| , καὶ μὴ ἐς ἅπαξ , ἀλλὰ δεκάκις . „ παραιτησαμένου δὲ αὐτοῦ τὰ χρήματα ” σὺ δ ' ἀλλὰ | ||
| τοῖς βουλομένοις ἐνδύσασθαι καὶ συμπαῖξαι ἡνδήποτε παιδιὰν καὶ τοῦ Πλάτωνος παραιτησαμένου διὰ τοιούτου στίχου : οὐκ ἂν δυναίμην θῆλυν ἐνδῦναι |
| μόνου βασιλέως , Πτολεμαίου δὲ μόνου ναυάρχου , Λυσιμάχου δὲ γαζοφύλακος , Σελεύκου δ ' ἐλεφαντάρχου . καὶ ταῦτα οὕτως | ||
| δ ' ἀναγραφὴν αὐτῷ δοθῆναί φησιν ὕστερον ὑπὸ Ξενοκλέους τοῦ γαζοφύλακος . : Ἔσται δὲ Βάκτρα καὶ τοῦ στόματος τῆς |
| ιβʹ . χρῶ . Ἄλλο θαυμαστόν . Ἀσφοδέλου ῥίζας λαβὼν ξέε τὸ ἐπιπολῆς καὶ συγκόψας ἕψε σὺν ἐλαίῳ ἀρκοῦντι καὶ | ||
| Τζέτζης λέγει : ἀλλ ' οὐδαμῶς , ἄνθρωπε : μηδαμῶς ξέε : οὕτω γάρ , οἶδα , Ἀττικοῦ τρόπου λόγος |
| τὸ μή συνάγειν γυναῖκας μηδὲ δειπνίζειν ὄχλον , ἀλλ ' οἰκοσίτους τοὺς γάμους πεποιηκέναι . Ἂν ἔτι πιεῖν μοι δῷ | ||
| ὦ Λάχης , ἀστεῖον ἐπιτήδευμα κρίνω τῷ βίῳ . Οὐκ οἰκοσίτους τοὺς ἀκροατὰς λαμβάνεις . Φιλόμουσον εἶν ' αὐτὸν πάνυ |
| καὶ τερατολογεῖν , Ἡσίοδον μὲν Ἡμίκυνας λέγοντα καὶ Μεγαλοκεφάλους καὶ Πυγμαίους , Ἀλκμᾶνα δὲ Στεγανόποδας , Αἰσχύλον δὲ Κυνοκεφάλους καὶ | ||
| ἄν τις αἰτιάσαιτο ἄγνοιαν , Ἡμίκυνας λέγοντος καὶ Μακροκεφάλους καὶ Πυγμαίους : οὐδὲ γὰρ αὐτοῦ Ὁμήρου ταῦτα μυθεύοντος : ὧν |
| ἔχειν ὧνπερ αὐτῷ προφέρει ὁ κατήγορος , καταθεὶς δὲ τὰ ὑποφόνια καθαρὸς ἥκειν . ὁρᾷς καὶ τοὺς ἐπιβοηθοῦντας ἑκατέρῳ διχῆ | ||
| Φιλήμων ἐν ἀρχῇ τοῦ Σαρδίου διδάσκει . . . . ὑποφόνια : τὰ ἐπὶ φόνῳ διδόμενα χρήματα τοῖς οἰκείοις τοῦ |
| ἕνεκα ἀργύριον , τοὺς δὲ δημιουργοὺς αὐτοῦ τούτου , τοὺς ζωγράφους , ἀτιμάζοι τε καὶ μὴ βούλοιτο παρ ' αὐτῶν | ||
| ' ἦν [ ἡ Λαὶς ] καλὴ ὡς καὶ τοὺς ζωγράφους ἐρχομένους πρὸς αὐτὴν ἀπομιμεῖσθαι τῆς γυναικὸς τοὺς μαστοὺς καὶ |
| ἐπιθετικὰ εἴη : ἡμέρα ἀσκέρα διφθέρα λακέρα . τὸ δὲ Γλυκερά ὀξύνεται , εἴτε κύριον , εἴτε ἐπιθετικὸν εἴη . | ||
| ἐπιθετικὰ εἴη : ἡμέρα ἀσκέρα διφθέρα λακέρα . τὸ δὲ Γλυκερά ὀξύνεται , εἴτε κύριον , εἴτε ἐπιθετικὸν εἴη . |
| Μήπω γ ' , ἱκετεύω ς ' , ἀλλ ' ἀνάμεινον , ὡς ἐγὼ κριθὰς ποριῶ σοι καὶ βίον καθ | ||
| αἰτιατικῇ , ὡς τὸ λέγω σοι λόγον . Θ . ἀνάμεινον : Καρτέρησον . . πρόσμεινον . . μὰ Δί |
| ἐξῆν γε δή που παρελθεῖν σιωπῇ , καὶ οὐκ ἔμελλες ὀφλήσειν ἀλογίου . ἀλλὰ γὰρ οὐκ εἰ Πλάτων ὁ τῶν | ||
| τι πεποιηκότας ἐξαπατῆσαι , καὶ ταῦτ ' οὐ μικρὰν ζημίαν ὀφλήσειν μέλλουσαν ; οὐ γὰρ εἰ μὴ χρήματ ' ἀπόλλυτε |
| ἐκεῖνος , ἐπειδή οἱ ὁ πάππος εἰς Μήδους ἀφικομένῳ δαῖτα ἐχορήγει βασιλικήν , τότε γὰρ οὐ μετρίως ἐτρύφα τὸ Μηδικόν | ||
| κατετίθετο , ἀλλ ' ἰδίᾳ ἐθησαύριζεν : οὔτε τοῖς στρατιώταις ἐχορήγει τὰς μισθοφορίας , οὔτε τοῖς ἡγεμόσι μετεδίδου τούτων , |
| . Καὶ μὴν ἴση νῷν ἐστιν ἡ ' ξαμαρτία . Θάρσει : σὺ μὲν ζῇς , ἡ δ ' ἐμὴ | ||
| Φῆ μέγα κωκύουσα : πάις δέ μιν ἀντίον ηὔδα : Θάρσει , μῆτερ ἐμεῖο , κακὴν δ ' ἀποπέμπεο φήμην |
| καὶ ἡ ἀετῶν σεμνότης . μέλλοντος δὲ ἤδη τοῦ Διὸς ἐγχειρίζειν αὐτῷ τὸ σκῆπτρον ἡ γλαῦξ ἰδοῦσα τὸ ἑαυτῆς ἐν | ||
| μὲν οἰομένων δεῖν τὴν στρατηγίαν καὶ τὴν τῶν ὅλων ἐξουσίαν ἐγχειρίζειν Ἡρακλείδῃ διὰ τὸ τοῦτον δοκεῖν μηδέποτ ' ἂν ἐπιθέσθαι |
