ἐπὶ σεμνοῖσιν λόγοισι καὶ σκαριφησμοῖσι λήρων διατριβὴν ἀργὸν ποεῖσθαι , παραφρονοῦντος ἀνδρός . Ἄγε δὴ χαίρων , Αἰσχύλε , χώρει | ||
λιγυρῇ θέλγουσιν ἀοιδῇ . Μαίνεσθαι , συνήθως μὲν ἐπὶ τοῦ παραφρονοῦντος , παρὰ δὲ τῷ Ποιητῇ καὶ ἐπὶ τῆς σφοδρᾶς |
ἢ καταψηφίζονται τοῦ μὴ ἀπηντηκότος εὐήθης : ἔσθ ' ὅτε μωρὸς καὶ ἄνους , ἔσθ ' ὅτε χρηστὸς καὶ χρήσιμος | ||
τινος ἀδολέσχου : Καί τίς ἂν , ἔφη , δύναιτο μωρὸς ὢν ἐν οἴνῳ σιωπᾷν ; Θεώρει ὥσπερ ἐν κατόπτρῳ |
, φημί , κύριε , ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ εἰς δούλου τρόπον κεῖται ἐν τῇ παραβολῇ ; Ἄκουε , φησίν | ||
τοῦ δέοντος ἔχεται : δεῖ γάρ , ἐπεὶ υἱὸς διαφέρει δούλου καὶ τὰς ἀρχὰς αὐτῶν διαφόρους εἶναι . ἡ μὲν |
, ἤγουν μακρὰν ἔχουσι τὴν παραλήγουσαν : τὸ μὲν γὰρ γύννις γύννιδος παρὰ τὸ γυνή ἐστίν , ἀπὸ γὰρ τοῦ | ||
πρῶτος τὴν ἁρμονίαν ἔκλασεν ἐπὶ τὸ μαλθακώτερον . ἦν δὲ γύννις καὶ ψυχρός . Φρύνιν ] ὄνομα κιθαριστοῦ . τὰς |
πολέμιοι , προδοσίας φεύγων . ἢ κατὰ χρόνον , οἷον δειλοῦ παῖς ἠρίστευσε , καὶ μοιχείας κρίνει τὴν γυναῖκα : | ||
, καὶ προδοσίας φεύγων : ἢ κατὰ χρόνον : οἷον δειλοῦ παῖς ἠρίστευσε , καὶ μοιχείας κρίνει τὴν γυναῖκα : |
βλέπεις [ βλέμμα ] καὶ ἀναστένεις ; πέπαυσο , Κέκροψ ἄθλιε , καὶ τρέπου κατὰ σεαυτόν , ὦ πρέσβυ , | ||
. Ἀλλ ' ἔμελλες καὶ αὐτὸς οὐκ εἰς μακρὰν , ἄθλιε , τῆς παρανομίας κομίσασθαι τὰ ἐπίχειρα οὕτω σοι τῆς |
δὲ δύναται μέν , κωλύειν δὲ οὐ βούλεται , τοῦτο φθονεροῦ καὶ κακοποιοῦ . λέγομεν τοίνυν πρὸς τοῦτο ὅτι τὸ | ||
οὕτως , ἡ προαίρεσις καὶ ἡ φύσις τοῦ ἀγῶνος ἀνδρὸς φθονεροῦ τυγχάνει καὶ πονηροῦ καὶ βασκάνου . ἐπὶ τὸ ἕτερον |
: κοὐ τὸ σὸν μὲν εὖ παρὰ δίκην ἔσται κακίστης εὔνιδος τιμωρίαι , ἐμὲ δὲ συντήξουσι νύκτες ἡμέραι τε δακρύοις | ||
δος κλίνεται , γύννις γύννιδος ἀπὸ τοῦ γυνή , εὖνις εὔνιδος , λάτρις λάτριος ἀντὶ τοῦ λάτριδος . Καὶ αὕτη |
σήμερον Σικὶμ λεγομένη πόλις ἀσυνέτων : ὅτι ὡσεί τις χλευάσαι μωρὸν οὕτως ἐχλευάσαμεν αὐτούς : ὅτι καίγε ἀφροσύνην ἔπραξαν ἐν | ||
ἱερὰν καθαίρεται , ἄλλος ἐπαοιδαῖς ἐπιθετῶν ἐμπαίζεται , Ἰουδαῖος ἕτερον μωρὸν ἐξᾴδει λαβών . ὁ δὲ θεραπείαν ἔλαβε παρὰ τῆς |
πρῶτοϲ , ἠγάπηϲά ϲε , ἀγαπῶ ] , φιλῶ , Κράτεια φιλτάτη : τί ϲοι λυπηρόν ἐϲτι τῶν παρ ' | ||
καὶ Βιθύνιον νθ γʹ μβ ∠ ʹδ Φλαυϊόπολις ἡ καὶ Κράτεια . ξ μγ Τίμαια . . . . . |
ἐπίρρημα χρονικόν . ὁλοτελῶς σεαυτὸν ] ἀπολεῖς ἐς κόρακας ] ἀττικόν : ἤγουν ἀπέλθῃς νὴ τοὺς θεούς ] λείπει τὸ | ||
: τὸ “ κατακλινεὶς ” κοινόν , τὸ δὲ κατακλιθείς ἀττικόν . ἐκφρόντισόν τι τῶν σεαυτοῦ πραγμάτων : ἀντὶ τοῦ |
ἐργάζεσθαι καὶ πονεῖν ποριζόμενος τὸν βίον : πτωχὸς δὲ ὁ ἐπαίτης ὁ τοῦ ἔχειν ἐκπεπτωκώς , ἢ ἀπὸ τοῦ πτώσσειν | ||
δὲ πολλάκις τοῦτο ἦν καὶ ἔληγεν ὢν ὁ μὲν βασιλεὺς ἐπαίτης , ὁ δὲ Χρυσάνθιος τὴν ἀρχιερωσύνην τοῦ παντὸς ἔθνους |
