| ἐνταῦθα τὸ ἠσθένει ψιλὸν ἦν ὄνομα . διὰ τοῦτο αὐτῷ παρετέθη καὶ ἰσοδυναμοῦν , ἵνα ἐκφύγῃ τὴν εὐτέλειαν , ἐπειδὴ | ||
| οὐχ ἡδύ ; ἐμοὶ μὲν μετὰ τὸ πλουτεῖν δεύτερον . παρετέθη τρίπους πλακοῦντα χρηστόν , ὦ πολυτίμητοι θεοί , ἔχων |
| ] , διὰ στόματος λόγου [ ἀρχή , ] [ ὄζουσα ὡς ἱερῆς ] ἔρνεα φυταλίης [ ! ! ! | ||
| τῷ διαμασᾶσθαι ἐκκαίων τὴν γεῦσιν : ῥίζα εὐμεγέθης ὕπεστιν , ὄζουσα λιβάνου . Ἄλλη λιβανωτὶς πάντα ἐοικυῖα τῇ πρὸ αὐτῆς |
| τῷ Προμηθεῖ ὠργίσθη . ἐξ ἐκείνου γὰρ τῷ Διὶ θύουσι κνῖσαν . Ἐζήτηται δὲ εἰ ὁ Προμηθεὺς ἐπεβουλεύσατο τῷ Διί | ||
| Τρῶας ἔπαυλιν ποιουμένους ἔρδειν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἑκατόμβας : τὴν δὲ κνῖσαν ἐκ τοῦ πεδίου τοὺς ἀνέμους φέρειν οὐρανὸν εἴσω ἡδεῖαν |
| ' ἐνῆν τἀκεῖ γὰρ ἐν ταύτῃ καλά , ἰχθῦς , ἔριφοι , διέτρεχε τούτων σκορπίος , ὑπέφαινεν ᾠῶν ἡμίτομα τοὺς | ||
| δὲ ἐχομένη ἡλικία , χίμαροι , τὰ δὲ νεώτατα , ἔριφοι : ὁ δὲ Ποιητὴς ἐν Ὀδυσσείᾳ τὰ μὲν τέλεια |
| ὅπλον βύβλινον . φαίης δ ' ἂν καὶ χρυσώματα καὶ ἀργυρώματα καὶ χαλκώματα ἐν μέρει τῶν σκευῶν , οὐ μόνον | ||
| τινα πολίτην ἡμέτερον πτωχαλαζόνα , ὃς δραχμῆς ἔχων τὰ πάντα ἀργυρώματα ἐβόα καλῶν τὸν οἰκέτην ἕνα ὄντα καὶ μόνον , |
| τέττιγα φαγεῖν καὶ κερκώπην θηρευσαμένη καλάμῳ λεπτῷ . οὐχ ἑψητῶν λοπάς ἐστιν . καὶ μὴν χθές γ ' ἦν Πέρδιξ | ||
| τέττιγα φαγεῖν καὶ κερκώπην θηρευσαμένη καλάμῳ λεπτῷ . οὐχ ἑψητῶν λοπάς ἐστιν . καὶ μὴν χθές γ ' ἦν Πέρδιξ |
| , δασύπους , ἔριφοι , . . τυρὸς χλωρός , τυρὸς ξηρός , τυρὸς κοπτός , τυρὸς ξυστός , τυρὸς | ||
| πάντα , γῆ Σαμία ἡ ἄπλυτος μετρίως , ἰός , τυρὸς ὀξυγαλάκτινος μετρίως , βούτυρον μετρίως , πυτία πᾶσα , |
| ἄκουε δή . βολβῶν μὲν Ὀρθάννῃ τρί ' ἡμιεκτέα , Κονισάλῳ δὲ καὶ παραστάταιν δυοῖν μύρτων πινακίσκος χειρὶ παρατετιλμένων : | ||
| ἄκουε δή . βολβῶν μὲν Ὀρθάνῃ τρί ' ἡμιεκτέα , Κονισάλῳ δὲ καὶ παραστάταιν δυοῖν μύρτων πινακίσκος χειρὶ παρατετιλμένων : |
| πέπειρα , ἄπιοι πρὶν πεφθῆναι , περσικά , ῥοιαί , μέσπιλα , κράνα , προῦμνα , κεράτια , ὁ τῆς | ||
| , ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα , κράνεια μέσπιλα . Πίνους ' ἑκάστης ἡμέρας δι ' ἡμέρας . |
| ἐναντίας καὶ ἀντετάξω . Γ θύννεια θερμὰ ] θύννων ἰχθύων τεμάχη . κασαλβάσω : κασαλβάδες ἑταῖραί εἰσιν , αἱ ἀεὶ | ||
| ἄνδρες πάλαι ὀψοφάγοι τοιοῦτοί τινες οἷοι καταβροχθίζειν ἐν ἀγορᾷ τὰ τεμάχη , ὁρῶντες ἐξέθνῃσκον ἐπὶ τῷ πράγματι ἔφερόν τε δεινῶς |
| πολὺ χρῆμ ' εἰς ἡδονὴν ἠταλλαβεῖν . οὐ γάρ τινες παροψίδες εἴς ' , ἀντιβολῶ σε ; ἁλιευόμενός ποτ ' | ||
| τυρὸς οὐδ ' ἐλαῶν γένη οὐδὲ παρέχουσαι κνῖσαν ἡμῖν πλείονα παροψίδες καὶ λῆρος , ἀλλὰ παρετέθη ὑπερηφάνως ὄζουσα τῶν Ὡρῶν |
| φαρμάσσων , οὐδ ' ἀττανίτας κηρίοισιν ἐμβάπτων . ΚΗΡΙΟΝ πλακοῦς ἄρτος , ὃν Ἀργεῖοι παρὰ τῆς νύμφης πρὸς τὸν νυμφίον | ||
| καθ ' ἧπαρ καὶ λίθους ἐν νεφροῖς γεννῶντα . Ἄριστος ἄρτος εἰς ὑγείαν ἐστὶν ἀνθρώπῳ μήτε νέῳ μήτε γυμναζομένῳ ὁ |
| μόλυβδος , καὶ ἡ καλουμένη ὑδράργυρος . Τῶν δὲ συμφύλων οἶνος ἀθρόως ποθεὶς πολὺς ἀπὸ βαλανείου , ἢ γλυκὺ , | ||