| Ξάνθου κελεύσαντος οἶνον τῷ ξένῳ δοθῆναι πιεῖν , πάλιν ἐκεῖνος διελογίσατο καθ ' αὑτὸν ὡς „ αὐτοὺς μὲν πρότερον ἔδει | ||
| , ἐλοιδόρησεν . ἢ κακὰ συνῆξεν τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ ἢ διελογίσατο κακά : ληστεύσω , ἁρπάσω . ἡ δὲ ἐλπὶς |
| εὐθὺς ἐξελεύσομαι . „ ἀπὸ τούτου καὶ συνέβη πάντας τοὺς πόρνους ἀναισχύντους εἶναι . τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις | ||
| πρὸς τὸν χορὸν ἀνάπαιστον , ἐν ᾧ ἦν εἶναί τινας πόρνους μεγάλους Τιμαρχώδεις , οὐδεὶς ὑπελάμβανεν εἰς τὸ μειράκιον , |
| ἄγραν συνελάμβανέ τι , ἐκ τούτου μέρος καὶ τῷ ἑτέρῳ παρέβαλλεν . ἀγανακτοῦντος δὲ τοῦ θηρευτικοῦ καὶ τὸν ἕτερον ὀνειδίζοντος | ||
| ἔξω δειπνοίη , ἐκόμιζέ τι αὐτῷ καὶ προσιόντι καὶ σαίνοντι παρέβαλλεν . ὁ δὲ ὄνος φθονήσας προσέδραμε καὶ σκιρτῶν ἐλάκτισε |
| ὧν εἰσὶ καὶ οὗτοι οἱ Πυγμαῖοι : οὐδ ' Ἀλκμᾶνος Στεγανόποδας ἱστοροῦντος , οὐδ ' Αἰσχύλου Κυνοκεφάλους καὶ Στερνοφθάλμους καὶ | ||
| μὲν Ἡμίκυνας λέγοντα καὶ Μεγαλοκεφάλους καὶ Πυγμαίους : Ἀλκμᾶνα δὲ Στεγανόποδας : Αἰσχύλον δὲ Κυνοκεφάλους καὶ Στερνοφθάλμους καὶ Μονομμάτους καὶ |
| , καὶ ἔστη αὐτῷ ἄμφω : ψυχρὸς δὲ ἐγένετο : ἐλούετο δὲ μέχρι τῶν αἰδοίων κάτω πάνυ πολλῷ , ἕως | ||
| τε τοῦ Ἀθήνησιν Ὀλυμπιείου καὶ τῶν ἐν Δήλῳ ἀνδριάντων . ἐλούετο δὲ κἀν τοῖς δημοσίοις βαλανείοις ὅτε δημοτῶν ἦν πεπληρωμένα |
| , πολλὰ φανεῖται : κἂν πολλὰ εἴπῃς , πάλιν αὖ ψεύσῃ : οὐκ ὄντος γὰρ ἑκάστου ἑνὸς οὐδὲ πολλὰ τὰ | ||
| πρόδηλον γάρ . εἰ δὲ εἴπῃς εἰς ἀνομοιομερῆ , πάλιν ψεύσῃ : τὰ γὰρ ἀνομοιομερῆ οὐ προσαγορεύονται τῷ ὀνόματι τοῦ |
| ποιεῖ καὶ αἱμορραγίαϲ ἵϲτηϲι καὶ εἴ τι διακαὲϲ ἐμψύχει καὶ κόλπουϲ παρακολλᾷ : ἐϲτὶ δὲ καὶ τῶν ἄλλων ἑλκῶν προϲφάτων | ||
| πρὸϲ πᾶϲαν ἀπόϲταϲιν καὶ φύματα κατὰ μαϲτούϲ , φύγεθλα , κόλπουϲ , ϲύριγγαϲ , παρωτίδαϲ , ἄνθρακαϲ . ταύταιϲ χρῶ |
| υἱεῖς Ἀθηναίους , ὅτι εἰσήγαγεν τάριχος . [ οὓς καὶ Τιμοκλῆς ἰδὼν ἐπὶ τῶν ἵππων δύο σκόμβρους ἔφη ἐν τοῖς | ||
| καὶ τίς ὁ Τηλέμαχος . καὶ ὁ Δημόκριτος ἔφη : Τιμοκλῆς ὁ τῆς κωμῳδίας ποιητὴς ἐν μὲν δράματι Λήθῃ φησί |
| . Χιονίδης : ἆρ ' ἂν φάγοιτ ' ἂν καὶ ταρίχους , ὦ θεοί ; καί : ἐπὶ τῷ ταρίχει | ||
| κακουμένῳ : ὥσθ ' ἅττ ' ἔχω ταῦτ ' ἐς ταρίχους ἀπολέσω . Ἀριστοφάνης Δαιταλεῦσιν : οὐκ αἰσχυνοῦμαι τὸν τάριχον |
| σοι τοὺς πέλας , καὶ σὺ χρῶ αὐτοῖς . ἃ ψέγεις , μηδὲ ποίει . μηδείς σε πειθέτω ποιεῖν τι | ||
| ὥστ ' , εἰ παρῆσθα , τὸν θεὸν τὸν νῦν ψέγεις εὐχαῖσιν ἂν μετῆλθες εἰσιδὼν τάδε . ξυνήλθομεν δὲ βουκόλοι |
| . εὑροῦσαι δὲ παρέσχον τῇ Ἀθηνᾷ , καὶ Ἀπόλλωνος αὐτὴν ἐγκαλοῦντος , ἡ Ἀθηνᾶ ἔῤῥιψε τὰς ψήφους ἐν τόπῳ τῆς | ||
| μὲν Φίλιππον αἰτιωμένων ἄρχειν τοῦ πολέμου , Φιλίππου δὲ Ἀθηναίοις ἐγκαλοῦντος . τὰς δ ' αἰτίας , δι ' ἃς |
| Ἀριστόξενος δ ' ἐν τοῖς Ἱστορικοῖς ὑπομνήμασί φησι Πλάτωνα θελῆσαι συμφλέξαι τὰ Δημοκρίτου συγγράμματα , ὁπόσα ἐδυνήθη συναγαγεῖν , Ἀμύκλαν | ||
| Ζεὺς δὲ νεμεσήσας ἐβούλετο μὲν σύμπασαν αὐτοῦ τὴν οἰκίαν κεραυνῷ συμφλέξαι , δεηθέντος δ ' Ἀπόλλωνος μὴ αὐτὸν ἀπολέσθαι πανώλεθρον |
