δ ' ἑτέροισιν λέγω τὰς αἰτίας καὶ τἀποβαῖνον ὀξὺ τὸ περίκομμ ' ἄφες . ἁρμονικός , οὐ μάγειρος . ἐπίτεινον
περιεζωσμένος . ἡμίοπτα μὲν τὰ κρεάδι ' ἐστί , τὸ περίκομμ ' ἀπόλλυται : ὁ γόγγρος ἑφθός , τὰ δ
5467772 ὠχρον
φέρεται γὰρ ἱδρὼς ψυχομένου τοῦ σώματος , τὸ δὲ πρόσωπον ὠχρὸν γίνεται καὶ τὰ χείλη ἐμπίπρανται καμάτῳ ] τῷ πόνῳ
πᾶϲα λευκὴ ὑπόϲταϲιϲ ἀγαθὴ λα Τί δηλοῖ τὸ λεπτὸν καὶ ὠχρὸν οὖρον λβ Τί δηλοῖ τὸ λεπτὸν καὶ πυρρόν λγ
5257648 πυῤῥον
λευκόν . εἶτα τὸ ὠχρόν . ἐφεξῆς δὲ τούτων τὸ πυῤῥόν . τέταρτον δὲ τὸ ξανθόν . μετὰ δὲ τούτων
: νεοττὸς γὰρ λέγεται ἡ τοῦ ᾠοῦ λέκιθος καὶ τὸ πυῤῥόν : οὕτω Μένανδρος καὶ Κλέαρχος . ὃ διαδίδοται ἀρχῇ
5144273 ἀκροκωλι
νήστιδες γιγνώσκετε . τὴν μάλθαν ἐκ τῶν γραμματείων ἤσθιον . ἀκροκώλι ' , ἀρτοί , κάραβοι , βολβοί , φακῆ
' ἀπόλλυται : ὁ γόγγρος ἑφθός , τὰ δ ' ἀκροκώλι ' οὐδέπω . Εἶτα τετρακότυλον ἐπεσόβει κώθωνά μοι ,
5120150 οὐρω
ὅ ἐστιν ὁρμᾶν . ὁ δὲ φύλαξ , παρὰ τὸ οὐρῶ λέγεται δὲ καὶ φρουρός . οἷον πρόορος τὶς ὤν
: τὸ οὐροδόχον ἀγγεῖον : παρὰ τὸ ὀμιχῶ , τὸ οὐρῶ . παρὰ τὸ ὀμιχεῖν οὖν ὀμίς καὶ ἀμίς .
4982884 φιλαμα
ἔσχε φιλεῦσα . μὴ καυχῶ , σατυρίσκε : κενὸν τὸ φίλαμα λέγουσιν . ἔστι καὶ ἐν κενεοῖσι φιλάμασιν ἁδέα τέρψις
καὶ ἢν ἐθέλῃ σε φιλᾶσαι , φεῦγε : κακὸν τὸ φίλαμα , τὰ χείλεα φάρμακον ἐντί . ἢν δὲ λέγῃ
4980627 ψιλον
κωλύσῃ παράγγελμα . Ὅτι δασυνομένου φωνήεντος ἐπιφερομένου , τὸ προηγούμενον ψιλὸν τρέπεται εἰς τὸ ἀντίστοιχον δασὺ : κατὰ ἡμῶν καθ
τῆς ἀρτηρίας τὸ πνεῦμα λύσῃ τὸν δεσμὸν αὐτοῦ . καὶ ψιλὸν μέν ἐστιν αὐτῶν τὸ π , δασὺ δὲ τὸ
4907790 ἀϲθενεϲ
αἱ χολαὶ καὶ οἱ ἱδρῶτεϲ , οὕτωϲ καὶ τὸ πτύαλον ἀϲθενὲϲ μὲν ἐδηδοκότων τε καὶ πιόντων ἐϲτίν , ἰϲχυρὸν δὲ
εἶτα ἐπιγινόμενοι πρὸϲ ἀφροδίϲια καὶ ἀποκρίνοντεϲ αὐτὸ τό τε ϲῶμα ἀϲθενὲϲ ἔχουϲι καὶ τὸν ϲτόμαχον ἔκλυτον καὶ λεπτύνονταί τε καὶ
4895291 προσενεγκῃς
, Ἄν γ ' ἐλᾳδίου ταρτημόριά μοί , φησι , προσενέγκῃς τρία κόμισαι : τὸ κωλῦον γάρ ἐστι τοῦτό με
: ἄν γ ' ἐλᾳδίου ταρτημόριά μοι , φησί , προσενέγκῃς τρία , κόμισαι . τὸ κωλῦον γάρ ἐστι τοῦτό
4893243 ποταινια
περιτεταμένον . πρόσαρσιν : προσφοράν . πρήγματα : κτήματα . ποταίνια : Βακχεῖος ἐν βʹ φησὶ τὰ πρόσφατα . πυθμενόθεν
ποταίνια τοῖσι μὴ εἰωθόσι , καὶ τὰ ἑτεροῖα τοῖσι τὰ ποταίνια εἰωθόσι : καὶ οἰνοποσίη καὶ ὑδροποσίη παρὰ τὸ ἔθος
4888410 ῥυσον
# # , ὀποβαλσάμου κοχλιάρια β . Συνεχῶς σμηχόμενον τὸ ῥυσὸν σῶμα τούτῳ τείνεται . Σύκοις ἅμα πίοσι βρυωνία κόπτεται
παρ ' ὀμφαλὸν κατ ' ὀσφύν : πολλάκις δὲ καὶ ῥυσὸν ὑποπίπτει τὸ στόμιον τῶν ὑπὲρ τὸν τράχηλον φλεγμαινόντων καὶ
4887755 ἀπορριπτε
πλατάνου σφαιρία ξήραινε καὶ ἐπί τινος τριχίνου παρατρίβων τὸ σπέρμα ἀπόρριπτε , τὰ δὲ κνάφαλα ἀποτίθεσο εἰς ἀγγεῖον ὀστρακοῦν καινόν
πλατάνου σφαιρία ξήραινε καὶ ἐπί τινος τριχίνου παρατρίβων τὸ σπέρμα ἀπόρριπτε , τὰ δὲ κνάφαλα ἀποτίθεσο εἰς ἀγγεῖον ὀστρακοῦν καινόν
4781641 κρεαδι
εἶτα θρῖον καὶ βότρυς . ἡ δημιουργὸς δ ' ἀντιπαρατεταγμένη κρεάδι ' ὀπτᾷ καὶ κίχλας τραγήματα . ἔπειθ ' ὁ
σομφάς , δι ' ὧν τὴν ὑγρασίαν ἐκδέξεται : τὰ κρεάδι ' ἔσται τ ' οὐκ ἀπεξηραμμένα , ἔγχυλα δ
4768951 πεπωκα
, χαῖρε [ οὐ γὰρ μεθύω , μὰ τὸν [ πέπωκα κοϲμίωϲ λα [ ! ! ! ! ! !
