ἐπέταξε τὴν τούτων ποίησιν , ὅπως μὴ ὑπ ' αὐτοῦ πλασθέντα ἀθάνατα γένοιτο . Αὐτοὶ δὴ δανεισάμενοι ἀπὸ τῆς πρώτης
καλεῖ : αὐτὸ δὲ τὸ πήλινον , ὃ περιείληφε τὰ πλασθέντα κήρινα , ἃ κατὰ τὴν τοῦ πυρὸς προσφορὰν τήκεται
5214440 Προμηθεως
] Τοὺς πλατεῖς . οὔκουν , Προμηθεῦ : Εἰπόντος τοῦ Προμηθέως ὅτι ἐγὼ τὴν παροῦσαν ὑπομενῶ τύχην , ἕως οὗ
οἷον εἴ τις τοὺς ἀνθρώπους μὴ πεπλάσθαι εἴποι ὑπὸ τοῦ Προμηθέως , ἀλλ ' ὑπ ' ἄλλου τινὸς τῶν θεῶν
5072000 κατοικουντος
ἐθνῶν πρόγονοι , τοῦ τε Ἑβραϊκοῦ καὶ τοῦ τὰ προάστεια κατοικοῦντος , ἀδελφοὶ δύο ἦσαν ὁμοπάτριοι καὶ ὁμομήτριοι , πρὸς
. * ἐμελέτησε . τοῦ Οἰνομάου τοῦ ἐν τῇ Πίσῃ κατοικοῦντος . ἀρίστην . . Οἰνόμαος , ὁ πατὴρ Ἱπποδαμείας
5071371 νηποινι
. : ὁ κτείνας . . . εἴη . . νηποινί . ἄνευ τιμωρίας καὶ ποινῆς . αἱ βίαιοι πράξεις
, ἀβλαβί , ἄνευ βλάβης , ἀπατταγί ἀρυτί πανοικί εὐδοκί νηποινί νωνυμνί , ἀντὶ τοῦ ἀνωνύμως : σεσημείωται τὸ πανθοινεί
5062011 μολυσμου
ἀκάθαρτον καὶ δυσκόλως ἀπειργόμενον ἀπὸ τῶν καθαρείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων μολυσμοῦ παντός . Ἀληθὲς δὲ καὶ τὸ Ἡροδότου καὶ ἔστιν
οὐκ ἐμφανίζεται , ἐὰν μὴ πρῶτον ἑαυτοὺς καθαρίσωσιν ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ . Καὶ σοὶ οὖν ἅπαντα ἐπισκοτεῖ , καθάπερ ὕλης
4954231 νεωτερου
μετάστασιν δίδου . Γνώμη γὰρ εἴ τις κἀπ ' ἐμοῦ νεωτέρου πρόσεστι , φήμ ' ἔγωγε πρεσβεύειν πολὺ φῦναι τὸν
τοῦ χαμᾶθεν , τὸν ἀγένητον ἀπὸ τοῦ γενητοῦ , τοῦ νεωτέρου μὲν οὐρανοῦ καὶ γῆς , νεωτέρου δὲ Κρητῶν ,
4952036 κλεπτου
καὶ παίει τῷ κέντρῳ πείρασα , καὶ ἐξέχεε τοῦ δυστυχοῦς κλέπτου τὰ σπλάγχνα . καὶ ἔκειτο παρὰ τῇ τρυγόνι νεκρὸς
ἑνὸς μὲν ἀγνωρίστου , ὑπὸ δὲ ἑτέρου γνωρίμου μὲν ἀλλὰ κλέπτου , ὁ εὐτράπελος ἔφη : Σὲ μὲν γνωρίζων οὐ
4937659 Ὑακινθου
λέγουσιν ἀδελφὴν ἀποθανοῦσαν ἔτι παρθένον . τοῦτο μὲν οὖν τοῦ Ὑακίνθου τὸ ἄγαλμα ἔχον ἐστὶν ἤδη γένεια , Νικίας δὲ
τὸ εἰκός ἐς τὰ Ὑακίνθια : εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Ὑακίνθου . μηδετέρους : Ἀθηναίους καὶ Βοιωτούς . κοινῇ νέμειν
4891695 μαντικα
σῆς πλάνης . . * : Μολοσσὰ δάπεδα : Τὰ μαντικά : ἢ εἰς τὰ Θεσσαλικά , ἀπὸ ἔθνους τινὸς
ἂν τὸ στόμα τοὺς χρησμοὺς ἐπέσχον : συγκλείσας : τὰ μαντικά : τὸ ἑξῆς : λέξω δέ σοι : τὸ
4878238 μαντειου
ἐν γὰρ τῷ Παρνασῷ οἱ Δελφοί . * * τοῦ μαντείου . τῷ αὐτοῦ . . Μὴ λάβῃς εἰς τὸ
θάνατον αὑτοῦ τιμήν . θανὼν γὰρ αὐτὸς ἐμαντεύετο ἐκ τοῦ μαντείου : ὅθεν καὶ ἐτιμήθη ὡς θεὸς παρὰ τοῖς Θηβαίοις
4859193 γενητου
γὰρ αὐτὴ ἡ ὕλη ἕν τί ἐστι τῶν στοιχείων τοῦ γενητοῦ : διώρισται ἄρα . Πόρρω ἄρα τῆς ἀδιορίστου φύσεως
γέλωτα , καταδείσασα μή ποτε ἄρα τὸ χαίρειν οὐδενὸς ὂν γενητοῦ , μόνου δὲ τοῦ θεοῦ , σφετερίζηται : διόπερ
4857056 Βελλεροφοντου
. τῷ θρόνῳ δὲ ἡρώων ἐπειργασμένα Ἀργείων ἐστὶν ἔργα , Βελλεροφόντου τὸ ἐς τὴν Χίμαιραν καὶ Περσεὺς ἀφελὼν τὴν Μεδούσης
ἀπατῆσαι . ἐνυπνίῳ δ ' ᾇ τάχιστα πείθεσθαι : τοῦ Βελλεροφόντου δὲ τὸ ὄναρ διηγησαμένου εἶπεν ὁ Πολύιδος ὡς τάχιστα
4842132 θρεμματος
θάνατον παιᾶνα εἶναι καὶ ἀπαλλακτὴν κακοῦ καὶ ἀπλήστου καὶ νοσεροῦ θρέμματος , ἡγεῖ καλῶς : εὔχου , καὶ κάλει τὸν
ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον τὸν ἐν ἡμῖν θεῖον ἄνθρωπον τοῦ πολυκεφάλου θρέμματος ἐγκρατῆ ποιητέον , ὅπως ἂν τὰ μὲν ἥμερα τῶν
4815799 προμαντις
χρησμῳδοῦντας καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ ; ἢ διότι ἡ μὲν πρόμαντις καθίζουσα ἐπὶ τρίποδος , ἐμπιμπλαμένη δαιμονίου πνεύματος , χρησμῳδεῖ
' ἄγει νιν , ἁ δ ' ἐφείπετ ' οὐ πρόμαντις ὧν ἔμελλεν : ὁ δὲ συνεργὸς ἄλλ ' ἔπρασς
4782343 προφητου
τῆς τάξεως . εἶτ ' ἐπισυνιστάμενοι καὶ ἀθροιζόμενοι κατεβόων τοῦ προφήτου , ὡς δι ' οἰκειότητα τῷ τε ἀδελφῷ καὶ
κυανέῃσιν ἐπ ' ” ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων , ” τοῦ προφήτου τὸν Δία ὑποκριναμένου : τοῦτο μέντοι ῥητῶς εἰπεῖν τὸν
4779693 φυϲικην
τῶν ἀγγείων φύϲιϲ ἐκ τοῦ διαπνεῖϲθαί τε καὶ ῥιπίζεϲθαι τὴν φυϲικὴν εὐκραϲίαν φυλάττουϲα κατὰ τὸν ἐξ ἀρχῆϲ τρόπον ἐπικρατῇ τῶν
τῶν εἰρημένων νοϲημάτων , ἤν τε προϲδόκιμον ᾖ διὰ τὴν φυϲικὴν ἀϲθένειαν τοῦ ἀνθρώπου , ἀπέχεϲθαι τῶν ἀφροδιϲίων . ἄχρι
4779076 χρηστηρια
κρείσσω θνητὸς οὖς ' ὑπερδράμω ; πίμπρη τὰ σεμνὰ Λοξίου χρηστήρια . δέδοικα : καὶ νῦν πημάτων ἅδην ἔχω .
