φυτεύει χερσὶ φυτὸν οὔτε ἀροῖ , ἀλλὰ τά γ ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα “ νέμεται ; Καὶ μὴν ῥήτορά
ἢ ἐπὶ φάγρον πέτρῃ ἀλωόμενον φύλλων δ ' ὅσς ' ἄσπαρτα τά τ ' ἐρρίζωται ἀρούραις χείματος ἠδ ' ὁπόταν
9508676 ἀνηροτα
πίνοντά περ ἔμπης , ἀλλὰ τά γ ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται , καὶ μέν οἱ Λύκιοι τέμενος τάμον
τῶν ποιητῶν μαρτυρεῖν λέγοντα ἀλλὰ τά γ ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται / πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ ' ἄμπελοι
7552515 πιονα
σησάμοισιν ἢ ἡδύσμασι καὶ τοῖσιν ἄλλοισι τοῖσι τοιουτοτρόποισιν : καὶ πίονα ἔστω τὰ προσαγόμενα ὄψα , οὕτω γὰρ ἂν ἀπὸ
τοι ἐν Ἄργεΐ περ πολυπύρῳ ἢ βοὸς ἢ οἰὸς κατὰ πίονα μηρία καίων εὔχετο νοστῆσαι , σὺ δ ' ὑπέσχεο
7452980 κηρια
ἐλάττους ἦσαν αἱ μέλαιναι , κατεκρίνετο . ποιοῦσιν οἱ βομβύλιοι κηρία . βομβύλιος : ζῷον μελίττῃ ὅμοιον ⌈ : καὶ
καὶ τὰ τῶν ἀλόγων , οἷον τῶν μὲν μελισσῶν τὰ κηρία , ἀραχνῶν δὲ τὰ ἀράχνια καλούμενα : ἀλλ '
7424227 μηλα
προσθεὶς καὶ τὸ ἰδίωμα τῆς χώρας ” τρὶς γὰρ τίκτει μῆλα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν . „ πάντα γὰρ τὰ τοιαῦτα
κάτω παρίεμεν , τὰς δὲ ὑποκειμένας πρώτην ἄγομεν ἐπὶ τὰ μῆλα καὶ τοὺς ἔξω κανθοὺς ἐπὶ βρέ - γμα ,
7396732 ἀνθεα
σφιν οἶμον λιγύν , αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον , ἄνθεα δ ' ὕμνων νεωτέρων . λέγοντι μάν χθόνα μὲν
γαμετὴν ἡρπασμένην τὴν στρατείαν πεποιημένῳ . παλαιὸν μὲν οἶνον , ἄνθεα δ ' ὕμνων νεωτέρων Πίνδαρος ἐπαινεῖ . Εὔβουλος δέ
7186027 ἐροεντα
οὐ Κύπρις ἰαίνεται . ἢν δ ' ἐθελήσῃς θεσμὰ θεῆς ἐρόεντα καὶ ὄργια κεδνὰ δαῆναι , ἔστι γάμος καὶ λέκτρα
ὧδ ' ἐμμελέως πόδεσσιν ὠρχεῦντ ' ἀπαλοῖς ' ἀμφ ' ἐρόεντα βωμόν : ἔνια δὲ ἐκ μιᾶς ἰωνικῆς καὶ δύο
7160341 φυουσιν
ἀπείριτον , οἱ μὲν ἐπ ' αὐτὰς πέτρας , αἳ φύουσιν ἀφεγγέα ναρκισσίτην , οἱ δὲ καὶ ἐν λασίῃσι νενασμένοι
. καὶ οὐ βέβαπται : παντοδαπὰ δὲ ἄνθη τῶν ἐρίων φύουσιν αἱ κάμηλοι αἱ Ἰνδικαὶ πλὴν πορφυροειδοῦς καὶ πρασίνου καὶ
7122262 ἐδουσι
ὅθι τ ' ἄνδρες ἐχεκτέανοι παρέωσιν , καί οἱ θυμὸν ἔδουσι κατηφείη καὶ ὀϊζύς . Ὃς δέ κεν εὐοχθῇσι ,
ποικίλας ἐδωδάς : λέγει γοῦν ἐδωδὴν παντοίην καὶ ὄψα οἷα ἔδουσι διοτρεφέες βασιλῆες . οἶδε δὲ καὶ πᾶσαν τὴν νῦν
7099688 ἑρπετα
τρίπον , ἀλλάσσει δὲ μόνον φύσιν ὅσς ' ἐπὶ γαῖαν ἑρπετὰ γίνηται ἀνά τ ' αἰθέρα καὶ κατὰ πόντον .
