ὁ . οἵδε ] οὗτοι . πέσον ] ἔπεσον . Χρυσεὺς ] κύριον . Μέταλλος ] ἐπίθετον . μυριόνταρχος ]
σὸν κατέκταν παῖδα μισῶ παρ ' ἐχθρῶν θῶπας εὐειδεῖς λόγους Χρυσεὺς δ ' ὁ μάντις φυγὰς γένοιτο μηδὲν οἴκοθεν λαβών
7764200 γεγως
οἶδ ' ἄνδρα Μυσὸν Τήλεφον . . εἴτε δὲ Μυσὸς γεγὼς ἦν εἴτε κἄλλοθέν ποθεν , πῶς . . .
αἴθων εὐνάσῃ βαρὺν κλόνον ἀπ ' Αἰακοῦ τε κἀπὸ Δαρδάνου γεγὼς Θεσπρωτὸς ἄμφω καὶ Χαλαστραῖος λέων πρηνῆ θ ' ὁμαίμων
7050429 ἀλαστωρ
; πῶ πῶ ; πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ ' ἂν ἀλάστωρ . βιάζεται δ ' ὁμοσπόροις ἐπιρροαῖσιν αἱμάτων μέλας Ἄρης
πείραν : ὁ μὴ ἔχων πείραν λόγων καὶ μαθημάτων . ἀλάστωρ ὁ ἀσεβής : ὁ Ζεὺς ὁ ἐποπτεύων τοὺς τὰ
6980023 οἰκτρος
οὐκ ἐμποιεῖ : οἰκώδης , φορεύς : οἰκῆϊ λευκῷ : οἰκτρός : οἴκυλος , τὸ ὄσπριον : οἶκτος : οἰκτίρμων
μύστρα : στρύχνος : ἀμυδρός : σεσημείωται τὸ οἶκτος καὶ οἰκτρός : οἶστρος : οἰκτίρμων : οἶδμα : οἴτη ὁ
6971770 δυστηνος
διῆλθ ' Ἀχαιοὺς πάντας ὡς οἴχῃ θανών . Ἁγὼ κλύων δύστηνος ἐκποδὼν μὲν ὢν ὑπεστέναζον , νῦν δ ' ὁρῶν
. λέγοντος δὲ τοῦ γήμαντος αὐτὴν σωφρονεῖ παρ ' ἐμοί δύστηνος εἶ ἔφη εἰ [ γυναῖκα ] δοκεῖς παρ '
6942555 ὠμοφρων
θρασύ , καὶ ἡ μορφὴ τούτοις ἔοικεν : ἄρκος δὲ ὠμόφρων , δολία , σκαιά . καὶ τοῖς ἄλλοις δὲ
ἀπειρεσίων πόνων . Τοῖά μοι πάννυχα καὶ φαέθοντ ' ἀνεστέναζες ὠμόφρων ἐχθοδόπ ' Ἀτρείδαις οὐλίῳ σὺν πάθει . Μέγας ἄρ
6906606 αἰχμητης
δραχμή , τὸ λεπτὸν νόμισμα . . . + . αἰχμητής : παρὰ τὴν αἰχμήν αἰχμητής , ὁ πολεμικός ,
' ἀγαθὸς κρατερός τ ' αἰχμητής ; ἆρά γε ὅτι αἰχμητής τε κρατερὸς ἂν εἴη , οὐκ εἰ μόνος αὐτὸς
6793684 ἰτης
Διοδώρου δὲ σοφιστής , ὑπὸ δὲ Πύρρωνος ἐγένετο παντοδαπὸς καὶ ἴτης καὶ οὐδέν . Ὅ θεν καὶ ἐλέγετο περὶ αὐτοῦ
' ὡς γόης εἶ , φάναι , μήθ ' ὡς ἴτης μήθ ' ὡς ἀλαζὼν μήθ ' ὡς φιλοχρήματος μήθ
6791782 δυστυχους
, τοὺς δὲ ἐφορᾷ Θέμις . Καὶ μὴν καὶ τόδε δυστυχοῦς ἐν ἀσθενείᾳ τε καὶ ἀτιμίᾳ καὶ προπηλακισμῷ τῶν λόγων
τρυφᾶι δ ' ὁ δαίμων : πρός τε γὰρ τοῦ δυστυχοῦς , ὡς εὐτυχήσηι , τίμιος γεραίρεται , ὅ τ
6787600 δικᾳ
τίκτ ' ἐπὶ ῥ̄ηγμῖνι πόντου . αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον , πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον
: τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ , καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι , ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς , λυτηρίοις μηχαναῖς
6782241 ἐφυς
. Τουτὶ μὰ Δί ' οὐκ ἐπεπύσμην . Ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς κοὐ πολυπράγμων , οὐδ ' Αἴσωπον πεπάτηκας , ὃς
ἐπίστασαι φίλους . ἀμαθής τις εἶ θεὸς ἢ δίκαιος οὐκ ἔφυς . αἴλινον μὲν ἐπ ' εὐτυχεῖ μολπᾶι Φοῖβος ἰαχεῖ
6777028 σωτηρ
διὰ τοῦ κύριος καὶ θεός , τοῦ δὲ νοητοῦ ἀγαθοῦ σωτὴρ καὶ εὐεργέτης αὐτὸ μόνον , οὐχὶ δεσπότης ἢ κύριος
δὲ μηδὲ κλέπτης ὁ τοῦ μαινομένου κλέψας τὸ ξίφος , σωτὴρ δέ , οὐδὲ μοιχὸς ὁ τὴν πλουσίαν διαφθείρας ἀλλὰ
6757420 κτεανων
, τὸ ἐργάζεσθαι ἄμεινον , εἴ κεν ἀπ ' ἀλλοτρίων κτεάνων ἀεσίφρονα θυμὸν ἐς ἔργον τρέψας μελετᾷς βίου , ὥς
ἠπεροπευτάς , ἀλλοτρίου πλούτοιο λιλαιομένους κτεάνων τε : πολλάκι καὶ κτεάνων πίστεις , ὧνπέρ τις ἔδωκεν λάθρῃ παρθέμενος , κακομητίῃ
6753555 ματαν
εἴδους διὰ τὴν παρθενίαν . ἑξῆς τέ φησιν : ἀλλὰ μάταν ἀναχόρευτος ἅδε ματαιολόγων φήμα προσέπτατο Ἑλλάδα μουσοπόλου σοφᾶς ἐπίφθονον
ἄκεά τ ' οὐ βέβαια τλάμων [ δέ τις ] μάταν παρηγορεῖ . μηδέ τις κικλῃσκέτω ξυμφορᾷ τετυμμένος , τοῦτ
6696936 φυγας
δὲ ὡς Ἀθηναῖος ὢν ὁ ποιητὴς εἶπε . κἂν μὴ φυγὰς γὰρ εἴη τις , ὅμως φέρει τὰς ἀμαθίας τῶν
τοὺς ἀλωμένους ἐπανάξει , τοῦτο μεταποιήσει τὰ νῦν , τὰς φυγὰς καὶ τὰς διώξεις . ὄψει τοὺς αὐτοὺς στρατιώτας ἐρευνωμένους
