καὶ τοῖς ὑγιαίνουσι : μὴ παρόντος δὲ ὀμβρίου , καλλίστῳ πηγαίῳ χρηστέον : παραιτητέον δὲ ἀεὶ τὸ φρεάτιον , ὑφάλμυρόν
: ἐν ὀμβρίῳ δ ' ὕδατι ποιεῖσθαι τὴν ἕψησιν ἢ πηγαίῳ . χρῆσις δ ' αὐτοῦ τοῖς ὕπνου δεομένοις ἐστίν
5671685 ὀμβριῳ
γ συμμέτρων ἕψεται σίδια , ἐπὶ μὲν τῶν πυρεσσόντων ὕδατι ὀμβρίῳ , ἐπὶ δ ' ἀπυρέτων οἴνῳ # Ϛ ,
μὲν μήτε πάνυ μαλακὰϲ μήτε ϲκληρὰϲ ταύταϲ βρέχειν δεῖ ὕδατι ὀμβρίῳ ξέϲτῃ ἑνὶ καλλίϲτῳ ἡμέραν καὶ νύκτα , ἔπειτα ἕψειν
5547064 μιγνυσθω
καὶ ] καρκῖνος ἐμβαλλόμενα εἰς ὅλμον ταῦτα συγκοπτέσθω πάντα καὶ μιγνύσθω καλῶς : ὕπερον δὲ ἔστω λάϊνον ᾧ δεῖ κόπτεσθαι
, κατὰ τάδε ποιεῖσθαι χρή : ὄξους ἑνὶ μέρει διπλάσιον μιγνύσθω τοῦ τὸν ἀφρὸν ἀφῃρημένου μέλιτος . δι ' ὕδατος
5538973 κεραμεῳ
μιγνυμένης καὶ σὺν ὄξει λεαινομένης : δεῖ δ ' ἐν κεραμεῷ ἀγγείῳ κατορύττειν ἐν τοῖς ὑπὸ Κύνα ἐν κοπρίᾳ ἐφ
θέλῃς ἰὸν οὕτως : θλάσας αὐτὸν εἰς ὁλοσχερέστερα μέρη καὶ κεραμεῷ τηγάνῳ ἐπιθείς , ἐπέρεισον ἐπ ' ἀνθράκων πεπυρωμένων κίνει
5496564 διηθησαντες
συγκεράσας ἀπόθου ἐν ἀγγείῳ . τινὲς δὲ ἀποβρέξαντες κριθὰς καὶ διηθήσαντες , ἐκ τοῦ ἀποβρέγματος μίσγουσιν ἕνα μετρητὴν τυχὸν ἑνὶ
τοῖς ξυλίνοις ποτηρίοις , οὓς καλοῦσι ταβαίτας , προβρέχουσι καὶ διηθήσαντες πίνουσι . καὶ ἔστιν ὅμοιον ὡς ἄν τις μέλι
5200816 τηκε
, εἶτα τὰς λεκίθους συλλέαινε , τὸ δὲ στέαρ ἐξινίσας τῆκε σὺν τῷ κηρῷ καὶ τῇ λειουμένῃ λιθαργύρῳ , συνεπιβαλὼν
τὸ ἴσον τῆς κεδρίας . κηρὸν κεδρίαν μετὰ τοῦ κυπρίνου τῆκε , εἶτα ῥητίνην ἐπίβαλε καὶ χαλβάνην καὶ ἄρας ἀπὸ
5107344 ἑψε
. ἐρεγμοῦ λεπύρων καὶ κηκίδων καὶ βαλαυϲτίου τὸ ἴϲον : ἕψε ἐν ὕδατι , ὅταν δὲ διαλυθῇ , τρίψαϲ ἐπιμελῶϲ
κόψαϲ πάντα καὶ βαλὼν ϲὺν τῷ χερϲαίῳ ἐχίνῳ ζῶντι , ἕψε ἐπὶ διπλώματοϲ μεθ ' ὕδατοϲ θαλαττίου # ε ,
5016668 ἀνθρακων
ἑ ! ! [ [ ] ! [ πολλὴν μαρίλην ἀνθράκων . [ ] ! [ [ ἀλοιᾶσθαι ] [
μέλιτοϲ ⋖ κ : τὴν ϲτυπτηρίαν λεάναϲ ἕψε ἐπ ' ἀνθράκων μετὰ τοῦ μέλιτοϲ καὶ ὅταν ϲύϲταϲιν καλὴν λάβοι ,
4989661 μελιτωδους
ὥραν μίαν , σόρωσον καὶ πάλιν ἕψε τὸ ὑγρὸν ἕως μελιτώδους συστάσεως , καὶ χρῶ ἐμμότῳ ἀποθεὶς ἐν ὑελίνῳ σκεύει
τὸ ὄξος καὶ ἐπιβαλόντες μέλιτος ἀττικοῦ οὐγκίας πεντεκαίδεκα ἕψομεν μέχρι μελιτώδους συστάσεως καὶ λειοτάτην τὴν ἀλόην ποιήσαντες ἐν τῇ θυείᾳ
4961476 ἡμιμναιον
ἰχθύας , ὡς ταῖς χερσὶ συλλέγειν . τινὲς δὲ σκόρδων ἡμίμναιον , ἢ σησάμων πεφωσμένων τὸ ἶσον , γλίχωνος ,
νομίσματος ὄνομα : οὗ τὸ ἥμισυ ἡμίμναιον : κἂν τρίτον ἡμίμναιον εἴπῃς , δύο καὶ ἡμίσειαν μνᾶν ἐρεῖς : καὶ
4956765 χυτρινον
ὅσον δύο ποδῶν βάθος , μῆκος δὲ ὅσον χωρέειν τὸν χύτρινον : ἔπειτα χρὴ ἐγκαίειν ξύλοις , ἕως τὸν βόθρον
δὲ ῥίζας τῶν μαράθρων ἀμφιπλύναντα φλᾶσαι , καὶ ἐς τὸν χύτρινον ἐμβαλεῖν , καὶ ἐπιχέας ὕδωρ τὸν αὐτὸν τρόπον πυριῇν
4943832 ἀπηφρισμενῳ
διὰ μελικράτου : καὶ μέντοι καὶ μέλιτι πολλάκις ἀνέλαβον αὐτὸ ἀπηφρισμένῳ , φυλάξαι βουληθεὶς ἀδιάπνευστόν τε καὶ ἰσχυρόν , κἄπειθ
⋖ βʹ , γλυκυρίζης χυλοῦ ⋖ βʹ , σὺν μέλιτι ἀπηφρισμένῳ : ἀναλαβὼν δίδου κυάμου μέγεθος μετ ' οἰνομέλιτος κεκραμένου
4932273 μιγνυων
σύν , ὁμοῦ συνομήρεα ] ἐνομήρεα , σύν φύρων ] μιγνύων ῥοδέοις δὲ τοῖς ῥόδοις , ἢ ῥοδίνου ἐλαίου καὶ
κλῶνας , ὡς εἰσὶ νεαροί , τετράδι κυάθων οἴνου γλυκέος μιγνύων ἀναιροῦ . Ἄγε δὴ καὶ καθεψη - θείσης πάνυ
4901436 ἐμβαλλε
προαναζέσας , ἢ ὑοσκυάμου χυλὸν ἢ καρπὸν μετὰ οἰνογάλακτος φυράσας ἔμβαλλε εἰς δέρμα ἐλάφου καὶ περίαπτε τὸν δεξιὸν μηρὸν καὶ
Ὅτε δὲ μᾶλλον παρηγορῆσαι βούλει , τοῦ μὲν ῥοδίνου γοζ ἔμβαλλε , μυελοῦ δὲ καὶ στέατος χηνείου ἀνὰ δραχ .