πρὸς ἑαυτήν : ” ἀλλ ' ἔγωγε καὶ βέβρωκα καὶ πέπωκα καὶ λέλουμαι : κἂν ἀποθάνω , οὐδέν μοι μέλει
4767715 ὀρνιθιον
τὰς ἐκεῖ θείας καὶ εὐδαίμονας φύσεις κατανοοῦσα , καλεῖται δὲ ὀρνίθιον . ἵνα δὲ τὴν ἀρετῶν κύησιν καὶ ὠδῖνα εἴπωμεν
φαρμάκωι , τὸ δὲ λοιπὸν οὐ μετεῖχε . τούτωι τέμνεται ὀρνίθιον μικρόν , μέγεθος ὅσον ὠιοῦ : ῥυνδάκην Πέρσαι τὸ
4755434 φορτιον
ἄλλο κακὸν εἰς ἐμὲ ἀφόρητον ἔπαιζεν : συνενεγκὼν ἀκανθῶν ὀξυτάτων φορτίον καὶ τοῦτο δεσμῷ περισφίγξας ἀπεκρέμνα ὄπισθεν ἐκ τῆς οὐρᾶς
. Ἀττικὸν τὸ σχῆμα . ἀρέσκει με γάρ φησι . φορτίον : Τὸ βάρος πρὸς ὃ δυσχεραίνεις καὶ δειλιᾷς .
4723002 νοεον
δὲ διάνοια τό τε πολλαπλόον καὶ μεριστὸν καὶ τὸ δεύτερον νοέον : παραπλησίως δὲ καὶ τὰ διανοητά : ταῦτα δ
δὲ διάνοια τό τε πολλαπλόον καὶ μεριστὸν καὶ τὸ δεύτερον νοέον , παραπλησίως δὲ καὶ τὰ διανοατά , ταῦτα δ
4708166 φερην
: τὸ γὰρ λέγειν καὶ φέρειν οἱ Αἰολεῖς λέγην καὶ φέρην λέγουσι διὰ τοῦ η . οὕτως οὖν καὶ τὸ
, ἀλλάλοισι πελώμεθ ' Ἀχιλλέιοι φίλοι . αἰ δὲ ταῦτα φέρην ἀνέμοισιν ἐπιτρέπῃς , ἐν θύμῳ δὲ λέγῃς τί με
4698437 δονειται
μὴ φέρουσα κέντρα . Γάμιαι πνέουσιν αὖραι , μέλος ὀργάνων δονεῖται , τάχα παστὸν Ἀφροδίτῃ Χαρίτων πλέκουσι κῶμοι . Ὁ
τὸ στόμα ἐναπερείσῃ , προσίασι καὶ αἱ λοιπαί , καὶ δονεῖται τὰ ἄγκιστρα ὑπὸ τὸν αὐτὸν καιρὸν περιπαρέντα τοῖς ἰχθύσιν
4694161 χιτωνιον
ἐμὲ δὲ ὁρῶν ἐκ τῆς κακοπαθείας ἔτι πονήρως ἔχοντα ἐνέδυσε χιτώνιον , τῆς θυγατρὸς ἀφελόμενος : ἐκείνη δὲ ἄλλο τι
τοῦ διανοήθητι . σὺ δὲ φράσαι εἴ με σαώσεις . χιτώνιον τὸ τῆς γυναικὸς ἔνδυμα : ἐστὶ δὲ τοῦτο λεπτόν
4678945 μυρηρα
καὶ κόσκινον ἠπήσασθαι ὅτε τὰς ὀὰς ἴσας ἐποιήσατο . ἄγγη μυρηρά ὡρικὸν δὲ μειράκιον καὶ κόρη ἀποβροχθίσαι ἐψυχρολουτήσαμεν θυλακίσκον κλινάριον
καὶ ἄγγη μυρηρά . λέγοιτο δ ' ἂν καὶ λήκυθος μυρηρά : σὺ δ ' ἂν εἴποις καὶ μυροφορεῖον .
4678672 ζεον
τὸ ἀπόπλυμα εἰϲ κρατῆρα πλατύϲτομον βαλὼν καὶ ἐπιχέαϲ ἕτερον ὕδωρ ζέον ἀνατάραϲϲε λαμβάνων ἐκ τοῦ ὑγροῦ ποτηρίῳ ἢ ἑτέρῳ τινὶ
τὴν γῆν ἐξέκαυσεν : ὅταν δὲ συνεστὼς οὐρῶ τὸ ἔδαφος ζέον τοὺς πόδας μου κατακαίει , καὶ ἡ δριμύτης τοῦ
4664414 φαρ
πόσις γενέσθω δι ' ὕδατος , τὸ δ ' αὐτὸ φάρ - μακον διδόσθω κυάμου τὸ μέγεθος ἕωθεν . δύναται
] [ ταῖς ] τοιαύταις περιεργείαις [ ] ἔχειν οἱονὶ φάρ - μακον [ ] , δι ' οὗ κατὰ
4656667 τελαμωσιν
γούνατα . πήξας : στηρίξας . Ἐπημοιβοῖς : δυνατοῖς . τελαμῶσιν : λώροις . Παρῄορον : ὑψηλόν . παλαμάων :
* πεποιημένους ἀρχήν , καθελίξαι δεῖ σφᾶς τὰ ἱερεῖα λίνου τελαμῶσιν ἢ βύσσου : τρόπος δὲ τῆς σκευασίας ἐστὶν ὁ
4648894 βλεφαρα
κριοῦ , ἣν Ἀθηναῖοι καλοῦσι τριττύν . ἔδακνε γὰρ τὰ βλέφαρα [ : μεταβολὴ ] παντός , εἰ ὁ μὲν
ἀσυνέτους εἶναι νόει τοὺς ἄνδρας . εἰ δὲ καὶ τὰ βλέφαρα αὐτῶν κρατοῦνται , πλείονα τὴν ἄνοιαν αὐτοῦ σημαίνουσιν .