| Τάβαι καὶ Σίνδα καὶ Ἄμβλαδα , ὅθεν καὶ ὁ Ἀμβλαδεὺς οἶνος ἐκφέρεται πρὸς διαίτας ἰατρικὰς ἐπιτήδειος . Τῶν δ ' |
| καὶ τὰ ἄλλα ὅσα ἄνω προείρηται : καὶ ὠμὰ δὲ κρέα ἐπεχείρησε φαγεῖν , ἀλλ ' οὐ διῴκησεν . κατέλαβέ | ||
| . φησί που Εὔβουλος : παρέσται σοι θύννου τέμαχος , κρέα δελφακίων χορδαί τ ' ἐρίφων ἧπαρ τε κάπρου κριοῦ |
| ἐπὶ κυπρίνου καὶ ἀμαρακίνου . δύναμιν δὲ τὰ μὲν ἁπλᾶ μύρα τὴν τῶν ἐμβαλλομένων ἐν αὐτοῖϲ εἰδῶν , ἢ ἐξ | ||
| ὅσων χαρίτων πλῆρες . ᾠδαὶ σκώμματα πότος εἰς ἀλεκτρυόνων ᾠδὰς μύρα στέφανοι τραγήματα . ὑπόσκιός τισι δάφναις ἦν ἡ κατάκλισις |
| μύλλου κρείσσων . τὰ μέντοι τῶν ἰχθύων καὶ τῶν ταρίχων ᾠὰ πάντα δύσπεπτα , δύσφθαρτα , μᾶλλον δὲ τὰ τῶν | ||
| καὶ πανοῦργον , ἔτι δὲ ἀφροδισιαστικόν . διὸ καὶ τὰ ᾠὰ τῆς θηλείας συντρίβει , ἵνα ἀπολαύῃ τῶν ἀφροδισίων . |
| , μεθυσκόμενοι ἐπιδιαγινώσκουσι . Ἐντυγχάνοντες δ ' ἀλλήλοισι ἐν τῇσι ὁδοῖσι , τῷδε ἄν τις διαγνοίη εἰ ὅμοιοί εἰσι οἱ | ||
| Ἑλλήνων οὐδαμοῖσι συμφέρονται : ἀντὶ τοῦ προσαγορεύειν ἀλλήλους ἐν τῇσι ὁδοῖσι προσκυνέουσι κατιέντες μέχρι τοῦ γούνατος τὴν χεῖρα . Ἐνδεδύκασι |
| ἢ καὶ περιττῶν . ταὐτὸν δὲ τοῦτο καὶ κυάμοις ἢ καρύοις ἢ ἀμυγδάλαις , οἱ δὲ καὶ ἀργυρίῳ πράττειν ἠξίουν | ||
| καστάνια ὀνομαζόμενα : φησὶ γὰρ περὶ αὐτῶν Ξενοφῶν παῖδας σεσιτευμένους καρύοις ἑφθοῖς . ἔνιοι δὲ ταῦτα καὶ Διὸς βαλάνους ὑπὸ |
| : πολὺ γὰρ δὴ κάλλιον καὶ ἡ σικυωνία καὶ ἡ σκαμμωνία καὶ ὁ ἐλλέβορος μετὰ τοῦ ἀγαρικοῦ τὰ ἐκ θώρακος | ||
| ἔχειν ὀφείλει : ἐνταῦθα ἡ μετὰ τῶν ἁλῶν λελειωμένη βάλλεται σκαμμωνία , καὶ ἐγκαθίσταται τὸ ἀγγεῖον τοῦτο λοπάδι ἐρεγμοῦ πλήρει |
| εἰς ἡμᾶς καὶ εἶ καὶ γεγένησαι . Αὐτὸς ἡγοῦμαι καὶ ἠριστηκέναι παρ ' ὑμῖν καὶ λελοῦσθαι καὶ δεδειπνηκέναι τούτων ἀπολαύσαντος | ||
| ἢ σαπρὸν σίλουρον καταφαγών , ἴα καὶ ῥόδα φασὶν αὐτὸν ἠριστηκέναι . ἐπὰν δ ' ἀποπάρδῃ μετά τινος κατακείμενος τούτων |
| . φήμη ⌈ δὲ ⌉ τοῦ ? παραδόξου θεάματος πανταχοῦ διέτρεχε καὶ μνηστῆρες κατέρρεον εἰς Συρακούσας , δυνάσται τε καὶ | ||
| τἀκεῖ γὰρ ἐν ταύτῃ καλά , ἰχθῦς , ἔριφοι , διέτρεχε τούτων σκορπίος , ὑπέφαινεν ᾠῶν ἡμίτομα τοὺς ἀστέρας . |
| . εἶεν . τί οὖν ἐνταῦθα δρῶσιν αἱ πόλεις ; ἐλευθέρι ' ἀφίκοντο θύσουσαί ποτε , ὅτε τῶν φόρων ἐγένοντ | ||
| σὺ γύναι ; σκόροδα , τυρός , πλακοῦντες , πράγματα ἐλευθέρι ' , οὐ τάριχος , οὐδ ' ἡδύσμασιν ἄρνεια |
| καὶ παρὰ Μενάνδρῳ : καθιζάνει μὲν ἐνίοτ ' εἰς τὰ σήσαμα , καὶ ἐν Ψοφοδεεῖ : ἐπίσημον αὖ τὴν ἀσπίδ | ||
| ᾠά , φακῆ , τέττιγες , ὀποί , κάρδαμα , σήσαμα , κήρυκες , ἅλες , πίνναι , λεπάδες , |
| ἄλλα οὐδὲ τούτου ἐστὶν ἄξια , τουτέστιν τοῦ τῶν δακτύλων ἀποκροτήματος . τὸ γὰρ ἐφεστὸς τῶι μνήματι ἄγαλμα ὑπὲρ τῆς | ||
| , παῖζε : ὡς τἄλλα τούτου οὐκ ἄξια , τοῦ ἀποκροτήματος ἔοικε λέγειν . οὐ μόνος δὲ ὁ Σαρδανάπαλλος διετέθρυπτο |
| . βῆμα : ὁ λίθος ἐν τῷ δικαστηρίῳ . . κληρωτήρια : Τὰς κληρωτὰς ἀρχάς . γράμματι δειπνεῖ : Δέον | ||
