οἷον καὶ ὁ Σοφοκλῆς εἰσάγει εἰς τὴν σκηνὴν τὸν Οἰδίπουν πεπηρωμένον , τὸν Αἴαντα ἑαυτὸν σφάττοντα . τὰ μὲν γὰρ
τῷ ῥητῷ χρώμενον , ὡς ἐπὶ τούτου : νόμος τὸν πεπηρωμένον ἀπὸ τοῦ δημοσίου τρέφεσθαι : καὶ τὸ μὲν παράδειγμα
6849182 ὀϲχεον
τῆϲ ἥβηϲ εὐθυτενῆ τὴν διαίρεϲιν παρέχοντεϲ παράλληλον τῇ διχοτομούϲῃ τὸν ὄϲχεον γραμμῇ διαιροῦντεϲ τέωϲ τὸν ἐλυτροειδῆ . ἐν ἐπιγενητῷ δὲ
δὲ τοῦτον τὸν τρόπον : ψιλώϲαντεϲ τὴν ἥβην καὶ τὸν ὄϲχεον , εἰ μὴ παῖϲ ᾖ , κατακλίνομεν αὐτὸν ὕπτιον
6750221 συστρατηγον
τέλους ἀντίθεσιν , ὡς ἐπὶ τοῦ στρατηγοῦ τοῦ ἀνελόντος τὸν συστράτηγον ὡς μοιχὸν καὶ κρινομένου συνειδότος : μετὰ γὰρ τὴν
ἐτρέπετο πάντα . Φούλβιος δ ' ἐς Καπύην πρὸς τὸν συστράτηγον ἐπανῄει , καὶ τοῖς Καπυαίοις προσέβαλλον ἄμφω καρτερῶς ,
6693154 βιαζομενον
ὅλως τὸ φωτιζόμενον ἔσται τόδε ἕλκον ἀπὸ τοῦ φωτίζοντος καὶ βιαζόμενον προελθεῖν : ἐπεὶ οὐδὲ συμβεβηκός , ὥστε πάντως ἐπ
φεύγειν αὐτὸν ὡς ἐν ἀπόροις , ἄνω διὰ τῶν κρημνῶν βιαζόμενον , καὶ μετεπήδων ἐπὶ τὴν φαντασίαν τοῦ πυρὸς καταθέοντες
6625587 ἡλον
ὡς δέ τινες , ὑποσχομένης ποιήσειν ἀθάνατον , καὶ τὸν ἧλον ἐξελούσης , διαῤῥυέντος τοῦ ἰχῶρος σὺν ὅλῳ τῷ αἵματι
καρύα , οἱονδήποτε κλάδον δάκε , καὶ ξηρανθήσεται . ἢ ἧλον πεπυρωμένον εἰς τὴν ῥίζαν ἔμπηξον οἱουδήποτε δένδρου . ἢ
6608910 νοϲεοντα
ὁ τόκοϲ τῶνδε γίγνεται ὀλέθριοϲ . χρὴ ὦν μήτε τὸν νοϲέοντα ϲιγῆν αἰδοῖ τοῦ ἐλέγχου τῆϲ νούϲου μηδὲ ὑποδιδρήϲκειν δέει
τροφὴν ἐν τῇ κοιλίῃ ϲχέθειν καὶ εὔπνοον καὶ εὔϲφυκτον τὸν νοϲέοντα θέμεναι . ἢν δὲ ἐπὶ μέζω γίγνηται τάδε ,
6538122 κηφηνα
κισσὸν ὑπὲρ τύμβου ζῶντα Μάχωνι φέροις . οὐ γὰρ ἔχεις κηφῆνα παλίμπλυτον , ἀλλ ' ἄρα τέχνης ἄξιον ἀρχαίης λείψανον
Ἀὴρ διὰ τῶν νεφέων διάπεμψον Ἀντικύραν , ἵνα τόνδε κόριν κηφῆνα ποιήσω . γρυμέα θυροκοπεῖν καὶ θυροκοπία νεκρόν περίδου πολιτοκοπεῖν
6534361 παϲχοντα
, φηϲὶν ὁ Γαληνόϲ , κατ ' ἐνιαυτὸν ἦροϲ ὥρᾳ πάϲχοντα τὸ τοῦ παλμοῦ ϲύμπτωμα τῆϲ καρδίαϲ , κἀπειδὴ τριϲὶν
τὴν ὀδύνην . Ἄλλο . γῆϲ ἔντερα λεάναϲ ἐπίχριε τὸν πάϲχοντα κρόταφον : ποιεῖ παραδόξωϲ : ὁμοίωϲ δὲ χρῶ καὶ
6528254 ἀνταγωνιστην
ἄρα καὶ ὁ Ἀριστογείτων ἐπὶ τῷ παιδεῦσαι ἄνθρωπον , καὶ ἀνταγωνιστὴν ἡγεῖτο εἶναι τὸν Ἵππαρχον . ἐν ἐκείνῳ δὲ τῷ
: ἤλπισας τὴν Τροίαν χρυσῷ ῥέουσαν ταῖς δαπάναις πλημμυρεῖν : ἀνταγωνιστὴν μέγαν : ἀντεραστήν : λυποῦνται γὰρ οἱ ἐρῶντες ὅταν
6528169 κανθον
τῆς ῥινὸς συνιστάμενον . ῥήγνυται δὲ πολλάκις εἰς τὸν μέγαν κανθόν : ἔστι δὲ ὅτε καὶ λυμαίνουσι καὶ τερηδωνίζουσι τὰ
κανθὸν μέροϲ τοῦ πτερυγίου , φυλαϲϲόμενοι τὰ βλέφαρα καὶ τὸν κανθόν . τοῖϲ μὲν γὰρ τὰ βλέφαρα ϲυνδιακοπεῖϲι πρόϲφυϲιϲ γίγνεται
6517572 Στρεψιαδην
γὰρ ἡ διατριβὴ Σωκράτους . αὐτὸν : ἀντὶ τοῦ ” Στρεψιάδην “ . οἷσπερ ἂν ξυγγένηται ] οἷς ἂν ἀντιταχθῇ
ἀτὰρ οὐδέποτέ γε τὴν πατρίδα καταισχυνῶ ζῶν , ἀλλὰ καλοῦμαι Στρεψιάδην τίς οὑτοσί ; εἰς τὴν ἕνην τε καὶ νέαν
6508573 Ἀνδρονικον
ἔφην . ὁ δὲ τί οὖν οὐ γράφεις πρὸς τὸν Ἀνδρόνικον ; ἔφη . πείθομαι δὴ καὶ ἐπιστέλλω καὶ λέγω
φυγὴν ἐξορμήσας ἑάλω , ἤδη δὲ καὶ οἱ περὶ τὸν Ἀνδρόνικον ὑπὸ τῶν πολεμίων πλεονεκτούμενοι ἐτράπησαν πρὸς τὸ φεύγειν .
