ἐπιθυμοῦσα . περὶ βασιλίσκου τεκμαίρου : γίγνωσκε , μάνθανε τὸν βασιλίσκον , ὀλίγον μὲν ἰδεῖν , ἐξοχώτατον δὲ τῇ δυνάμει
δὲ ὑπὸ κατηγορίας λοιδορηθέντα καὶ ἐντεῦθεν νοσήσαντα βουλόμενοι σημῆναι , βασιλίσκον ζωγραφοῦσιν : ἐκεῖνος γὰρ τοὺς πλησιάζοντας τῷ ἑαυτοῦ φυσήματι
7047544 Ἀργεστην
μάρτυρας Θρασυάλκην τε καὶ τὸν ποιητὴν αὐτὸν τῶι τὸν μὲν Ἀργεστὴν τῶι Νότωι προσνέμειν ἀργεστᾶο Νότοιο , τὸν δὲ Ζέφυρον
μάρτυρας Θρασυάλκην τε καὶ τὸν ποιητὴν αὐτὸν τῶι τὸν μὲν Ἀργεστὴν τῶι Νότωι προσνέμειν ἀργεστᾶο Νότοιο , τὸν δὲ Ζέφυρον
6794366 χνουν
ἄλλα μέρη τοῦ σώματος οὕτω λεῖα ὥστε μηδὲ τὸν ἐλάχιστον χνοῦν ἐν τῷ σώματι φαίνεσθαι . εἶναι δὲ καὶ τῷ
: ὃς δὴ γήραϊ κυφὸς ἔην . ἐπιχνοάουσαι : ὡς χνοῦν ἀναφυούσας ἔχουσαι τὰς τρίχας . μόλις : κακῶς διὰ
6715288 τιτθον
τὴν πολιάν , ὀλοφυρομένης δὲ τῆς μητρὸς καὶ προϊσχομένης τὸν τιτθόν , ὅν , ἡνίκα παιδίον ἦν Ἕκτωρ , ἔφη
τεκμηράμενος ὅσον τὸν μαζὸν ἐκχωρήσει , καὶ οὕτως ἐντιθέναι τὸν τιτθόν : ἢν δὲ διαπύῃ , ἄμεινον τάμνειν , καὶ
6690094 Ἀετον
κακόν : ἐπὶ τῶν ἀεὶ ἐξευρισκόντων τι νέον κακόν . Ἀετὸν κάνθαρος μαιεύεται : ἐπὶ τῶν κακῶς ὑπό τινων πασχόντων
κάλεσον Ἀετὸν κατὰ τὸ σημεῖον . καὶ γεννηθέντα τὸν Αἴαντα Ἀετὸν ἐκάλεσεν , εἶτα Αἴαντα . αὐξηθέντα δὲ τοῦτον τῇ
6677200 φρονιμωτατον
ἔτι καὶ κομιδῇ βοηθείας συγγενικῆς ἔρημος ἔργον ἐπεχείρησε ποιῆσαι πάντων φρονιμώτατον , ἐπίθετον ἑαυτοῦ καταψεύσασθαι μωρίαν : καὶ διέμεινεν ἅπαντα
, ἀλλὰ καὶ ὡς κράτιστον ἀνδρῶν τὰ πολέμια καὶ στρατηγῶν φρονιμώτατον ἐπαινεῖσθαί τε καὶ τιμᾶσθαι ὑπὸ πάντων ἠξίου . ἔφη
6666146 ὀρχιν
ἐξ ὧν αἱ προέσεις γίνονται . * πηρῖνα : τὸν ὄρχιν θοραίην δὲ σπερμαίνουσαν . θορὸς γὰρ τὸ σπέρμα ,
δὲ καὶ μετὰ χρόνον , φλεγμοναὶ μετ ' ὀδύνης ἐς ὄρχιν ἑτερόῤῥοπαι , τοῖσι δὲ ἐς ἀμφοτέρους : πυρε -
6658575 πιθηκον
ἐρασθῆναι ζῷον ἕτερον ἑτέρου : οὐ γὰρ δυνατὸν κύνα καὶ πίθηκον , λύκον τε καὶ ὕαιναν ἀλλήλοις συμμιγῆναι , οὐδὲ
ἢ χῆνα πλατυγίζοντα καὶ κεχηνότα , ἢ στρουθόν , ἢ πίθηκον , ἐπίβουλον κακόν . Κακὸς κακῶς ἀπόλοιθ ' ὅστις
6655248 κορακινον
τοῖς σοφοῖς κριταῖς ἅπασιν ἐκ θεῶν τε δυστυχής . ὅστις κορακῖνον ἐσθίει θαλάττιον γλαύκου παρόντος , οὗτος οὐκ ἔχει φρένας
Χαλκέα : χαλκίτην , ὄνομα ἰχθύος , κορακῖνον , τὸν κορακῖνον τὸν ἔχοντα τὸ εἶδος μέλαν κατὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ
6639329 ἀδυνατουντα
οὐκ ἀπατῶσιν , ἀλλ ' οὐδὲ ὀρχηστὴν ὀνομάζομεν τὸν σχηματίζεσθαι ἀδυνατοῦντα τορῶς καὶ ποικίλως , οὐδὲ κιθαριστὴν τὸν οὐκ ἐπιστάμενον
, τὸν μέχρι πολλοῦ τοσῆσδε ἀρχῆς αὐτοκράτορα καὶ βασιλέα , ἀδυνατοῦντα ἐκ φαρμάκων ἀποθανεῖν δι ' εὐήθη προφυλακὴν ἑτέρων φαρμάκων
6625871 ἱερακα
, ἐάν τις ἐκτυφλώσῃ , πάλιν βλέπειν . Τὸν δὲ ἱέρακα τρία μὲν τίκτειν ᾠά , δύο δ ' ἐκλέπειν
τὸ ἐναντίον ποιήσει ἀγόνους . Γλύψον οὖν ἐν τῷ λίθῳ ἱέρακα καὶ ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ τὸν ἰχθύν . ὑποκατάκλεισον
6620150 κηφηνα
κισσὸν ὑπὲρ τύμβου ζῶντα Μάχωνι φέροις . οὐ γὰρ ἔχεις κηφῆνα παλίμπλυτον , ἀλλ ' ἄρα τέχνης ἄξιον ἀρχαίης λείψανον
