καὶ κατουλοῦσα , ἥτις καὶ ἔχει οὕτως : Στέατος ὑείου δραχμὰς μη , ἀσφάλτου καὶ νίτρου ἀνὰ δραχμὰς κε ,
. ἐὰν δὲ μὴ ἐπαναγκάσῃ ὁ ἄρχων , ὀφειλέτω χιλίας δραχμὰς ἱερὰς τῇ Ἥρᾳ . ἀπογραφέτω δὲ τὸν μὴ ποιοῦντα
9000177 μνας
παρ ' ἑκάστου τῶν κεκτημένων . οὗτος πρῶτος μισθὸν εἰσεπράξατο μνᾶς ἑκατόν : καὶ πρῶτος μέρη χρόνου διώρισε καὶ καιροῦ
εἰς τὴν τριηραρχίαν . οὗτος δὲ ἐπέδειξε δυοῖν δεούσας πεντήκοντα μνᾶς ἀνηλωκέναι : ὥστε τούτοις λελογίσθαι , ὅσον περ ὅλον
8780414 πεντακοσιας
τὰς τιμὰς τῶν ἐν ἀγῶσιν ἀθλητῶν , Ὀλυμπιονίκῃ μὲν τάξας πεντακοσίας δραχμάς , Ἰσθμιονίκῃ δὲ ἑκατόν , καὶ ἀνὰ λόγον
εἴρηται , ἐὰν δέ τις εἴπῃ ἀποβεβληκέναι τὴν ἀσπίδα , πεντακοσίας δραχμὰς ὀφείλειν κελεύει . οὐκ οὖν δεινόν , εἰ
8632961 χιλιας
. καίτοι γε ὁ Θεόφραστος τοὺς μὲν ἄλλας γραφὰς γραψαμένους χιλίας τ ' ὀφλισκάνειν , εἰ τὸ πέμπτον τῶν ψήφων
φιλοσόφου δὲ ζητήματος παράδειγμα τόδε : ζωγράφῳ τις ὑπέσχετο δώσειν χιλίας δραχμὰς , εἰ τὸ κάλλιστον γράψας εἴη : ὁ
8519879 ὀβολους
μίξας ἀναλάμβανε καὶ χρῶ πρὸ τῆς ἐπισημασίας ἐν ὀξυμέλιτι διδοὺς ὀβολοὺς β μόνους . Καρκίνων ποταμίων ἡ τέφρα θαυμασίως ἐπὶ
τέχνης ἐννέα ἢ δέκα , ὧν ἕκαστος τούτῳ δύ ' ὀβολοὺς ἀποφορὰν ἔφερε τῆς ἡμέρας , ὁ δ ' ἡγεμὼν
8407444 ταλαντον
σκοπεῖτε δὲ μὴ τοῦτο , εἰ μνᾶς ἑκατὸν καὶ πάλιν τάλαντον ἔδωκεν , ἀλλὰ τὴν προθυμίαν καὶ τὸ αὐτὸν ἐπαγγειλάμενον
λαμβανόμενα εἰς σύγκρισιν , οἷον ὅταν σκεπτώμεθα τίνα λόγον ἔχει τάλαντον πρὸς μνᾶν , ὁμογενεῖς ὅρους φαμὲν τὸ τάλαντον καὶ
8267478 μναν
τοῖς δεομένοις , ᾧ μὲν πέντε δραχμάς , ᾧ δὲ μνᾶν , ᾧ δὲ ἡμιτάλαντον : εἰ δέ τις φιλόσοφος
ὁ δὲ Ῥουτίλιος παρὰ τῶν ἁλιευόντων αὑτοῦ δούλων τριωβόλου τὴν μνᾶν τοῦ ὄψου καὶ μάλιστα τοῦ θυριανοῦ καλουμένου : μέρος
8072358 τριωβολον
βοηθεῖν ἀφηγοῦνται : πίνεται δὲ καὶ λαγωοῦ τῆς πιτύας ὅσον τριώβολον ἐν οἴνῳ , καὶ πράσου χύλισμα ὅσον ἡμικοτύλιον ἐν
τοὺς Πελοποννησίους . πεντώβολον ἡλιάσασθαι ] δικάσαι λαμβάνοντα πεντώβολον ἢ τριώβολον . ἢν ἀναμείνῃ ] ἐὰν ὑπομείνῃ καὶ πολεμῶν μὴ
8005828 ταλαντα
φασὶν , ἦν , παρὰ Διονυσίου λαβὼν ὑπὲρ τὰ ὀγδοήκοντα τάλαντα , ὡς καὶ Ὀνήτωρ φησὶν ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ :
ὅσον ὡμολόγητο εἶχεν , ὦ ἄνδρες δικασταί , ἀλλὰ τρία τάλαντα ἀργυρίου καὶ τετρακοσίους κυζικηνοὺς καὶ ἑκατὸν δαρεικοὺς καὶ φιάλας
7983788 λιτρας
, ἀφρονίτρου λευκοῦ , ἀνὰ λίτραν μίαν , ἐλαίου παλαιοῦ λίτρας β , ὕδατος πηλοποιοῦ ξέστην ἕνα , μίσυος ὠμοῦ
πίσσης λίτραν αʹ . κηροῦ λίτραν αʹ . ἀξουγγίου παλαιοῦ λίτρας βʹ . τὰ τηκτὰ τήξας κατάχεε , τῶν ἄλλων
7969380 δραχμην
ᾖ , τῆς δάφνης ὅσον πόσιν , τῆς ἐδώδεος ὅσον δραχμήν . Ἕτερον : σκαμμωνίης ὅσον πόσιν τρίψας , διεῖναι
αὐτοῦ ἐν γραμματείῳ τὸ ἔγκλημα καὶ τὸ τίμημα καὶ παραθέντος δραχμήν : ἐλάμβανον δὲ καὶ ἑτέραν ὑπὲρ τῆς ἀντωμοσίας .
7942387 ἀργυριου
πολιτικῶν πραγμάτων καὶ ὁμονοίας , τὸ βʹ περὶ χρυσίου καὶ ἀργυρίου καὶ τῶν ὁμοίων κινητῶν , τὸ γʹ περὶ ἀποβολῆς
, ταῦτ ' ἦν . τάλαντον μὲν ἑκάστῳ Βαβυλώνιον ἐπισήμου ἀργυρίου , ταλαντιαῖαι δὲ φιάλαι δύο ἀργυραῖ . δύναται δὲ
7919921 πεντακισχιλιας
. Δίων δὲ τοῖς μὲν ἀνόπλοις τῶν Συρακοσίων διέδωκε τὰς πεντακισχιλίας πανοπλίας , τοὺς δὲ ἄλλους ἐκ τῶν δυνατῶν τοῖς
πείθει τὸν ἄνθρωπον ἀποδόσθαι οἱ δισμυρίων αὐτὸν εὕρημα ποιησάμενον τὰς πεντακισχιλίας . ὁ μὲν δὴ τοῦ θησαυροῦ ἐρῶν οὔπω ξυνίει
7863515 κυαθους
, οὐχ ὡσαύτως δὲ πινόμενον , ἀλλὰ δεῖ ποιῆσαι τρεῖς κυάθους , τὸν μὲν ἕνα μέλιτος , τὸν δ '
κυάθῳ : τουτέστι τρίτον τῷ κυάθῳ ἀντλούμενον , οἷον τρεῖς κυάθους . * ἀφύξιμον : ἀπνευστί πότιμον εὐσταθέος δέ ,
7842496 τρισχιλιας
βραχὺ γὰρ πρὸ ἡμῶν εἶχον αἱ θεαὶ βοῦς μὲν ἱερὰς τρισχιλίας , χώρας δὲ πλῆθος ὥστε λαμβάνειν μεγάλας προσόδους .