| Γ πραττόντων ὡς μηδενὸς αὐτοῖς ἀντιπράττοντος Γ “ ἐρήμας ⌈ τρυγήσεις ” [ τρυγήσειν “ Γ ] . Γ ἔστι | ||
| ἀληθής , χωρούμενος . Οὗ ξύλον φέρων καὶ καρπὸν ἐρῶν τρυγήσεις ἀεὶ τὰ παρὰ Θεῷ ποθούμενα , ὧν ὄφις οὐχ |
| ἔτι νεωτέρους ἐκείνου πολλὰ ἀγνοεῖν καὶ τερατολογεῖν : Ἡσίοδον μὲν Ἡμίκυνας λέγοντα καὶ Μεγαλοκεφάλους καὶ Πυγμαίους , Ἀλκμᾶνα δὲ Στεγανόποδας | ||
| . Ἡσιόδου δ ' οὐκ ἄν τις αἰτιάσαιτο ἄγνοιαν , Ἡμίκυνας λέγοντος καὶ Μακροκεφάλους καὶ Πυγμαίους : οὐδὲ γὰρ αὐτοῦ |
| , οὐδ ' Ἀλκμᾶνος Στεγανόποδας ἱστοροῦντος , οὐδ ' Αἰσχύλου Κυνοκεφάλους καὶ Στερνοφθάλμους καὶ Μονομμάτους , ὅπου γε οὐδὲ τοῖς | ||
| Μεγαλοκεφάλους καὶ Πυγμαίους : Ἀλκμᾶνα δὲ Στεγανόποδας : Αἰσχύλον δὲ Κυνοκεφάλους καὶ Στερνοφθάλμους καὶ Μονομμάτους καὶ ἄλλα μυρία . Ἀπὸ |
| ὁ πεπαιδευμένος καὶ αἰδήμων λέγει : δὸς ὃ θέλεις : ἀπόλαβε ὃ θέλεις . λέγει δὲ τοῦτο οὐ καταθρασυνόμενος , | ||
| . ἀνίστασο δέ , φιλτάτη , καὶ ἄπιθι χαίρουσα : ἀπόλαβε καὶ σὺ τὸν ἄνδρα τὸν σεαυτῆς : ζῇ γὰρ |
| ] ἀντὶ τοῦ προκρινῶ . . ἐρημωθεὶς ] ἀντὶ τοῦ μονωθείς . . ἀλεξήσασθαι ] ἀμύνασθαι . . ἡμιόλιος ] | ||
| ἐγώ σε ἀνταμυνοῦμαι . ” Ἐν μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν μονωθείς , ἐκδυσάμενος καὶ τὰς χεῖρας ἑαυτοῦ κροτῶν καὶ τινάσσων |
| ἀδικεῖ : ἐπεὶ δὲ καὶ φυσικὸς νόμος ἐστὶ τοὺς εὐεργέτας ἀντευποιεῖν , καὶ μὴ ἀγνοῶν , ἅτε φυσικὸν ὄντα , | ||
| ἀντευποιήσει , λυθείη ἂν ἡ φιλία : διὰ γὰρ τὸ ἀντευποιεῖν καὶ ἀντιπάσχειν φιλοῦσι . τοῖς μὲν δὴ πρὸς χρῆσιν |
| ἄρα ἰδὼν ἀνὴρ ἄνδρα ἕτερον ἀργύριον ἀναιρούμενον πολὺ ἐδεῖτό οἱ δανεῖσαι ἐπὶ τόκῳ , ὁ δ ' οὐκ ἠθέλησεν , | ||
| μὲν προσέφερον τὸν χάρακα πρὸς τὴν ἄκραν . διὰ χειρὸς δανεῖσαι ζάγρα ἀφελοῦμαι τηρεῖν μὲν ἑτέροις οἱ γέροντες δυνάμεθα . |
| συμπόσιον , λῆξαι τὸν πότον , ἐκδειπνῆσαι , ἀπαναστῆναι τοὺς συμπότας , ἐξαναστῆναι , ἐξελθεῖν , ἀπαλλαγῆναι , ἐπὶ κοίτην | ||
| αὐτὸς καθ ' ἑαυτὸν καὶ οἱ σύνδειπνοι , καλεῖ τοὺς συμπότας τούτους τις τῶν εὐνούχων . καὶ ὅταν εἰσέλθωσι συμπίνουσιν |
| . , , : ἐκ δὲ τῆς Φαιστοῦ τὸν τοὺς Καθαρμοὺς ποιήσαντα διὰ τῶν ἐπῶν Ἐπιμενίδην φασὶν εἶναι . . | ||
| τῶν Σιμωνίδου τινὰς ἰάμβων ὑποκρίνεσθαι . τοὺς δ ' Ἐμπεδοκλέους Καθαρμοὺς ἐραψῴδησεν Ὀλυμπίασι Κλεομένης ὁ ῥαψῳδός , ὥς φησιν Δικαίαρχος |
| ἀνακαίνωσις τῶν πνευμάτων ὑμῶν . ἀλλ ' οὐ σοὶ μόνῳ ἀπεκαλύφθη , ἀλλ ' ἵνα πᾶσιν δηλώσεις αὐτά . μετὰ | ||
| καὶ πέντε ἡμέρας νηστεύσαντός μου καὶ πολλὰ ἐρωτήσαντος τὸν κύριον ἀπεκαλύφθη μοι ἡ γνῶσις τῆς γραφῆς . ἦν δὲ γεγραμμένα |
| δὲ ὁμολογῶ μαλακὸς εἶναι καὶ τὰ δεινὰ πόρρωθεν δεδιέναι , ἀπαγορεύω μέντοι μὴ συνταράττειν ἡμᾶς πρὸς ἀλλήλας τὰς πόλεις , | ||
| Θηβαίων φρονεῖ . Βοιωτοὶ γὰρ οὗτοι . . . . ἀπαγορεύω ] ἀντὶ τοῦ ἀγορεύω , ὅ ἐστι λέγω . |
| καὶ πολίταις θεοῦ . μᾶλλον τοῖς μὴ δυναμένοις σε ἀμείβεσθαι χαρίζου . οὐδεὶς ἂν γένοιτο εὔλογος , ὅπου λογισμὸς τοῦ | ||
| . Θεράπευε τὸν δυνάμενον , ἄνπερ νοῦν ἔχῃς . Θυμῷ χαρίζου μηδέν , ἄνπερ νοῦν ἔχῃς . Θυσία μεγίστη τῷ |
| βουλῆς καὶ ἱππάρχοις καὶ χιλιάρχοις αὐτοῦ Πομπηίου , ὁ δὲ Ποπίλιος αὐτοὺς ἐς Ῥώμην ἔπεμπε δικασομένους τῷ Πομπηίῳ . κρίσεως | ||
