τῶν ὁμοίων πόλεμον αἴρονται μέγαν . δούλους γὰρ οὐ καλὸν πεπᾶσθαι κρείσσονας τῶν δεσποτῶν . περισσόμυθος ὁ λόγος , εὐγένειαν
ἵππους τῶν φαυλοτέρων , καλὸν δὲ καὶ φιλοχρύσῳ τὴν λίθον πεπᾶσθαι , ᾗ βασανίζουσι τὸν χρυσόν : κτήσαιτο δ '
6423574 ἀτιμασας
δ ' εἰ δοκεῖ , τὰ τῶν θεῶν ἔντιμ ' ἀτιμάσας ' ἔχε . Ἐγὼ μὲν οὐκ ἄτιμα ποιοῦμαι ,
πρὸς ἀλλήλους . πλέον οὐδὲν ἕξεις σκαιὸν ἄνδρα τιμήσας , ἀτιμάσας δ ' ἂν αὐτὸν ὠφεληθείης . ] Ὁ τελμάτων
6308785 αἰδεσθεις
οἰκτείρων αὐτόν . ἐπεὶ δὲ τοῦτο εἶδεν ὁ Ξέρξης , αἰδεσθεὶς τὸ πτῶμα διαρρηγνύει τοὺς οἰκείους πέπλους . . ἐσφάδαζε
. πάλον ] κλῆρον . Ξ Τυδεὺς μὲν ἤδη : αἰδεσθεὶς τὰ Ὁμηρικὰ ἐγκώμια πρῶτον αὐτὸν καταλέγει ὁ Αἰσχύλος .
5944977 προδους
. Καί τοι τί φημι καὶ τί δρᾶν βουλεύομαι ; προδοὺς ἀπιέναι τὸν ἀγαπητὸν δεσπότην , τὸν τροφέα , τὸν
οὐ προσηκόντων πλουτούντων . Προδότης γάρ τις τῶν Κιλίκων Μίλητον προδοὺς , ηὐπόρησεν . Ὅμοιον , Ἀπὸ νεκρῶν φορολογεῖν .
5920705 ἐθελων
ἐρωτήσει μακρὸν λόγον ἀποτείνων , ἐκκρούων τοὺς λόγους καὶ οὐκ ἐθέλων διδόναι λόγον , ἀλλ ' ἀπομηκύνων ἕως ἂν ἐπιλάθωνται
' ἧς ἐξηπάτησας τοὺς δικαστάς , ψευδεῖς μάρτυρας παρασχόμενος ὡς ἐθέλων παραδοῦναι . Ἐπειδὴ τοίνυν σοι τότε οὐ παρῆν ἡ
5856414 ὑβρισεν
δεῖ πρός γε τήνδε φροντίδος , ἥτις τοιαῦτα τὴν τεκοῦσαν ὕβρισεν , καὶ ταῦτα τηλικοῦτος ; ἆρά σοι δοκεῖ χωρεῖν
βαρέως , αἰκιστικῶς , ἀφειδῶς , προχείρως , προπετῶς . ὕβρισεν ἐξύβρισεν , ἠσέλγησεν , ἐπαρῴνησεν , ᾐκίσατο , ἐτύπτησε
5854449 ἀπιουσαν
χαλεπωτέρα , καὶ πρὶν ἡσθῆναι καθαρῶς , ἀλγοῦσι τὴν μὲν ἀπιοῦσαν οὐ δυνάμενοι κατασχεῖν , τὴν δ ' ἐπιοῦσαν φρίττοντες
ξένος σατράπης πάνυ γέρων ὡς ἐνενήκοντ ' ὢν ἐτῶν Κρονίοις ἀπιοῦσαν εἶδε τὴν Γναθαίνιον μετὰ τῆς Γναθαίνης ἐξ Ἀφροδισίου τινός
5842555 δωροις
καὶ δαπάνην . ὡς δὲ ἐν τοῖς τοιούτοις οὖσι παιδικοῖς δώροις ἔστι τι τῷ δαπανῶντι μέγεθος , οὕτω δὲ καὶ
δὲ κωθωνιζόμενος ὁ βασιλεὺς καὶ ὡς πάντες διηποροῦντο ἐπὶ τοῖς δώροις , ὁ Ἀντίγονος γελάσας πρὸς τοὺς φίλους ἔφη γινώσκειν
5842488 ἐξαπατησας
κέρδος ἐν τοῖς τοιούτοις , ὅ τι ἂν προλάβοι τις ἐξαπατήσας ἢ βιασάμενος τὸν ἐχθρόν ; τοιαῦτα γὰρ τὰ τοῦ
, ἐὰν δὲ δύνηται ὑμᾶς πεῖσαι ὡς οὐκ ὀφείλει , ἐξαπατήσας τῷ λόγῳ , ἀποστερῆσαι ἡμᾶς τῶν χρημάτων , ἀναγκαῖόν
5778031 διειργασατο
ἔτεμεν ἡ παρθένος , ὁ δὲ παραλαβὼν τὸ ξίφος ἐκείνους διειργάσατο . ταύτην τὴν παρθένον λαμβάνει γυναῖκα Γόργος Ἀριστομένους :
ἔπεισε τοὺς Μεσσηνίους ἀποστῆναι τῶν Σπαρτιατῶν , καὶ πολλὰ κακὰ διειργάσατο τοὺς Σπαρτιάτας , ὅτε καὶ Τυρταῖος ὁ ποιητὴς ὑπὸ
5775037 δεχθαι
Φρίξον ἔπεισε , μητρυιῆς φεύγοντα δόλον πατρός τε θυηλάς , δέχθαι , ἐπεὶ πάντη καὶ ὅτις μάλα κύντατος ἀνδρῶν Ξεινίου
τοὐναντίον καὶ ἐπευφήμησαν ἅπαντες αἰδεῖσθαί θ ' ἱερῆα καὶ ἀγλαὰ δέχθαι ἄποινα . εἰ δ ' αὖ καὶ ὁ στρατὸς
5722089 ἐκτινων
τῆς ἐκείνων λήξεως ἤδη . τῇ μητρὶ γῇ τὸ χρέος ἐκτίνων τὸν ναυηγὸν θάπτει . ἰδὼν ναυηγοῦ σῶμα ἐρριμμένον ἀκηδῶς
; οὐκ ἀμοιβάς , ὡς ἄν τις ὑπολάβοι , μόνον ἐκτίνων τῆς παιδείας , ἀλλὰ καὶ τὴν πανταχοῦ νεότητα ,
5696604 Χρυσευς
ὁ . οἵδε ] οὗτοι . πέσον ] ἔπεσον . Χρυσεὺς ] κύριον . Μέταλλος ] ἐπίθετον . μυριόνταρχος ]
σὸν κατέκταν παῖδα μισῶ παρ ' ἐχθρῶν θῶπας εὐειδεῖς λόγους Χρυσεὺς δ ' ὁ μάντις φυγὰς γένοιτο μηδὲν οἴκοθεν λαβών
5686018 κλεψας
φυλάττειν τὸ ἱερὸν ἐν Κρήτῃ . τοῦτον Πανδάρεος ὁ Μέροπος κλέψας ᾤχετο φέρων εἰς Σίπυλον καὶ αὐτὸν παρεδέξατο φυλάττειν παρὰ
διδοὺς πολλὴν χάριν ἐσαῦθις ἔβλαψ ' , εἶτα διαβολαῖς νέαις κλέψας τὰ πρόσθε σφάλματ ' ἐξέδυ δίκης . ἄλλως τε
5684277 δωσων
. Ἐπῆλθες ἡμῖν ὡς μεμηνόσιν , ὦ Ἱππόκρατες , ἐλλέβορον δώσων , πεισθεὶς ἀνοήτοις ἀνδράσι , παρ ' οἷσιν ὁ
. Φερεκράτης Δουλοδιδασκάλῳ : νυνὶ δ ' ἀπόνιζε τὴν κύλικα δώσων πιεῖν , ἔγχει τ ' ἐπιθεὶς τὸν ἡθμόν .
