ἔσχε φιλεῦσα . μὴ καυχῶ , σατυρίσκε : κενὸν τὸ φίλαμα λέγουσιν . ἔστι καὶ ἐν κενεοῖσι φιλάμασιν ἁδέα τέρψις
καὶ ἢν ἐθέλῃ σε φιλᾶσαι , φεῦγε : κακὸν τὸ φίλαμα , τὰ χείλεα φάρμακον ἐντί . ἢν δὲ λέγῃ
6893181 φιλημα
τοῦτο ἀνεβόησα , ὡς θᾶττον ἂν ἀποθάνοιμι ἢ περιΐδω Λευκίππης φίλημα ἀλλοτριούμενον . “ Οὗ τί γάρ , ” ἔφην
Ἰνδῶν κρατήσας τὴν κεφαλὴν τοῦ πρεσβευτοῦ Ῥωμαίων , δεδωκὼς εἰρήνης φίλημα , ἀπέλυσεν ἐν πολλῇ θεραπείᾳ . Κατέπεμψε γὰρ καὶ
6584462 ἐπιπαστον
ἄγχουσαν μίσγειν . Ἀναγαλλὶς , καὶ στυπτηρίη αἰγυπτίη ὀπτὴ , ἐπίπαστον ὀρχομένιον ἐπιπάσσειν . Πρὸς δὲ τὰς νόμας : στυπτηρίη
ἔστι πρὸς τὰ τοῦ ἔρωτος ἄλγη οὔτε ἔγχριστον φάρμακον οὔτε ἐπίπαστον εἰ μὴ αἱ Μοῦσαι . ταύταις καὶ ὁ Κύκλωψ
6370760 πεπωκα
, χαῖρε [ οὐ γὰρ μεθύω , μὰ τὸν [ πέπωκα κοϲμίωϲ λα [ ! ! ! ! ! !
πρὸς ἑαυτήν : ” ἀλλ ' ἔγωγε καὶ βέβρωκα καὶ πέπωκα καὶ λέλουμαι : κἂν ἀποθάνω , οὐδέν μοι μέλει
6360937 πινε
' οὖν ἀκούσας καὶ μαθὼν ἐμοῦ πάρα εὔφραινε σαυτὸν , πίνε , τὸν καθ ' ἡμέραν βίον λογίζου σὸν ,
Ἀγχιάλην ἔδειμεν ἡμέρῃ μιῇ . σὺ δ ' ἔσθιε , πίνε , ὄχευε , ὡς τά γε ἄλλα οὐδὲ τούτου
6280250 τυ
διάλληλα τὰ τῆς ἐπιχειρήσεως . τί γὰρ οὐ μᾶλλον ἡ τύ ὠλιγώρηται , ὅτι εἰς ν οὐ λήγει , ἢ
ἐριθακὶς ἁ μελανόχρως αἰτεῖ : καὶ δωσῶ οἱ , ἐπεὶ τύ μοι ἐνδιαθρύπτῃ . ἅλλεται ὀφθαλμός μευ ὁ δεξιός :
6208773 δακνον
στήριξιν : ταύτῃ , ἑβδόμῃ ἁλμῶδες ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ἦλθε δάκνον δάκρυον καὶ κατὰ ῥῖνα καὶ κατὰ φάρυγγα : καὶ
φαυλότητα ἴσας τὰς ψυχὰς ἔχουσιν . καρδίαι δηκτὸν ] ἤγουν δάκνον τὴν καρδίαν μου . κρατύνεις ] ἐπιφέρεις . Ὡς
6202530 νεογνον
ἀρέσκει . ἄμεινον δ ' αὐτοῦ τὸ παρ ' Ἡροδότῳ νεογνόν : ἀλλὰ καὶ τοῦτο Ἰωνικόν . αὐτοετές , ἔτειον
γενέθλη ” . παρὰ ταύτην ἐλθεῖν Ῥέα λέγεται Δία φέρουσα νεογνόν . οἱ ταύτην οἰκοῦντες Ἄλυβες , ἀντὶ τῶν ἀργυρείων
6193850 σχησει
σε : ἄδηλα καὶ ἄγνωστα : ὅπου ἀποβήσεται , τέλος σχήσει : ἄσημα δ ' οὐκέτ ' ἔστιν οἷ φθίνει
μετεφώνεε δεύτερον αὖτις : “ ὦ φίλοι , οὐ γὰρ σχήσει ἀνὴρ ὅδε χεῖρας ἀάπτους , ἀλλ ' ἐπεὶ ἔλλαβε
6192652 ὁκα
αἰεί μ ' , ὦ φίλε θυμέ , τανύπτερος ὡς ὅκα πορφυρίς . ΠΕΡΔΙΞ . τούτων πολλοὶ μὲν μέμνηνται ,
ἴσως ποτίδοι , ἐπεὶ οὐκ ἀδαμαντίνα ἐστίν . Ἱππομένης , ὅκα δὴ τὰν παρθένον ἤθελε γᾶμαι , μᾶλ ' ἐν
6177753 σιγα
σῖγα ἐπίρρημα καὶ τὸ γα βραχὺ ὡς εἴρηται . Ξ σίγα ] σιώπα . τῶνδ ' ] ὧν ἀκούεις .
ἀπὸ τοῦ ἠρεμῶ γίνεται ἠρέμα , καὶ ἀπὸ τοῦ σιγῶ σίγα , οὕτως καὶ ἐκ τοῦ ὁρῶ ὅρα , καὶ
6154030 ἀρκιος
. Θυμαίνων : κρατεροῦ θυμοῦ . συνάεθλος : σύμμαχος . ἄρκιος : πολεμικός . ὄμβριμος : δυνατός . Νεογιλόν :
: τὸ γὰρ τέλος ἐστὶν ἀφαυρόν . κουρίδιος πινυτῇ πόσις ἄρκιος , οὐδέ τ ' ἐκείνην δεύτερος ἀθρήσει λεχέων ἔπι
6139540 ἐνεις
δὲ τῷ μὴ λέγειν κλυστῆρα ποῖον , δηλονότι κοινὸν λέγει ἐνείς ] ἐνθέμενος ὁπλίζεο ] ἐτοίμαζε τεῦχος ] τεῦχος κλυστῆρος
δὲ τῷ μὴ λέγειν κλυστῆρα ποῖον , δηλονότι κοινὸν λέγει ἐνείς ] ἐνθέμενος ὁπλίζεο ] ἐτοίμαζε τεῦχος ] τεῦχος κλυστῆρος
6135459 φρενι
? ? τοῦτο κἀξεπίϲταμαι ? ? ? ? ? ? φρενὶ ? ? ] ! οορφανιμαλιϲνιων ? ! ! !