| αὐτῷ καὶ λέγοντι βουλεύσεσθαι , κύκλον τῇ ῥάβδῳ περιέγραψεν ὁ Ποπίλιος καὶ εἶπεν ” ἐνταῦθα βουλεύου . “ ὃ μὲν |
| ὁμότροπος , ὁμόδουλος , ὁμόνους , ὁμόφωνος , ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος , ὁμόφυλος , ὁμόδημος , ὁμωρόφιος , ὁμότιμος , | ||
| , καὶ οὐδὲ Δία ξένιον ᾐδέσθη , ἀλλὰ Κλεάρχῳ καὶ ὁμοτράπεζος γενόμενος αὐτοῖς τούτοις ἐξαπατήσας τοὺς ἄνδρας ἀπολώλεκεν . Ἀριαῖος |
| ἄπειμι . Διπλάσιον ἀπόλαβε τὸ μίσθωμα . Οὐκ ἂν ὑπομείναιμι ἀνδροφόνῳ συγκαθεύδειν . Μὴ δέδιθι , ὦ Ὑμνί : ἐν | ||
| δητε τὸν πατέρα οὕτως οἰκτρῶς ἀνῃρημένον , μηδὲ συγχωρήσατε τούτῳ ἀνδροφόνῳ μὴ δοῦναι δίκην , ἀλλ ' ἀνέλετε , καὶ |
| ἄρρενα . καλὸν δ ' οἶμαι , μὴ φιλαύτως ἀπολαῦσαι θελήσαντας , ὅπως ἰδίᾳ τι χρηστὸν ἀποίσονται σκοπεῖν ὅλην παρά | ||
| πάθος . λέγεται δὲ ὁ λόγος πρὸς τοὺς ἄλλα μὲν θελήσαντας ἄλλων δὲ τυχόντας . λέγει δὲ Ἔφορος αὐτὸν λιμῶι |
| . τί γὰρ κάλλιον ψυχῇ καὶ σώματι νοῦν ἐλλάμπειν ἐν ἀναισθήτῳ σώματι ἢ ἐν αἰσθητικῷ ; καὶ εἰ τὸ πρῶτον | ||
| κλᾶε τοὺς θανόντας : οὐ γὰρ ὠφελεῖ τὰ δάκρυ ' ἀναισθήτῳ γεγονότι καὶ νεκρῷ . τί τῷ θανόντι δῶρα λαμπρὰ |
| Ἀχιλῆι μάλιστ ' ἦν ἠδ ' Ὀδυσῆι : τοὺς γὰρ νεικείεσκε . τότ ' αὖτ ' Ἀγαμέμνονι δίῳ ὀξέα κεκληγὼς | ||
| Ἀχιλῆι μάλιστ ' ἦν ἠδ ' Ὀδυσῆι . τὼ γὰρ νεικείεσκε : τότ ' αὖ Ἀγαμέμνονι δίῳ ὀξέα κεκληγὼς λέγ |
| τῶν κωθώνων , ἐξ οὗ καὶ οἱ * * * κώθωνες ἐκλήθησαν , ἐπεὶ ἐν τοῖς συμποσίοις τὸν ὅλον βίον | ||
| . [ καὶ ὅσα ἄλλα , χόες , ψυκτῆρες , κώθωνες . ] ἔνιοι δὲ ἵππεια ἔντεα ἅρματα καὶ χαλινοὺς |
| οὐ βάραθρον εὐλαβούμενος καὶ μηδὲν ἄβατον μηδ ' ἀθέατον καταλιπεῖν ξυνῆκα γὰρ τοὺς Ταντάλου κήπους τρυγῶν . οὕτως ἀράττει τῇ | ||
| ζῶντα καίνειν τοὺς τεθνηκότας λέγω . οἲ ' γώ , ξυνῆκα τοὔπος ἐξ αἰνιγμάτων . δόλοις ὀλούμεθ ' , ὥσπερ |
| ' οὐκ ἄν τις αἰτιάσαιτο ἄγνοιαν , Ἡμίκυνας λέγοντος καὶ Μακροκεφάλους καὶ Πυγμαίους : οὐδὲ γὰρ αὐτοῦ Ὁμήρου ταῦτα μυθεύοντος | ||
| ' οὐκ ἄν τις αἰτιάσαιτο ἄγνοιαν , Ἡμίκυνας λέγοντος καὶ Μακροκεφάλους καὶ Πυγμαίους : οὐδὲ γὰρ αὐτοῦ Ὁμήρου ταῦτα μυθεύοντος |
| . ἐντεῦθεν ὁ τῶν ἐπιχωρίων ἡμῖν ἐξηγητὴς ἡγεῖτο ἐς χωρίον Ῥοῦν ὡς ἔφασκεν ὀνομαζόμενον , ταύτῃ γὰρ ὕδωρ ποτὲ ἐκ | ||
| αὐτοὺς ἐγώ , φησὶν Ἀρχιγένης , τὸν τρόπον τοῦτον . Ῥοῦν μαγειρικὸν ἀποβρέχων ὀμβρίῳ ὕδατι , ὥστε διανυκτερεῦσαι , εἶτα |
| Αἴγισθος ἔνθα νῦν θυηπολεῖ θεοῖς ; ἔπειτ ' ἀπαντῶν μητρὶ τἀπ ' ἐμοῦ φράσον . ὥστ ' αὐτά γ ' | ||
| ἀντίμισθον ηὕρετ ' ἐν λιταῖς . ἔχουσα δ ' ἤδη τἀπ ' ἐμοῦ τεκμήρια γένος τ ' ἂν ἐξεύχοιο καὶ |
| φλεβὸς , ἀρτηρίης . Μυελὸς τροφὴ ὀστέου , διὰ τοῦτο ἐπιπωροῦται . Δύναμις πάντα αὔξει καὶ τρέφει καὶ βλαστάνει . | ||
| ἡ προσήκουσα , τοῖσιν ὀθονίοισιν ἐπίδεσις . Μὴ ἐμπεσὸν γὰρ ἐπιπωροῦται ἔξωθεν . Ἐκ γενεῆς δὲ ἢ ἐν αὐξήσει ἐξαρθρήσαντα |
| , ὑπομίμνῃσκε σεαυτόν , ὁποῖόν ἐστι τὸ ἔργον . ἐὰν λουσόμενος ἀπίῃς , πρόβαλλε σεαυτῷ τὰ γινόμενα ἐν βαλανείῳ , | ||
| Ταῦτ ' εἰπὼν ἐκεῖνος μὲν ἀνίστατο εἰς οἴκημά τι ὡς λουσόμενος , καὶ ὁ Κρίτων εἵπετο αὐτῷ , ἡμᾶς δ |
| : Εὔβοιον δ ' ἀποδόσθαι . δότω δ ' Ἵππαρχος Καλλίνῳ τρισχιλίας δραχμάς : Μελάντῃ δὲ καὶ Παγκρέοντι εἰ μὲν | ||