: κτήσασθαι γὰρ αὐτὸν πρόβατα μὲν ἑπτακισχίλια , καμήλους δὲ τρισχιλίας , ζεύγη βοῶν πεντακόσια , ὄνους θηλείας νομάδας πεντακοσίας
7792957 δραχμων
σύ , ἔφησεν , ἐκείνῳ προσέχεις , ὃς οὐδὲ πεντήκοντα δραχμῶν ἱμάτιον ἔχει ; Σχολαστικὸς ἵππον ἐπίπρασκεν . ἐλθόντος δέ
νομίζοντες ἐν τῷ ἑκατόμβοι ' ἐννεαβοίων , ὡς πρὸς ἀριθμὸν δραχμῶν τὴν ἀξίαν τῶν ὅπλων ἀντιτιμώμενον , ὑπό τι εὔηθες
7783103 δραχμης
τοῖς ἐπὶ πλήθει χυμῶν ταὐτὸν πάσχουσι δι ' ὀξυκράτου ὅσον δραχμῆς , καὶ ἔξωθεν δὲ τῷ στομάχῳ ἐπιτιθέμενον ἐπ '
δογμάτων . ἀλγῶ δὲ καὶ τῆς οὐχ ὁρωμένης ἐρῶ . δραχμῆς μὲν αὐλεῖ , τεττάρων δὲ παύεται . λόγοισιν Ἑρμόδωρος
7722655 στατηρας
μέντοι νιγλαρεύων κρούματα ἐνταῦθα τοίνυν ἦν ἐκείνοισιν πιθών . ἔχων στατῆρας χρυσίου τρισχιλίους . ἐγὼ δὲ συμψήσασα τἀργυρίδιον λέγ '
διδάξει γράμματα . ἐν τούτοις τοίνυν ἕνδεκα μὲν καὶ διακοσίους στατῆρας ἐγκέκληται λαβεῖν οὐχ ἁρπάσας οὐδὲ βιασάμενος , ἀλλά τινος
7710136 τετρακισχιλιας
' ἐπιμελῶς ὠνεῖσθαι παρ ' αὐτῶν διδόντα τοῦ ἑνὸς δραχμὰς τετρακισχιλίας . ὅτι Χαμαιλέων παρατίθεται ἐν τῷ περὶ Αἰσχύλου ταῦτα
φησὶν καὶ Φειδόλεῳ Ῥαμνουσίοις κοινῇ τάλαντον ἐνοφείλειν καὶ Αἰαντίδῃ Φλυεῖ τετρακισχιλίας καὶ Ἀριστομένει Ἀναγυρασίῳ τέτταρας καὶ δέκα μνᾶς . διὰ
7686368 μνων
ὁ πατήρ , ἀφανίζουσι δ ' οὗτοι , τετταράκοντα μὲν μνῶν ὑποκειμένους , εἴκοσι δ ' ὄντας τὸν ἀριθμόν ,
εἴη δύο μὲν τάλαντα ἀργυρίου διδόναι οἱ ἀντὶ τῶν ἑκατὸν μνῶν τῶν ἐκ τοῦ δημοσίου , ἐὰν δὲ κατάσχωμεν ἡμεῖς
7571391 μναι
. ἓξ τάλαντα περιόντα τῶν ἑπτὰ ταλάντων , καὶ εἴκοσι μναῖ τῶν τετταράκοντα μνῶν . οὐ γὰρ ἂν δύναιτο ἀποδεῖξαι
προτελέσωσιν εἰς τὴν ἀφορμήν : ᾧ μὲν γὰρ ἂν δέκα μναῖ εἰσφορὰ γένηται , ὥσπερ ναυτικόν , σχεδὸν ἐπίπεμπτον αὐτῷ
7521750 κοτυλας
. . . Ψ : . . . καθόλου δὲ κοτύλας ἐκάλουν πάντα τὰ κοῖλα : καὶ Αἰσχύλος ἐν Ἠδωνοῖς
ἐλαίου ἀνὰ οὐγγίας δ , καὶ τοῦ χυλοῦ τῆς ἀνεμώνης κοτύλας ἀττικὰς δύο καὶ ἡμίσειαν . Τὴν κολοφωνίαν ἅμα τῷ
7501146 δραχμη
: καὶ γὰρ ἠδίκησέ με . πόρνοι μεγάλοι Τιμαρχώδεις Θεόδωρος δραχμὴ χαλαζῶσα ἀγάμητον ἀλείπτριαν ἀντίκλειδες ἀντίπαις ἀπφία , ἀπφίον δεῖπνον
ἐὰν μὲν ὥστε παίζειν καὶ δοκεῖν ἑαυτῷ κάλλιστον εἶναι , δραχμὴ σταθμῷ : ἐὰν δὲ μᾶλλον μαίνεσθαι καὶ φαντασίας τινὰς
7433239 χοινικας
, ἐπιπάσσων τε ἁλῶν τετριμμένων χοίνικα μίαν εἰς τὰς θʹ χοίνικας , [ καὶ ] κίνει ταῖς χερσὶ πράως ,
, παρεκλάπην , ἐζημιώθην . . διχοινίκῳ ] κατὰ δύο χοίνικας , διὰ διχοινίκου , ἐν , εἰκοστοτετάρτῳ μεδίμνου ,
7376738 ὀβολον
βᾶριν καλεῖσθαι , τὸ δ ' ἐπίβαθρον [ νόμισμα τὸν ὀβολὸν ] τῷ πορθμεῖ δίδοσθαι , καλουμένῳ κατὰ τὴν ἐγχώριον
κικίδα , σμύρναν , σίδιον , ῥητίνην , πόλιον , ὀβολὸν ἑκάστου , ἐν μέλιτι τρίψασα , προσθέσθω ἐπὶ τρεῖς
7244571 Αἰγιναιον
πόλεως εἰς τοὺς ἑκάστων οἴκους . Τῶν δὲ δούλων ἕκαστος Αἰγιναῖον φέρει στατῆρα κατὰ κεφαλήν . Διῄρηνται δ ' οἱ
ἐν ὕδατι χλιερῷ καθεζέσθω . Ἕτερον : ἀδιάντου ὅσον στατῆρα Αἰγιναῖον ἐν οἴνῳ λευκῷ ἴσον ἴσῳ κεράσας δίδου πίνειν .
