, μεθυσκόμενοι ἐπιδιαγινώσκουσι . Ἐντυγχάνοντες δ ' ἀλλήλοισι ἐν τῇσι ὁδοῖσι , τῷδε ἄν τις διαγνοίη εἰ ὅμοιοί εἰσι οἱ
Ἑλλήνων οὐδαμοῖσι συμφέρονται : ἀντὶ τοῦ προσαγορεύειν ἀλλήλους ἐν τῇσι ὁδοῖσι προσκυνέουσι κατιέντες μέχρι τοῦ γούνατος τὴν χεῖρα . Ἐνδεδύκασι
6267990 ἐσθειν
οὐ πολλοὶ ἴσασι βροτῶν τόδε θεῖον ἔδεσμα , οὐδ ' ἔσθειν ἐθέλουσιν , ὅσοι κούφαν καὶ λεβώδη ψυχὴν κέκτηνται θνητῶν
χρόνον . ἡ Λακεδαιμονίων δὲ δίαιθ ' ὁμαλῶς διάκειται , ἔσθειν καὶ πίνειν σύμμετρα πρὸς τὸ φρονεῖν καὶ τὸ πονεῖν
5844869 εὐτραφεις
συντρέπονται μὲν οἷς ἂν συντύχωσιν , ἰδίᾳ δὲ ὁ Ἥλιος εὐτραφεῖς , εὐρήτους ποιεῖ , ἡ δὲ Σελήνη εὐκράτους καὶ
εἰσι καὶ τετανοὶ τὰς τρίχας τά τε σώματα μεγάλοι καὶ εὐτραφεῖς τοῖς μεγέθεσι καὶ ὑπόψυχροι τὰς φύσεις , ἄγριοι δὲ
5822171 δενδρεα
ἀντιτορήσας . ” ἀνεμοτρεφές . τὰ ἐν τοῖς εὐηνέμοις τρεφόμενα δένδρεα εὔτονα καὶ χρήσιμά φασι γίγνεσθαι : ὅταν οὖν λέγῃ
ἔχοντες καὶ πεδία καὶ οὔρεα : ἐν δὲ τοῖσιν οὔρεσι δένδρεα ἔνι ἄγρια , ἄκανθα κυνάρα , ἰτέα , μυρίκη
5802684 ἀλλοισι
Θησεῦ , δι ' οἴκτου τὰς ἐμὰς λαβεῖν τύχας . ἄλλοισι δὴ ' πόνης ' ἁμιλληθεὶς λόγωι τοιῶιδ ' :
, ἀλλὰ καὶ ἐν σκύτεϊ καὶ ἐν ξύλῳ καὶ ἐν ἄλλοισι πολλοῖσιν ἅ ἐστιν ἀνθρώπου ἀναισθητότερα : οὐ γὰρ τὸ
5797399 καταπερ
τὴν Καρμανίην χώρην στάδιοι τρισχίλιοι καὶ ἑπτακόσιοι . ζώουσι δὲ κατάπερ Πέρσαι , ὅτι καὶ ὅμοροι εἰσι Πέρσῃσι , καὶ
, τοὺς πλείστους δὲ ὀκτωκαίδεκα . τίκτει δὲ ἕν , κατάπερ ἵππος , καὶ τοῦτο ἐκτρέφει τῷ γάλακτι ἐς ἔτος
5783297 φορεουσι
γὰρ δὴ τὴν Μηδικὴν ἐσθῆτα νομίσαντες τῆς ἑωυτῶν εἶναι καλλίω φορέουσι καὶ ἐς τοὺς πολέμους τοὺς Αἰγυπτίους θώρηκας . Καὶ
οἷον ἐν παλάμαις : ἐν παλάμηισιν , : ἐν παλάμηις φορέουσι δικασπόλοι υἷες Ἀχαιῶν , καὶ πάλιν ἐν βήσσαις :
5768962 ἀνθεσιν
καὶ χρυσοῦν ἐκπέμψας ἥλιον : καὶ γῆν μὲν στέφει τοῖς ἄνθεσιν , οὐρανὸν δὲ ἄστρων χοροῖς , γαλήνῃ δὲ καὶ
' αὐτοῖς ὁ ζέφυρος . ἡ δὲ χώρα πᾶσι μὲν ἄνθεσιν , πᾶσι δὲ φυτοῖς ἡμέροις τε καὶ σκιεροῖς τέθληλεν
5729679 τρεφουσιν
μεγάλαι τε καὶ πολλαὶ οὖσαι : καὶ γὰρ πλέονται καὶ τρέφουσιν ὄψον πολὺ καὶ τῶν πτηνῶν τὰ λιμναῖα : τύφη
σχεδόν τι οἱ κακῶς τὴν χώραν ἐργαζόμενοι οὔτε τοὺς φρουροὺς τρέφουσιν οὔτε τοὺς δασμοὺς δύνανται ἀποδιδόναι . ὅπου δ '
5723314 ὀμβρωι
δὲ τότε χθόνα Κύπρις , ἐπεί τ ' ἐδίηνεν ἐν ὄμβρωι , εἴδεα ποιπνύουσα θοῶι πυρὶ δῶκε κρατῦναι . .
ἤγουν τυπτόμεναι παρ ' ἀλλήλων . ζάληι ] ταραχῆι σὺν ὄμβρωι γεγενημένηι . ὤιχοντ ' ] διεσκεδάσθησαν . ἄφαντοι ]
5689669 λειμωνες
μεταλλεύων ἤτοι ζητῶν . ἵππου δέ : λειμῶνες δέ : λειμῶνές τινες ἐν Τροίᾳ : Κρύμνης : ὁμοίως δὲ Κρύμνη
μεταλλεύων ἤτοι ζητῶν . ἵππου δέ : λειμῶνες δέ : λειμῶνές τινες ἐν Τροίᾳ : Κρύμνης : ὁμοίως δὲ Κρύμνη
5621522 ἀλσεσι
προσμυθεύουσι δ ' , ὡς εἰκός , τὸ ἐν τοῖς ἄλσεσι τούτοις ἡμεροῦσθαι τὰ θηρία καὶ λύκοις ἐλάφους συναγελάζεσθαι ,
αὐτὴν οὐ παρὰ βωμὸν Ἀπόλλωνος , ἀλλ ' ἐν Ἀφροδίτης ἄλσεσι χρυσοῖς κατάστικτον : ἤγαγον δ ' ἂν ἐκ μὲν
5619590 χρεονται
τὰ τοιαῦτα λέγοντες : γνώμῃ μὲν γὰρ τῇ αὐτέῃ πάντες χρέονται , λέγουσι δὲ οὐ ταὐτά : ἀλλὰ τῆς μὲν
πλεῖστα τουτέων ἀπώλλοντο : μικρὰ γὰρ ὄντα τῇ μεταβολῇ μέζονι χρέονται τῶν ἄλλων : καὶ τὴν τεσσαρακονθήμερον κακοπαθείην ἀναγκάζονται κακοπαθεῖν
5606467 ἐξημοιβα
δαίς τε φίλη κίθαρίς τε χοροί τε εἵματά τ ' ἐξημοιβὰ λοετρά τε θερμὰ καὶ εὐναί . μόνως γὰρ οὕτως
Καρπαλίμως δ ' ἵκοντο ποτὶ κλισίην Ὀδυσῆος : πολλὰ γὰρ ἐξημοιβὰ παρ ' αὐτόθι τεύχεα κεῖτο ἠμὲν Ὀδυσσῆος πυκιμήδεος ἠδὲ
5605026 ἰχθυσι
ἐμποιητικὸν θάνατον , ἐστὶ δὲ τοῦτο ἀλλοπαθές . ἐπ ' ἰχθύσι : κατ ' ἰχθύων . πότμον : θάνατον .