| . τὸ δὲ χωρίον τὸ ἐν Σταγείροις ἡμῖν ὑπάρχον δίδωμι Καλλίνῳ : τὰ δὲ βιβλία πάντα Νηλεῖ . τὸν δὲ |
| . καὶ γὰρ καὶ περὶ τῶν βοῶν ἐρεῖ ταὐτὸν ὁ αἰτηθείς : εἰ μὲν μὴ καιρὸς τοῦ ἀροῦν , καί | ||
| . καὶ γὰρ καὶ περὶ τῶν βοῶν ἐρεῖ ταὐτὸν ὁ αἰτηθείς : εἰ μὲν μὴ καιρὸς τοῦ ἀροῦν , καί |
| , ἀνάδυσις , ἀναχώρησις . καὶ τὰ ἀπαρέμφατα μετανοῆσαι , μεταμελῆσαι , μεταγνῶναι , γνωσιμαχῆσαι , ἀναλογίσασθαι , ἐπιθεάσασθαι , | ||
| καὶ τείχη ἡμῖν καὶ χώραν καὶ δύναμιν πειράσομαι ποιεῖν μὴ μεταμελῆσαι τῆς πρὸς ἐμὲ ὁδοῦ . καὶ τὸ μέγιστον δή |
| ' Εὐρυσθεύς με βούλοιτ ' ἂν λαβὼν τὸν Ἡράκλειον σύμμαχον καθυβρίσαι : σκαιὸς γὰρ ἁνήρ . τοῖς σοφοῖς δ ' | ||
| ἐλιπάρει καὶ προσπίπτουσα μετὰ δακρύων ἐδεῖτο μήτε τὴν Ῥωμαίων ἀρχὴν καθυβρίσαι μηθ ' ἑαυτὸν ἐπιδόντα μονομάχοις καὶ ἀπεγνωσμένοις ἀνθρώποις κινδυνεῦσαι |
| εἰδέα αὐτοῦ . Γινώσκετε οὖν , τέκνα μου , ὅτι ἀποθνήσκω . Ποιήσατε οὖν ἀλήθειαν καὶ δικαιοσύνην ἕκαστος μετὰ τοῦ | ||
| ἐπεὶ οὖν οἱ κλῆροι Ἑρμοῦ , παίζων τοῦτο λέγει . ἀποθνήσκω , ἐὰν λάχῃ μοι . ὡς ἐπὶ τῶν καταδικαζομένων |
| καὶ προσειπὼν ἀξίως προσείπω , θειοτάτη πορφυρογέννητε , χαῖρε καὶ σύγχαιρέ μου τῷ δεσπότῃ , τῷ σοφῷ καίσαρι . Πεπέρασται | ||
| καὶ προσειπὼν ἀξίως προσείπω , θειοτάτη πορφυρογέννητε , χαῖρε καὶ σύγχαιρέ μου τῷ δεσπότῃ , τῷ σοφῷ καίσαρι . Πεπέρασται |
| Ἀγχιάλην καὶ Ταρσὸν ἔδειμεν ἡμέρῃ μιῇ . ἔσθιε πῖνε „ παῖζε , ὡς τἆλλα τούτου οὐκ ἄξια , „ τοῦ | ||
| καὶ ἄλλος δὲ τὰ ὅμοια ληρεῖ τις . πῖνε καὶ παῖζε : θνητὸς ὁ βίος , ὀλίγος οὑπὶ γῇ χρόνος |
| ποιῆσαι καὶ δέκα τάλαντα : καὶ τοῦτο φῆσαι εἰσενηνοχέναι εἰς ἐράνους αὐτῶν : καὶ τὰς τριηραρχίας εἰπεῖν , ὅτι οὐ | ||
| , διότι τὰ κατὰ ἀρετῆς ἐπιχειρήματα ὥσπερ τινὰς συμβολὰς καὶ ἐράνους εἰσφέροντες τιτρώσκουσι καὶ διαιροῦσι καὶ συγκόπτουσι μέχρι παντελοῦς φθορᾶς |
| καρποῖς ἡ πάχνη λυμαίνεται , καὶ τοὺς ἱδρῶτας τοῖς ἀνέμοις χαρίζομαι . ἄνδρες δικασταί φθεγγομένους διηνεκῶς ἡ τῶν γεωργῶν τάξις | ||
| πράξω δὲ ὅμως τὸ τοιοῦτον , εἰ καὶ μὴ πᾶσι χαρίζομαι . σπουδάζουσιν εἰς ὑπεροχὴν ἔχειν : διὸ οὐδ ' |
| τύχῃ λέγων ὁ πλούταξ , πάνυ τοῦτ ' ἐπαινῶ καὶ καταπλήττομαι δοκῶν τοῖσι λόγοισι χαίρειν . εἶτ ' ἐπὶ δεῖπνον | ||
| ] ὦ ἰὼ ] ὦ πέφρικ ' ] φοβοῦμαι καὶ καταπλήττομαι πρᾶξιν ] τὴν δυστυχίαν , τὸ πάθος ἡμέτερα † |
| ' Ἄλεξις μνημονεύει ἐν Παννυχίδι ἢ Ἐρίθοις : ἔσῃ περιπατῶν σιτόκουρος . Μένανδρος δὲ τὸν ἄχρηστον καὶ μάτην τρεφόμενον σιτόκουρον | ||
| ἐπεσόβει κώθωνά μοι , παλαιὸν οἴκων κτῆμα . Ἔσει περιπατῶν σιτόκουρος . Καλοῦσι δ ' αὐτὸν πάντες οἱ νεώτεροι παράσιτον |
| : „ τοῦ χάριν , ὦ δέσποτα , οὕτω διατελεῖς ἀθυμῶν ; ἐμοὶ προσανάθου , χαίρειν εἰπὼν τῷ λυπεῖσθαι : | ||
| . ταῦτα ἔγραφον ἀσθενοῦντος Κλεο - βούλου , νοσεῖ δὲ ἀθυμῶν , ὅτι αὐτοῦ καταθέουσι δύο κανθάρω . ἢν οὖν |
| ” Θεόδωροι δὲ γεγόνασιν εἴκοσι : πρῶτος Σάμιος , υἱὸς Ῥοίκου . οὗτός ἐστιν ὁ συμβουλεύσας ἄνθρακας ὑποτεθῆναι τοῖς θεμελίοις | ||
| ; τὴν κόμην ἡψήσατο . ἑφθὴν τὴν κόμην ξανθίζεται . Ῥοίκου κριθοπομπία . . . . . οὐδέν ἐστ ' |