7185087 ταλαντων
αὐτὰ τὰ ἐν Σούσοις καὶ τὰ ἐν Περσίδι τέτταρας μυριάδας ταλάντων ἐξετασθῆναι : τινὲς δὲ καὶ πέντε λέγουσιν : ἄλλοι
Καίσαρος ἐνδόντος αὑτὸν ἀκροατὴν , τὸ δάνειον εἰπὼν τῶν πεντακοσίων ταλάντων καὶ τὴν συγγραφὴν , ἐν ᾗ καὶ τοῦτο ἦν
7116296 χρυσιου
εἰπεῖν τῷ λαμβάνοντι κελεύει σε βασιλεὺς ἐκ μὲν τούτου τοῦ χρυσίου εὐφραίνειν τὴν σεαυτοῦ ψυχήν , ἐπεὶ καὶ σὺ τὴν
ἀμείνων ἢ θρασὺς στρατηλάτης . Σεβαστὸς τοῖς ἀνδραγαθοῦσιν ἀργυρίου καὶ χρυσίου μεγάλας ἐδίδου δωρεάς . Σεβαστὸς τοὺς ἄνευ λυσιτελείας ῥιψοκινδύνους
7109947 τριακοσιας
ποτε , ὃς ἀντὶ δισχιλίων ἑξακοσίων δραχμῶν τριάκοντα μνᾶς καὶ τριακοσίας καὶ ἑξήκοντα ἀποτίνειν προείλετ ' ἄν , καὶ τόκον
ὀκτακόσια ἑξήκοντα τρία : ἐν οἷς ἡλίου μὲν ἐκλείψεις γενέσθαι τριακοσίας ἑβδομήκοντα τρεῖς , σελήνης δὲ ὀκτακοσίας τριάκοντα δύο .
7102011 Ἀττικας
θανάτου δηλαδή , περὶ τὰς Κυχρείας ἀκτάς , ἤγουν τὰς Ἀττικὰς ἢ τὰς τῆς Σαλαμῖνος : ἢ τὸ λειφθέντες διὰ
γάρ ποτε τῶν εὐνούχων τινὸς ἐν τοῖς λοιποῖς τραγήμασιν ἰσχάδας Ἀττικὰς , ἐρωτῆσαι , ποδαπαὶ εἶεν . Ἐπεὶ δὲ ἐπύθετο
7081767 ταλαντου
δεῖ καταφιλῆσαι καὶ θωπεῦσαι δι ' ἐπαίνου . ἄπαγε , ταλάντου ἐστίν : οὐ λυσιτελεῖ μοι οὐδὲ τῇ πόλει οὐδὲ
, ἵνα ἐν ἄξονι ἐμβάλλωνται χαλκῷ σταθμὸν ἔχοντα ἕκαστον αὐτῶν ταλάντου . Καὶ εἰς ταῦτα ἄξων ἐναρμόζεται σιδηροῦς ταλάντων δ
7021099 δισχιλιας
κατεφρόνησεν ὥστ ' εὐθὺς ἐπὶ ταῖς ἐν τοῖς δήμοις διαψηφίσεσι δισχιλίας δραχμὰς ἔλαβε . Φήσας γὰρ Φιλωτάδην τὸν Κυδαθηναιᾶ ,
ἀριθμὸν ἴσοι τοῖς ἅρμασι . ναῦς δὲ ποταμίας κατεσκεύασε διαιρετὰς δισχιλίας , αἷς παρεσκευάσατο καμήλους τὰς πεζῇ παρακομιζούσας τὰ σκάφη
7014329 μεδιμνους
τὸν οἶνον δωδεκάδραχμον πλουτεῖς εἰκότως , ἐπειδὰν ποιῇς σίτου μὲν μεδίμνους πλέον ἢ χιλίους , οἴνου δὲ μετρήτας ὑπὲρ ὀκτακοσίους
ἀργύριον μηδὲ ἀριθμῷ ἄγειν αὐτόν , ἀλλὰ μεδίμνῳ ἀπομεμετρημένον πολλοὺς μεδίμνους . εἶχε δὲ καὶ αὐτὸς Παρμένων δακτύλιον ἐν τῷ
6993537 τετταρας
μυρίους . Ἐγέλασα : ἐραστὰς σὺ τηλικοῦτος ὤν , ὀδόντας τέτταρας ἔχων ; Νὴ Δία , τοὺς ἀρίστους γε τῶν
ἔριν ἐγείρητε : ταῖς δὲ ἐφεξῆς ἡμέραιςτρεῖς γὰρ ἐνταῦθα ἢ τέτταρας διέγνωκα μένεινἀμοιβαίως ἀνθεστιάσετέ με , κλήρῳ διακριθεὶς ὁ πρότερος
6914598 ξεστας
ἕψομεν , μέχρι τὸ τρίτον ἀπολειφθῇ , εἶτα προσεπιχέαντες γλεύκους ξέστας Ϛ καὶ ἀψινθίου ἡμίλιτρον ἐπιμελῶς μίξαντες καταγγίζομεν καὶ ἀποτιθέμεθα
δὲ καὶ οἴνου ἐμβάλλουσι παλαιοῦ εἰς τὸν ξέστην τῶν ἰχθύων ξέστας βʹ . Εἶτα εἰ βούλει εὐθέως χρήσασθαι τῷ γάρῳ
6903708 δραχμαις
τρὶς ἁλῷ τις , ἐὰν δ ' ἅπαξ , ζημιοῦσθαι δραχμαῖς ἑκατόν . Ἀτίμητος δίκη , ἡ τοσούτου οὖσα ὅσου
Περσῶν : καί φησί γε Καλλισθένης ὑπ ' Ἀθηναίων χιλίαις δραχμαῖς ζημιωθῆναι Φρύνιχον τὸν τραγικόν , διότι δρᾶμα ἐποίησε Μιλήτου
6799614 λιτραν
' ὧν ἡ πάνυγρος ὀνομαζομένη καὶ αἱ παραπλήσια . Λιθαργύρου λίτραν α , ἐλαίου καὶ οἴνου ἀνὰ λίτρας γ :
προσφέρεται τὸ φάρμακον . Λιθαργύρου λίτραν α , ἐλαίου παλαιοῦ λίτραν μίαν καὶ ἡμίσειαν , ἀρσενικοῦ οὐγγίαν α : ἕψε
6782271 δραχμαι
ποι τούτων ἕνεκα ἀπέστειλα , αἱ πεντακόσιαι μάλιστά πως συνέβαινον δραχμαί . οἷον δ ' αὖ καὶ τὸ πρόσθεν τούτων
ἐὰν δὲ μᾶλλον μαίνεσθαι καὶ φαντασίας τινὰς φαίνεσθαι , δύο δραχμαί : ἐὰν δ ' ὥστε μὴ παύεσθαι μαινόμενον τρεῖς
6767481 ταλαντ
? δ ' αὐτὸϲ οἶϲθα . νυνὶ μὲν ? [ τάλαντ ] ? ' ἐπιδίδωϲ ? ? [ ] ?