5677335 προθυμος
ἄλλων ἕνεκα τοιούτους εἶναι , γιγνώσκοντας ὅτι , ἐάν τις πρόθυμος εἰς ὑμᾶς ᾖ , οὐ μόνον ἡμᾶς ὠφελήσετε :
προδοσίαν , ὅτι τὸν κατὰ Ῥωμαίων πόλεμον ἐκφέρειν οὐκ ἦν πρόθυμος , ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ κοινῷ μόνος ἀντέλεγε τοῖς
5661973 ὁσιος
. ὅσιος ] δίκαιος . θ ὅσιος ] εὐσεβής . ὅσιος ] ἄξιος . μομφῆς ] μέμψεως . μομφῆς ]
ὕδασιν ἐξαρδῶν ἀεί . ὑμεῖς δ ' [ ἐπειδὰν ] ὅσιος ἦι Κάδμου πόλις χωρεῖτε , [ παῖδες ] ,
5658905 μεμελετηκως
δὲ παράσιτος αὐτά τε ἐπιόντα μένει καὶ δέχεται ῥᾳδίως , μεμελετηκὼς αὐτῶν ἐν τοῖς δείπνοις καταφρονεῖν , καὶ οὔτε ἔλαφος
ταὐτὰ δὴ καὶ ὁ κυβερνᾶν οὐκ εἰδὼς καὶ ἱππεύειν μὴ μεμελετηκὼς εἰ ὁ μὲν ναῦν καλλίστην παραλάβοι , τοῖς πᾶσι
5654390 μισων
εὔλογον εἴπῃ σοῦ τὸ ἀπόρημα , πλὴν ἐγὼ τὴν πολυλογίαν μισῶν καὶ τὰ αὐτὰ περὶ τῶν αὐτῶν λέγειν πολλάκις ,
ἀμφοτέροις χαρίζεται χάριν καὶ δοκῶν αἰδεῖσθαι φιλίαν αὑτόν τε κἀκείνους μισῶν οὐκ οἶδε . πολλὴν δὲ ἄρα βραδυτῆτα κατέγνως τῆς
5641742 ἀσεβης
ὁ βλεπεδαίμων . ὁ δὲ ἐναντίος ἄθεος , ἀνίερος , ἀσεβής , δυσσεβής , ἀθέμιτος , μισόθεος , θεομισής ,
λαβεῖν τι . βωμολόχος : ἀντὶ τοῦ ” κακοῦργος , ἀσεβής “ . ἀπὸ τῶν λοχώντων τὰ ἐν τοῖς βωμοῖς
5637846 ὑβριστης
μὲν τὴν φύσιν παράνομος , πρὸς δὲ τὰ ζῷα αὐτὰ ὑβριστής , πρὸς δὲ τὰς τέχνας ἀμαθής , πρὸς δὲ
ἐς τὴν ὑστεραίαν δικασόμενοι ἄμφω , καὶ ὁ μὲν ἀποδόμενος ὑβριστής τε ἠλέγχετο καὶ θυσίας ἐκλελοιπώς , ἃς ἔδει τοῖς
5609581 ἀναλωσας
Ἀλεξίου ἄρχοντος , εὐθὺς ἐγυμνασιάρχουν εἰς Προμήθεια , καὶ ἐνίκων ἀναλώσας δώδεκα μνᾶς . καὶ ὕστερον κατέστην χορηγὸς παιδικῷ χορῷ
ἐπιθυμητικῶς . ἐν εἰρωνείᾳ . . μνᾶς : Λίτρας . ἀναλώσας : Ἐξοδιάσας . λογίσασθαι : Λογαριάσαι ἡμῖν . Θ
5601362 βαρβαρος
ἀπὸ ἔθνους : διπλοῦν δὲ τὸ ἔθνος , Ἕλλην ἢ βάρβαρος . μετὰ τὸ κοινὸν ἐρχόμεθα ἐπὶ τὸ ἴδιον :
ἐγένετο . δεκάτῳ δὲ ἔτει μετ ' αὐτὴν αὖθις ὁ βάρβαρος τῷ μεγάλῳ στόλῳ ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα δουλωσόμενος ἦλθεν .