ἀλυπότατον . Ἐπαίνου ὥσπερ μύρου πεφεισμένως ἀπολαυστέον . Οὔτε ἐν ἰχθύσι φωνήν , οὔτε ἐν ἀπαιδεύτοις ἀρετὴν δεῖ ζητεῖν .
5597779 ῥιγεσιν
χλωροὶ χυμῶν ὠμῶν ἐμπιπλῶσι τοὺς ἐσθίοντας , ὡς δυσεκθερμάντοις ἁλίσκεσθαι ῥίγεσιν . καὶ ἡ ῥίζα τῆς γογγυλίδος , ὅταν πλεονάσῃ
οὐ πάντως ἀποφαίνεται . ιʹ . Ἀποστάσιες οὐ μάλα σὺν ῥίγεσιν , ἀλλ ' οἷς ἐκ τῶν σκελέων ἐκθηλύνσιες ,
5592057 πυροι
, πανσπερμία ἐν γλυκεῖ ἡψημένη : χίδρον δὲ οἱ ἑφθοὶ πυροί . Κηρίναν δὲ ὀπώραν λέγει τὸ μέλι . :
, πανσπερμία ἐν γλυκεῖ ἡψημένη : χίδρον δὲ οἱ ἑφθοὶ πυροί . κηρίναν δὲ ὀπώραν λέγει τὸ μέλι . καὶ
5577209 κεινοις
ἐμβολῶν αὐτοῖς ἐκοινώνουν , ἐγκαλεῖν πολὺ μᾶλλον , ἢ ' κείνοις μὲν ὑπὲρ τοῦ σῶσαι , τούτοις δὲ ὑπὲρ τοῦ
ἀτρεκέως ἐρικυδέος ἔργα μόθοιο : ὣς δ ' αὕτως Ὀδυσεὺς κείνοις ἐπὶ πάγχυ πεποίθει : οἳ γὰρ ἔσαν πινυτοὶ καὶ
5555580 ἐοικοτα
μέγ ' ἀνδράσι δεῖμα φέροντα , οὕνεκ ' ἔσαν ζωοῖσιν ἐοικότα κινυμένοισι . Καὶ τὰ μὲν ἂρ πολέμοιο τεράατα πάντα
ὡς καὶ παρ ' Ὁμήρῳ : ἦ ὀλίγον οἷ παῖδα ἐοικότα γείνατο Τυδεύς . ὁ δὲ νοῦς : οὐδὲ ὀλίγων
5551187 ἀμυλοισιν
παῖς ἄσπετος ὄμβρος , λευκοτέρας χιόνος , ἔσθειν δ ' ἀμύλοισιν ὁμοίας : τάων φυομένων ἠράσσατο πότνια γαστήρ . καὶ
παῖς ἄσπετος ὄμβρος , λευκοτέρας χιόνος , ἔσθειν δ ' ἀμύλοισιν ὁμοίας : τάων θυομένων ἠράσσατο πότνια γαστήρ . καὶ
5531574 ῥοχθοισι
] οὐρανοῦ εἰδόμενος ] ὁμοιωθείς , ὁμοιούμενος τοτέ ] ποτέ ῥόχθοισι ] ἤχοις , ψόφοις οἷος ] ὁποῖος ἤχος ὑποβρέμεται
καὶ χυλὸς ἅλις κύμβῃσι ῥοφηθείς , ὅσσα τε πετρήεντος ὑπὸ ῥόχθοισι θαλάσσης κνώδαλα φυκιόεντας ἀεὶ περιβόσκεται ἀγμούς : ὧν τὰ
5525595 σελινων
πόμα καὶ ἡ τροφὴ πᾶσα γινέσθω λεπτύνουσα , οἷον ἀπὸ σελίνων τε καὶ πράσων ἢ καυκαλίδος ἢ γιγγιδίου , ἔσθ
ἐπὶ τούτων ἁρμόζει καὶ ἡ κράμβη καταπλαττομένη κοπανισθεῖσα καὶ τῶν σελίνων τὰ φύλλα , ὁμοίως δὲ καὶ τῆς κονύζης .