τῷ πέδῳ κινεῖσθαι , ἐβάλοντο ἰλυοὺς ἤτοι φωλεούς . λείπειΚαρίωνος ἑρπετὰ τοὺς φωλεοὺς ἐποίησαν . τὰ θηρία , οἱονεὶ κινώπεδα
7034117 τρωκτα
ῥίζης γίνεται , κηρίῳ σφηκῶν ἰδέην ὁμοιότατον : ἐν τούτῳ τρωκτὰ ὅσον τε πυρὴν ἐλαίης ἐγγίνεται συχνά , τρώγεται δὲ
βίον καὶ γάλα καὶ φοίνικας αὐτῷ καὶ τυρὸν προσφέρουσι καὶ τρωκτὰ ὡραῖα καὶ τὰς ἄλλας ἀπαρχὰς τῶν ἐπιχωρίων . Λόγος
7034076 φυονται
παρὰ τὰ γένη καὶ παρὰ τοὺς τόπους , ἐν οἷς φύονται , καὶ παρὰ τὰς καταστάσεις τῶν ὡρῶν καὶ τῶν
οὕτως ἐν τῷ βίῳ οἱ μὲν ἀνδραποδώδεις , ἔφη , φύονται δόξης καὶ πλεονεξίας θηραταί , οἱ δὲ φιλόσοφοι τῆς
7015369 ἀκροδρυα
ζῶμεν , λάχανα μὲν κηπεύοντες , ἰχθῦς δὲ σιτούμενοι καὶ ἀκρόδρυα . πολλὴ δέ , ὡς ὁρᾶτε , ἡ ὕλη
δὲ πᾶν ποτάμιον ὕδωρ φασὶν ὡς δρῦν πᾶν δένδρον καὶ ἀκρόδρυα πάντας τοὺς καρπούς : οὐ γάρ ἐσθ ' Ἕκτωρ
6982873 ὁσσα
στιβαραί τε τρίαιναι , ἅρπαι , βουπλῆγές τε βαρύστομοι , ὅσσα τε τοῖα ἄκμοσι δυσκελάδοις ῥαιστήρια χαλκεύονται : ἐσσυμένως δ
ἐδῃώσαντο πόνοισιν ὅσσα δέμας προβέβηκεν ὑπερφυές , ἄχθεα πόντου . ὅσσα δὲ βαιοτέρων μελέων λάχε , τοῖσι καὶ ἄγρη βαιοτέρη
6948989 πυροι
, πανσπερμία ἐν γλυκεῖ ἡψημένη : χίδρον δὲ οἱ ἑφθοὶ πυροί . Κηρίναν δὲ ὀπώραν λέγει τὸ μέλι . :
, πανσπερμία ἐν γλυκεῖ ἡψημένη : χίδρον δὲ οἱ ἑφθοὶ πυροί . κηρίναν δὲ ὀπώραν λέγει τὸ μέλι . καὶ
6919042 δενδρεα
ἀντιτορήσας . ” ἀνεμοτρεφές . τὰ ἐν τοῖς εὐηνέμοις τρεφόμενα δένδρεα εὔτονα καὶ χρήσιμά φασι γίγνεσθαι : ὅταν οὖν λέγῃ
ἔχοντες καὶ πεδία καὶ οὔρεα : ἐν δὲ τοῖσιν οὔρεσι δένδρεα ἔνι ἄγρια , ἄκανθα κυνάρα , ἰτέα , μυρίκη
6909545 ἀστακοι
ζῴων μορίων τῶν μαλακοστράκων ὀχεύονται , φησί , κάραβοι , ἀστακοί , καρῖδες καὶ τὰ τοιαῦτα , ὥσπερ καὶ τὰ
τὴν δριμύτητα , καθ ' ἣν ὑπάγει τὴν γαστέρα . ἀστακοί , καρκῖνοι , πάγουροι , καρίδες , κάραβοι ,
6876071 πεμματα
τὰ μὲν πρόβατα καὶ τὰς βοῦς ἔλαβεν , τὰ δὲ πέμματα καὶ τὰ τραγήματα πρῶτον μὲν οὐδ ' ἔγνω :
μὲν καὶ μόσχους καὶ χῆνας ἔλαβε , τραγήματα δὲ καὶ πέμματα καὶ μύρα διωθεῖτο , καὶ προσβιαζομένων λαβεῖν καὶ λιπαρούντων
6824143 ὀσπρια
μὲν χειμερινὸν τὸν δὲ ἠρινόν , ἐν ᾧ καὶ τὰ ὄσπρια καταβάλλουσιν ] . Εἰσὶ δὲ καὶ οἱ μὲν καθαροὶ
ὁπότε μέλλοιεν βωμοὺς ἀφιδρύειν , ἢ ἄγαλμα θεοῦ , ἕψοντες ὄσπρια ἀπήρχοντο τούτων τοῖς ἀφιδρυμένοις , εὐχαριστήρια ἀπονέμοντες τῆς πρώτης
6793747 ἰσχαδες
τοῖσδε τοῖς ζῴοις ἄρτοι τε οἱ μέγιστοι καὶ κριθαὶ καὶ ἰσχάδες καὶ ἀσταφίδες καὶ κρόμμυα καὶ σκόροδα καὶ μέλι χύδην
καὶ Τρύφων . . . , . , . : ἰσχάδες : παρὰ τὸ ἴσχω , οὗ παράγωγον ἰσχνῶ ,
6788906 καρκινοι
θάλατταν : καὶ οἱ κάραβοι καὶ οἱ ἀστακοὶ καὶ οἱ καρκίνοι καὶ τἆλλα τὰ τοιαῦτα , ὥστε μὴ μεγάλης ἄγαν
τὴν παχυτάτην ὓλην . ἐκ γὰρ μελαίνης χολῆς ζεούσης οἱ καρκίνοι πεφύκασι συνίστασθαι , καὶ εἰ δριμύτερόν τι τύχῃ ,
6784207 ὀστρεα
. τῶν δ ' ὀστρακοδέρμων τὰ μαλακόσαρκα , οἷα τὰ ὄστρεα , ὀλιγότροφα . ἄρτοι κρίθινοι , ὅπως ἂν σκευασθῶσιν
ὁ Ἱκέσιος τῶν προειρημένων εὐεκκρίτους μᾶλλον εἶναι , τὰ δὲ ὄστρεα ἀτροφώτερα τε τούτων καὶ πλήσμια , εὐεκκριτώτερα τε τούτων
6778650 λειμωνες
μεταλλεύων ἤτοι ζητῶν . ἵππου δέ : λειμῶνες δέ : λειμῶνές τινες ἐν Τροίᾳ : Κρύμνης : ὁμοίως δὲ Κρύμνη