| οἷός τε ἦν ἰδεῖν , ἔχων τὸ ψήφισμα πρῶτον μὲν ἀπῄτησα τὰ σκεύη καὶ ἐκέλευσα αὐτὸν φράσαι τῷ Θεοφήμῳ , | ||
| ἔμελλον εἶναι κακός . ἀλλ ' οὔτ ' ἂν παιδιᾶς ἀπῄτησα δίκην οὔτ ' , εἰ σφόδρα ἠδίκεις , τοὺς |
| εὐσέλμων νεῶν κάλλιστα μουσῶν φθέγγεται πλουτῶν ἀνήρ λυπουμένων παρηγόρημα τολμῶ κατειπεῖν , μήποτ ' οὐκ εἰσὶν θεοί : κακοὶ γὰρ | ||
| καὶ πότοις Διονύσου τελουμένοις κώμαις τε καὶ τοῖς χωρίοις βλάβας κατειπεῖν , ἃς ἔλεξαν ἐννύχως : οἱ δ ' αὖ |
| χλαμύδα σου . παῖδες , γέροντες , μειράκια , παλλάκια κἆτ ' ἐν κλίναις ἐλεφαντόποσιν καὶ στρώμασι πορφυροβάπτοις κἀν φοινικίσι | ||
| ἄμυλος πλαθανίτας . σασαμοτυροπαγῆ δὲ καὶ ζεσελαιοπαγῆ πλατύνετο σασαμόπαστα πέμματα κἆτ ' ἐρεβινθοκνακοσυμμιγεῖς . . . . ἁπαλαῖς θάλλοντες ὥραις |
| αὐλητής , ἐπιβαλλομένου τινὸς τῶν μαθητῶν αὐλεῖν μέγα καὶ τοῦτο μελετῶντος , πατάξας εἶπεν οὐκ ἐν τῷ μεγάλῳ τὸ εὖ | ||
| πάρδαλιν πηδᾷ καὶ δένδρον ἢν γένηται , κομᾷ . „ μελετῶντος δὲ αὐτοῦ χαρακτῆρα ποιώμεθα τοὺς νησιώτας τοὺς τὰ γένη |
| καὶ μάλιστα τὴν ἐλάαν . Ἐπεὶ δ ' ἐπίπονος ἡ διακάθαρσις διὰ τὰς πληγὰς διὰ τοῦτ ' οὐ τὴν τυχοῦσαν | ||
| εἴη κυρίως . Ἀλλ ' ὅμως καὶ ἡ τοιαύτη αὐτοῦ διακάθαρσις ἐγγύς τι πρόσεισι τῆς ἑαυτοῦ φύσεως , ἀλλ ' |
| μὲν ἔφθασε τοσοῦτον ὅσον Πάχητα ἀνεγνωκέναι τὸ ψήφισμα καὶ μέλλειν δράσειν τὰ δεδογμένα , ἡ δ ' ὑστέρα αὐτῆς ἐπικατάγεται | ||
| ὁρῶσιν ὡς κόρυθα ποιούμενος , εἴτε θεοὺς ἐγκαλυπτόμενος ὧν ἔμελλε δράσειν . ἀνελθόντι δὲ ἐς τὸ ἱερὸν καὶ τοῖς Γρακχείοις |
| καὶ ἅμα ἐγιγνόμην τε ἐν τῷ θερμῷ καὶ ἀπεδυόμην , ἐλουσάμην καὶ μάλα ἡδέως . ὀγδόῃ ἔμετος εἰς ἑσπέραν κατὰ | ||
| ὁ πεμφθεὶς ἀγγέλλων ἀμφότερα , τὸ μὲν ὡς ἀηδέστατά τε ἐλουσάμην δειπνῆσαί τε οὐκ ἐδυνήθην ἔν τε ὀνεί - ρασι |
| στάζουσιν ὡσπερεὶ τροπηίον σάκκος . Καὶ μὴν ὅτῳ φίλον ἀποβλύζειν πιόντι καὶ ἐξεμεῖν , ὅπερ οἱ πολλοὶ ἀποκοτταβίζειν καλοῦσιν , | ||
| ἀμπέλων ἀλώπεκες λυμαίνονται καρπῷ . [ ] . Ὑπάρχει δὲ πιόντι κώνειον βλάπτεσθαι μάλιστα τὴν κεφαλήν , φοινίττεσθαι δὲ ὡς |
| γε μή , ὦ ἑταῖρε , ὁ σοφιστὴς ἐπαινῶν ἃ πωλεῖ ἐξαπατήσῃ ἡμᾶς , ὥσπερ οἱ περὶ τὴν τοῦ σώματος | ||
| διὰ τὴν ἀσωτίαν ἑαυτοὺς εἰς τὸ φονευθῆναι πιπράσκουσιν : καὶ πωλεῖ μὲν ἑαυτὸν ὁ πεινῶν , ὁ δὲ πλουτῶν ὠνεῖται |
| ψυγῆναι γεγυμνωμένον ἐν τῇ κατὰ μέρος σπαργανώσει , λαμβάνειν τελαμῶνας ἐρεοῦς τρυφερούς , [ τε ] καθαρούς τε καὶ μὴ | ||
| ἐσθὴς δ ' αὐτοῖς ἐστι χιτὼν λινοῦς ποδήρης καὶ ἐπενδύτης ἐρεοῦς , ἱμάτιον λευκόν , κόμη μακρά , ὑπόδημα ἐμβάδι |
| οἱ μὲν Κλειοῦς , οἱ δὲ Εὐτέρπης . Ὅμηρος δὲ Ἠϊονέως φησίν [ Κ ] : ἐν δέ σφι Ῥῆσος | ||
| . Ἀντίονος . φασὶ δέ , ὅτι γαμήσας Δῖαν τὴν Ἠϊονέως θυγατέρα πολλὰ ὑπέσχετο δώσειν δῶρα . ἐλθόντος δὲ ἐπὶ |
| ἢ τοῖς κολακεύουσιν : ὡς δὲ ἐχθρῶν χείρονας ἐκτρέπου τοὺς κολακεύοντας . χαλεπὸν πολλὰς ὁδοὺς ἅμα τοῦ βίου βαδίζειν . | ||
| ἀποθνῄσκοντας , πολεμοῦντας , ἑορτάζοντας , ἐμπορευομένους , γεωργοῦντας , κολακεύοντας , αὐθαδιζομένους , ὑποπτεύοντας , ἐπιβουλεύοντας , ἀποθανεῖν τινας |
| καὶ ἀφετῆρος τῆς μολόχης ὡρμημένος . οὐ μόνον οὖν μὴ ἔσθιε μηδὲ ἀφάνιζε τὰς τοιαύτας παρατηρήσεις , ἀλλὰ καὶ αὖξε | ||