6689764 κοὐποτ
' οὐκ ἐφίλασεν , ἀλλ ' ὅτι βουκόλος ἐμμὶ παρέδραμε κοὔποτ ' ἀκούει [ χὠ καλὸς Διόνυσος ἐν ἄγκεσι πόρτιν
νεάταν ὁδὸν στείχουσαν , νέατον δὲ φέγγος λεύσσουσαν ἀελίου , κοὔποτ ' αὖθις , ἀλλά μ ' ὁ παγκοίτας Ἅιδας
6682781 θανων
θανεῖν μέλει , πλὴν εἴ τι τέρψω τοὺς ἐμοὺς ἐχθροὺς θανών : ὑμᾶς δὲ κλαίω καὶ κατοικτίρω , τέκνα ,
, ὅς τις ἔτι ζωὸς κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ [ ἠὲ θανών : ἐθέλω δὲ καὶ ἀχνύμενός περ ἀκοῦσαι . ]
6681527 τλημων
ἀγαθὸς ποητὴς καὶ ποθεινὸς τοῖς φίλοις . Ποῖ γῆς ὁ τλήμων ; Ἐς μακάρων εὐωχίαν . Ὁ δὲ Ξενοκλέης ;
τρυφῆσαι καί τι τερφθῆναι βίου ἀπεστερήθην φιλτάτης μητρὸς τροφῆς . τλήμων δὲ χἠ τεκοῦσά μ ' : ὡς ταὐτὸν πάθος
6652431 νεικεων
ἀγορῆς ἐπακουὸν ἐόντα . ὤρη γάρ τ ' ὀλίγη πέλεται νεικέων τ ' ἀγορέων τε ᾧτινι μὴ βίος ἔνδον ἐπηετανὸς
κινήσασα χαλινῷ . Ὃν ἐφ ' ἡμετέρᾳ γῇ Πολυνείκης ἀρθεὶς νεικέων ἐξ ἀμφιλόγων ἤγαγεν ἐχθρόν : ὁ δ ' ὀξέα
6645734 τετραορον
δικαιοσύνης , ζωῆς φῶς : ὦ ἐλάσιππε , μάστιγι λιγυρῆι τετράορον ἅρμα διώκων : κλῦθι λόγων , ἡδὺν δὲ βίον
ὑπηρετῶ : διὰ τί πλανᾶσαι : τέθριππον . ἀντὶ τοῦ τετράορον , ὅταν ὦσιν τέσσαρες ἵπποι ἐζευγμένοι . καὶ συνωρὶς
6630457 παλαμναιος
παλαιὰς καὶ ἀρχαίας , περὶ ἧς ἔφασαν ἔκπαλαι μύθους . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ
ξενικόν . παιδίσκην : νεανίδα Ἀττικοί , θεράπαιναν Ἴωνες . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ
6619879 ἀπολις
νόμους παρείρων χθονὸς θεῶν τ ' ἔνορκον δίκαν ὑψίπολις : ἄπολις ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν ξύνεστι τόλμας χάριν : μήτ
ὄλωλας κοὐκέτ ' εἶ , βλέπουσα φῶς , ἄπαις ἄνανδρος ἄπολις ἐξεφθαρμένη . οὐ καινὸν εἶπας , εἰδόσιν δ '
6617111 εὐφρων
εἰπέ , τὸ δ ' εὖ νικάτω . τόσον περ εὔφρων ἁ καλά , δρόσοις ἀέπτοις μαλερῶν λεόντων πάντων τ
πάντας δεξιούμενος . εἰς τὸν μετὰ ταῦτα οὖν χρόνον θεὸς εὔφρων αὐτῷ γένοιτο . ἄλλως : εὐχαῖς : τοῦ νικηφόρου
6597928 ξεινος
αὐτὸς κλισμὸν θέτο ποικίλον , ἔκτοθεν ἄλλων μνηστήρων , μὴ ξεῖνος ἀνιηθεὶς ὀρυμαγδῷ δείπνῳ ἀηδήσειεν , ὑπερφιάλοισι μετελθών , ἠδ
σχεθέτω , ἵν ' ὁμῶς τερπώμεθα πάντες , ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος , ἐπεὶ πολὺ κάλλιον οὕτω : εἵνεκα γὰρ ξείνοιο
6588108 κολαστης
τῶν θεοσεβῶν καὶ πατὴρ τῶν δικαίων , κριτὴς δὲ καὶ κολαστὴς τῶν ἀσεβῶν . Ἄναρχος δέ ἐστιν , ὅτι ἀγένητός
τυράννου , μᾶλλον δὲ τύραννος χαλεπώτερος καὶ δεσπότης ἀπαραίτητος καὶ κολαστὴς ὠμότερος καὶ ὑβριστὴς βιαιότερος , τὸ δὲ μέγιστον ,
6585139 ποτμος
πέρι , παρθένε , μορφᾶς καὶ θανεῖν ζηλωτὸς ἐν Ἑλλάδι πότμος καὶ πόνους τλῆναι μαλεροὺς ἀκαμάτους : τοῖον ἐπὶ φρένα
. . , εἶτα μετ ' ὀλίγον λέγοντος οὑμὸς δὲ πότμος οὐρανῶι κυρῶν ἄνω ἔραζε πίπτει καί με προσφωνεῖ τάδε
6577151 ἀμυνων
Ἤλιδι ναιετάασκε , ῥύσι ' ἐλαυνόμενος : ὃ δ ' ἀμύνων ᾗσι βόεσσιν ἔβλητ ' ἐν πρώτοισιν ἐμῆς ἀπὸ χειρὸς
ὦ Ἀριστοκλείδη πρῶτον οἰκτίρω φίλων : ὤλεσας δ ' ἥβην ἀμύνων πατρίδος δουληΐην . εὖτέ μοι λευκαὶ μελαίναις ἀνεμεμίξονται τρίχες
6576599 ἀποπτυστος
ἀπάτησεν . ῥέζων : πράττων . Ξυνός : κοινός . ἀπόπτυστος : ἐκβεβλημένος . στυγερώτατος : μισητότατος . Αἰνός :
ὦ μάκαρες , ῥέζων κακά : καὶ τετέλεστο ξεῖνος , ἀπόπτυστος θάλαμος , στυγερώτατος ἵπποις , οἷος ἐν ἀνθρώποισιν ἐνυμφεύθη
6562396 γηγενης
ἕτεροςτί ἂν τύχοιμ ' ὀνομάσας ; βῶλος , ἄροτρον , γηγενὴς ἄνθρωπος . ἐπεὶ πάλαι δεδείπναμεν πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια
. Εἰ γέγονεν ὁ κόσμος , ὥσπερ οὖν γέγονε , γηγενὴς κατὰ τὸ σῶμα τὸ πρῶτον ὁ ἄνθρωπος : πόθεν
6558873 σωζων
λεχθῆναι . εἴρηκε γὰρ ἄνω : ” τόνδε γὰρ “ σώζων ἐγὼ δεσμοὺς ἀεικεῖς καὶ βίας ἐκφυγγάνω . ” .