4888174 μιξαντα
λαβεῖν ἢ εἰς τὸ ποτήριον ἐμβάλλοντα τὴν ἴσην , μέλι μίξαντα μὴ ἔλασσον ἢ τριπλάσιον , διαχεῖν ὕδατος θερμοῦ δυσὶ
γένη τινὰ τῶν ἀγρίων , καλῶς ἀπηθήσαντα κοτύλας δύο , μίξαντα ἀντ ' ἐλαίου οἶνον εὐώδη . διδόναι καὶ πᾶν
4860255 ἀνελου
ἂν ξηρανθῇ , μίϲγε γλυκέοϲ Κρητικοῦ παλαιοῦ καὶ ϲυλλεάναϲ ὑγρὸν ἀνελοῦ εἰϲ πυξίδα κεραμιαίαν καὶ ὑπάλειφε . πρὸϲ δὲ τοὺϲ
ὁμοῦ προσεμπάσας ἀναλάμβανε , μαλάξας ὥστε ἑνωθῆναι καὶ ποιήσας ζύμην ἀνελοῦ , καὶ ἀποθέμενος πλάσσε κοκκάρια ἐρεβίνθου τὸ μέγεθος ,
4858664 ἐκθλιψαντα
, μέχρις ἂν ἀπολειφθεῖεν ξέσται τρεῖς : μετὰ δὲ ταῦτα ἐκθλίψαντα σπουδαίως τὰ ῥαβδία ἐκβάλλειν , τρεῖς δὲ λίτρας μίξαντα
ἃ συνελασθέντα πῆξιν τῷ ὕδατι παρεσκεύασε , ποσὰ τῶν περιφερῶν ἐκθλίψαντα . Ἶρις γίνεται κατὰ πρόσλαμψιν [ ὑπὸ ] τοῦ
4853311 διασησαι
μάλιστα προσθέτοισι φαρμάκοισι τοῖσδε : τῆς σικυώνης τὴν ἐντεριώνην κόψαντα διασῆσαι , καὶ σίλφιον ὀλίγον , παραμῖξαι ὀλίγα ἐν πλείονι
ἐν θυίῃ λιθίνῃ τρίβειν μάρμαρον ἢ λίθον λευκὴν , καὶ διασῆσαι : εἶτα μίσγειν ἴσον ἑκάστου , καὶ τοὺς ὀδόντας
4831739 ἀγγειῳ
καὶ σὺν ὄξει λεαινομένης : δεῖ δ ' ἐν κεραμεῷ ἀγγείῳ κατορύττειν ἐν τοῖς ὑπὸ Κύνα ἐν κοπρίᾳ ἐφ '
, ἐν δὲ τῇ χρήσει θερμανθὲν ἐν ἡλίῳ ἢ χαλκῷ ἀγγείῳ ἐν ὕδατι θερμῷ περιπλάσσεται τοῖς ὄνυξιν . Ἄλλο ἀφιστῶν
4806252 τακερωθωσιν
ἐλαίου κενωθέντος , ἑψῆσαι δεῖ τὰς κολοκυνθίδας ἐν ὕδατι ἄχρι τακερωθῶσιν , εἶτ ' αὐτὰς μὲν ἐκρίψαι , τοῦ δ
κεκραμένῳ ἡμέρας δύο ἢ τρεῖς , ἔπειτα ἕψονται , μέχρι τακερωθῶσιν αὐτάρκως : μετὰ δὲ τοῦτο δεῖ λαβεῖν ῥόδων ἄνθους
4804454 διηθησας
στύρακος , ὀποβαλσάμου ἀνὰ # δ . διπλώματι τηκέσθω . διηθήσας ἐπίβαλλε τὸ ὀποβάλσαμον . Πρὸς τὰς ἐξ ὁδοιπορίας ψύξεις
, ἐπιχέας ὕδατος ὀμβρίου ξέστας τρεῖς ἀποτριτωθέντων δὲ ἐκθλίψας καὶ διηθήσας , ἕψε πάλιν τὸ ὑγρὸν καθ ' ἑαυτὸ μέχρι
4790355 ἐκπιεϲαϲ
] ϲπόγγον πλατὺν πυκνὸν καὶ κοῖλον βρέξαϲ εἰϲ ὕδωρ καὶ ἐκπιέϲαϲ ϲφόδρα ἐπιτίθει τῇ κεφαλῇ . ὀδυνώδουϲ δὲ ἐπικρατούϲηϲ θερμότητοϲ
ἐγκεῖϲθαι ἐν ἡλίῳ , μεθ ' ἃϲ τὴν μὲν ϲκίλλαν ἐκπιέϲαϲ ῥῖψον , τὸ δὲ ὄξοϲ ὑλίϲαϲ κατάγγιζε . ἔνιοι
4667150 φρυγῃ
. Ἕψε ἐν τῷ ἐλαίῳ τὰ σκόροδα λελεπισμένα , ἕως φρυγῇ : καὶ ταῦτα μὲν ῥίψας , ἐπίβαλλε τὰ τηκτά
τῶν ἀνθράκων αὖραν ἐπὶ τὸν προκείμενον ἔνοικον : καὶ ὅταν φρυγῇ , βάλε ἐν θυείᾳ , τῆς χειρός σου μὴ
4666197 σησαι
τὸ αἷμα , καὶ λίνου σπέρμα φῶσαι , κόψαι καὶ σῆσαι , καὶ μήκων ὁ λευκὸς ὠφελέουσι καὶ ἐλελίσφακος σὺν
δὲ χρὴ παίειν , ἔστε ἂν καλῶς περιαχυρισθῇ , καὶ σῆσαι λεπτῷ κοσκίνῳ , καὶ ἡ μὲν τέφρα κάτω ἔσται
4656622 ὑελινῳ
τὸν χυλὸν ἕως μέλιτος σύστασιν λάβῃ , καὶ τότε ἐν ὑελίνῳ ἀγγείῳ ἀποτίθει . Χρῶ δὲ ἀκράτῳ μὲν τῷ φαρμάκῳ
μίαν τῆς ὠμίδος καὶ ὀλίγου ὕδατος καὶ ἔχε ἀποκείμενον ἐν ὑελίνῳ ἀγγείῳ , καὶ ὅταν θέλῃς ἐπίδειξιν ποιῆσαι , μόλυνον
4651768 ἐπιπλασσε
τοῦ πρίνου τὸ περὶ τὸ στέλεχος τρίψας ἐν οἴνῳ , ἐπίπλασσε . Ἕτερον : ὄμφακος χυλὸς , ὄξος ὡς ὀξύτατον
περὶ κόρσεα ] περὶ τὴν κεφαλήν περὶ κόρσεα πλάσσοις : ἐπίπλασσε τὴν κεφαλήν πλάσσοις ] κατάπλασσε μὴ μὲν ὑοσκυάμῳ :
4618881 ἐπιφωνησας
Περὶ οὐρανοῦ πραγματείας μαρτυράμενος καὶ τὸ Πυθαγόρου διδασκαλεῖον καὶ τέλος ἐπιφωνήσας , ὡς “ παρὰ τῆς φύσεως εἰληφότες ὥσπερ νόμους
