Ξάνθου κελεύσαντος οἶνον τῷ ξένῳ δοθῆναι πιεῖν , πάλιν ἐκεῖνος διελογίσατο καθ ' αὑτὸν ὡς „ αὐτοὺς μὲν πρότερον ἔδει | ||
, ἐλοιδόρησεν . ἢ κακὰ συνῆξεν τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ ἢ διελογίσατο κακά : ληστεύσω , ἁρπάσω . ἡ δὲ ἐλπὶς |
τῶν ὡρῶν διαφορᾶς αἱ ῥῖνες αὐτῷ γνώμων . οὐ μὴν ἐπιμύει καθεύδων ὁ λαγώς , καὶ τοῦτο αὐτῷ ζῴων μόνῳ | ||
ἤλλακται : ἐπί τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν , ἀντὶ τοῦ ἐπιμύει δὲ τοὺς ἀστάχυας , οἷον ἐπικλίνει . . εἰ |
ἐκεῖνος παύσαιτο πίνων μήτε σὺ γράφων , ὃς τοῦτο μέγιστον εἴργασαι τὸ μεθ ' ἡσυχίας στῆσαι τὸ τρόπαιον . Οὗτος | ||
ὧν ἐμοὶ προστρίβεις , ἀλλ ' ἑκουσίων , ὧν αὐτὸς εἴργασαι , προσδέχου . Οὐ μέμφομαι τὴν ἀχαριστίαν ὑμῶν πολλάκις |
. Ἦ πού τι χαλεπόν ἐστι τὸ ψευδῆ λέγειν . Πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . Οὐδεὶς πονηρὸν | ||
οἱ ἄλλοι δέ . ἐρχθέντες : κρατηθέντες , ἐμπλακέντες . Πικρόν : ἐλεεινόν . ἀνέτλησαν : ὑπέμειναν , ὑπὸ τῶν |
' Ἄλεξις μνημονεύει ἐν Παννυχίδι ἢ Ἐρίθοις : ἔσῃ περιπατῶν σιτόκουρος . Μένανδρος δὲ τὸν ἄχρηστον καὶ μάτην τρεφόμενον σιτόκουρον | ||
ἐπεσόβει κώθωνά μοι , παλαιὸν οἴκων κτῆμα . Ἔσει περιπατῶν σιτόκουρος . Καλοῦσι δ ' αὐτὸν πάντες οἱ νεώτεροι παράσιτον |
μὴ πάσχειν , ὥσπερ εἴπομεν , οἷον τὸ μὴ γλύφεσθαι σιδηρίοις ἀλλὰ λίθοις ἑτέροις . ὅλως μὲν ἡ κατὰ τὰς | ||
τοῦ σιδήρου δύναμιν : ἔνιοι δὲ λίθοις ἄλλοις γλύφονται , σιδηρίοις δ ' οὐ δύνανται καθάπερ εἴπομεν . οἱ δὲ |
: ὅθεν καὶ ἁπτομένης αὐτῆς , ξηρᾶς οὔσης , οὐδὲν βλαπτόμεθα : ἡνίκα μέντοι προστεθῇ αὐτῇ ἐπιτηδεία ὕλη , λέγω | ||
δεινότερον ἐπάσχομεν , εἰ ἀπὼν ἐτύγχανες , οὗ νῦν παρόντος βλαπτόμεθα . εἰ δ ' εἰς ἄγνοιαν τῶν πραττομένων καταφεύξῃ |
τὸ πρόσωπον διὰ ψυχροῦ : τοῖς δ ' ἐπὶ πλέον κακοπαθοῦσι καὶ διάκλυσμα δοτέον . εἰ δὲ μηκέτι θερμαινομένης ἢ | ||
θήλεα δὲ τῶν ἀρρένων βραδύτερον καὶ δυσχερέστερον ἀποτίκτεται , καὶ κακοπαθοῦσι μᾶλλον αἱ μητέρες αὐτῶν ἐν τῷ τόκῳ . ταῖς |
παρὸν τυραννεῖν αὐτὸς οὐκ ἀξιώσας νῦν ἐπανελθὼν ἀρεσκοίμην οἷς σὺ πράσσεις . Ἄγαμαί σε τῆς περὶ ἡμᾶς φιλοφροσύνης , καὶ | ||
: ἐπειδὴ εἶπεν : ἔα τὰ λοιπὰ , ἀεὶ καλῶς πράσσεις , εἶπεν ὅτι εἰς ὑποψίαν εἶπας : εἰς ὑποψίαν |
ἐπεὶ κεκλήσῃ καὶ σὺ παντελῶς ἄφρων . Μυστήριόν σου μὴ κατείπῃς τῷ φίλῳ , κοὐ μὴ φοβηθῇς αὐτὸν ἐχθρὸν γενόμενον | ||
Ὦ Ζεῦ κεραυνοβρόντα Μή , πρὸς τῶν θεῶν , ἡμῶν κατείπῃς , ἀντιβολῶ σε , δέσποτα . Οὐκ ἂν σιωπήσαιμι |
ῥητορικῆς καθάπαξ ὡς κολακείας κατηγορεῖς , καὶ ὅπου τοὺς ἄνδρας ἀφῆκας οὓς ᾐτιάσω , πῶς ἐλέγχεις ῥητορικὴν ἣν αὐτὸς καὶ | ||
πονηρὸν οἰόμενος ἐπέδησας , μεταπεισθεὶς δὲ ὡς οὐδὲν ἠδίκουν ἐλεύθερον ἀφῆκας εἶναι , ἆρ ' ἄν σοι πρὸς καιρὸν ὀργισθέντι |
γάμον . Ὡς ὀκνηρός , πάντα μέλλων , σιτόκουρος ὁμολογῶν παρατρέφεσθαι . Οὐδεὶς δι ' ἀνθρώπου θεὸς σώζει , γύναι | ||
: . . ὀκνηρός , πάντα μέλλων , σιτόκουρος ὁμολογῶν παρατρέφεσθαι . καὶ ἐν Πωλουμένοις : . . . . |
ἔρχεται . ὁ τοίνυν τιθασὸς ἐπὶ πόδα ἀναχωρεῖ , δεδιέναι σκηπτόμενος : ὁ δὲ ἔπεισι γαῦρος , οἷα δήπου κρατῶν | ||