μεταλλεύων ἤτοι ζητῶν . ἵππου δέ : λειμῶνες δέ : λειμῶνές τινες ἐν Τροίᾳ : Κρύμνης : ὁμοίως δὲ Κρύμνη
6739688 θρεμματα
, οἱ δὲ ἐκείνων ἐργάται τὰ τῶν πελαγῶν ἡμῖν σαγηνεύουσι θρέμματα , καὶ σωροὶ παρ ' ἡμέραν πάσης ἰδέας ἰχθύων
Τοιαῦτα μέν ἐστιν ὑμῖν , ὦ θεοί , ταῦτα τὰ θρέμματα . οἱ δὲ δὴ Ἐπικούρειοι αὐτῶν λεγόμενοι μάλα δὴ
6724479 ῥοδα
λεκάνην . τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος . καταπύγων εἶ κἀναίσχυντος . ῥόδα μ ' εἴρηκας . καὶ βωμολόχος . κρίνεσι στεφανοῖς
γε λευκὰ πικρὰ καὶ κακώδη παλαιούμενα καὶ οὐχ ὥσπερ τὰ ῥόδα διατηρεῖ τὴν εὐοσμίαν ἀποξηραινόμενα μέχρι οὗ ἂν ἐκλίπῃ :
6723675 ὀρνιθες
θαλάττῃ ἐπικρέμασθαι , ὀπωρίζουσί τε προσπετόμενοι θαλάττιοί τε καὶ ἠπειρῶται ὄρνιθες : τὴν γὰρ ἄμπελον ὁ Διόνυσος παρέχει κοινὴν πᾶσι
αὐτοῖς ἐκ πατρὸς καὶ μητρὸς γεγονέναι , οἷς ἑπόμενοι καθάπερ ὄρνιθες ἀγέλην μίαν ποιήσουσι , πατρονομούμενοι καὶ βασιλείαν πασῶν δικαιοτάτην
6716080 ῥοαι
κονάβησε καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθε πόντός τ ' Ὠκεανοῦ τε ῥοαὶ καὶ τάρταρα γαίης . ποσσὶ δ ' ὕπ '
Βράγχου πολύπυρον ἄρουραν ἐκπρολιπὼν καὶ τύρσιν ἐρυμνῆς Μιλήτοιο , ἔνθα ῥοαὶ κλύζουσι πολυπλανέος Μαιάνδρου . Ἐν δὲ Περικλύμενος Νηλήϊος εἰσαφίκανεν
6711401 ὠα
δυσπεπτότερα γίνονται . διὰ τοῦτο γάρ ἐστιν ὅ φησιν , ὠὰ συγχωρεῖν ῥοφᾷν . οὐ γὰρ ἁπλῶς ῥοφᾶσθαι δύνανται τὰ
ἔλεγε : „ δίκαια ἔγωγε πέπονθα , εἴγε πάντα περιφερῆ ὠὰ πεπίστευκα . „ διδάσκει ἡμᾶς ὁ λόγος , ὅτι
6702084 τετυγμενα
τραπέζας πάσας ἀμφιμάσασθε , καθήρατε δὲ κρητῆρας καὶ δέπα ἀμφικύπελλα τετυγμένα : ταὶ δὲ μεθ ' ὕδωρ ἔρχεσθε κρήνηνδε καὶ
, ἵνα τοι κεχαρισμένα δώομεν ἱρὰ ἠδὲ χρύσεα δῶρα , τετυγμένα : φείδεο δ ' ἡμέων . ” τὸν δ
6684301 σιτεονται
ὁκόσοι σφι ἱροὶ ἀποδεδέχαται , τοὺς λοιποὺς ὀπτοὺς καὶ ἑφθοὺς σιτέονται . Ἐν δὲ τῇσι συνουσίῃσι τοῖσι εὐδαίμοσι αὐτῶν ,
τὴν κοιλίην , αὐαίνουσι πρὸς ἥλιον καὶ ἔπειτα αὔους ἐόντας σιτέονται . Οἱ δὲ ἰχθύες οἱ ἀγελαῖοι ἐν μὲν τοῖσι
6681703 ῥοιαι
. ἔνθα δὲ δένδρεα μακρὰ πεφύκασι τηλεθάοντα , ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι
τὰ ὀξέα καὶ τὰ ἄποια : καὶ ἄπιοι δὲ καὶ ῥοιαὶ ὁμοίως αἱ τοιαῦται ψύχουσιν . οἱ στύφοντες φοίνικες ψυχρὸν
6676069 ἀνθη
, ὁ δὲ οἶκος αὐτῶν χῆρός ἐστι , καὶ τὰ ἄνθη τὰ ἐν τῷ λειμῶνι περὶ αὐτὰ γηρᾷ . ἐγὼ
δόξαν κεκτῆσθαι , καὶ κομίζειν αὐτὸν τῇ Αἰγίνῃ φαιδρὰ τὰ ἄνθη τῶν στεφάνων μετὰ τῶν Χαρίτων φθέγξαι . προθύροις δέ
6669582 ἀχραδες
μῆλα , κράνειαι , ῥόαι , ἕρπυλλος , μήκων , ἀχράδες , κνῆκος , ἐλᾶαι , στέμφυλ ' , ἄμητες
καρπὸν ἀποβάλλει τὰ φύλλα , καθάπερ αἱ ὄψιαι συκαῖ καὶ ἀχράδες . Τῶν δ ' ἀειφύλλων ἡ ἀποβολὴ καὶ ἡ
6654854 μυρα
ἐπὶ κυπρίνου καὶ ἀμαρακίνου . δύναμιν δὲ τὰ μὲν ἁπλᾶ μύρα τὴν τῶν ἐμβαλλομένων ἐν αὐτοῖϲ εἰδῶν , ἢ ἐξ
ὅσων χαρίτων πλῆρες . ᾠδαὶ σκώμματα πότος εἰς ἀλεκτρυόνων ᾠδὰς μύρα στέφανοι τραγήματα . ὑπόσκιός τισι δάφναις ἦν ἡ κατάκλισις
6637372 ἀνθεσιν
καὶ χρυσοῦν ἐκπέμψας ἥλιον : καὶ γῆν μὲν στέφει τοῖς ἄνθεσιν , οὐρανὸν δὲ ἄστρων χοροῖς , γαλήνῃ δὲ καὶ
' αὐτοῖς ὁ ζέφυρος . ἡ δὲ χώρα πᾶσι μὲν ἄνθεσιν , πᾶσι δὲ φυτοῖς ἡμέροις τε καὶ σκιεροῖς τέθληλεν
6630505 ὑακινθος