6505257 μοιχευσαντα
μὴ ἐμμείνας ἀκοῦσαι , εἰ δεῖ καὶ τιμωρῆσαι αὐτὸν τὸν μοιχεύσαντα , ὥσπερ συλλογισάμενος ὅτι ὁ δεῖνα ἐμοίχευσε . τῷ
ἤτοι τῷ μοιχεύσαντι δεῖ πολεμεῖν , ἤτοι τιμωρεῖν δεῖ τὸν μοιχεύσαντα ἢ τὸν καταφρονήσαντα εὐθὺς χαλεπαίνει καὶ ὁρμᾷ πρὸς τιμωρίαν
6503043 Ἰρον
ὃ καὶ μεταμώνια βάζεις . [ ἦ ἀλύεις , ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην ; ” ] ὣς ἄρα φωνήσας
πτωχοῦ δὲ περιθέμενος ῥάκη καὶ προσαιτῶν καὶ τῇ πρὸς τὸν Ἶρον πάλῃ τὸ σόφισμα συσκιάζων ἀπατήσας τοὺς οἴκοι μνηστῆρας ;
6492740 ἐλλειποντ
Καδμείων πόλει . ὑμᾶς δὲ χρὴ νῦν , καὶ τὸν ἐλλείποντ ' ἔτι ἥβης ἀκμαίας καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳ ,
. Ξ χρὴ ] πρέπει . μερισμός . Ξ τὸν ἐλλείποντ ' ] καὶ τὸν νέον καὶ τὸν αὔξοντα τὴν
6487011 ἀνθυπατον
, ὥστε τὸν ἄνδρα ἐξόριστον τῶν Ἀθηνῶν εἰργάσατο δεκάσαντες τὸν ἀνθύπατον , καὶ τὴν ἐπὶ λόγοις βασιλείαν εἶχον αὐτοί .
τῆς ἀρχῆς , ἀλλ ' εἰς ἀρχὴν μετέστησε χείρονα , ἀνθύπατον αὐτὸν ἐπιστήσας τῆς νῦν ἰδίως Ἀσίας καλουμένης . αὕτη
6474852 πρωκτον
ἐπὶ τὸ χεῖρον ἰωμένων . Καὶ Ἀριστοφάνης : Ἀκεσίας τὸν πρωκτὸν ἰάσατο . Ἀκκίζεσθαι : Ἀκκὼ γυνή τις ἐπὶ μωρίᾳ
πρωκτὸν τοῦτο ὑπέβαλεν . διὰ τοῦ τὸ κρέας εἰς τὸν πρωκτὸν ἐμβαλεῖν τὴν μοχθηρίαν καὶ ῥυπαρίαν αὐτοῦ δείκνυσιν , ὅτι
6468677 οὐρητηρα
παραστάται δ ' εἰσὶ πόροι ἀπὸ τῶν ὄρχεων εἰς τὸν οὐρητῆρα κατάγοντες καὶ ἐκπέμποντες τὸ σπέρμα . ἀπὸ δὲ τῶν
ἐξιλεῶσαι αὐτὸν , τομὴν παραμήκη ἄνωθεν διελογιζόμεθα . τὸν γὰρ οὐρητῆρα , εἰ μὴ μεγάλη ἀνάγκη , οὐ χρὴ τέμνειν
6460873 δρυϊνον
τι ἄλλο τοιοῦτον : ὡς καὶ Ὅμηρος : οὐδόν τε δρύϊνον προσεβήσετο : ἢ τὸ πανέσχατον , εἴ ποτε πυρὸς
. δρύον ἂν εἴη : παρὰ τὴν δρῦν , οἷον δρύϊνον . Δεῖπνον . τὸ παρ ' ἡμῖν ἄριστον .
6451657 σειραφορον
γραφὴν οὕτως ἠθικῶς λέγοντος , οἷον ” ἀπάξεις σὺ τὸν σειραφόρον εἰς μυλῶνα ἐπὶ τὸ ἀλήθειν “ ἀντὶ τοῦ ”
: εἰ μὴ ἄρα λέγει : ἄξεις σεαυτὸν ὡς τὸν σειραφόρον , ὅπου αὐτὸς ἐργάζῃ . πρὸς μὲν τὸ ”
6436977 χειρουργουμεν
τελείως μεταβληθῇ εἰς πῦον . οὕτω δὴ μόνον τὸν ἀσκίτην χειρουργοῦμεν , καὶ τότε παραφυλάττομεν μήτε τοῦ ἤτρου , μήτε
μὲν διὰ ῥευματιϲμόν , ποτὲ δὲ δι ' ἕλκωϲιν : χειρουργοῦμεν δὲ αὐτό , οὐχ ἵνα τὴν ὅραϲιν ἀπολωλυῖαν ἀνακαλεϲώμεθα
6403624 Κυνικον
Ὅτι πᾶν ὑπόληψις . δῆλα μὲν γὰρ τὰ πρὸς τὸν Κυνικὸν Μόνιμον λεγόμενα : δῆλον δὲ καὶ τὸ χρήσιμον τοῦ
χρείας τὸ φασί , τὸ λέγεται , οἷον Διογένην τὸν Κυνικὸν φιλόσοφον ἰδόντα μειράκιον πλούσιον ἀπαίδευτόν φασιν εἰπεῖν , ἢ
6395361 λατριον
τοὺς Μολιονίδας ὁ Ἡρακλῆς ἵν ' εἰσπράξηται τὸν Αὐγείαν . λάτριον δὲ μισθὸν τὸν ἀντὶ τῆς λατρείας καὶ ὑπηρεσίας .
τοῦ ἀπαιτητικῶς ἀπῄτει καὶ ἐζήτει τῷ Αὐγέᾳ τὸν μισθὸν τὸν λάτριον , τὸν ὑπέρβιον καὶ τὸν πολὺν ἑκὼν καὶ βουλόμενος
6386736 Δαον
λόγου . ὅμως δὲ τὴν θύραν γε κόψας ἐκκαλῶ τὸν Δᾶον : οὗτος γὰρ προσέξει μοι μόνος . πολλὴ μὲν
θεούς . κράτιστον , εἴπερ ἐστὶ παντελῶς σαπρόν . τὸν Δᾶον ἐκ τῶν γειτόνων ἐγὼ καλῶ ; Δᾶον καλεῖς ,
6378823 ὀφθαλμον
τὸ μέγεθος , τὸ πρόσωπον ὡραῖον καὶ τὸν λαιὸν τὸν ὀφθαλμὸν ὡς ὑποκεχυμένον , τὸ στῆθος μὲν εὐρύτερον , ἀλλὰ
ἕκαστα τῶν πραττομένων σκοπῶν ἀγγελῶ σοι . καλεῖ δὲ τὸν ὀφθαλμὸν ἡμεροσκόπον , ἐπειδὴ ὥσπερ τοὺς κατασκόπους ἔχομεν , οὕτω
6374798 βρογχον
μορίων ἡ κατάπαρϲιϲ γένηται , οἷον ἐγκέφαλον ἢ καρδίαν ἢ βρόγχον ἢ πνεύμονα ἢ ἧπαρ ἢ κοιλίαν ἢ ἔντερα ἢ
λευκότριχας , αὐχένα καὶ τράχηλον βραχὺν καὶ παχὺν ἔχοντας , βρόγχον δὲ μακρότερον . ἀρίστη δὲ ὥρα πρὸς τὴν τούτων
6365827 Προκυνα
ζώνη τόν τε Πρόκυνα καὶ τὸν Κύνα , τὸν μὲν Πρόκυνα χωρίζουσα πρὸς ἀνατολὰς ὅλον οὐκ ὀλίγῳ ἐκτὸς τοῦ γάλακτος
τῷ Τοξότῃ φασὶν ἀντικαταδύνειν τήν τε Ἀργὼ ὅλην καὶ τὸν Πρόκυνα , συνανατέλλειν δὲ τόν τε Ὄρνιθα , καὶ τὸν
6357724 Εὐκρατην
λογισμῶν . ἐπ ' ἄλλον ἀπίωμεν . Παρὰ τὸν σὸν Εὐκράτην , εἰ δοκεῖ . καὶ ἰδοὺ γάρ , ἀνέῳγε
σὺ ὀνειροπολεῖς τὸν πλοῦτον ; ὁρᾷς δ ' οὖν τὸν Εὐκράτην αὐτὸν μὲν ὑπὸ τοῦ οἰκέτου πρεσβύτην ἄνθρωπον . .