οὗτος ὁ τρόπος Θεοδώρου : ἀλλὰ μὴ ἀναδύου τὰ ὡμολογημένα σκηπτόμενος παίζοντα λέγειν τόνδε , ἵνα μὴ καὶ ἀναγκασθῇ μαρτυρεῖνπάντως |
' ἔχων , μισῶ δ ' ὅσοι χρήιζουσιν ἐκτείνειν βίον βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασιν παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν | ||
κάλλιον . Ἔχει δὲ καὶ τόδε ὧδε : ἐν τοῖσι βρωτοῖσι καὶ τοῖσι ποτοῖσιν ἔνεστι πᾶσι καὶ χολώδεός τι καὶ |
γὰρ τὸν αὐτὸν χῶρον ἐκλιπὼν ἐμοὶ οὕφις ἐπ ' ἀμὰ σπάργαν ' † ἠπλείζετο , καὶ μαστὸν ἀμφέχασκ ' ἐμὸν | ||
λέγεις ἐτήτυμα . παρθένια δ ' † ἐμᾶς ματέρος † σπάργαν ' ἀμφίβολά σοι τάδ ' ἀνῆψα κερκίδος ἐμᾶς πλάνους |
ἂν μὴ προθεραπεύσας βάπτῃ , ἔκπλυτα καὶ ἐξίτηλα καὶ οὐ δευσοποιά . τοιοῦτο δὲ κατὰ δύναμιν ἐργάζεσθαι ἡγεῖσθαι χρὴ καὶ | ||
ἂν μὴ προθεραπεύσας βάπτῃ , ἔκπλυτα καὶ ἐξίτηλα καὶ οὐ δευσοποιά . τοιοῦτο δὲ κατὰ δύναμιν ἐργάζεσθαι ἡγεῖσθαι χρὴ καὶ |
ἐείκοσιν ἤματ ' ἐρύξας : οἳ δὲ καὶ ἀλλήλοισι πόρον ξεινήϊα καλά : Οἰνεὺς μὲν ζωστῆρα δίδου φοίνικι φαεινόν , | ||
καλλιπλοκάμῳ ζῳάγρια τίνειν . ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν οἱ παράθες ξεινήϊα καλά , ὄφρ ' ἂν ἐγὼ φύσας ἀποθείομαι ὅπλά |
τῶν ἐσθιόντων τὸ μέλι , ὥς φησιν Ἡσίοδος : κηφήνεσσι κοθούροις ἴκελος ὁρμήν . ἀπ ' Αἰγίλω : Αἴγιλα δῆμος | ||
τὸ κέντρονκαὶ γὰρ καὶ ἀργὸς καὶ ἄκεντρος : ἢ τὸ κοθούροις ἀντὶ τοῦ κόρου πλήθουσι . καταγέλαστος γὰρ ἂν εἴη |
μέλλων πτώξω , καὶ πτὼξ , ἀποβολῇ τοῦ ω . Πίθηκος . παρὰ τὸν πιθήσω μέλλοντα . ἀπὸ τοῦ πιθῶ | ||
μὴ φοβοῦ τὰ κύματα : χρησμὸς οὗτος Ἰάσονι δοθείς . Πίθηκος ὁ πίθηκος κἂν χρυσᾶ ἔχῃ σάνδαλα : ἐπὶ τῶν |
μὲν , οὕτω νεότης πονεῖν οὐκ ἐθέλουσα παρὰ τὸ γῆρας κακοπραγεῖ : ἐνθυμηματικῶς δὲ , ὅτ ' ἂν λέγωμεν : | ||
ἔνδειαν . οὕτως νεότης πονεῖν οὐκ ἐθέλουσα παρὰ τὸ γῆρας κακοπραγεῖ . ἀνὴρ εὐπορῶν χῆνά τε ἅμα καὶ κύκνον ἄμφω |
Καλὸν εὖ λέγε . Ψέγε μηδένα . Ἐπαίνει ἀρετήν . Πρᾶττε δίκαια . Φίλοις εὐνόει . Ἐχθροὺς ἀμύνου . Εὐγένειαν | ||
, ἵνα μὴ τοὺς ἐχθροὺς εὐφράνῃς . Ἀληθείας ἔχου . Πρᾶττε δίκαια . Ὕβριν μίσει . Ἄρχουσιν εἶκε . Ἡδονῆς |
πείσας δὴ σαυτόν , ὡς ἡμῖν τε ἐκ τῶν αὐτῶν βοηθήσεις καὶ τῇ φιλοσοφίᾳ προσήκοντα πράξεις , καθαρὰν ἡμῖν παρασκεύασον | ||
ἐπαγγελίας καλάς , ὡς ἥδιστά τε αὐτὸν ἀφικόμενον ὄψει καὶ βοηθήσεις τὰ εἰκότα οὔτ ' ἀφιεὶς ὧν οἷός τε λειτουργεῖν |
δὲ ἡ κεφαλή . καὶ τὸ κορσοῦσθαι δὲ ἐπὶ τοῦ κείρειν ἔλεγον οἱ Ἴωνες καὶ κορσωτῆρα τὸν κουρέα . . | ||
μήτε τὰ ἀποπίπτοντα τῶν δραγμάτων ἀναιρεῖσθαι μήτε πάντα τὸν σπόρον κείρειν , ἀλλ ' ὑπολείπεσθαί τι τοῦ κλήρου μέρος ἄτμητον |
, ὕστερον δ ' οὐκ ἦν ἔτι δίκαια ὅτε μὴ συνέφερεν . Ὁ τὰ ἑαυτοῦ πρὸς τὸ μὴ θαρροῦν ἀπὸ | ||
ἓν τῶν κεφαλαίων ὑπερβαίνει , τὸν θρῆνον : οὐ γὰρ συνέφερεν τῷ συμβουλευτικῷ οὐδὲ τῇ προτροπῇ τὸ θρηνεῖν , ὥς |
τῷ μαθήματι , ὃ μέλλεις προδιδάσκειν τὸν πρεσβύτην , καὶ διακίνει τὸν νοῦν αὐτοῦ . ἄλλοι δέ φασιν : ἀπτώτως | ||
τῶν ἀνθρώπων θερμαίνειν συμμέτρως : ὕπαγε , περιέρχου καὶ οὕτως διακίνει ἀπὸ τῶν μεγίστων ἐπὶ τὰ μικρότατα . σὺ μοσχάριον |