ὃς ἦν ἐλάχιστος , ηὗρον τὸ σύμπαν πλέον ἢ τριάκοντα τάλαντ ' αὐτοὺς ἀποστεροῦντας : διὸ τούτῳ τῶν δέκα ταλάντων
6728822 ξεστην
, ἀλόης γραμμάρια ἑπτά , μαστίχης γραμμάρια δώδεκα , μέλιτος ξέστην ἕνα , οἴνου ξέστας πέντε . Ἄλλο [ μελαγχολικοῖς
ἐκτίθεται βοήθημα ἐκλεκτόν . Μύρτων μελάνων χωρὶς τῶν γιγάρτων ἰταλικὸν ξέστην ἕνα , ῥόδων ἄνθους τὸ ἴσον , φοινίκων σάρκας
6708707 ὀβολων
ὃν μεθυόντων προσέλαβον ὑμῶν , χοᾶς τρεῖς , δέκ ' ὀβολῶν ὁ χοῦς . Ἱκέσιος δ ' ἐν βʹ περὶ
ἐσθίουσιν , ὅσα δὲ ἀφροδισιάζουσιν , ὅπως δὲ περιλείχουσι τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον ; ” Τὸ δὲ πάντων δεινότατον ,
6702830 κυαθον
” εἶπεν , “ ὦ Πλάτων , τράπεζαν μὲν καὶ κύαθον ὁρῶ : τραπεζότητα δὲ καὶ κυαθότητα οὐδαμῶς : ”
. τῶν μαλαττόντων καὶ διαφορούντων χρῄζων βοηθημάτων , μέλιτος Ἀττικοῦ κύαθον ὄξους δριμυτάτου τὸ ἴσον μίξας , χρῖε ἐπιμελῶς τοὺς
6663421 οὐγγιας
, λιβάνου οὐγγίας β ὀβολοὺς δ , ἀριστολοχίας στρογγύλης ῥίζης οὐγγίας β γράμματα ιστ , ἀλόης οὐγγίας δύο καὶ ἡμίσειαν
, λάμβανε κολοφωνίας δραχμὰς μη , πιτυΐνης καὶ κηροῦ ἀνὰ οὐγγίας η , ἐλαίου οὐγγίας δ , καὶ τοῦ κεκαυμένου
6631889 ἀρταβας
τῶν καθαρῶν πεντακοσίας ἀρτάβας : κριθαμίνων δὲ καθαρῶν ἀλεύρων χιλίας ἀρτάβας : καὶ τῶν δευτέρων χιλίας ἀρτάβας . σεμιδάλεως πεντακοσίας
: τοῦτο δέ ἐστι κεραμεοῦν ἄγγος , ἐπιδεχόμενον ὡς εἴκοσιν ἀρτάβας : ἐν ᾧ πολλὰ μὲν τῶν ἀγριμαίων ἔγκειται πεπονημένα
6623580 λαμβανετω
τρανότερα εἶναι τῆς νῦν προκειμένης πραγματείας , παρ ' ἐκείνου λαμβανέτω . τρανότερα δ ' ἐστὶ καὶ τὰ περὶ τῶν
οὐγ . ʹʹ βδελλίου . . . οὐγ . ʹʹ λαμβανέτω τούτων πρὸς τὴν δύναμιν ὁ κάμνων γρ . γʹ
6609481 πεντακοσια
δ ' ἀπὸ τῆς Ἰαπυγίας μεμιλιᾶσθαί φησι καὶ εἶναι μίλια πεντακόσια ἑξήκοντα δύο εἰς Σήναν πόλιν , ἐντεῦθεν δ '
εἰς εὐωχίαν ποτὲ μὲν χίλια τρίκλινα , ποτὲ δὲ χίλια πεντακόσια συνεπλήρου μετὰ πολυτελεστάτης κατασκευῆς . καὶ ὁ χειρισμὸς τῆς
6588030 χιλια
θυρεοὺς ἑκατὸν ἡμέρας ἑκάστης καὶ ξίφη τριακόσια καὶ καταπελτικὰ βέλη χίλια , σαύνια δὲ καὶ λόγχας πεντακοσίας καὶ καταπέλτας ,
οὐκ ἔφη , τάλαντα δ ' ᾔτει τῆς μὲν διαλύσεως χίλια καὶ φʹ , τῆς δὲ ἡσυχίας χίλια . καὶ
6571583 χοινικα
ἔλεγε πιπράσκεσθαι καὶ ἔμπαλιν : ἀνδριάντα γοῦν τρισχιλίων πιπράσκεσθαι , χοίνικα δ ' ἀλφιτῶν δύο χαλκῶν . Τῷ πριαμένῳ αὐτὸν
χ , χόα , χο . εἰ δὲ ν , χοίνικα , χν . εἰ δὲ η , χήμην ,
6563296 δεουσας
τὸν μέν τόξων εὖ εἰδότα . Τυρσηνικόν ἐστι τὸ τὰς δεούσας προτάττειν πράξεις ὑποτάττειν : φασὶ γὰρ περιπατήσας ἀνέστη ἀντὶ
ἴσχει ἡμέρας τεσσαρεσκαίδεκα τὸ ἐλάχιστον : τὸ δὲ μακρότατον δύο δεούσας εἴκοσι , καὶ βήσσει ταύτας τὰς ἡμέρας ἰσχυρῶς ,
6552562 πριαμενος
χώρας ἡγεμὼν ἠνδραποδίζετο καὶ ὡς πολέμου νόμῳ λαβὼν αἰχμαλώτους ἢ πριάμενος παρὰ δεσποτῶν , οἷς ἦσαν οἰκότριβες , ὑπήγετο καὶ
τῆς περαίας ἑλόμενός τι φρούριον μικρόν , Ἄμμον : κἀνταῦθα πριάμενος χωρία τοσούτων ταλάντων ὅσων εἰκὸς ἦν τὸν Φιλίππου μὲν
6502083 ὀβολος
ἐπεγράφοντο . καὶ ἐκαλεῖτο οὕτως , ὅτι ἐπὶ τῇ δραχμῇ ὀβολὸς ἦν , τῆς δραχμῆς λογιζομένης πρὸς ἕξ . ἐλάμβανε
: κωδύας πεφωγμένης ἡμιώβολον , στύρακος τὸ ἴσον , λιβάνου ὀβολὸς αʹ , σικύου σπέρματος κόκκοι κʹ , σελίνου σπέρματος
6493664 ἡμιμναιον
ἰχθύας , ὡς ταῖς χερσὶ συλλέγειν . τινὲς δὲ σκόρδων ἡμίμναιον , ἢ σησάμων πεφωσμένων τὸ ἶσον , γλίχωνος ,