5599949 μισθου
μισθαρίου : ⌈ τοῦτό φησιν ὡς τριωβόλου τοῦ δικαστικοῦ ὄντος μισθοῦ , ἵνα ἕκαστον τούτων ὀβολοῦ λογίσηται πιπρασκόμενον . ἦν
εἴη Κυψελιδῶν γενεά . Κωλαγρέται . οἱ ταμίαι τοῦ δικαστικοῦ μισθοῦ καὶ τῶν εἰς θεοὺς ἀναλωμάτων . Κωμῳδεῖν . σκώπτειν
5593531 φιλοτιμουμενος
ἐξέρπει : ἐπέμεινε τῇ τροπῇ πλέον τι περὶ τῶν Ἀθηναίων φιλοτιμούμενος : οὐ γὰρ τοὺς προϊόντας , φησί , μόνους
φύσει τῶν ἡδονῶν , ἔτι δὲ μᾶλλον πρὸς τὸν Νικοκλέα φιλοτιμούμενος . ἐτύγχανον γὰρ ὑπερφιλοτίμως ἔχοντες πρὸς ἀλλήλους καὶ σπουδάζων
5587097 ἀπιστει
ἀπεσταλμένος ὑπὸ τῶν Ἰώνων ἠρώτησε , δι ' ἣν αἰτίαν ἀπιστεῖ αὐτοῖς ὁ Ἀρταφέρνης : τοῦ δὲ εἰπόντος , μήποτε
φαίνωμαι μεμνημένος . Σιμμίας μὲν γάρ , ὡς ἐγᾦμαι , ἀπιστεῖ τε καὶ φοβεῖται μὴ ἡ ψυχὴ ὅμως καὶ θειότερον
5584456 ὁμηλικα
ἕδρης καὶ γεράων πάντων : γενεῆι δ ' ἀτάλαντον πρέσβυν ὁμήλικα πατρὸς ἴσαις τιμαῖσι γέραιρε . Γαστρὸς ὀφειλόμενον δασμὸν παρέχειν
ἄρ ' αὐτὸν Μέμνων ὀβριμόθυμος ἐπεσσύμενον προσέειπεν αἰδεσθεὶς ἀνὰ θυμὸν ὁμήλικα πατρὸς ἑοῖο : Ὦ γέρον , οὔ μοι ἔοικε
5584164 γηρων
τοῦ γ εἰς κ , † οἷον † ὁ μὴ γηρῶν . ἢ παρὰ τὸ κηραίνω : ὤφειλεν εἶναι ἀκήραντος
στερητικοῦ α ἀγήρατος καὶ ἀκήρατος , ὁ ἄφθαρτος καὶ μὴ γηρῶν , . , . * . Ἀκηχέδαται : λυποῦνται
5583674 ἐρδειν
τοῖνδε παγκρατὴς φονεύς ; ἀλλ ' ἐπεὶ δοκεῖς τάδ ' ἔρδειν καὶ λέγειν , γνώσῃ τάχα : εἶα δή ,
πάμπαν ἔεργ ' ἀεσίφρονα θυμόν . Κὰδ δύναμιν δ ' ἔρδειν ἱέρ ' ἀθανάτοισι θεοῖσιν ἁγνῶς καὶ καθαρῶς , ἐπὶ
5580977 πεμπων
βασιλεύς , ἐπεὶ Κῦρος ἀπέθανε , μέγα φρονήσας ἐπὶ τούτῳ πέμπων ἐκέλευε παραδιδόναι τὰ ὅπλα . ἐπεὶ δὲ ἡμεῖς οὐ
τῶν ἄλλων ἡδονῶν . , . . Ἐπείρα ἐπείρα χρήματα πέμπων τῆς διαφθορᾶς δέλεαρ . , . . Ἐκτόπως πρὸς
5547586 γενναιος
κατακόψας μάλα συχνοὺς ἐδείπνισεν Χάρης Ἀθηναίων τόθ ' : ὡς γενναῖος ἦν . τὰ αὐτὰ ἱστορεῖ καὶ Δοῦρις . Ἰδομενεὺς
οὗτος οὕρνις ἐστίν . Ὡς πτερορρυεῖ . Ἅτε γὰρ ὢν γενναῖος ὑπό τε συκοφαντῶν τίλλεται , αἵ τε θήλειαι πρὸς
5534299 ὑμεων
περὶ παρθένου βουλεύοντα πᾶσι κατὰ νόον ποιέειν , τοῖσι μὲν ὑμέων ἀπελαυνομένοισι τοῦδε τοῦ γάμου τάλαντον ἀργυρίου ἑκάστῳ δωρεὴν δίδωμι
ὀΐω ἂψ ἀπονοστήσειν , εἰ καὶ μάλα πολλὰ πέπονθας . ὑμέων δ ' ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἐφιέμενος τάδε εἴρω , ὅσσοι
5515537 ἀπειλησας
ἐξέφερον , τότε νῶϊ βιήσατο μισθὸν ἅπαντα Λαομέδων ἔκπαγλος , ἀπειλήσας δ ' ἀπέπεμπε . σὺν μὲν ὅ γ '
? αὐτοῖς [ ] τὸν μισθόν [ , ἀλλὰ καὶ ἀπειλήσας ] | [ ] ἐξέβαλεν ” : καὶ λόγον
5507759 ὑπισχνειτο
τὴν δὲ Θεσπικήν . ἐπλούτει δὲ σφόδρα ἡ Φρύνη καὶ ὑπισχνεῖτο τειχιεῖν τὰς Θήβας , ἐὰν ἐπιγράψωσιν Θηβαῖοι ὅτι Ἀλέξανδρος
Ἀριοβαρζάνης δὲ ὁ υἱὸς , συμπαθῶς διακείμενος πρὸς Ἀλέξανδρον , ὑπισχνεῖτο τὸν πατέρα προδώσειν . Ἀγανακτήσας δὲ ὁ πατὴρ ἐτραχηλοκόπησεν
5498341 εὐμενης
τινα αἴσθῃ καταγέλαστον καὶ τοῦ παντὸς ἡμαρτηκότα , τούτῳ καὶ εὐμενὴς εἶ καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἄγασθαι οὐκ ὀκνεῖς τὴν σοφίαν
προσέβαλλεν ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκεν , ὅπως μὴ δῆλος εἴη εὐμενὴς αὐτοῖς ὤν . ἐπεὶ δ ' οὐδὲν ἀπὸ τῆς
5495605 μαστευων
ἐπῳδός ἐστι τῷ πειρωμένῳ . σύνθημ ' ἐρωτῶν , ἄλλο μαστεύων χρέος αὑτόν τε πράσσων εὖ τίθησιν εἰς μέσον ,
οὐδὲ ἀνελεύθερος , οὐδὲ ἐραστὴς τοῦ πλείονος , οὐδὲ ἐπικέρδια μαστεύων ἢ τόκους , ἀλλ ' αὐτὸ ἀγαπῶν τὸ ἀρχαῖον
5490892 καταθεσθαι
δάσηται . Ταῦτά τε δὴ ἐπιλεγόμενον Λεωνίδην καὶ βουλόμενον κλέος καταθέσθαι μούνων Σπαρτιητέων , ἀποπέμψαι τοὺς συμμάχους μᾶλλον ἢ γνώμῃ
ἄλλα μάθοις ἂν τά γε ἡμέτερα καὶ τὸ πότε ἐπείσθημεν καταθέσθαι τὰ ὅπλα . ἐν οἷς εὑρήσεις ἡμᾶς οὐχ ἑτέρους
5486506 πλουτων
] εἰς γάμον ἠγόμην . ὄζων τρυγός : ἁπλῶς εἰπεῖν πλουτῶν πᾶσι πράγμασι τοῖς ἐξ ἀγρῶν τῷ βίῳ χρησίμοις .