προχωρήσειν ἔμελλε καὶ ὡς οὐ μικρᾶς ἐνήρχετο τῆς περὶ τὰ χρηστήρια τραγῳδίας , οὐ δοκιμάσας μόνος ἀντιλέγειν ἅπασιν , ἀπολιπὼν
4774018 ἐπαινεθηναι
Σκύθην ἐκεῖνον τὸν Ἀνάχαρσιν οὐ πάνυ τι ἀττικίσαι φασίν , ἐπαινεθῆναι δ ' ἐκ τῆς διανοίας καὶ τῶν ἐνθυμημάτων .
ταύτῃ δεῖ ὑπ ' ἐμοῦ τε καὶ σοῦ τὸν λόγον ἐπαινεθῆναι , ὡς τὰ δέοντα εἰρηκότος τοῦ ποιητοῦ , ἀλλ
4759536 μαντευομενην
Σωκράτης [ . ] δὲ ἐγχωρίαν αὐτὴν χρησμολόγον φησὶ δύσγνωστα μαντευομένην , ἅπερ ἀγνοοῦντες οἱ Θηβαῖοι καὶ ἐναντίως αὐτοῖς χρώμενοι
πτερὰ δὲ ὄρνιθος : Σωκράτης δὲ αὐτήν φησι χρησμολόγον δύσγνωστα μαντευομένην : ἅπερ ἀγνοοῦντες οἱ Θηβαῖοι καὶ ἐναντίως αὐτοῖς χρώμενοι
4692308 Θεμιδος
ἐπὶ θρόνων Ὥρας ἐποίησεν Αἰγινήτης Σμῖλις . παρὰ δὲ αὐτὰς Θέμιδος ἅτε μητρὸς τῶν Ὡρῶν ἄγαλμα ἕστηκε Δορυκλείδου τέχνη ,
ὑπὲρ χθονός ὑπέρ ] ? τ ' ὠκεανοῦ ⌊ ⌋ Θέμιδος ? ? ? [ ! λ ? [ εχε
4682464 Προκοννησιου
οἱ Πυθαγόρειοι ὁμῶς ἔχουσι πιστευτικῶς , οἷον περὶ Ἀριστέου τοῦ Προκοννησίου καὶ Ἀβάριδος τοῦ Ὑπερβορέου τὰ μυθολογούμενα καὶ ὅσα ἄλλα
καὶ Φανόδικός φησι . : Φανοδίκου εἰμὶ τοῦ Ἑρμοκράτους τοῦ Προκοννησίου : κἀγὼ κρατῆρα κἀπίστατον καὶ ἡθμὸν ἐς πρυτανεῖον ἔδωκα
4681374 παροινων
καρπὸν τῆς ἀρετῆς . Ἐν μὲν τοῖς συμποσίοις ὁ μὴ παροινῶν ἡδύτερος , ἐν δὲ τοῖς ἀγαθοῖς ὁ μὴ παρανομῶν
ὧν ἔπασχεν ἠμύνετο , διδάξω . Ὁ μὲν ὑβρίζων καὶ παροινῶν πάντ ' ἔδρα καὶ οὐδὲν ἠμύνετο : ὁ δὲ
4652994 ἐχηις
χεῖρα . ἐροῦσι πολλοί : πολλὰ σαυτὸν ἀσπάζου , ἐπὴν ἔχηις τι : πάντα σοι φίλων πλήρη : πλουτοῦντα γάρ
, μὴ τὰ μαλακὰ μῶσο , μὴ τὰ σκλήρ ' ἔχηις . καὶ πιεῖν ὕδωρ διπλάσιον χλιαρόν , ἡμίνας δύο
4649881 ἀναφυομενον
ἐπειδή , ὡς εἴρηται , γινώσκοντες τὸ ἐκ τοῦ συγγράμματος ἀναφυόμενον χρήσιμον προθυμότερον ἀναγινώσκομεν τὸ σύγγραμμα . ἄλλως τε δὲ
ὀδυρμῶν καὶ κνυζημάτων ἀνάπλεων ; προϊὸν δὲ καὶ εἰς ὥραν ἀναφυόμενον , ἔμπληκτον καὶ ἀκρατές ; κἂν εἰς ἥβην προέλθῃ
4642680 Ἀντισθενους
ἔν τισι δοκοῦσιν ἐναντίως εἰρῆσθαι . ὁ δὲ λόγος οὗτος Ἀντισθένους ἐστὶ πρότερον , ὅτι τὰ μὲν δόξῃ , τὰ
τισι δοκοῦσιν ἐναντίως εἰρήσθαι . ὁ δὲ λόγος οὗτος , Ἀντισθένους ἐστὶ πρότερον , ὅτι τὰ μὲν δόξῃ , τὰ
4640859 χολου
κιόντας , ἐσσυμένως ὥρμηνεν ἐπ ' ἀμφοτέροισι τανύσσαι ἀλγινόεντα βέλεμνα χόλου μεμνημένος αἰνοῦ , οὕνεκά μιν τὸ πάροιθε μέγα στενάχοντα
, ἀνέρχονται , ἀναβλαστάνουσιν . Πικραί : γράφεται πυκναί . χόλου : ὀργῆς . πυρόεντος : καυστικοῦ , καυστικωτάτου .
