ἀφαιρεῖται τὰς δωρεὰς , κατ ' αὐτὸς αὑτοῦ κινεῖ τὸν ἀνάγυρον , ἑαυτὸν ἀποστερῶν τῶν μεγίστων , παρρησίας καὶ δόξης | ||
? ! ] ? ] ! ανται καὶ [ ] ἀνάγυρον [ ] εχόντων του [ ´ηϲ ? ] ! |
νιφόεντι κράδης ἢ τρηχέι κνίδῃ χρῶτα μιαινομένοις ἢ καὶ σπειρώδεϊ κόρσῃ σκίλλης ἥ τ ' ἔκπαγλα νέην φοινίξατο σάρκα . | ||
τοξευτῆρα πευκεδανῶν ὤκιστα βελέμνων σκορπίον εἴργει . τὸν μὲν ἐγὼ κόρσῃ μάλ ' ἐοικότα φημὶ βροτείῃ παύειν ὀξυτάτῳ τετριμμένον ἄμμιγα |
ἀγαυοῦ Τυδέος υἱὲ ἦ μάλα ς ' οὐ βέλος ὠκὺ δαμάσσατο πικρὸς ὀϊστός : νῦν αὖτ ' ἐγχείῃ πειρήσομαι αἴ | ||
δηλονότι . Θαρσαλέος : ὁ Ἀχιλλεύς . παρέδραμε : γράφεται δαμάσσατο . Δηϊδαμείης : παρακοῖτις , Ἀχιλλεύς . Πιμπληΐδι : |
κύλινδρον ἐπὶ τὴν γῆν κείμενον τὸν ἡδὺν τῇ ὄψει θεάσῃ ἀχάτην , ὃν ἀπὸ τῆς πέτρας τοῦ χειμερίου ποταμοῦ αἱ | ||
πολυειδέα πῖνε μετ ' ἀκρήτου Βρομίοιο μορφὴν παντοίην ἐπιειμένον ἐσθλὸν ἀχάτην . Πολλὰ μὲν οὖν ῥέα γ ' ἐστὶν ἀχάτου |
τοῖς σοφοῖς κριταῖς ἅπασιν ἐκ θεῶν τε δυστυχής . ὅστις κορακῖνον ἐσθίει θαλάττιον γλαύκου παρόντος , οὗτος οὐκ ἔχει φρένας | ||
Χαλκέα : χαλκίτην , ὄνομα ἰχθύος , κορακῖνον , τὸν κορακῖνον τὸν ἔχοντα τὸ εἶδος μέλαν κατὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ |
τὰ τέκνα . Κακοπραγμονεῖν γὰρ οὐ πρέπει τὸν ἐλεύθερον . Κόλαζε κρίνων , ἀλλὰ μὴ θυμούμενος . Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν | ||
ὁμολογοῦντα σωφρονεῖν πλεονάκις ἢ ὀλιγάκις ἁμαρτάνειν λέγοντα πλημμελεῖν πολλάκις . Κόλαζε τὰ πάθη , ἵνα μὴ ὑπ ' αὐτῶν τιμωρῇ |
ψυχή τε μένος τε . Ἕκτορα δ ' αἰνὸν ἄχος πύκασε φρένας ἡνιόχοιο : τὸν μὲν ἔπειτ ' εἴασε καὶ | ||
θεὸς ἂμ πόνον ἀνδρῶν , Ἕκτορα δ ' αἰνὸν ἄχος πύκασε φρένας ἀμφὶ μελαίνας : πάπτηνεν δ ' ἄρ ' |
κρόκου ⋖ αʹ , στύρακος , χαλβάνης , δαύκου , ὁρμίνου σπέρματος ἀνὰ ⋖ βʹ , κέγχρυος , μαράθρου σπέρματος | ||
δρύινοϲ . ἀντὶ οἰνάνθηϲ χυλοῦ χυλὸϲ ἀμπελίνου δένδρου . ἀντὶ ὁρμίνου λινόϲπερμον . ἀντὶ ὀρύζηϲ κρίθινον ἄλευρον . ἀντὶ οἴνου |
Ἐπὶ δόρυ ἐπίστρεφε , ἀποκατάστησον . Ἐπὶ δόρυ περίσπα , ἀποκατάστησον . Ἐπὶ δόρυ ἐκπερίσπα , ἀποκατάστησον . Ἐπ ' | ||
εὔοσμον ἐξικνούμεθα : καταλαμβανόμεθα ὑφέσθαι : παραχωρεῖν ἀποπρίω : ἀγοράσας ἀποκατάστησον διακναίσῃ : διαφθείρῃ συχνοί : πολλοί ἀμῶν : θερίζων |
εʹ β , νεφελοειδ ' . Οἱ περὶ τὸν Περσέα ἀμόρφωτοι . ὁ πρὸς ἀνατολὰς τοῦ ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ γόνατος | ||
δʹ ε , εʹ β . Οἱ περὶ τὸν Σκορπίον ἀμόρφωτοι . ὁ ἑπόμενος τῷ κέντρῳ νεφελοειδής . . . |
θαρρεῖν . τὰ δ ' ἐπιρρήματα τολμηρῶς τολμηρότατα , θρασέως θρασύτατα , φιλοκινδύνως , ῥιψοκινδύνως , παρακεκινδυνευμένως , παρακινδυνευτικῶς , | ||
τῶν τε δημάρχων Μᾶρκον Καίλιον πριάμενος ἐς τὴν πόλιν κατῄει θρασύτατα . καὶ αὐτὸν ὁ Καίλιος εὐθὺς ἐσιόντα εἷλκεν ἐς |
Ἔρως . τί ζῶν ἐν σποδιῇ τίθεσαι ; πίνωμεν Βάκχου ζωρὸν πόμα : δάκτυλος ἀώς . ἦ πάλι κοιμιστὰν λύχνον | ||
ζώω : ζωννύω : ζωπυρεῖ : ζωρότερον , ταχύτερον : ζωρὸν ἀκρατεύτερον : ζωστήρ : ζώστρα , τὰ ἐνδύματα : |
ᾧ ἐστι τὸ σπέρμα ἠὲ καὶ ἑλξίνην : καὶ γὰρ ἑλξίνη καλεῖται παρὰ τὸ ἕλκειν εἰς ἑαυτήν . ἡ γὰρ | ||