' ἔστιν , οὐκ ἐνθυμοῦνται , καὶ ὡς ὁ Διογένης ἀπαχθεὶς πρὸς Φίλιππον μετὰ τὴν ἐν Χαιρωνείᾳ μάχην κατάσκοπος εἶναι | ||
. Εὖ λέγεις : καὶ καταδεδικάσθω καὶ παρὰ τὸν Τάνταλον ἀπαχθεὶς οὑτοσὶ δεδέσθω , μεμνημένος ὧν ἔπραξε παρὰ τὸν βίον |
, τὰ ἀκροστόλια . Ἀπολλόδωρος . : Ἀσαλής : ἡ ἄφροντις , ἡ μηδενὸς φροντίζουσα . Σάλη γὰρ ἡ φροντίς | ||
] ἕνεκα , τιμῆς . . ἀμέλει ] ἀργόν , ἄφροντις ἀφρόντιστος ἔσο , ἀφροντίστως ἔχε . , μὴ φρόντιζε |
] προδότης ἦν οὗτος . φιλαίτιον ] Ἰσοκράτης ἐπὶ τοῦ φιλοῦντος ἄλλους αἰτιᾶσθαι , νῦν δὲ ἐπὶ τοῦ εἰωθότος αἰτίας | ||
. Ὅπου βία πάρεστιν , οὐδὲν ἰσχύει νόμος . Ὀργὴ φιλοῦντος μικρὸν ἰσχύει χρόνον . Οὐπώποτ ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν |
τῆς πολλὴν ἐχούσης δύναμιν . ἢ οὕτως : ἱκετεύω , ἀμφιπόλει , ἤγουν περιπόλει , περίεπε , ἐπισκοπῆς ἀξίου τὴν | ||
. Λίσσομαι , παῖ Ζηνὸς Ἐλευθερίου , Ἱμέραν εὐρυσθενέ ' ἀμφιπόλει , σώτειρα Τύχα . τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται |
ἐχθρὸς οὔτε φύεται πρὸς χρήμαθ ' οἵ τε φύντες ἀρνοῦνται στυγεῖν . δεινὸς γὰρ ἕρπειν πλοῦτος ἔς τε τἄβατα καὶ | ||
εἰς τὸ ἦμαρ τῆς ζωῆς τὸ ὑπὸ Μοιρῶν δεσποζόμενον . στυγεῖν ] ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἴστω τίς . φῶτ ' |
χαίρουσι διαφερόντως ἅμα μὲν ἡδόμενοι , ἅμα δὲ ἀπατώμενοι τοῦ λυπηροῦ . αἱ δὲ θεωρητικαὶ καὶ εἴ τινές εἰσιν αὐτῆς | ||
τῶν αἰσχίστων , ἀδύνατος δὲ ἀπώσασθαι λύπην , ἐνίοτε μηδενὸς λυπηροῦ παρόντος , οὐ δυνάμενος δὲ ὑπομεῖναι πόνους , οὐδὲ |
: ἀποκείρεται σὸν ἄνθος πόλεος , ὁ Διὸς ἔκγονος , μέλεος Ἑλλάς , ἃ τὸν εὐεργέταν ἀποβαλεῖς ὀλεῖς μανιάσιν λύσσαις | ||
Κάλανος , ὁ μάταιος ὑμέτερος φίλος καὶ οὐχ ἡμέτερος : μέλεος καὶ τῶν ἀθλίων ἐλεεινότερος τὴν ψυχὴν ἑαυτοῦ ἀπώλεσε φιλαργυρήσας |
ἄρα τοῦ ἔτης ἡ κλητική ἐστιν ἔτα καὶ † Δωρικῶς ἔταν † . ὠόψ : ἐπίφθεγμα τῶν ἀφιέντων τινὰς ἅμα | ||
ὅτε τὸ κύριον μόλῃ φάος τόκου , δαίμονά τ ' ἔταν , ἄμαχον ἀπόλεμον ἀνίερον , Θράσος , μελαίνα μελάθροισιν |
] ! [ ] ! ! ! [ ] ! πατρόϲ ? ? ] ! ν πάλιν ] ! ! | ||
! ! ] , περίμενε . } ; ταύτην τοῦ πατρόϲ μ ' [ ἀποϲτερεῖν ] μέλλοντοϲ , ἠξιωκότοϲ [ |
, κἂν μὴ τοιαῦτα τὰ πράγματα ἐν αὐτοῖς , ὅτι κακοῦργον οὐδὲν ἐπιφαίνουσιν ἐπὶ τῆς κατασκευῆς , ἀλλ ' εἰσὶν | ||
σὺν ὀποβαλσάμῳ ἐγχριομένη ὀξυωπίαν παρέχει . Ζμύραινά ἐστιν θηρίον θαλάσσιον κακοῦργον καὶ πονηρὸν καὶ ἀλέπιδον , ἔχον φολῖδας μελαίνας ἐν |
εἰμι . Χαίροις , ὦ νύμφα : χαίροις , εὐπένθερε γαμβρέ . Λατὼ μὲν δοίη , Λατὼ κουροτρόφος , ὔμμιν | ||
εἰς τὴν ἰαμβικὴν κατάκλειδα , ἡ αὐτὴ ποιήτρια , ὄλβιε γαμβρέ , σοὶ μὲν δὴ γάμος , ὡς ἄραο . |
: τούτοις οὖν καὶ τοῖς τοιούτοις λογισμοῖς ἐπὶ τῶν δοκούντων ἀναισχύντων εἶναι πρός τι χρηστέον . Σωπάτρου καὶ Μαρκελλίνου . | ||
πέντ ' ἐλάφους κρύψειας ἢ ἕνα κίναιδον : ἐπὶ τῶν ἀναισχύντων . Θαλάττιος ὢν μή πως χερσαῖος γένῃ : ἐπὶ |