6357356 ἑλλεβορον
ἐκ πολλῶν αἰσθήσεων γινομένων ἐμπειρία ἀθροίζεται μία τοῦ καθαίρειν τὸν ἑλλέβορον : ἧς συναυξανομένης τε καὶ προσλαμβανούσης αἴσθησιν ὁμοίαν καὶ
τοῦ ἐμοῦ πατρὸς καὶ τοῦ ἐμοῦ πάππου ἰατρὸς οὐδεὶς ἐδίδου ἑλλέβορον : οὐ γὰρ ἠπίσταντο τὴν κρᾶσιν αὐτοῦ καὶ τὸ
6346558 Κορισκον
; εἰ δὲ ἐν ταῖς προτάσεσιν ἀποδώσει τὸ ἁπλῶς τὸν Κορίσκον λέγειν , ἐν δὲ τῷ συμπεράσματι ὅτι οὐκ οἶδα
καὶ ἓν σημαίνει , ἀλλὰ πολλά , τόν τε ὁρώμενον Κορίσκον καὶ τὸν κεκαλυμμένον , ὥσπερ οὐδὲ ἐκεῖ , ἤγουν
6344940 χρηματιστην
προκείμενα ἀμφισβητήσιμα μὲν διὰ τὸν ἰατρόν τε καὶ παιδοτρίβην καὶ χρηματιστήν , ἀσαφῆ δὲ διὰ τὸ μήπω γνωρίμου ὄντος τοῦ
διαγωνίζονται , εἴ γε μὴ χρηματιστὴς εἴη : τὸν δὲ χρηματιστήν , οὐδ ' ἂν πλουσιώτατος ὢν τύχῃ , συμβουλεύσω
6339913 ἀθλητην
ἱκαναῖς . οὕτω καὶ νόμιμον ῥήτορα τὸν ἱκανὸν καὶ νόμιμον ἀθλητήν φαμεν ὅ τι δὲ ἕκαστος . . . :
, οἷον ὑποκριτήν τινα νικᾶν τῶν ἐν τῇ σκηνῇ ἢ ἀθλητήν : προαιρεῖται δὲ ταῦτα οὐδεὶς ἀλλ ' ὅσα οἴεται
6338720 τλητικον
. τὸ ταλαίπωρον ] τὸ καρτερικόν , τὸ ὑπομένειν , τλητικόν . καὶ τὸ ταλαίπωρον : δείκνυσι διὰ τούτων πάντων
τλήμονα οἱ νεώτεροι τὸν ἀτυχῆ , ὁ δὲ Ὅμηρος τὸν τλητικόν , τὸν ὑπομενητικόν . . . . ὣς ἔφατ
6317891 τιτθον
τὴν πολιάν , ὀλοφυρομένης δὲ τῆς μητρὸς καὶ προϊσχομένης τὸν τιτθόν , ὅν , ἡνίκα παιδίον ἦν Ἕκτωρ , ἔφη
τεκμηράμενος ὅσον τὸν μαζὸν ἐκχωρήσει , καὶ οὕτως ἐντιθέναι τὸν τιτθόν : ἢν δὲ διαπύῃ , ἄμεινον τάμνειν , καὶ
6317277 ἀκαταβλητον
⌈ μοι [ μου ] καὶ τὰ ἑξῆς . τὸν ἀκατάβλητον ] τὸν ἄδικον . διανοεῖ ] διανοῇ . τί
: ταῦτα λέγει ὡς συκοφαντούμενος ὑπ ' αὐτοῦ . τὸν ἀκατάβλητον ] τὸν ἀήττητον , τὸν μηδενὶ καταβαλλόμενον : ἤγουν
6295348 Παιωνα
τῶν ἀπηρχαιωμένων τούτων περάνῃς , τὸν Τελαμῶνα , μηδὲ τὸν Παιῶνα , μηδ ' Ἁρμόδιον . . , : Πόθεν
μηδὲν τῶν ἀπηρχαιωμένων τούτων περάνῃς , τὸν Τελαμῶνα μηδὲ τὸν Παιῶνα μηδ ' Ἁρμόδιον . ΩΙΟΣΚΥΦΙΑ . περὶ τῆς ἰδέας
6291412 ἀντεραστην
, ἀλλὰ προσεδόκα τάχα αὐτῷ καταβήσεσθαι καὶ θεὸν ἐξ οὐρανοῦ ἀντεραστήν . καλέσας τοίνυν Φωκᾶν διηρεύνα “ τίνες εἰσὶν οἱ
με Θεοφράστου πεποίηκας ἐραστήν . Ἥκω σοι τὸν Εὐξίθεον ἄγων ἀντεραστήν , ὦ Θεόφραστε : ἐρᾷ γὰρ καὶ αὐτὸς φιλοσοφίας
6282121 περινεον
δὲ τετράγωνον καταγλυφὴν , ὥστε στυλίσκον ἐνεῖναι , ὃς παρὰ περίνεον ἐὼν περιῤῥέπειν τε κωλύσει , ἐών τε ὑποχάλαρος ὑπομοχλεύσει
ἱμάντοϲ δὲ μαλθακοῦ τε καὶ ἰϲχυροῦ τὴν μεϲότητα κατὰ τὸν περίνεον ἁρμόϲαντεϲ ἐπὶ τὸν ὦμον ἀναγάγωμεν , ἔμπροϲθεν μὲν διὰ
6240891 σκυτοτομον
Οὐκοῦν διὰ ταῦτα ἐν μόνῃ τῇ τοιαύτῃ πόλει τόν τε σκυτοτόμον σκυτοτόμον εὑρήσομεν καὶ οὐ κυβερνήτην πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ ,
: ἐργαστὴν δερμάτων . , τὸν τὰς βύρσας ἐργαζόμενον , σκυτοτόμον τὸν τὰς βύρσας θεραπεύοντα καὶ μαλάξοντα καὶ ἐμβρέχοντα .