καὶ ὅσα δὴ κατετραγῴδησέ μου . ἔστι δὲ οὐχ ὁ σώζων τοὺς συκοφαντηθέντας τύραννος , ἀλλ ' ὁ τοὺς μηδὲν
6554577 ἀφιλος
σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν
εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος
6548062 ὑποστας
: καὶ γὰρ τὸν ἡγεμόνα τῶν πολεμίων οὗτος ἀπέκτεινε μόνος ὑποστὰς καὶ ἄλλους πολλοὺς καὶ ἀγαθούς . λυθέντος δὲ τοῦ
δυνάμει θαρρῶν λαός . . δόκιμος ] ἱκανὸς ἔσται . ὑποστὰς ] ὑπομείνας τοῦτο . . μεγάλῳ ῥεύματι ] σύναπτε
6534693 ὀρνυται
οὕνεκ ' Ἀχαιοὺς δερκόμεθ ' ὀλλυμένους , μέγα δὲ κράτος ὄρνυται ἀνδρῶν ἡμετέρων : οὐδ ' ἔστι κακοῦ δέος :
μηδ ' ἄρα νυκτὸς , ὅτ ? ? ' ἐγγύθεν ὄρνυται ὕδωρ , περσείης ἄπο καρπὸς ἄτερ βαρυηχέος ? αὔρης
6523192 μιαιφονος
ἐρᾶν , καὶ νέος μὲν τυραννεύσας οὔπω κακός , ἢν μιαιφόνος παρὰ τὴν τυραννίδα καὶ ὠμὸς καὶ ἀσελγὴς δόξῃ ,
! ! ! ! [ [ ] αἴνιγμ ' ἡ μιαιφόνος [ κόρη [ ἐπειποῦς ] ? ' ἑξάμετρ ?
6521519 Ματαλλος
γὰρ οἱ Ἀραβικοὶ ἵπποι . . Χρυσεὺς ] ὄνομα . Μάταλλος ] ἐπίθετον . . ἵππου μελαίνης ] διὰ τὸ
ἀλλὰ ποιητικῶς διαπέπλασται . . Χρυσεὺς Μάταλλος : καὶ ὁ Μάταλλος ὁ ἡγεμὼν καὶ ὁ κύριος καὶ ὁ ἄρχων τῆς
6520834 ἀτιμος
αὐτῷ τούτων τῶν κινδύνων ἐμέλησεν , ἀλλ ' ἐβουλήθη καὶ ἄτιμος εἶναι [ καὶ τὰ χρήματ ' αὐτοῦ δημευθῆναι ]
πάρεστι ] ἡ Ἑλένη . πάρεστι ] ἰδεῖν αὐτήν . ἄτιμος ] πολύτιμος . ἀλοίδορος ] οὐ γὰρ λοιδοροῦμεν αὐτὴν
6509773 δολιος
σφάξαι μενοινᾶις ἢ πετρῶν ὦσαι κάτα . οὐδὲν τοιοῦτον : δόλιος ἡ προθυμία . πῶς δαί ; σοφόν τοί ς
καὶ ὑβριστὴς καὶ ἀπότολμος , ἐὰν δὲ ὑπὸ Κρόνου μαρτυρῆται δόλιος καὶ πονηρὸς καὶ πρεσβύτης δηλοῦται ὁ κατήγορος , συνόντος
6493378 εὐτολμος
μετέωρος , εὐθαρσής , πομπικός , γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος ,
διδούς : καὶ γὰρ αὐτὸς οὐκ ὀκνηρός , ἀλλ ' εὔτολμος περὶ γάμους ὁ θεός . “ οὕτω καὶ Αἰακὸς
6490961 ἀστοισιν
κατειργασμένα . δεῖξόν νυν , ὦ τάλαινα , σὴν νικηφόρον ἀστοῖσιν ἄγραν ἣν φέρους ' ἐλήλυθας . ὦ καλλίπυργον ἄστυ
τοῦ Μεγαρέως : πάντας δὲ κατ ' ἀνθρώπους ὀνομαστός . ἀστοῖσιν δ ' οὔπω πᾶσιν ἁδεῖν δύναμαι : οὐδὲν θαυμαστόν
6489267 γεγαως
δ ' ὀλοώτατος ἔπλετο πάντων , ἥσσων δ ' ἑσπέριος γεγαὼς ἀδρανέστερα ῥέζει . Ἀφρογενὴς δὲ συνοῦς ' Ὑπερίονι γεινομένοισιν