δὲ τοῦ σπουδαίου ζωὴ ἀγαθὴ καὶ ἡδεῖα , ἡ τοῦ σπουδαίου ἄρα ζωὴ αἱρετή : τὸ ζῆν ἄρα τῷ σπουδαίῳ | ||
αὐτῷ πάντα ταῦτα „ . τοῦτ ' ἔπαινός ἐστι τοῦ σπουδαίου , τὴν ἱερὰν ὧν ἔλαβε παρακαταθήκην , ψυχῆς , |
' ἄλλοισι μινυνθαδιώτερον ἄλγος ἔσσεται , ἢν μὴ καὶ σὺ θάνῃς Ἀχιλῆϊ δαμασθείς . ἀλλ ' εἰσέρχεο τεῖχος ἐμὸν τέκος | ||
αὔξει τοῦ πένθους : ἀντίτυπον καιρίαν : μὴ φρονοῦσαν ὡς θάνῃς : παραφρονοῦσαν , μὴ νήφουσαν . προσυπακουστέον τὸ καλῶς |
ἔργον . αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ Τηλέμαχ ' , ἦ μάλα δή τις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν | ||
τὸν δ ' αὖτ ' Ἀντίνοος ἀπαμειβόμενος προσέειπε : “ Τηλέμαχ ' ὑψαγόρη , μένος ἄσχετε , ποῖον ἔειπες . |
ταλαίπωρον εἶπεν αὐτόν : εἰ γὰρ καὶ πρὸς τῶν ἄλλων μισεῖται θεῶν , ἀλλ ' οὗτος συλλυπούμενος ὡς φίλος αὐτῷ | ||
, τάδε , προσεποιεῖτο πρόφασιν καὶ μανίαν , εἰδὼς ὅτι μισεῖται παρὰ τῶν πολιτῶν . διὸ καὶ βακτηρίαν ἔχων περιῄει |
αὐτοῦ βουλοίμην σταθμῶν ῥυτῆρα λιπέσθαι : ἀλλὰ τὸν αἰδέομαι καὶ δείδια , μή μοι ὀπίσσω νεικείῃ : χαλεπαὶ δέ τ | ||
στεῖχε παρὰ μνηστὴν ἄλοχον , κοίμιζε δ ' ἑταίρους : δείδια γὰρ τριτάτης μοίρης μελιηδέος οἴνου πινομένης , μή ς |
ἰδέαν δημιουργεῖς , εἰ μὲν θεατὴς ὢν τυγχάνεις , μιμητὴς γίνου τῆς θέας : ἂν δὲ τὸ εἶδος ἀκοῇ παραλάβῃς | ||
ἐπιβόητος δὲ ὁ μοχθηρὰν ἔχων τὴν φήμην . ἴσθι καὶ γίνου διαφέρει , ὅτι τὸ ἴσθι σημαίνει τὸ γίνωσκε : |
: παροιμιῶδες τὸ ἡμιστίχιον : ἐὰν μὴ πείσω : οὕτως κέκριται : εἴθε : ὅτε σε ἠξίουν βοηθῆσαί μοι : | ||
μυρία διεξερχόμενος ἀσεβὴς μὲν καὶ ἐπάρατος καὶ παρὰ τῷ σοφῷ κέκριται νομοθέτῃ , καταρᾶσθαι δέ , οὐκ εὐλογεῖν , νενόμισται |
πολλὰ δ ' ἀθρῆσαι : τοίαν φρίκην παρέχεις μοι . Αἰαῖ , αἰαῖ , δύστανος ἐγώ , ποῖ γᾶς φέρομαι | ||
ξένοι , μείνατε , πρὸς θεῶν . Τί θροεῖς ; Αἰαῖ αἰαῖ , δαίμων δαίμων : ἀπόλωλ ' ὁ τάλας |
τὸν ἴδιόν τε καὶ οἰκεῖον εἰπεῖν λόγον . ὅτι δὲ εὐήθης ὁ λόγος οὗτος , δείκνυσιν ἐκ τοῦ λέγειν ἕκαστον | ||
τῆς φύσεως τέχνη , καθάπερ ἀρχαία τις οὖσα καὶ σφόδρα εὐήθης , ἀχρεῖα καὶ περιττὰ προσθεῖσα τῷ σώματι . τί |
, δίκαιος συγγραφεύς , οὐδὲ Θουκυδίδης . ἀλλὰ κἂν ἰδίᾳ μισῇ τινας πολὺ ἀναγκαιότερον ἡγήσεται τὸ κοινὸν καὶ τὴν ἀλήθειαν | ||
μὴ ἁρμοδία τυγχάνεις εἰς τὸ συνοικεῖν ἀνδρί , διὰ τοῦτο μισῇ : καταθύμιος ἁρμοδία : τὸ εἰδέναι πῶς δεῖ συνοικεῖν |
ἔτι δ ' , ἔφη , καὶ τοῖσδε πλεονεκτήσω τοῦ ἱπποκενταύρου : ὁ μὲν γὰρ δυοῖν ὀφθαλμοῖν ἑώρα τε καὶ | ||
, ὅταν μὲν ἐπὶ τοῦ ἵππου γένωμαι , τὰ τοῦ ἱπποκενταύρου δήπου διαπράξομαι : ὅταν δὲ καταβῶ , δειπνήσω καὶ |
, ἵνα μὴ Δέκμος ἄρχοι χώρας τε ἐπικαίρου καὶ στρατιᾶς ἀνδροφόνος ὢν τοῦ πατρός , ἐπὶ δὲ τούτῳ καὶ ἐς | ||
μὲν οὖν γύναια τἄλλ ' ἠκκίζετο , ἡ δ ' ἀνδροφόνος Γνάθαινα γελάσασα . . . . καλοί γε , |