μελίχλωρον : μελίχρουν καὶ οὐ λίαν μέλαιναν . ἁ γραπτὰ ὑάκινθος : τὴν γραπτὴν ὑάκινθόν φασιν ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ
ὡσεὶ χιὼν καὶ αἱ πτέρυγες αὐτῶν ὡς πορφύρα καὶ ὡς ὑάκινθος ⌈ καὶ ὡσεὶ νήματα χρυσοῦ ⌉ καὶ ἦσαν διαδήματα
6619888 ἀμπελοι
τῇ μέντοι ξηρᾷ γῇ καὶ λεπτογείῳ καὶ ψαμμώδει αἱ τοιαῦται ἄμπελοι οὐχ ἁρμόζουσιν , ἀλλ ' ὅσαι πυκνὰς ἔχουσι τὰς
πεποιημένῳ διαχρέωνται : οὐ γάρ σφί εἰσι ἐν τῇ χώρῃ ἄμπελοι . Ἰχθύων δὲ τοὺς μὲν πρὸς ἥλιον αὐήναντες ὠμοὺς
6611943 δαιδαλα
ἐψόφησεν : “ ἄντα τιτυσκομένη , τὰ δ ' ἀνέβραχε δαίδαλα πάντα . ” ἀντιάσειεν ἐπιτύχοι : “ αἲ γὰρ
ἀναθήματα διέσπειραν . οὐκοῦν διαλαθὼν ἐπὶ τῷ βωμῷ κατέπηξε τὰ δαίδαλα τῶν τριπόδων , ἃ ἐπήγετο . λήξει οὐ μὰ
6597742 σηματ
ἑβδομάδ ' ἐστὶν ἄριστος ἰσχύν , ἥν τ ' ἄνδρες σήματ ' ἔχους ' ἀρετῆς : πέμπτῃ δ ' ὥριον
εἰ νεφέεσσι μέλαιναι γίνοιντ ' ἢ ὄρεος κεκρυμμέναι ἀντέλλοιεν , σήματ ' ἐπερχομένῃσιν ἀρηρότα ποιήσασθαι . Αὐτὸς δ ' ἂν
6597379 πωεα
τοι καταλέξω . δώδεκ ' ἐν ἠπείρῳ ἀγέλαι : τόσα πώεα οἰῶν , τόσσα συῶν συβόσια , τός ' αἰπόλια
, τοῖν πωέοιν , ὦ πώεε . Πληθ . Τὰ πώεα , τῶν πωέων , τοῖς πώεσι , τὰ πώεα
6590546 τευθιδες
σησάμου σπέρμα , ἐρυσίμου σπέρμα , τὰ καλούμενα μαλάκια , τευθίδες , σηπίαι , πολύποδες , οἱ κητώδεις τῶν ἰχθύων
δέ . τὰ δὲ μαλάκια καλούμενα , οἷον πολύποδες , τευθίδες , σηπίαι , οὔτε διαχωρεῖ , ἀλλὰ καὶ τὰς
6588141 λωτον
, καὶ βραδυνόντων ἐπὶ ξένης . ἔστι δὲ πόα τὸ λωτὸν , λήθην ἐμποιοῦν τῷ φαγόντι . Μᾶλλον ὁ Φρύξ
Βέρροιαν γὰρ ἰδὼν ἐπελάθετο τῆς μείζονος . καὶ εἰ μὲν λωτὸν ἔφυσεν ἡ γῆ , συγγνώμη : εἰ δὲ καινὸν
6585884 αἱτε
⌊ Ἰνάχου ? ? Ἀργείου ποταμοῦ παισὶν βιοδώροις ⌊ , αἵτε παρίστανται ? πᾶσιν βροτέοισιν ? ἐπ ' ἔργοις ?
κνημῖδας Ἐρυθραίων Ἀριηνῶν : ἀλλά με Μουσάων φορέει νόος , αἵτε δύνανται νόσφιν ἀλημοσύνης πολλὴν ἅλα μετρήσασθαι οὔρεά τ '
6570598 καριδες
πλείονα τροφὴν δίδωσιν , ἀστακοί , πάγουροι , καρκῖνοι , καρίδες , κάραβοι καὶ . . . ὅσα τε ἄλλα
ἀστακοὶ δὲ καὶ πάγουροι καὶ καρκῖνοι τε καὶ κάραβοι καὶ καρίδες , ὅσα τε ἄλλα τοιαῦτα δύσφθαρτον ἔχει τὴν σάρκα
6555034 ἡδυσμασιν
τῶν ἰατρῶν ἠπιώτεροι τὰ φάρμακα πρὸς τὴν αἴσθησιν ἐπικρύπτονται τοῖς ἡδύσμασιν . ἔστι δέ σοι καὶ τῆς ἐκ τοῦ πλούτου
, ὁ δ ' ἐπιτέτακται τοῖς περὶ αὐτὰ τὰ ὄψα ἡδύσμασιν . πάντες δέ εἰσιν εὐνοῦχοι , ἐπειδὴ ὁ φιλήδονος
6537247 ἐριφοι
' ἐνῆν τἀκεῖ γὰρ ἐν ταύτῃ καλά , ἰχθῦς , ἔριφοι , διέτρεχε τούτων σκορπίος , ὑπέφαινεν ᾠῶν ἡμίτομα τοὺς
δὲ ἐχομένη ἡλικία , χίμαροι , τὰ δὲ νεώτατα , ἔριφοι : ὁ δὲ Ποιητὴς ἐν Ὀδυσσείᾳ τὰ μὲν τέλεια
6537033 κνωδαλα
δὲ καὶ ἄπυστος ὁποίποτε κείσομαι σηπόμενος , εἰς εὐλὰς καὶ κνώδαλα μεταβάλλων . Συνάπτεις γάρ , ὦ Ἀξίοχε , παρὰ
πάντα τεοῖσι δ ' ὑπὸ σπλάγχνοις ἔσκ ' ἁβρὰ Μουσᾶν κνώδαλα : Πιερίδων θ ' ἁλιευτὰς ἔπλεο , θυμέ ,
6531383 σησαμα
καὶ παρὰ Μενάνδρῳ : καθιζάνει μὲν ἐνίοτ ' εἰς τὰ σήσαμα , καὶ ἐν Ψοφοδεεῖ : ἐπίσημον αὖ τὴν ἀσπίδ
ᾠά , φακῆ , τέττιγες , ὀποί , κάρδαμα , σήσαμα , κήρυκες , ἅλες , πίνναι , λεπάδες ,
6530338 ᾠα
μύλλου κρείσσων . τὰ μέντοι τῶν ἰχθύων καὶ τῶν ταρίχων ᾠὰ πάντα δύσπεπτα , δύσφθαρτα , μᾶλλον δὲ τὰ τῶν
καὶ πανοῦργον , ἔτι δὲ ἀφροδισιαστικόν . διὸ καὶ τὰ ᾠὰ τῆς θηλείας συντρίβει , ἵνα ἀπολαύῃ τῶν ἀφροδισίων .