μικροῖς τε φάεσσιν . . . . [ ὡς τόσσος γεγαὼς ὕπατος βασιλεὺς διὰ παντός . ] Οὐδέ τι γίγνεται
6486515 ἐντιμος
Πότερον δὲ ἀσθενὴς ἢ ἰσχυρός ; Ἀσθενής . Πότερον δὲ ἔντιμος ἢ ἄτιμος ; Ἄτιμος . Πότερον δὲ ἀνδρεῖος ὢν
ἔχων μιάσματα . οὔτις μερόπων ἀσινῆ βίοτον διὰ πάντ ' ἔντιμος ἀμείψει . αἰαῖ , αἰαῖ , μόχθος δ '
6478695 εὐχομενος
μέν , ὅτι μὴ νῦν δύναται διαλῦσαι τὸ χρέος , εὐχόμενος δὲ τοῖς θεοῖς ὡς τάχιστα δυνηθῆναι , μικρὰν δὲ
. Σχέτλιε , τίπτε σὺ Τρῶας ἀνηλεγέως ὀλέεσκες , πάντων εὐχόμενος πολὺ φέρτατος ἔμμεναι ἀνδρῶν μητρός τ ' ἀθανάτης Νηρηίδος
6475908 πισυνος
ταῖς ψυχαῖς πεσεῖν ἐνταῦθα καὶ αὐτὸς φυγὰς θεόθεν γενόμενος ἥκειν πίσυνος μαινομένωι Νείκει τοσοῦτον παρεγύμνου ὅσον καὶ Πυθαγόρας οἶμαι καὶ
ἐν πρώτοις ἀνόρουσα μαχέσσασθαι μενεαίνων κείνῳ , ὅτ ' ἠνορέῃ πίσυνος προκαλέσσατο πάντας . Νῦν δέ σευ ἀμφ ' Ἀχιλῆι
6473558 Κρονιδας
: σὺ δ ' ὄρνυ ' ἐς βαρύβρομον πέλαγος : Κρονίδας [ ] δέ τοι πατὴρ ἄναξ τελεῖ Ποσειδὰν ὑπέρτατον
μεγαινήτους [ ] λιπών . [ Τῶν ] ἕνα οἱ Κρονίδας [ ] ὑψίζυγος Ἰσθμιόνικον [ ] θῆκεν ἀντ '
6473110 ἀεργος
ἕνα ᾖδε μάλιστα : Κάτθαν ' ὁμῶς ὅ τ ' ἀεργὸς ἀνὴρ ὅ τε πολλὰ ἐοργώς . Ἐπῄνει δὲ καὶ
. ἔργοιο χατίζει : ὁ τῆς γεωργίας , τουτέστι ὁ ἀεργὸς ζητεῖ . ζηλοῖ : ὀργίζεται , φθονεῖ , βασκαίνει
6463429 ἀλκιμος
ὥσπερ παρὰ τὸ σπορά γίνεται σπόριμος καὶ παρὰ τὸ ἀλκή ἄλκιμος , οὕτως καὶ παρὰ τὸ αἶσα , οἷον :
. ὁρίζεται γοῦν ἐν τῷ ἀλλά περ οἶος ἴτω Τελαμώνιος ἄλκιμος Αἴας διὰ τῆς ἐπιφορᾶς τοῦ Τελαμώνιος . πῶς οὖν
6458788 θρηνει
[ Ε ] : δῶχ ' υἷος ποινὴν Γανυμήδεος . θρηνεῖ δὲ τὸν Δάρδανον καὶ αὐτὸν ἀπολόμενον ἐν τῷ πολέμῳ
= . , . : ἀηδόνειος θρῆνος : Αἰσχύλος : θρηνεῖ δὲ γόον ˈ τὸν ἀηδόνειον . . . Α
6457671 πρευμενης
μόρφνος ὁ ἀετὸς , ἐκ τοῦ πρᾷος καὶ εὐμενὴς ὁ πρευμενὴς , ἐκ τοῦ ἠλεὸν καὶ μάταιον ἠλέματον , ἐκ
ἀκραιφνὲς αἶμ ' ὅ σοι δωρούμεθα στρατός τε κἀγώ : πρευμενὴς δ ' ἡμῖν γενοῦ λῦσαί τε πρύμνας καὶ χαλινωτήρια
6456378 ὁδ
, [ φησὶ ] Τρύφων , ὁμοίως τῷ τίς γὰρ ὅδ ' ἄλλος Ἀχαιὸς ἀνὴρ ἠύς τε μέγας τε καὶ
, ἔγχελυν , σπάρον : ὅταν ἐγγὺς ᾖ δ ' ὅδ ' ὕστερος , ἀρτύω φακῆν καὶ τὸ περίδειπνον τοῦ
6455350 ἐνδικος
[ ] οῦν ἐνδίκως ? κικλήσκεται ? [ ] νιν ἔνδικος ? [ ! ! ! ! ! ] !