4626774 Γυγου
ἵππῳ τῷ Λυδίῳ , ὃς κατωρώρυκτο μὲν ἐν Λυδίᾳ πρὸ Γύγου ἔτι , σεισμῷ δὲ τῆς γῆς διασχούσης θαῦμα τοῖς
κινούντων . Γυμνότερος παττάλου : ἐπὶ τῶν σφόδρα ἀπόρων . Γύγου δακτύλιος : ἐπὶ τῶν πολυμηχάνων καὶ πανούργων . Γύγης
4624804 ἀλαζονευομενου
τῶν ἀλαζονευομένων ἐπὶ τινί . εἴρηται δὲ ἀπὸ Ῥοδίου πεντάθλου ἀλαζονευομένου ἐπὶ τῷ ἅλλεσθαι . Αὐτὸ δείξει : ἐπὶ τῶν
καταβαλεῖν αὐτοῦ τὴν ἐπιστήμην εἰς τὸ μηδὲν ἐπεχείρησεν , ὡς ἀλαζονευομένου καὶ μηθὲν ἀληθὲς λέγοντος . ταῦτα διανοηθεὶς ἐκάλει τὸν
4615868 ἐξηγητου
δὲ ἐξηγητὴς ἔστω ἅμα ἐξηγητὴς καὶ ἐπιστήμων . ἔστι δὲ ἐξηγητοῦ μὲν ἔργον ἡ ἀνάπτυξις τῶν ἀσαφῶν ἐν τῇ λέξει
δὲ τὸ δέοι . Πλάτων Εὐθύφρονι : ” πευσόμενοι τοῦ ἐξηγητοῦ τί χρείη ποιεῖν . ” Χρυσῆ εἰκών . Ὤμνυον
4612392 κεχαρισμενου
ἀγαπητὸν οὐδ ' ἀμουσότερόν τε καὶ ἀσοφώτερον τοῦ πάλαι δὴ κεχαρισμένου , ἀλλὰ προκάθηται μὲν ἀνήρ , εἰ μὴ λέληθα
πῶς ἂν οὖν οὕτω διατεθεὶς ὑπὸ τῆς μεταβολῆς τοῦ τηλικαῦτα κεχαρισμένου κατεφρόνουν ; κείσθω γὰρ τὸ ῥῆμα τὸ σὸν ὡς
4608470 ἀντιδουναι
καὶ οἱ Δελφοὶ Ποσειδῶνος : λέγεται δὲ καὶ τοῦτο , ἀντιδοῦναι τὰ χωρία σφᾶς ἀλλήλοις . φασὶ δὲ ἔτι καὶ
, τῶν λογισμῶν ἀπαγαγὼν ἐξῃτήσατο Ἄδμητον , οὕτω μέντοι ὥστε ἀντιδοῦναι ἑαυτοῦ ἕτερον τῷ Ἅιδῃ : . , . ,
4607573 δοξασματα
. τὰ μὲν τοίνυν ἄλλα . τὰ τῶν Ἡρακλειτείων ἄλλα δοξάσματα . ὁμοίως ὀρθὴ εἶναι . ἀντὶ τοῦ συνδραμεῖν τὴν
οὖν βέλτιον Ἡ . παίδων ἀθύρματα νενόμικεν εἶναι τὰ ἀνθρώπινα δοξάσματα . . . μεμνῆσθαι δὲ καὶ τοῦ ἐπιλανθανομένου ἧι
4605076 Τυφωνος
, ” εἴτε ἄνθρωπός εἰμι εἴτε καὶ ἄλλο τι θηρίον Τυφῶνος πολυπλοκώτερον . “ Δημόκριτος δὲ ὁ τῇ Διὸς φωνῇ
χωρὶς δηλονότι τοῦ Ποσειδῶν Ποσειδῶνος καὶ ταῶν ταῶνος καὶ Τυφῶν Τυφῶνος : ταῦτα γὰρ οὐ κλίνονται διὰ τοῦ ντ ,
4602801 ἁμαρτησεσθαι
δ ' ἔχε θυμόν . ” ἁμαρτήσεσθαι διαμαρτεῖν : “ ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς . ” ἀμφιμέμυκεν περιήχει : “ δάπεδον δ
μοι ἔφη τάδε πάντα τελευτήσεσθαι ὀπίσσω , χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς . ἀλλ ' αἰεί τινα φῶτα μέγαν καὶ
4598155 κεκαρται
: φησὶ δὲ ἔχον πρὸ τοῦ τ ψιλόν διὰ τὸ κέκαρται τέτιλται , οὐδὲ γὰρ ἐκ τούτων ποιοῦσιν : εἰ
' ἔτι : τὸ τοῦ Ἀδώνιδος δηλαδή . οὐδέπω γὰρ κέκαρται τὰ γένεια , ὡς κεντῶσιν , ἀλλ ' ἔτι
4596009 μεζεα
ἀπέτεμεν * Οὐρανοῦ * τὰ παιδογόνα * μορία * . μέζεα δὲ λέγονται τὰ αἰδοῖα ἅρπη δὲ τὸ θέριστρον .