δέ τ ' ἀκούει . ἀλλ ' ἀπάνευθε πόνοιο νόου φρενὶ πάντα κραδαίνει . αἰεὶ δ ' ἐν ταὐτῶι μίμνει
6108742 τριοδοισι
Κύπρις τὸν Ἔρωτα τὸν υἱέα μακρὸν ἐβώστρει : ὅστις ἐνὶ τριόδοισι πλανώμενον εἶδεν Ἔρωτα , δραπετίδας ἐμός ἐστιν : ὁ
ὑπνώουσα κίῃ κεκορημένη ὕλης . μὴ σύ γ ' ἐνὶ τριόδοισι τύχοις ὅτε δάχμα πεφυζώς περκνὸς ἔχις θυίῃσι τυπῇ ψολόεντος
6092145 τἀντος
ὡς λέγω σοι , σύγχεον . ἰχθὺς ἁδρὸς πάρεστι : τἀντός ἐστι σά . κἂν τέμαχος ἐκκλίνῃς τι , καὶ
ὡς λέγω σοι , σύγχεον . ἰχθὺς ἁδρὸς πάρεστι : τἀντός ἐστι σά . κἂν τέμαχος ἐκκλίνῃς τι , καὶ
6083724 φασθαι
καί ποτέ μιν στυφελιζομένου σκύλακος παριόντα φασὶν ἐποικτῖραι καὶ τόδε φάσθαι ἔπος : “ παῦσαι , μηδὲ ῥάπιζ ' ,
: καὶ αὐτοῦ τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἔθιγεν . οὐδέ τι φάσθαι : προσληπτέον τὸν καί : ὅμως δὲ καὶ λαλῆσαι
6083055 θιγειν
μάθῃ , στρόβιλος ἀμφάκανθον εἱλίξας δέμας κεῖται δακεῖν τε καὶ θιγεῖν ἀμήχανος . τῶν δὲ λεπάδων , φησὶν ὁ Δίφιλος
ἡ δ ' Ἀγαύη περιβάλλειν μὲν τὸν υἱὸν ὥρμηκε , θιγεῖν δὲ ὀκνεῖ . προσμέμικται δ ' αὐτῇ τὸ τοῦ
6082301 τηνον
Ἐνδυμίων [ - κοιμάτου σφετέρας ἀνίας ἀνεχε [ - τρωι τῆνον ἐς τὸν ἀεικοίματον υ [ προύθηκεν ἄντροις , τὰν
δοκέω καὶ τὰ οἰκῇα σφαλερὰ ἦμεν ἀνδρὶ μονάρχῳ , καὶ τῆνον τυράννων εὐδαιμονίζω ὅστις καὶ οἴκοι ἐξ αὐτὸς αὑτῶ κατθάνῃ
6074402 γυνα
τῶ πατρὸς ἐπισκάψιας ἐνόμιζε χρυσῶ τιμιωτέρας ἦμεν , καὶ ταῦτα γυνά . “ Ἦν καὶ Τηλαύγης υἱὸς αὐτοῖς , ὃς
ὄπισθεν ἑλισσόμενος δράκων . οὔθ ' ὁλκὸς ἀπέτρεχεν , οὐ γυνά οὔτ ' ὄρνις ὅλον δέμας οὔτε θήρ : κούρη
6063110 βαλοι
παρεὶς ἔκειτο πόλλ ' ἀναστένων , ὥς νιν ματαίως αἰτίᾳ βάλοι κακῇ , κλαίων ὁθούνεκ ' ἐκ δυοῖν ἔσοιθ '
ἀφύσσεσθαι καθαρὸν γάνος Ἠριδανοῖο εἴη μοι βίοτος πανεπάρκιος : ὄμμα βάλοι δὲ μήποτ ' ἐφ ' ἡμετέραις ἐλπίσι βασκανίη .
6057789 εἱμα
' : ὁ δ ' οὐ φρασθεὶς ἀπὸ μὲν Λελεγήιον εἷμα μητρὸς ἑῆς ἔργον θήσεται Ἐλλαμενῆς : αὐτὸς δὲ σπεύδων
ἀνεὶς τὸ τόξον παρέδωκε τοῖσι ἥκουσι . Λαβὼν δὲ τὸ εἷμα τὸ πορφύρεον εἰρώτα ὅ τι εἴη καὶ ὅκως πεποιημένον
6050694 ῥοφειν
Γ ⌈ φησίν [ φησὶν οὖν ] , ὅτι τὸ ῥοφεῖν κακοῦ μοι αἴτιον ⌈ ἐγένετο Γ [ γέγονεν ]
γὰρ ἡ φακῆ ἐστιν , Ἀρχάγαθος ἔφη , ἧς καὶ ῥοφεῖν Ὀρέστην τῆς νόσου πεπαυμένον φησὶ Σόφιλος ὁ κωμικός .
6046951 ὀσον
! ! ! ! ! ! ! ] οὐδ ' ὄσον ροπὴν ψεῦδος ! ! ! ! ! ! !