Ἀὴρ διὰ τῶν νεφέων διάπεμψον Ἀντικύραν , ἵνα τόνδε κόριν κηφῆνα ποιήσω . γρυμέα θυροκοπεῖν καὶ θυροκοπία νεκρόν περίδου πολιτοκοπεῖν
6607875 τραγῳδον
Ταναγραίῳ κήτει ἐοικέναι . καὶ Ἀριστοφάνης δὲ λεπτοὺς καταλέγει Σαννυρίωνα τραγῳδὸν καὶ Μέλιτον καὶ Κινησίαν , οὓς καὶ πρέσβεις ὑπὸ
καὶ δεινῶς πάνυ τὴν ἀνοψίαν φέροντας . Μελάνθιον δὲ τὸν τραγῳδὸν Ἄρχιππος ἔν τινι δράματι ὡς ὀψοφάγον δήσας παραδίδωσι τοῖς
6603613 ἐλλειποντ
Καδμείων πόλει . ὑμᾶς δὲ χρὴ νῦν , καὶ τὸν ἐλλείποντ ' ἔτι ἥβης ἀκμαίας καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳ ,
. Ξ χρὴ ] πρέπει . μερισμός . Ξ τὸν ἐλλείποντ ' ] καὶ τὸν νέον καὶ τὸν αὔξοντα τὴν
6601777 ψαλτην
ἱερῷ τοῦ Ὀσίριδος οὐκ ἔξεστιν οὔτε ᾠδὸν οὔτε αὐλητὴν οὔτε ψάλτην ἀπάρχεσθαι τῷ θεῷ , καθάπερ τοῖς ἄλλοις θεοῖς ἔθος
φίλου γνώμῃ παρεγένετο εἰς τὴν Σάμον . καὶ τὸν μὲν ψάλτην εὔκνημον ὄντα λευκοὺς ὑπενέδυσε χιτῶνας καὶ ὑποδήματα , καὶ
6598931 Σαλμωνεα
τοὺς θεοὺς πάντας ἀπέρριψεν ἀπὸ τοῦ θεσπεσίου βηλοῦ καὶ τὸν Σαλμωνέα ἀντιβροντῶντα πρῴην κατεκεραύνωσε καὶ τοὺς ἀσελγεστάτους ἔτι καὶ νῦν
πη ἔχει ; ἢ οὐχ ὁρᾷς , ὡς οὐδὲ τὸν Σαλμωνέα εἴκασαν οἱ ποιηταὶ αὐτῷ , καίτοι κερανοὺς ἀφιέντα ,
6592286 ἀκαταβλητον
⌈ μοι [ μου ] καὶ τὰ ἑξῆς . τὸν ἀκατάβλητον ] τὸν ἄδικον . διανοεῖ ] διανοῇ . τί
: ταῦτα λέγει ὡς συκοφαντούμενος ὑπ ' αὐτοῦ . τὸν ἀκατάβλητον ] τὸν ἀήττητον , τὸν μηδενὶ καταβαλλόμενον : ἤγουν
6578149 ἰχωρα
συναγωγῆς , καὶ χρεία ξηραίνοντος φαρμάκου τόν τε ἠθροισμένον ἐκδαπανῶντος ἰχῶρα καὶ κωλύοντος ἐπιρρεῖν ἕτερον . ὑγρῶν μὲν οὖν κάλλιστόν
συναγωγῆς , καὶ χρεία ξηραίνοντος φαρμάκου τόν τε ἠθροισμένον ἐκδαπανῶντος ἰχῶρα καὶ κωλύοντος ἐπιρρεῖν ἕτερον . ὑγρῶν μὲν οὖν κάλλιστόν
6573455 κυλλαστιν
. μὴ τἄρ ' εἶναί μ ' ἐγκριδοπώλην καὶ τὸν κυλλάστιν φθέγγου καὶ τὸν Πετόσιριν . τῶν χοίρων μνοῦς ἔρι
τῶν ἀνέμων . . , : Αἰγύπτιοι τὸν ὑποξίζοντα ἄρτον κυλλάστιν καλοῦσι . Μνημονεύει δ ' αὐτοῦ Ἀριστοφάνης ἐν Δαναΐσι
6555875 ἰασομενον
μᾶλλον αἱροῦνται . δηχθείς τις ὑπὸ κυνὸς περιῄει ζητῶν τὸν ἰασόμενον . εἰπόντος δέ τινος [ οὕτως ] ὡς ἄρα
τὸν ἔλεγχον εὕρατο . λύκῳ περιπείρεται ὀστέον καὶ ἐζήτει τὸν ἰασόμενον . ἑκάστου δὲ τὴν πρὸς αὐτὸν ἴασιν φεύγοντος μόνη
6545416 κοιτωνα
μένω μετ ' αὐτοῦ . “ καὶ εἰσελθοῦσα εἰς τὸν κοιτῶνα ἐπένθει . Τοῦ δὲ πότου προκόπτοντος ζητήματα πρὸς ἀλλήλους
. ἀπὸ δὲ τοῦ πότου αὐτὸν μὲν ἀπαλλάττεσθαι ἐθέλειν ἐπὶ κοιτῶνα εἰσὶν οἳ ἀνέγραψαν : Μήδιον δὲ αὐτῷ ἐντυχόντα ,
6541592 πολυποδα
ἐξέρπει ὥσπερ τὰ φαλάγγια πολλά . Θεόφραστος δέ φησι τὸν πολύποδα τοῖς πετρωδέσι μάλιστα μόνοις συνεξομοιοῦσθαι , τοῦτο ποιοῦντα φόβῳ
ταριχευομένη . Ὄνοι οἱ ὑπὸ τὰς ὑδρίας συναγόμενοι ζωΰφιά εἰσι πολύποδα διαφορητικῆς καὶ ξηραντικῆς ὄντα δυνάμεως . ταῦτα λειούμενα καὶ
6512810 ἁρπακτικον
. Γ ἅρπυιαι : ἅρπαγες τῶν ἰχθύων : ἅρπυια γὰρ ἁρπακτικὸν ζῷον . Γ γραοσόβαι Γ : ἀπὸ τῶν ἰχθύων
ἀνάκειται τῷ Διΐ : κύνα δὲ αὐτὸν λέγει διὰ τὸ ἁρπακτικὸν , ἢ διότι ἀναιδῶς ἔμελλε τῷ Προμηθεῖ ἐπιτίθεσθαι .
6512024 χαραδριον
εἰς γλαῦκα , Βύσσα εἰς ὁμώνυμον ὀρνιθάριον , Ἄγρων εἰς χαραδριόν , Εὔμηλος εἰς νυκτικόρακα . Οἰνόη εἰς γέρανον .