5480261 ῥιζῃσι
τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸ ἐργάζεσθαι . γαίης τ ' ἐν ῥίζῃσι : ἢ ὅτι ἐρρίζωσεν αὐτὴν ἐν τῇ γῇ ἢ
δὲ πάντα τὰ ἄκρα τῶν δένδρων . Ὅμηρος : αὐτῇσι ῥίζῃσι καὶ αὐτοῖς ἄνθεσι μήλων . Ῥοῖκός τις Κνίδιος τὸ
5460504 κασιην
τὸ πρόσωπον πλὴν αὐτῶν τῶν ὀφθαλμῶν , ἔρχονται ἐπὶ τὴν κασίην : ἡ δὲ ἐν λίμνῃ φύεται οὐ βαθέῃ ,
, ἀμφὶ δὲ τοῦτο εἵματα κυκλόσε τιθέναι : ὑποθυμιῇν δὲ κασίην , κιννάμωμον , σμύρναν , ἴσον ἑκάστου , ἐν
5436688 μειλιχα
, τὸ δὲ τοῦ μειλιχίου σύκινον , τὰ δὲ σύκα μείλιχα καλεῖσθαι : ὠφελιμώτερα δὲ πάντων τῶν ξυλίνων καρπῶν ἀνθρώποις
ἐέρσην , τοῦ δ ' ἔπε ' ἐκ στόματος ῥεῖ μείλιχα : οἱ δέ τε λαοὶ πάντες ἐς αὐτὸν ὁρῶσι
5427992 πλατε
τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες : ἐνθάδε τ ' αἰπόλια πλατέ ' αἰγῶν ἕνδεκα πάντα ἐσχατιῇ βόσκοντ ' , ἐπὶ
πώεα οἰῶν , τόσσα συῶν συβόσια , τός ' αἰπόλια πλατέ ' αἰγῶν βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες
5418928 πολυποδες
ἰχθύων . τὰ δὲ ὀπτώμενα χείρονα . μαλάκεια δὲ οἷον πολύποδες καὶ σηπίαι τὴν σάρκα δύσπεπτον ἔχει . διὸ καὶ
σπέρμα , τὰ καλούμενα μαλάκια , τευθίδες , σηπίαι , πολύποδες , οἱ κητώδεις τῶν ἰχθύων . ἱκανῶς δὲ παχύχυμα
5418016 ἀνθεσι
μόνου ῥινοῖο , τὸν αἰόλον ἐστεφάνωται , δαίδαλα πορφύροντα καὶ ἄνθεσι μαρμαίροντα . τοίην μὲν πυρόεσσαν ὑπὸ βλεφάροισιν ὀπωπαὶ μαρμαρυγὴν
: Αἱ Ἀττικαί . ἐξηνθισμέναι : Ἄνθη φοροῦσαι . τοῖς ἄνθεσι κεκοσμημέναι , οἷον ψιμυθίῳ καὶ φύκει καὶ τοῖς ὁμοίοις
5410673 ποταμοισι
νοεραὶ ἀεὶ γίνονται , εἴκασεν αὐτὰς τοῖς ποταμοῖς λέγων οὕτως ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοῖσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα καὶ ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῖ :
ὕεται πᾶσα ἡ χώρη τῶν Ἑλλήνων , ἀλλ ' οὐ ποταμοῖσι ἄρδεται κατά περ ἡ σφετέρη , ἔφασαν Ἕλληνας ψευσθέντας
5401853 αὐτοισι
οὗτος δότω τοι δίκην . Λυδοῖσι δὲ συγγνώμην ἔχων τάδε αὐτοῖσι ἐπίταξον , ὡς μήτε ἀποστέωσι μήτε δεινοί τοι ἔωσι
τοῦ Ἴστρου τοῦ Σκυθικοῦ , καὶ εἰ ἐς ταὐτὸ συνέλθοι αὐτοῖσι τὸ ὕδωρ , μέζονες . δοκέειν δὲ ἔμοιγε ,
5398398 γενεθλα
οὔτε γάμοισι φυτεύεται οὔτε γονῇσι τίκτεται , αὐτοτέλεστα καὶ αὐτόρρεκτα γένεθλα , ὄστρεα δὴ σύμπαντα , τά γ ' ἰλύϊ
ὀλιγοδυνάμων . ἀμενηνά : ἀσθενῆ . γένεθλα : γεννήματα . γένεθλα : γράφεται κάρηνα : καινοπρεπὲς τὸ σχῆμα . Τῇσι
5367523 πιονες
τρόπον ἢ φακὴ ὁμοῦ τῷ αἰγείῳ λίπει ἢ φοίνικες οἱ πίονες , καὶ γίνεται κλυσμὸς ἀπὸ τούτων . Κόμμι ἢ
καθ ' ἑκάστην ἤσθιε τὴν ἡμέραν : ἦσαν δὲ χῆνες πίονες ἐκείνῳ καὶ οἶνος ἡδὺς καὶ φασιανοί . ἔβλεπέ τε
5340356 κινωπετα
λείπει ἡ ὑπέρ : πολλὰ δ ' ὑπὲρ τοῦ Καρίωνος κινώπετα ἤγουν ἑρπετά , παρὰ τὸ ἐν τῷ πέδῳ κινεῖσθαι
τῷ πέδῳ κινούμενα , οἷον κινώπεδα ὄντα τινά . * κινώπετα βόσκεται : ἑρπετὰ νέμεται δρυμοὺς δὲ τοὺς συμφύτους τόπους
5339855 λευγαλεου
δή μιν ἔχει φρεσίν : ἦ πολὺ κρείσσων ὕβριος οὐλομένης λευγαλέου τε κόρου : ἔστι κακὸν δὲ βροτοῖσι κόρος ,
εἵνεκα πυγμαχίης : πολέμου δ ' οὐ πάγχυ δαήμων ἔπλετο λευγαλέου , ὁπότ ' Ἄρεος ἔσσυτο δῆρις . Καί κεν
5335653 αὐτοισιν
τοιαῦτα πάσχουσιν : ἀρχομένης τῆς πλησμονῆς ὕπνοι μακροὶ καὶ ἡδέες αὐτοῖσιν ἐπιγίνονται , καί τι τῆς ἡμέρης ἐπικοιμῶνται : ὁ
, εἴκασεν αὐτὰς τοῖς ποταμοῖς λέγων οὕτως ” ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοῖσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα καὶ ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῖ . ” καὶ
5328743 συβοσια
ἄγουσα : μοχθηρὰ μὲν γὰρ ἡγεῖσθαι κελεύει τὰ ἐπὶ θαλάττῃ συβόσια διὰ τὸ σκόροδον τὸ θαλάττιον , οὗ μεστοὶ μὲν
ὁ συνεστραμμένος ἀναφορεύς , ἐξ οὗ ἤρτηται ἡ πήρα . συβόσια τὰ συφόρβια : “ τόσσα συῶν συβόσια . ”
5328347 σκορπιοι
δὲ τῷ χαλαζήεντα εἶδος ἀντὶ γένους παρέλαβεν : εἰσὶ γὰρ σκορπίοι χαλαζήεντες διὰ τὸ τοὺς δεδηγμένους ὑπ ' αὐτῶν ἱδροῦν
ἀνθρώπου ῥαινόμενος ἀσθενὴς καὶ ναρκώδης ὁρᾶται . γίνονται δὲ οἱ σκορπίοι οὐ μόνον ἐξ ἀλλήλων , ἀλλὰ καὶ ἀπὸ σεσημμένων
5315936 ἠδε
, οὐκ ἄρα πάντα νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι ἦσαν Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες , οἵ μ ' εἰς ἄλλην γαῖαν ἀπήγαγον
ἔστιν συναθροιζόμενοι ' . . . . Αὔλιον ἄντρον : ἠδὲ καὶ † Αὐλίην ἄντρον ἐπωνυμίην καλέουσιν . ' .