θεοῦ κατευθύνοντος εἰς τὸ καλῶς ἅπαντα βουλεύεσθαι . Τούτῳ δὲ ἐπιφωνήσας πρὸς ἄλλον εἶπε : Πῶς ἂν προχείρως ἔχοι τὸν
4598826 ὁλμοκοπησας
προσφάτου καὶ μαλακῆς , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος , τερεβινθίνης , ἴσα ὁλμοκοπήσας χρῶ . Πρὸς χοιράδας , παρωτίδας , μελικηρίδας ,
μόσχου γράμματα δ . κόψας καὶ σήσας τὰ ξηρὰ , ὁλμοκοπήσας δὲ καὶ τὸν στύρακα μετὰ τοῦ λαδάνου καὶ τοῦ
4571735 λιχανῳ
χρῆσις : ἀσκέειν , δακτύλοισι μὲν ἄκροις , τὰ πλεῖστα λιχανῷ πρὸς μέγαν : ὅλῃ δὲ , καταπρηνεῖ : ἀμφοτέρῃσι
δ ' ὁ τὸν ἀντίχειρα καλούμενον τὸν μέγαν προσάγων τῷ λιχανῷ : ὁ δ ' ἕβδομος ἀπάγει μέχρι πλείστου τὸν
4567087 προλουσας
μαστίχης , ὑέλου λευκοῦ ἴσα λείου καὶ ποίει ξηρίον καὶ προλούσας ἔτι θερμῶς ἔχοντος τοῦ χρωμένου ἐπιχρίσας ὑγρᾷ πίσσῃ ,
. καὶ ἐπίχεε τοῖς λειωθεῖσι , καὶ ἑνώσας ἀναλάμβανε καὶ προλούσας ἐπιτίθει : τοῦτο διαφορεῖ δι ' ἱδρώτων τὰ λαύρως
4557627 σεσησμενον
καὶ παραχρῆμα κενοῖ . ἄλλο . κόκκον Κνίδιον κεκομμένον καὶ σεσησμένον ἀναλάμβανε μέλιτι , ποιῶν πάχος γλοιοῦ καὶ δίδου κοχλιάριον
. διαττᾶν Ἀττικοὶ λέγουσι τὸ σήθειν , καὶ διηττημένον τὸ σεσησμένον . διδυμάονε : οἱ κεχωρισμένοι τοῖς σώμασι , δίδυμοι
4555911 ἐπιρραινων
. εἰ δὲ ἀντὶ τοῦ ὕδατοϲ ὄξοϲ μίξῃϲ τῇ κηρωτῇ ἐπιρραίνων ἐν τῷ λειοῦϲθαι αὐτὸ ἐν τῇ θυίᾳ , ἀγαθὸν
τούτου λαβὼν τὸ ἀρκοῦν ἐπίπαϲϲε τῷ βρέγματι τῆϲ κεφαλῆϲ , ἐπιρραίνων ὕδατοϲ θερμοῦ βραχύ : εἶτα λουϲάμενοϲ καὶ μὴ βρέχων
4543763 γραμματει
διαφθείρει . Ταῦτα δ ' εἰπὼν δίδωσιν ἀναγνῶναι ψήφισμα τῷ γραμματεῖ μακρότερον μὲν τῆς Ἰλιάδος , κενότερον δὲ τῶν λόγων
τὴν σφραγῖδα τοῦ πατρὸς ὁ Σέξτος ἔλυσε , καὶ τῷ γραμματεῖ δοὺς ἐκέλευσεν ἀναγινώσκειν . ἐγέγραπτο δ ' ἐν αὐτῇ
4534986 ἀποβρεξον
εἰς τὸ κατὰ φύσιν ἐκ τῆς νόσου ἐπάνοδος . Λάδανον ἀπόβρεξον ἐν μυρσινελαίῳ καὶ οἴνῳ ὡς μέλιτος ἔχειν πάχος καὶ
δ ⊂ , ἔπειτα δὲ διειλήσας ἔμβαλλε τὰ ξηρὰ καὶ ἀπόβρεξον ὅλας ἡμέρας ζ καὶ πάλιν ἕψε ἕως οὗ γένηται
4505421 κυαθους
, οὐχ ὡσαύτως δὲ πινόμενον , ἀλλὰ δεῖ ποιῆσαι τρεῖς κυάθους , τὸν μὲν ἕνα μέλιτος , τὸν δ '
κυάθῳ : τουτέστι τρίτον τῷ κυάθῳ ἀντλούμενον , οἷον τρεῖς κυάθους . * ἀφύξιμον : ἀπνευστί πότιμον εὐσταθέος δέ ,
4504335 ὑδατι
πόσιν τοῦ φαρμάκου διδόναι λινόζωστιν καὶ κράμβην ὁμοῦ ἑψῶντα ἐν ὕδατι , ἡδύναντα ἐν ὀξυγλύκει καὶ ἁλσὶ καὶ σιλφίῳ καὶ
πολλοῦ μὴ ἐνεργοίη τὸ σίνηπι ἐπικείμενον , σπόγγοις ἀποτεθλιμμένοις ἐν ὕδατι θερμῷ πυριαστέον κατὰ τοῦ ῥάκους τὸ κατάπλασμα . μετὰ
4499292 ἀνελομενοϲ
' ὅληϲ ἡμέραϲ κινῶν ϲυνεχῶϲ . καὶ ὅταν καπυρὰ γένηται ἀνελόμενοϲ ἀπόθου , ὡϲ εἴρηται . ἐκλαμβάνεται δὲ καὶ λιγνὺϲ
δίκην τῷ ἀγγείῳ κόϲκινον ἐν ἡλίῳ ἀπόθου . ξηρανθὲν δὲ ἀνελόμενοϲ χρῶ ἐπὶ τῶν ἐχεοδήκτων , ὡϲ εἴρηται , ⋖
4485565 χρω
μέτεστιν ; ἀλλὰ τῇ τόλμῃ καὶ τῇ ἀναιδείᾳ , ᾗ χρώ - μενος πρότερον μὲν ἠξίωσε καταφρονήσας ὑμῶν καὶ τῶν
διαδεχόμενος τοὺς λόγους τούτους ἐστὶν Ὀδυσσεύς , παρρησίᾳ τῇ πρεπούσῃ χρώ - μενος καὶ τοὺς μὲν ἀρίστους λόγοις προσηνέσι πείθων
4435996 ξυλαρια
. ὁ δὲ ἀντησπάσατο . Αἴσωπός φησι ” πόσου τὰ ξυλάρια ; “ ὁ χωρικὸς ἔφη ” δώδεκα ἀσσαρίων .