ἐπιθυμῶ : τὸ δὲ λελιημένος παρ ' Ὁμήρῳ ἀπὸ τοῦ λῶ τὸ θέλω γίνεται κατὰ τοὺς παλαιούς , ὅπερ λῶ | ||
γὰρ λεγομένης φωνῆς ἦν τὸ πάθος . καὶ ἔτι τὸ λῶ ἀφῃρημένον ἐκ τοῦ θέλω , ἢ καὶ τὸ βῆ |
εἰς θ ἀγαθός , ὡς κρεμάστρα κρεμάθρα . τὸ δὲ ἀγάζω παρὰ τὸ ἀγῶ : καὶ ὡς σκεδῶ σκεδάζω , | ||
. . . . ἀγασάμενοι : θαυμάσαντες : παρὰ τὸ ἀγάζω , τὸ θαυμάζω . . . . ἀγαστόρων : |
ταύτην ἀτιμάζεις : ἐπιδειχθήσει θ ' ἅμα ἀτυχὴς γεγονὼς καὶ σκαιὸς ἀγνώμων τ ' ἀνήρ . ” ὅμοιά γ ' | ||
αὐτὸς [ ἐστεφανῶσθαι ] πρότερον . ἀλλὰ πρὸς θεῶν οὕτω σκαιὸς εἶ καὶ ἀναίσθητος , Αἰσχίνη , ὥστ ' οὐ |
ὀχὴ ἡ τροφή : τὸ δ ' εἰπεῖν νύσσαν ἀοιδῆς κέρδιστον ἀνθρώποις νόημα ἀττικὴ ἡ σύνταξις . κέρδιστον : ἐπικερδὲς | ||
, σὺ δέ μοι πατρώϊε , φέρτατε παίδων Αἰγιόχου , κέρδιστον ἐν ἀθανάτοισι νόημα , φαῖνέ τε καὶ σήμαινε καὶ |
πλησίον ὥσπερ ὁ κλέπτης , ἀλλὰ τέλος ἔχει τὴν τοῦ μαινομένου σωτηρίαν . πᾶσα δὲ πρᾶξις ἀπὸ τοῦ τέλους τὸ | ||
δόξω εἶναι , ἐπειδὴ τὸ τὴν ἀλήθειαν λέγειν οὐκ ἔστι μαινομένου . τοσοῦτον οὖν , φησὶν , ἔξω γενήσομαι μανίας |
ἐρέει : σοὶ δ ' αὖ νέον ἔσσεται ἄλγος χήτεϊ τοιοῦδ ' ἀνδρὸς ἀμύνειν δούλιον ἦμαρ . ἀλλά με τεθνηῶτα | ||
ζῶντά τ ' εὐσοίας χάριν . Τίς δ ' ἂν τοιοῦδ ' ὑπ ' ἀνδρὸς εὖ πράξειεν ἄν ; Ἐν |
γὰρ τὸ πλατὺ σκαφεῖον . μακεδνῆς μηκεδανῆς , μακρᾶς . μαργαίνειν ἐνθουσιᾶν καὶ οἱονεὶ μαίνεσθαι . μαρμαρυγάς τὰς συνεχεῖς τῶν | ||
ῥάπτεις . . . ; . , : Τὸ δὲ μαργαίνειν , ὅ ἐστι μαίνεσθαι , καὶ ὁ πρωτότυπος αὐτοῦ |
ἐκάλεσεν αὐτῷ συνήγορον Δημοσθένην , ἀλλ ' οὐκ ἐμέ . Παρελθὼν δ ' ὁ μισοφίλιππος Δημοσθένης , κατέτριψε τὴν ἡμέραν | ||
εἷς δὲ τῶν βουλευτῶν ἦν Δημοσθένης ὁ ἐμὸς κατήγορος . Παρελθὼν δ ' ὁ Ἀριστόδημος , πολλήν τινα εὔνοιαν ἀπήγγειλε |
ἄγων : Ἡσυχάζων . . προβατίου βίον : Μωροῦ καὶ ἀνοήτου : [ διὰ τὸ ἀδρανὲς τῆς διανομῆς τῶν πραγμάτων | ||
καὶ φροντιστοῦ ἀνδρός , εἰ δὲ εἰς τὰ ἀριστερά , ἀνοήτου . εἰ δὲ εἰς τῶν ἄλλων μερῶν οἷον δή |
γὰρ δικαία γλῶσς ' ἔχει κράτος μέγα ὦ παῖ , σιώπα : πόλλ ' ἔχει σιγὴ καλά τί ταῦτα πολλῶν | ||
ἔχωδιαρρήξας τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ εἶπε : Λάβε καὶ ἐργάζου καὶ σιώπα . Δύσκολόν τις ἠρώτα : Ποῦ μένεις ; ὁ |
αὐτομάτως γινομένων : τὰς δ ' ἀρχὰς ἀορίστους εἶναι . Χαλεπὸν δὲ πάλιν αὖ τὸ τοὺς λόγους ἑκάστοις περιθεῖναι πρὸς | ||
' οὐ ταῦτ ' ἀλλ ' ἐκεῖν ' ᾑρούμεθα ; Χαλεπὸν Πάμφιλε ἐλευθέρᾳ γυναικὶ πρὸς πόρνην μάχη . πλείονα κακουργεῖ |
πωλῆσαι τὰ σά β οὐ προσγραφήσεται τὰ σά . μὴ φρόντιζε γ οὐ κερδανεῖς ἀπὸ τοῦ πράγματος τὸ σύνολον δ | ||
τὸ μὴ τεθνάναι . Ἕως ἡσυχάζειν ἔστι σοι , γῆς φρόντιζε καὶ οἰκοδόμου , ὅπως , ἐπειδὰν αὖθις εἰς τὸ |
αἰσχρὸν κάκιστον . Ὃ ἂν ὁμολογήσῃς , ποίει . Ἀτυχίαν κρύπτε , ἵνα μὴ τοὺς ἐχθροὺς εὐφράνῃς . Ἀληθείας ἔχου | ||
κόλαζε , ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε . . δυστυχῶν κρύπτε , ἵνα μὴ τοὺς ἐχθροὺς εὐφράνηις . Πᾶσιν ἄρεσκε |