6238068 ἀσωτον
Ἄρης ἐπιθεωρήσῃ τὸν ὡροσκόπον ἢ τὴν Σελήνην , δαπανήσει εἰς ἄσωτον τὰ χρήματα : ἐὰν δὲ Ἀφροδίτη μετὰ Ἄρεως γένηται
ὁ δ ' αὐτῶν αὐτίκ ' ἀγνοίᾳ λαβὼν ἔσθει βορὰν ἄσωτον , ὡς ὁρᾷς , γένει . κἄπειτ ' ἐπιγνοὺς
6232816 Σαλμωνεα
τοὺς θεοὺς πάντας ἀπέρριψεν ἀπὸ τοῦ θεσπεσίου βηλοῦ καὶ τὸν Σαλμωνέα ἀντιβροντῶντα πρῴην κατεκεραύνωσε καὶ τοὺς ἀσελγεστάτους ἔτι καὶ νῦν
πη ἔχει ; ἢ οὐχ ὁρᾷς , ὡς οὐδὲ τὸν Σαλμωνέα εἴκασαν οἱ ποιηταὶ αὐτῷ , καίτοι κερανοὺς ἀφιέντα ,
6227422 Σκυθην
χώρῳ κολάζεσθαι , βαρβάρων δὲ Κύρους τε ἀμφοτέρους καὶ τὸν Σκύθην Ἀνάχαρσιν καὶ τὸν Θρᾷκα Ζάμολξιν καὶ Νομᾶν τὸν Ἰταλιώτην
μὲν Ἀγάθυρσον αὐτῶν , τῷ δ ' ἑπομένῳ Γελωνόν , Σκύθην δὲ τῷ νεωτάτῳ : τοῦτο δὲ τῆς ἐπιστολῆς μεμνημένην
6226810 ἀνεκτικον
τὸν δεῖνα , οὐκ ἐδυσωπήθην ὑπὸ τοῦ δεῖνος , τὸ ἀνεκτικὸν ἐγύμνασα , τὸ ἀφεκτικόν , τὸ συνεργητικόν καὶ οὕτως
: καὶ τὸ στοχαστικὸν τῶν φίλων κηδεμονικῶς : καὶ τὸ ἀνεκτικὸν τῶν ἰδιωτῶν καὶ τῶν ἀθεωρητὶ οἰομένων : καὶ τὸ
6221351 καθηϲομεν
διὰ τὸ ἀϲφαλὲϲ μότου ϲτρεπτάριον διὰ μόνηϲ τῆϲ τοῦ ἐπιγαϲτρίου καθήϲομεν διαιρέϲεωϲ . ἀνακλίναντέϲ τε καὶ ἀνακτηϲάμενοι τὸν ἄνθρωπον τῇ
ϲχηματίϲαι τὸν πάϲχοντα οἰκείωϲ , ἐπιϲπαϲάμενοι τὴν πόϲθην εἰϲ τοὔμπροϲθεν καθήϲομεν ἄγκιϲτρα γ ἢ δ εἰϲ αὐτὴν τὴν ἄκραν καὶ
6220990 διδυμον
ὑμένων ὁμοιότητα , δεῖ κελεύειν τῷ ὑπηρέτῃ καὶ πλαγιάζειν τὸν δίδυμον ἰσχυρῶς καὶ ἀνιέναι τὴν τάσιν πρὸς τὸ ἐπιρρυῆναι πάλιν
. ἔπειτα καταλέγουσιν , ὅσην χώραν ἐπῆλθον : πῆι μὲν δίδυμον ˈ χθονὸς Εὐρώπης ˈ μέγαν ἠδ ' Ἀσίας ˈ
6217171 ἀπευθυνετω
ἐπιδείσθω : κατόπιν δὲ τοῦ σωλῆνος νάρθηξ ἐντιθέμενος καὶ συνεπιδεόμενος ἀπευθυνέτω μετὰ τοῦ σωλῆνος τὸ μέρος . τοῖς δὲ μὴ
παρόρα ἐπὶ τὸν ἡγούμενον . Τὸν ἴδιον λόχον ὁ οὐραγὸς ἀπευθυνέτω . Συντήρει τὰ ἐξ ἀρχῆς διαστήματα . Ἐπὶ δόρυ
6212715 αἱματικον
γινομένην ὀδύνην ἐν τοῖς ἄρθροις ἰᾶσθαι δυνατόν . Εἰ μὲν αἱματικὸν ὑπολάβοις εἶναι τὸν συρρεύσαντα χυμὸν εἰς τὰ ἄρθρα ,
καὶ τὴν φύσιν αὐτὴν τοῦ πάθους . εἰ μὲν γὰρ αἱματικὸν εἶναι τὸν χυμὸν ἡ διάγνωσις ὑπαγορεύει σοι τὸν ποιήσαντα
6207805 ἀδικησαντα
καὶ προστιθεὶς ἑαυτῷ , ταύτην ὁ δίκαιος ἀνακαλεῖται ζημιῶν τὸν ἀδικήσαντα τοσοῦτον ὅσον ἠδίκησε : καὶ οὕτως ἑκατέρῳ τὸ ἴσον
ὥστε ἀπαρακολουθήτως παθεῖν . Καὶ ἐπὶ τοῦ θυμοῦ εἶδε τὸν ἀδικήσαντα , ὁ δὲ θυμὸς ἀνέστη , οἷον εἰ ποιμένος
6198835 ϲφυγμον
ἀναφέρουϲι δηλωτικὸν τοῦ τὴν νόϲον ἐργαζομένου χυμοῦ , καὶ τὸν ϲφυγμὸν ϲκληρόν τε καὶ ἐμπρίοντα ἴϲχουϲι : τοῖϲ δὲ τὸ
τοὺϲ τόπουϲ : καὶ οὕτωϲ ἀκριβῶϲ ϲημειωτέον τῇ ἁφῇ τὸν ϲφυγμὸν καὶ μετρεῖν ἀπὸ τῶν ὤτων ὡϲ τρεῖϲ δακτύλουϲ τὸ
6198393 ἀτυχη
κειμένου , καὶ ὑπεκρύβη τὸν Πτολεμαῖον . ὕστερον δὲ ὡς ἀτυχῆ τοῦτόν τινες διέβαλλον . ἄλλοι δὲ λέγουσιν ὅτι αὐτὸς
δὲ χρημάτων πολλοῖς καὶ διὰ τύχην περιγίνεσθαι . ἔλεγε δὲ ἀτυχῆ εἶναι τὸν ἀτυχίαν μὴ φέροντα : καὶ νόσον ψυχῆς
6195545 κυλλαστιν
. μὴ τἄρ ' εἶναί μ ' ἐγκριδοπώλην καὶ τὸν κυλλάστιν φθέγγου καὶ τὸν Πετόσιριν . τῶν χοίρων μνοῦς ἔρι
τῶν ἀνέμων . . , : Αἰγύπτιοι τὸν ὑποξίζοντα ἄρτον κυλλάστιν καλοῦσι . Μνημονεύει δ ' αὐτοῦ Ἀριστοφάνης ἐν Δαναΐσι
6167707 Ἐτεοκλην