καὶ ἡ ἀετῶν σεμνότης . μέλλοντος δὲ ἤδη τοῦ Διὸς ἐγχειρίζειν αὐτῷ τὸ σκῆπτρον ἡ γλαῦξ ἰδοῦσα τὸ ἑαυτῆς ἐν | ||
μὲν οἰομένων δεῖν τὴν στρατηγίαν καὶ τὴν τῶν ὅλων ἐξουσίαν ἐγχειρίζειν Ἡρακλείδῃ διὰ τὸ τοῦτον δοκεῖν μηδέποτ ' ἂν ἐπιθέσθαι |
δῶρα διδούς , αὔξων δὲ τοῖς στρατιώταις κατὰ λόγον τὰ χαρίσματα . Πλέον μὲν τῶν στρατιωτῶν ἐν πολεμίοις ὁ στρατηγὸς | ||
καὶ πρόσεχε καὶ θαύμασον μεγαλουργὰ τῆς τέχνης , ἅπερ ἔχει χαρίσματα τῆς ἄνωθεν προνοίας , καὶ κατὰ μέρος ἅπαντα , |
κακά ἐστι καὶ ἐκείνης οἰκεῖα καὶ οὐ τῆς ἀμείνονος . κοτέει : ἁμιλλᾶται : χαλεπαίνει : ὀργίζεται . * ὦ | ||
τῶν ἐπ ' ὀλέθρῳ οἰκείῳ διακονούντων . Καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει : ἐπὶ τῶν ὁμοτέχνων διαφθονουμένων . Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς |
ὁ τοιοῦτος καὶ παράνομός ἐστι καὶ ἀσεβὴς καὶ τοῖς χρωμένοις ἐπιζήμιος , ῥᾴδιον καταμαθεῖν . τίς γὰρ οὐκ ἂν ὁμολογήσειε | ||
παράσημος , αὐτόμολος , ἄπιστος , βλαβερός , ζημιώδης , ἐπιζήμιος , νόμοις ἐχθρός , καταλύων τὴν δημοκρατίαν , συγχέων |
γενναῖος ὤν . Μέτρῳ δὲ πάντα μανθάνων δίκῃ ποίει . Μηδέποτε καυχῶ πλοῦτον ἐν δόμοις ἔχων . Μήτηρ ἁπάντων γαῖα | ||
πράγμασιν , εὐθὺς προσάπτει τῇ τύχῃ τὴν αἰτίαν . } Μηδέποτε μέμφου τὴν τύχην εἰδὼς ὅτι καιρῷ πονηρῷ καὶ τὰ |
εἰ καλῶς σφίσιν ἔχοι : ἤγουν σὺν τούτῳ , εἰ συμφέροι αὐτοῖς ἡ ἐκεχειρία . ἀνοκωχῆς : ἤγουν διακοπῆς . | ||
γέγονεν αὐτόματον , καὶ ταῦθ ' ὡς ἂν ὑμῖν μάλιστα συμφέροι . εἰ μὲν γὰρ ὑφ ' ὑμῶν πεισθέντες ἀνείλοντο |
θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἀνέρες , ὅς κεν ἀεργὸς ζώει , κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργήν , οἵ τε μελισσάων κάματον τρύχουσιν | ||
κεκρυμμένον ἔχων ἢ κόθουρος ὁ ἀργὸς ἀπὸ τοῦ κάθημι . κηφήνεσσι κοθούροις : κηφήν ἐστι ζῷον μελισσῶν ἀργότατον καὶ ἄκεντρον |
μελίκρατον ἀνεπιτήδειον οἷς εἰς ὄγκον ἤρθη τὰ σπλάγχνα σκιρρούμενα καὶ οἰδισκόμενα καὶ φλεγμαίνοντα , ταχέως τοῦ μέλιτος εἰς χολώδη χυμὸν | ||
μελίκρατον ἀνεπιτήδειον οἷς εἰς ὄγκον ἤρθη τὰ σπλάγχνα σκιρρούμενα καὶ οἰδισκόμενα καὶ φλεγμαίνοντα . οἱ λιπαροὶ φοίνικες ἐμφρακτικοί . πάντα |
ζῷον εὐθαρσέστερον . κακὴ γὰρ αἰδὼς ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ . Καιρῷ τιθέμενον κέρδος ὡς καρπὸν φέρει . Ἂν γνῷς τί | ||
ἀναγκαῖον κακόν . Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ . Καιρῷ σκόπει τὰ πράγματ ' , ἄνπερ νοῦν ἔχῃς . |
, καὶ οὔτ ' ἐκείνου ψέγοντος ἐπῄνεσα ἂν ἐπαινοῦντί τε συμπνεῖν ἔδει . ταὐτὰ δέ μοι καὶ παρ ' ἐκείνου | ||
μετανοῶν ἐφ ' ἅπασι σχεδὸν οἷς πράσσει ; Μηκέτι μόνον συμπνεῖν τῷ περιέχοντι ἀέρι , ἀλλ ' ἤδη καὶ συμφρονεῖν |
τῶν κωθώνων , ἐξ οὗ καὶ οἱ * * * κώθωνες ἐκλήθησαν , ἐπεὶ ἐν τοῖς συμποσίοις τὸν ὅλον βίον | ||
. [ καὶ ὅσα ἄλλα , χόες , ψυκτῆρες , κώθωνες . ] ἔνιοι δὲ ἵππεια ἔντεα ἅρματα καὶ χαλινοὺς |
τοῦτο ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς Πελοποννήσου προὐχώρει καταστρεφόμενός τε καὶ ληϊζόμενος πάντα τὰ ἐν ποσὶ τά τε ἀνάντη καὶ δύσβατα | ||
πλοῦτον καὶ πρᾶγμα λαμβάνεις πορνοβοσκῶν , ἢ καπηλεύων , ἢ ληϊζόμενος , ἢ πανουργῶν , ἢ ψευδομαρτυρῶν , ἢ συκοφαντῶν |