τόσον λειπόμενον . Αὐτὸ γὰρ ἴσως μετὰ τὸ γαλακτῶδες , ὄσον τὸ χαρωπὸν ἐκπέφευγε τοῦ γλαυκοῦ τὴν λευκότητα , καὶ
6027902 λῃς
τὰς σύριγγας , ἐνίκασας γὰρ ἀείδων . αἰ δέ τι λῇς με καὶ αὐτὸν ἅμ ' αἰπολέοντα διδάξαι , τήναν
ἀκμαζόντων : Ἄμμες δέ γ ' ἐσμὲν , αἰ δὲ λῇς , πεῖραν λαβέ : ὁ δὲ τῶν νηπίων καὶ
6021361 πομ
ἡδύτατον αὐτοῦ ἐπιδεικνύμενος . κιρναμένα δ ' ἔερς ' ἀμφέπει πόμ ' ἀοίδιμον : ἡ δρόσος , φησίν , ἡ
σὺν γάλακτι , κιρναμένα δ ' ἔερς ' ἀμφέπει , πόμ ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν , ὀψέ περ
6013120 ὠκυπορος
. Τὰ παρὰ τὸ ” ὠκύς ” προπαροξύνεται : ὠκύμορος ὠκύπορος . τὸ δὲ ποντοπόρος παροξύνεται , [ καὶ τὸ
: ἔχει σέθεν [ ὤραν , αὐτίκα δ ' ] ὠκύπορος [ ] μετανίσσεται [ ] - νεμον ἄγαγέ ποτε
6008174 ἀμφιπολει
τῆς πολλὴν ἐχούσης δύναμιν . ἢ οὕτως : ἱκετεύω , ἀμφιπόλει , ἤγουν περιπόλει , περίεπε , ἐπισκοπῆς ἀξίου τὴν
. Λίσσομαι , παῖ Ζηνὸς Ἐλευθερίου , Ἱμέραν εὐρυσθενέ ' ἀμφιπόλει , σώτειρα Τύχα . τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται
5997434 ἐσθιε
καὶ ἀφετῆρος τῆς μολόχης ὡρμημένος . οὐ μόνον οὖν μὴ ἔσθιε μηδὲ ἀφάνιζε τὰς τοιαύτας παρατηρήσεις , ἀλλὰ καὶ αὖξε
νῷν . Τί δὲ δὴ ' γώ ; Τὴν Σίβυλλαν ἔσθιε . Οὔτοι μὰ τὴν Γῆν ταῦτα κατέδεσθον μόνω ,
5992306 καλυμμα
τούτων δὲ τῶν κοράκων , ὅτε βούλονται , κατασπᾶν τὸ κάλυμμα ὥστε ἐμπετασθὲν σκιάδιον τῷ προσώπῳ παρέχειν , καὶ νομίζειν
ἐπεὶ σόλος ἔμπεσε κόρσῃ πέτρου ἀφαλλόμενος νέατον δ ' ἤραξε κάλυμμα . σὺν δέ τε καὶ τριπέτηλον ὀποῖό τε δάκρυα
5980642 μεζον
καὶ τὴν νοῦσον ἔκρυπτεν : ὡς δέ οἱ τὸ κακὸν μέζον ἡσυχίης ἐγένετο , ἐς ἐμφανὲς ἐτρύχετο κλαίεσκέν τε δι
, ἔν τε τοῖϲι ἕλκεϲι καὶ ϲτάξιεϲ αἱμορραγίηϲ . τὸ μέζον ἄλλο εἶδοϲ ἑλκέων : ὀχθώδεα , τρηχέα , ἀνώμαλα
5980243 ταλαν
τοὺς κάδους ξυλλαμβάνειν ; μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦ τάλαν , ἀλλ ' ἕπου δεῦρ ' ὡς ἐμέ .
μέλεος , ὦ τάλας ἐγὼ τάλας , ἀπὸ δὲ συγγόνων τάλαν ' ἄνομα πάθεα φῶτά τε λιτομένα , πολυδάκρυτον Ἀίδα
5973822 γλυκερον
μεστὸς δ ' ἀνεκείμην . ὡς δὲ ἴδον ξανθόν , γλυκερόν , μέγαν ἔγκυκλον , ἄνδρες , Δήμητρος παῖδ '
μεστὸς δ ' ἀνεκείμην . ὡς δὲ ἴδον ξανθόν , γλυκερόν , μέγαν , εὔκυκλον , ἁβρὸν Δήμητρος παῖδ '
5945281 διπλοον
ᾤετο ἐκ τοῦ ἐμέτου : ἐπανέπνει ἔστι δ ' ὅτε διπλόον : γλῶσσα λευκὴ , ἔχουσα ἐκ δεξιοῦ οἷον θέρμου
ὦν τότε ὁ Μιλτιάδης ἥκων ἐκ τῆς Χερσονήσου καὶ ἐκπεφευγὼς διπλόον θάνατον ἐστρατήγεε Ἀθηναίων : ἅμα μὲν γὰρ οἱ Φοίνικες
5944307 μαλθακον
τὸ ὁμαλῶς καὶ ὁμοτίμως θερμὸν εἶναι τὸ πᾶν σῶμα καὶ μαλθακόν : δηλοῖ γὰρ ὅτι οὐκ ἔστι φλεγμονὴ ἢ ὀδύνη
. κέγχροϲ δὲ φωχθεῖϲα ἐν μαρϲίποιϲι , πυρίημα κοῦφον καὶ μαλθακόν : ἀληλεϲμένη δὲ καὶ ὑδερώδεϲι ξὺν μέλιτι καὶ ἐλαίῳ
5939685 πτερον
μέγεθος μὲν ὁ ἀὴρ ὅλος , ὅσον μου καταλαμβάνει τὸ πτερόν , κάλλος δὲ αἱ τῶν λειμώνων κόμαι : αἱ
τὸν βοῦν : Ἔρως , μικρὸν παιδίον , ἡπλώκει τὸ πτερόν , ἤρτητο φαρέτραν , ἐκράτει τὸ πῦρ : μετέστραπτο
5934415 προκομιον
Ξυρόν , κάτοπτρον , ψαλίδα , κηρωτήν , λίτρον , προκόμιον , ὀχθοίβους , μίτρας , ἀναδήματα , ἔγχουσαν ,
τῆς δὲ περιθετῆς κόμης τὸ μὲν ἔντριχον , τὸ δὲ προκόμιον , τὸ δὲ πηνήκην ἐκάλουν . πιππίζειν καὶ τιτίζειν
5928488 μαργον
σέθεν , σάφ ' οἶδ ' ἐγώ . ἐξῶλές ἐστι μάργον Αἰγύπτου γένος μάχης τ ' ἄπληστον : καὶ λέγω
τέρμα γένοιτο κιχεῖν . σὴ σοὶ γῆ . σὺ δὲ μάργον ἔχων καὶ ἀγήνορα θυμόν φεύγεις , ἰκτίνου σχέτλιον ἦθος
5922519 μανησεται
. εἰ δὲ καὶ δώῃς πιεῖν ἐκ τῆς τέφρας , μανήσεται ἀπὸ τοῦ ἔρωτος . λύσις δὲ τούτου : λαβὼν