πεποίηκεν ἅπαντα . ἄλλοι δὲ τὸ ἀρτίκολλον οἷον ἄρτι τὸν Ἐτεοκλῆν ἀκουσόμενον ὥστε κολλῆσαι τῇ διανοίᾳ ἢ τοῖς ὠσὶν ἀκούσαντα
τῶν καιρῶν ἀκόρεστοι : ταῦτα λέγει ὁ χορὸς πρὸς τὸν Ἐτεοκλῆν καὶ Πολυνείκην . ἄλλως : ἀτρύμονες : ἀδάμαστοι ,
6163290 συμπρακτορα
καὶ κατὰ πρόσωπον τῷ ἀνδρὶ λοιδορήσασθαι ὅτι μὴ καὶ τοῦτον συμπράκτορα ἔσχε τοῦ ἔργου : ὁ δὲ κρατῶν ἠγάσθη τε
τὸν σὸν ] καλεῖ . ἀξιοθάνατον ἢ τὸν σύμμοιρον καὶ συμπράκτορα Τυδέως , ἢ τὸν ἐγγὺς ὄντα θανάτου καὶ σύν
6162594 ἀῤῥωστον
τούτου παράδειγμα λαμβάνει τοῦτο , ὅτι εἰσῆλθον δύο ἰατροὶ πρὸς ἄῤῥωστον , καὶ εὑρήκασι φλεγμονὴν ὑποκειμένην . συνεῖδον ἀμφότεροι κενωθῆναι
οὔρων . Ἡ δὲ ὑπόθεσις τοιαύτη . εἰσέρχῃ πρὸς τὸν ἄῤῥωστον . πρὸ πάντων ζήτησον , εἰ ὀλέθριον ἢ σωτήριον
6155586 μυριωπον
† ἄλευ ' , ἆ δᾶ : φοβοῦμαι , τὸν μυριωπὸν εἰσορῶσα βούταν . ὁ δὲ πορεύεται δόλιον ὄμμ '
αὐτῆς τῆς Ἰοῦς ἐπιστατεῖν μεταμειφθείσης εἰς βοῦν . . τὸν μυριωπὸν ] τὸν διὰ παντὸς τοῦ σώματος ὀφθαλμοὺς ἔχοντα .
6146395 θυρωρον
αὐτὰ ἀναπεταννύειν τοῖς πάθει προειλημμένοις , ἀλλ ' ἐπιστήσαντα ἀκριβῆ θυρωρὸν τὸν λογισμὸν ἅπασι τοῖς λεγομένοις τὰ μὲν ἄξια προσίεσθαι
ταὐτομολεῖν ] τὸ ἐνταῦθα ἐλθεῖν ἀστεῖον ] θαυμαστόν στροφαῖον ] θυρωρὸν καὶ δόλιον ἄνθρωπον . πυλωρόν στροφῶν ] πανουργημάτων ἐμπολαῖον
6140084 σκυλακα
θραύει τοῖν προσθίοιν ποδοῖν τὸν ἕτερον . καὶ ἀνειλόμην χωλεύουσαν σκύλακα ἀγαθὴν καὶ τὸ ζῷον ἡμίβρωτον , καὶ γέγονέ μοι
ἀνθρώπων παιδεύεται , ἀλλ ' εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τόν τε σκύλακα καὶ τὸν πῶλον ταῦτα συνεθίζεσθαί τε καὶ μανθάνειν ,
6136746 ϲωθηναι
καὶ Θεμίϲωνα οἱ μὲν λέγουϲι τῷ πάθει δηχθέντα περιπεϲεῖν καὶ ϲωθῆναι , οἱ δὲ φίλῳ ὑδροφοβιῶντι προϲκαρτερήϲαντα προθύμωϲ καὶ ϲυμπαθῶϲ
διακείμενοι ἢ αὐτομάτωϲ ἄλλοθεν αἱμορραγήϲαντεϲ , τύχηϲ ἀγαθῆϲ εἰϲ τὸ ϲωθῆναι δέονται ἢ καὶ οὐδὲ ϲώζονται . εἰ μὲν οὖν
6136708 νεφρον
ὑπὸ τὸν μαζὸν καὶ ἐς τὸν σπλῆνα καὶ ἐς τὸν νεφρὸν , ἡ δὲ ἀπὸ τῶν ἀριστερῶν ἐς τὰ δεξιὰ
ἧπαρ : καὶ διακραίην ἐκφύσασα ἔναιμον , κατέχει ἐς τὸν νεφρὸν [ καὶ ] τὸν δεξιὸν λοβὸν τὸν ἡπατιαῖον .
6127435 Σακαν
δή , ἔφη , ὦ Κῦρε , τἆλλα μιμούμενος τὸν Σάκαν οὐ κατερρόφησας τοῦ οἴνου ; Ὅτι , ἔφη ,
, ἐν τάξει . Καλέσας δὲ καὶ ὁ Φεραύλας τὸν Σάκαν τὸν δόντα τὸν ἵππον ἐξένιζε , καὶ τἆλλά τε
6127241 γλουτον
κνήμῃ δὲ πῆχυν , καὶ βραχίονα μηρῷ ἀντικρίνεσθαι καὶ ὤμῳ γλουτόν , μετάφρενα θεωρεῖσθαι πρὸς γαστέρα καὶ στέρνα ἐκκεῖσθαι παραπλησίως
μιν ὦκα οὔτασεν ἐγχείῃ περιμήκεΐ τε στιβαρῇ τε δεξιτερὸν κατὰ γλουτόν . Ὃ δ ' οὐκ ἀνεχάζετ ' ὀπίσσω οὐδ
6126619 ὀρρον
, ἑψηθεῖσαν δὲ ἐλάττω ἐκβαίνειν : πλείω γὰρ ἔχειν τὸν ὀρρόν , δι ' ὃ καὶ λεπτοτέραν εἶναι . τὴν
, ποῖος δ ' ὄρρος ; τῇ προφορᾷ δὲ Τιμαχίδας ὀρρόν ὡς ὀρθόν . Δίδυμος δὲ τὴν τράμιν φησὶν ,
6119671 Ὀκνον
, ὥσπερ Σιμωνίδης τὴν Αὔριον δαίμονα κέκληκε , καὶ ἕτεροι Ὄκνον , καὶ ἕτεροι ἕτερόν τινα . εὐκτικοὶ δὲ οἱ
εἰς αὐτὸν ἐκ τοῦ Νείλου . τὴν δὲ περὶ τὸν Ὄκνον μυθοποιίαν δείκνυσθαι πλησίον κατά τινα πανήγυριν συντελουμένην , πλέκοντος
6119096 ὑπεζωκοτα
Ἐλάττω τούτων δὲ ὅσα δρᾷ τε τὸν ἐγκέφαλον καὶ τὸν ὑπεζωκότα ὑμένα καὶ τὴν κοιλίαν , τοὺς τοιαῦτα πάσχοντας ἀλλοιοῦται