ἀνδρὸς θάνατον τεκνόποινος , ἤτοι ποινὴν καὶ τιμωρίαν εἰσπράττουσα τοῦ τέκνου αὐτῆς , τουτέστι τῆς Ἰφιγενείας . οὐ δεισήνορα ] | ||
θ ' ὑπειδόμην τὴν σὴν ἃ πείσηι τ ' ἐκπεπνευκότος τέκνου , ἥκω δ ' ἀρήξων συμφοραῖσι ταῖσι σαῖς , |
συνήθους καὶ ἡ συνήθης τῆς συνήθους , ὁ κακοήθης τοῦ κακοήθους καὶ ἡ κακοήθης τῆς κακοήθους , οὕτω καὶ ὁ | ||
τὸ πεντάετες οὐδετέρως , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ὁ κακοήθης τοῦ κακοήθους τὸ κακόηθες οὐδετέρως : εὕρηται παρὰ τῷ συγγραφεῖ καὶ |
ταρβῶ γὰρ καὶ φοβοῦμαι τὴν ἀστεργάνορα παρθενίαν τῆς Ἰοῦς , εἰσορῶσα αὐτὴν δαπτομένην καὶ δαμαζομένην ἐν τῷ γάμῳ τοῦ Διός | ||
ἄλευ ' , ἆ δᾶ : φοβοῦμαι , τὸν μυριωπὸν εἰσορῶσα βούταν . ὁ δὲ πορεύεται δόλιον ὄμμ ' ἔχων |
πρόφασις καλῶς εὑρημένη : τὸν γὰρ γέροντα διαβαλοῦμαι τήμερον . Οἴμοι . τί [ δήποτ ' ] ἐστί ; μῶν | ||
ἐλύσσα . Τὸν δὲ νεβρὸς ἐξ ὕλης ἰδὼν ἔφησεν : Οἴμοι τῷ ταλαιπώρῳ : τί γὰρ μεμηνὼς οὕτως οὐχὶ ποιήσει |
φύσιν . Κοινὸν δέ γε , ὦ φίλε Σώκρατες , ὑπομίμνῃσκε ἡμᾶς τί ποτε τῶν προειρημένων βούλει δηλοῦν . Ἔσται | ||
ὑπομιμνῄσκοντες , ὅτι ἄνθρωποί εἰσιν . τοιοῦτόν τι καὶ σὺ ὑπομίμνῃσκε σεαυτόν , ὅτι θνητὸν φιλεῖς , οὐδὲν τῶν σεαυτοῦ |
' : οἰκτρὰ γὰρ τὰ δυστυχῆ βροτοῖς ἅπασι , κἂν θυραῖος ὢν κυρῆι . ἐς ξύμβασιν δ ' ἐχρῆν σε | ||
ἀστοῖσιν ἱδρύσῃς Ἄρη ἐμφύλιόν τε καὶ πρὸς ἀλλήλους θρασύν . θυραῖος ἔστω πόλεμος , οὐ μόλις παρών , ἐν ᾧ |
μέλλοντος ἀθλητοῦ μένει Ἀλκήν : ἐπὶ τοῦ μὴ ὑπερβάλλοντος . Ἀγροίκου μὴ καταφρόνει ῥήτορος : ὅτι οὐδὲ τῶν εὐτελῶν δεῖ | ||
. Ἀγρίπου ἀκαρπότερος : ἔστι δὲ ἄγριπος ἡ ἀγριελαία . Ἀγροίκου μὴ καταφρόνει ῥήτορος : ὑποθετική : ὅτι μηδὲ τῶν |
ἀμνημόνευτος θεὰν προδοῦς ' ἁλίσκεται . ὦ τλῆμον Ἰφιγένεια , συγγόνου μέτα θανῆι πάλιν μολοῦσα δεσποτῶν χέρας . ὦ πάντες | ||
γε συμφορὰς εὐκλεᾶ με θήσει . τάλαιν ' ἐγὼ σῶν συγγόνου θ ' ὑβρισμάτων , ὃς ἐκ δόμων νέκυς ἄθαπτος |
αὔξεις σὺν τῇ ἐμῇ ῥώμῃ : ἐγὼ δὲ δοκῶ οὐδὲν συναίτιος ὢν τῶν ἀγαθῶν παρέχειν ἐμαυτὸν ὥσπερ γυνὴ εὖ ποιεῖν | ||
διῆγεν ὁ Κῦρος , πᾶσιν ἡδονῆς μὲν καὶ ἀγαθοῦ τινος συναίτιος ὤν , κακοῦ δὲ οὐδενός . Ἀμφὶ δὲ τὰ |
ὁ χορὸς τῶν Ὠκεανίδων νυμφῶν ἐπὶ τῆς γῆς κατεληλυθώς . ἌΛΛΩΣ : ὁ χορὸς ἐπὶ τῆς γῆς κατεληλυθὼς λέγει πρὸς | ||
εἰσίν . ἕτεροι δὲ . . . κατὰ συγκοπήν . ἌΛΛΩΣ : συγκρουομένας . . . ὁ πόντος . τῶν |
τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον | ||
τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος : |
πέτρᾳ προσηλοῦσθαι τοῦτό φησιν χειμαζόμενον ] δαμαζόμενον , πάσχοντα Τίνος ἀμπλακίας : ἕνεκα τίνος κολάσεως , πταίσματος , ὀλέκῃ καὶ | ||
μοι , ἰὼ τλήμων . τί δέ σοι παῖδες πατρὸς ἀμπλακίας μετέχουσι ; τί τούσδ ' ἔχθεις ; οἴμοι , |