6528739 ἑρπυλλος
βότρυες , σῦκα , μῆλα , κράνειαι , ῥόαι , ἕρπυλλος , μήκων , ἀχράδες , κνῆμος ἐλᾶαι , στέμφυλα
καὶ ἡ σικύα καὶ ἄλλ ' ἄττα καὶ τῶν ἐλαττόνων ἕρπυλλος , ἰασιώνη : πάντα γὰρ ταῦτα ζῇ πρὸς ἑτέρῳ
6524584 παγουροι
ὅταν ἤδη τὸ πρότερον ἁλμυρὸν φαίνηται . καὶ ἀστακοὶ καὶ πάγουροι , καρκῖνοι τε καὶ κάραβοι καὶ καρίδες , ὅσα
δύναμιν τοῦ βλάβους ἤως τῆς νόσου : οὕτως οὗτοι οἱ πάγουροι δεδιότες ἢ μετὰ φόβου ἀνορμῶσιν ἐν τοῖς ὀστράκοις αὐτῶν
6515824 δραγματα
' ὁ Δήλιος ἐν τῷ περὶ Παιάνων φησί : τὰ δράγματα τῶν κριθῶν αὐτὰ καθ ' αὑτὰ προσηγόρευον ἀμάλας :
λέγων : ” ᾤμην ἃ μὴ ἐθέρισα καταδεῖν σὺν ἑτέροις δράγματα ” , καὶ οὐκ ἐλογίσατο παρ ' ἑαυτῷ ,
6504881 ἐμπεδα
δὲ πολλὰ μὲν ζῷα , πολλοὺς δὲ ἀνθρώπους , ἅπαντα ἔμπεδα καὶ βιώσιμα : δωροφορεῖν δὲ οὐ μόνον τὴν γῆν
παῶν : πηῶν γάρ ἐστιν ὅ ἐστι συγγενῶν . * ἔμπεδα : βέβαια * πολύεργος : ὁ πολλὰ ἐργαζόμενος ὁ
6496799 ξουθα
ἀναφαίνω . ξουθῆς δὲ εἶπε παρόσον τὰ πλεῖστα τῶν ὀρνέων ξουθὰ φαίνεται . Πανὶ νόμους : Ἐπεὶ νόμιος ὁ θεὸς
ἀμφὶ δ ' αὑτᾶς θροεῖς νόμον ἄνομον , οἷά τις ξουθὰ ἀκόρετος βοᾶς , φεῦ , φιλοίκτοις φρεσὶν Ἴτυν Ἴτυν
6492561 περιφραδεως
' εὐποίητα καὶ ἁρμαλιὴν ἐβάλοντο . Αὐτὰρ ἐπεὶ τὰ ἕκαστα περιφραδέως ἀλέγυναν , κληῖδας μὲν πρῶτα πάλῳ διεμοιρήσαντο , ἄνδρ
ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν , ὤπτησάν τε περιφραδέως , ἐρύσαντό τε πάντα . αὐτὰρ ἐπεὶ παύσαντο πόνου
6486486 κρινα
: τῷ δὲ ἱματίῳ ζῴδιά τε καὶ τῶν ἀνθῶν τὰ κρίνα ἐστὶν ἐμπεποιημένα . ὁ δὲ θρόνος ποικίλος μὲν χρυσῷ
εὐψόφως ἐπικρουσθείη . ἀλλὰ τὰ μέν : ἐν θέρει τὰ κρίνα , ἐν χειμῶνι αἱ μήκωνες καὶ τὰ πλαταγώνια αὐτῶν
6486038 μηρια
οὐχ ἑτέρας μᾶλλον φλογὸς ἔλπομ ' ἔγωγε ἀθανάτοις οὕτω κεχαρισμένα μηρία καίειν . Πρὸς δ ' ἔτι τοι καὶ τοῦτο
, οἳ δὲ λέβητι χρυσείῳ φορέοισιν ὕδωρ , ὃ δὲ μηρία λούει , ὃς δ ' ὄπιθεν πτερύγεσσιν ἀναψύχει τὸν
6481381 λυματα
' ἀποήρυγε δειρῆς , σὺν δέ τε καὶ νηδὺς μεμιασμένα λύματα βάλλει ὡς εἴ τε κρεάων θολερὸν πλύμα χεύατο δαιτρός
ἀναπνοή μόλις ] μόγις , βραδέως πόσιες ] αἱ πόσεις λύματα δὲ ἀκαθαρσίας : ἀντὶ τοῦ καθάρματα : τὰ πινόμενα
6479264 καρυα
οἴνῳ γλυκεῖ πότιζε . Ἄλλο . πηγάνου φύλλα κ , κάρυα βασιλικὰ β , ἁλὸς χόνδρον α , ἰσχάδας β
καρπὸς τῆς περσέας κάρυα ] πάντα τὰ κελύφη τῶν ἀκροδρύων κάρυα λέγεται βλάβος ] βλάβην ἐρύξει ] κωλύσει Περσεὺς ἥν
6478916 σηρικα
δρυπεπεῖς , λεπτοκάρυα , καὶ μᾶλλον τὰ βασιλικὰ κάρυα , σηρικά , κράνα , προῦμνα , βάτινα , κάππαρις ,
προθυμοτέρους ἐργάσηται καὶ οἷον κατὰ τῆς ἡμῶν σωτηρίας ἐκμήνῃ , σηρικά τινα προσέταξεν ἱμάτια κατὰ μέσον ἀχθῆναι καὶ μισθὸν αὐτὰ
6469129 ἀκηρατα
τῇ γῇ ἀνῆκεν , ἃ δ ' αὐτὴ φύει , ἀκήρατα εἶναι φάσκων ἐσιτεῖτο , ἐπιτήδεια γὰρ σῶμα καὶ νοῦν
“ ἥμενοι αὖθις ἕκαστοι ἀκήριοι , ἀκλεὲς αὕτως . ” ἀκήρατα ἄθικτα : “ αὐτῶν γὰρ κτήματ ' ἀκήρατα κεῖτ
6468754 ληια
καὶ ἐκεῖνο προσακήκοα . τῶν Αἰολέων καὶ τῶν Τρώων τὰ λήια πολλὰς μυῶν μυριάδας ἐπελθούσας ἄωρα ὑποκείρειν καὶ ἀτελῆ τὰ
μυχάτους προλελοιπότες οἴκους ἔρχονται βιότου κεχρημένοι , ὁππότ ' ἄρουραι λήια κειράμεναι καρπῶν πλήθωσιν ἀλωάς . οἱ δ ' αὐτοὶ
6464705 ἀραχναι