νομίσματος ὄνομα : οὗ τὸ ἥμισυ ἡμίμναιον : κἂν τρίτον ἡμίμναιον εἴπῃς , δύο καὶ ἡμίσειαν μνᾶν ἐρεῖς : καὶ
6490042 ἑκατον
ἄρχοντος , τετάρτῳ δὲ ἔτει τῆς πρώτης ὀλυμπιάδος ἐπὶ ταῖς ἑκατόν , ἣν Δάμων Θούριος ἐνίκα τὸ πρῶτον . Ἑλικαέων
τῆς Ἴδης ἔστιν , ἀπέχουσα Κυζίκου μὲν σταδίους ἐνενήκοντα καὶ ἑκατόν , τῆς δ ' ἐγγυτάτω θαλάττης καθ ' ἣν
6482271 ἀργυρας
ἀργυροῦν καὶ ἐπίχρυσον σκιάδειον καὶ φιάλας λιθοκολλήτους χρυσᾶς εἴκοσι , ἀργυρᾶς δὲ μεγάλας ἑκατὸν καὶ κρατῆρας ἀργυροῦς καὶ παιδίσκας ἑκατὸν
. Τῶν δὲ ὄνων οἱ μὲν χρυσᾶς , οἱ δὲ ἀργυρᾶς προμετωπίδας καὶ σκευασίας εἶχον . Μετὰ δὲ τούτους ἐλεφάντων
6464797 φιαλας
τρία τάλαντα ἀργυρίου καὶ τετρακοσίους κυζικηνοὺς καὶ ἑκατὸν δαρεικοὺς καὶ φιάλας ἀργυρᾶς τέτταρας , ἐδεόμην αὐτοῦ ἐφόδιά μοι δοῦναι ,
, ἐστεφανωμένοι , φέροντες οἱ μὲν οἰνοχόας , οἱ δὲ φιάλας , οἱ δὲ θηρικλείους μεγάλας , πάντα χρυσᾶ .
6462027 οὐγκιας
ὑσσώπου οὐγκίας ὀκτώ , κηροῦ οὐγκίας δέκα ὀκτώ , ῥοδίνου οὐγκίας εἴκοσι τέσσαρας , οἴνου τὸ ἱκανόν : τινὲς δὲ
, ἀλόης , στύρακος πρωτείου ἀνὰ οὐγκίαν μίαν : φοινίκων οὐγκίας τρεῖς , κηροῦ οὐγκίας ἐννέα , νάρδου οὐγκίας ἕξ
6456786 ζιγγιβερεως
ἡ ῥίζα , βαλαύστιον , γίγαρτα , ἔλαιον βαλάνινον , ζιγγιβέρεως ἡ ῥίζα , καγκάνου ῥίζα , κρόμμυον , σίκυος
' αὐτοῦ μέγεθος κυάμου πρὸ τῶν σιτίων . Ἔμβαμμα : ζιγγιβέρεως ⋖ β , πεπέρεως μακροῦ , σκαμμωνίας , ὀποῦ
6448285 ἀργυριον
, ἀπαλλασσομένους δὲ [ ἀποδιδόναι ] τὴν σφραγίδα καὶ τὸ ἀργύριον λαμβάνειν . ἐπίστευσαν οἱ ἔμποροι καὶ τὴν ἀγορὰν τοῖς
τῇ ἀδίκῳ ἐπιμένοντος γνώμῃ . εἶναι δὲ καὶ τούτοις τεταγμένον ἀργύριον παρὰ τῶν τὰς δίκας ἀγωνιζομένων , ὡς παρὰ τῶν
6443289 μετρητην
τὸν ἀμφορέα ξεϲτῶν λϚʹ , κοτυλῶν μηʹ : τὸν δὲ μετρητὴν ξεϲτῶν οβʹ , κοτυλῶν ϘϚʹ : τὸν δὲ μέδιμνον
τρεῖς τῆς βραχείας ἡμέρας : πίνει δ ' ἕνα καλῶν μετρητὴν τὸν δεκάμφορον πίθον . τοιοῦτός ἐστι καὶ ὁ παρὰ
6380129 τετρακοσιας
ὄντα καὶ δύσπορον τότε μάλιστα αὐτῷ γενόμενον ὑπὸ ὄμβρων , τετρακοσίας τοῦ Μιθριδάτου κώμας ἐπέτρεχεν , οὐκ ἀπαντῶντος ἐς οὐδὲν
τοιάδε δίδωμι : ξεῖνόν τέ σε ποιεῦμαι ἐμὸν καὶ τὰς τετρακοσίας μυριάδας τοι τῶν στατήρων ἀποπλήσω παρ ' ἐμεωυτοῦ δοὺς
6365279 πεντηκοντα
: οὐδὲν γάρ ἐστι μεταξὺ ταύτης καὶ τῆς ” τὰ πεντήκοντα ὀλίγα ἐστίν “ . ἦν δέ γε ἡ ”
ἀνερρήθησαν , τῶν δὲ περὶ Εὐμένη τε καὶ Ἀλκέταν ἐς πεντήκοντα κατεγνώσθησαν , μάλιστα ἐπὶ τῆι Κρατεροῦ ἀναιρέσει τῶν Μακεδόνων
6356943 διακοσια
δὲ δευτέρᾳ προεκομίσθη νομισμάτων τάλαντα χίλια , ἀργύρου τάλαντα δισχίλια διακόσια , ἐκπωμάτων πλῆθος , ἀγαλμάτων καὶ ἀνδριάντων ποικίλων ἅμαξαι
, πεζοὶ δὲ ἐς ἑκατὸν μυριάδας , καὶ ἅρματα δρεπανηφόρα διακόσια , ἐλέφαντες δὲ οὐ πολλοί , ἀλλὰ ἐς πεντεκαίδεκα
6356744 δεκα
δοκεῖ , ἐφράσσετο σανίσιν ἡ ἀγορὰ , καὶ κατελείποντο εἴσοδοι δέκα , δι ' ὧν εἰσιόντες κατὰ φυλὰς ἐτίθεσαν τὰ
συμβουλευσάσης , ἄραντες ἐπὶ νώτων τὴν Ἀργὼ καὶ δύο καὶ δέκα ἡμέρας δι ' ἐρήμου γῆς πορευόμενοι , ἐν τῷ
6341694 ἀπεδοτο
τὸ χωρίον , οὐκ ἀπέσχετο , ἀλλὰ καὶ τοῦτ ' ἀπέδοτο δισχιλίων δραχμῶν . Καὶ τῶν θεραπαινῶν καὶ τῶν οἰκετῶν
, ὃ ᾐτήσατο . Πρότερον δὲ τοῦτο Πασίκυπρος ὁ βασιλεύων ἀπέδοτο δι ' ἀσωτίαν πεντήκοντα ταλάντων Πυμάτῳ τῷ Κιτιεῖ ,
6338465 μεριδας
πορείας ἢ τοῦ πλοῦ τὰ στάδια καὶ μερίσαντες εἰς ἓξ μερίδας , ὡς ἑκάστῳ τῶν ζῳδίων ἀπὸ τοῦ ἀνατέλλοντος μέχρι