5312683 μηλοισιν
' ἄν , ὥστε τοῖς αἰδοίοισι δρόσος καὶ χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει . οὐδ ' ἂν μαλακὴν φυρασάμενος τὴν φωνὴν
ποταμοῖο φέρονται ὃν Πόντον καλέουσι , τόθι Θρήικες ἀμορβοί κριοφάγοι μήλοισιν ἀεργηλοῖσιν ἕπονται . ναὶ μὴν καὶ βαρύοδμος ἐπὶ φλογὶ
5310729 καταπυθεται
ὑπὲρ αἴης ἢ δρυὸς ἢ πεύκης , τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ : λᾶε δὲ τοῦ ἑκάτερθεν ἐρηρέδαται δύο λευκώ
ὁ Θάσιος τὸ δίδομεν δέ οἱ καὶ τὸ μὲν οὗ καταπύθεται ὄμβρωι . . . . παρὰ δὲ τὴν προσωιδίαν
5308295 ὁρμοι
καὶ διατιθέντα , ἵν ' , ὥσπερ οἱ τῶν λίθων ὅρμοι , κεκοσμημένα φαίνοιτο , „ ἰδού „ , ἔφη
καὶ στασιάσουσι μὴ κακίων ἕτερος ἑτέρου δόξαι , καλοὶ μὲν ὅρμοι τῇ νηὶ ταύτῃ , μεστὰ δὲ εὐδίας τε καὶ
5291534 ἀστακοι
ζῴων μορίων τῶν μαλακοστράκων ὀχεύονται , φησί , κάραβοι , ἀστακοί , καρῖδες καὶ τὰ τοιαῦτα , ὥσπερ καὶ τὰ
τὴν δριμύτητα , καθ ' ἣν ὑπάγει τὴν γαστέρα . ἀστακοί , καρκῖνοι , πάγουροι , καρίδες , κάραβοι ,
5291349 τελεθουσιν
τῷ μοι πρόφρων ἐπίνευσον ἕσπεσθαι . θυσίαι δ ' ἱεροπρεπέες τελέθουσιν , ἃς ἀγαθοὶ ῥέζουσι βροτοί : γάνυται δὲ φίλον
ὅτινι θνατῶν κεχαρισμένος ἔλθω σὺν Μοίσαις : χαλεπαὶ γὰρ ὁδοὶ τελέθουσιν ἀοιδοῖς κουράων ἀπάνευθε Διὸς μέγα βουλεύοντος . οὔπω μῆνας
5283229 ὀρφοι
, φάγροι χάννοις , συνόδοντες βωξὶν , ἴουλοι ἱππούροις , ὀρφοὶ δὲ τρίγλῃ , κιῤῥίδι πέρκη , χρύσοφρυς μαινίδι ,
φησι : φάγροι καὶ χρόμις καὶ ἀνθίας καὶ ἀκαρνᾶνες καὶ ὀρφοὶ καὶ συνόδοντες καὶ συναγρίδες τῷ μὲν γένει παραπλήσιοι ὑπάρχουσιν
5278937 καρφεα
καυκαλίδας , σὺν δ ' αἰθὰ βάλοις φιμώδεα μύρτα , κάρφεά θ ' ὁρμίνοιο καὶ ἐκ μαράθου βρυόεντος , εἰρύσιμόν
δὲ βρυώνης , σὺν δέ τε ῥίζεα χαῦνα νεωρυχέος γλυκυσίδης κάρφεά τ ' ἐλλεβόρου μελανόχροος , ἄμμιγα δ ' ἀφρός
5266667 θυωδεα
ὡς Ὅμηρος [ ε ] : εἵματα δ ' ἀμφιέσασα θυώδεα καὶ λούσασα . πρότερον γάρ φησι φῦναι τὰ δένδρα
μέθυ λαρὸν ὀδώδει νέκταρι ἶσον : ἄλλα δὲ πολλὰ βάλοντο θυώδεα θαῦμα βροτοῖσιν ὅσσα χθὼν φέρει ἐσθλὰ καὶ ὁππόσα δῖα
5250688 τριγλαι
μετρίως , βάτοι δὲ καὶ λειόβατοι καὶ ῥῖναι μᾶλλον , τρίγλαι καὶ κωβιοὶ ἔλαττον . γάλα τὸ μὲν παχύτερον μᾶλλον
δ ' αὖ φάγροι τε καὶ οὐτιδανοὶ μελάνουροι καὶ ῥαφίδες τρίγλαι τε καὶ ἀστακοὶ ἀμφὶς ἕπονται . θάμβος ἔφυ τόδε
5242424 λιμναις
τοῖόσδε . τῶν βασιλέων τῶν Ἀσσυρίων τοὺς τάφους ἐν ταῖς λίμναις τε εἶναι τοὺς πολλοὺς καὶ ἐν τοῖς ἕλεσι δεδομημένους
ἰχθύες ὀλίγου δεῖν ἅπαντες εὔχυμοι πλὴν τῶν ἐν ἕλεσι καὶ λίμναις καὶ ποταμοῖς ἰλυώδεσι διαιτωμένων , καὶ μάλιστα ὅταν ἐκ
5235370 ἐπιτερπεται
. ὡς Ὅμηρος : ἄλλος γάρ τ ' ἄλλοισιν ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις . ἄλλως : οὐχ ὁμοίως ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς
ἀνδρομένῃ : ἀνδρικῇ , ἀνθρωπίνῃ . τέρπεται : εὐφραίνεται . ἐπιτέρπεται : εὐφραίνεται : γράφεται μέγα τέρπεται . Κρέα :
5222338 θεοισι
Ἀλλ ' ἔχ ' ἥσυχος , περὶ δὲ στρατιῆς τῆσδε θεοῖσι μελήσει . Τὸν μὲν δὴ ταῦτα παραινέειν , ἐκ
; Ὦ φίλτατ ' Αἰγέως παῖ , μόνοις οὐ γίγνεται θεοῖσι γῆρας οὐδὲ κατθανεῖν ποτε , τὰ δ ' ἄλλα
5220901 ἀνθεα
σφιν οἶμον λιγύν , αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον , ἄνθεα δ ' ὕμνων νεωτέρων . λέγοντι μάν χθόνα μὲν
γαμετὴν ἡρπασμένην τὴν στρατείαν πεποιημένῳ . παλαιὸν μὲν οἶνον , ἄνθεα δ ' ὕμνων νεωτέρων Πίνδαρος ἐπαινεῖ . Εὔβουλος δέ
5219703 μεζονας
κατῆσθαι : ἢν γὰρ ἐμοὶ γένηται κατὰ νόον , οὐδαμοὺς μέζονας ὑμέων ἄξω . Ταῦτα ἀκούσαντας Ἀργείους λέγεται πρῆγμα ποιήσασθαι