παρὰ Καλλιμάχῳ : † ἕζεσθαι θερμότατον ῥιζοῦχε Ποσειδῶν † . μέζεα δὲ ὡς μήδεα . αἱ δ ' οὐραὶ ὡς
4573215 Σπαρτωνος
. ὃν δὲ προσποιοῦσιν Ἀκουσιλάωι λόγον , Μυκηνέα υἱὸν εἶναι Σπάρτωνος , Σπάρτωνα δὲ Φορωνέως , οὐκ ἂν ἔγωγε ἀποδεξαίμην
„ οἳ δὲ Μυκήνας εἶχον „ . ἀπὸ Μυκηνέως τοῦ Σπάρτωνος τοῦ Φορωνέως ἀδελφοῦ : ἢ ἀπὸ μύκητος τοῦ ξίφους
4572110 εἰρωτᾳς
ὁ γὰρ προκείμενος ἀρκεῖ . . . . . . εἰρωτᾷς μ ' ἐλθόντα θεὰ θέον : αὐτὰρ ἐγώ τοι
, καὶ τότε δή μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπεν : “ εἰρωτᾷς μ ' ἐλθόντα θεὰ θεόν : αὐτὰρ ἐγώ τοι
4557291 προστυχοντος
τε γὰρ φύσει ποιητικὴ ἡ σύμπασα αἰνιγματώδης καὶ οὐ τοῦ προστυχόντος ἀνδρὸς γνωρίσαι : ἔτι τε πρὸς τῷ φύσει τοιαύτη
εὐχῆς ἄξιον : οὐ γὰρ ἂν εἰκῇ οὐδὲ ἐκ τοῦ προστυχόντος κατηξιώθη ᾠδῆς , καὶ ἔμεινεν ᾀδόμενον . Εἰ δὲ
4553597 καθευδουσα
, ἡ δὲ νόσος οὐκ ἐκουφίζετο . ἅπαξ οὖν ποτε καθεύδουσα , ταύτην ἀφίησιν πυρπολουμένην τὴν φωνήν : “ Διὰ
Λυκοῦργος ὧν ἐς Διόνυσον ὕβρισαν διδόντες δίκας , Ἀριάδνη δὲ καθεύδουσα καὶ Θησεὺς ἀναγόμενος καὶ Διόνυσος ἥκων ἐς τῆς Ἀριάδνης
4552655 χρηστηριου
τοῦτο , ἀπὸ Τηλέφου καὶ τοῦ τρώσαντος Ἀχιλλέως καὶ τοῦ χρηστηρίου ἀνελόντος ὅτι ὁ τρώσας καὶ ἰάσεται . βούλομαι γὰρ
προσήκουσαν . ὅθεν τοὺς Κᾶρας ὑπακοῦσαι βουλομένους τοῖς ἐκ τοῦ χρηστηρίου καταλῦσαι τὰς ἔμπροσθεν εἰθισμένας στεφανώσεις αὐτούς τε κατὰ πλῆθος
4552223 θελοντος
σε ἀπὸ τῶν δεσμῶν , μὴ βουλομένου τοῦ Διὸς καὶ θέλοντος ; : Πρέπει εἶναι αὐτόν , τὸν μέλλοντά με
αὐτοὺς ἐν ὑποταγῇ τῷ θέλοντι ἀφηγεῖσθαι , μηδενὸς τῶν ἀνδρῶν θέλοντος τήν τε οὐσίαν πᾶσαν εἰς μέσον ἔθηκε καὶ τῆς
4550536 ἀναλαβεσθαι
ἄρτων δοθέντων ἡμίκενος ὁ γόργαθος ἐγένετο . μετὰ δὲ τὸ ἀναλαβέσθαι τὰ σωμάτια , πάλιν ὁδοιπορούντων ὁ Αἴσωπος προθυμότερος εἰς
ὡς μετ ' ὀλίγον ἐρεῖ . ἐπιτρέψαι . τὴν ἀρχὴν ἀναλαβέσθαι δηλαδή . πράγματα . ἀντὶ τοῦ φροντίδος : ἐξ
4537967 γεγεννημενον
] [ ] , ἀλλὰ τὸ ἀπο [ - ] γεγεννημένον [ ] [ ] [ ] , 〚 καὶ
. Ῥέα δὲ λίθον σπαργανώσασα δέδωκε Κρόνῳ καταπιεῖν ὡς τὸν γεγεννημένον παῖδα . ἐπειδὴ δὲ Ζεὺς ἐγενήθη τέλειος , λαμβάνει
4537048 κριναντος
ἁλοὺς ἐν αὐτῇ δῆλον ὡς ὑπὸ τοῦ μὴ κατὰ νόμους κρίναντος ἀπολωλέναι φησίν , ὁ δ ' ἐκλιπὼν τὸ δικάσασθαι
εἶναι οὐδὲν κωλύει , οἷον ἂν ᾖ κατὰ δόξαν τοῦ κρίναντος , ὡς εἴρηται . οὐ γὰρ εἰ δίκαιον τοδὶ
4531087 παρανομεις
εἶθ ' ὅτι δεῖξον , ὦ πάτερ , ὅτι οὐ παρανομεῖς : αἴτησον τὸν δῆμον τὴν δωρεὰν , ἄνελθε ἐπὶ
ταῦτα παρελθὼν ζητεῖς με ἀδίκως ἀπολέσαι . Ἃ δὲ σὺ παρανομεῖς , αὐτὰ ταῦτά μοι μέγιστα μαρτύριά ἐστιν : εὖ
4526571 Αἰπυτιδων
. ταῦτα τοῦ θεοῦ δηλώσαντος αὐτίκα ἐκληροῦντο ὅσαι παρθένοι τοῦ Αἰπυτιδῶν γένους ἦσαν : καὶ ἐπελάμβανε γὰρ Λυκίσκου θυγατέρα ὁ
Δελφούς . ἡ δὲ Πυθία ἀνεῖλεν οὕτως . ἐκ τοῦ Αἰπυτιδῶν γένους θῦσαι κόρην τὴν τυχοῦσαν : ἐὰν δὲ ἡ
4525726 Μενελεω
' ἐμὴν κτανεῖν , ἀλλ ' ἀντ ' ἀδελφοῦ δῆτα Μενέλεω κτανὼν τἄμ ' οὐκ ἔμελλεν τῶνδέ μοι δώσειν δίκην
φησι ταῖς Ψυλλικαῖς , δύ ' ἀδελφῶν κυνῶν ἐκεῖθεν ὑπὸ Μενέλεω περὶ τὴν Ἀργολικὴν τραφεισῶν . περὶ δὲ Κυρήνην ἐκ
4521829 εἰδειην
ἐν τῇ Ἀργολίδι ἔθηκεν ὅρον τοῦτον , οὐκ ἂν ἔγωγε εἰδείην , ἐπεὶ μηδὲ ἑτέρωθι ἀναστάτου γενομένης χώρας τὸ σαφὲς
Εὐφίλητος . Οἱ δ ' αἰσθόμενοι δεινὰ ἐποίουν , ὅτι εἰδείην μὲν τὸ πρᾶγμα , πεποιηκὼς δὲ οὐκ εἴην .