4639086 ποειν
ἐπεστάτει , Λύσιλλ ' ἐγραμμάτευεν , εἶπε Σωστράτη : ἐκκλησίαν ποεῖν ἕωθεν τῇ μέσῃ τῶν Θεσμοφορίων , ᾗ μάλισθ '
οἱ παθόντες ἕσταμεν . Τί δῆτ ' ἀμαυρῷ φωτὶ προστάσσεις ποεῖν ; Ὁδοῦ κατάρχειν τῆς ἐκεῖ , πομπὸν δέ με
4636811 βαια
κακοῦ θυμοῦ τελευτὴν ὡς κακὴ προσγίγνεται . Ἔχεις γὰρ οὐχὶ βαιὰ τἀνθυμήματα , τῶν σῶν ἀδέρκτων ὀμμάτων τητώμενος . Ἀλλ
φαιὸς χιτωνίσκος καλός , πιλίδιον ἁπαλόν , εὔρυθμος βακτηρία , βαιὰ τράπεζα : τί μακρὰ δεῖ λέγειν ; ὅλως αὐτὴν
4635044 πυνθανομενης
ἐλεει - νὸν ἐπέστη καὶ πρὸς τὴν δέσποιναν ἀπέβλεψε . πυνθανομένης δ ' ἐκείνης , τί παθὼν οὐκ ἄγει τὸ
προσάξω ὑμῖν εἰς θυσίαν . „ τῆς δὲ γυναικὸς αὐτοῦ πυνθανομένης : ” πόθεν σοι ταῦτα , ἐὰν συμβῇ ὑγιᾶναί
4621456 στριφνον
σφάκελος Ἀττικοί , σῆψις ὀστέων Ἕλληνες . στιφρόν Ἀττικοί , στριφνόν Ἕλληνες . σκορδινᾶσθαι Ἀττικοί , διατείνεσθαι Ἕλληνες . σκιραφεῖον
κοιλίας ἀπόκειται τῇ κόπρῳ ὡς φλοιός . Νεμηθέντα τὰ θρέμματα στριφνόν , καὶ κάλλιον γάλα ποιήσει , καὶ πολλῷ μᾶλλον
4621013 γενειον
λοξὴ παρὰ κορυφὴν ἐπὶ ἰνίον ὑπὸ λοβὸν ὠτὸς ἀντικειμένου ὑπὸ γένειον , ἔπειτα παρειὰς , ἔπειτα λοξὴ κατὰ βρέγματος ἐπὶ
καὶ μέρος . τὸ μὲν νὶν ὅλον , τὸ δὲ γένειον μέρος : ὥσπερ ἐστὶ καὶ τό : Ποῖόν σε
4620381 σχοινιον
ἢ χαλκευτικά . [ ὅπλον ] γʹ : τό τε σχοινίον καὶ πᾶσαν [ τὴν κατασκευὴν ] καὶ [ τὰ
προσπλέων ὁ κυβερνήτης καὶ ἰδὼν ἁλιέα ἐκέλευσε μάσσαι τὸ ἀπόγειον σχοινίον : μάσσαι γὰρ τὸ δῆσαί φασιν Αἰολεῖς : ἀπὸ
4617152 ἰταμον
ὁρῶν προσβλέψῃ δριμύ , καὶ ἐκείνη κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἰταμὸν ἀντιβλέψῃ , καί τι καὶ φύσημα ἐμπνεύσῃ ἑαυτῇ μὲν
ταῖς λέξεσιν δὲ ἑτέραις ἐχρήσατο , % ὡς τὸ λείαν ἰταμὸν αὐτῆς ἐκφευξούμενος . % ἔφησε γὰρ μὴ εἰδέναι %
4615775 ΛΞΓΜΝΟ
ΛΞΓΜΝΟ πρὸς τὰ ΠΕΦΡΣΤ , ΡΦΖΣΤΥ πρίσματα , οὕτως τὸ ΛΞΓΜΝΟ πρίσμα πρὸς τὸ ΡΦΖΣΤΥ πρίσμα . ὡς δὲ τὸ
ΛΞΓΜΝΟ πρίσμα πρὸς τὸ ΡΦΖΣΤΥ πρίσμα . ὡς δὲ τὸ ΛΞΓΜΝΟ πρίσμα πρὸς τὸ ΡΦΖΣΤΥ πρίσμα , οὕτως ἐδείχθη ἡ
4610634 κοσκινον
ᾧ κατακεραννύουσι τὸν σίδηρον , σάλακα δὲ τὸ τῶν μεταλλέων κόσκινον . ὁ δὲ τορεὺς φρεωρύχων ἐργαλεῖον . ἰατροῦ σκεύη
καὶ οὐκ ἄλλῳ τινί . κόσκινον δέ , ἐπειδὴ τὸ κόσκινον πρῶτον ὑπάρχον σκεῦος ἀρτοποιΐας ἐκ σχοίνου γίνεται : δηλοῦσιν
4593804 τοὐψον
, πάντες ἴστε : τίς γὰρ ὑμῶν οὐ πώποτε εἰς τοὖψον ἀφῖκται καὶ τὰς δαπάνας τὰς τούτων οὐ τεθεώρηκεν ;
χρηστῶς προσένεγκε δι ' ἅλμης . μηδὲ προσέλθῃ σοί ποτε τοὖψον τοῦτο ποιοῦντι μήτε Συρακόσιος μηθεὶς μήτ ' Ἰταλιώτης :
4583903 φιλημα
τοῦτο ἀνεβόησα , ὡς θᾶττον ἂν ἀποθάνοιμι ἢ περιΐδω Λευκίππης φίλημα ἀλλοτριούμενον . “ Οὗ τί γάρ , ” ἔφην
Ἰνδῶν κρατήσας τὴν κεφαλὴν τοῦ πρεσβευτοῦ Ῥωμαίων , δεδωκὼς εἰρήνης φίλημα , ἀπέλυσεν ἐν πολλῇ θεραπείᾳ . Κατέπεμψε γὰρ καὶ
4580015 τευχος
ἃ νεκροῖς θελκτήρια χεῖται . ἀλλ ' ἔνδος μοι πάγχρυσον τεῦχος καὶ λοιβὰν Ἅιδα . ὦ κατὰ γαίας Ἀγαμεμνόνιον θάλος