παρακμαῖς τῇ διαφορητικῇ μόνῃ χρήσασθαι δεῖ μηδενὸς στύφοντος παραπλεκομένου . ἑλξίνη πρὸς πάσας φλεγμονὰς ἁρμόττει ἐν ἀρχῇ τε καὶ ἀναβάσει |
ὁ δ ' ἀστράπτειν καὶ βροντᾶν καὶ κυκᾶν αὐτόν φησι δημηγοροῦντα . μὴ γάρ μοι τοῦτο εἴ τι μέμφεται αὐτοῦ | ||
, ἐν τοῖς ἔπεσιν . ἀγορητὴν ] κριτήν ατὴν , δημηγοροῦντα . ἂν ] τὰ δύο ” ἄν “ ἐκ |
λάσανα : ὡς ἡμεῖς , ἐφ ' ὧν ἀποπατοῦμεν . λίστριον : τὸ ὑπὸ τῶν πολλῶν καλούμενον κοχλιάριον . Ὅμηρος | ||
κοχλιάριον . Ὅμηρος μὲν λίστρον τὸν ξυστῆρα , οὗ ὑποκοριστικὸν λίστριον , οἷον ξυστηρίδιον . ἔοικεν οὖν τὸ πρῶτον τοιοῦτο |
ἅρπαι . Ἅρπαι : δρεπάναι . βαρύστομοι : βαρυστένακτοι . βουπλῆγες : ἀξίναι , πελέκυς . Δυσκελάδοις : δυσήχοις , | ||
ι . Τοὺς μύρμηκας τοὺς βουπλῆγας : ὦ μύρμηκες ὦ βουπλῆγες . Ἰστέον ὅτι τὰ εἰς ιξ ἀρσενικὰ ἁπλᾶ ὑπὲρ |
, ἀλλὰ μαλακόν . ἐϲτὶ δὲ τοιαῦτα πολύποδέϲ τε καὶ ϲηπίαι καὶ τευθίδεϲ , ὅϲα τε τούτοιϲ ἔοικε . ϲκληρόϲαρκα | ||
ϲὰρξ καὶ κύαμοι φρυγέντεϲ καὶ τὰ καλούμενα δὲ μαλάκια τευθίδεϲ ϲηπίαι πολύποδεϲ οἱ κητώδειϲ τῶν ἰχθύων , ἐξ ὧν εἰϲιν |
: τὸ ὑπὸ τῶν πολλῶν καλούμενον κοχλιάριον . Ὅμηρος μὲν λίστρον τὸν ξυστῆρα , οὗ ὑποκοριστικὸν λίστριον , οἷον ξυστηρίδιον | ||
τέλος ἔργου καρτερὸν οἰνοφόροιο πονεύμενος ἕρκος ἀλωῆς , ἤτοι ὃ λίστρον ἔμελλεν ἐπὶ προύχοντος ἐρείσας ἀνδήρου καταδῦναι ἃ καὶ πάρος |
ὄλεθρον ἐμήδετο . κὰδ δέ οἱ ὤμους ἕλκεσι ποιητοῖσι κατέρρεε νήχυτον αἷμα . ἡ δὲ περὶ κλισίῃσιν ἐμαίνετο παννυχίη φλὸξ | ||
δάε τεχνήσασθαι φάρμαχ ' ὅς ' ἤπειρός τε φύει καὶ νήχυτον ὕδωρ : τοῖσι καὶ ἀκαμάτοιο πυρὸς μειλίσσετ ' ἀυτμήν |
⌈ μοι [ μου ] καὶ τὰ ἑξῆς . τὸν ἀκατάβλητον ] τὸν ἄδικον . διανοεῖ ] διανοῇ . τί | ||
: ταῦτα λέγει ὡς συκοφαντούμενος ὑπ ' αὐτοῦ . τὸν ἀκατάβλητον ] τὸν ἀήττητον , τὸν μηδενὶ καταβαλλόμενον : ἤγουν |
μετοχήν . ἐπ ' ἄτρυτον : τὸν ἄτρυτον καὶ τὸν ἀκαταπόνητον : ἐκ δὲ τούτου τὸν ὑπερβεβλημένον ὡς δεινὸν ἐμφαίνει | ||
ἀκατάβλητον ] τὸν μὴ καταβάλλοντά τι ἤτοι διδόντα , τὸν ἀκαταπόνητον . , τὸν ἀκαταγώνιστον , τὸν ἰσχυρόν . ἔξαρνος |
ὁ καρπὸϲ τῶν πιτύων : ἔνιοι δὲ καὶ τὸν τῆϲ πεύκηϲ ὡϲαύτωϲ προϲαγορεύουϲιν . μικτῆϲ δέ εἰϲι δυνάμεωϲ , ὡϲ | ||
ἰϲχυροτέρα δὲ πάλιν ἡ τῆϲ πίτυόϲ τε καὶ κώνου καὶ πεύκηϲ : ὅθεν πρὸϲ πτίλα βλέφαρα καὶ μυδῶνταϲ κανθοὺϲ καὶ |
ἡ ὁρμή . Ἐὰν δὲ τὸν ὡροσκόπον ὁ Ἄρης βλάπτῃ καταισχυνθήσεται ὁ ἐνάγων , ἐὰν δὲ Ἑρμῆς μετά τινος ἀγαθοῦ | ||
ἔσσεται ὁρμή . ἐὰν δὲ τὸν ὡροσκόπον ὁ Ἄρης βλάπτῃ καταισχυνθήσεται ὁ ἐνάγων , ἐὰν δὲ Ἑρμῆς μετά τινος ἀγαθοποιοῦ |
. κ , ἰοῦ δραχ . μ , κηκῖδος , χαμαιλέοντος μέλανος ῥίζης , ἀνὰ δραχ . κδ , ἐλαίου | ||
ῥίζα , πολίου , λαπάθου , καππάρεως , ἁλικακκάβου , χαμαιλέοντος , ἀφέψημα πιόνων σύκων , δᾳδός , μέλι γλυκύ |
ἐς τὸν νεφρὸν , τελευτῶσι δὲ ἐς τὸν ἀρ - χὸν αὗται ἑκάτεραι . Αἱ δὲ τέταρται ἀπὸ τοῦ ἔμπροσθεν | ||
ἢ τὸν ἰδιώτην λέγει : ἀλλὰ καθόλου τὸν μοι - χὸν ἀπεῖπεν : κἀκεῖνος τὸ αὐτὸ λέγει , ὅτι οὐ |
Διὶ οἰνοχοεύειν : εἴρηται δὲ ἀπὸ τῆς ἔρας ἀναλαμβάνειν . ἀνέβραχε ποιῶς ἐψόφησεν : “ ἄντα τιτυσκομένη , τὰ δ | ||