, ἁρπάσας ὀβελὸν ἐξέδραμεν , Ἑρμῆς δ ' αὐτὸν ἐποίησε χαραδριόν : Εὔμηλος δὲ τὸν Ἑρμῆν ἐνείκεσεν ὅτι μετεμόρφωσεν αὐτοῦ
6510426 πρωκτον
ἐπὶ τὸ χεῖρον ἰωμένων . Καὶ Ἀριστοφάνης : Ἀκεσίας τὸν πρωκτὸν ἰάσατο . Ἀκκίζεσθαι : Ἀκκὼ γυνή τις ἐπὶ μωρίᾳ
πρωκτὸν τοῦτο ὑπέβαλεν . διὰ τοῦ τὸ κρέας εἰς τὸν πρωκτὸν ἐμβαλεῖν τὴν μοχθηρίαν καὶ ῥυπαρίαν αὐτοῦ δείκνυσιν , ὅτι
6507466 Ἑσπερον
ἀχέων ξύσαντες ἀνάγκην πευκεδανοῦ βιότοιο παραπλώωσι κελεύθους . Καὶ βρέφος Ἕσπερον εἶδον , ὃς ἄγγελός ἐστιν ὁμίχλης ἠελίου δύνοντος ἐπὶ
γραφέντας ἀνατεθῆναι Πυθαγόραι . δοκεῖ πρῶτος πεφωρακέναι τὸν αὐτὸν εἶναι Ἕσπερον καὶ Φωσφόρον [ § ] . . . ,
6500444 ἁρματοκτυπον
ἔδεις ' ] ἐφοβήθην . ἀκούσασα ] συνίουσα . τὸν ἁρματόκτυπον ] τὸν ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν ἁρμάτων ἦχον .
] τὸν ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν ἁρμάτων ἦχον . τὸν ἁρματόκτυπον ] τὸν γεγονότα ἀπὸ ἵππων τῶν ἁρμάτων . τὸν
6499475 Εὐλαιον
Πολύκλειτος εἰς λίμνην τινὰ συμβάλλειν τόν τε Χοάσπην καὶ τὸν Εὔλαιον καὶ ἔτι τὸν Τίγριν , εἶτ ' ἐκεῖθεν εἰς
διάβασιν ἀνέζευξεν ἐπὶ πόλεως Βαδάκης , ἣ κεῖται παρὰ τὸν Εὔλαιον ποταμόν . οὔσης δὲ τῆς ὁδοιπορίας ἐμπύρου διὰ τὸ
6478596 γαμοστολον
κυριεύσῃ τοῦ κλήρου , ταύτῃ δὲ συμπαρῇ ὁ Ἥλιος τὸν γαμοστόλον καὶ πατρικὸν κλῆρον κεκληρωμένος Κρόνου μαρτυροῦντος , πατράσι συνελεύσεται
λύχνον ἀκούω , λύχνον ἀπαγγέλλοντα διακτορίην Ἀφροδίτης , Ἡροῦς νυκτιγάμοιο γαμοστόλον ἀγγελιώτην , λύχνον , Ἔρωτος ἄγαλμα : τὸν ὤφελεν
6472303 διπτυχων
τὸν ἐργάτην τρέμοντα , μὴ πεσὼν διαρραγῇ : ἐς δὲ διπτύχων ἀκμὰς χηλέων ἔθηκε βῶλον . . . Ναῦται ]
ἀδελφή τ ' , εἰ γεγῶσα τυγχάνει ; οἵων στερεῖσα διπτύχων νεανιῶν ἀνάδελφος ἔσται . τὰς τύχας τίς οἶδ '
6471337 μαινιδος
χαλκὸς κεκαυμένος , στυπτηρία , κήρυκος ὄστρακον κεκαυμένον , κεφαλὴ μαινίδος , χαμαιλέων τὸ ζῷον , ἀρσενικόν , κάχρυς ,
κωφὸς δὲ γενήσεται . Οἱ δὲ ἐν τῇ κεφαλῇ τῆς μαινίδος λίθοι λειωθέντες μετὰ χολῆς ἀλάβητος μέλανος καὶ ἐγχρισθέντες ποιοῦσιν
6465309 Ξενοφαντου
δασυτρίχων . τούτων ] τῶν παρεστώτων ⌈ ἐνταῦθα . τὸν Ξενοφάντου ] ⌈ υἱόν , ὃν [ υἱόν . τοῦτον
οἷόνπερ τὸν Ξενοφάντου : Ἱερώνυμον λέγει τὸν διθυραμβοποιόν , ὃς Ξενοφάντου μὲν ἦν παῖς , περὶ δὲ παῖδας ἄγαν ἐπτόητο
6457390 ἐκπεπληγμενον
δὲ νόσους , τῶν δὲ νοσερῶν ἀπέχεσθαι μὴ δυνάμενον , ἐκπεπληγμένον δὲ τὸν θάνατον , καὶ πάντας ἐπιβουλεύειν αὐτῷ νομίζοντα
πῶς ἀξία πιστεύεσθαί ἐστιν ; ὑπό τε γὰρ τοῦ κινδύνου ἐκπεπληγμένον αὐτὸν οὐκ εἰκὸς ἦν τοὺς ἀποκτείναντας γνῶναι , ὑπό
6445488 τοκετον
τὸ τρῶσαι καὶ ἐκτρῶσαι , ὃ δηλοῖ τὸ διακόψαι τὸν τοκετόν . . . , : τηλία : ἡ περιφέρεια
ἕως ἐαρινῆς ἰσημερίας , ὥστε γίνεσθαι κατὰ τὸ θέρος τὸν τοκετόν : κυοφορεῖ γὰρ τὸ ζῶον τετράμηνον . ἡνίκα δὲ
6438827 ἀπευθυνετω
ἐπιδείσθω : κατόπιν δὲ τοῦ σωλῆνος νάρθηξ ἐντιθέμενος καὶ συνεπιδεόμενος ἀπευθυνέτω μετὰ τοῦ σωλῆνος τὸ μέρος . τοῖς δὲ μὴ
παρόρα ἐπὶ τὸν ἡγούμενον . Τὸν ἴδιον λόχον ὁ οὐραγὸς ἀπευθυνέτω . Συντήρει τὰ ἐξ ἀρχῆς διαστήματα . Ἐπὶ δόρυ
6436759 φιλονεικουντα
ὅρα μὴ παίζοντα μᾶλλον τιθῇ σέ τις ἢ σπουδάζοντα καὶ φιλονεικοῦντα , ὅς γε καὶ ἐν αὐτοῖς τούτοις τοῖς λόγοις
δ ' ἑκάτερον πρόσεστιν , ἀποστρέφει καὶ μετωπηδὸν ἀνθίσταται καὶ φιλονεικοῦντα πρὸς τὸν ἀντίπαλον προθυμίαις καὶ τόλμαις ἀηττήτοις γυμνάζεται ,
6429307 ἐλλοπα
Ἀνθίαν : ἀνθίαν τινὲς καὶ κάλλιχθυν καλοῦσι καὶ καλλιώνυμον καὶ ἔλλοπα . , . , . * . . Ἄνθρωπος
οἳ δὲ τὴν φιλοτησίαν οὐκ ἀναίνονται . Τὸν ἰχθὺν τὸν ἔλλοπα ἱερὸν ἰχθὺν ὑπὸ τοῦ ποιητοῦ κληθῆναι νομίζουσι . λέγει