μανήσεται . τούτου λύσις : μαινίδα ὀπτὴν δὸς φαγεῖν : μανήσεται ὁ ἄνθρωπος ἀγνοῶν τὰ λεχθέντα ἅπαντα , ὡς φράζει
5911865 γεραιε
τῶν νεωτέρων κακῶν . τί δ ' ἔστιν , ὦ γεραιέ ; μὴ φθόνει φράσαι . οὐδέν : μετέγνων καὶ
ἐμπλῆσαι χαρᾶς , ἔνσπονδος . οὗτος δ ' , ὦ γεραιέ , τίς κυρεῖ , ὃς ἅρμα λευκὸν ἡνιοστροφεῖ βεβώς
5903391 φιλ
Χῖος ἐν † τῶι κατωτικῶι † δούμωι . Ἑρμῆ , φίλ ' Ἑρμῆ , Μαιαδεῦ , Κυλλήνιε , ἐπεύχομαί τοι
τινὸς αὐτῶν λάβηται . ἡ δ ' ἔξεχ ' ὦ φίλ ' ἥλιε παιδιὰ κρότον ἔχει τῶν παίδων σὺν τῷ
5897508 μωρον
σήμερον Σικὶμ λεγομένη πόλις ἀσυνέτων : ὅτι ὡσεί τις χλευάσαι μωρὸν οὕτως ἐχλευάσαμεν αὐτούς : ὅτι καίγε ἀφροσύνην ἔπραξαν ἐν
ἱερὰν καθαίρεται , ἄλλος ἐπαοιδαῖς ἐπιθετῶν ἐμπαίζεται , Ἰουδαῖος ἕτερον μωρὸν ἐξᾴδει λαβών . ὁ δὲ θεραπείαν ἔλαβε παρὰ τῆς
5896113 νηπιον
γενύεσσι λεοντείῃσι τοκῆος . τοῖά τις ἂν πανάποτμον ἑὸν περὶ νήπιον υἷα μυθεῖσθαι φαίη : τὸν δ ' οὐκ ἀλέγοντα
ἐλυπήθη . ὄφις ἐν γεωργοῦ προθύροις φωλεύων ἀνεῖλεν αὐτοῦ τὸ νήπιον παιδίον . πένθος δὲ τοῖς γονεῦσιν ἐγένετο μέγα .
5895024 ποθεει
δήποτε τειρόμενος καμάτοις κάρφουσι δέδουπε γυῖα δαμείς : οὐ μὲν ποθέει ξηρὸν στόμα δεῦσαι . τῷ δὲ σὺ πολλάκι μὲν
ξηραίνουσι κάρφουσι ] ξηροῖς δέδουπε ] ἔπεσε δαμείς ] δαμασθείς ποθέει ] ἐπιζητεῖ γλάγεος ] τοῦ γάλακτος πόσιν ] τὸ
5891553 λιην
τεὸς ἵκετο φεύγων , δῆμον ὑποδδείσας ; δὴ γὰρ κεχολώατο λίην , οὕνεκα ληϊστῆρσιν ἐπισπόμενος Ταφίοισιν ἤκαχε Θεσπρωτούς : οἱ
τε ἐκτείνηται ἐάν τε συστέλληται : ⌊ ὡς παρὰ Ἀνακρέοντι λίην δὲ δὴ λιάζεις ⌋ . λῆμα καὶ λῆμμα διαφέρει
5867256 ἀμελγομενος
τοῦ μάσταζε , ἔστι δὲ μασῶ ταῖς σιαγόσιν . * ἀμελγόμενος : πιπίζων ἀποθλίβων * χυλόν : τὸν ὀπόν *
δοκεῖ πείσεσθαι . ὁ δὲ χοῖρος ἅτε δὴ μήτ ' ἀμελγόμενος μήτε κειρόμενος μηδὲ συνειδὼς ἑαυτῷ πρός τι τῶν τοιούτων
5865460 βεβαωτα
κατέδαρθον ἐπ ' εἰναλίοισι πόνοισιν , εἶδον ἐμαυτόν ἐν πέτρᾳ βεβαῶτα , καθεζόμενος δ ' ἐδόκευον ἰχθύας , ἐκ καλάμω
τοὺς στίχους . . . , . ? περὶ τρόπιος βεβαῶτα . ὅτι γενικὴ ἀντὶ δοτικῆς , ἀντὶ τοῦ περιβεβηκότα
5863222 πανυστατον
προσδέρκεσθέ μ ' ὄμμασιν , τέκνα ; τί προσγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων ; αἰαῖ : τί δράσω ; καρδία γὰρ
μηδὲν τῶν ἐπὶ τιμῇ , ἀλλ ' αὐτὸ γοῦν τὸ πανύστατον , μὴ ἀνταναιρεθῆναι : δι ' οὗ παρίσταται τὸ
5854357 ἀνουν
καὶ οὐκ ἔσται , καὶ τὸ μὲν ὂν ἄζων καὶ ἄνουν ἔσται , ὃ δὲ μὴ ὄν ἐστιν ἀληθῶς ταῦτα
δὲ δράγματι αὐτῷ κυλίσας κρατὸς ὀρφανὸν φέρει γελῶν θεριστὴν ὡς ἄνουν ἠρίστισεν . ὅτι δ ' ἀπέθανεν ὑφ ' Ἡρακλέους
5841543 στριφνον
σφάκελος Ἀττικοί , σῆψις ὀστέων Ἕλληνες . στιφρόν Ἀττικοί , στριφνόν Ἕλληνες . σκορδινᾶσθαι Ἀττικοί , διατείνεσθαι Ἕλληνες . σκιραφεῖον
κοιλίας ἀπόκειται τῇ κόπρῳ ὡς φλοιός . Νεμηθέντα τὰ θρέμματα στριφνόν , καὶ κάλλιον γάλα ποιήσει , καὶ πολλῷ μᾶλλον
5824214 ἁνικα
δ ' [ ἑτέρας ἑτέραν ] μετεβάλλετ ' ὀπωπάν . ἁνίκα δ ' ἐς [ λέχος ] [ ἀνδρὸς ἔβας
ὦ πολλαὶ δακρύων λιβάδες , αἳ παρηίδας εἰς ἐμὰς ἔπεσον ἁνίκα πύργων ὀλομένων ἐν ναυσὶν ἔβαν πολεμίων ἐρετμοῖσι καὶ λόγχαις
5822014 βατραχου
καὶ τῆϲ φύϲεωϲ ἡμῖν ἐξηγούμενοϲ οὕτωϲ λέγει : ὁ φρῦνοϲ βατράχου εἶδοϲ εἶναί μοι δοκεῖ , ὑδρόβιον δὲ τὸ ζῷον
σὺν ἐλαίῳ ἐπιτίθει καὶ τὰ ὅμοια . Ὁ φρύνος εἶδος βατράχου ἐστίν : ἐκ τῆς λιμνοβίου δὲ φύσεως μεταβεβηκὼς ἐπὶ
5818271 λεκτρον
καὶ πόρεν ὄλβον ἀθέσφατον ἐνναέτῃσιν . ἔνθα τότ ' ἐστόρεσαν λέκτρον μέγα : τοῖο δ ' ὕπερθε χρύσεον αἰγλῆεν κῶας