ἀτυχίας εἶδος ἀκαίρως παραγενόμενον , οὐ μὰν ἀλλὰ νόσως γε μέζονας ποὲν πέφυκεν ἁ λεγομένα παρὰ πάντεσσιν εὐτυχία , ὥσπερ
5217917 καρκινοι
θάλατταν : καὶ οἱ κάραβοι καὶ οἱ ἀστακοὶ καὶ οἱ καρκίνοι καὶ τἆλλα τὰ τοιαῦτα , ὥστε μὴ μεγάλης ἄγαν
τὴν παχυτάτην ὓλην . ἐκ γὰρ μελαίνης χολῆς ζεούσης οἱ καρκίνοι πεφύκασι συνίστασθαι , καὶ εἰ δριμύτερόν τι τύχῃ ,
5212787 ὑδασι
αὐτὸν καὶ οὐδὲν ἄμοιρόν ἐστιν αὐτῆς , ὡς ἂν ἐν ὕδασι δίκτυον τεγγόμενον ζῴη , οὐ δυνάμενον δὲ αὑτοῦ ποιεῖσθαι
ἐλάττω μὲν θεωρίαν ἔχει , αἰτιολογεῖ δὲ τὰ ὑπὸ τοῖς ὕδασι καὶ ὑμέσι καὶ ὑέλοις , ὁπότε διασπαραττόμενα φαίνεται τὰ
5211926 ἀγελαι
ἀμελήσαντες περὶ τῶν ἀνθῶν τῆς δρόσου διαφέρονται . καὶ μὴν ἀγέλαι βοῶν τε καὶ ἵππων ἀναμιχθεῖσαι πολλάκις ἀθορύβως καὶ πρᾴως
' ἡλίου πρὸς δυσμὰς ἤδη κλίνοντος , ὁπηνίκα πρὸς ἐπαύλεις ἀγέλαι συνελαύνονται , καὶ μαζοὶ μὲν γάλακτος πλήθουσι , βρέφη
5206636 δρακοντες
πόλις : διὸ καὶ οἱ εἰσπηδήσαντες εἰς τὸ τεῖχος τρεῖς δράκοντες οἱ μὲν δύο καταπεσόντες ὀλώλασι δηλοῦντες ὡς τὸ ὑπὸ
οἱ προσβαλοῦντες κατὰ τὰ ἡμέτερα τείχη ἀπολοῦνται καθάπερ οἱ δύο δράκοντες : ὁ δὲ κατὰ τὸ Αἰακοῦ τείχισμα ἐλθὼν δράκων
5200888 χηρον
ἐξομοιούντων ἑαυτούς τισιν ἢ χρηστοῖς ἢ φαύλοις ⋮ Τούτου φασὶ χῆρον εἶναι τὸν πόντον διὰ τὸ ἀπεχθάνεσθαι τῷ ψυχρῷ καὶ
ζώῳ κενεῷ γεγαῶτι Τιτὰν καὶ Πυρόεις ἄμφω κατόπισθεν ἕπωνται , χῆρον ἀεὶ τεύχουσι δόμον γλυκερῶν ἀπὸ τέκνων . ὅσσαι δὲ
5197505 συας
ἐπεὶ οὐ μάλα τηλίκα βόσκει , ἀλλ ' ἄρκτους τε σύας τε λύκων τ ' ὀλοφώιον ἔθνος . τῷ καὶ
βόας ἄρσενάς τε καὶ θήλεας καὶ αἶγας καὶ ὄϊας . σύας δὲ μοῦνον ἐναγέας νομίζοντες οὔτε θύουσιν οὔτε σιτέονται .
5190899 δενδρεσιν
' ἑταῖρον ὠνόμασεν ὁ ἱερὸς λόγος . καθάπερ γὰρ τοῖς δένδρεσιν ἐπιφύονται βλάσται περισσαί , μεγάλαι τῶν γνησίων λῶβαι ,
τὸ ” περιέφυσαν “ ἐν τοῖς ὑποδήμασιν , ὅπερ οἰκεῖον δένδρεσιν . περσικαί ] ὑποδήματα . ἢ ἴχνη . ὑπολύσας
5186283 πιονα
σησάμοισιν ἢ ἡδύσμασι καὶ τοῖσιν ἄλλοισι τοῖσι τοιουτοτρόποισιν : καὶ πίονα ἔστω τὰ προσαγόμενα ὄψα , οὕτω γὰρ ἂν ἀπὸ
τοι ἐν Ἄργεΐ περ πολυπύρῳ ἢ βοὸς ἢ οἰὸς κατὰ πίονα μηρία καίων εὔχετο νοστῆσαι , σὺ δ ' ὑπέσχεο
5177393 φυονται
παρὰ τὰ γένη καὶ παρὰ τοὺς τόπους , ἐν οἷς φύονται , καὶ παρὰ τὰς καταστάσεις τῶν ὡρῶν καὶ τῶν
οὕτως ἐν τῷ βίῳ οἱ μὲν ἀνδραποδώδεις , ἔφη , φύονται δόξης καὶ πλεονεξίας θηραταί , οἱ δὲ φιλόσοφοι τῆς
5167381 εἰν
τῷ βίῳ . Οὐκ οἰκοσίτους τοὺς ἀκροατὰς λαμβάνεις . Φιλόμουσον εἶν ' αὐτὸν πάνυ , ἀκούσματ ' εἰς τρυφήν τε
πρότερον ἁμαρτίας . Εἶτ ' ἄτιμόν φημι χρῆναι μηδέν ' εἶν ' ἐν τῇ πόλει . Καὶ γὰρ αἰσχρόν ἐστι
5166804 παντοιοι
δὲ τὰ μὲν καθάπαξ εἰϲὶν ἐν τῇ τέχνῃ πολλοὶ καὶ παντοῖοι , ὥϲπερ καὶ τὰ νοϲήματα καὶ τούτων αἱ θεραπεῖαι
τῆς Ρ Ἰλιάδος : Καί τε θεοὶ ξείνοισιν ἐοικότες ἀλλοδαποῖσιν παντοῖοι τελεθόντες ἐπιστρωφῶσι πόλιας ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες
5166743 ἐοικοτες
βασιλήων δελφίνων φώκης τε βοώπιδος αὐτίκα παῖδες ἐκ γενετῆς ἀνέχουσιν ἐοικότες οἷσι τοκεῦσιν . Οἱ δ ' ἦ τοι πάντες
πολλοὶ δ ' ἀλλήλοισι διασταδὸν εἵνεκεν εὐνῆς μάρνανται , μνηστῆρσιν ἐοικότες , οἳ περὶ νύμφην πολλοὶ ἀγειρόμενοι καὶ ὁμοίϊοι ἀντιφέρονται
5154266 ἐρεβινθοι
' ὅθ ' ὁ Μῆδος ἀφίκετο ; Σαπφώ : χρύσειοι ἐρέβινθοι ἐπ ' ἀιόνων ἐφύοντο . Θεόφραστος δ ' ἐν
ἐϲφιγμένῃ καὶ πυκνῇ ϲαρκί , ἀλλὰ χαυνοτέρᾳ μᾶλλον . καὶ ἐρέβινθοι τρέφουϲι μᾶλλον , φάϲιλοι καὶ ὦχροι τήλεωϲ πλέον .