' ὁ ὗς καὶ τὰ σαπρὰ χηνίδια καὶ σκώληκες καὶ ἀράχναι , τὰ μακροτάτω τῆς ἀνθρωπίνης συναναστροφῆς ἀπεληλασμένα . σὺ
. . Ι . δύνανται δ ' , ἀφιέναι οἱ ἀράχναι τὸ ἀράχνιον εὐθὺς γενόμενοι , οὐκ ἔσωθεν ὡς ὂν
6457202 θαλασσια
πολύπους τὸν κάραβον . πόνοισι : ἀγῶσιν . Ἰχθυόεσσα : θαλασσία , ἰχθυηρά . μετά σφισιν : ἐν αὐτοῖς τοῖς
τέλει γεγράφθαι : „ ἐκ δὲ παίδων χαύνοις φρένας ἁ θαλασσία λέπας „ . ὁ δ ' Ἀριστοφάνης γράφει ἀντὶ
6450915 ὀρεια
ἐπὶ τῶν ἄλλων θηρίων . καὶ ἔστι θηρία τὰ μὲν ὄρεια ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς οἱ λέοντες , τὰ δ
καλῶϲ ἐϲκευαϲμένοι , πτηνῶν δὲ τὰ ἀπίμελα καὶ ἄβρομα καὶ ὄρεια , ὠὰ ἀλεκτορίδων ἁπαλά , ἰχθύων οἱ πετραῖοι καὶ
6448603 καδμειαι
καρπὸς καὶ τὰ φύλλα , τραγάκανθα , γῆ πᾶσα , καδμεῖαι πλυθεῖσαι , πομφόλυξ συνεχῶς πλυθεῖσα , τίτανος σβεσθεῖσα καὶ
πολυπόδιον , ἄμυλον , ἅλες , νίτρα , γύψος , καδμεῖαι πᾶσαι καὶ πάντα τὰ μεταλλικὰ καὶ λιθώδη καὶ γεώδη
6444763 ἐλαιαι
ἐφ ' ᾧ ἦν ἄρτος , κρέας , τυρός , ἐλαῖαι , ἰσχάδες : καί φησιν ἔσθιε . καλῶς ληφθεὶς
ἐλαίου θερμοῦ ὄντος τοῦ ἡλίου . εἰ δὲ μὴ ὦσιν ἐλαῖαι , ἁπαλοὺς κλάδους τῆς ἐλαίας κόψας , τὸ αὐτὸ
6441641 πορφυραι
καὶ σπερματίαν ὠνόμαζον . τήθη , κογχύλια , ὄστρεα , πορφύραι , κήρυκες , κάραβος , ἀστακός , χῆμαι ,
ληφθέντα συνδιαφθείρει καὶ τὰ ἄλλα . Τὰ μικρὰ χημία , πορφύραι καὶ κήρυκες ὅσα τε ἄλλα τῶν ὀστρακοδέρμων σκληρὰν ἔχει
6439146 μειλιγματα
κύνες δαίτηθεν ἰόντα σαίνως ' : αἰεὶ γάρ τε φέρει μειλίγματα θυμοῦ . σπόγγοις δὲ καὶ σπογγιαῖς καθηράντων οἱ ὑπηρέται
μακρή : ϲιτία δὲ ὑγρότερα καὶ βραχύτερα καὶ ξυνεχῆ : μειλίγματα γὰρ θυμοῦ ϲιτία . εὐκαιρίη δὲ ἐν τῇϲι ἐπανέϲεϲι
6438476 λιπαρα
προσφερέσθωσαν τῶν τε φασιανῶν καὶ τῶν κατοικιδίων ὀρνίθων τὰ μὴ λιπαρὰ καὶ ἀτταγῆνας καὶ πέρδικας καὶ κοσσύφους καὶ κίχλας .
καὶ λεπτυνόμενον . Τὰ γλυκέα καὶ τὰ πίονα καὶ τὰ λιπαρὰ πληρωτικά ἐστι , διότι ἐξ ὀλίγου ὄγκου πολύχοά ἐστι
6421876 δενδρη
μοι ἄλουτος ἐν φάραγξι σήπεται νέκυς . χρυσέαν βῶλον ψυκτήρια δένδρη φίλαισιν ὠλέναισι δέξεται . κρήνης πάροιθεν ἀνθεμόστρωτον λέχος ἀνθρωποκτόνος
δέ σοι πέτραι τ ' [ ἐρυμναὶ ] μουσικῆι κηλούμεναι δένδρη τε μητρὸς ἐκλιπόνθ ' ἑδώλια , ὥστ ' εὐμάρειαν
6419135 συκαμινα
σίκυες , κάρυον τὸ χλωρόν , κοκκύμηλα , συκόμορα . συκάμινα μὴ διαφθαρέντα ὑγραίνει μὲν πάντως , ψύχει δ '
ἤγαγεν φίλην . . Δειπνοσοφ . : μόρα δὲ τὰ συκάμινα καὶ παρ ' Αἰσχύλωι ἐν Φρυξὶν ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος
6415071 τεγγε
ἐν δὲ κίρνας οἶνον ἀφειδέως μελιχρόν . θέρους δέ : τέγγε πλεύμονας οἴνῳ : τὸ γὰρ ἄστρον περιτέλλεται : ἁ
τῶν γυναικῶν . τοιαῦτα δὲ καὶ τὸν Ἀλκαῖον ᾄδειν : τέγγε πλεύμονας οἴνῳ : τὸ γὰρ ἄστρον περιτέλλεται : ἀ
6409650 βοσκονται
ἔνερθε μυχοί , εἰαρινὴν δ ' ἐφ ' ἅλωα χυτὸν βόσκονται ἀν ' ἄλσος διζόμενοι χλοεροῦ σπέρμα λαβεῖν μαράθου ,
κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας βόσκονται χορταζόμενοι καὶ ὀχεύοντες , καὶ ἕνεκα τῆς τούτων πλεονεξίας
6407108 Πανες
ἔχον τὰ ἐς τὴν τελετήν : Νύμφαι δέ εἰσι καὶ Πᾶνες ἐπὶ τῷ τρίτῳ , ἐπὶ δὲ τῷ τετάρτῳ Πολύβιος
, οἷον Βάκχοι καὶ Βάκχαι καὶ Βασσάραι καὶ Σάτυροι καὶ Πᾶνες καὶ ὅσα ἄλλα ἐστὶν ὅμοια ὀνόματα καὶ ὁμοῦ πάντες
6405018 ἀσπορα