καὶ τὰ ὑπὸ τὸν θώρακα σπλάγχνα . ὅν τινα καὶ ὑπεζωκότα καλοῦμεν . ναʹ . Ἧπάρ ἐστιν οὐσίᾳ φλεβῶδες καὶ
6118531 κρυψαντα
δεξιᾷ χειρὶ κατέχειν , τὴν καμπὴν δὲ αὐτοῦ τοῖς δακτύλοις κρύψαντα τῇ εὐωνύμῳ χειρὶ πρᾴως συνεισφέρειν καὶ καταπείρειν εἴς τινα
οὐδὲ ἀνερωτώμενος , τὴν μὲν ἤλεγχε ψευδομένην , τὸν δὲ κρύψαντα . καὶ ὁ Βροῦτος τὸν μὲν νεανίαν ἀπεδέξατο τῆς
6117542 νεωνητον
. Ἰατταταιὰξ τῶν κακῶν , ἰατταταῖ . Κακῶς Παφλαγόνα τὸν νεώνητον κακὸν αὐταῖσι βουλαῖς ἀπολέσειαν οἱ θεοί . Ἐξ οὗ
ἅλις σοι , κυρία , μὴ οὕτω σκῶπτέ μου τὸν νεώνητον ” . ἣ δέ : „ δῆλος εἶ ,
6116537 Εὐλαιον
Πολύκλειτος εἰς λίμνην τινὰ συμβάλλειν τόν τε Χοάσπην καὶ τὸν Εὔλαιον καὶ ἔτι τὸν Τίγριν , εἶτ ' ἐκεῖθεν εἰς
διάβασιν ἀνέζευξεν ἐπὶ πόλεως Βαδάκης , ἣ κεῖται παρὰ τὸν Εὔλαιον ποταμόν . οὔσης δὲ τῆς ὁδοιπορίας ἐμπύρου διὰ τὸ
6114684 Διοδοτον
ἐνεγύησεν αὐτῷ ταύτην . οἱ δὲ περὶ τὸν Ἱέρακα καὶ Διόδοτον τοῦ Ἀλεξάνδρου κατεγνωκότες , τὸν δὲ Δημήτριον φοβούμενοι διὰ
Βακτριανὸν λέγουσιν αὐτόν , φεύγοντα δὲ τὴν αὔξησιν τῶν περὶ Διόδοτον ἀποστῆσαι τὴν Παρθυαίαν . εἰρηκότες δὲ πολλὰ περὶ τῶν
6114386 καλιον
ἐκβολὴ ἐντὸς τῆς πρώτης καὶ τελευταίας συλλαβῆς , οἷον κάλλιον κάλιον . Παρέμπτωσις δὲ προσθήκη ἑνὸς συμφώνου κατὰ τὸ μέσον
: ἐντὸς τῆς πρώτης καὶ τελευταίας συλλαβῆς , οἷον κάλλιον κάλιον , ὤφελλες ὤφελες [ θᾶττον θᾶτον ] . Παρέμπτωσίς
6112392 δικαζομενον
καὶ γὰρ τοῦτον φράττοντα μὲν τὰ ἑαυτοῦ σωφρονεῖν ἡγοῦμαι , δικαζόμενον δέ μοι πονηρότατόν τ ' εἶναι καὶ διεφθαρμένον ὑπὸ
πρὸς αὐτὸν τὸν διαμαρτυρήσαντα , οὐ πρὸς τὸν ἐξ ἀρχῆς δικαζόμενον : εἰ δὲ μὴ προβάλοιτο μάρτυρα ὁ διώκων ,
6104929 ἀνδροφοντην
καὶ Λυκωπέα . τὸν ἀνδροφόντην ] αὗται αἱ ὕβρεις . ἀνδροφόντην ] ἐπεὶ τοὺς Μελαίνης ἀπέκτεινε παῖδας Ἀλκίθοον καὶ Λυκάνορα
, τὸν ἀνδροφόντην λέγων , τὸν τῆς πόλεως ταράκτορα . ἀνδροφόντην δὲ τοῦτον ἐκάλεσεν , ἐπειδὴ τοὺς Μελαίνης ἀπέκτεινε παῖδας
6098736 κοιτωνα
μένω μετ ' αὐτοῦ . “ καὶ εἰσελθοῦσα εἰς τὸν κοιτῶνα ἐπένθει . Τοῦ δὲ πότου προκόπτοντος ζητήματα πρὸς ἀλλήλους
. ἀπὸ δὲ τοῦ πότου αὐτὸν μὲν ἀπαλλάττεσθαι ἐθέλειν ἐπὶ κοιτῶνα εἰσὶν οἳ ἀνέγραψαν : Μήδιον δὲ αὐτῷ ἐντυχόντα ,
6096218 ὑπεκριθη
. ἀλλ ' ὁ Ἀριστοφάνης μόνος χρίσας ἑαυτὸν τρυγὶ αὐτὸν ὑπεκρίθη . ἐξῃκασμένος ] ὁμοιωθείς . Γ ἐξῃκασμένος ] ἤγουν
Αἴσωπος δαρήσεται . “ ἡ δὲ θέλουσα τὸν Αἴσωπον τυφθῆναι ὑπεκρίθη , καὶ λαβοῦσα λέντιον προσέφερε τῷ ξένῳ τὴν λεκάνην
6092283 γυμναστην
ναύτην τε ἅμα ἔσεσθαι καὶ κυβερνήτην , οὐδὲ τὸν ἰατρὸν γυμναστήν τε καὶ ἰατρόν , ἀλλ ' ἐπιστατεῖν μὲν ἀνάγκη
χρὴ περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι αὐτούς . παιδοτρίβην . ἀλειπτήν , γυμναστήν . τί δέ ; σωφροσύνης κτλ . . ὅτι
6091366 τρωθηναι
τε διβολίας καὶ τὰ δόρατα ἐπισείειν , ὡς δέει τοῦ τρωθῆναι γυμνοί τε πρὸς ὡπλισμένους καὶ ὀλίγοι πρὸς πολλοὺς μὴ
τετρώσῃ αὐτίκα μάλα πρὸς αὐτοῦ . βασιλικὸν γὰρ καὶ τὸ τρωθῆναι περὶ τῆς ἀρχῆς μαχόμενον . Εὖ λέγεις . ἐπιπόλαιον
6089496 ἱππεα
Σχὼν δὲ παντελέως τὰς Ἀθήνας Ξέρξης ἀπέπεμψε ἐς Σοῦσα ἄγγελον ἱππέα Ἀρταβάνῳ ἀγγελέοντα τὴν παρεοῦσάν σφι εὐπρηξίην . Ἀπὸ δὲ