δεινὸν πᾶν πόλεως ἔξω βαλεῖν . τίς γὰρ δεδοικὼς μηδὲν ἔνδικος βροτῶν ; τοιόνδε τοι ταρβοῦντες ἐνδίκως σέβας ἔρυμα [
6454765 ἰταμος
! ] μὲν προπετέστερος ὑπάρχων ? ? καὶ [ ] ἰταμός ? [ ] ? , οὐχ ἁρμόζει [ ]
ἢ ἀΐτης κυρίως ὁ μέσος , ὁ μήτε θρασὺς μήτε ἰταμός : [ ἀΐτης οὖν ὁ μὴ ] ἰταμὸς ἀλλὰ
6447514 λαχων
, ὁ παρὼν καὶ τὴν καλὴν δίκην [ αὐτῷ ] λαχών . περὶ οὗ τὰ μὲν ἄλλα τί δεῖ λέγειν
' ἔστω καὶ ἀπηγόρημα , τῶν μὲν ὡς ἄπειρος ὁ λαχών , τῶν δ ' ὡς ἔμπειρος : ὃς δ
6445909 θρονων
, οἷον ἐξαρτύεται γάμον γαμεῖν , ὃς αὐτὸν ἐκ τυραννίδος θρόνων τ ' ἄιστον ἐκβαλεῖ : πατρὸς δ ' ἀρὰ
' οὐδ ' ἐπείσθης ὤν περ ἐσταυρωμένος τὸν ἐκβαλοῦντα τῶν θρόνων εἰπεῖν Δία . τῷ τοι κεραυνὸς ἐκ πόλου κατηγμένος
6443744 τληναι
περὶ ταῦτα εἱμαρμένην ἣν ἂν σὺ ἐπικλώσῃς δεῖ ἀνα - τλῆναι ἐλεγχόμενον . οὐ μέντοι περαιτέρω γε ὧν προτίθεσαι οἷός
ὑπομένω , γίνεται τλάς καὶ ἄτλας , ὁ μὴ δυνάμενος τλῆναι : ἐξ αὐτοῦ ἀτάλλων , ὁ ἀπαθὴς καὶ μὴ
6436298 ἐφυ
λύπας τῷ χρόνῳ τίκτειν φιλεῖ ἅπαντ ' ἐν ἀνθρώποισι γηράσκειν ἔφυ καὶ πρὸς τελευτὴν ἔρχεται τακτοῦ χρόνου , πλὴν ὡς
πᾶν διελήλυθεν , ἀὴρ δὲ δεύτερον , ὡς λεπτότητι δεύτερον ἔφυ , καὶ τὰ ἄλλα ταύτῃ καὶ τὰ ἑξῆς ;
6435981 εἰσιδειν
μηδ ' ἀφέντ ' ἐᾶν , εἰ ζῶντ ' ἐκεῖνον εἰσιδεῖν θέλοι ποτέ : ἐλᾷ γὰρ αὐτὸν τῇδε θἠμέρᾳ μόνῃ
Εὐριπίδῃ τὸ αὐτό : ὅστις ποτ ' εἶ σὺ δυστόπαστος εἰσιδεῖν Ζεύς , εἴτ ' ἀνάγκη φύσεος εἴτε νοῦς βροτῶν
6434676 ἐων
Ἀριστοδήμου τοῦ Ἀριστομάχου τοῦ Κλεοδαίου τοῦ Ὕλλου τοῦ Ἡρακλέος , ἐὼν τῆς ἑτέρης οἰκίης τῶν βασιλέων . Οὗτοι πάντες ,
δρῦν εἶχε , πῶς ὁ μὲν λίην λεπτός τ ' ἐὼν καὶ βληχρὸς οὐκ ἐπεπτώκει , Τοιοῦτο πολλῶν ἐστιν ἦθος
6433173 φανεις
, νικηφόρος τροπαιοῦχος ὀνομαζόμενος , ὡς ἀπ ' Ὀλυμπίων αὐτῶν φανεὶς τοῖς κινδυνεύουσι σύμμαχος , καὶ τὰ τοιαῦτα . Εἶτα
τοίης τιμῆς δὲ * * * στίλβων δ ' Ἑρμείαο φανεὶς ἐπὶ τὴν δύσιν ἀστὴρ * * * * *
6431743 ἀρχελειων
, παρίστησι δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἀποθανόντων . τῶν ἀρχελείων ] λαῶν ἀρχόντων . . τῶν βασιλέων , ἀπὸ
δὲ παρίστησι καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἀποθανόντων . . τῶν ἀρχελείων ] τῶν βασιλέων ἀπὸ τοῦ τῶν λαῶν ἄρχειν .
6427801 δατητας
, ἐπειδὴ ἐπηράσατο διὰ ξιφῶν αὐτοὺς τὴν οὐσίαν νείμασθαι . δατητὰς ] μεριστής . θ Ἄρης ] σίδηρος . ἀρὰν
ἐκ πυρὸς συθεὶς θηκτὸς σίδαρος : πικρὸς δὲ χρημάτων ἴσος δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴαν τιθεὶς ἀλαθῆ . ἔχουσι μοῖραν λαχόντες
6420812 οἰωνος
: μέλαιναι * ζοφεραί : σκοτειναί οὐδέ τις οὐδ ' οἰωνός : ἤτοι οὐδείς , φησιν , τῶν οἰωνῶν τῷ
μετήχθη . Τὰ εἰς ΩΝΟΣ ἁπλᾶ ὑπερδισύλλαβα ὀξύνεται : κοινωνός οἰωνός Γελωνός . τὰ δὲ σύνθετα προπαροξύνεται : τετράγωνος εὔφωνος
6403566 φονωι
πόλεις τ ' , ἔχουσαι διὰ λόγου κάμψαι κακά , φόνωι καθαιρεῖσθ ' οὐ λόγωι τὰ πράγματα . ἀτὰρ τί
ἤδη † σπονδὰς ἐκ Διονύσου βοτρύων θοᾶς ἐχίδνας σταγόσι μειγνυμένας φόνωι † . φανερὰ θύματα νερτέρων , συμφοραὶ μὲν ἐμῶι
6398703 σοφιῃ
δή , βασιλεῦ , γίνεται δεινόν . Ἐγὼ δὲ οὐδεμιῇ σοφίῃ οἰκηίῃ αὐτὸς ταῦτα συμβάλλομαι , ἀλλ ' οἷόν κοτε
' ἐστίν , ὃς Ἑλλάδα τὴν μεγαλαυχῆ πᾶσαν ἐκόσμησεν καλλιεπεῖ σοφίῃ , ἔξοχα δ ' Ἀργείους , οἳ τὴν θεοτειχέα
6391981 ἀγαλμ
φρενῶν . ὦ τέκνον , ἔβας : οὐκέτι φίλον φίλας ἄγαλμ ' ὄψομαί σε ματρός . Ἄδραστε καὶ γυναῖκες Ἀργεῖαι
χρυσοῦ λακὼν Φοῖβός μ ' ἔπεμψε δεῦρο , διοπετὲς λαβεῖν ἄγαλμ ' Ἀθηνῶν τ ' ἐγκαθιδρῦσαι χθονί . ἀλλ '
6389528 ἀσινει
. πότερον ] ποῖον . ἀπολολύξω ] παιανίσω . . ἀσινεῖ ] ἀβλαβεῖ : σωτηρίας τοῦτο γὰρ ἐπίθετον . .