| νῷν . Τί δὲ δὴ ' γώ ; Τὴν Σίβυλλαν ἔσθιε . Οὔτοι μὰ τὴν Γῆν ταῦτα κατέδεσθον μόνω , |
| πολέμῳ , οὐδ ' αὐτοὶ διαρκεῖν δυνάμενοι Ῥωμαίοις τε καὶ Μασσανάσσῃ . πρέσβεις οὖν ἑτέρους ἐς Ῥώμην ἔπεμπον αὐτοκράτορας , | ||
| τῶν πέντε μυριάδων τῶν χθὲς ἀπολομένων ὑπὸ λιμοῦ ; ἀλλὰ Μασσανάσσῃ πεπολεμήκαμεν . πολλά γε πλεονεκτοῦντι : καὶ πάντα δι |
| οὔσης καὶ λεγομένης κυρτῆς , τῆς δὲ ἐντὸς κοίλης . Ἀντιστρόφιον : ἐὰν κύκλου ἐφάπτηταί τις εὐθεῖα , ἀπὸ δὲ | ||
| εἶπεν , ἵνα δείξει , ὅτι περὶ στερεῶν λέγει . Ἀντιστρόφιον : ἐὰν ὦσι δύο γωνίαι ἴσαι ὑπὸ εὐθειῶν περιεχόμεναι |
| ποιητής „ Κισσῆς τόν γ ' ἔθρεψε , ” τὸν Ἰφιδάμαντα λέγων . . Ὅτι μετὰ τὸ Δῖον πόλιν ὁ | ||
| ἀλλ ' ἐπόρουσε Κόωνι ἔχων ἀνεμοτρεφὲς ἔγχος . ἤτοι ὃ Ἰφιδάμαντα κασίγνητον καὶ ὄπατρον ἕλκε ποδὸς μεμαώς , καὶ ἀΰτει |
| , ὅτι δ ' ἔστιν ἄκουε . Ἄκουε πολλά . Λάλει ὀλίγα . Νόει καὶ τότε πρᾶττε . Ἀνάξιον ἄνδρα | ||
| κέλευσόν με λαλῆσαι ἐνώπιόν σου . Καὶ εἶπε κύριος : Λάλει , ὁ ἐκλεκτός μου Ἱερεμίας . Καὶ εἶπεν Ἱερεμίας |
| ἐμβαπτόμενος ἢ λεπτοὺς ἅλας . πέπερι , ὡς Ἄλεξις ἐν Λέβητι , οὗ τοῖς ἰάμβοις χρηστέον περιειληφόσι πλῆθος ἡδυσμάτων : | ||
| ἐρινὸς εἴρηκεν ἀντὶ τοῦ πέπον ἐρινόν . καὶ Ἄλεξις ἐν Λέβητι : καὶ τί δεῖ λέγειν ἔθ ' ἡμᾶς τοὺς |
| καὶ [ οὐχ ] ὑπομείναντας / τὴν κρίσιν , Ἐπικράτην Κηφισιέα , Ἀνδοκίδην / Κυδαθηναιέα , Κρατῖνον Σφήττιον ? ? | ||
| ἀδελφοῦ , καὶ ἐγγυητὰς γενέσθαι Νεαίρας Στέφανον Ἐροιάδην , Γλαυκέτην Κηφισιέα , Ἀριστοκράτην Φαληρέα . Διεγγυηθεῖσα δ ' ὑπὸ Στεφάνου |
| δὲ τοῦ ; σόν , φησιν ? [ ] . ἀπόλωλας : φενακίζεις με . ἐγώ ; εἰδότα γ ' | ||
| καὶ πολλῶν ἐπαίνων ἀξία τῆς εὐγενοῦς προαιρέσεως , οἴχῃ καὶ ἀπόλωλας οὐχ ὑπομείνασα τυραννικὴν ὕβριν , ἁπάσας ὑπεριδοῦσα τὰς ἐν |
| ὥς φησι Δοῦρις , εἰς δειλίαν αὐτοὺς ἔσκωψε πρῶτος . Εὔδικος δὲ ὁ γελωτοποιὸς ηὐδοκίμει μιμούμενος παλαιστὰς καὶ πύκτας , | ||
| μέχρι τούτου Τιμόλαος , ἕως ἀπώλεσε Θήβας : μέχρι τούτου Εὔδικος καὶ Σῖμος ὁ Λαρισαῖος , ἕως Θετταλίαν ὑπὸ Φιλίππῳ |
| τὴν ῥητορικήν , ὥστε λέγειν αὐτῷ δηλονότι . κόλαζε ] παίδευε αὐτόν , τύπτε . , σχετλίαζε , δέρε . | ||
| ἰάμβους τριμέτρους ἀκαταλήκτους ηʹ . κόλαζε : ἀντὶ τοῦ ” παίδευε “ ; οἱ γὰρ παιδευόμενοι κολάζονται . εὖ μοι |
| φίλος σου κατὰ φίλου μέλλῃ λέγειν , μὴ τῷ λόγῳ πίστευε , ἀλλ ' αὐτὸν σκόπει . ὁ γὰρ προχείρως | ||
| τὸν ἄνθρωπον τὸν λέγοντα ἑαυτὸν πνευματοφόρον εἶναι . σὺ δὲ πίστευε τῷ πνεύματι τῷ ἐρχομένῳ ἀπὸ τοῦ θεοῦ καὶ ἔχοντι |
| τιμᾶσθαι ὅ τι χρὴ παθεῖν ἢ ἀποτῖσαι : ὁ δὲ ἀτίμητος τοὐναντίον ᾧ πρόσεστιν ἐκ τῶν νόμων ὡρισμένον τίμημα , | ||
| κατὰ πάντων ἐμφανὲς εἴη ὅτι ὁ ἀγαθόν τι εἰσηγούμενος οὐκ ἀτίμητος ἔσται , πολλοὺς ἂν καὶ τοῦτο ἐξορμήσειεν ἔργον ποιεῖσθαι |
| λεκανίδια λεκανίδας λεκανίσκας , κάναστρα , μαζονομεῖα , τὰ μὲν μαζονομεῖα Ἀριστοφάνους εἰπόντος ἐν Ὁλκάσι , τὰ δὲ κάναστρα τοῦ | ||
| , αἴρας , σεμίδαλιν . Σκαφίδας , μάκτρας , Μοσσυνικὰ μαζονομεῖα . Σπυρὶς οὐ μικρὰ καὶ κωρυκίς , ἣ καὶ |
| τις αὐτῷ ταῦτα συγγράφοντι παραστὰς εἴποι : Τί , ὧ πονηρὲ , ἐνοχλεῖς σεαυτῷ ταῦτα συγγράφων καὶ ἃ μὴ οἶσθα | ||