δὲ ὅτι ἑσπέρα ἐστὶν ἤδη : ἐγὼ δὲ νῆστις οὖσα ἐλαύνομαι . : ἌΛΛΩΣ : νόμον , ᾠδήν : ὅθεν | ||
δὲ , ὑπὸ τοῦ οἴστρου πεπληγμένη , γῆς πρὸς γῆν ἐλαύνομαι , ἀντὶ τοῦ , ἀφ ' ἑτέρας γῆς εἰς |
, τὰ δὲ μονόμετρα . μᾶτερ , ἅ μ ' ἔτικτες ] ἡ μονοστροφικὴ αὕτη περίοδος κώλων ἐστὶ χοριαμβικῶν κδʹ | ||
. τί με δῆτ ' , ὦ μελέα μᾶτερ , ἔτικτες ; ἀνόνητον ἄγαλμ ' , ὦ πάτερ , οἴκοισι |
οὗ δηλοῖ τὸν πόλεμον μαινομένη . μέμηνας ] ἐμάνης . μέμηνας ] ὀργίζῃ . μέμηνας ] μαίνῃ . γράφεται καὶ | ||
, ὡς οὐκ οἶσθα ποῦ ποτ ' εἶ λόγων : μέμηνας ἤδη , καὶ πρὶν ἐξεστὼς φρενῶν . στείχωμεν ἡμεῖς |
ἔσῃ ποτέ . Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν . Μὴ σπεῦδε πλουτῶν , μὴ ταχὺς πένης γένῃ . Μέγ ' | ||
μὴ ἐπείγου ὥσπερ ὑπὸ φλογὸς καιόμενος . παροιμία : μὴ σπεῦδε , οὐ γὰρ ἐπὶ πυρὸς βέβηκας . μὴ σπεῦδ |
. πρὸς ταῦτα βούλευ ' : ὡς ὅδ ' οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος , ἀλλὰ καὶ λίαν εἰρημένος : ψευδηγορεῖν | ||
εἶναι σχῆμα , ἔστι δέ τις καὶ παρὰ ταῦτα ὁ πεπλασμένος , ὃν ἐσχηματίσθαι λέγομεν . ἔτι τοίνυν , εἰ |
μὲν ὅτ ' ἦν μεθ ' ἡμῶν , φίλα δὲ θανοῦς ' ἔτ ' ἔσται , γενναιοτάταν δὲ πασᾶν ἐζεύξω | ||
εἶτά σοι τάχα ὄρνις γένοιτ ' ἂν τοῖσι μέλλουσιν γάμοις θανοῦς ' ἐμὴ παῖς , ὅ σε φυλάξασθαι χρεών . |
ζάψ . Πτωκὰς κύπειρος Μᾶτερ ὦ ποντία κλῦθι Νυμφᾶν ἁβρᾶν Δῶρι , κυμοκτύπων τ ' ἤραν ' ἁλίων μυχῶν . | ||
δ ' ἐν Μνηματίῳ φησίν : ψῦξον τὸν οἶνον , Δῶρι . Πρωταγορίδης δ ' ἐν βʹ τῶν κωμικῶν ἱστοριῶν |
] τις ? ? ? οὔτε δῆμος ⋮ οὔτ ' ἔτης ἀνήρ , τοιάνδε ? μοῖραν ⋮ παρὰ [ ] | ||
πόλις ] ? τις ? ? οὔτε δῆμος οὔτ ' ἔτης ? ἀνὴρ τοιάνδε ? μοῖραν παρὰ [ ] ? |
. . : σοφῷ γὰρ κτλ . . . ] Γνώμη . : πάσχειν δὲ κτλ . . . ] | ||
ἀναγράφει Λυγκεύς . Κορύδῳ συμπινούσης τινὸς ἑταίρας , ᾗ ὄνομα Γνώμη καὶ τοῦ οἴνου ὑπολίποντος εἰσφέρειν ἐκέλευσεν ἕκαστον δύο ὀβολούς |
περὶ ταῦτα εἱμαρμένην ἣν ἂν σὺ ἐπικλώσῃς δεῖ ἀνα - τλῆναι ἐλεγχόμενον . οὐ μέντοι περαιτέρω γε ὧν προτίθεσαι οἷός | ||
ὑπομένω , γίνεται τλάς καὶ ἄτλας , ὁ μὴ δυνάμενος τλῆναι : ἐξ αὐτοῦ ἀτάλλων , ὁ ἀπαθὴς καὶ μὴ |
ἢ ἓξ , σκεπτόμενον ἐς τὴν ἄνθρωπον : κἢν μὲν διαλύηται καὶ ἀσθενὴς γίνηται , διαλαμβάνειν ἐς ὅσον δεῖ χρόνον | ||
οὐ γὰρ ἔσται τοῦ παντὸς φθορὰ ἐὰν εἰς τὸ ὂν διαλύηται , τὸ γὰρ ὂν ἤτοι τὸ πᾶν ἢ μέρος |
ἐξισωτέον τὸ γοῦν ἴς ' ἀντιλέξαι : τοῦδε γὰρ κἀγὼ κρατῶ : οὐ γάρ τι σοὶ ζῶ δοῦλος , ἀλλὰ | ||
τὸ κρατήσας καὶ κόψας : παρὰ τὸ ἔχω : τὸ κρατῶ : ὁ παθητικὸς πα - ρακείμενος εἶχμαι : καὶ |
ποῖος ἦσθα νέρθεν ἐν κακοῖσιν ὤν ; ὡς ἐς τὸ λῆμα παντὸς ἦν ἥσσων ἀνήρ . πῶς οὖν † ἔτ | ||
πολλῶν καὶ διαφόρων συρραφὲν σακκίων καὶ ἐπίσαγμα τῶν ὄνων . λῆμα μὲν πάρεστι : ἐπέκθεσις τῆς διπλῆς ἀμοιβαία . . |
μεθύσας : ἐκ κακοῦ δαίμονος : γράφεται ἀρτιμαθῆ νόμον . ἀρτιμαθής δὲ ἀντὶ τοῦ ἀπηρτισμένως μαθοῦσα , ἢ ἀρτίως μαθοῦσα | ||