κηρία : χθένεα . Λιασθείς : κλινθείς . Κάρφεα : ξυλάρια . λεξάμενος : ἀθροίσας . νήσας : ἀνάψας .
4429221 κοιλωματι
οἰκείων ἀπεχομένους . ἀλώπηξ λιμώττουσα ὡς ἐθεάσατο ἔν τινι δρυὸς κοιλώματι ἄρτους καὶ κρέα ὑπό τινων ποιμένων καταλελειμμένα , ταῦτα
κἄπειτα ἐξελέϲθαι μὲν τοῦτο , ἐγχέαι δὲ ἔλαιον ἀπεζεϲμένον ἐν κοιλώματι ἀϲφοδέλου ῥίζηϲ . Ὅπωϲ δὲ μὴ ϲχῇ ἀχλὺν τὰ
4409431 ἰσχαιμοις
αἱμορραγία συστήσεται . μὴ ἐπισχεθείσης δ ' αὐτῆς οὕτως , ἰσχαίμοις χρηστέον : κάλλιστα δ ' αὐτῶν τὰ ἐμπλαστικὰ μᾶλλον
τούτου γίνεσθαι τὴν αἱμοῤῥαγίαν , ἐπὶ τούτων χρὴ τοῖς καλουμένοις ἰσχαίμοις φαρμάκοις κεχρῆσθαι . ταῦτα δὲ συστέλλει τὰς αἱμοῤῥαγίας ,
4408536 ὀξυγλυκει
. = , , . καὶ μὴ οἴνῳ ἀλλ ' ὀξυγλυκεῖ Τινὲς λέγουσιν , ὅτι ὀξύμελι λέγει προσφέρειν διὰ τὸ
ἐκπτύειν , ἄρου χηραμίδα καὶ σήσαμον καὶ ἀμύγδαλα καθήρας ἐν ὀξυγλυκεῖ κεκρημένῳ πίνειν : ἢν δὲ μᾶλλον βούλῃ ἄγειν ,
4400571 κωδυαϲ
ἑρπύλλῳ τε μετὰ μελιλώτου ἐν γλυκεῖ ἑψημένῃ , ἢ λείαϲ κωδύαϲ ἀναλαμβάνοντεϲ ἄρτῳ μετὰ ῥοδίνου ἢ κηρωτῆϲ καταπλάϲϲομεν . καὶ
χαμαιμήλου , ἐνίοτε δὲ καὶ κωδύων : καὶ ἐλαίῳ δὲ κωδύαϲ ἀφεψήϲαντεϲ καταιονοῦμεν τὴν κεφαλὴν καὶ παραχρῆμα ὕπνον ἡδὺν ἐπιφέρει
4381044 μοτοις
διαβρέχειν . μετὰ δὲ τὸ σκεπασθῆναι τὸ γεγυμνωμένον νεῦρον τοῖς μοτοῖς περιβάλλειν ἔξωθεν δεῖ τινι τῶν πρὸς τὰς στενὰς τρώσεις
διαβρέχειν . μετὰ δὲ τὸ σκεπασθῆναι τὸ γεγυμνωμένον νεῦρον τοῖς μοτοῖς ἔξωθεν περιβάλλειν δεῖ τινι τῶν πρὸς τὰς στενὰς τρώσεις
4378842 ἑψησας
, τοὺς δὲ χυλοὺς τοὺς ἀπὸ λινοσπέρμου καὶ πτισάνης ἐπιμελῶς ἑψήσας , ὥστε μὴ κατακαῆναι . χρῶ τῷ φαρμάκῳ τούτῳ
καὶ σιδία σὺν παιπάλῃ κριθίνῃ ἐπιτίθετι . ἄλλο . ῥόδα ἑψήσας καὶ τρίψας κατάπλασσε . ἄλλο . ἀφέψημα μελιλώτου ἔνσταζε
4365443 ἀποπλυνε
μέχριϲ οὗ πάχοϲ λάβοι καὶ τούτῳ ἀπόϲμηχε , εἶτ ' ἀπόπλυνε ϲεύτλου ἀφεψήματι ἢ τήλεωϲ ἢ θέρμων . Ἄλλο .
ἡμέρας . καὶ ὅταν ἀποκαθάρῃς τὸν τόπον καλῶς , μελικράτῳ ἀπόπλυνε μετὰ σπόγγου ὀφθαλμικοῦ καὶ ἐπιτίθει τὸν εἰρημένον ὑμένα τοῦ
4361770 ἐπιμελως
βαλὼν εἰς θυΐαν μετὰ τῶν τριῶν λιτρῶν τοῦ ἐλαίου τρῖβε ἐπιμελῶς , μέχρις ἂν λειότατον γένηται , εἶτ ' ἐπέμβαλλε
παρεγγεγραμμένων . καὶ μὴν φιλοσοφεῖν φιλολογεῖν τ ' ἀκηκοὼς ὑμᾶς ἐπιμελῶς καρτερεῖν θ ' αἱρουμένους , τὴν πεῖραν ὑμῖν λήψομαι
4340513 ἐκτεθεντι
ἐστι πρὸς δὲ ἄλλον ἀσύνθετος : ἰδοὺ γὰρ ἐν τῷ ἐκτεθέντι ὑφ ' ἡμῶν παραδείγματι ὁ κζ ἓν μέτρον ἔχει
προτάσεων διόρθωσιν καὶ ἐπιδεῖξαι ὅτι ἡμαρτημένως ἔχουσιν ἐν τῷ πρότερον ἐκτεθέντι διαγράμματι αἱ τοῦ ἀναγκαίου ἀποφάσεις , καὶ οὕτως προσθεῖναι
4339000 Θεσσαλῳ
ὁ ἀναθεὶς ταύτῃ τὰ συγγράμματά φησιν ὅτι παρὰ Μηδείῳ τῷ Θεσσαλῷ δειπνῶν ὁ Ἀλέξανδρος εἴκοσιν οὖσιν ἐν τῷ συμποσίῳ πᾶσι
αὐτὴν ἡμέραν ἐγένοντο πεντάθλου καὶ σταδίου , τῷ πατρὶ δὲ Θεσσαλῷ μία πρόσθεν . * * Τὸ προοίμιον ἀπὸ τῆς
4338254 λειωθεισιν
' ὀλίγον καὶ ἐπίχεε μετὰ τὸ ποσῶς ψυγῆναι τοῖς λοιποῖς λειωθεῖσιν ἐν θυίᾳ μετ ' ὄξους . Ποιεῖ πρὸς νευροτρώτους
, στυπτηρία , τοῖς φοίνιξι καὶ τοῖς σιδίοις ἡψημένοις καὶ λειωθεῖσιν ἐπιτηδείως ἀναλαμβάνεται . Εἰ δὲ ὑγρὰ καὶ ἄπεπτα εἴη
4338073 βληθῃ
εἰπεῖν , κόκκος σίτου ἢ τῶν λοιπῶν σπερμάτων , ἐπὰν βληθῇ εἰς τὴν γῆν , πρῶτον ἀποθνήσκει καὶ λύεται ,
ἐν τῷ ζυμοῦσθαι οὐ κολλᾶται τῇ καρδόπῳ . ἐπειδὰν δὲ βληθῇ εἰς τὸν φοῦρνον , ὑποπάσσεται τῷ κεράμῳ χόνδρος τις
4329857 βικιῳ
συκαμίνου , συκάμινα λευκὰ φέρει . συκάμινα δὲ ἐν ὑελίνῳ βικίῳ πλεῖστον διαμένει χρόνον . Φυτεύεται δὲ ἐν διτταῖς ὥραις
βικίῳ ἀνατάρασσε , καὶ τὸν οἶνον ὁμοίως ἐν αὐτῷ τῷ βικίῳ ἐμβαλὼν ὕστερον ἀνατάρασσε : καὶ οὕτως πωμάσας βρύῳ ἢ
4322502 κοτυλην
τοῖσιδε δεῖ κλύζειν : ἁλὸς δραχμίδα τρίψας , παραμῖξαι ἐλαίου κοτύλην καὶ ἀπὸ κριθέων ἑφθῶν δύο κοτύλας , εἶτα οὕτω
μέτρον εἶναι ἢ πάλιν δύο μόνων , ἐπειδὴ καὶ τὴν κοτύλην εἴκοσι κοτύλας ἐνδέχεται νοεῖν , ὅσαις παρεκτείνεται , καὶ
4320780 ἑψειν
τῆς μολυβδαίνης τρίψας ὡς λειότατον , διαττήσας , ξυμμίξας , ἕψειν , καὶ κυκᾷν τὸ πρῶτον , ἑψεῖν δὲ ἕως
κεγχραμίϲιν ὁμοίαϲ : δεῖ οὖν θρύπτειν αὐτὴν εἰϲ ἁδρὰ καὶ ἕψειν ἐν ὄξει μὴ κινοῦντα , ἕωϲ μηκέτι πομφολυγίζῃ .