6427626 Προκυνα
ζώνη τόν τε Πρόκυνα καὶ τὸν Κύνα , τὸν μὲν Πρόκυνα χωρίζουσα πρὸς ἀνατολὰς ὅλον οὐκ ὀλίγῳ ἐκτὸς τοῦ γάλακτος
τῷ Τοξότῃ φασὶν ἀντικαταδύνειν τήν τε Ἀργὼ ὅλην καὶ τὸν Πρόκυνα , συνανατέλλειν δὲ τόν τε Ὄρνιθα , καὶ τὸν
6420894 Ἡπαρ
δηλοῖ ἐν παντὶ βίῳ . Σπλὴν ἁλλόμενος ἀρρωστίαν δηλοῖ . Ἧπαρ ἁλλόμενον δυσθυμίαν σημαίνει Ἰσχίου δὲ τὸ δεξιὸν μέρος ἁλλόμενον
ἢ ἀνὰ ϲάρκα τὸ πάθοϲ τελευτᾷ . Περὶ ἥπατοϲ . Ἧπαρ ϲπληνὶ ἐϲ γένεϲιν μὲν ἰϲόρροπον : δεξιὰ γὰρ ἠδὲ
6410788 ἀσελγαινοντα
γε σωφρόνων τούτοις τε μὴ προσέχειν καὶ ὃν ἂν λάβωσιν ἀσελγαίνοντα κολάζειν . μὴ δὴ τοῦτο λέγειν αὐτὸν ἐᾶτε ,
ἰητρὸν κακοὺς τρόπους ἔχοντα καὶ εἰς ἐμὲ καὶ εἰς Πέρσας ἀσελγαίνοντα . Εἰ δὲ μὴ , γνώσεσθε καὶ τῆς πρώτης
6409169 φωλεον
αἴσθηται ἑαυτῆς πεπλησμένης , ὑφορωμένη τοῦτο ὡς νόσον , ζητεῖ φωλεόν . ἐντεῦθέν τοι καὶ κέκληται τῇ ἄρκτῳ φωλεία τὸ
: στρωμνὴν ἐν δασεῖ κατεσκεύασεν καὶ ἔκτισεν * κοῖτον : φωλεόν * βαθεῖ : δασεῖ * ἐνεδείματο : ᾠκοδόμησεν *
6408356 γονους
. Θεαίτητος δὲ τοὺς κηροὺς τοὺς ἔχοντας τῶν κηφήνων τοὺς γόνους , οἵτινες ἡδὺ ποιοῦσι βρῶμα . οἱ δὲ κοινότεροι
ἑρπετῶν , τὸν δ ' ἰχνεύμονα τῶν κροκοδείλων παρατηροῦντα τοὺς γόνους τὰ καταλειφθέντα τῶν ὠιῶν συντρίβειν , καὶ ταῦτ '
6407991 μυριωπον
† ἄλευ ' , ἆ δᾶ : φοβοῦμαι , τὸν μυριωπὸν εἰσορῶσα βούταν . ὁ δὲ πορεύεται δόλιον ὄμμ '
αὐτῆς τῆς Ἰοῦς ἐπιστατεῖν μεταμειφθείσης εἰς βοῦν . . τὸν μυριωπὸν ] τὸν διὰ παντὸς τοῦ σώματος ὀφθαλμοὺς ἔχοντα .
6399533 ναρκαν
οὐχὶ μεθιστάνειν καὶ ἱστάνειν . μαλακιᾶν : τὸ ὑπὸ κρύους ναρκᾶν . μανόν : τὸ ἀραιὸν οὕτω λέγουσιν οἱ Ἀθηναῖοι
θηρεύει δ ' εἰς τροφὴν ἑαυτῆς τὰ ἰχθύδια προσαπτομένη καὶ ναρκᾶν καὶ ἀκινητίζειν ποιοῦσα . Δίφιλος δ ' ὁ Λαοδικεὺς
6397992 ἀρβυλοπτερον
ἀντὶ δὲ Ἀνδρομέδας ὑπεχώρησε λαβὼν τὸν Περσέα τὸν ἡπατουργὸν τὸν ἀρβυλόπτερον . καὶ μέχρι τοῦδε καλῶς πᾶς ὁ λόγος ἔχειν
τὸν χρυσόπατρον μόρφνον ἁρπάσας γνάθοις , τὸν ἡπατουργὸν ἄρσεν ' ἀρβυλόπτερον . πεφήσεται δὲ τοῦ θεριστῆρος ξυρῷ , φάλαινα δυσμίσητος
6386369 συστρεφεσθαι
φωνῆς ἅμα καὶ λόγου προσημαίνοντα φείδεσθαι , τῆς σιωπῆς ἀρετῇ συστρέφεσθαι ποιεῖ τὸν τελούμενον : ἐγὼ δὲ καὶ πρὸ τῶν
. συμβαίνει οὖν πυκνώσεως γενομένης , τινὰ μὲν πυκνοῦσθαι καὶ συστρέφεσθαι , τινὰ δὲ διατείνεσθαι . ὅσῳ γὰρ συστρέφεται πρὸς
6381072 Στρεψιαδην
γὰρ ἡ διατριβὴ Σωκράτους . αὐτὸν : ἀντὶ τοῦ ” Στρεψιάδην “ . οἷσπερ ἂν ξυγγένηται ] οἷς ἂν ἀντιταχθῇ
ἀτὰρ οὐδέποτέ γε τὴν πατρίδα καταισχυνῶ ζῶν , ἀλλὰ καλοῦμαι Στρεψιάδην τίς οὑτοσί ; εἰς τὴν ἕνην τε καὶ νέαν
6379617 ἐσαινε
κεφαλὰς ἔχων , καὶ τοὺς μὲν κατιόντας περὶ τὸν Ἅιδην ἔσαινε , τοὺς δὲ ἀνιόντας κατήσθιεν , ὃν ἐφόνευσεν ὁ
τῶν κυνῶν ἄσημος ὑλακή . φησὶν οὖν , ὅτι παραγενομένην ἔσαινε τὴν Γαλάτειαν . ἐκνυζεῖτο : ἐκαναχίζετο ἡ κύων .
6375119 γελωντα
' αὐτός φησι καὶ Χειρίσοφον τὸν Διονυσίου κόλακα ἰδόντα Διονύσιον γελῶντα μετά τινων γνωρίμων συγγελᾶν . ἐπεὶ δ ' ὁ
τε γὰρ τοῖς ὕπνοισιν ἐοῦσιν , εὐθέως ἐπὴν γένωνται , γελῶντα φαίνεται τὰ παιδία καὶ κλαίοντα : ἐγρηγορότα τε αὐτόματα
6367674 τυφωνα
' ἐξάψει τῆς ξηρότητος τὴν ἀστραπήν , πρηστῆρα δὲ καὶ τυφῶνα πλεονασμῷ τῆς ὕλης , ἣν ἑκάτερος αὐτῶν ἐφέλκεται :
τοῦ φωτὸς τὸν κεραυνόν , τῷ δὲ πολυσωματωτέρῳ πυρὶ τὸν τυφῶνα , τῷ δὲ νεφελομιγεῖ τὸν πρηστῆρα . Ἀρχέλαος ταὐτὸ
6365418 ἀναγυρον
ἀφαιρεῖται τὰς δωρεὰς , κατ ' αὐτὸς αὑτοῦ κινεῖ τὸν ἀνάγυρον , ἑαυτὸν ἀποστερῶν τῶν μεγίστων , παρρησίας καὶ δόξης
? ! ] ? ] ! ανται καὶ [ ] ἀνάγυρον [ ] εχόντων του [ ´ηϲ ? ] !