φρόνιμος . ἀρτίφρων ] ἐπιγνώμων , ὑστερόφρων . ἀρτίφρων ] ἀρτιμαθής . ἀρτίφρων ] ἐπιγνώμων , εἰδήμων . θ ἀρτίφρων |
ἐστιν ἢ καλῶς ἔχειν ἢ μηδὲν εἶναι καὶ στερηθῆναι πάτρας φίλου τ ' ἀδελφοῦ φιλτάτης τε συγγόνου . καὶ πρῶτα | ||
ὡς δὲ ἐκεῖνος ἀπῆρε , τὴν ὀροφὴν ἐποιούμην ἀντὶ τοῦ φίλου . πρὸς ἣν ἀναβλέπων κείμενος ἐπὶ τῆς κλίνης νῦν |
] τ ' οὖσα του [ ⌊ διὰ τί Κράτεια φρ [ ! ] ? [ ὁ τοῦτο ? ⌊ | ||
! ] ! ! [ διὰ τί , Κράτεια , φρ ! ? [ ὁ τοῦτο πράξαϲ ἑ ? ! |
μέντοι διάνοιαν σχεδὸν ἁπάντων , οἷς ἔφη διαφέρειν τὰ τοῦ ἐρῶντος ἢ τὰ τοῦ μή , ἐν κεφαλαίοις ἕκαστον ἐφεξῆς | ||
πέφυκεν ὁρᾶν ὀξύτερον οὑτοσὶ ὁ πάνυ ἐραστὴς ἐμοῦ τοῦ μὴ ἐρῶντος , ἀλλ ' ἔγωγε τοῦ σοῦ κάλλους αἴσθομαι οὐδενὸς |
ὅτι ἀπαρεμφάτῳ χρῆται ἀντὶ προστακτικοῖ , εἶναι ] ἀντὶ τοῦ ἔσο . . . . . α . ἔσσο α | ||
Τερπάνδρου ἀμφ ' ἐμοὶ ἄνακτα ἑκατηβόλον . λείπει δὲ τὸ ἔσο ἢ τὸ χόρευε ἤ τι τοιοῦτον . ἀμφί μοι |
σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν | ||
εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος |
μὲν δι ' ἐμὲ ἐσώθης , ἐγὼ δὲ διὰ σὲ ἀπωλόμην . . . . : / [ ! ] | ||
ζῶς ' ἥδ ' ἀνίης ' ἀτμὸν ἐμφανῆ . . ἀπωλόμην : οὐκ οἴσετ ' εἰς δόμους νέκυν ; νοεῖς |
γίνεται ὀπός , ἐξ οὗ παράγωγον ὀπάζω , ὡς γυμνὸς γυμνάζω , μόνος μονάζω , ἵππος ἱππάζω , οἷον ” | ||
ἀντιπεριποιούμενον τῶν διαθέσεων . ἔστι γοῦν μοναδικὴ μὲν διάθεσις ἡ γυμνάζω σέ , ἀντιπεριποιουμένη δὲ ἐκ τοῦ ἴσου ἡ γυμνάζομαι |
Εἶδος ἀετοῦ [ ὁ ἁλιαίετος ] ἐν θαλάσσῃ διαιτώμενος . ἄπελθ ' ἀφ ' ἡμῶν καὶ σὺ καὶ τὰ στέμματα | ||
δ ' ὅτῳ πάρεστι λῆψις ὧν ἐρᾷ καθ ' ἡμέραν ἄπελθ ' , ἄπελθε , παῖ : τάδ ' οὐκ |
λαμβάνων κατέπινεν . καὶ οὕτως ἐπὶ πολλῶν τούτου γινομένου , ἄτεκνος ἔμενεν ἡ Ῥέα . ὅτε οὖν ἐγέννησε τὸν Δία | ||
προτέρας Ἀρσινόης γενηθέντας αὐτῷ παῖδας : αὐτὴ γὰρ ἡ Φιλάδελφος ἄτεκνος ἀπέθανεν . ὧδε καὶ ἀθανάτων : φέρει σύγκρισιν ἀπὸ |
καὶ λέγοις πρόσω . μακράν γε μὲν δὴ ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις . βραχὺς τορός θ ' ὁ μῦθος : | ||
νοητέον καὶ ἐπὶ τῆς Γλαύκης , εἴπερ με τῷ ὄντι στέργει ἡ γυνή , καὶ ἄνευ τοῦ λαβεῖν τὰ δῶρα |
ζῶσι πάντες „ . ἆρ ' οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τρισμακάριος καὶ τρισευδαίμων βίος , ἀγαπητικῶς ἔχεσθαι τῆς θεραπείας τοῦ | ||
φυσιολογεῖν . . ὢ τρισμακάριος ] ἔκπληξις μετὰ εἰρωνείας . τρισμακάριος ] ὑπάρχει ὁ Σωκράτης , λίαν μακαριστός . ἐστίν |
ἐὰν δὲ εἴπῃϲ καλὸϲ ἄνθρωποϲ , ἰδοὺ ὧδε εἰϲ τὸ λοϲ ἐτέθη ἡ βαρεῖα , ὅτι μετὰ ταῦτα ἐτέθη τὸ | ||
τίθεται : οἷον ἄνθρωποϲ καλόϲ . ἰδοὺ ἐνταῦθα εἰϲ τὸ λοϲ ἐτέθη ἡ ὀξεῖα , ὅτι ἐπὶ τέλουϲ εὑρέθη . |
, σὺ δὲ ἀγροίκως ἐποίησας μόνη κοιμηθεῖσα ἐν ῥόδοις καὶ σωφρο - νήσασα ἐν οὐ σώφροσιν . ἢ γὰρ τῶν | ||
καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια , ἐπεὶ ἀγαθαί εἰσι , |