| αἰσχυνόμενοι . νὴ τὸν Ἀπόλλω χάριέν γε . τὰ δὲ κληρωτήρια ποῖ τρέψεις ; εἰς τὴν ἀγορὰν καταθήσω . κᾆτα |
| δριμύτητά τινα καὶ πικρότητα χυλοῦ καθάπερ ὁ θέρμος καὶ ὁ ἐρέβινθος καὶ ὁ ὄροβος : μόνα γὰρ δὴ καὶ οὐ | ||
| καὶ ἐν ταῖς ψαφαρωτέραις ἐκφέρειν : τῶν δὲ χεδροπῶν μάλιστα ἐρέβινθος καίπερ ἐλάχιστον χρόνον ἐν τῇ γῇ μένων , ὁ |
| δ ' εὖ λείαινε , τά κεν ξυλοειδέα πάντα Ἀκταίῳ μίσγοις συγκεράσας μέλιτι . Ἱλήκοις ὃς τήνδε μάκαρ τεκτήναο , | ||
| ὕδατι οὕτως ἑψεῖν , ἀνήθου καὶ ἁλὸς μικρὸν ἐμβάλλοντα . μίσγοις δ ' ἂν τοῦ κέγχρου τὸ ἤθημα καὶ εἰς |
| πεινῆν διδάσκει καὶ μαθητὰς λαμβάνει . εἷς ἄρτος , ὄψον ἰσχάς , ἐπιπιεῖν ὕδωρ . Ὦ Κλέων , παῦσαι φλυαρῶν | ||
| . παρὰ τὸ ἴσχω ἰσχνῶ ἰσχναίνω παραγώγως : ὅθεν καὶ ἰσχάς : γράφεται καὶ ἴσχανε , ἀντὶ τοῦ ἔπεχε πράυνε |
| τὰ μὲν δένδρα , τὰ δὲ θάμνοι , τὰ δὲ λάχανα , τὰ δὲ πόα . καὶ γένη δὲ ἀρετῶν | ||
| δὴ κάρδαμον καὶ κίχορον , ἄγρια δέ γε ταῦτα τυγχάνει λάχανα , ἔτι μὴν καὶ τὸ λεγόμενον κάρυον περσικόν , |
| μὲν τὴν ξυλείαν , οἱ δὲ ἔλαιον , οἱ δὲ σεμίδαλιν , οἱ δὲ τὰ τῶν ἀρωμάτων , ἕτεροι τὰ | ||
| ' οἷα σὺ εἴωθας , εἰς ταὐτὸν καρυκεύειν μέλι , σεμίδαλιν , ὠιά . πάντα γὰρ τἀναντία νῦν ἐστιν : |
| ἀχθομένη : βωμὸς δ ' ἄνθεσιν ἀν τὸ μέσον πάντηι πεπύκασται , μολπὴ δ ' ἀμφὶς ἔχει δώματα καὶ θαλίη | ||
| γυμνὸς ὅλος τό γε σῶμα , νόος δέ οἱ εὖ πεπύκασται , καὶ πτερόεις ὡς ὄρνις ἐφίπταται ἄλλον ἐπ ' |
| δὲ ταχέως ἀργυρίου χλῆδον λαβών σκυτίνῃ πότ ' ἐν χύτρᾳ τάριχος ἐλεφάντινον ἧψε ποντιὰς χελώνη πευκίνοισι κύμασιν , καρκίνοι ποδήνεμοί | ||
| τοὺς ἀκροατάς : ἀγανακτοῦντος δέ τὴν Ἀναξιμένους ἔφη διάλεξιν ὀβολοῦ τάριχος διαλέλυκεν . . . : Ἕρμιππος δέ φησι Θεόκριτον |
| τὸ γὰρ βιαστικῶς τι πράττειν βία εἴρηται . τὸ δὲ ἴα παρὰ τὸ ἴς ἰνός , τὸ θηλυκὸν ἴα καὶ | ||
| ἔχει γὰρ ἐκ Διὸς καὶ Δήμητρος θυγατρὸς ἀρχήν , Φερσεφόνης ἴα πλεκούσης συμπαρουσῶν τῶν Ὠκεανοῦ θυγατέρων ὧν ὀνόματα ταῦτα ἐκ |
| καὶ τελειοῦται τάχιστα καὶ θησαυρίζεται κράτιστα , καθάπερ ἔλυμος καὶ κέγχρος : ἔνια δὲ βλαστάνει μὲν εὖ ταχέως δὲ σήπεται | ||
| ὦχροι , λάθυροι . Ἐρέβινθοι , θέρμοι , μελίνη , κέγχρος καὶ ὅσα τοιαῦτα , κύαμοι , μᾶζα ἐξ ἀλφίτων |
| ἰχθύσι μὲν ῥίνης ἢ φάγρου ἢ γαλεοῦ τοῦ μεγάλου τοῦ γλαυκοῦ , ἢ τῶν ἀλλῶν τῶν τοιούτων , πᾶσιν ἐν | ||
| οὔλην ἕρπυλλον , λευκὸν κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον / πορφυρέην γλαυκοῦ τε χελιδονίοιο πέτηλα / καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν |
| ἐδείπνει κοσμίως , οὐχ ὥσπερ ἄλλαι , τῶν πράσων ποιούμεναι τολύπας , ἔσαττον τὰς γνάθους καὶ τῶν κρεῶν ἀπέβρυκον αἰσχρῶς | ||
| , κατάπερ τῶν φοινίκων ἐπὶ τῇσι κορυφῇσιν , οἷά περ τολύπας . σιτέεσθαι δὲ καὶ τῶν θηρίων ὅσα ἕλοιεν ὠμοφαγέοντας |
| ποιηταὶ καλεῖν φιλοῦσιν αὐτήν : πονηρὸν δὲ καὶ ὁ χερσαῖος ἐχῖνός ἐστι . καὶ ὃ μὲν ἑαυτὸν συνειλήσας κεῖται , | ||
| ἀναίμου τε ὄντος καὶ τόσον γόνον ᾠοτοκοῦντος , ὡς ὁ ἐχῖνός τε ᾠὰ πέντε γεννᾷ , ἓν δὲ τὸ ὄστρεον |
| ὠνήσασθαι τὰς προσφόρους ὑμῖν τροφάς , σκόροδα , τυρόν , κρόμμυα , κάππαριν , πάντα ταῦτ ' ἐστι δραχμῆς . | ||