ὅμως . ἡγησάμην οὖν , εἰ παραζεύξειέ τις χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον , οὐκ ἂν εὐτεκνεῖν , ἐσθλοῖν δ ' ἀπ
5815595 ζωροτερον
δύο ῥητῶς κιρνάναι κελεύων . ὁ δ ' Ἀνακρέων ἔτι ζωρότερον ἐν οἷς φησι : καθαρῇ δ ' ἐν κελέβῃ
ἀλλ ' εὐνοϊκῶς . Εὔζωρον κέρασον καὶ εὐζωρότερον , οὐ ζωρότερον . Ἦς ἐν ἀγορᾷ σόλοικον , λέγε οὖν ἦσθα
5803264 τευχος
ἃ νεκροῖς θελκτήρια χεῖται . ἀλλ ' ἔνδος μοι πάγχρυσον τεῦχος καὶ λοιβὰν Ἅιδα . ὦ κατὰ γαίας Ἀγαμεμνόνιον θάλος
, ἐπὶ πυρὸς θάλψας , ὅ ἐστι θερμάνας , τὸ τεῦχος ἠρέμα πόσιν ] τὸ ποτόν νέμε ] δόθι τεῦχος
5795413 γεν
κώμας , ἔπειτα τῶν Θηβαίων ἐπελθόντων Λαοδάμαντος τοῦ Ἐτεοκλέους ἡγουμένου γεν - ναίως μάχονται . καὶ Λαοδάμας μὲν Αἰγιαλέα κτείνει
: οὐκ ἐϲτ [ ] ν ? οἶδα δήπουθεν . γεν ? [ ] ι : μήποτ ' εἴπηιϲ ,
5776058 ιου
νον ζώνην αρ ? ? [ ] [ ! ] ιου ? ἔχουσαν καν ? [ ! ! ! !
[ ] δη ? [ ! ] [ ] ! ιου ? ? ? . . . . . .
5767710 καρηατι
γε κορσήεντα λίθον κλύεν , οὕνεκα μιχθεὶς δριμέϊ σὺν σκορόδοιο καρήατι , τοξευτῆρα ἠπεδανῶν ὤκιστα βελέμνων σκορπίον εἴργει . Τὸν
δέ οἱ στεφάνους νεοθηλέας , ἄνθεα ποίης , ἱμερτοὺς περίθηκε καρήατι Παλλὰς Ἀθήνη : ] ἀμφὶ δέ οἱ στεφάνην χρυσέην
5765577 δυσμορ
καὶ τουτονὶ τὸν δακτύλιον ἐπόντα τοὐμοῦ δεσπότου . αἴ , δύσμορ ' : εἶτ ' εἰ τρόφιμος ὄντως ἐστί σου
οἷός τ ' εἶ μήτε τούσδε τοὺς πέλας . Ὦ δύσμορ ' , οὐδὲ τῷ χρόνῳ φύσας φανῇ φρένας ποτ
5764627 δανος
καὶ ἡδονὴν ἐμποιοῦσιν . οὐτιδανοῖς ] ἀνευφράντοις τοῖς οὔ τι δάνος καὶ χαρὰν ἔχουσι : ἢ τοῖς οὐτιγανοῖς τοῖς μὴ
οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοισι ] ἀχρείοις , ἤτοι ἀνευφράντοις , οὔτι δάνος καὶ ἡδονὴν ἐμποιοῦσιν . οἱ γὰρ Δωριεῖς τὸ γάνος
5761099 λαβοντ
νέα συκίδια τἄλλα θ ' ὁπός ' ἐστὶ φυτὰ προσγελάσεται λαβόντ ' ἄσμενα . Ἀλλὰ ποῦ ποτ ' ἦν ἀφ
τὸ πράττειν οὕτω καὶ σκόπει . Ἐὰν τροφὴν δοὺς τὸν λαβόντ ' ὀνειδίσῃς , ἀψινθίῳ κατέπασας ἀττικὸν μέλι . Εἰ
5760577 τοσουτονι
Σώκρατες , οἴει ἂν ἀδίκως πληγὰς λαβεῖν , ὅστις διθύραμβον τοσουτονὶ ᾄσας οὕτως ἀμούσως πολὺ ἀπῇσας ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος ;
ἀγαθοὺς ἐνόμισας ; Οὐ γάρ , οἵτινες ἡμῶν καταχεόντων ὕδωρ τοσουτονὶ εἰς ταὐτὸ τοῦθ ' ἑστᾶς ' ἰόντες χωρίον ;
5756304 φερην
: τὸ γὰρ λέγειν καὶ φέρειν οἱ Αἰολεῖς λέγην καὶ φέρην λέγουσι διὰ τοῦ η . οὕτως οὖν καὶ τὸ
, ἀλλάλοισι πελώμεθ ' Ἀχιλλέιοι φίλοι . αἰ δὲ ταῦτα φέρην ἀνέμοισιν ἐπιτρέπῃς , ἐν θύμῳ δὲ λέγῃς τί με
5755603 ἀττικον
ἐπίρρημα χρονικόν . ὁλοτελῶς σεαυτὸν ] ἀπολεῖς ἐς κόρακας ] ἀττικόν : ἤγουν ἀπέλθῃς νὴ τοὺς θεούς ] λείπει τὸ
: τὸ “ κατακλινεὶς ” κοινόν , τὸ δὲ κατακλιθείς ἀττικόν . ἐκφρόντισόν τι τῶν σεαυτοῦ πραγμάτων : ἀντὶ τοῦ
5751864 ὀδυναν
οὐ γὰρ ἔνι τούτοις ἡδονὴ τοῖς πρὸς βίαν . Κἄλλως ὀδυνᾶν χρή : κἀμέλει ταχέως πάνυ ἀπεροῦσιν . Οὐ γὰρ
πατρωΐων : σὺν δ ' ἐλαίῳ φαρμακώσαις ' ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν δῶκε χρίεσθαι . καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν ἐν
5751416 κεκερασμενον
θανάτους τέκνων . τὰ δὲ σημεῖα αὐτοῦ : τὸ πρόσωπον κεκερασμένον , σημεῖον εὑρεθήσεται περὶ τὸ στῆθος ἢ περὶ τὸν
καὶ φόνον τέκνων ὄψεται : τὰ δὲ σημεῖα τούτου : κεκερασμένον πρόσωπον , οὐλὴν ἐπὶ τὸ στῆθος , καὶ τῶν
5747409 ζησω
: ἐγὼ δ ' ὁ τάλας κριθὴν καὶ σῖτον τρώγων ζήσω ἀφόβως μηδένα ὑποπτεύων . Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι τὸ
πολλὰς ἐγώ σοι “ φησί ” δέσποτ ' , ἢν ζήσω , πέρδικας ἄλλας ἀντ ' ἐμοῦ κυνηγήσω . .