, ἄλλως τε καὶ ἢν ἐπιπυρετήνωσιν . κγʹ . Τὰ περιμάδαρα ἕλκεα κακοήθεα . κδʹ . Ὀσφῦν ἀλγέοντι ἀναδρομὴ ἐς | ||
οἱ δὲ τὸν φόβον . πόνοι : αἱ ἐνέργειαι . περιμάδαρα ἕλκεα : ἄτροφα καὶ ἀνώμαλα . προσάρματα : τροφαί |
, καὶ τὸ συζῆν μάλιστα ζητεῖν καὶ τὸ συναλγεῖν καὶ συγχαίρειν : ταῦτα δὲ πάντα αὐτός τις ἑαυτῷ ἀπονέμει , | ||
δίκαιον πλείονος ἄξια τοῦ κέρδους ἐποιήσατο , πῶς οὐ τούτῳ συγχαίρειν εἰκὸς ἦν ; Εἰ μὲν τοίνυν περὶ ἄλλου του |
, τὰ δὲ μὴ ποίει . καὶ ἐὰν μὲν ἑκὼν πείθηται : εἰ δὲ μή , ὥσπερ ξύλον διαστρεφόμενον καὶ | ||
συμφήσει : ἢ πῶς ; Ἐάν μοι , ἔφη , πείθηται . Ἔστιν οὖν , εἶπον , ὅτῳ λυσιτελεῖ ἐκ |
ἀπελίποντο ἄκοντες . ὁ δὲ Σκιπίων τοῦ χώματος ὅλου κατασχὼν ἀπετάφρευεν αὐτὸ καὶ τεῖχος ἤγειρεν ἐκ πλίνθων , οὔτε κολοβώτερον | ||
αὐτῷ πάντας ἐχειροκόπησεν , Οὐρίατθον δὲ διώκων Ἐρισάνην αὐτοῦ πόλιν ἀπετάφρευεν , ἐς ἣν ὁ Οὐρίατθος ἐσδραμὼν νυκτὸς ἅμα ἕῳ |
δὲ νήπια καὶ τὰ πρεσβύτερα εὐλαβέεσθαι χρή . Ἐν τῇσι φαρμακείῃσι τοιαῦτα ἄγειν ἐκ τοῦ σώματος , ὁκοῖα καὶ αὐτόματα | ||
τεκμαιρόμενος πειρῶ , ὅλου τοῦ σώματος , κεφαλῆς καθάρσεσι , φαρμακείῃσι , καὶ πυρίῃσι τῆς ὑστέρης καὶ προσθέτοισι χρῆσθαι : |
] ἀντὶ τοῦ προκρινῶ . . ἐρημωθεὶς ] ἀντὶ τοῦ μονωθείς . . ἀλεξήσασθαι ] ἀμύνασθαι . . ἡμιόλιος ] | ||
ἐγώ σε ἀνταμυνοῦμαι . ” Ἐν μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν μονωθείς , ἐκδυσάμενος καὶ τὰς χεῖρας ἑαυτοῦ κροτῶν καὶ τινάσσων |
σοφὸς ἐρωτηθεὶς τί ἂν εἴη ἐλευθερία εἶπεν : ” ἀγαθὴ συνείδησις ” . Ὁ αὐτὸς ἔλεγε δεῖν τοὺς μέλλοντας ἀσφαλῶς | ||
τὸ θεῖον τοὺς κακοὺς πρὸς τἀγαθά . Ἅπασιν ἡμῖν ἡ συνείδησις θεός . Ἀνώμαλοι πλάστιγγες ἀστάτου τύχης . Ἄγει πονηρὰ |
ἐξῆν γε δή που παρελθεῖν σιωπῇ , καὶ οὐκ ἔμελλες ὀφλήσειν ἀλογίου . ἀλλὰ γὰρ οὐκ εἰ Πλάτων ὁ τῶν | ||
τι πεποιηκότας ἐξαπατῆσαι , καὶ ταῦτ ' οὐ μικρὰν ζημίαν ὀφλήσειν μέλλουσαν ; οὐ γὰρ εἰ μὴ χρήματ ' ἀπόλλυτε |
Ἆ δειλοί , τί φέβεσθε φιλοπτολέμου Ἀχιλῆος υἱέα θαρσαλέον ; Θνητός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτός , οὐδέ οἱ ἶσον | ||
. ὡς βῶ βάπτω , οὕτω καὶ θῶ θάπτω . Θνητός . παρὰ τὸν θάνατον . πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν θεῶν |
οὐκ ἂν ἐποιησάμην οὐδένα λόγον τοιοῦτον , εἰ μὴ σφόδρα ἤλγησα : ὥσπερ καὶ πρότερόν ποτε , ἀκούσας ὅτι καθυφίεμαι | ||
εἰσηγούμενος . ἐγὼ δὲ ἥσθην μὲν ταῖς δεδομέναις ἀρχαῖς , ἤλγησα δὲ οὐ μικρῶς : τὸν γὰρ φίλτατον ἡμῖν Ἀρσένιον |
οὐκ ἀνεξ ! ! ! [ ὀργῆς ἕκατι κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου . φιλῶ τὰ γράμματα μισ [ χάρις ἐπὶ | ||
αὐτὸν ἐχθρὸν γενόμενον . } Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου . † ἔλπιζε γὰρ αὐτὸν πάλιν γενέσθαι φίλον |
καὶ Λευίς , διότι ἐφθόνουν οἱ ἐχθραίνοντες , καὶ ἦν Λευὶς ἐκ δεξιῶν Ἀσενὲθ καὶ Συμεὼν ἐξ εὐωνύμων . Καὶ | ||
. Καὶ ὡς ἔμελλε πατάξαι τὸν υἱὸν Φαραώ , ἔδραμε Λευὶς καὶ ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτοῦ καὶ εἶπε : μηδαμῶς |