, ἐπὶ πυρὸς θάλψας , ὅ ἐστι θερμάνας , τὸ τεῦχος ἠρέμα πόσιν ] τὸ ποτόν νέμε ] δόθι τεῦχος
4572241 συντεμων
τέλη πολλῶν πραγμάτων , τουτέστιν ἀφεὶς τὸ πολλὰ λέγειν , συντεμὼν εἰς ὀλίγα , μείων καὶ ἐλάττων καὶ οὐδεὶς μῶμος
εἰ τὰ καίρια λέγεις τῶν πολλῶν τὰ πέρατα εἰς ἓν συντεμὼν καὶ συμπλέξας , οὐκ ἀκολουθήσει σοι μέμψις οὐδὲ φθόνος
4571268 ἀκιβδηλος
. Ἰσοκράτους : Ἡ δὲ τῆς ἀρετῆς κτίσις οἷς ἂν ἀκίβδηλος ταῖς διανοίαις συναυξηθῆ , μόνιμον συγγηράσκει : πλούτου δὲ
οὐκ ἐγκρίνει τὴν φωνήν . , . . , . ἀκίβδηλος ἀνήρ : ὁ μὴ κίβδηλος , ἀλλὰ δόκιμος καὶ
4533383 πτυσμα
ἵνα ὁ πλεύμων ὑγρότερος ἐὼν ῥᾷον καὶ θᾶσσον ἀποδιδῷ τὸ πτύσμα καὶ ἡ βὴξ ἧσσον πονέῃ : καὶ ῥοιῆς δὲ
σημείωσιν ἐτράπη ὁ Ἱπποκράτης , καὶ σημειοῦται τὸ πτύελον καὶ πτύσμα : τὸ αὐτὸ δέ ἐστιν : οὐδὲ γὰρ ὥς
4524740 ἰσχνοτερον
πλέον γυμνάσαις , ἐκκενώσεις τι καὶ τῶν χρηστῶν , ὥστε ἰσχνότερον ἀποδείξειν τὸ σῶμα καὶ ξηρότερον καὶ ἀναυξέστερον . ὡσαύτως
ἐν ἅπασι τὴν πηλικότητα τῶν ὑποβεβλημένων ὀστῶν : ἐνίοτε γὰρ ἰσχνότερον εἶναι δοκεῖ τὸ μέρος , οὐκ ὂν ἰσχνόν ,
4523288 κλεπος
: Ῥεῦμα : παρὰ τὸ ῥέω ῥέος , ὡς κλέπτω κλέπος : οἴχεται τὸ κλέπος αὐτὸς ἔχων . : Ῥέος
παρὰ δὲ Πλάτωνι καὶ κλεμμάδια . Σόλων μέντοι τὸ κλέμμα κλέπος ἐν τοῖς νόμοις ὠνόμασεν . τὸν δὲ κλέπτην εἴποις
4520747 ἀφοδευματα
ἐλάφου τέκνον πάροιθ ' ἀπολύματα : ἀντὶ τοῦ πρῶτον τὰ ἀφοδεύματα καθάρας . * ἀπολύματα : ῥυπάσματα , ἤτοι τὰ
τοὺς κροτάφους κατάχριε . ἄλλο . βοήθημα σπυράθους , τουτέστιν ἀφοδεύματα αἰγὸς σὺν ὄξει καὶ ἐλαίῳ ῥοδίνῳ λειοτριβήσας κατάχριε τὸ
4517882 ἀγγη
τὰς λήψεις τῶν δοράτων καὶ ἀκοντίων , ἕτεροι δὲ τὰ ἄγγη τῶν ἀχύρων καὶ ἐρίων . . . . ,
, εἴρηται δ ' ὑπ ' αὐτοῦ ἐν Δαιταλεῦσι καὶ ἄγγη μυρηρά . λέγοιτο δ ' ἂν καὶ λήκυθος μυρηρά
4516531 λουεται
τοῦ λαγοῦ Ἀττικοί , λάγεια Ἕλληνες . λοῦται Ἀττικοί , λούεται Ἕλληνες . λευκὴ στάθμη ἡ μὴ κεχρισμένη μίλτῳ ἀλλ
τὰ ξένια ταυτὶ τῷ τοῦ ἀγροῦ δεσπότῃ , ὁ δὲ λούεται τάχα Πραμνείους ἢ Θασίους βλέπων ἐνὸν τῆς γλυκείας τρυγὸς
4514984 κεχρισμενον
ἐχρίοντ ' ἐξέτινον ζημίαν ” . Γ εἰώθασι δύο ὑπηρέται κεχρισμένον σχοινίον μίλτῳ ἤγουν βάμματι κοκκίνῳ ἐκτείνειν διὰ τῆς ἀγορᾶς
, ” τοῦ θυμοῦ τὰ ἴχνη : “ πρὸς τὸν κεχρισμένον τῷ μύρῳ , ” τίς ἐστιν , “ ἔφη
4514170 τεθνηκος
τῶν τεθνηκότων . . . . σκοτεινὸν μὲν ἀσαφές , τεθνηκὸς δὲ δειλίᾳ ἀντὶ τοῦ ταπεινόν . . . .
ἀθάνατον : θανάτου γὰρ ἄδεκτον : οὐ γὰρ ἔσται ζῷον τεθνηκὸς οὐδὲ ψυχὴ τεθνηκυῖα . οὕτως οὐδὲ τὸ σύνθετόν ποτε
4511100 κρινον
μακρότερα καὶ πλείω : καυλὸν δὲ λεπτόν , ὀρθὸν ὡσπερεὶ κρίνον , γέμοντα καρποῦ ἐρυθροῦ , στύφοντα τὴν γεῦσιν .
ἀγανόφρονες ἡδυλόγῳ σοφίᾳ βροτῶν περισσοκαλλεῖς . Ἁπαλὸν δὲ σισύμβριον ἢ κρίνον ἢ ῥόδον παρ ' οὖς ἐθάκει : παρὰ χερσὶ
4510004 ἐμβεβληται
μάλιστα τῶν ὑπ ' αὐτοῦ κατὰ σχῆμα προηγμένων ἡνία τε ἐμβέβληται τῷ λόγῳ καὶ τὸ ἐπαμφότερον αἱ διάνοιαι σώζουσιν .