6362149 σπιλοι
καὶ θρήνοισι τοῖς ὁμευνίδων . Ὀφέλτα καὶ μύχουρε χοιράδων Ζάραξ σπίλοι τε κὰτ Τρύχαντα καὶ τραχὺς Νέδων καὶ πάντα Διρφωσσοῖο
ὥστε πολλάκις καὶ σηπόμενα ἀπορρεῖν . Πρῶτον μὲν γὰρ οἱ σπίλοι λευκοὶ φαίνονται κατὰ τὸ σῶμα , εἶτα ἐρυθροί ,
6355848 Ξιφος
ἴσων τεύξῃ ποτέ . Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν . Ξίφος τιτρώσκει σῶμα , τὸν δὲ νοῦν λόγος . Ξένος
μοι εὖχος ὀρέξατε . Ποῖον ἐρεῖς τόδ ' ἔπος ; Ξίφος , εἴ ποθεν , ἢ γένυν ἢ βελέων τι
6354983 θαμνον
, ἐθεώμεθα . Ὁ δὲ καλὸς κἀγαθὸς Κίμων ἐγκρύπτεται εἰς θάμνον τοῦ Σκαμάνδρου , καὶ στέφει ἑαυτὸν δόναξιν : ἦν
: καλοῦσι δὲ καὶ κνῆστρον καὶ λίνον καὶ θυμελαίαν τὸν θάμνον . δύναμις δὲ καὶ τοῖς φύλλοις ἡ αὐτή ,
6349097 κησω
μηδὲν ἔχειν . . , : κῆλον : παρὰ τὸν κήσω μέλλοντα τὸν δηλοῦντα τὸ καύσω , ὅθεν καὶ τὸ
. Ὅμηρος , πυρὶ κηλέῳ . παρὰ δὲ τὸν αὐτὸν κήσω μέλλοντα , ἀφ ' οὗ κῆλον . Αὖα πάλαι
6343688 ἐχειρουντο
ἀταξίαν καὶ τὴν ταραχὴν τῶν διαφορούντων τὰς κτήσεις εὐχερῶς ἅπαντες ἐχειροῦντο . τέλος δὲ πλειόνων ἢ τετρακισχιλίων φονευθέντων , τῶν
εὑρίσκουσι . καὶ τοῦτον μὲν οἱ σὺν Γαδάτᾳ καὶ Γωβρύᾳ ἐχειροῦντο : καὶ οἱ σὺν αὐτῷ δὲ ἀπέθνῃσκον , ὁ
6339760 μελλησαντα
τε δὴ αὐτῷ παραγενομένῳ τὸν υἱὸν Λόφιν καὶ τὸν οὐ μελλήσαντα τῷ ξίφει τὸν νεανίσκον παῖσαι : καὶ τὸν μὲν
ὑπογραφέας ἀναγινώσκειν . ὡς δὲ διεξῆλθον ἅπαντας , προσέταττε μηδὲν μελλήσαντα ἀπιέναι : συμπέμψειν δὲ αὐτῷ καὶ Ἤσλαν Ῥωμαίοις λέξοντα
6337720 ἐνδρυον
καὶ τοὺς βόας ὑψαυχένας εἰς τὸ ἄκρον τοῦ ῥυμοῦ ἐμβάλλουσιν ἔνδρυον κεκλημένον δίκην κρίκου : δεσμοῦντες διαπερονῶσι δὲ τὸν ζυγὸν
μὴ τοὺς βόας ἀναγκάζεσθαι κύπτειν . τοῦτο γάρ φασι τὸ ἔνδρυον : ἄλλοι δὲ τὸ ἄροτρον , τῶν βοῶν ἑλκόντων
6336144 συνελκων
: καὶ τὰς ὀφρῦς συνάγων ὁ φροντιστής , τὰς ὀφρῦς συνέλκων . μεσόφρυον δὲ τὸ τῶν ὀφρύων μέσον , ὃ
τοῦ Δέλτα * * . βυσαύχην : ὁ τὸν αὐχένα συνέλκων καὶ τοὺς ὤμους ἀνέλκων . βωμολόχος : ὁ περὶ
6330978 κεφαλον
' ἐκ Γαίσωνος , ὅταν Μίλητον ἵκηαι , κεστρέα τὸν κέφαλον καὶ τὸν θεόπαιδα λάβρακα . εἰσὶ γὰρ ἐνθάδ '
ἀποθανοῦσιν αὐτῶν . ὀπηδεῖ : ἐπακολουθεῖ . Κεστρέα : τὸν κέφαλον . Φέρβειν : ἔχειν , φυλάσσειν . πρηΰτατον :
6328677 ἀσινη
τυραννίδα συνίστασθαι , ἵνα τῷ τυράννῳ μὲν χρηστὰς ὑποσαίνοντες ἐλπίδας ἀσινῆ τὰ οἰκεῖα διατηρῶσιν , ἐκ βασιλέως δὲ ἀπαιτῶσιν αὖθις
γάρ τινα φυσικὴν ἀντιπάθειαν , πρὸς τὸ ἀπὸ τοῦ κρύους ἀσινῆ αὐτὰ φυλάττεσθαι . διὸ τὰ ξυλωδέστερα καὶ παχέα κλήματα
6328667 ἡνιοχουντα
δύο ἔχοντα συνεζευγμένους ἵππους ἱμᾶσι χωρὶς ζυγοῦ καὶ τὸν μὲν ἡνιοχοῦντα , τὸν δὲ μαχόμενον . . . ἀμνημονῶ τούτου
, κεκοσμημένα ἱματίοις καὶ χρυσίοις . Ἐστεφάνωτο δὲ τὰ μὲν ἡνιοχοῦντα παιδάρια πίτυϊ , τὰ δὲ παιδισκάρια κισσῷ . Ἐπῆσαν
6324407 ἠλδανε
στιβαροί τε βραχίονες : αὐτὰρ Ἀθήνη ἄγχι παρισταμένη μέλε ' ἤλδανε ποιμένι λαῶν . μνηστῆρες δ ' ἄρα πάντες ὑπερφιάλως
ἀλδαίνει αὔξει , ἀπὸ τῆς ἄλσεως , οὗ τὸν παρῳχημένον ἤλδανε . ἀλύων ἀνιώμενος . εἴη δ ' ἂν μᾶλλον
6321710 σκυλακα
θραύει τοῖν προσθίοιν ποδοῖν τὸν ἕτερον . καὶ ἀνειλόμην χωλεύουσαν σκύλακα ἀγαθὴν καὶ τὸ ζῷον ἡμίβρωτον , καὶ γέγονέ μοι
ἀνθρώπων παιδεύεται , ἀλλ ' εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τόν τε σκύλακα καὶ τὸν πῶλον ταῦτα συνεθίζεσθαί τε καὶ μανθάνειν ,
6319231 ἀσκαντην
ἐνταῦθα . , δεῦρο . ἔξει ] ἔξιθι . τὸν ἀσκάντην ] τὸν κοινῶς σκάμνον , τὸ σκαμνίον , διφρίσκον
λόγου . ἄττα ] τινά . ἔξει ] ἔξελθε . ἀσκάντην ] σκάμνον . ⸎ . ἐξενεγκεῖν ] ἐμαυτόν .