ἐγκαθίζειν τε καὶ ταπεινοῦν ἑαυτόν , ὥστε εὐπετῶς ἀναβαίνειν τὸν ἱππέα . στηρικτέον δὲ αὑτόν , ὅταν ὁ ἵππος ἄρξηται
6078678 Λακυδην
, παρατιθέμενον ἱστορεῖν Ἀρκεσίλαον τὸν Πιταναῖον ἐν οἷς ἔφασκε πρὸς Λακύδην τὸν Κυρηναῖον . . : τοῦτο τὸ βιβλίον Ἀνδρόνικος
. ἀποβὰς δὲ τῆς νεὼς ἀνέβαινον εἰς ἄστυ καὶ παρὰ Λακύδην τὸν ξένον : ὃ δὲ τυχὸν ἴσως , ἐπεὶ
6070605 Ἡρακλεωτην
ἐπιλανθάνεσθαι . ἔναγχος δὲ δήπου καὶ πρὸς ἐμὲ ἐπαινῶν τὸν Ἡρακλεώτην ξένον ἐπεί με ἐποίησας ἐπιθυμεῖν αὐτοῦ , συνέστησάς μοι
ἐπιλανθάνεσθαι . ἔναγχος δὲ δήπου καὶ πρὸς ἐμὲ ἐπαινῶν τὸν Ἡρακλεώτην ξένον ἐπεί με ἐποίησας ἐπιθυμεῖν αὐτοῦ , συνέστησάς μοι
6068532 ἀποχρησειν
ἡμῶν , ὃν χρὴ πέμψαι , καὶ πάντων οἰομένων οἰκέτην ἀποχρήσειν ἀνδρὸς ἔφησεν εἶναι τὸ ἔργον καὶ πρὸς Εὐστόχιον ἔβλεψεν
φόνον , τὸν μὲν νόσου ῥυσαμένης , ἣ πρὸς θάνατον ἀποχρήσειν ἐδόκει , τὸν δὲ τῆς ἡλικίας , ἄρτι γὰρ
6060102 πρασσοιτο
καταστάς , οὐδὲ γὰρ ἐπαίνου ἀπείχετο , ὁπότε τι ὑγιῶς πράσσοιτο , καταβὰς δὲ ἐς Πειραιᾶ ναῦς μέν τις ὥρμει
Ὡς Αὐγέαν λάτριον ] ὁ νοῦς : ὡς καὶ ὅτι πράσσοιτο ἀντὶ τοῦ ἀπαιτητικῶς ἀπῄτει καὶ ἐζήτει τῷ Αὐγέᾳ τὸν
6058895 ἀνισταμενον
τινες καὶ ἰσχίου ὀδύνην καὶ ἄλλου ἄρθρου καὶ οἴδημα παρούσαις ἀνιστάμενον , καὶ δυσεντερίαν δὲ καὶ ἴκτερον καὶ ἄλλα πολλά
τοὺς παῖδας κατήγαγεν εἰς τὴν πατρῴαν οἰκίαν , Φινέα δὲ ἀνιστάμενον καὶ θελήσαντα καταποντίσαι τὸν ἕτερον τῶν παίδων λακτίσας ὁ
6058673 τροφεα
ἐπεὶ δὲ βληθεὶς ὁ Ἰνδὸς κατώλισθε , περιβαίνει μὲν τὸν τροφέα ὁ ἐλέφας κατὰ τοὺς ὑπερασπίζοντας ἐν τοῖς ὅπλοις ,
γεραιέ : ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἄττα προσφώνησίς ἐστι πρὸς τροφέα ἀμετάφραστος . . μή μοι σύγχει θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν
6048072 γηρασαντα
. διὰ τοῦτό φησιν ὁ ποιητὴς τὸν Ἀχιλλέα μὴ θελῆσαι γηράσαντα ἀποθανεῖν οἴκοι , καὶ τὸν Ἕκτορα μόνον στῆναι πρὸ
ὁ νεώτατος . καὶ νέον μὲν ὄντα μὴ γῆμαι , γηράσαντα δ ' ἑταίραι συνεῖναι ἧι ὄνομα ἦν Λαγίσκη .
6044260 Μαρτυριον
πόλιν μυρία ἑκάστην τὰ μὲν βάρβαρον τὰ δὲ Ἑλλάδα . Μαρτύριον δὲ τῆς τῶν ζῴων φύσεως , ὅτι οὐ πάνυ
ἡ ξανθὴ , ἔπειτα δ ' ἡ μέλαινα καλεομένη . Μαρτύριον δὲ σαφέστατον , εἰ ἐθέλεις τῷ αὐτέῳ ἀνθρώπῳ δοῦναι
6042756 ἀντικνημιον
τε καὶ λεπτὸν ἐν τοῖς πρόσω τῆς κνήμης ἐστίν , ἀντικνήμιον ὀνομάζεται : τὰ δὲ κάτωθεν αὐτοῦ πέρατα κνήμης τε
κνήμη ὑπομετέωρος ᾖ , ἀνάγκη τὸ ὀστέον τοῦτο κατὰ τὸ ἀντικνήμιον κοιλότερον φανῆναι τοῦ μετρίου , προσέτι καὶ ἢν ἡ
6040814 Χαρωνα
δὲ σπουδάζειν τῷ ἀνδρί , καὶ διὰ τοῦτο λειφθέντα τὸν Χάρωνα χολᾶν τε καὶ διώκειν αὐτόν , ὁ δὲ ἀποστρεφόμενος
τούτῳ οὖν καὶ Πολύγνωτος γέροντα ἔγραψεν ἤδη τῇ ἡλικίᾳ τὸν Χάρωνα . οἱ δὲ ἐπιβεβηκότες τῆς νεὼς οὐκ ἐπιφανεῖς ἐς
6038611 ὀνηλατην
τροφῆς ἀπολαύσει . ὕστερον δὲ ἰδὼν αὐτὸν ἀχθοφοροῦντα καὶ τὸν ὀνηλάτην ὄπισθεν ἑπόμενον καὶ ῥοπάλοις αὐτὸν παίοντα εἶπεν : ”
σωφρονιστὴν λόγον , διὰ ταύτης λοιδοροῦμεν λέγοντες , Νικᾷ τὸν ὀνηλάτην . Νύκτα δασεῖαν : τὴν χειμερίνην . Νῦν εἰς
6033958 Κοματαν
παρὰ γὰρ τοῖς ἀρχαίοις οὐ παραλαμβάνομεν ὑπὸ μελισσῶν τρεφόμενον τὸν Κομάταν , καθάπερ ὁ Δάφνις ἱστορεῖται . . . .