θρασύτητα δὲ τὸν Ἀγύρριον κωμῳδοῦσι . πέρδεται δὲ , στρηνιᾷ πλουτῶν , ἐπεὶ τοῖς πολυφάγοις παρέπεται τὸ πέρδεσθαι . ]
5484499 δωσειν
ἐκείνην ἐπανήκειν ἐς Ἄργος , ἄλλα τε ἐπαγγελλόμενοι καὶ ἀνδρὶ δώσειν αὐτὴν Δηιφόντου τὰ πάντα ἀμείνονι καὶ ἀνθρώπων πλειόνων καὶ
ἐπαγγέλλεται δὲ τὸ ὑπισχνεῖται . ὑπισχνεῖται δὲ ὁ τῷ αἰτήσαντι δώσειν ὁμολογήσας , ἐπαγγέλλεται δὲ ὁ ἀφ ' ἑαυτοῦ δώσειν
5483015 ἠπιστατο
, ἄνδρα ἐργάτην καὶ ἀκριβῶς τὸν βίον συνειλεγμένον , οὐκ ἠπίστατο τοῖς τοῦ Φράστορος τρόποις ἀρέσκειν , ἀλλ ' ἐζήτει
ταχέως , μετέωρος ταῖς ἐλπίσι : τῶν γὰρ περὶ Χαιρέαν ἠπίστατο οὐδέν , μετὰ δὲ τῶν ἄλλων γυναικῶν ἐδόκει καὶ
5482680 ἀγειρων
καὶ τὰ τῶν φίλων πολλῶν οὐκ ὀλίγα προσέθηκε πάντα πανταχόθεν ἀγείρων θηρία τε καὶ τοὺς πρὸς ταῦτα μαχομένους . καὶ
σπανίζων , τῶν ἐφημέρων ἀπορῶν , πτωχός , πτωχεύων , ἀγείρων , προσαιτῶν , μισθωτός , μισθαρνῶν , πελάτης ,
5472634 Δικην
πρεσβίστην καλέω καὶ φωσφόρον Ἦμαρ , Πίστιν τ ' ἠδὲ Δίκην καὶ ἀμύμονα Θεσμοδότειραν , Ῥείαν τ ' ἠδὲ Κρόνον
ὃ καὶ τὰς Ὥρας γεγέννηκε , τὴν Εὐνομίαν , τὴν Δίκην καὶ τὴν Εἰρήνην . δικαίου γὰρ πολιτευομένου καὶ διαγωγὴν
5472321 ὁτωι
⌋ συμβουλεύοντα : τοῦτο μὲν γάρ ⌊ λαβεῖν ⌋ ⌊ ὅτωι πολεμήσετε ⌋ βουλομένων , οὐχ ἃ τῆι πόλει ⌊
χρόνωι συνισχνανεῖ . τοὔνομα μὲν οὖν παῖδ ' οἶδ ' ὅτωι κατήινεσας , γένους δὲ ποίου χὠπόθεν μαθεῖν θέλω .
5466446 Πολυξενην
παρὸ ἠγόρευσας καὶ ἐδημηγόρησας πρὶν ὅτι καλόν ἐστι σφαγιάσαι τὴν Πολυξένην , ἕτερόν τι νῦν λέξον καὶ εἰπὲ ὅτι μέμψις
πρὸς Ἀσκληπιάδην ἐπιστολῇ [ . ] . τὰ περὶ τὴν Πολυξένην ἔστι καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ εὑρεῖν : γράφεται καὶ σκότους
5462105 ἐπισταμενος
ἐστιν . ἐπεὶ γὰρ δυσὶ τρόποις προτάσεων ἀποδεικνὺς ἐπίσταται ὁ ἐπιστάμενος , καθόλου καὶ μερικῷ , ἐὰν ἀμφοτέρας ἔχων θατέρᾳ
πρὸς παραμυθίαν τοῦ λόγου λέγει ὅτι ἐπιστήμων καὶ ἀκριβὴς ἰατρὸς ἐπιστάμενος τὰς ἡμέρας τῶν κρίσεων , ποῖαί εἰσιν ἐπίδηλοι καὶ
5461998 ὀθνειον
εἰ δὲ ἀνάρμοστον κατίδοι τινά , ὥσπερ ἀλλόφυλόν τινα καὶ ὀθνεῖον ἀπήλαυνε . Περὶ δὲ τῶν ἐπιτηδευμάτων , ἃ παρέδωκε
οὐ ταὐτὸν φαίνεται εἶναι δίκαιον φίλῳ πρὸς φίλον καὶ τὸν ὀθνεῖον ἢ τὸν ἀδελφὸν ἢ τὸν ἑταῖρον καὶ τὸν συμφοιτητήν
5458385 μισει
ἐστερημένος τάφου . . ὃν ] ὅντινα . στυγεῖ ] μισεῖ . . ἤδη τὰ τοῦδε ] τὰ περὶ τῆς
τὸν βίον οὗτος κατέστρεψε , τὰς ἀστικὰς ἡ προειρημένη γυνὴ μισεῖ διατριβὰς καὶ τὴν οἰκίαν , ἐν ᾗ τὸν ἄνδρα
5456583 δυσθεος
μὴ θανὼν πατρῷον αἱμάξαι πέδον αὐτός : ξένια δὲ τοῦδε δύσθεος πατὴρ Ἀτρεύς , προθύμως μᾶλλον ἢ φίλως πατρὶ τὠμῷ
τ ' ὀνειράτων καὶ νυκτιπλάγκτων δειμάτων πεπαλμένη χοὰς ἔπεμψε τάσδε δύσθεος γυνή . ἦ καὶ πέπυσθε τοὔναρ , ὥστ '
5456195 βουφορβος
. καὶ ὁ μὲν βουκόλος καὶ βουτρόφος ἂν λέγοιτο καὶ βουφορβός , ὥσπερ ὁ ὑποζευγνὺς αὐτὰς βοηλάτης , ὁ δὲ
ἀπὸ τῶν εἰς ΒΟΣ ληγόντων , ὀξύνεται : ἐρεμβός κολοβός βουφορβός ἱπποφορβός . τὸ δὲ ἔφηβος ἄνηβος παραλήγουσι τῷ Η
5446890 Περιανδρος
ῥητόρων ἀκούουσαν πολιτείαν ἀρίστην εἶναι . Τελευταῖος δὲ πάλιν ὁ Περίανδρος ἐπικρίνων ἔφη , δοκεῖν αὐτῷ πάντας ἐπαινεῖν δημοκρατίαν τὴν
. Λέγε θαρρῶν , ὡς ἔμοιγε οὔτε Κύψελός τις οὔτε Περίανδρος ἐν τοῖς ὠσὶν κάθηται . Σκόπει δὴ μεταξύ ,
5437506 ἐσθλου
μὴ τοίνυν τὴν μείζω καρτερίαν ἀσκήσαντες τῆς ἐλάττονος ἀμελήσητε . ἐσθλοῦ γὰρ ἀνδρός , ἡ τραγῳδία φησίν , ἅπαντα φέρειν
ἐμπνεῦσαι δεξιά , ὡς νῦν γε μάλιστα πλησιστίου τε καὶ ἐσθλοῦ ἑταίρου ἀνέμου δεόμεθα , ἵνα , εἰ ἄξιοι φαινοίμεθα
5435342 ὡμιλει
τοὺς ἄλλους τεχνίτας . ἔπειτα καὶ μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὡμίλει ᾧ τύχοι καὶ μετὰ τῶν παρεπιδημούντων συνέπινε τῶν εὐτελεστάτων
. ” ὡς δ ' εἶπεν , ἐλθὼν τοῖς κύβοισιν ὡμίλει καὶ σμικρὰ παίξας τὴν στολὴν ἐνικήθη . νιφετὸς δ
5432992 ἀνεβαλλετο
ἐν τοῖς θεραπεύουσιν , ἀλλὰ καὶ δεομένου ξυνεῖναί οἱ θαμὰ ἀνεβάλλετο , ἕως ἠνάγκασε τὸν βασιλέα ἐπὶ θύρας ἀφικέσθαι ἀπάγοντα
σήματα οἱ μνηστῆρες ἐκεῖ ἐθάπτοντο , οὓς ἀποκτείνων ὁ Οἰνόμαος ἀνεβάλλετο τὸν τῆς θυγατρὸς γάμον ἐπὶ τρισκαίδεκα ἤδη νέοις .