5735583 δαιμονιε
τὸν βίον , ἀμελοῦντι πάνυ ἄν τις οἰκείως ἐπείποι : δαιμόνιε , φθίσει σε τὸ σὸν μένος . Τοῦ δὲ
οἶμαι , τύχῃ τινὶ βέβληται . στῆσον τοίνυν , ὦ δαιμόνιε , τὴν βλάβην καὶ μὴ ἐπίτρεπε βαδίζειν : ὡς
5734686 αἰδομενος
λόγοις ψευδέσιν : ὡς τὸ ” μηδέ τί μ ' αἰδόμενος “ μειλίσσεο μηδ ' ἐλεαίρων , ἀλλ ' εὖ
γάρ μιν ὀϊζυρὸν τέκε μήτηρ . μηδέ τί μ ' αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ ' ἐλεαίρων , ἀλλ ' εὖ μοι
5731949 ταυρηδον
οἱ παῖδες , τὰ πολλὰ κλαυμυριζόμενος καὶ ὠρυόμενος διατελεῖ , ταυρηδόν τε ὑποβλέπεται καὶ ὑπαφρίζει τῷ στόματι , καὶ τοὺς
εἶναι δὲ τοῖς θηρίοις τούτοις ἐπὶ μετώπου κέρας , ᾧ ταυρηδόν τε καὶ οὐκ ἀγεννῶς μάχονται , καὶ ἀποφαίνειν τοὺς
5731515 κακοδαιμον
[ . ] οὐχ ? ? ? ὁρᾶιϲ με , κακόδαιμον , πάλαι ; ἀπροϲδόκητον [ ] . οὐχ ὑγιαίνει
, ὃν χρῆν φράζειν ἀνθρωπείως ; Ἀλλ ' , ὦ κακόδαιμον , ἀνάγκη μεγάλων γνωμῶν καὶ διανοιῶν ἴσα καὶ τὰ
5731038 κεφαλαν
ἐν φάει , κρυφᾷ δέ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν καὶ λιπαρῷ Σμυρναίων ἄστεϊ Ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς , ὤνασς
οὐκ ἀτιμᾱσαντά νιν ἑπτάπυλοι Θῆβαι : τόν , Εὐρυσθῆος ἐπεὶ κεφαλάν ἔπραθε φασγάνου ἀκˈμᾷ , κρύψαν ἔνερθ ' ὑπὸ γᾶν
5726938 ἀλγος
εἴργω στέργω ἀμέλγω σφίγγω . τὸ δὲ ἀλγῶ ἔχει τὸ ἄλγος , καὶ τὸ ἀργῶ τὸ ἀργός , καὶ τὸ
κώλωνϚʹ . + ἀναπαιστικὰ κῶλα Ϛʹ , εἶτα παράγραφος . ἄλγος ] τὸ κατὰ τὸν Ἀγαμέμνονα . στροφὴ ἑτέρα κώλων
5724974 κυανεον
προπομπὴν ποιοῦντες φύλλα συκῆς ἐκρέμων τῇ προπομπῇ καὶ ἔβαινον . κυάνεόν τε χελιδόνιον : ἤτοι κυανοῦν καθ ' ἑαυτό .
ζοφοειδέα χῶρον τηλέπορον , ἀκάμαντα , λιπόπνοον , ἄκριτον Ἅιδην κυάνεόν τ ' Ἀχέρονθ ' , ὃς ἔχει ῥιζώματα γαίης
5720133 στορεσαι
“ τῆς μὲν ἰῆς στιχός ” ἀντὶ τοῦ τάξεως . στορέσαι : “ ἡ μὲν δέμνι ' ἄνωγεν ὑποστορέσαι .
ποτε τοὺς παῖδας , ὥστε καὶ πόδας ὑπονίψαι καὶ κλίνην στορέσαι καὶ παραστῆναι διακονουμένους . εὐφραίνοιντο γὰρ οὐκ ὀλίγως παρὰ
5716712 πλαστιγγι
μάταιος ἐκ νυκτῶν φόβος κινεῖ ταράσσει καὶ διωκάθει πόλεως χαλκηλάτῳ πλάστιγγι λυμανθὲν δέμας . καὶ τοῖς τοιούτοις οὔτε κρατῆρος μέρος
Χάρις λάμπει περὶ σὰν πτέρυγα χρυσέαν , καὶ τὸ τεᾶι πλάστιγγι δοθὲν μακαριστότατον τελέθει : τὺ δ ' ἀμαχανίας πόρον
5707464 Ἀφροδιτα
εὔχεσθαι Κύπριδι δαιμονίαι : οὐ γὰρ τοξοφόροισιν ἐμήσατο δῖ ' Ἀφροδίτα Πέρσαις Ἑλλάνων ἀκρόπολιν προδόμεν . . . : Θεόπομπος
ἄρξομαι δὲ ἀπὸ τῆς μελοποιοῦ . Ποικιλόθρον ' ἀθάνατ ' Ἀφροδίτα , παῖ Διὸς δολοπλόκε , λίσσομαί σε , μή
5706805 μαια
. . ] διὰ τὴν εἰς α κατάληξιν , ὡς μαῖα καὶ ὦ μαῖα . οὐκοῦν ] τὸ λοιπόν .