| καταρᾶται , καὶ τῶν κακῶν ὁ κίνδυνός σε κοσμεῖ , πονηρὲ καὶ καλέ . ὀκνῶ , δέσποτα , λέγειν , |
| ζάκοροι τῶν δαιμονίων ἐπῶν αὐτοῦ πάντες ἐσμὲν ἐξ ἴσου : Τούσδε δ ' ἔα φθινύθειν , ἕνα καὶ δύο , | ||
| : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ . [ Τούσδε ] [ ] Διὸς φιλότητι [ μιγεῖσα ] ! |
| δὲ ἀδύνατον . ἀγωνιζόμενος ὑπὲρ οὗ ἀδίκως ἔπραξας , δὶς ἀδικήσεις . ἄρχων μὲν ἐπιτήδευε πρᾷος εἶναι , ἀρχόμενος δὲ | ||
| καὶ Πέρσαις πάλιν μετὰ τὸ τρόπαιον , καὶ τοὺς Ἀθηναίους ἀδικήσεις καὶ δεύτερον : ἀλλ ' οὐκ ἐπιτρέψω σοι τότε |
| πορεία . κατευπαθημένα : καταναλωμένα καὶ διαπεφορημένα εἰς εὐπάθειαν . κούριδες μάχαιραι : αἷς κείρουσι τὰ πρόβατα . κελεύστωρ : | ||
| πορεία . κατευπαθημένα : καταναλωμένα καὶ διαπεφορημένα εἰς εὐπάθειαν . κούριδες μάχαιραι : αἷς κείρουσι τὰ πρόβατα . κελεύστωρ : |
| καὶ τὰϲ τῶν μαϲχαλῶν τε καὶ ὅλου τοῦ ϲώματοϲ ἰᾶται δυϲωδίαϲ . Ϲκόρδιον ποικίλον ἐϲτὶ πικρὸν καὶ ϲτρυφνὸν ὑπάρχον καὶ | ||
| παιδίον τό τε δριμὺ μηδέποτε ἀϲίτῳ διδόναι . τὰϲ δὲ δυϲωδίαϲ κἂν οἶνοϲ εὐώδηϲ καὶ ϲιτίον ἡδὺ διορθοῦν δύναιτο . |
| δὲ μὴ πρότερον τῶν τριῶν ἑβδομάδων , ποτὲ δὲ καὶ πλευριτικοὺς καὶ εἰλεώδεις : ὡς δὲ ἔφην ἐν τῷ περὶ | ||
| : τὰ δὲ πρὸς αἵματος ἀναγωγήν : τὰ δὲ πρὸς πλευριτικοὺς , ἢ περιπνευματικούς : τὰ δὲ πρὸς φθισικούς : |
| ἔτη παραμείναντας . δίδωμι δὲ καὶ Δημητρίῳ καὶ Κρίτωνι καὶ Σύρῳ κλίνην ἑκάστῳ καὶ στρώματα τῶν καταλειπομένων ἃ ἂν φαίνηται | ||
| καὶ οὐρέειν ἐν τῇ θαλάσσῃ . Ὁ γναφεὺς ὁ ἐν Σύρῳ , ὁ φρενιτικός : μετὰ δὲ καύσιος τρομώδης : |
| στεφανούμενος ἀναιρήσεται νίκας . τὰ μέντοι ἐπιφανέστατα ἐς δρόμον Λεωνίδᾳ Ῥοδίῳ ἐστίν : ἐπὶ γὰρ τέσσαρας ὀλυμπιάδας ἀκμάζων τε τῇ | ||
| τὴν παροῦσαν πραγματείαν ἔπεμψεν αὐτὴν Εὐδήμῳ τῷ ἑταίρῳ αὐτοῦ τῷ Ῥοδίῳ , εἶτα ἐκεῖνος ἐνόμισε μὴ εἶναι καλόν , ὡς |
| ἔσπευδε ξενίας διδόναι ἢ πάντως τινὰ χάριν εἰς αὐτὴν ἔχειν ἀποκειμένην . Καὶ οἱ μὲν ἦσαν ἐν τούτοις : ὁ | ||
| . . ΚΑΙ ΚΕΡΑΜΕΥΣ ΚΕΡΑΜΕΙ ΚΟΤΕΕΙ . Ἤγουν ἀγανάκτησιν ἔχει ἀποκειμένην , βλάβης καιρὸν παρατηροῦσαν , καὶ τέκτονι τέκτων κοτέει |
| ἅττ ' ἐποίεις ; οὐχ ἱππαλεκτρυόνας μὰ Δί ' οὐδὲ τραγελάφους , ἅπερ σύ , ἃν τοῖσι παραπετάσμασιν τοῖς Μηδικοῖς | ||
| , στρώματ ' , ἀργυρώματα , φιάλας , τριήρεις , τραγελάφους , καρχήσια , γαυλοὺς ὁλοχρύσους . πλοῖα ; τοὺς |
| καλεῖ , καὶ Ἡρωδιανὸς καὶ Ὦρος . . . : Μοτύη , πόλις Σικελίας , ἀπὸ Μοτύης γυναικὸς , μηνυσάσης | ||
| τὴν πορείαν ποιούμενος . οὐ μακρὰν γὰρ τοῦ λόφου τούτου Μοτύη πόλις ἦν ἄποικος Καρχηδονίων , ᾗ μάλιστα ἐχρῶντο κατὰ |
| ' οὖν καὶ ἀδύνατον ἰάσασθαί τι τῶν κακῶν , ἀλλὰ φαίνου γε βουλόμενος : ὡς βέλτιον μὲν τὸ κατορθῶσαί τι | ||
| καιρὸν ἀπολέσῃς , παραπόλωλεν ἡ τέχνη . ἢ δρῶν τι φαίνου καινὸν παρὰ τοὺς ἔμπροσθεν ἢ μὴ κόπτε με , |
| : ἀράσαντο δὲ πάμπαν ἐσλὰ τῷ γαμβρῷ . Κρατῖνος ἐν Διονυσαλεξάνδρῳ : στολὴν δὲ δὴ τίν ' εἶχεν ; τοῦτό | ||
| . * . Ἄνηστις : ὁ ἄσιτος : Κρατῖνος ἐν Διονυσαλεξάνδρῳ : φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον ἄνηστις : καὶ Αἰσχύλος ἐν |