τοῦ δος κλίνεται , γύννις γύννιδος ἀπὸ τοῦ γυνή , εὖνις εὔνιδος , λάτρις λάτριος ἀντὶ τοῦ λάτριδος . Καὶ | ||
τὴν ἑνὸς γενικὴν ἔνις , καὶ πλεονασμῷ τοῦ υ , εὖνις . οὕτως εὗρον ἐν τῷ περὶ Παθῶν . Ἐλαφρός |
ἒ ἕ , ἒ ἕ , ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω : ὦ πότνι ' Ἥρα . ἔλακον ἀξόνων βριθομένων | ||
! ! ! ! ! ! ] Φοῖβε , τίνα κλύω τὸν α ? [ ὁ θυηπόλος [ ! ! |
τί πταίσας καὶ κολασθεὶς ἐνταῦθα προσήλωσαι . καὶ εἰ μὲν περισπᾶ - ται τὸ ποινᾶς , οὕτως , εἰ δὲ | ||
, μακρὰ βιβάσθων . . Ν : Βιβάσθων : Τυραννίων περισπᾶ , οὐχ ὑγιῶς : ὁ γὰρ χαρακτὴρ βαρεῖαν τάσιν |
Ἐς δ ' : εἰς δὲ ταύτην . Στυγερήν : μισητήν . πόθων : γράφεται πόνον . Ὡς δέ : | ||
. δωμάτων ] ἀπὸ τῶν οἴκων αὐτῶν . στυγερὰν ] μισητήν . στυγερὰν ] ὀδυνηράν . στυγερὰν ] ἄτιμον . |
. . , : τάλας : παρὰ τὸ τάλλω καὶ τλῶ κατὰ συγκοπὴν ῥῆμα . . . . . . | ||
ὁμοίως πεποίηται . οὕτως Ἀπολλώνιος . Ὄτλος . παρὰ τὸ τλῶ τὸ κακοπαθῶ καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο . ἢ παρὰ |
χρόνον φέρεται τοῦτο , κίνδυνοϲ μὴ οὐ δυνήϲηται διαρκέϲαι ὁ ἄνθρωποϲ , ἕωϲ ἂν πεφθῇ ἡ νόϲοϲ . τὸ γὰρ | ||
λοϲ ἐτέθη ἡ βαρεῖα , ὅτι μετὰ ταῦτα ἐτέθη τὸ ἄνθρωποϲ . Περὶ γὰρ τῆϲ μακρᾶϲ καὶ τῆϲ βραχείαϲ οὐκ |
[ . ] οὐχ ? ? ? ὁρᾶιϲ με , κακόδαιμον , πάλαι ; ἀπροϲδόκητον [ ] . οὐχ ὑγιαίνει | ||
, ὃν χρῆν φράζειν ἀνθρωπείως ; Ἀλλ ' , ὦ κακόδαιμον , ἀνάγκη μεγάλων γνωμῶν καὶ διανοιῶν ἴσα καὶ τὰ |
πορρωτάτω μὲν τοῦ οἰκείου θάλπεοϲ , ἐγγυτάτω δὲ τῆϲ ἔξω ψύξιοϲ . ἐν γὰρ τῇ νειαίρῃ γαϲτρὶ κατωτάτω ἵζει προϲωτάτω | ||
ἀρχὰϲ ἴϲχῃ ἐπιμήκεαϲ , βάροϲ , δυϲκινηϲίη , νάρκη : ψύξιοϲ αἴϲθηϲιϲ , ἄλλοτε θάλπεοϲ ὑπερβολή . ὕπνοι ϲμικροί , |
ἐφ ' ὧν οὖν καὶ ἔμφραξίς ἐστι μεγίστη καὶ φλεγμονὴ σκιρρώδης καὶ ἡ δύναμις ἔρρωται , ἐπὶ τούτων παραλάμβανε κένωσιν | ||
ἐπὶ μὲν τοῖς δι ' ὄξους ἐπιχρίσμασιν ἀξιολόγως καθαιρούμενος ὁ σκιρρώδης ὄγκος , ἐπὶ δὲ τοῖς χαλαστικοῖς μαλακυνόμενος μέν , |
τὸ ῥέω , οὗ μέλλων νάσω , νάμα , ὡς δράσω δράμα . Ναρόν . παρὰ τὸ αὐτὸ ῥῆμα , | ||
βλέποντα κοὐκ ἀφῆκας εἰς Ἅιδου μολεῖν ; Οἴμοι , τί δράσω ; πῶς ἀπιστήσω λόγοις τοῖς τοῦδ ' ὃς εὔνους |
. καὶ γὰρ εἰ πράττει κακῶς , τοῦτό γε οὐκ ἀρνοῦμαι , ἄλλως θ ' ὅτε ἀδικεῖ μὲν οὐδέν , | ||
ἐκ τοῦ πράγματος γιγνομένας πρὸς ἑτέρους φιλονεικίας καὶ μάχας οὐκ ἀρνοῦμαι μὴ οὐχὶ συμβεβηκέναι μοι . Περὶ δὲ τῶν ποιημάτων |
. ἄναξ : ὦ Ἑρμῆ . ἐμήσαο : ἐμήσω , ἐβουλεύσω , ἐμηχανήσω . τέλος : εὕρημα , τὴν τάξιν | ||
ἔδει βουλεύσασθαι πρῶτον τὸν μέλλοντα τυραννοκτονεῖν , σὺ μαινόμενος οὐκ ἐβουλεύσω : σωφρονούντων γὰρ ἔργον ἐστίν , ὥστε τῶν ὀφειλόντων |
δημοσίᾳ ; ἢ αὕτη μέν σε οὐκ ἄλλου του χάριν ὁμότιμον ἐποιήσατο καὶ παρακαλεῖ ἐξ ἁπάσης γῆς καὶ θαλάσσης καὶ | ||
μήτ ' ἐπιθυμίᾳ τοῦ σχήματος πρὶν ἢ κάλλιον ἀποδεῖξαι τὸν ὁμότιμον . πάντως δὲ καὶ Ξάνθος , ἀθάνατος ἵππος , |