5150452 προβατοις
βλάβην ἰσχυρὰν καὶ τοῖς οἰκοῦσι καὶ τετραπόδοις φθοράν , μάλιστα προβάτοις , ἐν δὲ τῇ βʹ τριώρῳ κατασφαγὰς ἐν Λιβύῃ
καὶ οὐκ ἀναγκαζόμεθα ἑνικὴν εὐθεῖαν ἀκόλουθον ἐπιζητεῖν , ἥ τε προβάτοις πρόβασιν , ἥ τε πετάλοις πέταλσιν , οὕτως ἄστροις
5150388 μηλοις
τῶν ταῦτα διδόντων , οἷς χαίρουσιν οἱ λαμβάνοντες . Βάλλεις μήλοις : ἐπὶ τῶν τυχεῖν ὧν ἐρῶσι βουλομένων . Βαλανεύς
, ὅτε δὴ τὸν μὲν Κλαζομένιον Ἀναξαγόραν ἀγέλαις τε καὶ μήλοις τὰ ἑαυτοῦ ἀνέντα προβάτοις ἔφη μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις φιλοσοφῆσαι
5149316 ἀνηροτα
πίνοντά περ ἔμπης , ἀλλὰ τά γ ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται , καὶ μέν οἱ Λύκιοι τέμενος τάμον
τῶν ποιητῶν μαρτυρεῖν λέγοντα ἀλλὰ τά γ ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται / πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ ' ἄμπελοι
5141241 τρεφει
Ἀκιδνός : ὁ ἀσθενής : Ὅμηρος : οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τρέφει ἀνθρώποιο . παρὰ τὸ αἰκίζω αἰκιδνός καὶ ἀκιδνός ,
κακία κακοποιὸς καὶ βλαπτικά . Φύσις πονηρὰ χρηστὸν ἦθος οὐ τρέφει : . Συνεσίου . Χαμαιλέων ζῷόν ἐστιν εἰς πάντα
5140046 πωεα
τοι καταλέξω . δώδεκ ' ἐν ἠπείρῳ ἀγέλαι : τόσα πώεα οἰῶν , τόσσα συῶν συβόσια , τός ' αἰπόλια
, τοῖν πωέοιν , ὦ πώεε . Πληθ . Τὰ πώεα , τῶν πωέων , τοῖς πώεσι , τὰ πώεα
5137239 ἰχθυσιν
ἰχθύες ἐκ τῶν λεγομένων σελαχείων , καὶ τῶν ἐν τοῖς ἰχθύσιν ἀναστρεφομένων βασιλέων δελφίνων , πρὸς δὲ καὶ τῆς φώκης
τὴν προσηγορίαν ἐντεῦθεν . τοῖς μεγάλοις δ ' οὐκ ἐπιχειροῦσιν ἰχθύσιν , ἀλλ ' ἀπόχρη θήρα καρκινάδος αὐτοῖς ἢ συλλαβεῖν
5133076 χρεωνται
τὰ ἔπεα , ὅτι ἀγορὰς στησάμενοι ὠνῇ τε καὶ πρήσι χρέωνται : αὐτοὶ γὰρ οἱ Πέρσαι ἀγορῇσι οὐδὲν ἐώθασι χρᾶσθαι
τοῦτον τὸν νόμον Ἀθηναίοισι ἔθετο : τῷ ἐκεῖνοι ἐς αἰεὶ χρέωνται , ἐόντι ἀμώμῳ νόμῳ . Φιλέλλην δὲ γενόμενος ὁ
5129614 χαμαιευναδες
ἀπὸ τῶν φωρῶν , τουτέστι κλεπτῶν , φυλακὴν κατεσκευασμένας . χαμαιευνάδες κ . ξ . . , : χαμαιευνάδες :
τρίψας ' ὁμοῦ σμύρνῃ διάπαττε τὴν ὁδόν . Οὗτοι ἀνιπτόποδες χαμαιευνάδες ἀερίοικοι , ἀνόσιοι λάρυγγες , ἀλλοτρίων κτεάνων παραδειπνίδες ,
5118717 μαλακοις
δὲ καὶ τοῖς ἱδρῶσι ποδηγεῖν . τὴν μὲν οὖν γαστέρα μαλακοῖς κλύσμασι κινεῖν : τὰ δ ' οὖρα προτρέπειν σελίνου
. κιττοὶ δὲ αὐτὸ περιεῖρπον , καὶ ἐνεπλέκοντο οἱ κιττοὶ μαλακοῖς δένδροις καὶ δι ' αὐτῶν ἀνεῖρπον . κρόκοι τε
5118500 παρεδρους
, τότε καὶ τὰς παλλακὰς καὶ τὰς κουριδίας γυναῖκας ἐσάγεσθαι παρέδρους . Σύ νυν , ἐπεί περ προθύμως μὲν ἐδέξαο
καὶ θέμιν , ταύτας δὴ τὰς τοῦ πατρὸς τῶν θεῶν παρέδρους λαβὼν ἥκεις εἰς Ἕλληνας , αἳ καὶ τεχθέντα σε
5118300 παλιμβολα
συνεχεῖ ἐγνωσμένον μελέτῃ . τὰ γοῦν ἐξ ἐπινοίας καλὰ καὶ παλίμβολά εἰσιν : ἔλαχεν : καρποῦσθαι : χρυσέας κόμης :
συνεχεῖ ἐγνωσμένον μελέτῃ . τὰ γοῦν ἐξ ἐπινοίας καλὰ καὶ παλίμβολά εἰσιν : ἔλαχεν : καρποῦσθαι : χρυσέας κόμης :
5116985 γρυπες
μᾶλλον . ὁ δὲ χῶρος οὗτος , ἔνθα οἵ τε γρῦπες διαιτῶνται καὶ [ τὰ χωρία ] τὰ χρυσεῖά ἐστιν
πως ἀπέλθῃς ἔνθα εἰσὶν οἱ ἀκραγεῖς κύνες , ἤγουν οἱ γρῦπες , οἱ ἀεὶ κράζοντες λίαν , ἢ οὐ κράζοντες
5109436 ὑακινθος
μελίχλωρον : μελίχρουν καὶ οὐ λίαν μέλαιναν . ἁ γραπτὰ ὑάκινθος : τὴν γραπτὴν ὑάκινθόν φασιν ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ
