπέλοισιν ἐπακτήρεσσι πάσασθαι |
| τερπωλὴν ἀκόρεστον : ὁ δ ' οὐ φρονέων περ ἕκαστα παπταίνει , μέγαρόν τε καὶ ἤθεα πάντα τοκήων : ὣς | ||
| δ ' ἄϊσος : τὰ μακˈρὰ δ ' εἴ τις παπταίνει , βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν : ὅ τοι |
| φόρτοι ἀπώλεσαν , οἷς κέρδος ἦν συγκαταδῦναι τοῖς κύμασιν . ἐκβολὰν φέρει ] ἔκπτωσιν ὑπομένει . . ἀλφηστῶν ] ἐφευρετῶν | ||
| . θΞ ἐκβολὰν ] ῥῖψιν . ἐκβολὰν ] ἐκφόρευσιν . ἐκβολὰν ] ἔκπτωσιν . θ φέρει ] πάσχει . φέρει |
| , ἀμφίθυρον δωμάτιον . οὕτως Φρύνιχος . . , . ἀμφίκαυστις : ἡ πρώτη τῶν ἀσταχύων ἔκφυσις . καλεῖται δὲ | ||
| περίεισιν οἱ γονεῖς : οὗτοι καὶ τὰς εἰρεσιώνας διεκόσμουν . ἀμφίκαυστις : ἡ ὡρίμη κριθή , ἣν ἡμεῖς εὔστραν καλοῦμεν |
| ταῦτα κόψαι καὶ κατασῆσαι λεῖα , καὶ ἐπ ' οἶνον εὔοδμον ἐπιπάσσειν , καὶ ἐπιχέαι ῥόδινον ἔλαιον . Ὅταν δὲ | ||
| ' οὐ λανθάνει , φοινικοεάνων ὁπότ ' οἰχθέντος Ὡρᾶν θαλάμου εὔοδμον ἐπάγῃσιν ἔαρ φυτὰ νεκτάρεα : τότε βάλλεται , τότ |
| παλάμας ἔστρεψεν ὀπίστερος Ἀγγελιώτης ὁλκῶν ἠνεμόφωνον ἐπισπεύδουσαν ἐρύκων , ὀρνυμένην νεφέεσσιν ἐλαυνομένοισι φυλάσσων . καὶ Στεροπὴ πέμπουσα σέλας φοινίσσετο πᾶσα | ||
| ἀντιόωντα θεοῖσιν . Ὣς ἄρ ' ἔφη καὶ ἄιστος ὁμοῦ νεφέεσσιν ἐτύχθη : ἠέρα δ ' ἑσσάμενος στυγερὸν προέηκε βέλεμνον |
| * μαιμώσσων : διερευνώμενος * ἐπινίσσεται : πορεύεται ἀναστρέφεται * ὀκριόεντα : τραχέα τραχέα , ἀκρότομα τραχέα ἢ ὑψηλά * | ||
| χαμᾶζε σκαιῇ ἔγχος ἔχων : ἑτέρηφι δὲ λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα τόν οἱ περὶ χεὶρ ἐκάλυψεν , ἧκε δ ' |
| νιν ἀμφέβαλεν ἀϊόνα πορφυρέαν , κόμαισί τ ' ἐπέθηκεν οὔλαις ἀμεμφέα πλόκον , τόν ποτέ οἱ ἐν γάμῳ δῶκε δόλιος | ||
| Αἰγίνης ἀκτῇσιν ἐπέσχεθον . αἶψα δὲ τοίγε ὑδρείης πέρι δῆριν ἀμεμφέα δηρίσαντο , ὅς κεν ἀφυσσάμενος φθαίη μετὰ νῆάδ ' |
| , ὡς ὅτε κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται , σμαραγεῖ δέ τε πόντος . Ἄλλοι μέν ῥ ' ἕζοντο | ||
| δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο . Αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται , σμαραγεῖ δέ τε πόντος . Σκέπτετ ' ὀιστῶν τε ῥοῖζον |
| καὶ ζυγὸν ὀρθὸν ἔχουσι σελασφόρον αὐχένι κοῦραι χερσὶν ἐπισφίγγουσαι : ἐπειγομένοιο δὲ ταρσοῦ ἐκταδὸν ἀΐσσουσι καὶ ἠερίηισι κελεύθοις ἱπτάμεναι προθέουσιν | ||
| : ἀστεμφὴς ὁ ἀμετακίνητος ἀπὸ τοῦ στέμπω τὸ μετακινῶ . ἐπειγομένοιο : σπουδάζοντος , διωκομένου ὑπὸ τοῦ φόβου . βαρύνει |
| . πολυδινέϊ : πολυκινήτῳ . πεπτηυῖαι : κείμεναι : γράφεται πεφρικυῖαι . Ὀρέστεροι : ὀρεινότεροι : παραβολή . Ἄναλκιν : | ||
| τάξεων φησί [ Δ ] κυάνεαι σάκεσίν τε καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι . ὃ γὰρ ἐκ τῶν κατὰ φύσιν ὀνομάτων οὐκ |