4320129 ἐπιχεαϲ
. εἶτα τούτων τὸ ἀπόπλυμα εἰϲ κρατῆρα πλατύϲτομον βαλὼν καὶ ἐπιχέαϲ ἕτερον ὕδωρ ζέον ἀνατάραϲϲε λαμβάνων ἐκ τοῦ ὑγροῦ ποτηρίῳ
τὸ τετάρτον καὶ περιδήϲαϲ ὀθονίῳ πυκνῷ ἔα ἡμέραϲ ζ καὶ ἐπιχέαϲ αὐτὸ εἰϲ θυίαν τρῖβε καὶ ἀναλάμβανε ὠῷ χρυϲίνῳ :
4314726 ψυχθηναι
τὸ ἁρμόττον χρωμένοις . ἀρκεῖ δὲ τοῖς πολλοῖς δεομένοις ποτὲ ψυχθῆναι μειζόνως ἐννήξασθαι ψυχρῷ θέρους ὥρᾳ νέους ὄντας καὶ εὐσάρκους
ἐπ ' ἀνθράκων . εἶτα ἄρας ἀπὸ τοῦ πυρὸς ἔα ψυχθῆναι , καὶ τὸ ἐπιπηγνύμενον στέαρ ἄφελε καὶ ἀπόθου .
4310995 ὀθονιῳ
δὲ καταρτίζηται ὁ πάσχων , πρότερον τὸ σφηνοειδὲς ἐρίῳ ἢ ὀθονίῳ περιειλείσθω , καὶ τότε ὑποπόδιον πλησίον τοῦ ὀργάνου ἐπιτιθέσθω
. γʹ , καὶ χρῶ : μετὰ δὲ τὴν μίξιν ὀθονίῳ ἀκριβῶς ἐκμασσέσθωσαν οἱ τόποι : ἔνιοι δὲ καὶ τῷ
4309303 ἀφῃρημενου
χρή : ὄξους ἑνὶ μέρει διπλάσιον μιγνύσθω τοῦ τὸν ἀφρὸν ἀφῃρημένου μέλιτος . δι ' ὕδατος δ ' εὐθέως ἐξ
διὰ γὰρ τὴν τελέωσιν καὶ διὰ τὸ κεχειμάσθαι τοῦ ὑδατώδους ἀφῃρημένου τὸ λοιπὸν ἐκπέττεσθαι μᾶλλον : ὁ μὲν οὖν λόγος
4307938 παραχεε
μυρίκην , λιθάργυρον ὀπτὴν , καὶ κηκίδα , οἶνον λευκὸν παράχεε καὶ ἔλαιον καὶ χηνὸς στέαρ , τρίψας ὁμοῦ πάντα
λεάνας ἐπιμελῶς καθ ' ἕν , καὶ μίξας ὁμοῦ , παράχεε οἶνον ἄδολον αὐστηρόν , καὶ πλάσας κολλύρια , ὡς
4307373 πωμασας
ἔμβαλε , ὡς ὑπερέχειν τῶν βοτρύων τὸ ὕδωρ , καὶ πωμάσας ἐπιμελῶς καὶ γυψώσας , ἀπόθου εἰς τόπον ψυχρὸν καὶ
εἰς ἄγγος κεραμεοῦν : καὶ θεὶς ἐπὶ τὸ πῦρ ἕψε πωμάσας τὸ ἄγγος καὶ βλέπε ἐκ διαλειμμάτων τινῶν : ὅταν
4305403 ἐμπλαστωδες
ὑγρὰν κηρωτὴν ἐργαζόμεθα , διπλάσιον : εἰ δὲ τὸ φάρμακον ἐμπλαστῶδες ποιῆσαι βουληθείημεν , τότε τῷ κηρῷ μίξομεν ἴσον τὸ
τινες ἐπί τε βρογχοκήλων καὶ ὑδροκήλων ἀσίτου πτυέλῳ δεύοντες ὡς ἐμπλαστῶδες γενέσθαι : καὶ τὰς τῶν ἀπέπτων πνευμάτων διαδρομὰς ἐξιᾶται
4292695 κολοκυνθιδας
εἴωθα , φησὶν , ἐπὶ τῶν ἰσχιαδικῶν παραλαμβάνειν τοιοῦτο : κολοκυνθίδας ὅσας βούλει λαβὼν καὶ περιγλύψας τὴν ἐντεριώνην καὶ ἀπορρίψας
κένωσον τῆς ἐντεριώνης καὶ τοῦ σπέρματος , γεμίσας τε τὰς κολοκυνθίδας ἐλαίου γλυκέος καὶ πωμάσας τοῖς ἐξ αὐτῶν περιγλυφεῖσιν ἔασον
4286277 ἐγχεαντα
μάλιστα μὲν ξύραντα , ἢ ἐς κύστιν ἢ ἐς ἔντερα ἐγχέαντα τῶν ψυκτικῶν τι , οἷον χυλὸν στρύχνου καὶ γῆν
βραδέως ἀπορρέῃ , χρήσιμον . δοκιμάζειν δὲ καὶ οὕτως : ἐγχέαντα τὸ ὄγδοον μόριον τοῦ γάλακτος εἰς ἀγγεῖον ὑέλινον ἐμβάλλειν
4261848 ψυχε
εἶτα ἐπιβάλλων τὸ λοιπὸν τοῦ ῥοδίνου τῆκε καὶ ἄραϲ κινῶν ψῦχε καὶ ἐπίχεε ἐν θυίᾳ καὶ λείου ἐπιϲτάζων ὕδωρ ὅϲον
δραχ . βʹ , παιδικοὺς δὲ δραχ . αʹ καὶ ψῦχε ἐν σκιᾷ καὶ χρῶ . καλλίων δὲ γίνεται ὁ
4254624 κοτυλας
. . . Ψ : . . . καθόλου δὲ κοτύλας ἐκάλουν πάντα τὰ κοῖλα : καὶ Αἰσχύλος ἐν Ἠδωνοῖς
ἐλαίου ἀνὰ οὐγγίας δ , καὶ τοῦ χυλοῦ τῆς ἀνεμώνης κοτύλας ἀττικὰς δύο καὶ ἡμίσειαν . Τὴν κολοφωνίαν ἅμα τῷ
4248609 παυϲηται