5432134 κταμενους
ἐλπομένη καὶ ἔτ ' ἄλλα κακώτερα θηήσασθαι , παῖδας μὲν κταμένους , κεραϊζομένην δὲ πόληα καὶ πυρὶ δαιομένην Δαναῶν ὑπὸ
ἧς νύ μοι οὔ τι μέμβλεται ὡς ὑμέων , ὁπότε κταμένους ἐσίδωμαι ἐν πολέμῳ . Κείνη δ ' ἀλαπαδνοτάτῳ σὺν
5430564 ἀνοσιον
ἐν πάσῃ πράξει τὸ ὅσιον αὐτὸ αὑτῷ , καὶ τὸ ἀνόσιον αὖ τοῦ μὲν ὁσίου παντὸς ἐναντίον , αὐτὸ δὲ
δὲ ἰχθυοπωλῶν φιλοσοφώτερον γένος οὐκ ἔστιν οὐδέν . οὐδὲ μᾶλλον ἀνόσιον . ἐπεὶ γὰρ αὐτοῖς οὐκ ἐτ ' ἔστ '
5429826 ᾐσχυνετο
. . ὑπερβαλλόντως , ὑπερφυῶς , ὑπὲρ τὸ νενομισμένον . ᾐσχύνετο : Εὐλαβεῖτο . . ᾔτης ' : Ἐζήτησεν ἐμέ
ἐγκαλοῦσαν ἃ ἐγὼ αἰσχύνομαι λέγειν , οὗτος δὲ ποιῶν οὐκ ᾐσχύνετο . Τῶν δ ' ἐπιτηδείων Μέλανα μὲν τὸν Αἰγύπτιον
5425492 πειθομενος
πάλαι δὲ αὐτὴν ἐμοίχευεν . Ὁ κατάρατος , ὃν ἐγὼ πειθόμενος αὐτῇ ἀφῆκα ἐλεύθερον ; Ἡ θυγάτηρ δέ σοι ταῖς
ἐπιδεικνύουσιν ; ὃς τῇ μὲν πατρίδι οὕτως ἐχρῆτο ὥστε μάλιστα πειθόμενος . . . τοῖς δ ' ἑταίροις πρόθυμος ὢν
5424620 διεπραξατο
ὀλυμπιάδι ἐπὶ | τέσσαρα ἔτη Ἀλέξανδρος | τὰς λοιπὰς πράξεις διεπράξατο | τὰ ἐν τῆι Ἀσίαι ἔθνη | [ χειρούμενος
ἀποδοχῆς δὲ τυγχάνων καὶ φήμης ἀγαθῆς παρὰ πᾶσι θαυμασιώτερόν τι διεπράξατο . τοῦ γὰρ ἀδελφοῦ Φαβίου μονομαχίας βουλομένου ποιεῖν ἐπὶ
5423236 ἐδιδαξατο
καὶ τούτους εἰδέναι , τὴν δὲ σύμπασαν τέχνην αὐτὸς ἑωυτὸν ἐδιδάξατο , θείᾳ φύσει κεχρημένος , καὶ τοσοῦτον ὑπερβεβηκὼς τῇ
ταῖς νόσοις φάρμακα παισί τε ἑαυτοῦ παρέδωκε καὶ τοὺς ξυνόντας ἐδιδάξατο , τίνας μὲν δεῖ προσάγειν πόας ὑγροῖς ἕλκεσι ,
5412264 ξυμπασαν
καὶ οὐ τρίψεσθαι ἄλλως Ἀθηναίους τε τοὺς ξυστρατευομένους καὶ τὴν ξύμπασαν πόλιν . Πρῶτον μὲν οὖν τήν τε γῆν ἐξελθόντες
παρόντι καιρῷ χρησίμην : ἐγὼ γὰρ ἡγοῦμαι φησί πόλιν πλείω ξύμπασαν ὀρθουμένην ὠφελεῖν τοὺς ἰδιώτας ἢ καθ ' ἕκαστον τῶν
5401645 σεβειν
ἄνθρωπος οὐκ ἂν ἴσχυσεν . ἐπεὶ δὲ καὶ τῷ μὴ σέβειν θεὸν ἕπεται τὸ μήτε γονεῖς μήτε πατρίδα μήτ '
καὶ ἀπλανεῖς ἀστέρας ἢ τὸν σύμπαντα οὐρανόν τε καὶ κόσμον σέβειν ἀξιῶν , ἀλλὰ καὶ ὅσα θνητοὶ δημιουργοὶ κατεσκεύασαν ξύλα
5401219 ἐπτηξ
σέλας πῦρ καὶ θάλασσαν καὶ πνοὰς τὰς αἰθέρος περᾶν ἕτοιμος ἔπτηξ ' ἀλέκτωρ δοῦλον ὣς κλίνας πτερόν ὕβρις τάδ '
καὶ μαθητὰς εἰσίῃ , κυμινοπρίστας πάντας ἢ λιμοὺς καλῶν , ἔπτηξ ' ἕκαστος εὐθύς . ἂν δ ' ἀληθινὸν σαυτὸν
5398746 ἀγορευειν
θαλάσσῃ ἀπέβαλεν . Ἀργαλέον φρονέοντα παρ ' ἄφροσι πόλλ ' ἀγορεύειν . Ἂν ἡ λεοντῆ μὴ ἐξίκηται , τὴν ἀλωπεκῆν
παρὰ ῥηγμῖνι θαλάσσης . οὐ νέμεσις καὶ ψεῦδος ὑπὲρ ψυχῆς ἀγορεύειν . νοῦς οὐ παρὰ Κενταύροισι δικαιοτάτου δὲ φονῆος .