6314396 Ὀρθωσιαν
' ἐπὶ τὸν Ὀρόντην πεντακοσίους εἴκοσιν : εἶτ ' ἐπὶ Ὀρθωσίαν χιλίους ἑκατὸν τριάκοντα . Τῆς δ ' Ἰουδαίας τὰ
ἀπὸ μὲν τοῦ Πηλουσιακοῦ στόματος εἶναι τρισχιλίους ἑξακοσίους σταδίους εἰς Ὀρθωσίαν , ἐπὶ δὲ τὸν Ὀρόντην ποταμὸν χίλια ἑκατὸν τριάκοντα
6313535 συμπρακτορα
καὶ κατὰ πρόσωπον τῷ ἀνδρὶ λοιδορήσασθαι ὅτι μὴ καὶ τοῦτον συμπράκτορα ἔσχε τοῦ ἔργου : ὁ δὲ κρατῶν ἠγάσθη τε
τὸν σὸν ] καλεῖ . ἀξιοθάνατον ἢ τὸν σύμμοιρον καὶ συμπράκτορα Τυδέως , ἢ τὸν ἐγγὺς ὄντα θανάτου καὶ σύν
6312295 ἐξηβον
ἀκμαίας καὶ ὀξυτάτης , ἤτοι τὸν νεάζοντα : καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳ , ἤτοι τὸν γηραιὸν καὶ παρηβηκότα καὶ παρακμάσαντα
ἐπιτηδείας , ἀλλ ' ἔτι μειράκιον ὄντα . τὸ δὲ ἔξηβον χρόνῳ ἀντὶ τοῦ γέροντα ὄντα . θΞ ἥβης ]
6312030 ἀνεκτικον
τὸν δεῖνα , οὐκ ἐδυσωπήθην ὑπὸ τοῦ δεῖνος , τὸ ἀνεκτικὸν ἐγύμνασα , τὸ ἀφεκτικόν , τὸ συνεργητικόν καὶ οὕτως
: καὶ τὸ στοχαστικὸν τῶν φίλων κηδεμονικῶς : καὶ τὸ ἀνεκτικὸν τῶν ἰδιωτῶν καὶ τῶν ἀθεωρητὶ οἰομένων : καὶ τὸ
6309512 φριμαγμος
εἶδος . . . φριμάττεσθαι μὲν τὸν τράγον φαμὲν καὶ φριμαγμὸς ἡ τοῦ τράγου φωνὴ ὥσπερ πταρνυμένου : φρυάττεσθαι δὲ
αἰγῶν . φριμάσσεο : οὐ κυρίως τῇ λέξει κέχρηται . φριμαγμὸς μὲν γάρ ἐστι κυρίως ἡ τῶν ἵππων φωνή ,
6307657 παρεισαγουσι
μόνα δὲ τὰ λογικὰ καὶ ἅπερ οἱ δογματικοὶ τῶν φιλοσόφων παρεισάγουσι πρὸς τὴν τῆς ἀληθείας εὕρεσιν . πολλαχῶς δὴ λεγομένου
. : Ἀριστοτέλης καὶ Δικαίαρχος τὸ κατ ' ἐνθουσιασμὸν μόνον παρεισάγουσι καὶ τοὺς ὀνείρους , ἀθάνατον μὲν εἶναι οὐ νομίζοντες
6306575 κοππατιαν
“ ἐκ τοῦ δανείου ἐκείνου τί ἠγόρασα ; ” τὸν κοππατίαν : κοππατίας ἵππους ἐκάλουν οἷς ἐγκεχάρακτο τὸ κ στοιχεῖον
ἔχοντα κ εἰς τὸν μηρόν , τὸν ἵππον τὸν καλούμενον κοππατίαν . τάλας ] ἄθλιος ὑπάρχω , ὁ ἄθλιος .