4521597 πειθομενου
τὴν Τροίαν . τοῦ δὲ Φιλοκτήτου μηδένα τρόπον εἴκοντος μηδὲ πειθομένου , ἀλλὰ δεομένου τοῦ Νεοπτολέμου , ὥσπερ ὑπέσχετο ,
πεῖσαι αὐτὸν μὴ ποιῆσαι τόδε , ἢ ἀναχωρῆσαι , μὴ πειθομένου αὐτοῦ συμβουλεύοντί μοι τί ἐχρῆν με ποιῆσαι ; καὶ
4518259 ἱερειου
, μετὰ τὴν εὐχὴν μέλλοντα τοῦ παρεσκευασμένου πρὸς τὴν θυσίαν ἱερείου κατάρχεσθαι , τῶν Ἀχαιῶν ἰδεῖν τινα πρόσωθεν ἐρχόμενον ,
τε μηρία ἐκτεμόντες καίουσι καὶ δὴ καὶ ἀναλίσκουσιν αὐτόθι τοῦ ἱερείου τὰ κρέα . ταῦτα μὲν οὕτω ποιεῖν νομίζουσι ,
4516685 αὐτωρης
: ἔνθεν δὴ καὶ αὐτώρης ὁ τρίπους . Καλλίμαχος : αὐτώρης ὅτε τοῖσιν ἐπέφραδε . καὶ τότε αὐτώρης ἡ μάντις
. Καλλίμαχος : αὐτώρης ὅτε τοῖσιν ἐπέφραδε . καὶ τότε αὐτώρης ἡ μάντις λέ - γεται , ὅταν μὴ βουλομένου
4508847 ἀρνου
τῷ ἀντιδίκῳ σου , λέγοντες τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν , μὴ ἀρνοῦ , ἀλλὰ ἅπερ παροινῶν συνέθου , ταῦτα καὶ νήφων
καλύψειε ” . ἐξ ἀρνακίδων : ἀρνακὶς λέγεται τὸ τοῦ ἀρνοῦ κῴδιον . ἔπαιξε δὲ πρὸς τὸ ἀρνεῖσθαι . ἔπαιξε
4501105 κοινωνησαντα
τοῦ καθελεῖν τὸν ὄντα κοινωνὸν τῆς ἀρχῆς τὸ προσελέσθαι τὸν κοινωνήσαντα . οὕτω καὶ ἑκατέρῳ χωρὶς καὶ ἀμφοῖν ἅμα νικᾶν
τὸν θυμὸν τοῦ τοιούτου ; ταῖς δ ' ἐπιθυμίαις αὐτὸν κοινωνήσαντα , αἱροῦντος λόγου μὴ δεῖν ἀντιπράττειν , οἶμαί σε
4498810 Δαμιδος
ῥώμαις πρὸς τὴν ἅλωσιν τῆς πόλεως . οἱ δὲ Μεγαλοπολῖται Δάμιδος ἡγουμένου καὶ τούτου γεγονότος κατὰ τὴν Ἀσίαν μετ '
λόγον ἐς τὰ πρὸ τῆς δίκης . ἀνολοφυραμένου δὲ τοῦ Δάμιδος καί τι καὶ τοιοῦτον εἰπόντος „ ἆρ ' ὀψόμεθά
4497602 Περιλαον
διήγησιν , τοῦ ἀνατιθέντος ἐμοῦ τοὔνομα , τὸν τεχνίτην τὸν Περίλαον , τὴν ἐπίνοιαν τὴν ἐκείνου , τὴν δικαιοσύνην τὴν
μᾶλλον προῆγεν ὡς ἀρχηγὸν γεγονότα μεγάλου προτερήματος , τὸν δὲ Περίλαον καὶ τῶν ἄλλων αἰχμαλώτων τινὰς ἀπέλυσεν , ἐλθούσης περὶ
4481088 ξεινου
οἴκων ἄγκυρ ' ἔτ ' ἐμῶν τὴν χιονώδη Θρήικην κατέχει ξείνου πατρίου φυλακαῖσιν . ἔσται τι νέον : ἥξει τι
“ κέκλυτέ μευ , μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης , τοῦδε περὶ ξείνου : ἦ γὰρ πρόσθεν μιν ὄπωπα . ἦ τοι
4478273 παραληρειν
ἐμπειρίαν τῶν τε θείων καὶ τῶν ἀνθρωπείων . ἐὰν γὰρ παραληρεῖν ἄρξηται , τὸ μὲν διαπνεῖσθαι καὶ τρέφεσθαι καὶ φαντάζεσθαι
καλῶς ἔχονθ ' ἅπαντα ποιήσετε , κἂν δοκῇ τις [ παραληρεῖν ] , παραλείψετε . ἐγὼ μὲν οὖν οὔτ '
4466043 κλαυματα
ἀνειπεῖν ” Μύσκελλε βραχύνωτε , παρὲκ θεὸν „ ἄλλο ματεύων κλαύματα θηρεύεις : δῶρον δ ' ὅ τι δῷ ”
τὸν χρησμόν : Μύσκελλε βραχύνωτε , παρὲκ θεὸν ἄλλα ματεύων κλαύματα θηρεύσεις : δῶρον δ ' ὅτι δῷ τις ἐπαίνει
4465654 Σωτηρος
ἡ ψῆφος δὲ βαλεῖν τε καὶ ὀρθῶσαι οἶκον δύναται . Σωτῆρος ] τοῦ Διός . συνδίκους ] τὰς συνηγόρους Εὐμενίδας
. ἡ μὲν γὰρ ὑποχρύσῳ καὶ ἀργυρίτιδι ψηφίδι κεκοσμημένη τοῦ Σωτῆρος ἐν μέσῳ δείκνυσι τὴν μητέρα τὸν υἱὸν ἐνθεμένην τοῖς
4464278 ἀνακρεοντειον
ἤτοι ἑφθημιμερές ⌈ , ὃ καλεῖται , ὡς εἴρηται , ἀνακρεόντειον : τὸ γʹ καὶ δʹ καὶ εʹ ἰαμβικὰ τὰ
κακκᾶν ” ἑφθημιμερές , ὃ καλεῖται , ὡς εἴρηται , ἀνακρεόντειον . ἐχρήσατο δὲ τούτοις ἐν τῷ παρόντι δράματι δίς
4464055 τυφλου
γὰρ προελθεῖν εἰς τὸ ἔμπροσθεν . οἱ οὖν ἀποροῦντες ἐοίκασι τυφλοῦ πορείᾳ : οὐ γὰρ ἔχουσι σκοπὸν χωρὶς τοῦ ἐπεσκέφθαι