5394007 κοὐδεις
, κἄφθημεν οὔπω τεύχεσιν πεφαργμένον Ἀργεῖον ἐσπεσόντες ἐξαίφνης στρατόν . κοὐδεὶς ὑπέστη , πεδία δ ' ἐξεπίμπλασαν φεύγοντες , ἔρρει
! [ [ ] ν ! [ * * * κοὐδεὶς παλαιῶν οὐδὲ τῶν νεωτέρων [ ἑκὼν ἄπεστι τῶνδε διστοίχων
5389911 φιλοπραγμων
[ ! ] ? [ ! ! ] [ ὁ φιλοπράγμων ] ἐγ ? [ ˘˘˘⚔ – × | –
πρὸς ἀργύριον βλέπων , παλίμπρατος , συκοφάντης , δικορράφος , φιλοπράγμων πολυπράγμων , κακοπράγμων , ὡς Ὑπερείδης ἔφη , καταπολιτευόμενος
5388755 θεμενος
δ ' ὁ μὲν ὅπως μηδεὶς ἀτελὴς εἴη τῶν πάντων θέμενος νόμον αἰτιώτατος ἄλγους τοῖς ἀτελείας κεκτημένοις κατέστη , σὺ
παρὰ τὴν ὅρασιν ὀρεγόμενος καὶ ἀρχὴν ἑτέραν καὶ σκοπὸν αὐτῷ θέμενος ἕτερον , τὸ διαφθεῖραι γάμον ἀλλότριον , ὃν ἡ
5387735 ὠνειδιζε
ἂν θελήσαι ὁ Λυσίας ἀντιπαρατεῖναι τῷ σῷ λόγῳ , ἐπειδὴ ὠνείδιζέ τις αὐτῷ ὡς λογογράφῳ καὶ ἀπὸ ταύτης τῆς λέξεως
ἂν θελήσαι ὁ Λυσίας ἀντιπαρατεῖναι τῷ σῷ λόγῳ , ἐπειδὴ ὠνείδιζέ τις αὐτῷ ὡς λογογράφῳ καὶ ἀπὸ ταύτης τῆς λέξεως
5385881 ἀναπεισας
τι μηθὲν ταύταις ὅλως ἢ βουλεῦσαι ἢ πρᾶξαι πολλοῖς δώροις ἀναπείσας αὐτόν , καὶ δι ' αὐτοῦ μέσου πέμπει δὴ
καὶ χαύνους καὶ ἀσθενεῖς ποιήσῃ , διὰ τῶν λόγων αὐτοῦ ἀναπείσας τοὺς δικαστάς , ὡς ἄρ ' ἀληθῆ λέγει .
5385678 προσδοκων
οὗτος μόνος . ” ὁ δὲ Ξάνθος ἐλυπήθη πάνυ , προσδοκῶν ὅτι παρελογίσαντο αὐτόν . τῇ οὖν ἐπαύριον ἐλθόντων αὐτῶν
ὁδηγούμενος ἐπιθυμίᾳ καὶ φιλονεικίᾳ τῇ ἐμῇ πρὸς τοὺς ἀνταγωνιστὰς καὶ προσδοκῶν ἤδη πεπάσθαι τῶν ζητημάτων καὶ τὴν συγγραφὴν μέλλων καταλύειν
5383148 τεχθειη
ὑφορᾶσθαι σχηματιζόμενος , μή ποτέ σοι τὴν εὔπορον γήμαντι θῆλυ τεχθείη παιδίον ἐοικὸς τῇ μητρὶ καὶ πολλῆς ἐκ τούτου δεηθείη
ἦν Καλαοῦ Φρυγὸς καὶ ὡς οὐ τεκνοποιὸς ὑπὸ τῆς μητρὸς τεχθείη : ἐπεὶ δὲ ηὔξητο , μετῴκησεν ἐς Λυδίαν τῷ
5377780 ἐνδιδους
, μὴ προαποκάμνων , μὴ προαπαγορεύων , μὴ πρὶν ἑλεῖν ἐνδιδούς . τὰ δὲ πρὸς κυνηγέσιον ἐργαλεῖα ξίφη , δρέπανα
πρὸς τῷ ἀρχαίῳ καὶ τὸν τόκον ἀπῄτει οὐδὲ εἰς ὥραν ἐνδιδούς , ἐπέγνων τοῦτον ἐκεῖνον ὃν ἠπιστάμην πρὸς τῇ Διομητίδι
5366512 λυσειεν
τὰ δὲ τοιαῦτα ὀλέθρια καὶ ἄλλως παιδίοισιν : καὶ αἷμα λύσειεν ἂν ῥαγὲν , μᾶλλον δὲ τοῖσι τελειοτέροισιν ἐπιφαίνεται .
δεσμωτηρίῳ ῥίνην ἀποκρύψειεν , ὅπως μηδεὶς τῶν δεσμωτῶν λαβὼν ἔπειτα λύσειεν ἑαυτόν . τοὺς οὖν φιλοτίμους καὶ φιλοπόνους μόλις μέν
5365532 λυσειν
τὸ τῆς χρείας ἀδύνατον , σὺ δὲ δι ' ἀπειλῆς λύσειν νομίζων τὸ ἄπορον ἀδίκως ἅμα καὶ ἀνωφελῶς χαλεπαίνεις :
μὴ ὁ Λάκων ἡγεμονεύῃ , Ἀθηναίοισι ἕψεσθαι ἡγεομένοισι , ἀλλὰ λύσειν τὸ μέλλον ἔσεσθαι στράτευμα . Ἐγένετο γὰρ κατ '
5364954 ψευσασθαι
ὑπὲρ αὑτοῦ Φίλιππος τηλικούτων ὄντων αὐτῷ τῶν διαφόρων οὐκ ἐτόλμα ψεύσασθαι , οὐδ ' ἔγραψεν οὔτ ' εἰς ἐπιστολὴν οὐδεμίαν
τῆς γὰρ μάχης ὁλοσχερῶς ἅπτεται . . . καπηλεύσειν ] ψεύσασθαι , προδώσειν , διαφθείρειν . . πόρον ] πορείαν
5358364 παρηγαγεν