Ὑπερβόρεον : τούτου δὲ τεκμήρια ἔχεσθαι ὅτι ἐν τῷ ἀγῶνι ἐξανιστάμενος τὸν μηρὸν παρέφηνε χρυσοῦν καὶ ὅτι Ἄβαριν τὸν Ὑπερβόρεον | ||
, . , . * . Ἀκτάζων : ἀντὶ τοῦ ἐξανιστάμενος : ἀπὸ τοῦ ἄττω ἀττάζω καὶ ἀκτάζω τροπῇ τοῦ |
; ἢ τὴν δίαιτάν μου φαυλίζεις ὡς ἧττον μὲν ὑγιεινὰ ἐσθίοντος ἐμοῦ ἢ σοῦ , ἧττον δὲ ἰσχὺν παρέχοντα ; | ||
πίνων . † ) εἰς ἔμφασιν τοῖς παρατατικοῖς κέχρηται ἀδιαλείπτως ἐσθίοντος καὶ πίνοντος : καὶ τὸ ” ἀνδρόμεα „ μεῖζον |
τρίτον δι ' ἃ πολλάκις κινδύνους πολλοὺς ὑπεμείναμεν καὶ χρήματα ἀνηλώσαμεν , τούτων ἔχεσθαι συμφέρει ὡς παρ ' Ὁμήρῳ . | ||
καὶ πρὶν εἰς Μακεδονίαν ἐλθεῖν , τρεῖς καὶ εἴκοσιν ἡμέρας ἀνηλώσαμεν : τὰς δ ' ἄλλας πάσας καθήμεθ ' ἐν |
ἰητρείην : θεραπείαν . ἴσχειν : συλλαμβάνειν . ἰδίειν . ἱδροῦν . | ἰπνοῦ : καμίνου , οἱ δὲ φούρνου | ||
καὶ ὀξείας , καὶ ἀνεμεῖν τὰ σιτία , μὴ εὐχερῶς ἱδροῦν ἐν βαλανείοις , συνήθεις κλυσμοὺς ἢ καθάρσεις κοιλίας ἐκλελοιπέναι |
παρὰ πάντων ἔχεις ἐπὶ τῇ βδελυρίᾳ : ὡς εἰ τοιούτους ἀπειργάζετο τὰ βιβλία , φυγῇ φευκτέον ἂν ἦν ὅτι πορρωτάτω | ||
μὲν τοῦ μισθοῦ τῷ δεσμοφύλακι καταβαλὼν τιθασὸν αὑτῷ καὶ εἰρηνικὸν ἀπειργάζετο αὐτόν , τὸ λοιπὸν δὲ εἰς τὴν τοῦ φίλου |
Κάρηνον : εἰς . Ἐνιπρίουσι : πρίζουσιν . Δαιτρεύουσι : τρώγουσιν , ἐσθίουσιν . Ἔχονται : κρατοῦνται . Ὑπερνεμέθονται : | ||
, οὐδ ' ὄκου χώρης οἰ μῦς ὀμοίως τὸν σίδηρον τρώγουσιν . κόσας , κόσας , Λαμπρίσκε , λίσσομαι , |
] διωγμοῖς [ καὶ θλίψεσιν ] καὶ κινδύνοις ? [ παρεστηκα - ] [ ! ! ! ! ! ! | ||
] διωγμοῖς [ καὶ θλίψεσιν ] καὶ κινδύνοις ? [ παρεστηκα - ] [ ! ! ! ! ! ! |
γὰρ ἡ ἐκλάλησις . Προΐσχεσθαι , προτείνειν , προκαλεῖσθαι , προτείνεσθαι , προβάλλεσθαι ἀξιοῦν . πρᾶγμα δ ' οὐκ ἔστι | ||
κυκᾷς καὶ πρὶν ἐσφάχθαι δέρεις . προβάλλεσθαι : ἀντὶ τοῦ προτείνεσθαι . Θουκυδίδης : τὰ δὲ Μηδικὰ καὶ ὅσα αὐτοὶ |
κάθηται καὶ ἄλλη πάλιν προχειρίζεται ἡ λέγουσα ὅτι Σωκράτης , ἀναστάντος αὐτοῦ , οὐ κάθηται . εἰ δὲ καὶ δῶμεν | ||
ἵνα προθείη τὴν δοκιμασίαν τῶν νόμων . θορύβου δ ' ἀναστάντος οἱ παρεσκευασμένοι τὰ ξιφίδια ἐπεσπάσαντο καὶ τοὺς ὑπάτους ἀντιλέγοντας |
. Ὀρθῶς γὰρ οἴει , ὦ Σώκρατες , καὶ δικαίως ὑπολαμβάνεις . Ἴθι νυν καὶ σὺ τὴν ἀπόκρισιν ἣν ἠρόμην | ||
Ἀλλ ' ἄρα , ὦ Ἱππόκρατες , μὴ οὐ τοιαύτην ὑπολαμβάνεις σου τὴν παρὰ Πρωταγόρου μάθησιν ἔσεσθαι , ἀλλ ' |
φίλος σου κατὰ φίλου μέλλῃ λέγειν , μὴ τῷ λόγῳ πίστευε , ἀλλ ' αὐτὸν σκόπει . ὁ γὰρ προχείρως | ||
τὸν ἄνθρωπον τὸν λέγοντα ἑαυτὸν πνευματοφόρον εἶναι . σὺ δὲ πίστευε τῷ πνεύματι τῷ ἐρχομένῳ ἀπὸ τοῦ θεοῦ καὶ ἔχοντι |
ζήσεις , ἀνεκτῶς δὲ ἀποθανῇ : ἐκεῖνα δὲ ζηλῶν ζήσεις ταλαιπώρως . ταῦτά μου διεξιόντος αὐτῷ τόν τε φοίνικα εἰς | ||
πρὸ ἀκμῆς . καὶ ἐπὶ τῶν ἀνορέκτων δὲ φύσει καὶ ταλαιπώρως προσφερομένων , καὶ μάλιστα εἰ καὶ ξηρότης εἴη περὶ |
: ὃς γὰρ οἷς ὁ δῆμος ἅπας τοὺς ἐνοχλοῦντας ἑαυτὸν νουθετεῖ θορύβοις μηδεπώποθ ' ὑπεῖξε μηδὲ διετράπη , ταχύ γ | ||
καὶ πονηρῶν κολάσεως , ἀλλ ' ὅτι καὶ ἡ κόλασις νουθετεῖ καὶ σωφρονίζει πολλάκις μὲν καὶ τοὺς ἁμαρτάνοντας , εἰ |
σοι τοὺς πέλας , καὶ σὺ χρῶ αὐτοῖς . ἃ ψέγεις , μηδὲ ποίει . μηδείς σε πειθέτω ποιεῖν τι | ||