δὲ ἢ μύοντος , τῆς δὲ δυνάμεως ὡς ἐπὶ τοῦ τυφλοῦ , ἅπερ σημαίνει τὸ μὴ ὁρᾶν , καὶ κατ
4461505 Ἀλκμεωνος
τοῦ πεδίου Ἀθηναίων , καὶ τῶν μὲν προεστεῶτος Μεγακλέος τοῦ Ἀλκμέωνος , τῶν δὲ ἐκ τοῦ πεδίου Λυκούργου τοῦ Ἀριστολαΐδεω
. . τῶν ἐχθρῶν : τούτους δ ' ὑπ ' Ἀλκμέωνος καὶ Διομήδους . ἀλλ ' ἐπάνειμι ἐπὶ τοὺς Φωκέας
4459460 πεισομενου
αἷμα δὲ τοῦτο λέγει . : Ὡς τοῦ βοηθοῦντος ταῦτα πεισομένου . . : Ὡς τοῦ βοηθοῦντός σοι ταῦτα πεισομένου
καὶ εἰς τὸν Τάρταρον : ὡς τοῦ βοηθοῦντος αὐτῷ ταῦτα πεισομένου : . * : διαρταμήσει : Διακόψει . ἀρταμὸς
4450093 κυνιδιον
τυφλός : οὔτε γὰρ πέφυκεν ἔχειν ὀφθαλμούς . τὸ δὲ κυνίδιον λέγεται στέρησιν ἔχειν , ἡνίκα μὴ ἔχει ἐν τῷ
κνισοτηρητής : ὁ κνίσαν καὶ δεῖπνα ἐπιτηρῶν . κυνάριον καὶ κυνίδιον : ἄμφω δόκιμα . καλλιτράπεζος : ὁ καλὴν καὶ
4447136 μυθου
οὔσῃ τῇ τοῦ νέου ψυχῇ τροφὴν μαλακωτέραν τὴν ἀπὸ τοῦ μύθου εὐθὺς προσάγειν , ὥσπερ καὶ τὰ ἀρτίτοκα βρέφη μαλακὰ
καὶ μαντικὸν τὸ φυτόν : εἰ δὲ βούλει καὶ τοῦ μύθου ἐφάπτεσθαι τοῦ περὶ τῆς Δάφνης , οὐδὲ τοῦτό σοι
4445360 τραφηναι
οὖν καταριθμήσασθαι καὶ προθυμηθέντι ἄπορον , ὁπόσοι θέλουσι γενέσθαι καὶ τραφῆναι παρὰ σφίσι Δία : μέτεστι δ ' οὖν καὶ
αἰθομένοιο ἣν Ἡσίοδος μὲν Τυφῶνος καὶ Ἐχίδνης , Ὅμηρος δὲ τραφῆναι ὑπὸ Ἀμισωδάρου φασίν . Σκύλλα δὲ Κραταιΐδος καὶ Τυρρηνοῦ
4441366 θυτου
καὶ μεγάλην εὔνοιαν παρὰ τῶν Ῥωμαίων ἐκτήσατο . Καῖσαρ τοῦ θύτου λέγοντος ἀπαίσια τὰ ἱερὰ , καὶ μὴν ἀμείνω ἔφη
τὴν κλητικήν , οἷον Χρύσης Χρύσου ὦ Χρύση , θύτης θύτου ὦ θύτα , Τέννης Τέννου ὦ Τέννη , τοξότης
4429345 κοσμοποιον
τὰς γενέσεις τῶν ὅλων ἐποίησεν . , Ἀ . νοῦν κοσμοποιὸν τὸν θεόν . . . . ὁ νοῦς γὰρ
ἄξιον ἀποσιωπῆσαι . Τινὲς γὰρ τὸν κόσμον μᾶλλον ἢ τὸν κοσμοποιὸν θαυμάσαντες τὸν μὲν ἀγένητόν τε καὶ ἀίδιον ἀπεφήναντο ,
4426854 διαρραγῃ
. ἀλλ ' οὐκ ἐπιορκῶ , οὐδ ' ἂν Κόνων διαρραγῇ . ἀξιῶ τοίνυν ὑμᾶς , ὦ ἄνδρες δικασταί ,
, οὐκ ἔσχισα . ποιοῦσι δὲ τοῦτο , ἵνα μὴ διαρραγῇ . οὐκ ἔσχον : ἀντὶ τοῦ ” οὐ διεῖλον
4419593 πιστωσαι
εἰπεῖν πόθεν ἐπλανήθησαν ταύτας ἀγαθὰς δοξάζειν , συμβάλλεται πρὸς τὸ πιστῶσαι καὶ βεβαιῶσαι , ὅτι οὔκ εἰσιν αἱ σωματικαὶ ἡδοναὶ
τοιοῦτον : οὐδὲν τῶν δυναμένων πιστοῦν δύναται παγίως περὶ θεοῦ πιστῶσαι , οὐδενὶ γὰρ ἔδειξεν αὑτοῦ τὴν φύσιν , ἀλλ
4418542 Στησιχορου
ἴσως ἐρεῖς ὄνομα : καὶ οὐδὲ ταῦτ ' ἐκ τῶν Στησιχόρου , σχολῇ γάρ , ἀλλ ' ἐκ τῆς Ἀγία
πρίνης ἀρίας ποιούμεθα γόμφους . δεξάμενος δὲ Σωκράτης τὴν ἐπίδειξιν Στησιχόρου πρὸς τὴν λύραν , οἰνοχόην ἔκλεψεν . εἰωθὸς τὸ
4414866 Μηδεα
. . Τὸ Μαδέαθεν ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν Μηδέαν . Μηδέα δέ ἐστι πόλις Ἄργους . οὕτως ἐκαλεῖτο . *
. . Τὸ Μαδέαθεν ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν Μηδέαν . Μηδέα δέ ἐστι πόλις Ἄργους . οὕτως ἐκαλεῖτο . *
4414402 Τηλεκλου
Εὐρυκρατίδεω τοῦ Ἀναξάνδρου τοῦ Εὐρυκράτεος τοῦ Πολυδώρου τοῦ Ἀλκαμένεος τοῦ Τηλέκλου τοῦ Ἀρχέλεω τοῦ Ἡγησίλεω τοῦ Δορύσσου τοῦ Λεωβώτεω τοῦ
χωρίῳ καλουμένῳ Λίμναις . Τηλέκλου δὲ ἀποθανόντος Ἀλκαμένης ἔσχεν ὁ Τηλέκλου τὴν ἀρχήν : καὶ Λακεδαιμόνιοι πέμπουσιν ἐς Κρήτην Χαρμίδαν
4414115 Βιωνος
ῥᾳδίως μεταφερομένοις . , . Χάριεν δὲ καὶ τὸ τοῦ Βίωνος πρὸς τὸν Θέογνιν λέγοντα πᾶς γὰρ ἀνὴρ πενίῃ δεδμημένος