| : οὐ γὰρ πέττεται τὰ ληφθέντα προσηκόντως . Σκόροδα , κρόμμυα , πράσα , νάπυ , πέπερι , σμύρνιον , |
| οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι , λέων δ ' ὣς ἄγρια οἶδεν , ὅς τ ' ἐπεὶ ἂρ μεγάλῃ τε | ||
| ἀντιτυπεῖ δὲ ἔνδοθεν ταῖς τῶν λόγων ὁδοῖς παθήματα χαλεπὰ καὶ ἄγρια , καὶ ἐθισμοὶ φαῦλοι , καὶ ἀσκήσεις ἄδικοι , |
| κέφαλος . τεμάχη ] κομμάτια . ἀγαθᾶν ] καλῶν . ὀρνίθεια ⌈ κιχλῶν [ κιχηλᾶν ] ] δέον ” ὀρνιθείων | ||
| φύσκης τόμος , ποὺς ἑφθός , ἧπαρ , πλευρόν , ὀρνίθεια πλήθει πολλά , τυρὸς ἐν μέλιτι , μερὶς κρεῶν |
| ἐκαλεῖτο δέ τις καὶ βαλανωτὴ φιάλη , ἧς τῷ πυθμένι χρυσοῖ ὑπέκειντο ἀστράγαλοι . Σῆμος δ ' ἐν Δήλῳ ἀνακεῖσθαί | ||
| βοᾷ ἐὰν βοᾶται , χρυσοῦμαι χρυσοῖ χρυσοῦται ἐὰν χρυσῶμαι ἐὰν χρυσοῖ ἐὰν χρυσοῦται . Τοῦτο δὲ ἐπὶ ἐνεστῶτος καὶ παρατατικοῦ |
| οὗ σημεῖον ἐποιοῦντο τὸ καὶ ἅλας ὀρύττεσθαι ἐν αὐτῇ καὶ νίτρα , εἶναι δὲ καὶ ὀξεῖς χυμοὺς πολλαχοῦ τῆς γῆς | ||
| , χαμαιλέοντος ἑκατέρου ἡ ῥίζα , χαμαιπίτυς , ἅλες , νίτρα , γύψος , καδμεῖαι πᾶσαι καὶ πάντα τὰ μεταλλικὰ |
| εἰς τὴν οἰκίαν λανθάνων φοιτῴη , ὥσπερ ἀτεχνῶς σῖτα καὶ ὄψα καὶ ποτὰ παρεσκευασμένη , ἃ ἑνὶ μόνῳ καὶ δυοῖν | ||
| , πλὴν τὰ σιτία μὴ πολλὰ ἅμα , καὶ τὰ ὄψα μὴ πλέονα ἢ τὰ σιτία , καὶ τῷ οἴνῳ |
| . Χιονίδης : ἆρ ' ἂν φάγοιτ ' ἂν καὶ ταρίχους , ὦ θεοί ; καί : ἐπὶ τῷ ταρίχει | ||
| κακουμένῳ : ὥσθ ' ἅττ ' ἔχω ταῦτ ' ἐς ταρίχους ἀπολέσω . Ἀριστοφάνης Δαιταλεῦσιν : οὐκ αἰσχυνοῦμαι τὸν τάριχον |
| ' Ἀττικὸς ἐκ μικρῶν ἐπιδέξια , ὁ δὲ Θετταλικὸς ἐκπώματα προπίνει ὅτῳ ἂν βούλωνται μεγάλα . Λακεδαιμόνιοι δὲ τὴν παρ | ||
| σὺ δ ' ἀλλὰ οἴνου ” ἔφη „ Βαβυλωνίου , προπίνει δὲ αὐτοῦ βασιλεὺς δέκα ἡμῖν σατράπαις , ἀμφορέα ἔχε |
| . μετὰ ταῦτα περιενεχθεισῶν ὀρνίθων τε ὀπτῶν φακῆς τε καὶ πισῶν αὐταῖς χύτραις , ἔτι δὲ τῶν τοιούτων περὶ ὧν | ||
| ἀθάρη : διαφέρει ἔτνους , ὅτι τὸ μὲν κυάμων ἢ πισῶν ἢ ἁπλῶς κατερεικτῶν τινῶν , ἡ δὲ ἀθάρη πυρῶν |
| . Γ φοβεροὶ εἰς γαστριμαργίαν . Γ βατιδοσκόποι Γ : βάτις εἶδος ἰχθύος . ἢ καθόλου οἱ ἰχθύες . Γ | ||
| δ ' ὥρμαινον ἐπ ' ἄλλα . κεῖτο δέ τις βάτις , ἧς οὐδεὶς ἥπτετο δείπνω , ἐν καθαρῷ ὅθι |
| , ὁ Μυρτίλος ἔφη : ἀλλὰ μὴν καὶ ὄρνιθας καὶ ὀρνίθια νῦν μόνως ἡ συνήθεια καλεῖ τὰς θηλείας , ὧν | ||
| ἀλεκτρυόνες ἅπασαι καὶ τὰ χοιρίδια τέθνηκε καὶ τὰ μίκρ ' ὀρνίθια . Ὁ δέ τις ψυκτῆρ ' , ὁ δέ |
| ἐμπορίαν , ἐπεμελεῖσθε ἂν αὐτῶν , ἵνα ὑμῖν πλεῖον ἀργύριον πωλούμενοι ἐνέγκωσιν : ἡμῶν δὲ , οὓς καὶ αὐτοὺς μέλλετε | ||
| τῶν πολιτευομένων πωλούμενος , καθάπερ οἱ συνήθως ὑπ ' αὐτῶν πωλούμενοι . Γ πωλούμενος ] ἀπατώμενος . Γ ἄνευ γιγάρτων |
| χαλκοῦ λεπίς , ὤχρα , ἀνδράχνη , μήκωνος ὀπός , μανδραγόρας . τὰ δ ' αὐτὰ ταῦτα καὶ τὰς ἐφ | ||
| : τὸ γὰρ κώνειον κατὰ ψῦξιν ἀναιρεῖ , ὥσπερ ὁ μανδραγόρας κατὰ καρηβαρίαν : διακέκριται δὲ ταῦτα μέτρῳ καὶ ἀμετρίᾳ |
| . Μνησίθεος δ ' ὁ Ἀθηναῖος ἐν τῷ περὶ ἐδεστῶν κάραβοι , φησί , καὶ καρκίνοι καὶ καρῖδες καὶ τὰ | ||