ὥστ ' , εἰ παρῆσθα , τὸν θεὸν τὸν νῦν ψέγεις εὐχαῖσιν ἂν μετῆλθες εἰσιδὼν τάδε . ξυνήλθομεν δὲ βουκόλοι |
. Ἕπου θεῷ . Νόμῳ πείθου . Θεοὺς σέβου . Γονεῖς αἰδοῦ . Ἡττῶ ὑπὲρ δικαίου . Γνῶθι μαθών . | ||
Μίσει διαβολάς . Μὴ ᾖς ἐπαχθής . Θεὸν σέβου . Γονεῖς αἰδοῦ . Φίλοις βοήθει . Μηδενὶ φθόνει . Ἀλήθειαν |
δὲ ψυχρὸν , σπασμοὺς , τετάνους , μελασμοὺς καὶ ῥίγεα πυρετώδεα . Τὸ ψυχρὸν , πολέμιον ὀστέοισιν , ὀδοῦσι , | ||
, ὀδυνώδεα ἀνεκπύητα ποιέει , πελιαίνει , μελαίνει , ῥίγεα πυρετώδεα , σπασμοὺς , τετάνους . Ἔστι δὲ ὅκου ἐπὶ |
ῥῖγος καὶ πυρετὸς ἐνίοτε ἐπιλαμβάνει βληχρός : ἀλλὰ χρὴ ὧδε μελετῇν . Ἴκτερος δέ ἐστιν ὀξὺς καὶ ταχέως ἀποκτείνων : | ||
πίνειν : μετὰ δὲ ταῦτα ποτοῖσι καὶ βρωτοῖσι καὶ λουτροῖσι μελετῇν , διδοὺς τὰ αὐτὰ ἃ τῷ στραγγουριῶντι δίδοται φάρμακα |
χρυσόκερων ] ὅταν ὑπέρ τινων καλῶν εὐχαριστήρια θεοῖς θύωσι , σφάττουσι βοῦν χρυσόκερων : ἐμὲ οὖν , φησίν , ὡς | ||
ἅπαξ τῶν τειχῶν γένωνται , πυρπολοῦσι πάντα καὶ παίουσι καὶ σφάττουσι καὶ ἐξελαύνουσιν , οἷα εἰκὸς ἁλισκομένης ψυχῆς καὶ ἐξηνδραποδισμένης |
οὔρει πίττινον . ἐκκρουσαμένους τοὺς πύνδακας πτίσσω , βράττω , μάττω , δεύω , πέττω , καταλῶ . χωρεῖ ἄκλητος | ||
λαβών τιν ' οὔρει πίττινον . Πτίσσω , βράττω , μάττω , δεύω , πέττω , καταλῶ . Χωρεῖ ἄκλητος |
μικροῦ . ὁμοίω ] ⌈ ἤγουν πάρισα καὶ ἰσοκατάληκτα . καταφρύγει ] διόλου καίει . τοὺς δὲ ζῶντας ] ⌈ | ||
καίει . φλέγει , τὸ λεγόμενον τζουρουφαίζει ? ? . καταφρύγει τοὺς πένητας , διότι εἰσὶν ἄστεγοι : οἱ δὲ |
. . σκοτεινῷ . τὸ γὰρ πάλιν ἐπίτασιν δηλοῖ ὡς παλιγκάπηλος καὶ παλίμπρακτος . παλιντράπελον : ἀντίστροφον . ἐναντίον , | ||
ἀρχή τις Ἀθήνησιν ἐπιμελουμένη τοῦ καθαίρεσθαι τὴν κόπρον . Καὶ παλιγκάπηλος καὶ μεταβολεύς . Παλιγκαπηλεύειν : τὸ πραγματεύεσθαι . Μεταβολεύς |
. οἱ δὲ τὰ φοβερὰ καὶ δεινὰ τῆς ἐρήμης πάνυ τλητικῶς καὶ ἐρρωμένως ἀναδεχόμενοι τὸν ἀγῶνα τοῦ βίου διήθλησαν ἀδιάφθορον | ||
. οἷς δὲ ἐπέτρεπε ζῆν τὰ πράγματα τὰ τυχηρά , τλητικῶς ὑπέμενον τὴν Ἡράκλειον εὐτολμίαν ἀπομιμούμενοι : καὶ γὰρ ἐκεῖνος |
: ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ . Ἐμαυτῷ βαλανεύσω : ἀντὶ τοῦ , ἐμαυτῷ διακονήσω . Εἰς ἀσθενοῦντας | ||
. Ἀλλ ' εἰ ταῦτα δοκεῖ , κἀγὼ ' μαυτῷ βαλανεύσω . Σπονδὴ σπονδή . Ἔγχει δὴ κἀμοὶ καὶ σπλάγχνων |
φλεβὸς , ἀρτηρίης . Μυελὸς τροφὴ ὀστέου , διὰ τοῦτο ἐπιπωροῦται . Δύναμις πάντα αὔξει καὶ τρέφει καὶ βλαστάνει . | ||
ἡ προσήκουσα , τοῖσιν ὀθονίοισιν ἐπίδεσις . Μὴ ἐμπεσὸν γὰρ ἐπιπωροῦται ἔξωθεν . Ἐκ γενεῆς δὲ ἢ ἐν αὐξήσει ἐξαρθρήσαντα |
τὸ ζῷον εἰς λογικὸν καὶ ἄλογον καὶ οὕτως κατὰ τάξιν πρόελθε , καὶ οὐκ ἔσονται ἄπειροι αἱ διαιρέσεις . τοῦτο | ||
? [ ] ι ? , μάγειρε . Σίκων , πρόελθε δεῦρό μοι [ σὺ θᾶττον ] . ὦ Πόσειδον |
πρῶτον μὲν ἀπαρασκευότατον γενέσθαι με , μὴ δυνάμενον διαπράσσεσθαι αὐτὸν τἀμαυτοῦ πράγματα , ἔπειτα κακοπαθεῖν τῷ σώματι , τούς τε | ||
, εἰκότως μὲν οὐκ ἂν ἔχοιμι μέμψιν , εἰ μὴ τἀμαυτοῦ προστίθημι τούτοις , σῴζων δὲ τὰ τούτων καὶ πλείω |