οὔτι παροίτερον ὕδατι νᾶεν Δίνδυμον , ἀλλά σφιν τότ ' ἀνέβραχε διψάδος αὔτως ἐκ κορυφῆς , ἄλληκτον : Ἰησονίην δ |
μολπᾷ . Θόρε κἐς ] πόληας ἁμῶν θόρε κἐς ποντοπόρος νᾶας , θόρε κἐς νέος ? [ πολείτας ] , | ||
. . , : [ τὸν Πολύφαμον , ὃς ὤρεσι νᾶας ἔβαλλεν . ] Τὸν Πολύφημον τὸν Κύκλωπα λέγει , |
δέ μιν οὔ τι βάρυνεν , οὕνεκά οἱ στονόεντα Θέτις μελεδήματα γυίων ἐξέλετ ' , ἀκμήτῳ δ ' ἐναλίγκιον εἰσοράασθαι | ||
ῥέξειε καὶ ἄλλος , ὁππότ ' ἀνὴρ τοιοῦτος , ἔχων μελεδήματα θυμῷ , αἰτίζῃ ; χαλεπόν κεν ἀνήνασθαι δόσιν εἴη |
, οἵ τε πόλιν Γλαύκοιο Κορίνθιον ἄστυ νέμοντες : κάλλιστον μάρτυν ἔθεντο πόνων , χρύσου τιμήεντος ἐν αἰθέρι : καί | ||
“ ταῦτα ” φησὶν “ ἐγὼ προεμαντευόμην . ἔχω σε μάρτυν , Εὐφρᾶτα . προεῖπον ὅτι οὐκέτι σε διαβήσομαι . |
φύεται ἐν τοῖς περὶ Θεσσαλίαν ἐν τῷ Πηνειῷ ποταμῷ . Ξάνθιον ἢ φάσγανον φύεται ἐν εὐγείοις καὶ λίμναις . καυλὸν | ||
νυν χρόνῳ ἐξαιρέθησαν . Λύκιοι δέ , ὡς ἐς τὸ Ξάνθιον πεδίον ἤλασε ὁ Ἅρπαγος τὸν στρατόν , ἐπεξιόντες καὶ |
? , [ ὥς οἱ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ ] δασπλῆτις Ἐρινύς ? ? : [ διογενὲς ] ? ? | ||
δαῖς ἡ μάχη : “ ἐν δαῒ λυγρῇ . ” δασπλῆτις δυσπροσπέλαστος , δυσχερὴς τοῖς προσπελάζουσι . δαῶμεν μάθωμεν . |
αἰγίλωπαϲ καὶ ὅϲα βούλει χωρὶϲ τομῆϲ καὶ καύϲεωϲ ἀπαλλάττειν . ἀφίϲτηϲι δὲ καὶ ὀϲτᾶ διεφθορότα . χαλκοῦ ἐρυθροῦ ῥινίϲματοϲ # | ||
καὶ ϲυμμέτρωϲ χρωμένῳ καὶ ψώραϲ καὶ λέπραϲ ἀποδέρει καὶ ὄνυχαϲ ἀφίϲτηϲι λεπροὺϲ καὶ ϲτίγματα διαφορεῖ καὶ ἀκροχορδόναϲ καὶ μυρ - |
τινος ὄρους καὶ περισπάσας τῆς ὁπλῆς . ὦ χαρίεσς ' Ἀμαρυλλί : ταῦτά φησιν ἀναμνησθεὶς τοῦ ἔρωτος τῆς Ἀμαρυλλίδος . | ||
κνάκωνα , φυλάσσεο μή τυ κορύψῃ . Ὦ χαρίεσς ' Ἀμαρυλλί , τί μ ' οὐκέτι τοῦτο κατ ' ἄντρον |
, νάπυοϲ , ϲκολοπενδρίου , πάνακοϲ ῥίζηϲ , μίλτου , ἐρυθροδάνου , κράμβηϲ ϲπέρματοϲ , ἀριϲτολοχίαϲ μακρᾶϲ , πεπέρεωϲ λευκοῦ | ||
⋖ ε κόϲτου ναρδοϲτάχυοϲ ἀνὰ Γρʹ δ καρυοφύλλου Γρʹ αϲ ἐρυθροδάνου ῥίζηϲ Γρʹ β : ἐπιθύμου Γρʹ β : ἡ |
καὶ μαστίχης γράμματα στ . καὶ μαλάσσει τὴν κοιλίαν . Μέλιτος ξστα ἤτοι ξέστ . α . οἴνου ξεε ἤτοι | ||
, Ἀέρα , Νεφέλας καὶ τὰ τοιαῦτα . Ἄνυτος καὶ Μέλιτος . . . ⌈ δράμα [ δράματα ] . |
ῥίζης τὸ ἀφέψημα πινόμενον , περσέας ῥίζα καὶ πήγανον καὶ χρυσάνθεμον καὶ δίκταμνον καὶ εὐζώμου σπέρμα . κινεῖ δὲ καὶ | ||
βασκοσύνης ἕνεκεν δόλιχα πτερὰ μηκύνονται . Ἔνδροσον ἐκ γαίης αἴρειν χρυσάνθεμον ἁγνόν πρὶν μέγαν Ἠέλιον τὸν ἀτέρμονα κύκλον ὁδεύειν , |
Ταναγραίῳ κήτει ἐοικέναι . καὶ Ἀριστοφάνης δὲ λεπτοὺς καταλέγει Σαννυρίωνα τραγῳδὸν καὶ Μέλιτον καὶ Κινησίαν , οὓς καὶ πρέσβεις ὑπὸ | ||
καὶ δεινῶς πάνυ τὴν ἀνοψίαν φέροντας . Μελάνθιον δὲ τὸν τραγῳδὸν Ἄρχιππος ἔν τινι δράματι ὡς ὀψοφάγον δήσας παραδίδωσι τοῖς |
κωμικός ἡ δὲ πλυντρὶς εἴρηται παρὰ Νικοχάρει ἐν Ἡρα - κλεῖ γαμουμένῳ . τὸ δὲ τῶν ποδῶν νίπτρον νίπτρα μὲν | ||
κελαινῶπιν νεφέλην , ἤγουν μέλανα ὕπνον κατέχυσας , τὸ ἡδὺ κλεῖ - στρον καὶ κλειδίον τῶν βλεφάρων . γλυκύ . |
μετ ' ὄξουϲ : μόνον δὲ χρῖε τὸν ἀλφὸν μηδὲν μολύνων τοῦ ἀπαθοῦϲ , ξηρανθὲν δὲ ἔκκλυζε ὕδατι ψυχρῷ . | ||