ὡσεὶ χιὼν καὶ αἱ πτέρυγες αὐτῶν ὡς πορφύρα καὶ ὡς ὑάκινθος ⌈ καὶ ὡσεὶ νήματα χρυσοῦ ⌉ καὶ ἦσαν διαδήματα
5109385 ποταμοις
αἱ ψυχαὶ ἀναθυμιώμεναι νοεραὶ ἀεὶ γίνονται , εἴκασεν αὐτὰς τοῖς ποταμοῖς λέγων οὕτως ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοῖσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα καὶ ἕτερα
αἱ ψυχαὶ ἀναθυμιώμεναι νοεραὶ ἀεὶ γίνονται , εἴκασεν αὐτὰς τοῖς ποταμοῖς λέγων οὕτως „ ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοῖσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα καὶ
5099720 ἀσπορα
, κύπρος τ ' ὀσμηρόν τε σισύμβριον ὅσσα τε κοίλοις ἄσπορα ναιομένοισι τόποις ἀνεθρέψατο λειμών κάλλεα , βούφθαλμόν τε καὶ
καὶ τὸ τρίτον ζῴδιον ἀπὸ ὡροσκόπου μὴ ἄσπορόν ἐστιν : ἄσπορα δὲ ζῴδιά ἐστι ταῦτα : Δίδυμοι , Λέων ,
5090391 ἡγητηρας
μύθων ἀγαθοὺς σοφίῃ τε μάλ ' αἰεὶ εὐπρεπέας τελέουσι καὶ ἡγητῆρας ἀρίστους παιδείης : τῶν δ ' αὖτε καὶ ἀλλοδαπῆς
εὐόλβους ἔργοις τε καὶ εὐκτεάνοισι τραπέζαις [ παίδων θ ' ἡγητῆρας ἢ αὐτῶν θῆκεν ἀνάκτων ] . ὥρῃ δ '
5087065 ἐπιιστορας
: τύνη δὲ θεοὺς ἐνὶ σοῖσιν ἑταίροις ξεῖνε τεῶν μύθων ἐπιίστορας οὕς μοι ὑπέστης ποίησαι , μηδ ' ἔνθεν ἑκαστέρω
πάντῃ ἀνθρώπων ἐπὶ φῦλα διηερίη πεπότηται τινυμένη σὺν Ζηνὶ κακῶν ἐπιίστορας ἔργων . Ὣς εἰπὼν δηίοισιν ἀνηλέα τεῦχεν ὄλεθρον :
5076000 νηματα
ζῳδίων φύσεις ὁρᾶν οὕτως . Σελήνης ἐν Κριῷ ἱμάτια , νήματα , ἔρια , τάπητας , κεφαλοδέσμια λέγε τὰ ἀπολωλότα
, ἀπόχρη γε μὴν ἀλλήλας περιλιχμήσασθαι . ἄγρα δὲ αὐτῶν νήματα ἄγαν λεπτὰ καὶ ἐρραφέντα τούτοις ἀραιῶν στημονίων τὰ ἱμάτια
5073429 ἀδην
τουτέστιν ὠμὰ τὰ φύλλα διαμασήσασθαι καὶ τὸν χυλὸν αὐτῶν καταπίνειν ἄδην ] δαψιλῶς κίχορα δὲ καὶ καρδαμίδας : εἴδη λαχάνων
Νεσταίους τε καὶ Ὤρικον εἰσαφικέσθαι . ἀλλὰ τὰ μὲν στείχοντος ἄδην αἰῶνος ἐτύχθη : Μοιράων δ ' ἔτι κεῖθι θύη
5072882 δεπαεσσι
μέθυ δ ' ἐκ κρητῆρος ἀφύσσων οἰνοχόος φορέῃσι καὶ ἐγχείῃ δεπάεσσι , δοκεῖ σοι ἐπιτήδειον εἶναι πρὸς ἐγκράτειαν ἑαυτοῦ ἀκούειν
κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο , νώμησαν δ ' ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενοι δεπάεσσι : γλώσσας δ ' ἐν πυρὶ βάλλον , ἀνιστάμενοι
5069231 στρωμναι
κατεσκευασμένα καὶ τιμαλφεστέρας ὕλης , ὧν τὰ πλεῖστα λιθοκόλλητα : στρωμναὶ ἁλουργεῖς ἐνυφασμένου χρυσοῦ καὶ ἀνθοβαφεῖς ἕτεραι παντοίων χρωμάτων πρὸς
δὲ Τυρρηνοῖς δὶς τῆς ἡμέρας τράπεζαι πολυτελεῖς κατασκευάζονται ἄνθιναί τε στρωμναὶ καὶ ἐκπώματα ἀργυρᾶ παντοδαπά , καὶ δούλων πλῆθος εὐπρεπῶν
5066789 πετεηνα
τά τ ' ἐν ὑγρῷ ἐλαίῳ . πάντ ' αὐτῷ πετεηνὰ καὶ ἑρπετὰ τεῖδε πάρεστι : χλωραὶ δὲ σκιάδες μαλακῷ
ὀδυρμοὺς ἀηδόνων φωναῖς ἀπεικάζει οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο πάρος πετεηνὰ γενέσθαι . Οἱ μὲν οὖν Στωικοὶ τὴν ἀρετὴν τίθενται
5064148 ῥοαι
κονάβησε καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθε πόντός τ ' Ὠκεανοῦ τε ῥοαὶ καὶ τάρταρα γαίης . ποσσὶ δ ' ὕπ '
Βράγχου πολύπυρον ἄρουραν ἐκπρολιπὼν καὶ τύρσιν ἐρυμνῆς Μιλήτοιο , ἔνθα ῥοαὶ κλύζουσι πολυπλανέος Μαιάνδρου . Ἐν δὲ Περικλύμενος Νηλήϊος εἰσαφίκανεν
5061677 ποληας
τε θεοὶ ξείνοισιν ἐοικότες ἀλλοδαποῖσιν , παντοῖοι τελέθοντες , ἐπιστρωφῶσι πόληας : ἐὰν δέ που μοχθηρὰν δείξεις ψυχήν , ἀνέστιος