ἔπλευσε , κόμπου δὲ χάριν ἡ Ἀφροδίτη τοῖς λόγοις αὐτῆς ἐμβέβληται : καὶ τοῦτο γέλοιον , γελοιότερον δὲ ὃ ἀντερεῖ
4506877 ἡπλωται
ἐκ τῆς τούτων βασιλείας γλυκύς μοι ὅρμος πεπέτασται , τουτέστιν ἥπλωται . Ῥύοισθε : φυλάττοιτε , φυλάσσοισθε . ἔμπεδον :
ὡς ἐπὶ τοῦ κηροῦ λαμβάνεσθαι , ἀντὶ τοῦ διελύθη καὶ ἥπλωται : καὶ γὰρ ὁ κηρὸς τηκόμενος χέεται καὶ διαλύεται
4503422 ἐρυθρον
αὐτὴν τὴν ἐπίνοιαν : τὸ γὰρ μαλθακὸν καὶ ὑγρὸν καὶ ἐρυθρὸν καὶ ἐξ ὧν ἄλλων εἰδοποεῖται σὰρξ ἅμα τῷ νοηθῆναι
νεοσφαγέος , καὶ θρομβία διαλάμποντα , ἄλλοτε δὲ καὶ ῥόον ἐρυθρὸν ἐκβράσσει , καὶ ἡ γαστὴρ ἡ νειαίρη ἐπαίρεται ,
4498856 πτερον
μέγεθος μὲν ὁ ἀὴρ ὅλος , ὅσον μου καταλαμβάνει τὸ πτερόν , κάλλος δὲ αἱ τῶν λειμώνων κόμαι : αἱ
τὸν βοῦν : Ἔρως , μικρὸν παιδίον , ἡπλώκει τὸ πτερόν , ἤρτητο φαρέτραν , ἐκράτει τὸ πῦρ : μετέστραπτο
4497892 πηλικον
ἀμφοτέρων οὖν ὡρισμένον δεῖ λαβεῖν , τοῦ μὲν συνεχοῦς τὸ πηλίκον , τοῦ δὲ πλήθους τὸ ποσόν , οἷον τετράγωνον
ΓΒ ὕψος . κʹ . Τὸ δοθὲν βάθος ἐπιγνῶναι , πηλίκον ἐστίν . ἔστω γὰρ τὸ βάθος , ὃ δεῖ
4494162 ἁλμυρον
σαρκῶδες : οὐρέεται δὲ τὸ γλυκύ : διαχωρέεται δὲ τὸ ἁλμυρόν . Κέγχρων χόνδροι καὶ κυρήβια , ξηρὸν καὶ στάσιμον
τὸ μὲν γλυκύ , τὸ δὲ πικρόν , τὸ δὲ ἁλμυρόν , τὸ δὲ δριμύ , τὸ δὲ αὐστηρόν ,
4480973 ἐντερον
μετὰ φλέγματος πολλοῦ καὶ χολῆς , ἢ ὑπελθὸν κατ ' ἔντερον συνυπεξάγει ἑαυτῷ τὰ τὴν διάθεσιν ἐργαζόμενα αἴτια πάντα :
χιτὼν , παρὰ τὸ κεχύσθαι τῶ σώματι . χορδὴ τὸ ἔντερον : παρὰ τὸ χωρεῖν δι ' αὐτοῦ τὴν ἐδωδήν
4480531 γυιον
ἤγουν πορεύεσθαι . ἀμείβειν γὰρ τὸ ἀλλάσσειν καὶ μεταπορεύεσθαι . γυῖον : Βακχεῖος ἐν αʹ σῶμά φησιν ἢ μέλος ,
: καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι γυῖον , ἵν ' ᾖ γυῖον τὸ λαμβάνον καὶ δεχόμενον . . , : δάκνω
4475981 ὑποχυμα
πλατυκορία καλουμένη φθίϲιϲ ϲύγχυϲιϲ παραϲπαϲμοὶ τῆϲ κόρηϲ : τὸ δὲ ὑπόχυμα ϲυνίϲταται κατ ' αὐτὸ τὸ τρῆμα τοῦ ῥαγοειδοῦϲ ,
κἀκεῖϲε , ἔπειτα ἀνοίγοντεϲ , κατανοοῦντεϲ τῷ ὀφθαλμῷ θεωρήϲομεν τὸ ὑπόχυμα : ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν μηδέπω πεπηγότων χύϲιϲ τιϲ
4468149 περιτεταμενον
δ ' ἐστὶ τῶν ὀστῶν τούτων ξηρανθέντων ξηραίνεσθαι καὶ τὸ περιτεταμένον αὐτοῖς δέρμα , καὶ φαίνεταί γε καὶ αὐτῇ τῇ
ἦν δὲ κόσμιός τε καὶ ἥσυχος : δέρμα καρφαλέον καὶ περιτεταμένον : διαχωρήματα ἢ πολλὰ , λεπτὰ , ἢ χολώδεα
4465311 πονεῃ
οἶνον : ἢν δὲ πρὸς τὸ λουτρὸν καὶ τὰ χλιάσματα πονέῃ καὶ μὴ ἀνέχηται , προσφέρειν αὐτῷ ψύγματα , καὶ
οἰνώδεα . Ἢν δὲ πρὸς τὸ λουτρὸν καὶ τὰ χλιάσματα πονέῃ καὶ μὴ ἀνέχηται , προσφέρειν αὐτῷ ῥάκια ἡμιτυβίου ,
4461907 λευρον
πόνου . καὶ δή σφε λείπω χειρία λόγοις σέθεν . λευρὸν κατ ' ἄλσος νῦν ἐπιστρέφου τόδε . καὶ πῶς
' εἰς ἀέρα ἐφέρετο , διὰ τοῦτο τὸ ψαίρει τὸν λευρὸν οἷμον τοῖς πτεροῖς εἶπεν . ἴσθι δ ' ὅτι
4457110 εἰπηις
φαι † κήνοθεν ἔμμεναι . . . αἴ κ ' εἴπηις τὰ θέληις καί κεν ἀκούσαις τά κεν οὐ θέλοις
, ἤλυθον ἄγγελος ὡς μήποτέ τιν ' ἐς ἐμὲ μέμψιν εἴπηις . ἐς καιρὸν ἥκεις , καίπερ ἀγγέλλων φόβον :
4457096 συνωνυμουντα
ὁμολογεῖται . ἔστι δὲ πρὸς ταῦτα οὕτως εἰπεῖν : τὰ συνωνυμοῦντα διττά ἐστι : τὰ μὲν γὰρ μεταδίδωσιν ὀνόματος καὶ
δὲ ὅμως ἐν τῷ αὐτῷ εἴδει , καὶ διὰ τοῦτο συνωνυμοῦντα τῷ τε ὅλῳ καὶ ἀλλήλοις : ἤδη δὲ ἔνια