λυμαίνεται , ἐν κασαυρείοισι λείχων τὴν ἀπόπτυστον δρόσον , καὶ μολύνων τὴν ὑπήνην καὶ κυκῶν τὰς ἐσχάρας , καὶ Πολυμνήστεια |
τὸν εἰς Φερεκράτην ἀναφερόμενόν φησιν : ἀμυγδάλας καὶ μῆλα καὶ μιμαίκυλα καὶ μύρτα καὶ σέλινα κἀξ οἴνου βότρυς καὶ μυελόν | ||
ὁρᾷς , φέρει , ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα . Θεόφραστος : ἡ κόμαρος ἡ τὸ μιμαίκυλον φέρουσα |
καθ ' ἑαυτήν , ἢ ὁ καλούμενος τρίφυλλος , ἢ ποταμογείτων , ἢ ἔνθα σχοῖνος καθ ' ἑαυτὴν φαίνεται , | ||
ψᾶρα , χαραδριὸν ἄσφαλτος , τὸν δὲ ἐχῖνον ὁ καλούμενος ποταμογείτων . ἐχῖνος δὲ αἰθυίας χολὴν οὐχ ὑπομένει . κίρκος |
παρορμᾷ . Ἄκανθοϲ , οἱ δὲ μελάμφυλλον , οἱ δὲ παιδέρωτα , διαφορητικῆϲ ἐϲτι καὶ ξηραντικῆϲ δυνάμεωϲ . Ἀκάνθιον λεπτομεροῦϲ | ||
χωρὶϲ τοῦ δάκνεϲθαι προϲηκόντωϲ ἰᾶται . Ἄκανθοϲ . [ ἢ παιδέρωτα Ἄκανθοϲ ] οἱ δὲ μελάμφυλλον οἱ δὲ παιδέρωτα . |
τόσον δέ μοι ἔφρασε μῦθον : μέλπειν μοι , φίλε βοῦτα , λαβὼν τὸν Ἔρωτα δίδασκε . ὣς λέγε : | ||
γε μὰν ἁδεῖα : ἦλθεν ἡ ἡδυτάτη καί φησι : βοῦτα , ὑπ ' ἀργαλέου ἐλυγίχθης Ἔρωτος καὶ ἐκάμφθης ; |
γὰρ Ἰνδοὶ ἀνατολικοί . Ἔνθα καὶ ὁ Ἰνδὸς ποταμός . Ἄγχι δ ' Ἐρυθραῖόν τε καὶ Αἰθιόπιον . Ἴσως διὰ | ||
καί ῥ ' ὃ μὲν ὡς μυκηθμὸν ἱεὶς πέλεν . Ἄγχι δ ' ἄρ ' αὐτοῦ ἀμφὶ σάκος πεπόνητο θεῶν |
μοι . Ἀθηνᾶς δὲ ἱδρύσασθαι Σάλπιγγος ἱερόν φασιν Ἡγέλεων . Τυρσηνοῦ δὲ τοῦτον τὸν Ἡγέλεων , τὸν δὲ Ἡρακλέους εἶναι | ||
προσκεῖται δίκην τετραπόδων ζώων . * Τυρσηνία ἡ Ἰταλία ἀπὸ Τυρσηνοῦ τοῦ Τηλέφου υἱοῦ . * † * Λυγκεύς τε |
καὶ Λυκωπέα . τὸν ἀνδροφόντην ] αὗται αἱ ὕβρεις . ἀνδροφόντην ] ἐπεὶ τοὺς Μελαίνης ἀπέκτεινε παῖδας Ἀλκίθοον καὶ Λυκάνορα | ||
, τὸν ἀνδροφόντην λέγων , τὸν τῆς πόλεως ταράκτορα . ἀνδροφόντην δὲ τοῦτον ἐκάλεσεν , ἐπειδὴ τοὺς Μελαίνης ἀπέκτεινε παῖδας |
Δώσει τις δίκην . καὶ τὰ σκόροδα τὰ πολλά . Ληρεῖς , ὦ γύναι , κοὐκ οἶσθ ' ὅ τι | ||
ὁ μικρὰ δ ' εἰπὼν μᾶλλον ἂν ᾖ χρήσιμα . Ληρεῖς ἐν οὐ δέοντι καιρῷ φιλοσοφῶν . Παραπλήσιον πρᾶγμ ' |
ἀλθήεντος : ἰατρικοῦ καὶ ἀλθήεντος ἀκάνθου : τὸν ἄκανθον καὶ μελάμφυλλον καὶ παιδέρωτα λέγουσι . καλῶς δὲ ἀλθήεντα λέγει : | ||
ὃ καὶ πρὸϲ ϲυνουϲίαν παρορμᾷ . Ἄκανθοϲ , οἱ δὲ μελάμφυλλον , οἱ δὲ παιδέρωτα , διαφορητικῆϲ ἐϲτι καὶ ξηραντικῆϲ |
πῆμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας : ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε , | ||
πᾶμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας . ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε , |
. . . . ἄνδρ ' ὁρόω κρατερὼ ἶν ' ἀπέλεθρον ἔχοντας . ὁ μὲν τόξων εὖ εἰδώς : ἡ | ||
πολυφάρμακα , ἵνα δηλοῖ τὸ ἀθεράπευτον . . . . ἀπέλεθρον : δύναμιν ἀμέτρητον καὶ πολλήν : πέλεθρον γάρ ἐστι |
τὸν μόσχον , καὶ ἑνώσας ἀνάπλασσε τῷ φυλαχθέντι μόσχῳ . Στύρακος καλαμίτου λίτρ . α . ἀλόης γοστ . ἄμβαρος | ||
, ζαρναβοῦ ἀνὰ # α , καρποβαλσάμου # α . Στύρακος , ἀμώμου , κόστου , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος , βδελλίου |
νῦν εὐδόκιμον καὶ ϲύνηθεϲ πᾶϲι τοῖϲ ἐμπείροιϲ : γῆϲ ἀϲτέροϲ βαλαυϲτίων κοραλλίου ὑποκυϲτίδοϲ χυλοῦ ἀκακίαϲ ϲμύρνηϲ ῥοῦ ποντικοῦ δαύκου ὀμφακίου | ||