ἀνὰ κράτος ἱδροῦντι τῷ ἵππῳ , καὶ εὐθὺς πᾶσιν οἷς ἐνετύγχανεν ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ ἑλληνικῶς ὅτι βασιλεὺς σὺν στρατεύματι | ||
φοβεροὶ γίνονται . ὄφις ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων πατούμενος τῷ Διὶ ἐνετύγχανεν . ὁ δὲ Ζεὺς πρὸς αὐτὸν εἶπεν : ” |
τὴν ἐμὴν χειρώσομαι [ Ἑλένην : ὁ γὰρ δὴ πολλὰ μοχθήσας ἐγὼ Μενέλαός εἰμι καὶ στράτευμ ' Ἀχαιικόν ] . | ||
εἶτα ἐκ παραδείγματος Δημοσθένης καθείρξας ἑαυτὸν ἐν οἰκήματι καὶ πολλὰ μοχθήσας ὕστερον ἐκομίζετο τοὺς καρπούς , στεφάνους καὶ ἀναρρήσεις . |
λόγῳ μ ' ἔπεισας φαρμάκῳ σοφωτάτῳ . τῷ γὰρ καλῶς πράσσοντι πᾶσα γῆ πατρίς . τὸ πολλὰ τολμᾶν πόλλ ' | ||
; μὴ πρὸς τὴν ἀλήθειαν εἶναί σοι τὴν μάχην τοῦτο πράσσοντι , ἀλλὰ πρὸς τὴν δόξαν . ᾗ πάντη μάχου |
τὸ πεδίον ὡς λιμῷ πιέσων τὴν πόλιν . οἳ δὲ ἐργαζομένῳ τε ἐπέκειντο καὶ σαλπικτῶν χωρὶς ἐκτρέχοντες ἀθρόοι τοὺς ὀχετεύοντας | ||
, ὁ δαίμων τὸ ὑπὲρ τοῦτο ἐφεστὼς ἀργὸς συγχωρῶν τῷ ἐργαζομένῳ . Ὀρθῶς οὖν λέγεται ἡμᾶς αἱρήσεσθαι . Τὸν γὰρ |
: ἐπεὶ τὸ ὑπερχεόμενον καὶ ῥέον ὕδωρ τοῦ φρέατος τὰ προσγενόμενα ἀγαθὰ καὶ γυναῖκα τε καὶ παῖδας μὴ παραμεῖναι μαντεύεται | ||
ἀναλγησίαν ἀλλὰ διὰ μεγαλοψυχίαν : τοὐναντίον δὲ τὰ μεγάλα εὐτυχήματα προσγενόμενα τῷ ἀγαθῷ μακαριώτερον , φησί , ποιήσει τὸν βίον |
εἰρημένων τερπνά . αἱ μὲν θεωρητικαὶ καὶ πρακτικαὶ ἀρεταὶ ὡς ψυχικὰ ἀγαθά , ὑγίεια δὲ σώματος καὶ εὐαισθησία καὶ ῥώμη | ||
τί οἱ τερατόμορφοι καὶ ἄφρονες ; ὅτι τοῖς σωματικοῖς τὰ ψυχικὰ συμπάσχει , ὥσπερ τοῖς ψυχικοῖς τὰ σωματικά . Διὰ |
κάμινος πᾶσα κυκηθείη κεραμέων μέγα κωκυσάντων . ὡς γνάθος ἱππείη βρύκει , βρύκοι δὲ κάμινος πάντ ' ἔντοσθ ' αὐτῆς | ||
. * * * νῦν δ ' αὖθις ἐρυγγάνει : βρύκει γὰρ ἅπαν τὸ παρόν , τρίγλῃ δὲ κἂν μάχοιτο |
, ἔξοιδα , πολλὴ τοῦδε τοῦ φορήματος : ὅμως δὲ τλῆθι : τοῖσι γενναίοισί τοι τό τ ' αἰσχρὸν ἐχθρὸν | ||
; πρῶτον μὲν οὖν μοι δεῦρ ' ἐπίστρεψον κάρα καὶ τλῆθι τοὺς σοὺς προσβλέπειν ἐναντίον ἐχθρούς : κρατῆι γὰρ νῦν |
πλεῖον μετεσχηκὼς παρὰ Σωκράτει , τὸ δὲ λοιπὸν πλῆθος ἠλέει δυστυχοῦντα τὸν Θηραμένη , οὐ μὴν ἐτόλμα βοηθεῖν , περιεστώτων | ||
ὦ Ἥφαιστε καὶ Ἑρμῆ , κατελεησατέ με παρὰ τὴν ἀξίαν δυστυχοῦντα . Τοῦτο φής , ὦ Προμηθεῦ , ἀντὶ σοῦ |
Κτησίου : ὗς οὔτε ἥμερός ἐστιν οὔτε ἄγριος ἐν τῆι Ἰνδικῆι ὅλως γῆι , οὐδ ' ἂν φάγοι Ἰνδῶν οὐδεὶς | ||
ἐπειδὰν ἐκτοξευθῆι , ἀναφύεσθαι . ἔστι δὲ πολλὰ ἐν τῆι Ἰνδικῆι . ἀποκτείνουσι δὲ αὐτὰ τοῖς ἐλέφασιν ἐποχούμενοι ἄνθρωποι κἀκεῖθεν |
τῶν γε λόγου ἀξίων μέχρι πολλοῦ , διδασκόμενά τε καὶ μανθανόμενα ἐντὸς τοίχων μόνον ἐγνωρίζετο . ἐπὶ δὲ τῶν θυραίων | ||
νομίζεται ; πότερον αἰσθήσει τινὶ ἢ δηλώσει , ὥσπερ τὰ μανθανόμενα μανθάνεται δηλούσῃ τῇ ἐπιστήμῃ , ἢ εὑρέσει τινί , |
τῷ τοιούτῳ λόγῳ ὁτὲ μὲν εἰπών : ἀλλὰ τάδ ' ἐκτελέειν , ἅ σε μὴ μετέπειτ ' ἀνιήσῃ , ὁτὲ | ||
ἀίουσα γήθεεν ἐν φρεσὶ πάμπαν : ὀίσατο γὰρ μέγα ἔργον ἐκτελέειν αὐτῆμαρ ἀνὰ μόθον ὀκρυόεντα , νηπίη , ἥ ῥ |
. δῶκε δὲ μήτηρ χρύσεον ἀμφιφορῆα : Διωνύσοιο δὲ δῶρον φάσκ ' ἔμεναι , ἔργον δὲ περικλυτοῦ Ἡφαίστοιο . ἐν | ||