| ὅμοια , ἀστακοί , πάγουροι , καρκῖνοι , καρίδες , κάραβοι καὶ ὅσα τοιαῦτα καὶ τὰ μαλάκια καλούμενα , πολύποδες |
| , ἔλαιον λευκὸν αἰγύπτιον ἐπὶ οἰ - ναρίδων . Ἑτέρη πυρίη ἡ δι ' ἀσφάλτου στερεωτέρη : ἀσφάλτου ζακυνθίης , | ||
| , πολλῆς εὐτυχίης δεόμενος : μάλιστα δὲ ταλαιπωρίη , καὶ πυρίη , καὶ ἐγκρατείη : ξηρὰ δὲ καὶ δριμέα ἐσθιέτω |
| τοῖς θηρωμένοις τὴν εὔκλειαν ἐκ τῶν πόνων . οὐ γὰρ ἀπονητὶ προσγένοιτο ἂν αὕτη , ἀλλὰ χρὴ τὸν ὀρεγόμενον αὐτῆς | ||
| γέρων μογέων ἀποκινήσασκε τραπέζης πλεῖον ἐὸν , ὁ δὲ Νέστωρ ἀπονητὶ ἄειρεν . Νῦν οὖν , οὕτω τεταγμένων , ὁ |
| εἰ μὴ χλωρὸν ἔφυσε θεὸς μέλι , πολλὸν ἔφασκον γλύσσονα σῦκα πέλεσθαι . Καί ποτέ μιν στυφελιζομένου σκύλακος παριόντα φασὶν | ||
| μέρη τῶν ἐντέρων . ἄλλοι δέ φασιν ὅτι μὴ δεῖ σῦκα προσφέρεσθαι μεσημβρίας : νοσώδη γὰρ εἶναι τότε , ὡς |
| μεγάλαι τε καὶ πολλαὶ οὖσαι : καὶ γὰρ πλέονται καὶ τρέφουσιν ὄψον πολὺ καὶ τῶν πτηνῶν τὰ λιμναῖα : τύφη | ||
| σχεδόν τι οἱ κακῶς τὴν χώραν ἐργαζόμενοι οὔτε τοὺς φρουροὺς τρέφουσιν οὔτε τοὺς δασμοὺς δύνανται ἀποδιδόναι . ὅπου δ ' |
| λέξις . δαί σύνδεσμος ἴσος τῷ δέ : “ τίς δαῖς , τίς δαὶ ὅμιλος ; ” “ πῶς δαὶ | ||
| φλεγμαίνουσι τράπεζα , ἐφ ' ᾗ πάρεισι κεκλημένοι πολλοὶ , δαῖς δὲ μέσον τοῦ διδόντος καὶ τοῦ λαμβάνοντός ἐστιν , |
| ἀμελχθέντος γάλακτος , ἐσθίουσι δὲ θέντες ὑπὸ τὸ πῦρ . χόρια ζεῖ : χόρια τὰ ἀγγεῖα τῶν ἐμβρύων ἢ αἱ | ||
| κίχλας , ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πῦον , χόρια , χελιδόνια , τέττιγας , ἐμβρύεια . ὑριχοὺς δ |
| ' , ᾠά , φακῆ , τέττιγες , ὀποί , κάρδαμα , σήσαμα , κήρυκες , ἅλες , πίνναι , | ||
| ἥλιον , ἵνα μὴ ἕλκῃ τὴν ἰκμάδ ' ἐς τὰ κάρδαμα . Ἀζύμου κράσεως , ἀντὶ τοῦ τῆς γλίσχρας . |
| κατὰ δὲ τὰς Κωτίνας λεγομένας χαλκός τε ἅμα γεννᾶται καὶ χρυσός . ἐν ἀριστερᾷ μὲν οὖν ἐστι τοῖς ἀναπλέουσι τὰ | ||
| ἀγγείων , ἐν οἷς ὅ τε ἄργυρος ἐνῆν καὶ ὁ χρυσός οἱ , πάγας ἤ τι καὶ ἄλλο ὃ τὸν |
| ἄγουσα : μοχθηρὰ μὲν γὰρ ἡγεῖσθαι κελεύει τὰ ἐπὶ θαλάττῃ συβόσια διὰ τὸ σκόροδον τὸ θαλάττιον , οὗ μεστοὶ μὲν | ||
| ὁ συνεστραμμένος ἀναφορεύς , ἐξ οὗ ἤρτηται ἡ πήρα . συβόσια τὰ συφόρβια : “ τόσσα συῶν συβόσια . ” |
| . καὶ χιόνα μὲν πίνειν παρασκευάζομεν , τὸ δ ' ὄψον ἂν μὴ θερμὸν ᾖ , διασύρομεν . καὶ τὸν | ||
| , ἐξ οὗ παιδίον αὐτῷ γεννᾷ , τρεῖς χαλκοῦς εἰς ὄψον δίδωσι καὶ τῷ ψυχρῷ λούεσθαι ἀναγκάζει τῇ τοῦ Ποσειδῶνος |
| Προσαριθμητέον δὲ τούτοις καὶ τὰ τοῦ μαγείρου σκεύη , χύτρας χυτρίδια χυτρίδαςζετραίαν δὲ τὴν χύτραν οἱ Θρᾷκες καλοῦσι λοπάδας λοπάδια | ||
| μόνος ; Τὰ λοιπὰ τηρῶ σκευάρια τὰ τῶν θεῶν , χυτρίδια καὶ σανίδια κἀμφορείδια . Ἐξῳκίσαντο δ ' οἱ θεοὶ |
| δὲ λιτουργεῖν κακὰ λέγειν . λίβανος καὶ λιβανωτὸς διαφέρει . λίβανος μὲν γὰρ κοινῶς καὶ τὸ δένδρον καὶ τὸ θυμιώμενον | ||
| χελωνάρια ὀλίγα καὶ μοκρότου , ἧττον τοῦ Μουνδιτικοῦ , καὶ λίβανος ὁ περατικὸς , ἐλέφας δὲ καὶ σμύρνα σπανίως . |
| τῆς νίκης : σεμνοὶ δ ' ἐν ἀρχαῖς : σεμνοπρεπεῖς τίμιοι : γράφεται οὐδένες : εἰ τόλμα προσγένοιτο : εἰ | ||