ἴρεωϲ # γ κηκίδων # α καϲϲίαϲ κόϲτου φύλλου ναρδοϲτάχυοϲ βαλαυϲτίων ῥόδων ξηρῶν καρποβαλϲάμου ἀνὰ # β ϲμύρνηϲ ⋖ δ |
βοηθεῖν αὐτοῖς ὅπως τοὺς ἐν οἷς ἠτύχησαν καιροῖς ἀδικήσαντας αὐτοὺς ἀμύνωνται , τῇ τρισκαιδεκάτῃ τοῦ δωδεκάτου μηνός , ὅς ἐστιν | ||
, ἐπειδὰν πρὸ ἐμοῦ τὸν Ὅμηρον καὶ τοὺς ἄλλους ποιητὰς ἀμύνωνται . ἀλλ ' οὐδέπω οὐδὲ τὸν ἄριστον τῶν φιλοσόφων |
δὲ κεστρεύς ἐστι : νῆστις περιπατεῖ . Ἐπὰν δὲ καλέσῃ ψυγέα τὸν ψυκτηρίαν , τὸ τευτλίον δὲ σεῦτλα , φακέαν | ||
οἰναρίου ἀνατρέπει τὸν ψυκτῆρα . Ἄλεξις ἐν Εἰσοικιζομένῳ φησὶ τρικότυλον ψυγέα . Διώξιππος Φιλαργύρῳ : παρ ' Ὀλυμπίχου δὲ θηρικλείους |
δῆτ ' ἐκεῖνον : Τὸν δόλιον δηλονότι , ἀλλὰ τὸν Ἐριούνιον . 〛 πρὸς τὴν ἐκδοχὴν τοῦ Ἐριουνίου , ὅτι | ||
ἐναργῶς τὸ νοούμενον , διὰ τοῦτο εἶπεν αὐτὸν ἀργειφόντην . Ἐριούνιον καὶ σῶκον , ἔτι δ ' ἀκάκητα λόγων ἐμφρόνων |
ἀλάβαστον ἀναπετῶ ἀνάριστον ἀνατρέχω ἀπέλιπε , ἀπέπεμψε ἀπέφησεν ἀπονυχίζειν ἀποσοβῶμεν ἀριστόδειπνον ἀσχολοῦμαι , καὶ ἀσχολεῖται καὶ ἀσχολεῖσθαι ἀττικουργές βαθύς βοίδης | ||
κύλικα προπίομαι . Ἀφ ' ὧν γένοιτ ' ἂν συντόμως ἀριστόδειπνον . Μετὰ ταῦτ ' ἀναπεσεῖν ἐκέλευον αὐτὴν παρ ' |
, οἷοί εἰσιν οἱ πορνοβοσκοὶ καὶ οἱ τοκισταὶ καὶ οἱ κυβευταὶ καὶ οἱ λωποδύται καὶ οἱ λῃσταί : πάντες γὰρ | ||
μικροῦ λήμματος εἰς αὐτὸ τὸ ζῆν κινδυνεύουσιν . οἱ μέντοι κυβευταὶ ἀπὸ τῶν φίλων κερδαίνουσιν , οἷς μᾶλλον παρέχειν καὶ |
σκληρὸς , περὶ ὃν πονοῦντες οἱ γεωργοὶ οὐδὲν πορίζονται . Ἀνάγυρον κινεῖς : ἐπὶ τῶν κινούντων τινὰ ἐπὶ τῶν ἑαυτῶν | ||
. Ἀληλεσμένος βίος : ἐπὶ τοῦ ἑτοίμου καὶ ἀπόνου . Ἀνάγυρον κινεῖς : ἐπὶ τῶν προξενούντων ἑαυτοῖς κακά : Ἀνάγυρος |
Μένανδρος ἐν Ἥρωι ἔφη : χοῦς κεκραμένου οἴνου : λαβὼν ἔκπιθι τοῦτον , ὁ Δημόκριτος ἔφη : Ἡσίοδος μέν , | ||
πιθανὰς τὰς ὑπερβολὰς ἔχει . χοῦς κεκραμένου οἴνου : λαβὼν ἔκπιθι τοῦτον . πεφαρμάκευσαι , γλυκύτατ ' , ἀναλυθεὶς μόλις |
Λουδουεὶμ καὶ τοὺς καλουμένους Ἐνεμιγεὶμ καὶ τοὺς Λαβιεὶμ καὶ τοὺς Νεφθαλεὶμ καὶ τοὺς Πατροσωνιεὶμ καὶ τοὺς Χασλωνιείμ , ὅθεν ἐξῆλθεν | ||
Ζελφὰν , τῷ αὐτῷ χρόνῳ ᾧ καὶ Βάλλαν συλλαβεῖν τὸν Νεφθαλεὶμ , τῷ ἑνδεκάτῳ ἔτει , μηνὶ πέμπτῳ , καὶ |
, ἤδη ϲυμπληρουμένηϲ , ὅταν γε ἰϲχυρὸν ὑπάρχῃ . Περὶ ὀξυϲχοίνου εἴρηται ἐν τῷ περὶ ϲχοίνου τόπῳ . Ὀπόϲ . | ||
θερμότερον . Ϲχοῖνοϲ ἑλεία διττή ἐϲτιν : ἀλλὰ τῆϲ μὲν ὀξυϲχοίνου καλουμένηϲ ὁ καρπὸϲ ὑπνωτικόϲ ἐϲτι , τῆϲ δὲ ὁλοϲχοίνου |
[ ] [ ] ! ! [ ] [ ] υσα [ ] [ ] [ ] [ ] ! | ||
μελαμφαρέος [ Πλούτωνος ] ? οἰκήτωρ ? [ [ ] υσα ? τὸν μ [ [ ] ! ιας οδυ |
πέπων , φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων . Ἀκακία , ἀλσίνη , ἀνδράχνη , ἀρνόγλωσσον , ἀτράφαξυς , βάτου τὰ | ||
ἡ ῥίζα μετρίως , καὶ ἡ πόα καταπλασσομένη μετρίως , ἀλσίνη χωρὶς στύψεως , ἄπιοι καταπλασσόμεναι μετρίως , βουβώνιον ἄνευ |
Κηροῦ , πιτυΐνης , πίσσης ἀνὰ # α , δαφνίδων λελεπισμένων # α , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος # Ϛ , χαλβάνης | ||