4456638 πηδαλιωτον
καὶ δυνάμει μέν εἰσι ταῦτα τὰ προρρηθέντα , κεφαλωτόν , πηδαλιωτὸν καὶ πτερωτόν , ἐνεργείᾳ δὲ ἡ κεφαλὴ καὶ τὸ
καὶ ἀντὶ τοῦ ζῴου εἰπεῖν κεφαλωτόν , ἀντὶ τοῦ πλοίου πηδαλιωτὸν καὶ ἀντὶ τοῦ ὄρνιθος πτερωτόν : τότε γὰρ πρὸς
4453681 βλοσυρος
τὸ λαμπρόν : ὑαλόεν τὸ διαφανές : ὑαλίης εἰκαῖος , βλοσυρός : Ὕης Ζεὺς , ὄμβριος : υἱός . Ἡ
φλίβω θλίβω , οὕτως φλιμάζω βλιμάζω . . . . βλοσυρός : καταπληκτικός : παρὰ τὸ βλέπειν . καὶ †
4449635 διαφορουντα
πλεονάζειν τὰ παρηγορητικά , μετὰ ταῦτα δὲ παρακμῆς γενομένης τὰ διαφοροῦντα . ἔστι δὲ παρηγορητικὰ μὲν ἐπὶ τῆς τοιαύτης διαθέσεως
τὰ ψύχοντα , ἐπὶ δὲ τῶν ψυχρῶν τὰ θερμαίνοντα καὶ διαφοροῦντα . εἰ μὲν οὖν πολὺς εἴη ὁ ἐνοχλῶν χυμὸς
4449630 ῥεπω
. , : ῥώψ : βοτάνη ἁπαλή . παρὰ τὸ ῥέπω ῥέψω ῥὲψ καὶ ῥὸψ καὶ τροπῇ τοῦ ο εἰς
, ἵνα ᾖ οὕτως : ἆρα πρὸς τὸ δυσμενὲς μᾶλλον ῥέπω τούτου ὄντος οὐχὶ δυσμενοῦς τὰς φρένας : τὰ αὐτά
4434588 μελιτωδεϲ
ἀνὰ ⋖ δ : ϲὺν ὄξει τὰ ξηρὰ λεάναϲ καὶ μελιτῶδεϲ πάχοϲ ποιήϲαϲ μίϲγε τῇ κηρωτῇ καὶ χρῶ ἀνεὶϲ ἐμμότῳ
διαφορεῖν . τὸ δὲ ἐξ αὐτῶν ἑψομένων ἐν ὕδατι καταϲκευαζόμενον μελιτῶδεϲ ὅμοιόν ἐϲτι μέλιτι κατὰ τὴν δύναμιν . Ϲύμφυτον πετραῖον
4432423 Τουτι
βοτρύχοισι κομῶν . Μηδὲν κοτυλίζειν , ἀλλὰ καταπάττειν χύδην . Τουτὶ τί ἐστιν ; ὡς ἀνεκὰς τὸ κρίβανον . Ἀδώνι
δή , μή πώς σε δόλῳ φρένας ἐξαπατήσας ἰκτῖνος μάρψῃ Τουτὶ μέντοι σὺ φυλάττου , ὡς οὗτος φοβερὸς τοῖς σπλάγχνοις
4432101 κενωμα
καταλιπὼν δὲ ἔνδον τοὺϲ ὑμέναϲ τοὺϲ λεπτοὺϲ βάλε ἐπὶ τὸ κένωμα τῆϲ ῥοᾶϲ ϲηϲάμου ἀπλύτου ⋖ δ λιβάνου τὸ ἴϲον
ἐπιβαλὼν ἐναλλὰξ ϲήϲαμον καὶ λίβανον , ἄχριϲ οὗ πληθῇ τὸ κένωμα : καὶ τότε ἐπιτιθεὶϲ τὸ ἴδιον πῶμα καὶ πηλῷ
4407550 φαιον
ἰώδης , οἷά εἰσι τὰ τῶν ἰκτερικῶν οὖρα : ἢ φαιὸν , χρῶμα ἐκ λευκοῦ καὶ μέλανος κραθὲν , ὡς
πύον ἀείσε καὶ μή ποτε μὲν λευκόν , ποτὲ δὲ φαιὸν ἢ τρυγῶδες καὶ τὰ τοιαῦτα . Καὶ ὁμαλόν :
4405930 παροφθεν
αὐτὴν σκέψιν ἢ τῶν ὕστερον ἐντευξομένων τινὰ ὁρμώμενον ἐνθένδε τὸ παροφθὲν ἡμῖν προσθεῖναι . ἔστι δὲ ἃ καὶ ἑκόντες παραλελοίπαμεν
τι μικρὸν καὶ παρημελημένον τῶν κατὰ τὴν ὄψιν , ὃ παροφθὲν μὲν οὐχ ὑπογράφει τὸ εἶδος , ἀκριβωθὲν δὲ μόνον
4403072 σιμον
ἔχουσι τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον , λευκὸν καὶ λευκότερον , σιμὸν καὶ σιμώτερον , ἡ δὲ οὔ . κακῶς δὲ
, ὥστε τὰς πάντοθεν ὀσμὰς προσδέχεσθαι . Τὸ δὲ δὴ σιμὸν τῆς ῥινὸς πῶς τοῦ ὀρθοῦ κάλλιον ; Ὅτι ,
4400457 βαθυ
τοσοῦτον ἐπιστήμης ἀλλοτριωθῶμεν , ὡς ἄγνοιαν , τὸ μέγα καὶ βαθὺ σκότος , τῆς ἑαυτῶν ψυχῆς κατασκεδάσαι . διττὸν δὲ
φασὶ δὲ Ἱερώνυμόν τινα ἱστορεῖν ὅτι Τιθωνὸς ἀδελφὸς Πριάμου ἐς βαθὺ γῆρας ἐλάσας καὶ ζῆν μηκέτι ἐθέλων ᾐτήσατο παρὰ τῆς
4396591 βαρυνῃ
Φειδίου . Σχεδόν τι τὰ τρία ἠπιστάμην , καὶ ὅτι βαρύνῃ τῷ μὴ τοὺς φίλους ὁρᾶν καὶ ὅτι σοι πόνος
τε ἀρεσκούσης καὶ Τιτιανὸν τεκούσης , καὶ ὅτι σὺ δυοῖν βαρύνῃ , τῷ τε ἐκείνην κάμνειν καὶ τῷ τῶν ἀγώνων
4394441 ἐρευθει
: γράφεται δαρδάπτων . ἐμμενέως : ἰσχυρῶς , παραμένως . ἐρεύθει : βάπτεται , καταβάπτει , μολύνει . Λιχμάζων :
καὶ οἰδέει οἰδήματι πᾶν τὸ σῶμα , καὶ τὸ πρόσωπον ἐρεύθει , καὶ τὸ στόμα ξηρὸν , καὶ δίψα ἐπέχει
4392498 καμπυλον
παιπάλην , κόνιν . , στάκτην . . κάμψας ] καμπύλον ποιήσας , καμπτὸν ποιήσας , κλίνας . . .