ἤτοι τῆς Ἰφιγενείας φόνον ἀποδώσει . ἐπικρανεῖ ] τελέσει . ἀσινεῖ ] ἀπαθεῖ : ἐκτὸς γὰρ πάθους τὸ θεῖον .
6385622 κυδρος
ζαθέων πιθακνῶν ἀφύσαντες ὄλπαις οἶνον ὑπερφίαλον κελαρύζετε ἀθίκτους κόρας ἰήιος κυδρός ψαλάσσων ἴθι μοι δόμον , οἰκέτα , κλεῖσον ὑπόπτερος
τὸ ἔχθος ἐχθηρὸς , καὶ συγκοπῇ ἐχθρὸς , ὡς κῦδος κυδρός . οἱ δὲ διὰ τοῦ κ γράφοντες φασὶν εἶναι
6379628 δωμασιν
μέγας Εὔρυτος , αὐτὰρ ὁ παιδὶ κάλλιπ ' ἀποθνῄσκων ἐν δώμασιν ὑψηλοῖσι . τῷ δ ' Ὀδυσεὺς ξίφος ὀξὺ καὶ
μῆτις ἔην : ἔτι μοι μίτρη μένει ὡς ἐνὶ πατρός δώμασιν ἄχραντος καὶ ἀκήρατος . ἀλλ ' ἐλέαιρε πότνα τεόν
6373859 Ἠγουν
] Τῷ μέλει καὶ τῇ ᾠδῇ . Κῆλα δὲ ] Ἤγουν : τὰ θελκτήρια γάρ . Δαιμόνων θέλγει ] Οὐ
δωρικῶς ἡ γῆ . Οὐδ ' ἀπίθησέ νιν ] * Ἤγουν εἰς ἀπείθειαν καὶ ἀνηκοΐαν ἐνέβαλεν αὐτόν , τὸν Εὔφημον
6367515 ἀδωρος
τε ἀφανῶς ἀδώρητος γενόμενος . Πλάτων μέντοι γε ἐν Συμποσίῳ ἄδωρος εἶπεν . καὶ γάρ φησιν ἄδωρος δυσμενείας ἀντὶ τοῦ
: σημαίνει τὸ τὰ μαντευθέντα ἅπαξ πειρᾶσθαι ἀμάντευτα ποιεῖσθαι . ἄδωρος χάρις : ἡ μὴ ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά .
6361629 δωροισι
. Εἶδαρ : βρῶμα . δήμητρι : ἄρτῳ . Πηκτοῖσι δώροισι : τυρῷ , τυροῖς , τῷ πεπηγμένῳ τυρῷ .
, τῶν τε θυραίων τῶν τ ' ἀγοραίων , βωμοὶ δώροισι φλέγονται : ἄλλη δ ' ἄλλοθεν οὐρανομήκης λαμπὰς ἀνίσχει
6360935 εὐχετο
Ἀχαιῶν νεῖμαν ἀρίστοις . τοῖσιν δ ' Ἀτρεΐδης μεγάλ ' εὔχετο χεῖρας ἀνασχών : Ζεῦ πάτερ Ἴδηθεν μεδέων κύδιστε μέγιστε
Τῷ δ ' ἄρ ' ἐπ ' Εὐρύπυλος μεγάλ ' εὔχετο δῃωθέντι : Κεῖσό νυν ἐν κονίῃσιν , ἐπεί νύ
6355857 ἐσιδων
δέ τοι ἠπείρου μυθήσομαι εἶδος ἁπάσης , ὄφρα καὶ οὐκ ἐσιδών περ ἔχοις εὔφραστον ὀπωπήν : ἐκ τοῦ δ '
σὺν ὅπλοισιν λαμπόμενος χρυσέοις , Ἀσκλαπιέ : παῖς δ ' ἐσιδών σε λίσσετο χεῖρ ' ὀρέγων ἱκέτηι μύθωι σε προσαντῶν
6352749 ναιειν
τὸ τιμωρῶ : ἢ καὶ ἀπὸ τοῦ ἐν τῇ ἔρᾳ ναίειν . . : τρίμορφοι ] Τρισώνυμοι . : τούτων
τὰ σώματα αὐτῶν πεπτωκότα . τοῦτο γάρ ἐστι τὸ χθόνα ναίειν διαπήλας ἀντὶ τοῦ τάφου μοῖραν ἀπομοιράσας αὐτοῖς καὶ ἀφορίσας
6349615 πεποιθως
ὁ μὲν κόλος ἐστίν , ὁ δ ' αὖ κεράεσσι πεποιθώς , ἄλλοτε μὲν πισύρεσσιν , ὅτ ' ἐν δοιοῖσι
τούτῳ δὲ ὅμοιόν ἐστι κἀκεῖνο : ὁ δ ' ἀγλαΐηφι πεποιθώς , ῥίμφα ἑ γοῦνα φέρει . καὶ ταῦτα δὲ
6345441 θνῃσκων
ἰδίαν φύσιν ἔπληξε τὸν εὐεργέτην καὶ ἀνεῖλε . ὁ δὲ θνῄσκων ἔλεγε „ δίκαια πάσχω τὸν πονηρὸν οἰκτείρας . „
οὐδεὶς ἑαυτῷ ὃ θέλει βουλεύεται : θνῄσκει δ ' ὁ θνῄσκων κατ ' ἰδίαν εἱμαρμένην . εἰ ταῖς ἀληθείαισιν οἱ
6344501 Ἀνηρ
, ἅμ ' ἔργον : ἐπὶ τῶν ὀξέως ἀνυομένων . Ἀνὴρ ὁ φεύγων οὐ μένει κτύπον λύρας : ἐπὶ τῶν
. ἀλλ ' ὅγε πάντοθεν ἶσος κτλ . = . Ἀνὴρ γὰρ ἕλκων οἶνον , ὡς ὕδωρ ἵππος , Σκυθιστὶ
6337303 πρηξιος
τε προέδρους , τιμαῖς κυδαλίμους ἠδ ' ἐξαίτοις γεράεσσιν , πρήξιος ἐκ πάσης συναθροίζοντας πολὺν ὄλβον , δήμου θ '
γὰρ ἀθυμήσας ὁ σοφὸς Περίανδρος ἀπέσβη , οὕνεκεν οὐκ ἔτυχεν πρήξιος , ἧς ἔθελεν . Ἰλιγγίασε Βάκχον ἐκπιὼν χανδὸν Χρύσιππος
6330454 ἀοικος
ὅτι οὐδὲν ἔχω , οὐδενὸς δέομαι : ἴδετε , πῶς ἄοικος ὢν καὶ ἄπολις καὶ φυγάς , ἂν οὕτως τύχῃ