παλαιός , καὶ περαιῶ τὸ πέρας , καὶ μαιῶ τὸ μαῖα , καὶ ματαιῶ τὸ μάταιος . Τὰ εἰς Ω
5704341 χερος
μάχαιρα : γράφεται καὶ θείνετε : τὰ δύο : ἐκ χερὸς ἱέμενοι : ἀντὶ τοῦ ἱέντες . ἁπλούστερον δὲ ὡς
πέπλοις Ἐρινύων τὸν ἄνδρα τόνδε κείμενον , φίλως ἐμοί , χερὸς πατρῴας ἐκτίνοντα μηχανάς . Ἀτρεὺς γὰρ ἄρχων τῆσδε γῆς
5703491 δωῃς
τὸ ἧπαρ ὅλον σὺν τῇ χολῇ ἐὰν λειώσας σὺν οἴνῳ δώῃς πιεῖν λάθρα τινί , οὐδέποτε δυνήσεται πιεῖν οἶνον .
: ὁ πιὼν σωθήσεται . ἐὰν δὲ πρὸ τοῦ μανῆναι δώῃς προπιεῖν , οὐ μανήσεται . Ἐὰν δὲ τῆς μαινίδος
5700520 ἀχθος
τοῦ ὑποβαινομένου : κατ ' ἰθυωρίην γὰρ αὐτῷ γίνεται τὸ ἄχθος ἔν τε αὐτῇ τῇ ὁδοιπορίῃ καὶ τῇ μεταλλαγῇ τῶν
ἠνεμόεις πτερύγων ῥόθος , ἀλλὰ καὶ Ἰνδὸν θῆρα κελαινόρινον ὑπέρβιον ἄχθος ἀνάγκῃ κλῖναν ἐπιβρίσαντες , ὑπὸ ζεύγλῃσι δ ' ἔθηκαν
5699393 τεον
' ἅμα καὶ πολύολβος . Μὴ δὲ παροιχομένοισι κακοῖς τρύχου τεὸν ἧπαρ : οὐκέτι γὰρ δύναται τὸ τετυγμένον εἶναι ἄτυκτον
ἐσσί , πατὴρ δέ τοί ἐστι Μενάλκας . δεῖξον ἐμοὶ τεὸν ἄλσος , ὅπῃ σέθεν ἵσταται αὖλις . δεῦρ '
5696841 ἁλικα
φαινόμενος ” . Γ χόνδρον ] ὃν ⌈ ἄλικα [ ἅλικα Γ ] Ῥωμαῖοι καλοῦσιν . Γ ὅπως κατασκευάζεται ὁ
διὰ τοῦ χόνδρου ῥοφήματα . Χόνδρον ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ τὸν ἅλικα . χρὴ δὲ τοῦτον παραλαμβάνειν , ἐφ ' ὧν
5695369 κρανιον
φυτείαν τῆς ἐλαίας , τοῦ δὲ καταγῆναι τοῦ φαλακροῦ τὸ κρανίον τὸν ἀετὸν ῥίψαντα τὴν χελώνην , ὅπως τὸ χελώνιον
τῇ παχείᾳ τὸ περικείμενον ἔξωθεν ὀστοῦν , ὃ δὴ καὶ κρανίον ὀνομάζουσι , καθάπερ τι κράνος ἐπίκειται : τὴν μήνιγγα
5689963 φορει
τρίς , καὶ μύροις ἀλείφεται . αἰεὶ δὲ χαίτην ἐκτενισμένην φορεῖ βαθεῖαν , ἀνθέμοισιν ἐσκιασμένην . καλὸν μὲν οὖν θέημα
ἵνα θεωρῶς ' οἱ παρόντες τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ γελῶσα , διατελεῖ τὴν
5689283 φασγανωι
ὦ γεραιέ , μῦθον : οὐ γὰρ εὖ φρονεῖς . φασγάνωι λευκὴν φονεύων τῆς ταλαιπώρου δέρην . ὦ τάλαιν '
, μὴ δόλος τις ἦι . ὡπλισμένος δὲ χεῖρα τῶιδε φασγάνωι τὰ πίστ ' ἐμαυτῶι τοῦ θράσους παρέξομαι . ὠή
5686894 πᾳ
ἀρετᾶς πέρι καὶ ῥιμφαρμάτου διφˈρηλασίας . ἐμὲ δ ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτˈρύνει φάμεν Ἐμμενίδαις Θήρωνί τ ' ἐλθεῖν κῦδος
ἄλειφαρ . Νύμφαι Κασταλίδες Παρνάσιον αἶπος ἔχοισαι , ἆρά γέ πᾳ τοιόνδε Φόλω κατὰ λάινον ἄντρον κρατῆρ ' Ἡρακλῆι γέρων
5677989 θεισα
ἐγὼ αἰτίη τούτων , ἐγὦιμι , Γάστρων , ἤ σε θεῖσα ἐν ἀνθρώποις . ἀλλ ' εἰ τότ ' ἐξήμαρτον
Στήσαντες , στήσασαι , στήσαντα . Ἑνικά . Θείς , θεῖσα , θέν : καὶ αὕτη ὁμοίως τῇ τοῦ παρατατικοῦ
5676760 τευθιδια
δεῖ ἐγκρασιχόλους ἢ ἀθερίνας ἢ τριγλίδας μικρὰς σηπίδιά τε καὶ τευθίδια καὶ καρκίνια . Εὔβουλος : ὦ χάριτες , αἷσι
τι ἂν ᾖ , ὁσίας ἕνεκα , σηπίδι ' ἢ τευθίδια , πλεκτάνια μικρὰ πουλύποδος , νῆστίν τινα , μήτραν
5676681 ταραξας