ὕδωρ τοῦ μέλιτοϲ καὶ οὕτωϲ ἕψονταϲ , ἄχριπερ ἂν ἀφρίζον παύϲηται : προϲήκει δὲ αἴρειν ἀπ ' αὐτοῦ ϲυνεχῶϲ τὸν
γίνεται μιχθέντοϲ ὕδατοϲ πλείϲτου καὶ ἑψηθέντοϲ ἄχρι περ ἂν ἀφρίζον παύϲηται , ἀφαιρουμένου ϲυνεχῶϲ δηλονότι τοῦ ἀφροῦ . τὸ δὲ
4247088 ἀλειμματι
ἔλαιον ϲικυώνιον ἢ τῶν μαλακτικῶν ἀκόπων καὶ καϲτόριον δὲ τῷ ἀλείμματι προϲπλέξομεν καὶ ἐν πότῳ προϲενέγκωμεν . μάλιϲτα δὲ ὀνίνηϲι
τέχνης , ἀλλὰ καὶ ἐν περιπάτῳ καὶ ἐν καθέδρᾳ καὶ ἀλείμματι καὶ λουτρῷ καὶ βρώσει καὶ πόσει καὶ ὕπνῳ καὶ
4245074 πωματι
ἢ κασσιτέρου , ἢ χαλκοῦ ποιήσαντες , καθαρὰ σφόδρα τῷ πώματι τοῦ πίθου μετὰ κηροῦ προσκολλῶσι , καὶ ἐπιτιθέασι τοῖς
ἐν τῷ μέλιτι θολερῷ ] ἐν θολῷ θολερῷ ] τεταραγμένῳ πώματι ] πῶμα τὸ σκέπασμα , πόμα τὸ πινόμενον ἡμιδαές
4238933 πεπυρωμενους
σώματος , ἐς πᾶν ἐχεῖτο , ὥστε τοὺς θώρακας αὐτοὺς πεπυρωμένους ἀπορρίπτειν καὶ τὰ λοιπὰ ὅπλα , ὧν ὁ σίδηρος
ἁλσὶν ἐμφερῆ ἔνιοι δὲ καίουσι τὰ προειρημένα ἐπ ' ἄνθρακας πεπυρωμένους ἀπερεισάμενοι προσυποκειμένου καὶ καινοῦ ὀστράκου , ἕως ἂν πυρωθῇ
4237083 ἀπονιπτε
δὲ ποιεῖ καὶ τὸ Νείλου διάροδον κολλύριον καὶ ἐπιχριόμενον : ἀπόνιπτε δὲ αὐτοὺϲ τοὺϲ ὀφθαλμοὺϲ ὠκίμου ἀφεψήματι . Πρὸϲ λευκώματα
ἐφ ' ὅϲον δὲ βούλει φέρεϲθαι τὴν γαϲτέρα , μὴ ἀπόνιπτε ὕδατι τὸν δακτύλιον , ἀλλ ' ἀπόματτε ῥάκει λινῷ
4228642 βραχῃ
ποτε ἐκχέοιτο ἀπόνιπτρα ἀπὸ τῶν θυρίδων , ἵνα μή τις βραχῇ τῶν παριόντων , “ ἐξίστω ” λέγειν . παίζει
μελίλωτα , μήκωνος σπέρμα λεάνας σὺν γλυκεῖ , καὶ ὅταν βραχῇ ἑψήσας καὶ σὺν λεκίθοις ὠῶν λεάνας ἐπιτίθει : ἢ
4219929 κυαθοις
καὶ κύμινον τρίψας ἐν τῷ αὐτῷ δὸς πιεῖν ἐν ὀξυμέλιτος κυάθοις Ϛ ὁλκὴν μίαν : ἢ ἀμπέλου φύλλα ἢ ἕλικας
κυάμῳ ἴσον . ἔδοσάν τινες ἀφρονίτρου κοχλιάριον α ἐν τρισὶ κυάθοις μελικράτου . καστορίου , πεπέρεως , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος ,
4206365 ἀποχεας
ἕψε τὴν λινόζωστιν , παρεμβάλλων λίνου σπέρμα μικρόν : ἔπειτα ἀποχέας κλύζε . Ἕτερον : σμύρνης ὅσον ὀξύβαφον , λιβανωτὸν
καὶ μυρσίνης καὶ κισσοῦ καὶ δάφνης ἑψῶν ἐν ὕδατι , ἀποχέας τὸ ἀφέψημα , ἕψε ἐν αὐτέῳ ἄχυρα κριθῶν ,
4206007 προσθες
κυητήριον : ἐκ νίτρου καὶ λιβανωτοῦ βάλανον ποιήσας ἐν μέλιτι πρόσθες . Προσθετὸν καθαρτήριον μαλθακτικόν : ἰσχάδα λαβὼν , ἑψήσας
. Ἢ κυμίνου φύλλα ἐν οἴνῳ τρίψας , ἐν εἰρίῳ πρόσθες . Ἢ γῆς λευκῆς ὅσον πόσιν . Ἢ λευκὴν
4204520 βρεχε
, ὕδατος λι γʹ . τὰς βοτάνας κόψας ἁδρομερῶς , βρέχε ἐν τῷ ὕδατι ἡμέρας γʹ , εἶτα ἐπιβαλὼν τὸ
μαϲτίχηϲ λειοτάτηϲ ⋖ δ τραγακάνθηϲ # α : τὴν τραγάκανθαν βρέχε ὀλίγον τῷ ἑψήματι καὶ λεάναϲ ἐπίβαλε αὐτῇ τὰ λοιπὰ
4202029 ἀποθου
καπυρὰ γένηται , ὥϲτε καὶ τοῖϲ δακτύλοιϲ ἀποκλᾶϲθαι καὶ ψύξαϲ ἀπόθου εἰϲ ἀγγεῖον ὀϲτράκινον . γίνεται δὲ οὕτωϲ λευκοτάτη .
' ἀνθράκων , κινῶν συνεχῶς , καὶ ὅταν συστραφῇ , ἀπόθου , καὶ χρῶ ὁμοίως . [ Πρὸς χολέραν .