| διὰ τὸ ἐντίθεσθαι τὰς θηλάς : ) νεβροὺς κοιμήσασα νεηγενέας γαλαθηνούς . περιενεχθεισῶν δέ ποτε καὶ ΔΟΡΚΑΔΩΝ ὁ Ἐλεατικὸς Παλαμήδης | ||
| ἀμφοτέραις τῇ μὲν ἀρτιπαγεῖς τυρούς , τῇ δὲ ἐρίφους ἔτι γαλαθηνούς . Εἴ ποτε Ἀπόλλων Λαομέδοντι θητεύων ἐβουκόλησε , τοιόσδε |
| τὰ δὲ κήτους . Ἀργῷός τε λιμήν : παρὰ τῇ Τριτωνίδι λιμήν ἐστιν Ἀργῷος καλούμενος . αὔλιος : ὁ ἕσπερος | ||
| ὑπάρχειν αὐτὴν Ἑσπέραν προσαγορευθεῖσαν , κειμένην δ ' ἐν τῇ Τριτωνίδι λίμνῃ . ταύτην δὲ πλησίον ὑπάρχειν τοῦ περιέχοντος τὴν |
| ψαμάθοις ἁλίῃσιν : ἄμαθον δὲ τὴν κόνιν : τύχε γὰρ ἀμάθοιο βαθείης . ὥρα δασέως τοῦ ἔτους καὶ τῆς ἡμέρας | ||
| . Ἄμαθος : ἡ ψάμμος : τύχε γάρ ῥ ' ἀμάθοιο βαθείης . παρὰ τὸ ψάμαθος καὶ ἀποβολῇ τοῦ ψ |
| ἀμφί . ἀμφί : ἀμφοτέρωθεν . Καταΐγδην : συντόμως . ἐλόωντες : τύπτοντες . Λέλησται : ἐπιλάθεται . Γενύεσσι : | ||
| ἑξῆμαρ μὲν ἔπειτα ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι δαίνυντ ' Ἠελίοιο βοῶν ἐλόωντες ἀρίστας : ἀλλ ' ὅτε δὴ ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ |
| γὰρ παρθένοι , μέλλουσαι πρὸς μίξιν ἔρχεσθαι , ἀνετίθεσαν τὰς παρθενικὰς αὑτῶν ζώνας τῇ Ἀρτέμιδι . Λυσικράτης ἕτερος : ἐπὶ | ||
| . ἔρρετε , μηδ ' ὔμμιν πολεμήια ἔργα μέλοιτο , παρθενικὰς δὲ λιτῇσιν ἀνάλκιδας ἠπεροπεύειν . ” Ὧς ηὔδα μεμαώς |
| ἕως κάμῃ , ποτὲ δὲ ἑστήκει . τὸ δέ ἵησι μύκημα , ὅτι καὶ οὗτός ποτε ἐβόα καλῶν τὸν Ὕλαν | ||
| δὲ καὶ ὑισμὸν εἶπον καὶ ὑίζειν ὑίζοντες . βοῶν δὲ μύκημα μυκηθμὸς μυκᾶσθαι μυκώμενοι . ὀίων δὲ βληχὴ βληχᾶσθαι βληχώμεναι |
| Ἄιδα Κῆρες ἀμείλικτοι φορέουσιν : οὐ γάρ τίς μ ' ὑπάλυξεν ἐν ἀργαλέῃ ὑσμίνῃ , ἀλλά μοι ὅσσοι ἔναντα λιλαιόμενοι | ||
| δὲ βόσκει ἐνδόμυχον μέλαν ὅπλον , ὅθεν θηρήτορας ἄγρης ῥηϊδίως ὑπάλυξεν , ὁμιχλήεντι βελέμνωι κυανέην βάψασα μελαινομένην χύσιν ἅλμης , |
| πῆμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας : ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε , | ||
| πᾶμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας . ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε , |
| παίδων τὰ ὀνόματά εἰσι ταῦτα : Κέρκαφος , Ὀχιμος , Ἀκτίς , Μακαρεύς , Τενάγης , Τριόπης , Φαέθων . | ||
| Ῥόδηςοὕτω γὰρ αὐτὴν Ἑλλάνικος καλεῖἑπτὰ γίνονται παῖδες : Ὄχιμος Κέρκαφος Ἀκτίς Μάκαρος Κάνδαλος Τριόπης Φαέθων ὁ νεώτατος , ὃν οἱ |
| ἔβαινον , [ ἐκ δ ' ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου : ] μάστιξεν δ ' ἐλάαν , τὼ δ | ||
| ' ἔβαινον , ἐκ δ ' ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου . τοὺς δὲ μετ ' Ἀτρεΐδης ἔκιε ξανθὸς Μενέλαος |