Πρὸς ἴκτερον . ] Χρυσολαχάνου σπόρον καὶ μέλι καὶ κρόκον ταράξας εἰς τὸ κραββάτιον χρῖε καὶ ὠφελεῖ . [ Περὶ
αὐτοὺς ἥξειν εἰπὼν καὶ δέος σφίσιν οὐ μικρὸν ἐγκατοικίσας καὶ ταράξας τὴν γνώμην τοῖς ῥήμασι πάλιν δι ' ἐρήμου πορευθεὶς
5672585 λωιον
ἄλλο σε λάθει : τὸ δ ' ἄρ ' ἦς λώιον ἔμμεναι ξέννον τὼν χαλέπων παῖδος ἐρώτων προγενέστερον . τῷ
μέγα θυμὸν ἀέξει θάρσος , ὅ πέρ τε πέλει πολὺ λώιον ἀνθρώποισιν . Ἀλλ ' ἄγ ' ἀριστῆες μὲν ἐὺν
5670598 χειλεα
ὀκτὼ πληρώσας λίθων πλὴν κάρτα βραχέος τοῦ περὶ αὐτὰ τὰ χείλεα , ἐπιπολῆς τῶν λίθων χρυσὸν ἐπέβαλε , καταδήσας δὲ
σε φιλῆσαι , φεῦγε : κακὸν τὸ φίλημα : τὰ χείλεα φάρμακον ἐντί . ἢν δὲ λέγῃ , “ λάβε
5662385 κωρος
θνᾴσκων ὅ οἱ οὐ μόρον αἰνὸν ἄμυνεν . Ἰξευτὰς ἔτι κῶρος ἐν ἄλσεϊ δενδράεντι ὄρνεα θηρεύων τὸν ἀπότροπον εἶδεν Ἔρωτα
τὴν αὐτὴν αἰτίαν . ἀλωὴ δὲ καὶ ἡ ἅλως . κῶρος : ἀπὸ τοῦ κόρη κόρη ἡ τοῦ ὀφθαλμοῦ οἱονεὶ
5662144 ἁπαλον
, τὸ δὲ γαῦρον ἀπὸ τοῦ ἄρχειν . στόμα δὲ ἁπαλὸν καὶ ἀνάμεστον ὀπώρας ἐρωτικῆς , φιλῆσαι μὲν ἥδιστον ,
αἰγλάεντος [ ] ἀστήρ ὠρανῶ διαιπετής ἢ χρύσιον ἔρνος ἢ ἁπαλὸν [ ψίλον ] [ ! ῀ν ! ] [
5660432 δο
ἔφυ , ὅ τι μὴ συγγενές . Ἄγρια δέ μοι δο - κέει ταῦτα πάντα εἶναι : ἄνθρωποι δὲ αὐτὰ
φίλου [ ] ς ἕληις ? : [ ] καρδίην δο ? ? ! [ [ ] ! [ [
5659852 τηις
οὐδὲν ? ἦσσον ἢ Βατυλλίδα στέργω , ἐν τῆισι χερσὶ τῆις ἐμῆισι θρέψασα . ἐπεὰν δὲ τοῖς καμοῦσιν ἐγχυτλώσωμεν ἄξεις
ὂν ? δὲ ? γρήιηισι ? ? ? πρέπει γυναιξὶ τῆις νέηις ἀπάγγελλε ? : τὴν Πυθέω δὲ Μητρίχην ἔα
5658365 Μενελαε
ἡ τοῦ Πρωτέως θυγάτηρ ἐν Φάρῳ φησὶ πρὸς αὐτόν : Μενέλαε , εἴπερ βούλει μαθεῖν τὸ περὶ σὲ πᾶν ,
Ὣς φάμενον προσέειπεν ἐυμμελίης Ἀγαμέμνων : Μὴ νῦν , ὦ Μενέλαε , μέγ ' ἀχνύμενος περὶ θυμῷ σκύζεο μητιόωντι Κεφαλλήνων
5654178 ἐγρεο
ποδὶ κινήσας , καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν : “ ἔγρεο , Νεστορίδη Πεισίστρατε : μώνυχας ἵππους ζεῦξον ὑφ '
αἶψα ] εὐθύς , θᾶττον ἑκάτερθε ] ἀμφοτέρωθεν διὰ ῥέθος ἔγρεο : κατὰ τὸ πρόσωπον τύπτων καὶ πλήσσων διέγειρε ἐμβοόων
5651559 πυκινως
' ἐπ ' ἀνθρακιῆς φλόγα τούτοις μὴ προσενεγκὼν καὶ κίνει πυκινῶς , μὴ προσκαυθέντα λάθῃ σε . ἀλλ ' οὐ
κ ' ἐς τεῖχος ἀναπνεύσωσιν ἀλέντες , αὖτις ἐπανθέμεναι σανίδας πυκινῶς ἀραρυίας : δείδια γὰρ μὴ οὖλος ἀνὴρ ἐς τεῖχος
5649333 σπλαγχνοισιν
. Πόνος , τοῖσιν ἄρθροισι καὶ σαρκὶ σῖτος , ὕπνος σπλάγχνοισιν . Ψυχῆς περίπατος , φροντὶς ἀνθρώποισιν . Ἐν τοῖσι
ἐν οὐδενί . Φροντὶς νοῦσος χαλεπή : δοκέει ἐν τοῖσι σπλάγχνοισιν εἶναι οἷον ἄκανθα καὶ κεντέειν , καὶ ἄση αὐτὸν
5647744 ὑπομακρον
πελεκίνου σπέρμα πρὸ τῆς συνουσίας ἐγκλυζέσθω . Κοχλίον θαλάσσιον τὸν ὑπόμακρον καύσας καὶ λειώσας πρόσβαλλε ὠοῦ τὸ λευκὸν ἢ ὄνειον
εἰς τουτὶ τὸ κοῖλον ἐγχέας ἔπειτ ' ἄνωθεν ῥάβδον ἐνθεὶς ὑπόμακρον , γενήσεταί σοι τῶν κατακτῶν κοττάβων . Οἴμοι καταγελᾷς

Back