καὶ Ἀχιλέως καὶ Ἀντιλόχου κεῖνται ὀστᾶ . Διονύσοιο δὲ δῶρον φάσκ ' ἔμεν , ἔργον δὲ περικλυτοῦ Ἡφαίστοιο . ἡ |
ἀντείποι . Ἀλλὰ σχήματα μὲν ταῦτα τοῦ ἐνδιαθέτου λόγου . Κῶλα δὲ καὶ συνθήκη ἀνάπαυσίς τε καὶ τὸ ἐκ τούτων | ||
καὶ ὅσα τοιαῦτα . Ἀλλὰ σχήματα μὲν ταῦτα λαμπρότητος . Κῶλα δὲ τὰ μέλλοντα ποιήσειν τὸν λόγον λαμπρὸν μακρότερα εἶναι |
καὶ ὀξυνομένοις σύνεστι τὸ ς , δωρίζω δωριστί , αἰολίζω αἰολιστί . τὸ δὴ οὖν αἴτιον τῆς ὀξύτητος ς ἐν | ||
κἂν ᾖ σὺν τῷ σ , ἑλληνιστί , δωριστί , αἰολιστί . . . , . Ὅτι . τὸ προκείμενον |
μὴ ἅπτειν , ἀλλ ' ἴσως , [ καὶ ] ἔξεις τὸ ζητούμενον . Κρεῖττον δέ ἐστιν χωνεῦσαι εἰς χώνην | ||
Σὺ μέντοι εἰ μὲν ἀξιοῖς ἡσυχίαν ἔχειν καὶ σιωπᾶν , ἔξεις ἡμᾶς ἐπιτηδείους ὥσπερ καὶ πρότερον : εἰ δὲ μή |
διελέγοντο ἀλλήλοις παραιτησαμένου τοῦ Μουσωνίου τοῦτο , ὡς μὴ ἄμφω κινδυνεύσειαν , ἐπιστολιμαίους δὲ τὰς ξυνουσίας ἐποιοῦντο φοιτῶντος ἐς τὸ | ||
κακοὺς λοιδόρει τε καὶ κόλαζε : οὕτως γὰρ ἂν ἄριστα κινδυνεύσειαν οἱ στρατιῶται πάντες . ἁλισκομένης δὲ τῆς πόλεως φοβοῦ |
νϚʹ γοʹʹ Ἄβου ποταμοῦ ἐκβολαί καʹ νϚʹ ∠ ʹʹ Μεταρὶς εἴσχυσις κʹ ∠ ʹʹ νεʹ γοʹʹ Γαριέννου ποταμοῦ ἐκβολαί κʹ | ||
δεκτικὰ τῶν ὑγρῶν ἀγγεῖα , ἵνα οὕτως ἡ τῶν ὑγρῶν εἴσχυσις γένηται , οὕτω δεῖ πρῶτον ἡμᾶς τὰ κεφάλαια τὰ |
δὲ ἐπιστὰς αὐτῷ „ σὺ γιγνώσκεις με ” ἔφη ” γεωργέ „ ; „ καὶ πῶς ” , εἶπεν ” | ||
κύνα : Τὴν σκύλαν . . ὦ πόνηρε : Ὦ γεωργέ . . κακότροπε . . εἰς ταυτὸν : Εἰς |
τὰ τῆς μνήμης ἄξια ἐκ τοῦ νοῦ ῥᾳδίως ἐκφεύγει . Ἅπανθ ' ὅμοια καὶ Ῥοδῶπις ἡ καλή : σημαίνει ὅτι | ||
ἀκούων ὅστις οὐκ ὀργίζεται , πονηρίας πλείστης τεκμήριον φέρει . Ἅπανθ ' ὅς ' ὀργιζόμενος ἄνθρωπος ποιεῖ , ταῦθ ' |
δάκρυσι τῶν οὐκ εἰδότων , ἃ ἔδρων . καὶ οὕτω διελύθημεν σὲ μὲν ἄνδρα γενναῖόν τε καὶ μεγαλόψυχον ἁπάντων καλούντων | ||
κωλύουσα δῆθεν . Ἐν τούτῳ πόρρωθεν ἰδόντες προσιοῦσαν τὴν θεράπαιναν διελύθημεν , ἐγὼ μὲν ἄκων καὶ λυπούμενος , ἡ δὲ |
κύριος ὁ θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ , ὅτι βδέλυγμα κυρίῳ πᾶς ποιῶν ταῦτα , πᾶς ποιῶν ἄδικα ” | ||
ἰδίαν , διότι οὐ συνήσθιε μετὰ τῶν Αἰγυπτίων , ὅτι βδέλυγμα ἦν αὐτῷ τοῦτο . Καὶ εἶπεν Ἰωσὴφ τῷ Πεντεφρῆ |
, Τίρυνς . Κριάσῳ δὲ ἀπὸ Μελανθοῦς ἐγένοντο Φόρβας καὶ Κλεόβοια , Φόρβαντι δὲ ἐκ τῆς Εὐβοίας [ ἐγένετο ] | ||
οἷς προσήκουσι . Τέλλις μὲν ἡλικίαν ἐφήβου γεγονὼς φαίνεται , Κλεόβοια δὲ ἔτι παρθένος , ἔχει δὲ ἐν τοῖς γόνασι |
τοῦ πνεύματος . Λάβραξ . παρὰ τὸ λάβρως ἐσθίειν . ἀδδηφάγον γὰρ τὸ ζῶον . Λάγνος . παρώνυμον γυνὴ , | ||
παρὰ τὸ κρῖ καὶ τὸ βαῦνος . παίζει δὲ ὡς ἀδδηφάγον αὐτόν . καταχύσματα : ὅτι τῶν νεωνήτων δούλων τὸ |
τὰς ἁρπαγὰς κατατίθεσθαι καὶ ἐσθίειν κοινῇ . ἄσπονδον δὲ καὶ ἔκδικον ὁ σῦς . ἀλλήλων γοῦν οὗτοι νεκρῶν ἐσθίουσι . | ||
, διαιρεῖν τοῦτο πρᾶγμ ' ἐτητύμως . ὅρκων περῶντας μηδὲν ἔκδικον φρεσίν . νῦν καταστροφαὶ νέων θεσμίων , εἰ κρατήσει |
πάλαι , χρηστὰ δὲ περὶ τοῦ μέλλοντος ἐλπίσαντες χρόνου , παρέσχομεν ὑμῖν ἑαυτούς , καὶ πάντα τὰ πολέμια ἐν ὀλίγῳ | ||
μὲν ἡμεῖς ἐνεπλήσθημεν , τούτῳ δὲ τοῦ συνεστάναι τὴν ἀφορμὴν παρέσχομεν . τὸ γὰρ αὑτοῦ πᾶς ὁ ἀποδεχόμενος κτῆμα τοῦ |