| κρείττους τῶν πρὸς ἄλλα χρησίμων : δι ' αὑτὰς δὲ τίμιοι αἱ θεωρίαι καὶ αἱρετὴ ἐν ταύταις τοῦ νοῦ ἡ |
| Ἀκιδνός : ὁ ἀσθενής : Ὅμηρος : οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τρέφει ἀνθρώποιο . παρὰ τὸ αἰκίζω αἰκιδνός καὶ ἀκιδνός , | ||
| κακία κακοποιὸς καὶ βλαπτικά . Φύσις πονηρὰ χρηστὸν ἦθος οὐ τρέφει : . Συνεσίου . Χαμαιλέων ζῷόν ἐστιν εἰς πάντα |
| ἰὸς καλός . Τότε ἀνάψας ἄνθρακας θαμινὰ θαμινὰ , ἤγουν συχνὰ συχνὰ , φρύξον ὅλον τὸ ὠόν : εἶτα ἐξελὼν | ||
| ἐκ δὲ τῶν ἐν αὐτῇ Θάσῳ ἐλάσσω μὲν τούτων , συχνὰ δὲ οὕτω ὥστε τὸ ἐπίπαν Θασίοισι ἐοῦσι καρπῶν ἀτελέσι |
| λεγόμενον πυρίεφθον . εἶτα κρίμνα , μᾶζα , κόλλυρα , στέμφυλα , κυρήβια : τὰ γὰρ φαυλότερα τῶν πυρῶν κυρήβια | ||
| . Γλυκύτερα ποιήσεις τὰ σκόρδα , ἐν τῷ φυτεύειν συνεπιβάλλων στέμφυλα τῶν ἐλαΐνων . ἄνοσμα δὲ ἔσται . ἐὰν καὶ |
| . κἀπεί σε τίκτω , συγγόνους αἰδουμένη καὶ παρθενείαν , ἧκ ' ἐς εὐύδρου πατρὸς δίνας : τρέφειν δέ ς | ||
| : ὅς ῥα , τιναξάμενος πτέρυγας κατὰ νῆα θέουσαν , ἧκ ' ἐπὶ οἷ πτερὸν ὀξύ . τὸ δ ' |
| τις καὶ τὰς ἄλλας ἐνεργείας αὐτῆς . εἰ δὲ μὴ εὐποροίη τούτων , τοῖς ὑποτεταγμένοις πάνυ καλοῖς οὖσι καὶ εὐπορίστοις | ||
| τοῖς ἀδήκτως δυναμένοις ἰᾶσθαι φαρμάκοις κεχρῆσθαι . εἰ δὲ μὴ εὐποροίη τις τοῦ λίθου τοῦ αἱματίτου , κεχρήσθω τῇ Ἀρμενίᾳ |
| , καὶ σικύας , πέπονας , πράσα , κρόμμυα , σκόρδα : νυνὶ δὲ ἡ ψυχὴ ἡμῶν κατάξηρος , οὐδὲν | ||
| γλυκίζουσαν ὀπώραν καὶ ῥᾳδίως ἀποξυνομένην φευκτέον , κρόμμυά τε καὶ σκόρδα καὶ πράσα καὶ ῥαφανῖδας καὶ γογγυλίδας , ἀλλὰ καὶ |
| πόμα καὶ ἡ τροφὴ πᾶσα γινέσθω λεπτύνουσα , οἷον ἀπὸ σελίνων τε καὶ πράσων ἢ καυκαλίδος ἢ γιγγιδίου , ἔσθ | ||
| ἐπὶ τούτων ἁρμόζει καὶ ἡ κράμβη καταπλαττομένη κοπανισθεῖσα καὶ τῶν σελίνων τὰ φύλλα , ὁμοίως δὲ καὶ τῆς κονύζης . |
| προσφερέσθωσαν τῶν τε φασιανῶν καὶ τῶν κατοικιδίων ὀρνίθων τὰ μὴ λιπαρὰ καὶ ἀτταγῆνας καὶ πέρδικας καὶ κοσσύφους καὶ κίχλας . | ||
| καὶ λεπτυνόμενον . Τὰ γλυκέα καὶ τὰ πίονα καὶ τὰ λιπαρὰ πληρωτικά ἐστι , διότι ἐξ ὀλίγου ὄγκου πολύχοά ἐστι |
| εἴληφε τὴν σύστασιν : δυςμετάβλητα γὰρ τῇ συστάσει πάντα τὰ ἀρώματα ταῖς δυνάμεσι καὶ ταῖς οὐσίαις : διὸ περικρατεῖται τοῖς | ||
| καὶ ἐκέλευσεν ὁ θεὸς ἐλθεῖν τὸν Ἀδὰμ ἵνα λάβῃ εὐωδίας ἀρώματα ἐκ τοῦ παραδείσου εἰς διατροφὴν αὐτοῦ . καὶ ἀφέντες |
| τοῖσδε τοῖς ζῴοις ἄρτοι τε οἱ μέγιστοι καὶ κριθαὶ καὶ ἰσχάδες καὶ ἀσταφίδες καὶ κρόμμυα καὶ σκόροδα καὶ μέλι χύδην | ||
| καὶ Τρύφων . . . , . , . : ἰσχάδες : παρὰ τὸ ἴσχω , οὗ παράγωγον ἰσχνῶ , |
| πίνοντά περ ἔμπης , ἀλλὰ τά γ ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται , καὶ μέν οἱ Λύκιοι τέμενος τάμον | ||
| τῶν ποιητῶν μαρτυρεῖν λέγοντα ἀλλὰ τά γ ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται / πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ ' ἄμπελοι |
| τυγχάνει : τὰ μὲν γὰρ σιτώδη , οἷον πυροὶ κριθαὶ τίφαι ζειαὶ τὰ ἄλλα τὰ ὁμοιόπυρα ἢ ὁμοιόκριθα : τὰ | ||