τῆς θαλάσσης οἱ τῶν νηῶν ἀρχηγοὶ διελεῖν πάλιν εἰς ἄλλας μερίδας τό τε πλῆθος τῶν αἰχμαλώτων καὶ τὴν πολλὴν τῶν
6331155 μετρητας
ἕως ἂν τὸ τρίτον ἀφεψηθῇ . Οἱ δὲ γλεύκους βʹ μετρητάς , ὄξους δὲ μετρητήν , καὶ ὕδατος ἑφθοῦ ποτίμου
ἀμφιφορῆας : Θεόπομπος ἀμφιφορεῖς λέγεσθαί φησι τοὺς ὑπ ' ἐνίων μετρητάς , Λυσανίας δέ φησι τὸν ἀμφιφορέα ὑπὸ Ἀθηναίων ἀμφορέα
6317453 ἑνδεκα
τῶν Ἀχαιῶν τούτων ἡγούμενος δώδεκα μὲν πόλεις κατὰ θάλατταν , ἕνδεκα δ ' εἷλες κατ ' ἤπειρον οὐδὲν τῶν ἰδίων
εὑρεθήσεται γὰρ τὰ μὲν δέκα ὄντα τριάκοντα , τὰ δὲ ἕνδεκα ὀγδοήκοντα πέντε , τὰ δὲ δεκακιδέκα ἐνενήκοντα . καὶ
6297858 ὀβολοι
ἐν Λαμίᾳ Κράτης ἡμίεκτόν ἐστι χρυσοῦ , μανθάνεις , ὀκτὼ ὀβολοί , ἦν δὲ καὶ τριώβολον καὶ διώβολον εἴδη νομισμάτων
εὐτελής . τριώβολον : μισθὸς δικαστικὸς καὶ οἱ ἁπλῶς τρεῖς ὀβολοί . τρυγόνα ψάλλειν : παροιμία ἐπὶ τῶν φαύλως πραττόντων
6296667 κοτυλαις
, ὡς κυάμου μέγεθος , ὁμοίως μετὰ οἴνου διηθηθέντος ἐν κοτύλαις δυσὶ διὰ τῶν ῥινῶν ἐγχέας θεραπεύσεις . Ῥάμνου φύλλα
ἐστὶν ἡ κάπηλις ἡ ἐκ τῶν γειτόνων , ἣ ταῖς κοτύλαις ἀεί με διαλυμαίνεται . καὶ τὸ κοτυλίζειν εἴρηται μὲν
6291397 τακτον
προπεπονημένα καὶ μεταρρίψαι τὴν δοκοῦσαν εὐημερίαν , οὐθένα καιρὸν ἔχουσα τακτόν . Τοὺς ἀλλοτρίους , ὡς ἔλεγε Θ . ,
, κρέα μόσχεια καὶ χηνῶν μόνον προσφερομένους , οἴνου δὲ τακτόν τι μέτρον πίνοντας , μὴ δυνάμενον πλησμονὴν ἄκαιρον ἢ
6288214 ἡμιεκτον
Δείναρχος ἐν τῇ Κατὰ Καλλισθένους εἰσαγγελίᾳ . . . . ἡμίεκτον καὶ ἡμιμέδιμνον : Δείναρχος ἐν τῇ Κατὰ Καλλισθένους εἰσαγγελίᾳ
βώλους ἀργίλου ξηρᾶς , μέχρι διάβροχοι γένωνται , μέτρον ὡς ἡμίεκτον εἰς ἀμφορέα : ἐπειδὰν δ ' ἀφεψήσῃς , πιεῖν
6266186 Κωδυας
λειωθείσῃ τήλει , καὶ ἑνώσας ἀναλάμβανε καὶ δίδου προστίθεσθαι . Κωδύας τρεῖς συμμέτρους τῷ μεγέθει βρέχε μετὰ γλυκέος κοτύλης δ
. Ἄλλο . ποιεῖ καὶ πρὸς τοὺς σφόδρα ὀδυνωμένους . Κωδύας μήκωνος ἐν μελικράτῳ ἑψήσας καὶ ταύτας μὲν ἀνασπάσας τῷ
6259173 προικα
μὴ προϊέμενος ταῦτα , ἀνθ ' ὧν ἐκεῖνα πιπράσκεται , προῖκα αὐτὰ βουλήσῃ λαμβάνειν . ἀλλὰ πόσου πιπράσκονται θρίδακες ;
προξενήτρια . ἐπῆρε : κυρίως ἀνεχαύνωσεν , ἀνεκούφισεν , ἐπαγγελλομένη προῖκα δώσειν μεγάλην : καταχρηστικῶς δὲ ἀντὶ τοῦ “ ἀνέπεισεν
6250952 κυαθος
δεῖ ἀρύεσθαι τὸν οἶνον , ἔστιν ἀρυστὴρ καὶ ἀρύστιχος καὶ κύαθος καὶ οἰνοχόη καὶ οἰνήρυσις καὶ ἔφηβος καὶ λεπαστή :
' οὐ προσεφέρετο εἰ μή τις αἰτήσειεν : ἐδίδοτο δὲ κύαθος εἷς πρὸ τοῦ δείπνου , αὐτῶι δὲ πολὺ πρώτωι
6243916 Θηρικλειων
, ἐμυήθην θεοῖς ; τετρακότυλον δὲ κύλικα κεραμεᾶν τινα τῶν Θηρικλείων , πῶς δοκεῖς ; κεραννύει καλῶς , ἀφρῷ ζέουσαν
καὶ μείζονος ἔτι τιμῆς . δίδωμι δὲ τῷ Καλλίνου παιδίῳ Θηρικλείων ζεῦγος καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ Ῥοδιακῶν ζεῦγος ψιλοτάπιδα ἀμφίταπον
6232820 ἑψησαι
ὅτι ἴσον εἴη πεῖσαι , ὅπερ ἂν τὸ λεγόμενον λίθον ἑψῆσαι , Ἀλλὰ τούτους μὲν τοὺς λόγους , ἦν δ
τε τὴν οἰκίαν προδραμεῖν καὶ φακῆν εἰς τὴν χύτραν ἐμβαλόντα ἑψῆσαι , ἐκεῖνος ἀπελθὼν κόκκον ἕνα φακῆς εἰς τὴν χύτραν
6226187 σιλιγνιτου
ἑκάστου λειώσας , ἐπίβαλλε ἄρτου ξηροῦ κεκομμένου καὶ σεσησμένου , σιλιγνίτου τὸ ἴσον τῆς μιᾶς βοτάνης , καὶ ἑνώσας ἐπίβαλλε
δὲ τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἐκ δέκα θηρίων ἀθροισθέντι μιγνύειν ἀξιοῖ σιλιγνίτου ἄρτου μίαν οὐγγίαν , καὶ οὕτως ἀναπλάττειν τοὺς καλουμένους