, εἰπὼν τὸν ἱκέτην δεῖν μὴ ἐκδιδόναι . σκωπτόμενος ὑπὸ Βίωνος οὐκ ἔφη αὐτῷ ἀποκρινεῖσθαι : μηδὲ γὰρ τὴν τραγῳδίαν
4413917 ἠλιθιου
περὶ τὴν κεφαλὴν περικείμενον , τί κακὸν ὑφ ' οὕτως ἠλιθίου κριτοῦ ἀγνοεῖσθαι ; Οὕτως ἐλάνθανε παρὰ τοῖς πλείστοις Σωκράτης
οὐ γάρ που οὕτω γε ἦν εὐήθης . ἤ τινος ἠλιθίου ἤκουσας τουτὶ λέγοντος , ὦ Χαρμίδη ; Ἥκιστά γε
4413435 Πυθαγορειου
. . . . . . ναὶ μὴν Ἀθάμαντος τοῦ Πυθαγορείου εἰπόντος : ὧδε ἀγέννατος παντὸς ἀρχὰ καὶ ῥιζώματα τέτταρα
ἐξ ἁδονᾶς ζῴων . . . . . . Ἱπποδάμου Πυθαγορείου ἐκ τοῦ Περὶ πολιτείας . Πάντα μὲν ὦν τὰ
4409263 παθεος
τε ῥηχίης [ καὶ τῆς πλημμυρίδος ] καὶ τοῦ Περσικοῦ πάθεος γενέσθαι τόδε , ὅτι τοῦ Ποσειδέωνος ἐς τὸν νηὸν
ἐν τῇ χώρῃ τῇ σφετέρῃ γενέσθαι , καὶ μνήμην τοῦ πάθεος τύπτονταί τε ἑκάστου ἔτεος καὶ θρηνέουσι καὶ τὰ ὄργια
4405355 γραφειου
ὁ ἐν τῷ γραμματείῳ , ἐν ᾧ γράφουσι διά τινος γραφείου σκληροῦ . μάμμην τὴν μητέρα καλοῦσι καὶ μαμμίαν καὶ
κβ Περὶ ὑποϲφάγματοϲ κγ Περὶ νυγμάτων , οἷα ϲυμβαίνῃ ἀπὸ γραφείου ἤ τινοϲ τοιούτου κδ Περὶ τραυμάτων βαθυτέρων κε Περὶ
4401623 Ὑλλου
κεφαλὰς εἶναι ὀφέων . ὃ θηρίον ἐλθὼν ὁ Ἡρακλῆς μετὰ Ὕλλου τοῦ θεράποντος αὐτοῦ ἀπέκτεινε . μυθεύεται δὲ καὶ τοῦτο
Ἀερόπου Τεγεάτης ἐμονομάχησεν ἰδίᾳ πρὸς Ὕλλον , καὶ ἐκράτησε τοῦ Ὕλλου τῇ μάχῃ . Λακεδαιμονίους τε οἱ Τεγεᾶται πρῶτοι Ἀρκάδων
4395425 ὁρωντεϲ
τὰ μὲν ἐγγὺϲ βλέποντεϲ , τὰ δὲ ἐξ ἀποϲτάϲεωϲ οὐχ ὁρῶντεϲ . ἀνίατοϲ δέ ἐϲτιν ἡ τοιαύτη διάθεϲιϲ ὑπὸ ἀϲθενείαϲ
πάϲχουϲιν οἱ γηρῶντεϲ τοῖϲ μύωψιν : τὰ γὰρ ἐγγὺϲ μὴ ὁρῶντεϲ τὰ πόρρω βλέπουϲιν . Τὴν μὲν διὰ ψῦξιν γινομένην
4395012 σφαξαι
οὐ ξυναρπάσας στρατόν , σὲ κἄμ ' ἀποκτείναντας Ἀργείους κόρην σφάξαι κελεύσει ; κἂν πρὸς Ἄργος ἐκφύγω , ἐλθόντες αὐτοῖς
. θῦσε δὲ ἐθυμίασεν : οὐδέποτε γὰρ θῦσαι ἐπὶ τοῦ σφάξαι ἱερεῖόν φησι . . Ι . . . .
4394344 εἱλικρινεστατον
ἐμφέρεται τηλαυγεστάτῳ φωτί , μᾶλλον δ ' αὐτὸ φῶς ἐστιν εἱλικρινέστατον καὶ καθαρώτατον . εἰ γοῦν βουληθείη διακύπτειν εἴσω τις
ποτὲ χρὴ καλεῖν τουτὶ τὸ σύνθετον ζῷον , ἀλλὰ νοῦν εἱλικρινέστατον καὶ καθαρώτατον , ὃς ἐν μὲν τῇ πόλει τοῦ
4394094 κατοκωχῃ
περὶ Ὁμήρου λέγεις ἃ λέγεις , ἀλλὰ θείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ , ὥσπερ οἱ κορυβαντιῶντες ἐκείνου μόνου αἰσθάνονται τοῦ μέλους
: τὸ γὰρ ἑρμηνεῦον τὰ θεοῦ προφητικόν ἐστι γένος ἐνθέῳ κατοκωχῇ τε καὶ μανίᾳ χρώμενον . τοιγαροῦν ” ἡ ῥάβδος
4389756 Μυσκελλε
περὶ τέκνων γενέσεως : ἡ δὲ Πυθία ἀνεῖλεν οὕτως : Μύσκελλε βραχύνωτε , φιλεῖ ς ' ἑκάεργος Ἀπόλλων , καὶ
ταύτην ἀντ ' ἐκείνης κτίζειν , τὸν δὲ ἀνειπεῖν ” Μύσκελλε βραχύνωτε , παρὲκ θεὸν „ ἄλλο ματεύων κλαύματα θηρεύεις
4388450 ὁσιου
φησίν . Εὐθύφρονα δὲ τῷ πατρὶ γραψάμενον ξενοκτονίας δίκην περὶ ὁσίου τινὰ διαλεχθεὶς ἀπήγαγε . καὶ τὸν Λύσιν δὲ ἠθικώτατον
Γραφὴ ἡ δημοσία . Πλάτων ἐν τῷ Εὐθύφρων ἢ περὶ ὁσίου : ” οὔτοι δὴ Ἀθηναῖοί γε , ὦ Εὐθύφρον
4386945 καταποντωθηναι
πατρὸς εἰς λάρνακα τὴν Αὔγην κατατεθεῖσαν ἅμα τῷ παιδὶ Τηλέφῳ καταποντωθῆναι , φωράσαντος τὴν ἐξ Ἡρακλέους φθοράν : Ἀθηνᾶς δὲ
δὲ Φιλόχορος , πλέοντος αὐτοῦ εἰς Σικελίαν , τὴν ναῦν καταποντωθῆναι : καὶ τοῦτο αἰνίττεσθαι Εὐριπίδην ἐν τῷ Ἰξίονι .