βαδιζούσῃ . Μήτ ' οὖν ποτ ' ἔθνη , μὴ πόληας ἀνθρώπων Ὕβρις γ ' ἐπέλθοι , προσγελῶσα τοῖς δήμοις
5058062 κοσμια
πολύτιμα ἢ ἐνώτια ἢ περιτραχήλια ἢ ψέλλια καὶ ἁπλῶς γυναικεῖα κόσμια εὐωδιάζοντα ἢ μύρα καὶ ἀλείμματα , ἐὰν δὲ πρὸς
τοῦ Κρόνου πάλιν αὐτοῖς συσχηματισθῇ ποιεῖ αὐτοὺς καὶ τὰ γυναικεῖα κόσμια ἐμπορευομένους , ἐὰν δὲ ὁ τοῦ Διὸς δικολόγους ,
5054833 ἑσμος
ἕσταναι : ἑστία : ἕσπερα : ἔσχαρα : ἐσχατιά : ἑσμός : ἐσίταμον , δηλοῖ δὲ τὴν πρόσοδον : ἔσμιον
λόγῳ συνομαρτείτωσαν , ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ τῶν φιλορνίθων νυμφῶν ἑσμός : βούλεται γὰρ ἀπ ' αὐτῶν ἐπιστρέφειν ἐπὶ τοὺς
5053356 σκιην
λειμῶσι καὶ τοῖσιν ἕλεσιν ὑπὸ δένδρεσι μεγάλοισιν : ὧν τὴν σκιὴν Νέαρχος λέγει ἐς πέντε πλέθρα ἐν κύκλῳ ἐξικνέεσθαι ,
λειμῶσι καὶ τοῖσιν ἕλεσιν ὑπὸ δένδρεσι μεγάλοισιν , ὧν τὴν σκιὴν Νέαρχος λέγει ἐς πέντε πλέ - θρα ἐν κύκλῳ
5051565 ἀεναοις
ἱερὸν βότρυν ἀναδρομαί ἄρκτος τῆς κροταλισάσης ἁλκυόνες αἳ παρ ' ἀενάοις θαλάσσας κύμασι τέγγουσαι νοτίοις πτερῶν ῥανίσι χρόα δροσιζόμεναι .
φησί : τίς κεν αἰνήσειε νόῳ πίσυνος Λίνδου ναέταν Κλεόβουλον ἀενάοις ποταμοῖς ἄνθεσί τ ' εἰαρινοῖς ἀελίου τε φλογὶ χρυσέας
5049933 εὐωδεας
πύργους τ ' εὐτείχεας ἠδὲ μέλαθρα νηούς τ ' ἀθανάτων εὐώδεας αἵματι φωτῶν καπνῷ τ ' αἰθαλόεντι κατείνυον Ἡφαίστοιο ,
ἐν τῇ Σικυωνίᾳ στεφάνωμα εὐῶδες : ἕστηκ ' ἀμφὶ κόμας εὐώδεας ἀγχόθι πατρὸς καλὸν Ἰακχαῖον θηκαμένη στέφανον . Σέλευκος δ
5047774 τοισιν
θεοειδὴς ἥσθην : ἀμφίπολοι δ ' ἀπεκόσμεον ἔντεα δαιτός . τοῖσιν δ ' Ἀρήτη λευκώλενος ἤρχετο μύθων : ἔγνω γὰρ
θέμενος : ἄλλος γῆν τέμνων πολυδένδρεον εἰς ἐνιαυτὸν λατρεύει , τοῖσιν καμπύλ ' ἄροτρα μέλει : ἄλλος Ἀθηναίης τε καὶ
5043799 βηρυλλου
ἐντὸς τοῦ τείχους γῆ ἐλεφαντίνη : ναοὶ δὲ πάντων θεῶν βηρύλλου λίθου ᾠκοδομημένοι , καὶ βωμοὶ ἐν αὐτοῖς μέγιστοι μονόλιθοι
. ναὶ μὴν καὶ χρυσοῖο φέρει χαριέστερον ἄλλο , ὑγρῆς βηρύλλου γλαυκὴν λίθον , ἣ περὶ χῶρον φύεται ἐν προβολῇς
5042810 εἰαρι
ἀναγκαίοις τε τόποισιν φλεγμαίνοντα πάθη καταπλάσμασι τοῖσδ ' ἀκέσαιο . εἴαρι δ ' αἶρε πόην καὶ καύματι καὶ φθινοπώρῳ .
Εἰ δέ νύ τοι κεράσαι φίλον ἔπλετο δοιὰ γένεθλα , εἴαρι μὲν πρώτιστα λέχος πόρσυνε κύνεσσιν : εἴαρι γὰρ μᾶλλον
5041395 κυσιν
γνωστὸς ἔσται ὅτι ἔχει . Πολλοὶ δὲ κατ ' Ἤπειρον κυσὶν ἐχρήσαντο ὧδε . Ἀπαγαγόντες δέσμιον περιέθηκαν περὶ τὸν αὐχένα
τὸ δεῖπνον εἰς τὸ σταῖς ἀπεψῶντο τὸ λίπος καὶ τοῖς κυσὶν ἐπέρριπτον . ΓΘ ἄλλως : τὸ σταῖς , ᾧ
5040487 παγουροι
ὅταν ἤδη τὸ πρότερον ἁλμυρὸν φαίνηται . καὶ ἀστακοὶ καὶ πάγουροι , καρκῖνοι τε καὶ κάραβοι καὶ καρίδες , ὅσα
δύναμιν τοῦ βλάβους ἤως τῆς νόσου : οὕτως οὗτοι οἱ πάγουροι δεδιότες ἢ μετὰ φόβου ἀνορμῶσιν ἐν τοῖς ὀστράκοις αὐτῶν
5038293 ἀσπαρτα
φυτεύει χερσὶ φυτὸν οὔτε ἀροῖ , ἀλλὰ τά γ ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα “ νέμεται ; Καὶ μὴν ῥήτορά
ἢ ἐπὶ φάγρον πέτρῃ ἀλωόμενον φύλλων δ ' ὅσς ' ἄσπαρτα τά τ ' ἐρρίζωται ἀρούραις χείματος ἠδ ' ὁπόταν
5034397 τοσσα
ἔνθα νένασται ἄστυ Τεγεστραίων , μυχάτου ἐπὶ πείρασι πόντου . τόσσα μὲν Αὐσονίην περιβόσκεται ἔθνεα γαῖαν . κεῖθεν δ '
ῥῶγας μεγάροιο . ἔνθεν δώδεκα μὲν σάκε ' ἔξελε , τόσσα δὲ δοῦρα καὶ τόσσας κυνέας χαλκήρεας ἱπποδασείας : βῆ

Back