| παλαιοί , βωλῖται , ἀμανῖται , τῆλις , φακή , τίφαι : βρόμος ὅ τε ἀπὸ τούτων ἄρτος οὐκ εὔχυμος |
| τῶν λεγόντων ἀσύμφωνα καὶ ἀκατάλληλα . ὁμοία τῇ : Ἐγὼ σκόροδά σοι λέγω , σὺ δὲ κρόμμυ ' ἀποκρίνῃ . | ||
| σφοδρῷ γίνεται τὰ καύματα . ἐγὼ δὲ περιελθὼν τὰ ἀρώματα σκόροδά τε εὗρον ἐν αὐτοῖς πεφυκότα καὶ γηπαττάλους τινὰς ἀνορύξας |
| ἄφθονα σασαμόφωκτα . τυρακίνας τε γάλακτι καὶ μέλι συγκατάφυρτος ἦς ἄμυλος πλαθανίτας . σασαμοτυροπαγῆ δὲ καὶ ζεσελαιοπαγῆ πλατύνετο σασαμόπαστα πέμματα | ||
| ζειαί , σήσαμα , κέγχροι , μήκων , λίνος . ἄμυλος ἄρτος , καχρυδίας ἄρτος , κεγχρίας , ὀβελίας ἄρτος |
| πυριάτη , μύρτα , κληρωτήρια , ὑάκινθος , ἄρνες , κλεψύδραι , νόμοι , γραφαί . Πᾶσα δ ' εὔμορφος | ||
| κινούμενον ἄνω καὶ κάτω πολλὴν κένωσιν ποιεῖν τοῦ ἐν τῆι κλεψύδραι ὕδατος . ὠθούμενον δὲ κάτω καὶ αὐτὸ ῥέπον εἰς |
| ᾗ ταῦτα γέγραπται : βατιάκαι ἀργυραῖ κατάχρυσοι τρεῖς . κόνδυα ἀργυρᾶ ροϚʹ : τούτων ἐπίχρυσα λγʹ . τισιγίτης ἀργυροῦς εἷς | ||
| . εἰ δὲ Ἑρμῆς νοταρίους ἢ βιβλία καὶ γράμματα ἢ ἀργυρᾶ [ καὶ ] νομίσματα ἢ ποικίλματα καὶ ζωγραφίας . |
| , πανσπερμία ἐν γλυκεῖ ἡψημένη : χίδρον δὲ οἱ ἑφθοὶ πυροί . Κηρίναν δὲ ὀπώραν λέγει τὸ μέλι . : | ||
| , πανσπερμία ἐν γλυκεῖ ἡψημένη : χίδρον δὲ οἱ ἑφθοὶ πυροί . κηρίναν δὲ ὀπώραν λέγει τὸ μέλι . καὶ |
| ἐν ὀβελίσκοις ὠπτᾶτο . Ἀριστοφάνης Γεωργοῖς : εἶτ ' ἄρτον ὀπτῶν τυγχάνει τις ὀβελίαν . Φερεκράτης Ἐπιλήσμονι : ὠλεν ὀβελίαν | ||
| καθαρὸν , ἡ δὲ οὔρησις αἱματώδης , οἷον ἀπὸ κρεῶν ὀπτῶν ἰχωρῶδες : ὀδύναι δὲ ὀξεῖαι διὰ τῆς ῥάχιος ἐς |
| ' ἐπίτασιν λαμβανομένου τοῦ ἵππου . κρόνιππος : ὁ μέγας λῆρος : κατ ' ἐπίτασιν γὰρ τὸ ἵππος λαμβάνεται . | ||
| ' ἄγαν : ἀναιρείσθω γάρ , φησίν , ὁ ποιητικὸς λῆρος σὺν Καλλιμάχῳ τῷ λέγοντι : εἰ θεὸν οἶσθα , |
| Λήναιον γάρ ἐστιν ἐν ἀγροῖς ἱερὸν τοῦ Διονύσου διὰ τὸ πλεκτοὺς ληνοὺς ἐνταῦθα γεγονέναι . ἢ διὰ τὸ πρῶτον ἐν | ||
| δὲ ἐπιθυμητῷ κισσῷ τὰς καλὰς ἔστεψε τρίχας , τοὺς δὲ πλεκτοὺς θύρσους ἅπερ εἰσὶ Διονυσιακὰ ὅπλα ὁ ἄκρως τῷ οἴνῳ |
| ἄκος γάρ σοι τῆς λύπης ὑποθήσομαι . ἐπεὶ ἐνταῦθά γε ἐλλέβορος οὐ φύεται , σὺ δὲ κἂν τὸ Λήθης ὕδωρ | ||
| καὶ ἡ ἑτέρα ὁμοίως , κάχρυ , νάπυ , λευκὸς ἐλλέβορος , ἐλατήριον , θύμος , ἅλες , ὀμφάκιον , |
| μελίχλωρον : μελίχρουν καὶ οὐ λίαν μέλαιναν . ἁ γραπτὰ ὑάκινθος : τὴν γραπτὴν ὑάκινθόν φασιν ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ | ||
| ὡσεὶ χιὼν καὶ αἱ πτέρυγες αὐτῶν ὡς πορφύρα καὶ ὡς ὑάκινθος ⌈ καὶ ὡσεὶ νήματα χρυσοῦ ⌉ καὶ ἦσαν διαδήματα |
| ἄμυλος ἐγκύμων , κίχλαι ἑκκαίδεχ ' ὁλόκληροι μέλιτι μεμιγμέναι , λαγῷα δώδεκ ' ἐπισέληνα . τἄλλα δὲ ἤδη τάδ ' | ||
| μεθόδῳ χρῆται πρὸς Κλέωνα , καὶ ἁρπάζων τὰ τοῦ Κλέωνος λαγῷα δίδωσι τῷ Δήμῳ . ΓΓΘ ἄλλως : ἀπατήσας Ἀγοράκριτος |
| . ἀγγελεῖ : Λέξει . . ἄλφιτ ' : Ἤγουν ἄρτοι . . ἄλευρα . . ἐν τῷ θυ - | ||
| δ ' οὖν . ἄρτοι ὀβελίαι , ἄρτοι κριβανῖται , ἄρτοι καχρυδίαι , ἄρτοι ἀπυρῖται . τῶν δ ' ἄρτων |
| ἐδίδαξεν σιτουργίαν . τὸ ἑξῆς : κάλλιον τὰ δράγματα † ἐδειν † ἵνα καί τις ὑπερβασίας ἀλέηται . Δώτιον : | ||