τὴν εὐωχίαν Εὐμενὴς βουλόμενος καταπλήξασθαι τοὺς ἀπειθοῦντας ἢ στρατηγίας ὀρεγομένους παρήγαγεν εἰς κρίσιν Σιβύρτιον , ὃς ἦν τῆς μὲν Ἀραχωσίας
. . ἡμέτερον : † ἀπὸ τοῦ μυγμοῦ τὸ μύζειν παρήγαγεν . ἔοικε δὲ εἶναι ὁ μυγμὸς καὶ μωγμὸς ἀπήχημά
5352264 αὐταυτα
, λέγω δὴ τὰ σώματος ἀγαθά , αὐτὰ δι ' αὔταυτα αἱρεόμεθα , κρέσσον δὲ ψυχὰ σώματος , φανερὸν ὅτι
καὶ ἀπελάσαντα τὰ συγγενέα ἱδρύεται κακοῦντα τὰ σώματα καὶ ἐς αὔταυτα ἀναλύοντα . καὶ σώματος μὲν πάθεα τάδε τε καὶ
5351171 εἱλετο
καὶ Σόλωνος νόμους . ἀπολαβὼν οὖν ὁ δῆμος τὴν ἐλευθερίαν εἵλετο πολίτας κʹ τοὺς ζητήσοντας καὶ ἀναγράψοντας τοὺς διεφθαρμένους τῶν
παρέχειν αὑτὸν ὅταν βούληται τὸν ἐναντίον ἢ τοῦτον τὸν τρόπον εἵλετο ζῆν , εὔδηλον δήπου τοῦθ ' ὅτι καὶ νῦν
5345614 ξεινος
αὐτὸς κλισμὸν θέτο ποικίλον , ἔκτοθεν ἄλλων μνηστήρων , μὴ ξεῖνος ἀνιηθεὶς ὀρυμαγδῷ δείπνῳ ἀηδήσειεν , ὑπερφιάλοισι μετελθών , ἠδ
σχεθέτω , ἵν ' ὁμῶς τερπώμεθα πάντες , ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος , ἐπεὶ πολὺ κάλλιον οὕτω : εἵνεκα γὰρ ξείνοιο
5341007 ἐσηι
ἐν δ ' εὐεργέταις τὸ λοιπὸν ἤδη καὶ φίλοις ἐμοῖς ἔσηι . τί φήις ; φρονεῖς μὲν ὀρθὰ κοὐ μαίνηι
, Συβαρῖτα , πανευδαίμων σὺ μὲν αἰεί / ἐν θαλίηισιν ἔσηι , τιμῶν γένος αἰὲν ἐόντων . / εὖτ '
5330569 εὐχομενος
μέν , ὅτι μὴ νῦν δύναται διαλῦσαι τὸ χρέος , εὐχόμενος δὲ τοῖς θεοῖς ὡς τάχιστα δυνηθῆναι , μικρὰν δὲ
. Σχέτλιε , τίπτε σὺ Τρῶας ἀνηλεγέως ὀλέεσκες , πάντων εὐχόμενος πολὺ φέρτατος ἔμμεναι ἀνδρῶν μητρός τ ' ἀθανάτης Νηρηίδος
5330547 ὑποσχομενος
μέλη διαιροῦσιν . Ὅτι Πτολεμαῖος ὁ βασιλεὺς πολλὰ τοῖς ἐλεφαντοφάγοις ὑποσχόμενος οὐκ ἔπεισεν ἀποσχέσθαι τῆς βρώσεως αὐτῶν . Ὅτι τούτους
τῆς προδοσίας . Δατάμης δὲ παρακαλέσας τοὺς μισθοφόρους καὶ δωρεὰς ὑποσχόμενος , ἀνέζευξε πρὸς τοὺς ἀφεστηκότας . καταλαβὼν δ '
5328408 σεβων
πεισθεὶς βραχύ . ἐγὼ δὲ θεσμοὺς Ζῆνά θ ' ἱκέσιον σέβων Προῖτόν τε τιμῶν , ὅς μ ' ἐδέξατ '
ς ' ἀφείλετο ; γέρων γε Πηλεύς , τοὺς κακίονας σέβων . σοὶ δ ' ἦν τις ὅστις τοῦδ '
5328298 παρηι
δέρην . καί νιν δοκῶ , τὸ πρῶτον ἢν πολὺς παρῆι , χρόνωι μαλάξειν σπλάγχνον : οὔτε γὰρ θρασὺς οὔτ
ἀνθρώπωι σιγᾶν χαλεπώτατον ἄχθος , φθεγγόμενος δ ' ἀδαὴς οἷσι παρῆι μελετᾶι , ἐχθαίρουσι δὲ πάντες : ἀναγκαίη δ '
5325022 παραιτησασθαι
φθόνος οὐχ ἕπεται . διὰ γοῦν τὴν ὑπερβάλλουσαν ἀλαζονείαν ἐκείνους παραιτήσασθαι τὴν ἐπιγραφήν . καὶ παροιμία παρὰ τοῖς κωμικοῖς ἐγένετο
ἡμῖν τὰς ἀφορμάς . διὸ καὶ τὸν φιλόσοφον Πορφύριον ὑπολαμβάνω παραιτήσασθαι τὴν ἐξήγησιν τοῦδε τοῦ θεωρήματος . εἰ δὲ δεῖ
5320668 κηδος
, χωρὶς Σπαρτιητέων , ἀριθμῷ τῶν περιοίκων ἀναγκαστοὺς ἐς τὸ κῆδος ἰέναι : τούτων ὦν καὶ τῶν εἱλωτέων καὶ αὐτῶν
ἁρπασθῆναι : καὶ συνοικεῖν Ὠρειθυίᾳ Βορέαν καί σφισι διὰ τὸ κῆδος ἀμύναντα τῶν τριήρων τῶν βαρβαρικῶν ἀπολέσαι τὰς πολλάς .