γνῶσις ἑτέρου πρὸς ἕτερον . ὥσπερ τὸ εὐθὺ πρὸς τὸ καμπύλον ἐφαρμόσαι ἀδύνατον διὰ τὸ τῶν σχημάτων ἀνόμοιον , οὕτως
4391474 ἀναμιγνυται
δὲ τὸ μὲν ἐπὶ τὸ ψῆγμα πρὸς τῇ ῥίζῃ κατενεχθὲν ἀναμίγνυται τούτῳ τε καὶ τῇ γῇ , πλὴν ὅσον ἐπιπολῆς
δὲ ἐπὶ τὰ ἀρκτῶα μέρη ἑλκόμενος ταῖς προχύσεσι τοῦ ὠκεανοῦ ἀναμίγνυται : ἥτις Ὑρκανία ἐν τοῖς ἀνδράσι θαύματα πολλὰ αὔξει
4380248 Κανονισον
χρυσὸς ἡ λεγομένη μαρμάρῳ καὶ κονίᾳ . . ΗΛΗΛΑΝΤΟ . Κανόνισον : ἐλάω , ἐλῶ , τὸ ἐλαύνω : ὁ
τῷ Ποσειδῶνι , ταύρειος ἐκλήθη Βοιωτικῶς . . ΑΡΗΑΙ . Κανόνισον , αἴρω τὸ ἐπαίρω , ὁ μέλλων ἀρῶ ,
4377787 κολον
τοῖς δὲ δακνομένοις τὰ κατὰ τὸ ἀπευθυσμένον ἢ κατὰ τὸ κόλον ἐνίεμεν [ δὲ ] αἴγειον μᾶλλον στέαρ , διότι
” , ὡς ἐγένετο ὕστερον ἐπιδιηγούμενος . οὕτως ἀπάραξε καὶ κόλον δόρυ λέγει κατὰ συμπέρασμα : ὡς δὲ ἀπέπεσεν ὕστερον
4377241 ἀραχνια
φασι τὰ ὠὰ ἐσθιόμενα εἰς ἀφροδίσια παρορμῶσι . τὰ δὲ ἀράχνια ὠὰ ὑποθυμιώμενα ἢ περιαπτόμενα ὠκυτόκια γίνεται . Τέλος τῶν
ποιήσεις γεννήματα , ὥστε μὴ εὑρεθῆναι ἐν τοῖς ἀγγείοις σου ἀράχνια , ὅλα γὰρ πληρώσειας : τὰ γὰρ ἀράχνια ἐν
4371698 ὀσταρια
. ὁμοίως ἐστὶ καὶ ἐπὶ τοῦ ποδός : ἔχει πέντε ὀστάρια τὸ πεδίον καὶ τέσσαρα τὸ ταρσὸν καὶ δεκατέσσαρα οἱ
εὐδοκίμησαν . λαβὼν ἀφόδευμα λύκου , εἰ δυνατὸν , ἔχον ὀστάρια κατάκλεισον εἰς σωληνάριον καὶ δὸς φορεῖν περὶ τὸν δεξιὸν
4370642 κρημνος
δικαίως ἀρετῆς ἕνεκα τῆς εἰς φίλους : τούτῳ γὰρ οὐ κρημνός , οὐ πῦρ , οὐ σίδηρος , οὐκ ἄλλο
. . τὸ βάραθρον : Ὁ ᾅδης . . ὁ κρημνός . . αὐτίκα μάλα : Ἤγουν λίαν συντόμως .
4370335 ἐργαζομενον
ἀνωμαλία τῆς κράσεως , καὶ τοῦτό ἐστι τὸ μάλιστα νοσῶδες ἐργαζόμενον τὸ φθινόπωρον : πολὺ γὰρ θερμότερόν ἐστι κατὰ τὴν
, ὥστε ὅσῳ ἂν ὀξύτερον βλέπῃ , τοσούτῳ πλείω κακὰ ἐργαζόμενον ; Πάνυ μὲν οὖν , ἔφη . Τοῦτο μέντοι
4359679 Ὠου
ἄρξηται δάκνειν . ἢ ῥαφάνου χυλῷ μετὰ ψιχῶν κατάπλασσε . Ὠοῦ τὸν ἐντὸς ὑμένα ὡς σπληνίον ἐπιτίθει : τὸ δ
διαχριόμενα . [ Ἑδρικὸν πρὸς τὰς πυρώδεις ὀδύνας . ] Ὠοῦ τὸν λέκυθον λειώσας οἴνῳ λευκῷ καὶ ῥοδίνῃ κηρωτῇ ἀναλαβὼν
4355329 ἐκαθημην
. καί ποτε θέρος μὲν ἦν καὶ μεσημβρία , καὶ ἐκαθήμην ὑφ ' ᾧπερ εἰώθειν κίονι , τῷ Δημοσθένει προσκείμενος
ἀγοραίων δέ τινα μεταστήσας ἄλλοσε τῆς συνοικίας καταβὰς αὐτὸς ἐκεῖσε ἐκαθήμην ψαύων τῆς ἀγορᾶς , καὶ ἔδρασέ τι τὸ χωρίον
4353848 στιγματα
” ἔκτεινα , τὸν ἐμαυτοῦ δεσπότην , τάδε μοι τὰ στίγματα ἐγχαράξαντα . “ οἱ μὲν δὴ τὴν κεφαλὴν αὐτὸν
κλαίειν . ἤδη δὲ καὶ ἄλλα ἤκουσα , τοῖς γρυψὶ στίγματα ὁποῖα καὶ ταῖς παρδάλεσιν εἶναι , καὶ ὡς οἱ
4344239 δαιμονιε
τὸν βίον , ἀμελοῦντι πάνυ ἄν τις οἰκείως ἐπείποι : δαιμόνιε , φθίσει σε τὸ σὸν μένος . Τοῦ δὲ
οἶμαι , τύχῃ τινὶ βέβληται . στῆσον τοίνυν , ὦ δαιμόνιε , τὴν βλάβην καὶ μὴ ἐπίτρεπε βαδίζειν : ὡς
4341864 ὑπομενον
ῥευματιζόμενον ὀξέως ἢ χρονίως τάς τε αὐτὰς τῶν καιρῶν διαφορὰς ὑπομένον καὶ τὸ μέγεθος τῆς νόσου καὶ τὴν ἀτονίαν τῆς
κεχωρισμένον τῶν μερῶν τὸ ὅλον , ἐχρῆν ἀναιρουμένων τῶν μερῶν ὑπομένον θεωρεῖσθαι τὸ ὅλον : τοσοῦτον δὲ ἀπέχει τοῦ πάντων
4332737 θλασμα
ἐργάσεται , ἐκχύμωμα . φλάσμα δὲ καλοῦσιν οἱ Ἴωνες τὸ θλάσμα . , , . = , , . οἴδημα
ἐγγίσωμα , ἐκπίεσμα , καμάρωσις , ἀποσκεπαρνισμὸς , ἄπαγμα , θλάσμα , ἀπήχημα . ἔνιοι δὲ τὸ μὲν θλάσμα εἶναι
4326100 χειλεα
ὀκτὼ πληρώσας λίθων πλὴν κάρτα βραχέος τοῦ περὶ αὐτὰ τὰ χείλεα , ἐπιπολῆς τῶν λίθων χρυσὸν ἐπέβαλε , καταδήσας δὲ
σε φιλῆσαι , φεῦγε : κακὸν τὸ φίλημα : τὰ χείλεα φάρμακον ἐντί . ἢν δὲ λέγῃ , “ λάβε
4319701 σκευος
Δράμασι λέγων : πάντες δ ' ἔνδον πεταχνοῦνται . ΠΛΗΜΟΧΟΗ σκεῦος κεραμεοῦν βεμβικῶδες ἑδραῖον ἡσυχῇ , ὃ κοτυλίσκον ἔνιοι προσαγορεύουσιν
καὶ τίς ἀνέξεταί σου κυβερνήτης ; οὐχὶ δ ' ὡς σκεῦος ἄχρηστον ἐκβαλεῖ , οὐδὲν ἄλλο ἢ ἐμπόδιον καὶ κακὸν
4318100 τροφ
[ . ? ] τῆς [ ] τὸν [ ] τροφ [ ] τῶν [ Ῥωμαίων - ] ? ?