εἰς ος δισύλλαβα προπερισπώμενα ἐν τῇ συνθέσει προπαροξύνονται , οἶκος ἄοικος , κοῦρος ἐπίκουρος : οὕτως καὶ πῶλος αἰολόπωλος ,
6325807 μεγασθενης
τ ' Οἰδίπου σκιά : μέλαιν ' Ἐρινύς , ἦ μεγασθενής τις εἶ . ἠέ . ἠέ . δυσθέατα πήματα
καὶ πολισσοῦχοι θεοί , Ἀρά τ ' Ἐρινὺς πατρὸς ἡ μεγασθενής , μή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρον ἐκθαμνίσητε δῃάλωτον
6323966 ἀρταμων
Ἄρταμος : ὁ μάγειρος : † εἰ γὰρ βέβηκε χεῖρας ἀρτάμων φυγών . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ διαρτάσαι , ὅ
˘˘ – × – ἀκταῖνον μένος ἦ γὰρ βέβηκε χεῖρας ἀρτάμων φυγών ; ὕδωρ δὲ πίνει , τὸν δὲ Βίβλινον
6314990 στυγερας
εἰπεῖν τηλόσε . ἔκποθεν ἄτης : ἔκ τινος βλάβης . στυγεράς : μισητάς . Ὀρχομενοῖο : καὶ Ἑλλάνικός φησι τὸν
εἰπεῖν τηλόσε . ἔκποθεν ἄτης : ἔκ τινος βλάβης . στυγεράς : μισητάς . Ὀρχομενοῖο : καὶ Ἑλλάνικός φησι τὸν
6313537 δικα
αὐτὰ τὰν ὅλων ἀρχὰν διαστραταγοῦσα πρόνοιά τε καὶ ἁρμονία καὶ δίκα † γενως τινος † θεῶν οὕτω ψαφιξαμένων : ἐν
τάξιν ἀρχῆς καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ θεοῦ μέχρι γῆς . Πότερον δίκα τεῖχος ὕψιον , ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος
6310945 δολοισι
φρενὸς ὅπλον ἔφυσε βουλὴν κερδαλέην , πολυμήχανον , οἵ τε δόλοισι πολλάκι καὶ κρατερὸν καὶ ὑπέρτερον ὤλεσαν ἰχθύν . Οἷον
“ Οὐκ ἄφαρ ὀφθαλμῶν μοι ἀπόπροθι λωβητῆρες νεῖσθ ' αὐτοῖσι δόλοισι παλίσσυτοι ἔκτοθι γαίης , πρίν τινα λευγαλέον τε δέρος
6310270 κειμηλιον
λέγει ὧδε : ” Ὦ δέσποτα , τόδε μοι μέγα κειμήλιον ἐν τοῖσι οἰκείοισι ἀπεκέατο , τὸ ἐγὼ κάρτα ἐπόθεον
τὰς τῶν δηλητηρίων φαρμάκων ἐποίει πόσεις , ἔδει καθάπερ τι κειμήλιον οἴκοι κατακείμενον περιορᾷν τὸ φάρμακον , ὑπὸ τοῦ χρόνου
6308116 φερτερον
τέξεταί γε ] ναὶ πρὸς ἐκείνης τῆς δάμαρτος ἥτις γεννήσει φέρτερον ] κρείττονα πατρός ] τοῦ . αὐτοῦ ἀποστροφὴ ]
πάντων καὶ καλὸν ἐντάφιον . Ζεῦ πάτερ , Ὀθρυάδα τίνα φέρτερον ἔδρακες ἄλλον ὃς μόνος ἐκ Θυρέας οὐκ ἐθέλησε μολεῖν
6307672 εὐμενης
τινα αἴσθῃ καταγέλαστον καὶ τοῦ παντὸς ἡμαρτηκότα , τούτῳ καὶ εὐμενὴς εἶ καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἄγασθαι οὐκ ὀκνεῖς τὴν σοφίαν
προσέβαλλεν ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκεν , ὅπως μὴ δῆλος εἴη εὐμενὴς αὐτοῖς ὤν . ἐπεὶ δ ' οὐδὲν ἀπὸ τῆς
6304263 βυσαυχην
καὶ ἐν τοῖς κάτω μέρεσι τοῦ Δέλτα * * . βυσαύχην : ὁ τὸν αὐχένα συνέλκων καὶ τοὺς ὤμους ἀνέλκων
ἀλάστωρ τ ' εἰσπέπαικε Πελοπιδῶν . ἄστυτος οἶκος , κοὔτε βυσαύχην θεᾶς Δηοῦς σύνοικος , γηγενὴς βολβός , φίλοις ἑφθὸς
6298852 κακοδαιμων
ταῖς μυίαις ποιεῖν βοῦν τοῖς ἀκλήτοις προκατακόπτειν πανταχοῦ . Οἴμοι κακοδαίμων , τὸν τράχηλον ὡς ἔχω . Σφαῖραν λαβών τῷ
πάνυ ἀνεκτόν . τάδε μέντοι ἐκ τοῦ κακο σύνθετα . κακοδαίμων , κακοῦργος , κακολόγος κακήγορος , κακοπράγμων ὡς Ὑπερείδης
6297886 οὑμος
μὲν πατρὸς μομφαῖσιν ἠλαστρημένος Κυχρεῖος ἄντρων Βωκάρου τε ναμάτων , οὑμὸς ξύναιμος , ὡς ὀπατρίου φονεὺς πώλου , νόθον φίτυμα
τοῦτό μοι ἤδη πεπράξεται . ὁ μὲν οὖν ἀνόσιος οὗτος οὑμὸς μάγειρος ἐμοῦ πλησίον ἑστὼς τῇ γυναικὶ ταῦτα συνεβουλεύετο .