. φασίν , ὅτι Θεόκριτος τὰ τοῦ Δάφνιδος εἰς τὸν Κομάταν μετήνεγκεν . τοῦτον γὰρ ἡ μήτηρ ἐξέθηκε τὸν πατέρα
6026507 ἀκλητον
γέ φασι Χαιρεφῶντ ' ἐν τοῖς γάμοις ὡς τὸν Ὀφέλαν ἄκλητον εἰσδεδυκέναι . σπυρίδα λαβὼν γὰρ καὶ στέφανον , ὡς
τὸν Μενέλαον δὲ μαλθακὸν αἰχμητήν , θυσίαν ποιουμένου τοῦ Ἀγαμέμνονος ἄκλητον ἐποίησεν ἐλθόντα τὸν χείρονα ἐπὶ τὴν τοῦ ἀμείνονος δίαιταν
6019811 τυφωνα
' ἐξάψει τῆς ξηρότητος τὴν ἀστραπήν , πρηστῆρα δὲ καὶ τυφῶνα πλεονασμῷ τῆς ὕλης , ἣν ἑκάτερος αὐτῶν ἐφέλκεται :
τοῦ φωτὸς τὸν κεραυνόν , τῷ δὲ πολυσωματωτέρῳ πυρὶ τὸν τυφῶνα , τῷ δὲ νεφελομιγεῖ τὸν πρηστῆρα . Ἀρχέλαος ταὐτὸ
6016874 ἀκρατη
οὕτως , ὅτι οὐκ ὠφέλιμος , καὶ παράδειγμα τίθησι τὸν ἀκρατῆ καὶ τὸν φαῦλον ἁπλῶς . ὃ γὰρ ὁ ἀκρατὴς
λόγου καὶ εἰς μετάνοιαν ἄγοντος ἐπὶ τοῖς ἁμαρτήμασι μεταβάλλειν τὸν ἀκρατῆ . καὶ ὅλως δὲ ἄλλο τὸ γένος ἀκολασίας καὶ
6007273 στημονα
που παρὰ Νικοφῶντι ἐν Πανδώρᾳ . τὸ δὲ συνδῆσαι τὸν στήμονα καιρῶσαι λέγειν χρή , καὶ καίρωσιν τὴν σύνδεσιν .
διαψαίρουσα πέπλους ἀνθέων γέμοντας . Ἀπὸ τῆς τραπέζης τουτονὶ τὸν στήμονα ἄττεσθ ' ἐπινοῶ . Ὁ Ζεὺς δίδωμι Παλλάς ,
6003950 βασιλισκον
ἐπιθυμοῦσα . περὶ βασιλίσκου τεκμαίρου : γίγνωσκε , μάνθανε τὸν βασιλίσκον , ὀλίγον μὲν ἰδεῖν , ἐξοχώτατον δὲ τῇ δυνάμει
δὲ ὑπὸ κατηγορίας λοιδορηθέντα καὶ ἐντεῦθεν νοσήσαντα βουλόμενοι σημῆναι , βασιλίσκον ζωγραφοῦσιν : ἐκεῖνος γὰρ τοὺς πλησιάζοντας τῷ ἑαυτοῦ φυσήματι
6000287 ἀποθνηισκειν
. ἐπειδὴ δὲ κρείττων ἦν ἡ νόσος , τὸν μὲν ἀποθνήισκειν ἑλόμενον γράψαι τι σύμβολον ἐν πίνακι καὶ ἐπιστεῖλαι ,
ὑπὸ τοῦ ἱερέως . 〛 μέλλοντα δ ' αὐτὸν ἤδη ἀποθνήισκειν , ἡ μήτηρ περισχοῦσα ταῖς ἀγκάλαις καὶ τοῖς βοστρύχοις
5999786 κιθαρῳδον
. καὶ Ἀριστόνικος ὁ κιθαρῳδὸς αὐτοῦ ἀποθνήσκει , οὐ κατὰ κιθαρῳδὸν ἀνὴρ ἀγαθὸς γενόμενος . Πείθων δὲ τρωθεὶς ζῶν λαμβάνεται
καὶ ᾤετο τὴν ἑαυτοῦ τραγῳδίαν ταῦτα εἶναι . Στρατόνικον τὸν κιθαρῳδὸν ὑπεδέξατό τις ἀμφιλαφῶς : ὃ δὲ ὑπερήσθη τῇ κλήσει
5993067 Εὐρυπτολεμον
ἐμοῦ . κἀκεῖνος οὔτε ἀκοῦσαι πώποτε ἔφασκεν οὔτε ἀπαγγεῖλαι πρὸς Εὐρυπτόλεμον , καὶ οὐ ταῦτα μόνον , ἀλλ ' οὐδὲ
Γλαύκωνος καὶ τῶν τὰ κοινὰ πραττόντων Ἐπικράτεα τὸν Σακεσφόρον καὶ Εὐρυπτόλεμον καὶ τὼς ἄλλως , ὡς εἰ καὶ Περικλεῖ γε
5991599 Μυρρινουσιον
μὲν ἐκείνῳ τὸν Ἀριστοκλέα , ὁ δὲ Παρμένων τούτῳ Ἄρχιππον Μυρρινούσιον . καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἐτίθεντο τὰς συνθήκας παρὰ
προτεραίας . Ἀλλὰ μήν , ἔφη φάναι ὑπολαβόντα Φαῖδρον τὸν Μυρρινούσιον , ἔγωγέ σοι εἴωθα πείθεσθαι ἄλλως τε καὶ ἅττ
5991447 κεφαλον
' ἐκ Γαίσωνος , ὅταν Μίλητον ἵκηαι , κεστρέα τὸν κέφαλον καὶ τὸν θεόπαιδα λάβρακα . εἰσὶ γὰρ ἐνθάδ '
ἀποθανοῦσιν αὐτῶν . ὀπηδεῖ : ἐπακολουθεῖ . Κεστρέα : τὸν κέφαλον . Φέρβειν : ἔχειν , φυλάσσειν . πρηΰτατον :
5985311 ἐχειρουντο
ἀταξίαν καὶ τὴν ταραχὴν τῶν διαφορούντων τὰς κτήσεις εὐχερῶς ἅπαντες ἐχειροῦντο . τέλος δὲ πλειόνων ἢ τετρακισχιλίων φονευθέντων , τῶν
εὑρίσκουσι . καὶ τοῦτον μὲν οἱ σὺν Γαδάτᾳ καὶ Γωβρύᾳ ἐχειροῦντο : καὶ οἱ σὺν αὐτῷ δὲ ἀπέθνῃσκον , ὁ
5984929 Σωστρατον
ἦν ἀσελγής , θηλύκως ὑποφέρει τὸ ὄνομα . ] κἀνταῦθα Σώστρατόν τινα θηλυδρίαν ἐμπαίζει . . καὶ Σωστράτην τινὰ κατακόρως
ἦν ἀσελγής , θηλύκως ὑποφέρει τὸ ὄνομα . ] κἀνταῦθα Σώστρατόν τινα θηλυδρίαν ἐμπαίζει . . καὶ Σωστράτην τινὰ κατακόρως
5984744 δυσλυτον
τὴν τοιαύτην παροιμίαν . Κάθαμμα λύεις : παροιμία ἐπὶ τῶν δύσλυτόν τι λύειν ἐπιχειρούντων . Λόγιον γὰρ τοῖς Φρυξὶν ἐκπεπτώκει
τοὺς Εὐριπίδους χρόνους ] . παροιμιῶδες οὖν ἐστιν ἐπὶ τῶν δύσλυτόν τι ἐπιχειρούντων λῦσαι . * * Μαρσύας δὲ ὁ

Back