, κύπρος τ ' ὀσμηρόν τε σισύμβριον ὅσσα τε κοίλοις ἄσπορα ναιομένοισι τόποις ἀνεθρέψατο λειμών κάλλεα , βούφθαλμόν τε καὶ
καὶ τὸ τρίτον ζῴδιον ἀπὸ ὡροσκόπου μὴ ἄσπορόν ἐστιν : ἄσπορα δὲ ζῴδιά ἐστι ταῦτα : Δίδυμοι , Λέων ,
6402392 εὐναι
” “ πῶς δαὶ τῶν ἄλλων Τρώων φυλακαί τε καὶ εὐναί ; ” δαΐζων διαιρῶν , διακόπτων . δειλός ἐπὶ
σοφίης γὰρ ὅρος οὗτος . Ἀναξάρχου . Πολλαὶ κυνὸς ἄῤῥενος εὐναί : ἐπὶ τῶν κατωφερῶν εἰς τὰ ἀφροδίσια . Πολλὰ
6401834 γλυκεα
Ἀμείνω δὲ τῶν μήλων τὰ εἰς ἀπόθεσιν χειμῶνος ὥρᾳ τηρούμενα γλυκέα ὄντα : πλείω γὰρ τὴν πέψιν προσλαμβάνοντα τῷ χρόνῳ
βρόμος , τῆλις , οἱ γλυκεῖς φοίνικες , μῆλα τὰ γλυκέα , σήσαμον , αἱ γλυκεῖαι τῶν σταφυλῶν , αἱ
6395011 θεσαν
τοι κλαύσας καὶ ὀδυρόμενος μεθέηκεν : τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν . ἐν ἄλλοις δέ φησιν ἀλλὰ χρὴ τὸν
κρητῆρι θέσαν . Περὶ δέ σφισι σῆμα ἐσσυμένως τεύξαντο , θέσαν δ ' ἄρα δοιὼ ὕπερθε στήλας αἵ περ ἔασι
6388463 βησσηεντα
τῶν πηγῶν , αἵ τινες κατοικοῦσι ἀνὰ τὰ ὄρη τὰ βησσήεντα , ἤγουν τὰ ἀφ ' ἑνὸς μέρους βάσιμον τὴν
θεᾶν χαρίεντας ἐναύλους Νυμφέων , αἳ ναίουσιν ἀν ' οὔρεα βησσήεντα , ἠδὲ καὶ ἀτρύγετον πέλαγος τέκεν οἴδματι θυῖον ,
6386384 κριθαι
δεῦρο . „ τοῦτο δ ' ἐστὶ τί ; ” κριθαί . ” τί οὖν , ἀπόπληκτε , περιπλοκὰς λέγεις
διαρρήξας θείῃ πεδίοιο . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀκοσταί , αἱ κριθαί , παρὰ τὸ ἄκος ἐμποιεῖν τοῖς ὀστέοις , ἵν
6376445 κεινοις
ἐμβολῶν αὐτοῖς ἐκοινώνουν , ἐγκαλεῖν πολὺ μᾶλλον , ἢ ' κείνοις μὲν ὑπὲρ τοῦ σῶσαι , τούτοις δὲ ὑπὲρ τοῦ
ἀτρεκέως ἐρικυδέος ἔργα μόθοιο : ὣς δ ' αὕτως Ὀδυσεὺς κείνοις ἐπὶ πάγχυ πεποίθει : οἳ γὰρ ἔσαν πινυτοὶ καὶ
6374004 μεθυ
. Οὗτος ἕστηκεν ἀχανὴς παταγώδης καὶ ὑπόμωρος . Βιβλίον τοὐμὸν μέθυ : πρὸς τοὺς διαφθείροντάς τινα ἔργα : ἢ ἐπὶ
. εἴη μὲν νῦν νῶϊν ἐπὶ χρόνον ἠμὲν ἐδωδὴ ἠδὲ μέθυ γλυκερὸν κλισίης ἔντοσθεν ἐοῦσι δαίνυσθαι ἀκέοντ ' , ἄλλοι
6365844 ἀλφιτα
. ἀπὸ γὰρ τοῦδέ με τοῦ μισθαρίου τρίτον αὐτὸν ἔχειν ἄλφιτα δεῖ καὶ ξύλα κὤψον : σὺ δὲ σῦκά μ
Ὑπ . αἰϲχροκερδεῖν . . . ἀλφιτεῖϲ : οἱ τὰ ἄλφιτα ποιοῦντες . Ὑπ . . . , ; ;
6363177 ἠματα
' ἐναιθέρια πλαγίῳ συναρηρότα κύκλῳ ἐξ ἠοῦς ἐπὶ νύκτα διώκεται ἤματα πάντα . Καὶ τὰ μὲν ἀντέλλει καὶ αὐτίκα νειόθι
μυρία κεῖται , κνισῆεν δέ τε δῶμα περιστεναχίζεται αὐλῇ , ἤματα : νύκτας δ ' αὖτε παρ ' αἰδοίῃς '
6360521 κογχυλια
ὀξάλμῃ ἐσθιομένων . τὰς δικαστικὰς ψήφους : εἰσὶ δὲ ὥσπερ κογχύλια λεπτά , οἷς πρότερον ἐχρῶντο ἀντὶ ψήφων οἱ δικασταὶ
αὐτὸ τοῦτο . καὶ οὕτω συνέλεγον ἐν τῇ θαλάττῃ τὰ κογχύλια , καὶ κατεσκεύασαν τὰς πορφύρας . Ἡ Δημήτηρ εἶχε
6358828 πολυποδες
ἰχθύων . τὰ δὲ ὀπτώμενα χείρονα . μαλάκεια δὲ οἷον πολύποδες καὶ σηπίαι τὴν σάρκα δύσπεπτον ἔχει . διὸ καὶ
σπέρμα , τὰ καλούμενα μαλάκια , τευθίδες , σηπίαι , πολύποδες , οἱ κητώδεις τῶν ἰχθύων . ἱκανῶς δὲ παχύχυμα
6355105 καραβοι
. Μνησίθεος δ ' ὁ Ἀθηναῖος ἐν τῷ περὶ ἐδεστῶν κάραβοι , φησί , καὶ καρκίνοι καὶ καρῖδες καὶ τὰ
ὅμοια , ἀστακοί , πάγουροι , καρκῖνοι , καρίδες , κάραβοι καὶ ὅσα τοιαῦτα καὶ τὰ μαλάκια καλούμενα , πολύποδες
6353689 ἀγρια
οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι , λέων δ ' ὣς ἄγρια οἶδεν , ὅς τ ' ἐπεὶ ἂρ μεγάλῃ τε