6306046 τετραπλασιονα
, τὸν δὲ διπλασίονα πρὸς τὴν δυάδα , τὸν δὲ τετραπλασίονα πρὸς τὴν αὐτὴν μονάδα . οὗτοι δέ εἰσιν οἱ
ποιήσατε διπλασίονα τὸν βωμόν . ” ἐκεῖνοι δὲ διπλασιάσαντες , τετραπλασίονα ἐποίησαν . καὶ ἐπιμείναντος τοῦ λοιμοῦ ἠναγκάσθησαν τὸν Πλάτωνα
6299092 φθεγγου
δυνάμεων συνεστὸς λύσιν ἴσχει ποτέ ; Εὐφήμησον καὶ μὴ ἀδύνατα φθέγγου : ἐπεὶ ἁμαρτήσεις καὶ ἀσεβηθήσεταί σου ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ
. μνημονεύει δ ' αὐτοῦ Ἀριστοφάνης Δαναίσι καὶ τὸν κυλλᾶστιν φθέγγου καὶ τὸν Πετόσιριν . μνημονεύουσιν αὐτοῦ καὶ Ἑκαταῖος καὶ
6299020 ἱρεα
ἐστὶ πάντῃ δέκα σταδίων . Μετὰ δὲ τοῦτον βασιλεῦσαι τὸν ἱρέα τοῦ Ἡφαίστου , τῷ οὔνομα εἶναι Σεθῶν . Τὸν
αὐτοῖσι καὶ τῆς ἐμῆς ὄψιος . Ἐλευθερωθέντες Αἰγύπτιοι μετὰ τὸν ἱρέα τοῦ Ἡφαίστου βασιλεύσαντα ἐστήσαντο δυώδεκα βασιλέας , [ ἐς
6297088 Παιωνα
τῶν ἀπηρχαιωμένων τούτων περάνῃς , τὸν Τελαμῶνα , μηδὲ τὸν Παιῶνα , μηδ ' Ἁρμόδιον . . , : Πόθεν
μηδὲν τῶν ἀπηρχαιωμένων τούτων περάνῃς , τὸν Τελαμῶνα μηδὲ τὸν Παιῶνα μηδ ' Ἁρμόδιον . ΩΙΟΣΚΥΦΙΑ . περὶ τῆς ἰδέας
6294240 διηλλαγμενον
σοι . δείξας οὖν ἡμῖν τὸν ὀργιζόμενον δεῖξον καὶ τὸν διηλλαγμένον . Εὖ παθεῖν ἀξιῶ παρὰ σοῦ κατ ' ἄλλο
ἀναλίσκοντα τῇ νόσῳ τὸν στρατόν , μικρὸν δ ' ὕστερον διηλλαγμένον τῶν θεωρῶν ἡκόντων καὶ τεθυκότων ; ὃ δ '
6292714 ἐγκαθευδειν
οἴκησιν , ὃν τρόπον χρῆται καὶ τοῖς θάμνοις πρὸς τὸ ἐγκαθεύδειν . Ὕδρῳ δὲ ἐοικώς , τὸ καθαρὸν καὶ ἐπὶ
λόγοι γίνωνται σὺν τοῖς συνιοῦσιν ἐπωφελεῖς . εἰώθεισαν δὲ καὶ ἐγκαθεύδειν τινὲς τοῖς χαλκείοις κρυμῶν ὄντων καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις
6291030 παρατηρουντα
δάκετα τῶν ἑρπετῶν , τὸν δ ' ἰχνεύμονα τῶν κροκοδείλων παρατηροῦντα τοὺς γόνους τὰ καταλειφθέντα τῶν ὠιῶν συντρίβειν , καὶ
' ἕκαστον τούτων εὖ πως ἐκλαμβάνειν πειρᾶσθαι τὸν ἀκούοντα μὴ παρατηροῦντα τὸν ἀποδιδόμενον λόγον ἑκάστου αὐτῶν εἴτ ' ἐστὶν ἀκριβὴς
6289261 μισουμενον
εὔνουν τὸν ἄνδρα ποιεῖ : τὸν γὰρ ὑπ ' ἐκείνου μισούμενον οἴεται προσήκειν εὖ πάσχειν ὑφ ' ἑαυτοῦ . τὰ
μουσῶν ὀνόματα : παράδοξον δὲ τὸ δι ' ὑπερβολὴν ὠμότητος μισούμενον , οἷον πένης καὶ πλούσιος ἐχθροί , κατεγνώσθη ὁ
6288313 σκυτοτομον
Οὐκοῦν διὰ ταῦτα ἐν μόνῃ τῇ τοιαύτῃ πόλει τόν τε σκυτοτόμον σκυτοτόμον εὑρήσομεν καὶ οὐ κυβερνήτην πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ ,
: ἐργαστὴν δερμάτων . , τὸν τὰς βύρσας ἐργαζόμενον , σκυτοτόμον τὸν τὰς βύρσας θεραπεύοντα καὶ μαλάξοντα καὶ ἐμβρέχοντα .
6287358 θηλασω
ἡ τροφός . παρὰ τὸν θήσω μέλλοντα τὸν δηλοῦντα τὸ θηλάσω . . . . , . . . .
ἀθρεῖν . ἢ παρὰ τὸν θήσω μέλλοντα τὸν δηλοῦντα τὸ θηλάσω , οἷον : γυναῖκά τε θήσατο μαζόν , γέγονεν
6280325 Ἀραξην
σὺ βούλεαι . Ὑστάσπης μὲν τούτοισι ἀμειψάμενος καὶ διαβὰς τὸν Ἀράξην ἤιε ἐς Πέρσας φυλάξων Κύρῳ τὸν παῖδα Δαρεῖον .
διόπερ ὁ Ἀλέξανδρος κατὰ σπουδὴν ἦγε τὴν δύναμιν καὶ τὸν Ἀράξην ποταμὸν ζεύξας διεβίβασε τοὺς στρατιώτας . προάγοντος δὲ τοῦ
6275808 ἀνθρακα
ἐξομοιωθῆναι ἢ ἐκείνους μεταθεῖναι ἐπὶ τὰ αὑτοῦ . καὶ γὰρ ἄνθρακα ἀπεσβεσμένον ἂν θῇ παρὰ τὸν καιόμενον , ἢ αὐτὸς
χαλεπῆς νόσου καὶ δυσιάτου , ποσθένης , ἀπαλλαγήν , ἣν ἄνθρακα καλοῦσιν , ἀπὸ τοῦ καίειν ἐντυφόμενον , ὡς οἶμαι
6266737 λατον
τ ' εὔοψον σφόδρα χωρίον ἐστὶ Κάρυστος . τὸν δὲ λάτον τὸν κλεινὸν ἐν Ἰταλίῃ πολυδένδρῳ ὁ Σκυλλαῖος ἔχει πορθμός
τοὺς λάβρακας ἐντερεύων . λάτος . Ἀρχέστρατος : τὸν δὲ λάτον τὸν κλεινὸν ἐν Ἰταλῇ πολυδένδρῳ ὁ Κυλλαῖος ἔχει πορθμός
6261818 ἀδαμαντα
τὴν γλαυκὸν λίθον τοῦ βηρύλλου ἢ τὸν τιμιώτατον καὶ διαυγῆ ἀδάμαντα ἰχνεύουσιν , ἢ τὴν χλωρῶς διαυγάζουσιν ἴασπιν , ἢ
τὴν γλαυκὴν λίθον τοῦ βηρύλλου ἢ τὸν τιμιώτατον καὶ διαυγῆ ἀδάμαντα ἰχνεύουσιν ἢ τὴν χλωρῶς διαυγάζουσαν ἴασπιν ἢ τὸν γλαυκιόωντα