4201537 ἀφηψημενον
ἀνακογχυλιζόμενον νᾶπυ μετ ' ὀξυμέλιτοϲ ἢ ϲίραιον ὀρίγανον ἢ ὕϲϲωπον ἀφηψημένον ἔχον : ἐγὼ δὲ μίγνυμι τοῦτο τῷ μετ '
, λύειν τὴν κοιλίην κλυσμοῖσιν : πινέτω δὲ μελίκρητον θερμὸν ἀφηψημένον . Καταμανθάνειν δὲ καὶ ἐν τῇσιν ἐξαναστάσεσιν εἰ λειποθυμέει
4200598 ἑκαστῳ
οὔτε μαγείραιναν εἶδε πώποτε οὔτε μὴν οὐδ ' ἰχθυοπώλαιναν . ἑκάστῳ γὰρ γένει ἁρμόζοντα δεῖν εἶναι καὶ τὰ τῆς τέχνης
. δίδωμι δὲ καὶ Δημητρίῳ καὶ Κρίτωνι καὶ Σύρῳ κλίνην ἑκάστῳ καὶ στρώματα τῶν καταλειπομένων ἃ ἂν φαίνηται Λύκωνι καλῶς
4197125 ἑνωσας
, ἵνα ἑνωθῇ μόνον , ἄρας ἐπίπασσε τὰ ξηρὰ καὶ ἑνώσας μαλάξας χρῶ . Φάρμακον τὸ διὰ τοῦ νίτρου καὶ
μετὰ τοῦ λοιποῦ ὄξους , ἐπίβαλλε τοῖς ἑψηθεῖσι : καὶ ἑνώσας , ψύξας καὶ μαλάξας , χρῶ αὐτῇ ἐπὶ πᾶσιν
4192621 ἀλειφατι
ἄσφαλτον καὶ κριθέων ἄχυρα ὁμοίως . Ἢ κυπαρίσσου ῥίζαν ἐν ἀλείφατι ῥοδίνῳ περιχέας θυμίη . Ἢ καλάμῳ , σχοίνῳ ,
τ ' ὦν πιναρὰ ξὺν οἰϲύπῳ , δευθέντα οἴνῳ καὶ ἀλείφατι τῷ ἀπὸ τῆϲ ἐλαίηϲ τῆϲ ὄμφακοϲ . ἀτὰρ καὶ
4181339 ἐνιαυτον
' οὐ πολὺ καὶ αὐτὴ προσεχώρησε Ῥωμαίοις . Μιθριδάτης δὲ ἐνιαυτὸν καὶ μῆνας ὀκτὼ ἐν τοῖς μέρεσι τῆς Ἀρμενίας διατρίβων
Ὑπερήνωρ Πέλωρος . Κάδμος δὲ ἀνθ ' ὧν ἔκτεινεν ἀίδιον ἐνιαυτὸν ἐθήτευσεν Ἄρει : ἦν δὲ ὁ ἐνιαυτὸς τότε ὀκτὼ
4179908 ἐπιτιθεναι
ὄξει πεφυραμένην ἢ ϲκίλλαν , καταντλεῖν δὲ ὀξάλμῃ καὶ οὕτωϲ ἐπιτιθέναι τὰ λεχθέντα . πότημα δὲ προϲφέρειν ἀριϲτολοχίαν μετ '
αὐτοὺς μετὰ τὸ τεφρωθῆναι ἀναλαμβάνειν στέατι παλαιῷ χοιρείῳ καὶ οὕτως ἐπιτιθέναι τῷ πεπονθότι . φαρμάκοις μὲν οὖν , ἐφ '
4177452 ἐλαιου
τούτοιϲ ὅμοια , κνίδηϲ ἀγρίαϲ τὸν καρπὸν λεάναϲ μετ ' ἐλαίου ἀνάτριβε ϲυνεχῶϲ καὶ ἀπορρυήϲονται αἱ τρίχεϲ . βράδιον δὲ
. εἴληπται δὲ ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τοῦ ἐν τοῖς βαλανείοις ἐλαίου πεπηγότος , ὅπερ τοὺς ἐπιλαμβανομένους διολισθαίνειν πέφυκεν . τοιοῦτος
4174600 τριτημοριῳ
κεφαλαῖς τῶν Διδύμων , πρὸς μεσημβρίαν δὲ τῆς νοτίου διεῖχεν τριτημορίῳ σελήνης ἔλασσον ἢ διπλάσιον , οὗ αἱ κεφαλαὶ διεστήκασιν
εἰς τὰ τῆς ὅλης ἐπισκοτήσεως ἐπιβάλλει , τῷ δὲ ἐφεξῆς τριτημορίῳ τὸ τρίτον , τῷ δὲ λοιπῷ τὸ ἕκτον :
4172353 διδου
ἢ κροκομάγματι ἢ πρίσμασι μετὰ στυπτηρίας καὶ οἴνου εὐώδους . δίδου δὲ σκολύμου ῥίζαν ἡψημένην πίνειν . Στόματι δ '
. . . οὐγγ . αʹ ʹʹ . γράμματα ἓξ δίδου ἐν τοῖς διαλείμμασιν ἑσπέρας , ὡς ἂν βούλωνται .