6216903 μισθον
ἐργάσαντο . Νῦν δὲ μηχανώμενος κακὰ ὁ Ψαμμήνιτος ἔλαβε τὸν μισθόν : ἀπιστὰς γὰρ Αἰγυπτίους ἥλω , ἐπείτε δὲ ἐπάϊστος
τοίνυν Σιτίας προσῆλθε μαθεῖν καὶ μαθὼν ἠγνωμόνησεν αὐτῷ περὶ τὸν μισθόν . καὶ ἐπὶ τούτῳ συνέστη δικαστήριον , καὶ τῶν
6209798 εἰκοσι
βασιληίην . Ποιήσας δὲ ταῦτα , ἐν Πέρσῃσι ἀρχὰς κατεστήσατο εἴκοσι , τὰς αὐτοὶ καλέουσι σατραπηίας : καταστήσας δὲ τὰς
Εὔανδρόν τινα κατὰ τῶν σοφιστῶν εἰρηκότα , ὡς ὅτι λαβὼν εἴκοσι τάλαντα παρὰ τοῦ Νικοκλέους αὐτὸς ὁ Ἰσοκράτης ἔπεμψεν αὐτῷ
6201926 οὐγγιαν
οὐγγίας δ . ὀποπάνακος , χαλβάνης , ἰοῦ , ἀνὰ οὐγγίαν μίαν , ἰξοῦ οὐγγίας στ . Ἕψε ἔλαιον ,
, χαλβάνης , ὀποπάνακος , σμύρνης , ἀλκυονίου , ἀνὰ οὐγγίαν μίαν : ἀδάρκης οὐγγίας β , ἄνθους τοῦ ἀφροῦ
6197225 ἐπιρροφειτω
δίδου ⋖ α πρωὶ νήϲτει καὶ εἰϲ κοίτην ὁμοίωϲ καὶ ἐπιρροφείτω ὕδατοϲ καθαροῦ . ” Ἐλλέβοροϲ ἑκάτεροϲ , ὅ τε
ἐν μέλιτι ἑφθῷ δίδου καρύου Ποντικοῦ μέγεθοϲ , καὶ ὕδωρ ἐπιρροφείτω θερμόν . καὶ τὰ δι ' ὀπίου δὲ καὶ
6190120 ἐκτισαι
ὁρίσηται ὁ ἕτερος ὅτι ἀχαριστίας ἐστὶ τὸ δυνάμενόν τινα μὴ ἐκτῖσαι χάριν , οὐδὲν ἔχειν εἰπεῖν τὸν ἕτερον , ἀντιληπτικὴν
ὁράσεως τῷ τὸν ἕνα ἀντεκκεκόφθαι τὸν δράσαντα ἔλαττον ὑπέλαβε πρόστιμον ἐκτῖσαι : τυφλώσαντα γὰρ ἕνα τῶν πολιτῶν , εἰ τὸ
6176099 κωδυαϲ
ἑρπύλλῳ τε μετὰ μελιλώτου ἐν γλυκεῖ ἑψημένῃ , ἢ λείαϲ κωδύαϲ ἀναλαμβάνοντεϲ ἄρτῳ μετὰ ῥοδίνου ἢ κηρωτῆϲ καταπλάϲϲομεν . καὶ
χαμαιμήλου , ἐνίοτε δὲ καὶ κωδύων : καὶ ἐλαίῳ δὲ κωδύαϲ ἀφεψήϲαντεϲ καταιονοῦμεν τὴν κεφαλὴν καὶ παραχρῆμα ὕπνον ἡδὺν ἐπιφέρει
6160621 μνα
καὶ μέγεθος μεγέθει , οὕτω καὶ ῥοπὴ ῥοπῇ : οἷον μνᾶ πρὸς μνᾶν καὶ πρὸς τάλαντον ἴση ῥηθείη καὶ ἄνισος
νήσων μία Ἄνδρος . . . . μνῶν ] ἡ μνᾶ ἐστι μέγιστον τῶν τοῦ ταλάντου μερῶν , ὡς εἰς
6131391 οὐγκιαν
τεσσαράκοντα ὀκτώ , μέλιτος ἀπηφρισμένου τὸ ἀρκοῦν ἐμβάλλω καὶ ζιγγιβέρεως οὐγκίαν μίαν : ἔστι δὲ ἥδιστον τὸ πλέον ἔχον τὸ
δύο , μαστίχης οὐγκίαν μίαν καὶ ἡμίσειαν , νάρδου κελτικῆς οὐγκίαν μίαν , πεπέρεως , σμύρνης ἀνὰ δραχμὰς τέσσαρας ,
6129987 τεσσαρας
διεζευγμένοις , εἰ δὲ τρεῖς , τετράς , εἰ δὲ τέσσαρας , πεντάς , καὶ τοῦτο ἐφ ' ὁποσονοῦν .
ἀκράτου . Φερεκράτης δ ' ἐν Κοριαννοῖ δύο ὕδατος πρὸς τέσσαρας οἴνου , λέγων ὧδε : ἄποτος , ὦ Γλύκη
6111510 μυριαδας
. : Τὸν πολυετῆ , τὸν μυριάριθμον : τρεῖς γὰρ μυριάδας φασὶ δεδέσθαι αὐτόν . . : Τρεῖς γὰρ μυριάδας
δυσὶ ναυμαχίαις καὶ πεζομαχίᾳ μιᾷ καταγωνισάμενοι τὸν βάρβαρον τριακοσίας ἄγοντα μυριάδας αὐτοὶ σὺν τοῖς συμμάχοις οὐ πλείους ὄντες ἕνδεκα μυριάδων
6109846 ταλαντοις
: ἀπολογησαμένου δὲ ὑπὲρ αὐτοῦ Περικλέους τοῦ μαθητοῦ , πέντε ταλάντοις ζημιωθῆναι καὶ φυγαδευθῆναι . Σάτυρος δ ' ἐν τοῖς
καὶ μικράς τινας ἀφορμὰς ἐγκλημάτων λαβόντες , ἐζημίωσαν αὐτὸν ὀγδοήκοντα ταλάντοις . μετὰ δὲ ταῦτα πρεσβείας ἀποστείλαντες Λακεδαιμονίοις ἠξίουν καταλύσασθαι
6109818 τρισχιλια
γενητὸν φήσαντες εἶπον ὡς ἤδη μυριάδας ἐτῶν πεντεκαίδεκα ἐληλυθέναι καὶ τρισχίλια ἑβδομήκοντα πέντε ἔτη . ταῦτα μὲν οὖν Ἀπολλώνιος ὁ
εἰς ἑξακισμύρια ἐννακισχίλια τριακόσια ιβ τρισκαιδεκακισμυριοστοτριακοσιοστοεικοστόπρωτα , λοιπὰ δύο μυριάδες τρισχίλια ἑκατὸν τέσσαρα ἅτινά εἰσι τετράγωνα ἀπὸ πλευρᾶς ἑκατὸν πεντήκοντα
6100346 κοτυλων
ὄνου γάλα ἑφθὸν δίδου , καὶ πινέτω μὴ ἔλασσον δώδεκα κοτυλῶν : ἢν δὲ ῥώμη περιέχῃ , πλεῖον ἑκκαίδεκα .