λειώσας ὑπάλειφε τὴν παραγωγὴν ποιούμενος διὰ τοῦ κερατοειδοῦς . Δαφνίδων λελεπισμένων δραχ . κʹ λείωσον μετ ' οὔρου παιδὸς ἀφθόρου |
, ἔμπροσθεν . μυρομένοιο : κλαίοντος , θρηνοῦντος : γράφεται τειρομένοιο : δαμαζομένου . Ἔρχεται : ἀκούεται . ἀμφὶ δέ | ||
χέρεσσιν ἕλκεος ἐξείρυσσεν ἀναλθέος : ἐκ δέ οἱ αἷμα ἔσσυτο τειρομένοιο , πότμος δέ οἱ ἦτορ ἐδάμνα . Ἀσχαλόων δ |
χρὴ τάδ ' , ἥτις ἐκ δόμων τὸν σὸν λιποῦσα Φίλιον ἐξεκώμασεν νεανίου μετ ' ἀνδρὸς εἰς ἄλλην χθόνα . | ||
Αἴτνας ] Τῆς πόλεως . Βασιλεῖ ] Τῷ Δεινομένει . Φίλιον ἐξεύρωμεν ] Προσφιλῆ ἐπινοήσωμεν . Τῷ πόλιν κείναν ] |
βραχύν τινα χρόνον σκεψάμενοι καὶ πρὸς ἀλλήλους διαλεχθέντες , τὸν τραχύτατον ὧν ᾔδεσαν καὶ φαυλότατον ἐξήνεγκαν , ἰδιωτικὸν καὶ τοῦτον | ||
περιϲτερεῶνι ἐν ἡλίῳ ϲὺν ὄξει τριβέντι κατάχριε ἢ ἀλκυόνιον τὸ τραχύτατον καύϲαϲ καὶ λειώϲαϲ ϲὺν ἐλαίῳ ἀπὸ λύχνου κατάχριε ἢ |
οἶδ ' ἑτέρους τινὰς λέγειν , Λυκέαν , Τελέαν , Πείσανδρον , Ἐξηκεστίδην . ἀνωμάλους εἶπας πιθήκους * * ὁ | ||
εἰς τὰ ὅμοια διαβέβληκεν , ὡς οἱ κωμῳδιοποιοὶ Κλεώνυμον καὶ Πείσανδρον . περὶ δὲ Χαιρίππου φησὶ Φοινικίδης ἐν Φυλάρχῳ οὕτως |
πρὸς τὸ δῆγμα τῆς ἐχίδνης καὶ μυγάλης . ] Τρίφυλλον ἀσφάλτιον ἕψε καὶ ἀφεψήματι θερμῷ τόπον ἀποδηχθέντα πυριᾷ . οὐδεὶς | ||
, σχοίνου ἄνθος , τερμίνθου καρπός , τρίφυλλον ἡ καὶ ἀσφάλτιον , στρύχνου τοῦ ἁλικακκάβου ὁ καρπός , ὑπερικοῦ ὁ |
' αὖθις ὕαιναν , τὸν μὲν ποιμενίων τε καὶ αἰπολίων ὀλετῆρα , τὴν δ ' ἐχθρὴν σκυλάκεσσιν ἀρειοτέροις τε κύνεσσι | ||
τοῦ Τυφῶνος . ὀλετῆρα : φθορέα . Τυφαόνιον δ ' ὀλετῆρα : φύλακα τοῦ Τυφῶνος τοῦ κατοικοῦντος ἐν τῷ βάθει |
. καὶ Ἀνακρέων δέ φησιν : οἷά τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνόν , ὅς τ ' ἐν ὕλῃ κεροέσσης ἀπολειφθεὶς ἀπὸ | ||
τιτθιζόμενον ἤτοι γαλαθηνόν . σακίταν : σηκίτην , λιπαρόν , γαλαθηνόν . λῇς ποτὶ τᾶν Νυμφᾶν : ἀντὶ τοῦ βούλει |
. Ὣς ἔφατ ' , ὦρτο δ ' ἔπειτα βίη Τεύκροιο ἄνακτος , ἂν δ ' ἄρα Μηριόνης θεράπων ἐῢς | ||
, τεῦξ ' , οὐ σποδεύνας ἶνις Ἐμπούσας , μόρος Τεύκροιο βούτα καὶ κυνὸς τεκνώματος , Χρύσας δ ' ἀίτας |
οὖν μυθωδέστερα τὰ περὶ αὐτοῦ ποιοῦντες ἐκκλησιάζοντά φασιν αὐτὸν ἐπὶ στρατο - πέδου ζόφου κατασκήψαντος ἐξ αἰθρίας καὶ χειμῶνος μεγάλου | ||
μὴ βουλομένων συναφίστασθαι Μήδων , μετὰ δὲ ταῦτα πυθόμενοι καταπεφρονηκότως στρατο - πεδεύειν τόν τε Ἱππόστρατον καὶ τὸν Ὀροντοβάτην ἐπέθεντο |
δέος δ ' ἐξέσσυτο θυμοῦ : ἔλπετο γὰρ παύσασθαι ἀνιηροῖο χόλοιο ὃν πόσιν . Ἀμφὶ δέ οἱ βάλε πήχεε , | ||
θεῶν τε παραιβασίας ἐφέπουσιν , οὐδέ ποτε λήγουσι θεαὶ δεινοῖο χόλοιο , πρίν γ ' ἀπὸ τῷ δώωσι κακὴν ὄπιν |
ὅτι πρέπον ἐστὶ τίνεσθαι τοὺς ἐποιχομένους τὸν εὐεργέτην ἐν ἀμοιβαῖς ἀγαναῖς . Τὸ εὐμενέσι λέγει , ἐπειδὴ φονεύσας τὸν πενθερὸν | ||
πρὸς τὸ τὸν εὐεργέτην συνάπτεται . τὸ γὰρ τὸν εὐεργέτην ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς ἐποιχομένους τίνεσθαι , ἑρμηνεία ἐστὶ τοῦ ταῦτα . |
αὐτός , ἄλλοτ ' Ἀρήτη προύπινεν . τί τῶι τάλαντι Βουπάλωι συνοίκησας ; ἐγὼ δὲ δεξιῶι παρ ' Ἀρήτην κνεφαῖος | ||
κα [ × – ˘ – – ] κ ? Βουπάλωι ? ? [ [ ] υ ? Βούπαλον [ |