4171847 οἰνῳ
ἐπιπάττοντα προκατακλύζοντα ἐν οἴνῳ θερμῷ , τῶν δὲ ξηρῶν ἐν οἴνῳ δεῦσαι καὶ καταπλάττειν . Τὸ δ ' Ἡράκλειον φύλλον
ἀμφοτέροις μίξας καὶ ἀλφίτον , διδόναι δὶς τῆς ἡμέρης ἐν οἴνῳ κεκρημένῳ κοτύλῃσι τέσσαρσιν . Ἐλαίου τρία ἡμικοτύλια , ἀκτῆς
4170346 δραχμας
καὶ κατουλοῦσα , ἥτις καὶ ἔχει οὕτως : Στέατος ὑείου δραχμὰς μη , ἀσφάλτου καὶ νίτρου ἀνὰ δραχμὰς κε ,
. ἐὰν δὲ μὴ ἐπαναγκάσῃ ὁ ἄρχων , ὀφειλέτω χιλίας δραχμὰς ἱερὰς τῇ Ἥρᾳ . ἀπογραφέτω δὲ τὸν μὴ ποιοῦντα
4166359 θερμανθεντα
ταῖς ἀκτῖσι θαλφθέντα ] γράφεται καὶ καρφθέντα θαλφθέντα ] καὶ θερμανθέντα λειήνας ] κόψας ὑπέρ ] διά καὶ σχοινίδι κύρτη
, ἵνα ἔχῃ τι καὶ ἀποκρουστικόν : ἀναλαμβάνεται δὲ ταῦτα θερμανθέντα οἰσυπηροῖς ἐρίοις , εἰ δὲ μὴ παρείη ταῦτα ,
4158919 λειωθεντων
διπλαϲίονοϲ χαλκίτεωϲ γίγνεται τὸ φάρμακον , ὄξει μὲν πρῶτα δριμυτάτῳ λειωθέντων αὐτῶν , εἶτ ' εἰϲ καινὴν χύτραν ἐμβληθέντων ,
ἑψηθῶσι , μίγνυε λείων μελανθίου καὶ μέλιτος , ὁμοῦ τε λειωθέντων καὶ ἑψηθέντων αὖθις . Ἑψεῖται ἡ φακή , καὶ
4158237 πολλαπλασιαζομεναι
μεριζόμενα μοίρας ποιήσει , ἐπεὶ καὶ μοῖραι ἐπὶ τρίτα λεπτὰ πολλαπλασιαζόμεναι τρίτα λεπτὰ ποιοῦσιν : καὶ ἁπλῶς πᾶν εἶδος παρ
λόγον ἔχειν λέγεται , ὅταν αἱ πλευραὶ αὐτῶν πρὸς ἀλλήλας πολλαπλασιαζόμεναι ποιῶσιν ἕτερον ἀριθμὸν μέσον ἀνάλογον , οἷον τοῦ ιϚ
4158208 πιθοις
πατηθέντα οἶνον , μετὰ τὸ βαλεῖν τὸ γλεῦκος ἐν τοῖς πίθοις , ἔασον ἀπωμάστους τοὺς πίθους ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ,
δὲ τοῦ πληροῦσθαι τὰ δοχεῖα , πάλιν ἀποκενοῦν ἐν τοῖς πίθοις ἤτοι βουττίοις τοῦτο , ἵνα διὰ τῆς κινήσεως ταύτης
4157858 σελιδιοις
μοιρῶν ρϘα λθ , ἃς καὶ παραθήσομεν ἐν τοῖς αὐτοῖς σελιδίοις κατὰ τὸν τῶν ρπ ἀριθμόν . ἐπὶ δὲ τοῦ
ΝΖΗ γίνεσθαι μοιρῶν ε λε . Παράκειται δὲ τοῖς εἰρημένοις σελιδίοις καὶ ζʹ σελίδιον , ἐπιγραφὴν ἔχον πλάτους . δύναται
4154335 πληρωθωσιν
, καὶ οὕτως τῷ μετ ' ἐκεῖνον ὄντι ἄχρι οὗ πληρωθῶσιν αἱ περίοδοι ἐκεῖναι καὶ καταντᾷ ὁ ἀριθμὸς πρὸς τὰς
ὄντος : ἕως δ ' ἂν αἱ ἑβδομήκοντα καὶ δύο πληρωθῶσιν ἡμέραι , τότε ὅλος ἀποθνήσκει . γράμματα δέ ,
4151311 ὑποκαπνιζε
, ἀρσενικοῦ , λαγῴας κόπρου ἴσα λαβὼν ποίει κολλούριον καὶ ὑποκάπνιζε ἄνθραξιν ἐλατίνοις καὶ τερεβινθίνοις ἐφ ' ἡμέρας γʹ ,
ἀνάπλαττε τροχίσκους : ἐπὶ δὲ τῆς χρείας , ἐπὶ θερμοσποδιᾷ ὑποκάπνιζε , τὴν δὲ ἄσφαλτον ἐπὶ τῶν ἐψυγμένων : καὶ
4146666 λειοτριβειται
ξηρᾶς ἀνὰ # α # , πεπέρεως ⋖ β . λειοτριβεῖται τὰ ξηρὰ ὄξει . διαχεῖ καὶ τὰ ἐν βάθει
διὰ τῆϲ ὑποϲτάθμηϲ τῆϲ ἐν τοῖϲ χαλκείοιϲ , ἥτιϲ ἐποπτηθεῖϲα λειοτριβεῖται καὶ ἀναλαμβάνεται κηρωτῇ ῥοδίνῃ μέχρι ϲυϲτάϲεωϲ ἐμπλαϲτρώδουϲ . ταῦτα
4140412 λουσαμενην
καιροῦ τῆς καθάρσεως , ἕτερος δὲ ἀλειψαμένην ἢ πυριασθεῖσαν ἢ λουσαμένην πίνειν αὐτίκα , ὡς ἂν θερμῷ καὶ διακεχυμένῳ τῷ
προβρέξαντα ἐννέα ἡμέρας , πίνειν ἑτέρας ἐννέα ἡμέρας νῆστιν , λουσαμένην , δύο κυάθους τῆς ἡμέρης τοῦ ἀπὸ τοῦ πρασίου
4137736 θερμῳ
πυρετοῦ καομένων . Καὶ τοίνυν ὥσπερ συμμέτρῳ τε καὶ οἰκείῳ θερμῷ διεπλάττετό τε καὶ ἀπηρτίζετο ἕκαστον τούτων , οὕτω νόθῳ
φθάσασα κνισσωθῆναι τροφὴ φαίνοιτό σοι , τηνικαῦτα κεχρῆσθαι πόματι τῷ θερμῷ μάλιστα ὕδατι . δυνατὸν γάρ ἐστι τοῦτο τὸ πόμα
4135972 σανδαραχῃ
ὄξους ἢ καρδαμώμῳ ἢ σηπίας ὀστράκῳ μετ ' ὄξους ἢ σανδαράχῃ ἢ κισσοῦ καρπῷ ἢ θείῳ ἀπύρῳ ἢ λαπάθου ῥίζῃ
: ἄθικτον θεῖον , πάνυ λευκότατον . Λείου αὐτὸ σὺν σανδαράχῃ , ἢ οὔρῳ δαμάλεως ἡμέρας ἓξ , ἕως γένηται
4131787 διδοσθαι
τρέπει : ἦν οὖν τίθεμαι τίθεσαι τίθεται τίθεσθαι , δίδοται δίδοσθαι . Τέθειμαι τέθεισαι τέθειται τεθεῖσθαι . Τεθῆναι : ἐτέθην
γίνεται τῷ μάντει μοῖρα τῆς θυσίας , τράχηλον δὲ μόνον δίδοσθαι τοῦ κριοῦ καθέστηκε τῷ ὀνομαζομένῳ ξυλεῖ . ἔστι δὲ
4120299 ἰγδιῳ
τῷ ἐλαίῳ καθαρῷ τὰ τῆϲ γʹ ἐμβολῆϲ ὀπηρὰ προεκλειωθέντα ἐν ἰγδίῳ μετὰ τοῦ οἴνου , οἷον εἶπον , πλὴν τοῦ
περὶ τῶν ἐν ὑϲτέρᾳ καρκίνων λελεγμένα βοηθήματα . ἐν μολιβδίνῳ ἰγδίῳ καὶ δοίδυκι μολιβδίνῳ Λημνίαν ϲφραγῖδα δι ' ὀξυκράτου ἢ
4116576 λεαινε
γογ . κασίας γοδ . κρίνα τὸν ἀριθμὸν κ . λέαινε ἅμα καὶ χρῶ . εἰ δὲ παχύτερον εἴη ,
λαπάθου ἡμέρου ἢ ἀρνογλώϲϲου ϲπέρμα καύϲαϲ ἐπ ' ὀϲτράκῳ ἀκριβῶϲ λέαινε τὴν τέφραν καὶ χρῶ . Ἄλλο . κρόκον πέπερι

Back