6297863 ἀπαρχος
φέρειν γὰρ χρὴ τὸ δούλιον ζυγόν : νεῶν τ ' ἄπαρχος Ἰλίου τ ' ἀναστάτης οὐκ οἶδεν οἵα γλῶσσα ,
] ἀλλὰ δυστυχῶς . εὐψυχίαν ] τόλμην , ἀνδρείαν . ἄπαρχος ] ἐξαίρετος : ἀπὸ τοῦ ἀπαρχή γὰρ γίνεται .
6297191 ἀγαστος
. , . . , . ἀγαστά : ἀγαστά καὶ ἀγαστός ἐρεῖς καὶ ἐπιρρηματικῶς ἀγαστῶς , ὡς Ξενοφῶν . ,
γὰρ τὸ ἄγαν γέγονεν ἀγάζω τὸ θαυμάζω , καὶ ἐκεῖθεν ἀγαστός καὶ ἀγαθός , οἱονεὶ θαυμαστός : εἰ γὰρ ἦν
6295318 ἀλοχου
ἐπιβῆναι ἐυσφύρου Ἠλεκτρυώνης πρίν γε φόνον τείσαιτο κασιγνήτων μεγαθύμων ἧς ἀλόχου , μαλερῷ δὲ καταφλέξαι πυρὶ κώμας ἀνδρῶν ἡρώων Ταφίων
παῖς παρέχει πατρὶ εἰς γῆρας αὐτῷ γεγονὼς ἐκ τῆς ἰδίας ἀλόχου . ἔστι δὲ ἡ ἀπόδοσις τῆς παραβολῆς εἰς τὸ
6294482 ἰητρος
θοῦται σὺν τῇ ἔσωθεν διορθώσει . Ἔπειτα δὲ ἐς ταῦτα ἰητρὸς οὐδεὶς ἄλλος ἐστὶ τοιοῦτος , εἰ ἐθέλοι καὶ μελετᾷν
ἐπὶ σάλου πορευομένοισιν . Τίς γὰρ ὦ πρὸς Διὸς ἠδελφισμένος ἰητρὸς ἰητρεύειν πεισθείη ἀτεραμνίῃ ; ὥστ ' ἐν ἀρχῇ ἀνακρίνοντα
6291848 ἀοκνος
φρικώδης : θαρραλέος θαρσαλέος εὐθαρσής , γενναῖος , ἀνδρεῖος , ἄοκνος , ἀνέκπληκτος ἀκατάπληκτος , ἀδεής , ἐρρωμένος , εὔθυμος
ἡλίου θερμαινόμενος . Μένανδρος : “ ἀλέας Ἀθάνας ” . ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλει : οὐχὶ διὰ τὴν γεωργίαν
6289037 ἀσεβης
ὁ βλεπεδαίμων . ὁ δὲ ἐναντίος ἄθεος , ἀνίερος , ἀσεβής , δυσσεβής , ἀθέμιτος , μισόθεος , θεομισής ,
λαβεῖν τι . βωμολόχος : ἀντὶ τοῦ ” κακοῦργος , ἀσεβής “ . ἀπὸ τῶν λοχώντων τὰ ἐν τοῖς βωμοῖς
6287829 ἀρηιον
' ὅτε μοι κατένευσεν Ὀλύμπιος υἱέα δῖον ἔκπαγλον θήσειν καὶ ἀρήιον . Ἀλλὰ τὸ μέν που ἀτρεκέως ἐτέλεσσεν : ὃ
ἐστιν ἐνὶ φθισήνορι χάρμῃ ; Ἀλκῆς γὰρ τόδ ' ἄεθλον ἀρήιον , οὐκ ἀλεγεινῶν θῆκεν ἐνὶ μέσσοις ἐπέων Θέτις ἀργυρόπεζα
6287428 θαρσαλεον
καγχαλάασκον ἐτώσια μητιόωντι . Καὶ τότε Μυρμιδόνεσσιν Ἀχιλλέος ἄτρομος υἱὸς θαρσαλέον φάτο μῦθον ἐποτρύνων πονέεσθαι : Κέκλυτέ μευ , θεράποντες
ὁ τρίβων ἐμπνέοι . . . : ἒν δὲ τὸ θαρσαλέον τε καὶ ἐμμενές , ὅππη ὀρούσαι , φαίνετ '
6287009 προτιμων
, ἀνακῦψαι τὰς ἀρχὰς ἐπὶ τὰ πάτρια ἠξίουν , οὐ προτιμῶν οὐδὲ τὸν ἀδελφὸν τῆς πατρίδος , ἀλλ ' ἐλπίζων
, φίλου τε ἀποθανόντος ἀμνημονῶν καὶ τῶν συνθηκῶν τὸν πλοῦτον προτιμῶν . Ὅτι Ἀθηναῖοι τοὺς ἐς Ἀρκαδίαν ἀποσταλέντας πρεσβευτάς ,
6283545 μελεος
: ἀποκείρεται σὸν ἄνθος πόλεος , ὁ Διὸς ἔκγονος , μέλεος Ἑλλάς , ἃ τὸν εὐεργέταν ἀποβαλεῖς ὀλεῖς μανιάσιν λύσσαις
Κάλανος , ὁ μάταιος ὑμέτερος φίλος καὶ οὐχ ἡμέτερος : μέλεος καὶ τῶν ἀθλίων ἐλεεινότερος τὴν ψυχὴν ἑαυτοῦ ἀπώλεσε φιλαργυρήσας
6280709 πολυμοχθος
, χρησιμωτάτηι θεῶν , προσευχόμεσθα τήνδε διασῶσαι πόλιν . ὦ πολύμοχθος Ἄρης , τί ποθ ' αἵματι καὶ θανάτωι κατέχηι
, ἀφ ' ἧς δὴ πάντα γίγνεται κακά . ὦ πολύμοχθος βιοτὴ θνητοῖς , ὡς ἐπὶ παντὶ σφαλερὰ κεῖσαι ,
6275546 τυχᾳ
τόξα αὐτὸν ἐντείνεσθαι χαρίτων , τὸ μὲν ἐπ ' εὐαίωνι τύχᾳ , τὸ δ ' ἐπὶ συγχύσει βιοτᾶς . )
Θαλία τε ἐρασίμολπε , ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα : Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν

Back