[ πάντα ] διδάσκουσαν [ τὸ αὐτὸ ] εἶναι . τροφ [ ± ] ! ! ! ! ! ιαι
4313297 λυομενον
οἷον καὶ τὸ σῶμα , θνητὸν καὶ φθειρόμενον , καὶ λυόμενον , καὶ σηπόμενον , οὐδὲν ἔχω περὶ αὐτῆς σεμνὸν
ἄῤῥωστον , εὗρε σωτήριον τὸ νόσημα καὶ κρινόμενον , οὐ λυόμενον . ζητεῖ λοιπὸν πῶς κριθήσεται . καὶ οὐδαμοῦ νοτὶς
4307935 διχρονα
μείζονι μακρά : τὰ δ ' ἐπαμφοτερίζοντα τῷ χρόνῳ καλεῖται δίχρονα . τῶν δ ' ἡμιφώνων τὰ μὲν δύο συμφώνοις
, μακρὰ ? [ β , η καὶ ω , δίχρονα ] [ ] [ γ , α , ι
4307115 ἐτυπτε
Πληθ . τύπτομεν τύπτετε τύπτουϲι Παρατατικοῦ Ἑν . ἔτυπτον ἔτυπτεϲ ἔτυπτε Δυ . ἐτύπτετον ἐτυπτέτην Πληθ . ἐτύπτομεν ἐτύπτετε ἔτυπτον
παρατατικοῦ τὴν ἐν ἀρχαῖς κλιτικὴν ἔκτασιν ἀποβάλλον προστακτικὸν γίνεται , ἔτυπτε τύπτε , ἐποίει ποίει , ἐβόα βόα . τυπτέτω
4306769 κεραμεουν
πτεροῖϲ , καὶ μᾶλλον ἐὰν ἐμβαλὼν αὐτὰϲ ζώϲαϲ εἰϲ ἀγγεῖον κεραμεοῦν , εἶτα περιτιθεὶϲ τῷ ϲτόματι τοῦ ἀγγείου ἀραιὸν ὀθόνιον
δὲ λαβόντες μέτρῳ τε καὶ σταθμῷ τὸ συνηγμένον εἰς ἄγγος κεραμεοῦν ἐνέβαλον , καὶ μίξαντες κατὰ λόγον τοῦ πλήθους μολίβδου
4305819 κοιλον
μηχανὴν ἐμφερείας . διὰ τὸ ἄνω εἶναι τοῦ ἄρθρου τὸ κοῖλον , ὡς καὶ τῆς μύλης τὸ ὕπερθεν , καὶ
κατὰ σφυροῦ : εἶτα ἀντίαν λοξὴν κατὰ σφυροῦ ὑπὸ τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς καὶ τῆς πτέρνης καὶ ἐγκύκλιον κατὰ σφυροῦ
4300612 ϲφυρον
τὸ γόνυ διαρθρώϲεωϲ . ρκʹ . Περὶ τῆϲ κατὰ τὸ ϲφυρὸν διαρθρώϲεωϲ , ἐν ᾧ καὶ περὶ δακτύλων ποδόϲ .
ϲτηριζόμεθα : ἔπειτα ἐϲ τὸ κοῖλον ἧκε , τὸ δὲ ϲφυρὸν ἐξῴδηϲε ὕϲτατον . πρόφαϲιν δὲ αἰτιῶνται ἀναίτιον , οἱ
4299699 ἱματιον
τῶν πολιτῶν ἄγεσθαι παρὰ τὸν ἀγωνοθέτην , ὅτι βαπτὸν ἔχων ἱμάτιον ἐθεώρει , τοὺς δὲ ἰδόντας ἐλεῆσαί τε καὶ παραιτεῖσθαι
οὐ γὰρ ἐπιβουλευθῆναί ποτε ἔδεισα , οὐδὲν ἔχων ἢ φαῦλον ἱμάτιον . καὶ πολλάκις μὲν δὴ καὶ ἄλλοτε ἐπειράθην ἐν
4296852 ὀμματα
λιπαραῖς ταῖς χερσὶν ἀπευθύνειν μετὰ συμμέτρου συντονίας μαλάσσοντας τά τε ὄμματα αὐτῶν ἡσυχῆ καὶ καταψύχοντας , ἔτι τε φλεβοτομεῖν αὐτοὺς
τε καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐξεκάλυψεν αὐτόν , καὶ ὃς τὰ ὄμματα ἔστησεν : ἰδὼν δὲ ὁ Κρίτων συνέλαβε τὸ στόμα
4295355 λευκοτερον
καὶ πυρρότερον ῥόδου , καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ λευκότερον ἐρίων λευκῶν , καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς
ποτε Λήδαν ὤιον εὑρεῖν . καὶ πάλιν : ὠίου πολὺ λευκότερον . ὤεα δ ' ἔφη Ἐπίχαρμος : ὤεα χανὸς

Back