5317681 εἰργασμενος
ἀπόλλυσιν νόσος ; ἡ σύνεσις , ὅτι σύνοιδα δείν ' εἰργασμένος . πῶς φήις ; σοφόν τοι τὸ σαφές ,
ἐκεῖνοι μὲν ἔφευγον , ὁ Δεινίας δὲ ὑπεξέρχεται τηλικοῦτον ἔργον εἰργασμένος . Καὶ τὸ μέχρι τῆς ἕω παρὰ τῷ Ἀγαθοκλεῖ
5313796 τελεσσαι
ἐπὶ προμολῇσιν ἄειδον . οὐ μὲν ἐν Ἀλκινόοιο γάμον μενέαινε τελέσσαι ἥρως Αἰσονίδης , μεγάροις δ ' ἐνὶ πατρὸς ἑοῖο
ἐλέγχεα πάντα φυγοῦσαν , πρὶν τάδε λωβήεντα καὶ οὐκ ὀνομαστὰ τελέσσαι . ” Ἦ , καὶ φωριαμὸν μετεκίαθεν ᾗ ἔνι
5305912 συνειδως
κριθῆναι ὅ τι δεῖ παθεῖν ἢ ἀποτεῖσαι . ὁ δὲ συνειδὼς αὑτῷ πολλὰ καὶ πονηρὰ πάντ ' ἐποίει ὥστε ἀπαλλαγῆναι
τοῖς αὐτοῖς ἐνέχοιντο , οὗτος δὲ τὰ τῆς πόλεως Ἐργοκλεῖ συνειδὼς κλέπτοντι καὶ ἐπὶ τοῖς ὑμετέροις δωροδοκοῦντι μὴ τῆς αὐτῆς
5303588 φιλοχρηματος
, πλούσιος μὲν σφόδρα , ὡς κακόβιος δέ τις καὶ φιλοχρήματος καὶ σκνιφὸς κωμῳδεῖται , ὅστις ἕνεκα τῆς φειδωλίας οὐδένα
, πάσας δὲ ἐν τῷ ὀργάνῳ , οὕτως καὶ ὁ φιλοχρήματος οὐδὲν τῶν πέλας ἕνεκα οἰκονομεῖ , ἕλκει δὲ ἐφ
5301179 φυγας
δὲ ὡς Ἀθηναῖος ὢν ὁ ποιητὴς εἶπε . κἂν μὴ φυγὰς γὰρ εἴη τις , ὅμως φέρει τὰς ἀμαθίας τῶν
τοὺς ἀλωμένους ἐπανάξει , τοῦτο μεταποιήσει τὰ νῦν , τὰς φυγὰς καὶ τὰς διώξεις . ὄψει τοὺς αὐτοὺς στρατιώτας ἐρευνωμένους
5295743 ῥυσασθαι
τοσοῦτον θυμοῦσθαι . οὐχ ὁρᾷς τὸν ἡγεμόνα τῶν Ἀχαιῶν ὡς ῥύσασθαι βουληθεὶς κεκακωμένην τὴν στρατιὰν οὐδὲ προσεποιεῖτο γινώσκειν , εἴτε
Ἀσίας ἀναγκαζόμενον , ἀλλ ' ἑκάστῳ κέρδος ἦν οὐ τὸ ῥύσασθαι τοὺς δουλεύοντας , ἀλλὰ κερδᾶναι τὰ παραπλήσια . μόνης
5295387 τως
καταλάβοι , ἀφελέσθαι βίαι ; ἀνδραποδίξασθαι δὲ πῶς οὐ δίκαιον τὼς πολεμίως καὶ αἴ τις δύναιτο ἑλὼν πόλιν ὅλαν ἀποδόσθαι
, καὶ τἆλλα ὅσα ἐπαινέω τὸν Ἰωνικὸν ποιητὰν ἐκπλαγέντας ποιεῦντα τὼς ἐναγέας . ὡς γὰρ τὰ σώματα νοσώδεσί ποκα ὑγιάζομες
5292243 αἰδουμενος
τε καὶ πεπαιδευμένος ἐν Καρχηδόνι καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς πόλεως αἰδούμενός τε καὶ φίλος ὢν ἔτι πολλοῖς ἐκεῖθεν ἐδεήθη τοῦ
γε αἰδὼς ἔνθα καὶ δέος εἶναι : ἐπεὶ ἔστιν ὅστις αἰδούμενός τι πρᾶγμα καὶ αἰσχυνόμενος οὐ πεφόβηταί τε καὶ δέδοικεν
5291268 ὀμοσας
τὸν δὲ Εὐρυσθέα ἐασάσης διὰ τὸ βασιλεῦσαι . Καὶ γὰρ ὀμόσας ὑπῆρχεν ὁ Ζεὺς τοῖς θεοῖς τάδε : ὁ τικτόμενος
ἐμοῦ ὅρκον εἰς τὸν ἐχῖνον , ἠξίου οὗτος καὶ αὐτὸς ὀμόσας ἀπηλλάχθαι . ἐγὼ δ ' εἰ μὲν μὴ περιφανῶς
5291229 Ἀνηρ
, ἅμ ' ἔργον : ἐπὶ τῶν ὀξέως ἀνυομένων . Ἀνὴρ ὁ φεύγων οὐ μένει κτύπον λύρας : ἐπὶ τῶν
. ἀλλ ' ὅγε πάντοθεν ἶσος κτλ . = . Ἀνὴρ γὰρ ἕλκων οἶνον , ὡς ὕδωρ ἵππος , Σκυθιστὶ
5278928 κεκτημενος
] [ ] ινην ? ? [ ] λειον [ κεκτημένος ] ? [ ] δ ? ' [ αὐτόθι
ἔφη ” μακάριος Λυκοῦργος ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ τοιαύτην σοφίαν κεκτημένος . “ δοὺς δὲ αὐτῷ φόρους ἐτῶν τριῶν ἔπεμψεν
5277771 ᾐτησατο
πολιορκίαν Πνυταγόραν ἀποστέλλων ἄλλας τε δωρεὰς ἔδωκε καὶ χωρίον ὃ ᾐτήσατο . πρότερον δὲ τοῦτο Πασίκυπρος [ ὁ ] βασιλεύων
ὅτι τῶν δημάρχων παρόντων οὐ παρ ' ἐκείνων ὁ δημαγωγὸς ᾐτήσατο τὴν χάριν , ἐπιτρέπουσιν αὐτῷ λέγειν . σιωπῆς δὲ
5277565 ἁρπαζειν
ὅπως ἐθέλουσι διάγειν , ἔπειτα προστάττουσιν αὐτοῖς μὴ κλέπτειν μηδὲ ἁρπάζειν , μὴ βίᾳ εἰς οἰκίαν παριέναι , μὴ παίειν
, ὡς περιτρέχειν πανταχοῦ τοὺς δραστηριωτέρους καὶ ἄλια καὶ ἄλευρα ἁρπάζειν ἐκ τηρούντων : ἐκ τούτων ἀλιτήριος καλεῖται πᾶς κακοῦργος
5277377 ἐργασαμενος
εἶθ ' ἃ πράττειν ὅπως μήποτε λάθῃς ἀντὶ λειποθυμίας θάνατον ἐργασάμενος , ἐὰν δὲ ὥρα ἐαρινὴ καὶ τὸ χωρίον εὔκρατον
ἔργοις καὶ τοῖς μικροῖς , οἷον ὁ Πολύκλειτος καὶ μέγα ἐργασάμενος καὶ μικρὸν ἐδήλου τὴν τέχνην , οὕτως καὶ ὁ
5275548 σοβαρος
τὸν Ἱέρωνα . διὰ Ἀναξίλαος . ὤν . ὑπέρφρων καὶ σοβαρός . διὰ κολακείας ὑπελθὼν ἐποίησε φίλον . . Οἱ
οὐδενὶ πρόσωπον . . . τὰ χρήματα ] τὰ πράγματα σοβαρός ] ἐπηρμένος ὦ Δάματερ ] παίζει τοὺς Δωριεῖς ἀντὶ
5272738 ὠφθης
ἐφ ' ἑκάστῳ ὧν ἔπραττον ἐν αὐτοῖς τοῖς καιροῖς οὐκ ὤφθης κατήγορος ; καὶ πάλιν : γέγονέ τι τῶν ὑμῖν
καὶ τοσοῦτον κρατοῦντας τῶν σῶν ἑταίρων καὶ μεθ ' ὧν ὤφθης πρῶτον αὐτοῖς ; ἐπεὶ νῦν εἴ σοι δέδοκται παντάπασι

Back