, ὧν τὰ ἄκρα ἀκροχηνίσκοι . αἱ δὲ ἡνίαι καὶ ῥυτῆρες καλοῦνται . τὰ δὲ ἀπὸ μὲν τῶν ῥυμῶν ἀπηρτημένα | ||
φῆ , ἔβη βῆ , ἐθέλω θέλω , οἱ ἐρυτῆρες ῥυτῆρες : ἔνιοι δὲ καὶ τὴν χεῖρα παρὰ τὸ ἔχειν |
φαμὲν καὶ φριμαγμὸς ἡ τοῦ τράγου φωνὴ ὥσπερ πταρνυμένου : φρυάττεσθαι δὲ τὸν ἵππον τὸν φυσῶντα καὶ γαυρούμενον . καθαρίζειν | ||
συκοφαντεῖν συμβόλαια σύσσημον Τεμβρίειον Τίβιον τρίγωνον τρόπαιον τύντλος ὑπόθεσιν φερνήν φρυάττεσθαι χλωρόν ὅταν τις ἡμῶν ἀμέριμνον ἔχῃ βίον , οὐκ |
βʹ . σύστημα ὅμοιον τῶι ἄνω κώλων Ϛʹ . Οὐκ ἀλαζονεύσομαι , φησί , μάντις ἄκρος εἶναι ἐπιγινώσκων τὰ θέσφατα | ||
ὅμως δὲ στοχάζομαί τι κακὸν ἀποβήσεσθαι . κομπάσαιμ ' ] ἀλαζονεύσομαι . θεσφάτων ] μαντείων . γνώμων ] νοήμων . |
α , ἐλαίου # ιε , ὄξουϲ τὸ ἀρκοῦν . Χαλκίτεωϲ # δ , λεπίδοϲ χαλκοῦ # β ∠ ʹ | ||
# δ : τινὲϲ δὲ καὶ ἀμύλου # δ . Χαλκίτεωϲ , λεπίδοϲ χαλκοῦ , κηκῖδοϲ , βαλαυϲτίων , ἀριϲτολοχίαϲ |
οὓς ἤσθιεν οὐδ ' ἐλέαιρεν : ἠδ ' ὡς Αἴολον ἵκεθ ' , ὅ μιν πρόφρων ὑπέδεκτο καὶ πέμπ ' | ||
, ὡς ἔφασκεν , ἐκδημῶν πάλιν πρὸς οἶκον οὐκέθ ' ἵκεθ ' , ὡς ἀπεστάλη . Οὐδ ' ἄγγελός τις |
ϲτύραξ χαλβάνη βδέλλιον ἔλαιον Ϲικυώνιον ἔλαιον κρίνινον ἔλαιον τὸ γλυκύτατον ἀνθεμὶϲ ἀλθαίαϲ ἡ ῥίζα ϲικύου ἀγρίου ἡ ῥίζα ἀγρίαϲ μαλάχηϲ | ||
τὰ φύλλα ἄκορον ἄμωμον ἀϲάρου ἡ ῥίζα βρυωνίαϲ ἡ ῥίζα ἀνθεμὶϲ ἀπαρίνη ἀριϲτολοχία ἀρνόγλωϲϲον ξηρὸν ἀϲφοδέλου ἡ ῥίζα καὶ μᾶλλον |
ξηρὸν ἀχάριϲτον πρὸϲ τοὺϲ βεβρωμένουϲ κανθοὺϲ καὶ ψωρώδειϲ διαθέϲειϲ καὶ ϲκληροφθαλμίαϲ . καδμίαϲ ⋖ β χαλκίτεωϲ ὠμῆϲ ⋖ α ἀλόηϲ | ||
οζ Περὶ ξηροφθαλμίαϲ οη Περὶ ψωροφθαλμίαϲ οθ Ἐπιμέλεια ξηροφθαλμίαϲ καὶ ϲκληροφθαλμίαϲ καὶ ψωροφθαλμίαϲ π Πρὸϲ μαδάρωϲιν βλεφάρων πτίλωϲιν μίλφωϲιν πα |
λέγουσι . σακίταν : ἐν τῷ σηκῷ , λιπαρόν . σακίταν : τὸν ἐν τῷ σηκῷ ἤγουν τῇ μάνδρᾳ τιτθιζόμενον | ||
κα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἴιδα δῶρον ἄγωνται , ἄρνα τὺ σακίταν λαψῇ γέρας : αἰ δέ κ ' ἀρέσκῃ τήναις |
θέλγητρα παλύνῃ : καί μιν ὑπέρθυμος τεκεοκτόνος Αἰήταο κύδηνεν κούρη πολυμήχανος . Αὐτὰρ ἔγωγε σῆς ἀλόχου κέλομαί σε δαήμεναι , | ||
δέ σε νῆες ἔνεικαν . τὸν δ ' ἐπιθαρσήσας προσέφη πολυμήχανος ἥρως : ἐξερέω καὶ ταῦτα : σὺ γάρ μ |
ἀριστολοχία μακρὰ , πηγάνου ἀγρίου σπέρμα , κέστρου , τῆς βετονικῆς καλουμένης , τὰ φύλλα . Δίδοται δὲ ἕκαστον σὺν | ||
ἀριστολοχία μακρὰ , πηγάνου ἀγρίου σπέρμα , κέστρου , τῆς βετονικῆς καλουμένης , τὰ φύλλα . Δίδοται δὲ ἕκαστον σὺν |
δὲ ἐκβαίνεται ῥωμαλέα ἐστίν * ὀροιτύποιο : ὑλοτόμου , βοσκοῦ βατῆρα δὲ τὴν βακτηρίαν κατὰ ἀφαίρησιν τοῦ κ . καὶ | ||
τὴν βακτηρίαν , ἐπεὶ τὰ βοτὰ ἐλαύνει . Ἀντίγονος δὲ βατῆρα , ὅτι δέ , φησιν , ἐκδείραντες τὴν ἀμφίσβαιναν |
γλήχων , δίκταμνον , ἄσαρον , κόστος , κασία , ἀριστολοχίαι . μίσγεται δ ' ἑκάστῳ ἢ πυρῶν ἀφέψημα ἢ | ||
ἀσάρου ἡ ῥίζα , βρυωνία , ἀνθεμίς , ἀπαρίνη , ἀριστολοχίαι , ἀρνόγλωσσον ξηρόν , ἀσφοδέλου ἡ ῥίζα , καὶ |
' ἔβραχεν αἰόλα τεύχη . Εὐρύπυλος δέ οἱ αἶψα πολύστονον εἴρυσεν αἰχμὴν ἐκ χροὸς οὐταμένοιο καὶ εὐχόμενος μέγ ' ἀύτει | ||
νύξ ' ἔγχεϊ ὀκριόεντι αἰδοίων ἐφύπερθε : θοῶς δέ οἱ εἴρυσεν αἰχμὴ ἔγκατα : τοῦ δ ' ὤκιστα ποτὶ ζόφον |