6261071 ἐξερχομαι
; ἂν μέτριον , μενῶ : ἂν λίαν πολύν , ἐξέρχομαι . τούτου γὰρ μεμνῆσθαι καὶ κρατεῖν , ὅτι ἡ
δῷς , ἀλλ ' ἀπόδος . καὶ δὴ φέρους ' ἐξέρχομαι . Ῥύγχος φορῶν ὕειον ᾐσθόμην τότε . Παραγεύσεταί σοι
6250322 ὀργιλον
βαθεῖ , πήραν ἐξημμένον καὶ τριβώνιον ἀμπεχό - μενον , ὀργίλον , ἄμουσον , τραχύφωνον , λοίδορον , μηνύειν ἐπὶ
, περὶ ἀναιδείας καὶ βδελυρίας : ὁπότε δὲ ἀγνώμονα καὶ ὀργίλον , ἀγνωμοσύνης καὶ ὀργῆς ἀποτρέπειν . καὶ ἐπὶ τῶν
6246954 τροχον
ταῖς χοινικίσιν ἐμβαλ - λόμενα ἢ πασσαλίσκοι κωλύοντες ἐξιέναι τὸν τροχόν . ἐπίσωτρα λέγονται οἱ ἐπικείμενοι κύκλοι τοῖς τροχοῖς ,
“ συμβουλεύει γὰρ καλῶς : τὰς βασάνους παράστησον . φερέτω τροχόν : ἰδοὺ χεῖρες , τεινέτω . φερέτω καὶ μάστιγας
6243849 ἀδαμαστον
γὰρ τὸ βάλλειν , ὅθεν καὶ δίσκος . τινὲς δὲ ἀδάμαστον πέσημα τὸ μηδέπω δαμασθὲν ζεύγλῃ σῶμα . ἐμφαίνει δὲ
, Ἀλλ ' οἷον τὸν ἄτυφον ἐγὼ ἴδον ἠδ ' ἀδάμαστον πᾶσιν , ὅσοις δάμνανται ὁμῶς ἀφατοί τε φατοί τε
6236082 Ἱππομαχον
Θέμεν ] Λαμβάνει . Δαιμονίαις ] Θείαις . Ἵππαιχμον ] Ἱππόμαχον , πολεμικόν . Κεκόσμηται ] Ἡτοίμασται . Τρόπῳ ]
δοκεῖν Νίκη . Κάλλωνα δὲ τὸν Ἁρμοδίου καὶ τὸν Μοσχίωνος Ἱππόμαχον , γένος τε Ἠλείους καὶ πυγμῇ κρατήσαντας ἐν παισί
6233961 ἀγωγεα
ἐν Χρυσίππῳ λέγει πρόσαγε τὸν πῶλον ἀτρέμα , προσλαβών τὸν ἀγωγέα βραχύτερον : οὐχ ὁρᾷς ὅτι ἄβολός ἐστιν ; τὴν
, λαλῆσαι μηδενί . Πρόσαγε τὸν πῶλον ἀτρέμα προσλαβὼν τὸν ἀγωγέα βραχύτερον : οὐχ ὁρᾷς ὅτι ἔτ ' ἄβολός ἐστι
6228309 νομεα
θαλλούσας , καὶ κηρυττούσας τὸν πρὶν μὲν οἰκτρόβιον καὶ ἀφανῆ νομέα ποιμνίων , νῦν δὲ ἡμίθεον χρηματίσαντα δι ' ἀρετῆς
καὶ πραΰνειν αὑτοῦ τὸν θυμόν ἐστιν , ὥσπερ κυνὸς γενναίου νομέα , οἵους τοὺς Ἰνδοὺς κύνας φασί . κύων Ἰνδὸς
6226923 αἰδημονα
μὴ ποιῆσαι ἃ δεῖ : ἀπολέσεις τὸν πιστόν , τὸν αἰδήμονα , τὸν κόσμιον . τούτων ἄλλας βλάβας μείζονας μὴ
πιστότερόν σου : τοῦτόν μοι φύλασσε τοιοῦτον οἷος πέφυκεν , αἰδήμονα , πιστόν , ὑψηλόν , ἀκατάπληκτον , ἀπαθῆ ,
6225214 Κηρα
φησιν , ὅτι ἡ Νὺξ ἐγέννησε τὸν Μόρον , τὴν Κῆρα , τὸν Θάνατον . ἐπεὶ γὰρ ἀφανῆ καὶ ἄδηλα
τοῦ πεπρωμένου καὶ εἱμαρμένου . ἐγέννησε δὲ ἡ Νὺξ καὶ Κῆρα καὶ τὸν Θάνατον , καὶ τὸν Ὕπνον καὶ τοὺς
6224252 νεωνητον
. Ἰατταταιὰξ τῶν κακῶν , ἰατταταῖ . Κακῶς Παφλαγόνα τὸν νεώνητον κακὸν αὐταῖσι βουλαῖς ἀπολέσειαν οἱ θεοί . Ἐξ οὗ
ἅλις σοι , κυρία , μὴ οὕτω σκῶπτέ μου τὸν νεώνητον ” . ἣ δέ : „ δῆλος εἶ ,
6220489 ἀῤῥωστον
τούτου παράδειγμα λαμβάνει τοῦτο , ὅτι εἰσῆλθον δύο ἰατροὶ πρὸς ἄῤῥωστον , καὶ εὑρήκασι φλεγμονὴν ὑποκειμένην . συνεῖδον ἀμφότεροι κενωθῆναι
οὔρων . Ἡ δὲ ὑπόθεσις τοιαύτη . εἰσέρχῃ πρὸς τὸν ἄῤῥωστον . πρὸ πάντων ζήτησον , εἰ ὀλέθριον ἢ σωτήριον
6218022 συγκαθελκυσθησεται
λέγω τοῦ Ὀικλέους τὸν Ἀμφιάρεων , σώφρων καὶ δίκαιος ὢν συγκαθελκυσθήσεται καὶ εἰς τὸν Ἅιδην καταχθήσεται μετὰ τῶν ἀσεβῶν ,
τὸν Ἀμφιάρεων . σώφρων καὶ δίκαιος καὶ εὐσεβὴς ἀνὴρ ὢν συγκαθελκυσθήσεται καὶ εἰς τὸν Ἅιδην καταχθήσεται μετὰ τῶν ἀσεβῶν ,
6218011 συμπαιζοντα
ἀρτιάζειν ἐστὶ τὸ δραξάμενον ἀστραγάλων ἤ τινων ἄλλων ἐξετάζειν τὸν συμπαίζοντα πότερον ἀρτίους ἢ περισσοὺς κατέχει , ὡς καὶ Ἀριστοφάνης
, τοξαλκῆ , πτερόεντα , πυρίδρομον , εὔδρομον ὁρμῆι , συμπαίζοντα θεοῖς ἠδὲ θνητοῖς ἀνθρώποις , εὐπάλαμον , διφυῆ ,
6215561 ἀντιξυειν
γε καὶ τοῖς ὄνοις ἀπέδωκεν ἡ παροιμία , τὸν ξύοντα ἀντιξύειν : ἄνθρωποι δ ' ἄρα ὑπὸ θεῶν ἀγόμενοι θεοὺς
τῶν κεκραγάτων τινὰς εἰς βοήθειαν . Τὸν ξύοντα δ ' ἀντιξύειν : ἐπὶ τῶν διὰ χάριν χάριτας ποιούντων . Τοῦτο
6215423 παιδοκτονος
οὐ διεφθάρη . τὸν πατέρ ' αὑτοῦ δήσας ] ὅτι παιδοκτόνος ἦν . αἰβοῖ τουτὶ καὶ δὴ : γελᾷ ὁ
ἀγνοεῖν συνέφερε , καὶ τότε πατὴρ ἀναγορεύομαι , ὅτε καὶ παιδοκτόνος εὑρίσκομαι . . . ἔα με μόνην τὴν μοιχείαν

Back