ἀντιτυπεῖ δὲ ἔνδοθεν ταῖς τῶν λόγων ὁδοῖς παθήματα χαλεπὰ καὶ ἄγρια , καὶ ἐθισμοὶ φαῦλοι , καὶ ἀσκήσεις ἄδικοι ,
6350854 ῥιζῃσι
τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸ ἐργάζεσθαι . γαίης τ ' ἐν ῥίζῃσι : ἢ ὅτι ἐρρίζωσεν αὐτὴν ἐν τῇ γῇ ἢ
δὲ πάντα τὰ ἄκρα τῶν δένδρων . Ὅμηρος : αὐτῇσι ῥίζῃσι καὶ αὐτοῖς ἄνθεσι μήλων . Ῥοῖκός τις Κνίδιος τὸ
6350019 ἀμυλος
ἄφθονα σασαμόφωκτα . τυρακίνας τε γάλακτι καὶ μέλι συγκατάφυρτος ἦς ἄμυλος πλαθανίτας . σασαμοτυροπαγῆ δὲ καὶ ζεσελαιοπαγῆ πλατύνετο σασαμόπαστα πέμματα
ζειαί , σήσαμα , κέγχροι , μήκων , λίνος . ἄμυλος ἄρτος , καχρυδίας ἄρτος , κεγχρίας , ὀβελίας ἄρτος
6346030 ποπανα
παρ ' ἡμῖν μὲν γὰρ ἀσφόδελος μόνον καὶ χοαὶ καὶ πόπανα καὶ ἐναγίσματα , τὰ δ ' ἄλλα ζόφος καὶ
, ἐπεὶ δὲ βωμῷ προθύματα καθωσιώθη Ἡφαίστου φλογὶ , καὶ πόπανα καὶ πέλανος . 〚 Ἄλλως . δέον εἰπεῖν ,
6345536 σκολυμον
μὲν ἐσθίοντας σταφυλῖνον πάνυ κάθεφθον καὶ μάραθρον , σίον , σκόλυμον , γλήχωνα , καλαμίνθην καὶ τῶν θαλασσίων ἐχίνους τε
πάντως γλυκέως , καὶ λάμβανε ἐπὶ πτείστας ἡμέρας . Καὶ σκόλυμον χρὴ διδόναι πυκνῶς , καθεψεῖν δὲ τὰς ῥίζας αὐτῶν
6344297 πενθεα
δ ' Ἑρμῆς δύνῃσι Κρόνου βεβαῶτος ἐφ ' ὥρῃ , πένθεα γεινομένοισι τελεῖ δειλοῖς ἐπὶ τέκνοις . ἔμπαλι δ '
ἀργαλέοις : δοῖεν δὲ καὶ ἄλλοις Ἀργείοισιν ὑσμίνας ὀλοὰς καὶ πένθεα δακρυόεντα αὐτῷ τ ' Ἀτρείδῃ Ἀγαμέμνονι : μηδ '
6343323 μυρικη
καρύα διοσβάλανος πρῖνος . τὰ δὲ καὶ ἐν τοῖς πεδίοις μυρίκη πτελέα λεύκη ἰτέα αἴγειρος κρανεία θηλυκρανεία κλήθρα δρῦς λακάρη
ἐν στρογγυλότητι τὸ σαρκῶδες . καὶ τῶν θαμνωδῶν δὲ ἡ μυρίκη σαρκῶδες τὸ φύλλον ἔχει . ἔνια δὲ καὶ καλαμόφυλλα
6343138 ἀνεμωναι
, ἐρέβινθοι , αἰγεία κόπρος . τὰς δὲ λέπρας ἀφιστᾶσιν ἀνεμῶναι προστιθέμεναι , ἐλλέβορος , ἀμπέλου λευκῆς ῥίζαι . Μιχθέντων
ἔλαιον παλαιόν , ἀβρότονον κεκαυμένον . Τὰ δριμέα πάντα , ἀνεμῶναι πᾶσαι , σκόροδον , κρόμμυον , ταύρου χολή ,
6341460 τρεφουσιν
μεγάλαι τε καὶ πολλαὶ οὖσαι : καὶ γὰρ πλέονται καὶ τρέφουσιν ὄψον πολὺ καὶ τῶν πτηνῶν τὰ λιμναῖα : τύφη
σχεδόν τι οἱ κακῶς τὴν χώραν ἐργαζόμενοι οὔτε τοὺς φρουροὺς τρέφουσιν οὔτε τοὺς δασμοὺς δύνανται ἀποδιδόναι . ὅπου δ '
6340243 ἠθεα
ἀγλαΐηφι πεποιθώς , ῥίμφα ἑ γοῦνα φέρει μετά τ ' ἤθεα καὶ νομὸν ἵππων : ὣς Ἕκτωρ λαιψηρὰ πόδας καὶ
ὀμνύουσι δὲ λέγοντες . Ἀνδροφάγοι δὲ ἀγριώτατα πάντων ἀνθρώπων ἔχουσι ἤθεα , οὔτε δίκην νομίζοντες οὔτε νόμῳ οὐδενὶ χρεώμενοι .
6339813 ἱρα
ἄλλου οὐδενός , καὶ τἆλλα ἐχρᾶτο διαίτῃ Ἑλληνικῇ καὶ θεοῖσι ἱρὰ ἐποίεε κατὰ νόμους τοὺς Ἑλλήνων : ὅτε δὲ διατρίψειε
ἐχθροῖσι τῆς πατρίδος ἅλωσιν καὶ τὰ ἐς ἔρσενα γόνον ἄρρητα ἱρὰ ἐκφήνασαν Μιλτιάδῃ . Ἡ δὲ Πυθίη οὐκ ἔα ,
6337724 εἱματα
Ἄρηα . τὸν δ ' Ἥβη λοῦσεν , χαρίεντα δὲ εἵματα ἕσσε : πὰρ δὲ Διὶ Κρονίωνι καθέζετο κύδεϊ γαίων
ἐπὶ τῷ χιτῶνι ἕσσω μιν χλαῖνάν τε χιτῶνά τε , εἵματα καλά , ἔσθ ' ὅτε μέντοι ἐνεύναιον περιβόλαιον ,
6331985 καυθεντα
καὶ προσστέλλει . μετά γε μὴν ἁλῶν πάντα τὰ τοιαῦτα καυθέντα ποιεῖ μὲν καὶ ὀδόντων σμῆγμα δραστικώτερον , ὡς καὶ
, μανδραγόρας , Ἀσσίας πέτρας ἄνθος . τὰ ὀστρεώδη πάντα καυθέντα καθαιρεῖ τὰ ὑπερσαρκοῦντα μετρίως , ἐχῖνοι ὁμοίως ἀμφότεροι καυθέντες

Back