| ἐδίδαξεν σιτουργίαν . τὸ ἑξῆς : κάλλιον τὰ δράγματα † ἐδειν † ἵνα καί τις ὑπερβασίας ἀλέηται . Δώτιον : |
| κώνου τὸ κάρυον , ὃ καλοῦσι στρόβιλον , ἢ τὰ Ποντικὰ ἢ τὰ Θάσια κάρυα , μάλιστα δ ' οἷς | ||
| ' ἐνθένδε ἡμῖν ἀναχθείη ὁ Ἀρκάς , ἀνδράποδα μὲν γὰρ Ποντικὰ ἢ Λύδια ἢ ἐκ Φρυγῶν πρίαιτ ' ἂν κἀνταῦθά |
| τό τε χοίρειον στέαρ καὶ τὸ μόσχειον καὶ βούτυρον καὶ λιβανωτός . ἐκπυΐσκει δὲ καὶ πίττα καὶ ῥητίνη διεθεῖσαι δηλονότι | ||
| ἀεὶ καρποῦσθαι βίον : τὸ γὰρ ἔλαιον καὶ ὁ | λιβανωτός , ὧν ἐπιδράττεται σὺν τοῖς λευκοπύροις ὁ ἱερεύς , |
| ἡ μί ' ἐστὶ χιλίων ποτηρίων . ΚΥΜΒΙΑ τὰ κοῖλα ποτήρια καὶ μικρὰ Σιμάριστος . Δωρόθεος δέ : γένος ποτηρίων | ||
| ἐφεξῆς στρώματ ' , ἀργυρώματα , θηρίκλειοι καὶ τορευτὰ πολυτελῆ ποτήρια ἕτερα . Ἀριστοφῶν δ ' ἐν Φιλωνίδῃ : τοιγαροῦν |
| προσθεὶς καὶ τὸ ἰδίωμα τῆς χώρας ” τρὶς γὰρ τίκτει μῆλα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν . „ πάντα γὰρ τὰ τοιαῦτα | ||
| κάτω παρίεμεν , τὰς δὲ ὑποκειμένας πρώτην ἄγομεν ἐπὶ τὰ μῆλα καὶ τοὺς ἔξω κανθοὺς ἐπὶ βρέ - γμα , |
| μονάδας καὶ μυριάδας ἠρίθμουν . [ , . Ἡφαιστείοις , μουσουργοί . ] Ὁ δὲ πρὸς τὸν Ἰωάννην ἐπιστρέψας τὸν | ||
| μονάδας καὶ μυριάδας ἠρίθμουν . [ , . Ἡφαιστείοις , μουσουργοί . ] Ὁ δὲ πρὸς τὸν Ἰωάννην ἐπιστρέψας τὸν |
| λαμβάνειν τὴν διάθεσιν : διδόναι δὲ καὶ κρέα ὀρνίθεια καὶ ἄρνεια , δελφάκεια καὶ ἐρίφεια , λιπαρὰ δὲ ταῦτα καὶ | ||
| καὶ πλεῖον τοὺς ἑφθούς : κρέα δ ' ἐρίφεια καὶ ἄρνεια τῶν νέων πάνυ , ὕεια δὲ τῶν ἀκμαζόντων , |
| μὲν χειμερινὸν τὸν δὲ ἠρινόν , ἐν ᾧ καὶ τὰ ὄσπρια καταβάλλουσιν ] . Εἰσὶ δὲ καὶ οἱ μὲν καθαροὶ | ||
| ὁπότε μέλλοιεν βωμοὺς ἀφιδρύειν , ἢ ἄγαλμα θεοῦ , ἕψοντες ὄσπρια ἀπήρχοντο τούτων τοῖς ἀφιδρυμένοις , εὐχαριστήρια ἀπονέμοντες τῆς πρώτης |
| ἀλαζόνας λόγους καὶ δόξας , δῆλον ὅτι ἀλληγορικῶς . ὁ λῶτος δένδρον ἐστὶν ἐν Λιβύῃ κατὰ τὴν Μέμφιν φυόμενον , | ||
| ἀλαζόνας λόγους καὶ δόξας , δῆλον ὅτι ἀλληγορικῶς . ὁ λῶτος δένδρον ἐστὶν ἐν Λιβύῃ κατὰ τὴν Μέμφιν φυόμενον , |
| ἀμαιμάκετον βʹ : τὸ μέγα . καὶ τὸ ἀκαταγώνιστον . ἀμβροσία σημαίνει εʹ : τὸ θεῖον βρῶμα . καὶ τὸ | ||
| καὶ ὄξους ἔχει τὴν σκευασίαν , οἷά ἐστιν ἥ τε ἀμβροσία , ἣν καὶ συνεχῶς κατασκευάζειν εἰώθαμεν , καὶ ἡ |
| ὁ Λυγκεύς , ὃς ἐν τῷ πολυθρυλήτῳ ποιήματι περὶ τοῦ γαλεοῦ λέγει οὕτως : ἐν δὲ Ῥόδῳ γαλεὸν τὸν ἀλώπεκα | ||
| , θρῖον , φυλλάς , θύννου τεμάχη , γλάνιδος , γαλεοῦ , ῥίνης , γόγγρου : φοξῖνος ὅλος , κορακῖνος |
| ἀνερευνᾷ μέχρι φωράσῃ : ἢ καὶ μύσας , ἄν τις προσάψηται ἢ ἐάν τις προσδείξῃ , μαντευόμενος λέγει , ἔστ | ||
| εἶτα ἥκιστος ὢν νήχεσθαι ἐκβρασθῇ , πᾶς ὅστις ἂν αὐτοῦ προσάψηται τῇ χειρὶ ἀπόλλυται ἀμεληθείς . ἀλλὰ καὶ τῇ βακτηρίᾳ |
| : καθαίρει δὲ κάτω μᾶλλον . Ὁ δὲ μυρτίτης καλούμενος τιθύμαλλος λευκός : τὸ μὲν φύλλον ἔχει καθάπερ ὁ μύρρινος | ||
| τοῦ ἀγρίου ῥίζα καὶ σκορπίουρον καὶ σησαμοειδὲς τὸ λευκὸν καὶ τιθύμαλλος ἡλιοσκόπιος καὶ τιθύμαλλος κυπαρισσίας καὶ τιθυμαλλίς καὶ χαμελαία καὶ |