4379885 ἐπαχθους
, οὐχ οὕτως ὑπὸ τοῦ δηγμοῦ δηλούμενοι , καίπερ ὄντος ἐπαχθοῦς , ὡς τὸν ὑπὸ τῆς φωνῆς ἦχον ἀλλόφυλον ἀδυνατοῦντες
δὲ προνοητέον , ὅπως ἂν διατρίβων ἐπιτρέχειν δοκῇς ἕνεκα τοῦ ἐπαχθοῦς , καὶ μάλιστα ὅταν περὶ σεαυτοῦ λέγῃς . ἔσται
4377481 ζωου
λαμβάνειν ἑπόμενον αὐτῷ ἀλλὰ ζῶον , καὶ ἔτι πρὸ τοῦ ζώου τὴν οὐσίαν τὴν ἔμψυχον , καὶ ἔτι πρὸ τούτου
ἐλαίῳ ἑψήσας ἀλείψῃς τὰ δρέπανα , οὔτε ἀπ ' ἄλλου ζώου , ἢ πάχνης ἀδικηθήσεται ἡ ἄμπελος . Ἢ στέατι
4375639 καταγιγνωσκειν
λυσιτελεῖν αὑτοῖς ὑπελάμβανον , καὶ τὸ μέγιστον , σφῶν αὐτῶν καταγιγνώσκειν μᾶλλον ἠξίουν ἢ ' κείνου . ὥστ ' εἰ
ἄν τις αὐτῶν σχῇ τινα φαύλην αἰτίαν , μὴ πρότερον καταγιγνώσκειν , μηδ ' ἂν ἐλέγχηται , πρὶν ἂν παρ
4373821 Πυθαγορα
ἐχθροὺς ἄξιον οἶμαι μισεῖν . ἢ σὺ γάρ , ὦ Πυθαγόρα καὶ Πλάτων καὶ Χρύσιππε καὶ Ἀριστότελες , τί φατε
θεῶν λόγον . λέγει γάρ : λόγος ὅδε περὶ θεῶν Πυθαγόρα τῶ Μνημάρχω , τὸν ἐξέμαθον ὀργιασθεὶς ἐν Λιβήθροις τοῖς
4372341 Σμερδις
: ὃς ἐδόκεε ἐν τῷ ὕπνῳ ἀπαγγεῖλαί τινά οἱ ὡς Σμέρδις ἱζόμε - νος ἐς τὸν βασιλήιον θρόνον ψαύσειε τῇ
ὑποδύνειν κελεύῃ : εἰ γὰρ δὴ μή ἐστι ὁ Κύρου Σμέρδις ἀλλὰ τὸν καταδοκέω ἐγώ , οὔτοι μιν σοί τε
4370876 σφαττειν
ὥστε καὶ τοὺς νεκροὺς νομίζειν προσδεῖσθαι γυναικῶν καὶ τὴν Πολυξένην σφάττειν ἐπὶ τῷ τάφῳ τοῦ Ἀχιλλέως . ἔφη δὲ τοὺς
πολλοὶ πολέμιοι συνειλεγμένοι , καὶ τελευτῶν ἐχαλέπαινεν . οἱ δὲ σφάττειν ἐκέλευον : οὐ γὰρ ἂν δύνασθαι πορευθῆναι . ἐνταῦθα
4366110 διαφορηθεντος
τῆς διαθέσεως ἀνίατον καθίσταται , παντὸς μὲν τοῦ λεπτοῦ μέρους διαφορηθέντος , ἐμμείναντος δὲ τοῦ γεωδεστάτου καὶ δυσδιαιρέτου : διὰ
κατεργασθείσης τῆς τροφῆς καὶ τοῦ ἐν αὐτῷ ἀτμώδους καὶ φυσώδους διαφορηθέντος , ὡς ἀκραιφνέσιν ἤδη τέγγεσθαι τὸν ἐγκέφαλον ἀναδόσεσιν ,
4364798 ϲηπεδονοϲ
καὶ μὴν καὶ ζῷα πολλάκιϲ ηὕρηται ϲχεδὸν ἅπαϲι τοῖϲ ἐκ ϲηπεδόνοϲ ἔχουϲι τὴν γένεϲιν ὁμοιότατα . καὶ λίθοιϲ δὲ καὶ
τῶν κριθῶν οὐ ϲμικρῶϲ καὶ κακόχυμοϲ , ὡϲ ἂν ἐκ ϲηπεδόνοϲ γεννώμενοϲ , ἐϲτὶ δὲ καὶ φυϲώδηϲ . Ζύμη λεπτομερήϲ
4361607 ἀμορφου
ἐδήλου τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν κακίαν : διὰ μὲν τῆς ἀμόρφου τὴν κακίαν , διὰ δὲ τῆς εὐμόρφου τὴν ἀρετὴν
καλά : ἤγουν σὺ μὴ καλὸς ὢν καλὸς φαίνῃ . ἀμόρφου σου ὄντος ἐρᾷ ἡ Γαλάτεια . τῷ δ '
4361524 ὑγιαινῃ
δοκεῖ κατὰ τὴν αἴσθησιν . λέγομεν οὖν ἡμεῖς ὅτι ἐὰν ὑγιαίνῃ τὸ αἰσθητήριον καὶ μὴ μεταβάλλοι τὸ αἰσθητόν , ὥσπερ
Οὐδέ γ ' , οἶμαι , τὴν μισθωτικήν , ἐὰν ὑγιαίνῃ τις μισθαρνῶν . Οὐ δῆτα . Τί δέ ;
4357764 ἐκφεροι
, ὅθι ποικίλα τεύχε ' ἔκειτο , ῥυμοῦ ἐξερύοι ἢ ἐκφέροι ὑψός ' ἀείρας , ἦ ἔτι τῶν πλεόνων Θρῃκῶν
βιβλία , οὐ σκώμματα οὗτος εἰς ἀπαιδευσίαν καθ ' ἑαυτοῦ ἐκφέροι ; τί ὀκνεῖς καὶ τοῦτο ἐπινεύειν ; ἔλεγχος γάρ
4356662 ἐρασθειη
ἤκουσας , ὃν λέγουσιν οἱ ἐπιχώριοι περὶ αὐτῆς , ὡς ἐρασθείη τις τοῦ ἀγάλματος καὶ λαθὼν ὑπολειφθεὶς ἐν ἱερῷ συγγένοιτο
, λέγων ὡς οὐκ ἄν ποτέ [ οὔ ] τις ἐρασθείη οὐδὲ ὑποταγείη τῷ θεῷ μὴ θέλων : εἰ δέ
4353468 Κεβριονην
τοῦ Ἀλεξάνδρου πρὶν Ἑλένην ἁρπάσαι : λέγειν τε τὸν ποιητὴν Κεβριόνην νόθον υἱὸν ἀγακλῆος Πριάμοιο , ὃν εἰκὸς εἶναι ἐπώνυμον
τὸν μὲν ἔπειτ ' εἴασε καὶ ἀχνύμενός περ ἑταίρου , Κεβριόνην δ ' ἐκέλευσεν ἀδελφεὸν ἐγγὺς ἐόντα ἵππων ἡνί '
4349540 ἀναψαι
κοκκίνη γέγονε κατὰ πρόσωπον , ὥστε σχεδὸν φαίνεσθαι καὶ πῦρ ἀνᾶψαι ἐκ τοῦ προσώπου αὐτῆς . Λάβα τῶ γείτονος υἱός
κοκκίνη γέγονε κατὰ πρόσωπον , ὥστε σχεδὸν φαίνεσθαι καὶ πῦρ ἀνᾶψαι ἐκ τοῦ προσώπου αὐτῆς . Λάβα τῶ γείτονος υἱός

Back