ἄρξηται ἀνιέναι τινὰ γλισχρότητα , κατὰ μικρὸν ὕδωρ παρεπίχει ἄχρι κοτυλῶν ἕξ , τρίβων εὐτόνως , ἀναλαμβάνων τε τὴν λεπίδα
6087307 κεραμιον
Ὁμοίως ἐγγὺς Κόσης ἔστι κρήνη , εἰς ἣν ἐὰν θῇς κεράμιον οἴνου γέμον , ὥστε ὑπερχεῖν τὸ στόμα , παντὸς
τοῦτον . ἀποτίκτει δ ' ἢ εἰς θαλάμας ἢ εἰς κεράμιον ἤ τι ἄλλο τοιοῦτο κοῖλον . καὶ μεθ '
6083059 τριακοντα
ἐν αὐτῷ στῦλος , δώδεκα πόλεις ἔχων , ὧν ἑκάστη τριάκοντα δοκοῖς ἐστέγασται . τούτους δὲ περιίασι δύο γυναῖκες .
, οἵαν καὶ ὑμεῖς αὐτοὶ ἐπίστασθε . οἱ μὲν γὰρ τριάκοντα ἐκάθηντο ἐπὶ τῶν βάθρων , οὗ νῦν οἱ πρυτάνεις
6080320 ἐπραξατο
Μεταποντίνους . παρελθὼν δ ' εἰς τὴν πόλιν ὡς φίλος ἐπράξατο μὲν ἀργυρίου τάλαντα πλείω τῶν ἑξακοσίων , διακοσίας δὲ
δακρύων δεομένων ἀνθρωπίνως αὐτοῖς χρήσασθαι , συνεχώρησε τὴν εἰρήνην , ἐπράξατο δὲ παρ ' αὐτῶν τὰς εἰς τὸν πόλεμον γεγενημένας
6074030 ἀποτινειν
Ὑπερείδης τε καὶ Λυσίας , διαλύειν χάριν , ἀποδιδόναι , ἀποτίνειν ἐκτίνειν , ἀπομνημονεύειν , ἀμείβεσθαι , ἀντεισφέρειν , ἀντευποιεῖν
γίγνεται καὶ θυροκοπῆσαι καὶ πατάξαι καὶ βαλεῖν , κἄπειτ ' ἀποτίνειν ἀργύριον ἐκ κραιπάλης . οὔκ , ἢν ξυνῇς γ
6064542 τετταρακοντα
] , νέος κατὰ πρεσβύτην Ἀναξαγόραν , ἔτεσιν αὐτοῦ νεώτερος τετταράκοντα . συντετάχθαι δέ φησι τὸν Μικρὸν διάκοσμον ἔτεσιν ὕστερον
ὅσα τελευτῶν ὡμολόγησεν ἔχειν αὐτὸς χρήματα , ἑπτὰ τάλαντα καὶ τετταράκοντα μνᾶς , ἐκ τούτων αὐτῷ λογιοῦμαι , πρόσοδον μὲν
6064170 μεδιμνων
τοὺς πλουσίους μὴ μόνους ἀπολαύειν τῶν ἀγαθῶν , ἀλλὰ ἀπὸ μεδίμνων τοσούτων χρυσίου χοίνικά γε ἡμῶν πάντων κατασκεδάσαι , ἀπὸ
. Λεύκωνα δέ φασιν ἐκ τῆς Θεοδοσίας Ἀθηναίοις πέμψαι μυριάδας μεδίμνων διακοσίας καὶ δέκα . οἱ δ ' αὐτοὶ οὗτοι
6063535 στατηρα
: καὶ γὰρ ἐν τοῖς ἱσταμένοις τὴν μνᾶν τῆς ῥοπῆς στατῆρα ὀνομάζουσιν , καὶ ὅταν εἴπωσι πενταστάτηρον , πεντάμνουν δοκοῦσι
, τὸν δ ' ὀβολὸν λίτραν , τὸν δὲ Κορίνθιον στατῆρα δεκάλιτρον , ὅπερ δέκα ὀβολοὺς δύναται . ἔνιοι δὲ
6061550 ὠνησασθαι
: τοῦ δ ' εἰπόντος , “ τοσούτου δύναμαι ἀνδράποδον ὠνήσασθαι , ” “ πρίω , ” ἔφη , “
, τὸν γοῦν αἰσχρὸν τοῦτον οὐδεὶς νόμος ἐμποδὼν ἵσταται μὴ ὠνήσασθαι : τὴν αὐτὴν γὰρ καὶ οὗτος λειτουργίαν εἰσοίσει :
6057973 γραμμαρια
δὲ ⋖ ⋖ ξʹ . ἄγουσιν # ζʹ ʂ , γραμμάρια δὲ ρπʹ , ὀβολοὺς τξʹ , θέρμα φμʹ ,
σταθμοῦ . ἔχει δὲ # ιϚʹ , δραχμὰς ρκηʹ , γραμμάρια δὲ τπδʹ , ὀβολοὺς δὲ ψξηʹ , θέρμους δὲ
6048642 δαρεικους
ἀπὸ κοινοῦ ἵππον καὶ φιάλην ἀργυρᾶν καὶ σκευὴν Περσικὴν καὶ δαρεικοὺς δέκα : ᾔτει δὲ μάλιστα τοὺς δακτυλίους , καὶ
, ὥστε τὸν Ξέρξην ὑποδεξάμενος ἑκάστῳ τῶν στρατιωτῶν ἀνὰ ἓξ δαρεικοὺς χρυσοῦς παρέσχεν . ὁ πολίτης Πυθοπολίτης ὡς Ἑρμοπολίτης .
6044504 ὀξυβαφον
ἐγκεφάλους σὺν οἴνῳ πινομένους , καὶ κράμβης ἡμέρου τοῦ σπέρματος ὀξύβαφον λεῖον πινόμενον μετ ' οἴνου : ἀγαθὸν δὲ καὶ
οὗτοϲ δὲ παρὰ τοῖϲ Ἀττικοῖϲ τρυβλίον ὀνομάζεται . Τὸ δὲ ὀξύβαφον τέταρτόν ἐϲτι τῆϲ κοτύληϲ . Ἔχει δὲ ὁ ξέϲτηϲ

Back