καὶ κακοὺς ὄντας εἰς αὐτοὺς εὖ ποιῶσιν : καὶ οἱ κατόμνυσθαι διδόντες ἑτέροις , αὐτοὶ δὲ μὴ κατομνύμενοι . καὶ | ||
κακοὺς ὄντας εἰς αὐτοὺς , εὖ ποιῶσιν , καὶ οἳ κατόμνυσθαι διδόντες ἑτέροις , αὐτοὶ μὴ κατομνύμενοι [ ] , |
διὰ τοῦτο δύϲλυτον ἔχειν τὴν καταϲκευήν . πρῶτον μὲν γὰρ ἐκτήκει καὶ ἐξικμάζει καὶ ἐκδαπανᾷ ἡ παρὰ φύϲιν θερμότηϲ τὴν | ||
πιαίνει , ἀλλὰ τοὐναντίον μᾶλλον καὶ ψυχὴν σκοτοῖ καὶ σῶμα ἐκτήκει . ἡμεῖς δὲ πρὸς ἀλήθειαν τὴν φύσιν ἐπείγοντες † |
καὶ νοσήσοντας ἰώμενος . Ἔῤῥωσο . Ἱπποκράτης Κρατεύᾳ χαίρειν . Ἐπίσταμαί σε ῥιζοτόμον ἄριστον , ὦ ἑταῖρε , καὶ διὰ | ||
ἐξεπίστασαι τά γ ' ἐν δόμοισιν ὡς ἔχοντα τυγχάνει . Ἐπίσταμαί τε καὶ φράσω σεσωσμένα . Ἀλλ ' οἶσθα μὲν |
δ ' ἐλεαίρεσκον μάκαρες θεοὶ εἰσορόωντες , κλέψαι δ ' ὀτρύνεσκον ἐΰσκοπον Ἀργειφόντην . ἔνθ ' ἄλλοις μὲν πᾶσιν ἑήνδανεν | ||
ἀργαλέως μαίνοντο . Φόβος δ ' ἑτέρωθε καὶ Ἄρης λαοὺς ὀτρύνεσκον : ἐφέσπετο δέ σφισι Δεῖμος φοινήεντι λύθρῳ πεπαλαγμένος , |
, οὕτω συντόνως ὀρύττειν τοὺς ἀνθρώπους ὡς ἂν προσδοκώντων αὐτὸν ἀνάξειν τὸν Πλούτωνα : καὶ τούτων οὖν ἐμφανίζει παραπλησίαν τὴν | ||
; ἦ σέ γε θυμὸς ἐμοὶ μαχέσασθαι ἀνώγει ἐλπόμενον Τρώεσσιν ἀνάξειν ἱπποδάμοισι τιμῆς τῆς Πριάμου ; ἀτὰρ εἴ κεν ἔμ |
ὁσίαν καὶ νομίμην γυναῖκα . ἡ δὲ ἄνοια συνέμιξε νυμφίους φρενώλεις καὶ τὰς φρένας ἀπολέσαντας , τόν τε Οἰδίποδα καὶ | ||
γονήν . αἱματόεσσαν ] συγγενικήν . . παράνοια συνάγαγε νυμφίους φρενώλεις ] γρ . σύναγε . . μώρανσις ἥνωσε τὸν |
πρὸ τῆϲ ἄλληϲ τροφῆϲ . Τῶν βλίτων καὶ θριδακίνων καὶ ἀτραφάξυοϲ καὶ μαλάχηϲ καὶ τεύτλου τὸ μὲν φυτὸν ὑγρόν , | ||
οἴνῳ πινόμενοϲ ἀλεκτορίδων κόπροϲ ξηρὰ ἀγχούϲηϲ ἀφέψημα αἷμα τράγου ξηρὸν ἀτραφάξυοϲ ϲπέρμα ἀρτεμιϲίαϲ ἀφέψημα ἀβροτόνου ἀνίϲου ϲπέρμα ἀριϲτολοχίαϲ ἀφέψημα βράθυοϲ |
νιν ἀμφέβαλεν ἀϊόνα πορφυρέαν , κόμαισί τ ' ἐπέθηκεν οὔλαις ἀμεμφέα πλόκον , τόν ποτέ οἱ ἐν γάμῳ δῶκε δόλιος | ||
Αἰγίνης ἀκτῇσιν ἐπέσχεθον . αἶψα δὲ τοίγε ὑδρείης πέρι δῆριν ἀμεμφέα δηρίσαντο , ὅς κεν ἀφυσσάμενος φθαίη μετὰ νῆάδ ' |
ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει , τειρομένους δ ' ἐπὶ νηυσὶν ἰδὼν ἐλέησεν Ἀχαιούς . αὐτάρ τοι καὶ κείνῳ ἐγὼ παραμυθησαίμην τῇ | ||
καὶ πλείονα φθαρῇ ἀπὸ τῆς λύπης . Οὕτως γάρ σε ἐλέησεν ὁ θεὸς καὶ οὐκ ἔασέν σε ἐλθεῖν εἰς Βαβυλῶνα |
πομπεύεσκε περισταδόν , ἐν δὲ λέαινα . φράζεό μευ τὸν ἔρωθ ' ὅθεν ἵκετο , πότνα Σελάνα . καί μ | ||
χιτῶνα κἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα τὰν Κλεαρίστας . φράζεό μευ τὸν ἔρωθ ' ὅθεν ἵκετο , πότνα Σελάνα . ἤδη δ |
ἐόντας ὑποδησάμενος , ἤιε ἐς τὸν θησαυρὸν ἐς τόν οἱ κατηγέοντο . Ἐσπεσὼν δὲ ἐς σωρὸν ψήγματος , πρῶτα μὲν | ||
ἐσβαλόντες τούτους ἐτάραξαν οἵ τε Σκύθαι καὶ οἱ Πέρσαι , κατηγέοντο οἱ Σκύθαι ἐς τῶν Ἀνδροφάγων τοὺς χώρους , ταραχθέντων |
ἀπώλεσα : ἐπὶ τῶν ἀτυχεστάτων . Ἧλιξ ἥλικα τέρπει . Ἧλος τὸν ἧλον , πάτταλος τὸν πάτταλον ἐξέκρουεν : ἐπὶ | ||
Ζητῶν γὰρ ὄψον θοιμάτιον ἀπώλεσα : ἐπὶ τῶν ἀτυχεστάτων . Ἧλος τὸν ἧλον , πάτταλος τὸν πάτταλον ἐξέκρουεν : ἐπὶ |