δημοσίους , ἔνθα δὴ καὶ τὸ προοίμιον τοῦ κατὰ Ἀριστοκράτους παραθεὶς ἐκ πολλῶν αὐτὸ συνεστάναι μέτρων ἀναπαιστικῶν τε καὶ ἐλεγειακῶν
ἐμπλῆσαι , ἑστιᾶν δ ' αὐτὸν καὶ μύρτοις ᾤετο καὶ παραθεὶς ἂν τῶν ῥόδων ἢ τῶν ἴων κομιδῇ ὀλίγα .
5995176 ἑστιων
ἔχον ἐκ πηλοῦ , βασιλεὺς Ἀθηναίων Ἀμφικτύων ἄλλους τε θεοὺς ἑστιῶν καὶ Διόνυσον . ἐνταῦθα καὶ Πήγασός ἐστιν Ἐλευθερεύς ,
δεινὸς δὲ καὶ ὑπερημερίαν πρᾶξαι καὶ τόκον τόκου . καὶ ἑστιῶν δημότας μικρὰ τὰ κρέα κόψας παραθεῖναι . καὶ ὀψωνῶν
5487410 καταβροχθισας
: ἐγὼ δέ γ ' ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας κἆτ ' ἐκπιὼν τὸν ζωμὸν ἀναπόνιπτος λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας
τῶν παροψίδων ἠφάνιζε καὶ ἐπὶ τοῦ στόματος ἔφαινεν . εἶτα καταβροχθίσας τοὺς πλησίον ἑστῶτας ἄγων εἰς μέσον τὴν μὲν ἐκ
5471784 παρεθηκεν
ὅτι Ἑλληνικὸν ὄνομα ὁ πίναξ : Ὅμηρος : κρειῶν πίνακας παρέθηκεν . ὅτι καὶ τήγανον εἴρηται καὶ οὐ μόνον τάγηνον
μετὰ μικρὸν εἶπεν ” παράθες μοι λεκάνην . “ Αἴσωπος παρέθηκεν χωρὶς ὕδατος καὶ ἵστατο . Ξάνθος : ” τοῦτο
5420344 τεμων
καί μοι δοκεῖ βουληθεὶς ὁ θεὸς ὁ τὴν γῆν δίχα τεμὼν ἑκάτερον μέρος ἐξ ἴσου κοσμῆσαι καὶ καθάπερ ἐν ζυγῷ
ᾳ καθήρμοσε [ ] [ [ . . ] λου τεμὼν [ . . ] φορα ? ? ! !
5407028 ποιησας
οὐ καταιβάτης μόνον , ἀλλὰ καὶ ἱκέσιος καὶ μειλίχιος . ποιήσας τοίνυν τὸ τοῦ καταιβάτου πρὸς τοὺς βαρβάρους , ὅπερ
τὸν φλοιὸν ἄλλοι τε Ἰώνων καὶ Ἑρμησιάναξ ὁ τὰ ἐλεγεῖα ποιήσας φελλὸν ὀνομάζουσιν . ἐς Μεθύδριον δὲ πόλιν μὲν οὐκέτι
5361255 ὑποθεις
καὶ λαβὼν ξίφος ὁλοσίδηρον καὶ θυμιῶν στύρακα καὶ μέλι , ὑποθεὶς κρατῆρι , ἀπότεμε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπάνω τοῦ κρατῆρος
κά - τωθεν κατὰ τὸ ἕτερον ὀστέον , ὄγκον μαλθακὸν ὑποθεὶς , ἢν μὲν ἄνω , καταστρέψας τὴν χεῖρα ,
5265131 σκαφην
τὰς τῶν ἀδείπνων ἐξετάζειν οἰκίας . Καταμαθὼν δὲ κειμένην θερμὴν σκάφην θερμῶν ἰπνιτῶν ἤσθιον . Ὅστις φοβεῖται τὸν πατέρα κᾀσχύνεται
ἔσται πρὸς ἅπαντα , εἴτε προσαντλεῖσθαι βούλοιντο ἐγκαθήμενοι εἰς τὴν σκάφην εἴτε ἐμβιβάζεσθαι εἰς τὰς καλουμένας τιτίδας δύναιντο . Μετὰ
5253702 μιμουμενος
τοῖς ἀνδραγαθίαν ἀσκεῖν βουλομένοις . τίς γὰρ ἂν ἢ θεοσεβῆ μιμούμενος ἀνόσιος γένοιτο ἢ δίκαιον ἄδικος ἢ σώφρονα ὑβριστὴς ἢ
, οὕτω γὰρ καὶ αὐτὸς ἀπεικάζεις , ἕψομαι τὸ μὲν μιμούμενος , ἐν δὲ τῷ νικώμενος . ἡκόντων γὰρ ἐκεῖθεν
5235098 ἀνελομενος
ἐγέννησε , διὰ τῶν θεραπαινίδων εἰς ἐρημίαν ἐξέθηκεν : ὅθεν ἀνελόμενος Αἴπυτος ἔτρεφεν . ὃ καὶ Πίνδαρος εἰδώς , ἐπειδὴ
οὗτός τε λόγχην ἀφίησιν ἐπ ' αὐτόν , καὶ ἐκεῖνος ἀνελόμενος ᾤχετο εἰς τὸ στρατόπεδον . ἐγὼ δὲ ἀνελὼν τὸν
5222126 αὐλητριδα
νήφοντα ἄνδρα ἀφαιρούμενον μὲν τὸν κρατῆρα , ἀπάγοντα δὲ τὴν αὐλητρίδα , καθαιροῦντα δὲ τοὺς στεφάνους , παύοντα δὲ τὴν
αὐτὴν παντοδαποῖς τραγήμασιν , μύρον , στεφάνους , λιβανωτόν , αὐλητρίδα λαβέ . εἰ τὸ συνεχῶς καὶ πολλὰ καὶ ταχέως
5188019 πλασας
Κηκῖδος ὀμφακίνης ⋖ η , ὀπίου ⋖ δ . ὕδατι πλάσας δίδου ὀροβιαῖα καταπότια γ μετὰ χυλοῦ ῥοὸς ἢ μύρτου
ὁ λέγων ἡλικιώτης ἐστὶ καὶ ὁμότροπος , ὅτου ἂν ἑαυτῷ πλάσας τυγχάνοι . ἀτὰρ οὐδετέρας οἶμαι δεῖσθαι προσθήκης , εἰ
5181949 εὑρων
τοῦ ἐν νιφοέσσῃ δειρῇ ἐν νιφοέσσῃ ἐξοχῇ * κιχών : εὑρών * ἐφράσσατο : ἐνόησεν ἀμαρακόεσσα : παραπλησία τῷ ἀμαράκῳ
, καὶ νῦν ὀργίζῃ ἐπὶ τῇ μητρί σου ἅπαξ με εὑρών ; Σχολαστικῷ πραγματευτὴς ἀπήγγειλεν , ὅτι τὸ χωρίον αὐτοῦ
5177696 τυρους
ᾧ τυρεύουσιν , καὶ κρεμαστήρ , ἐφ ' οὗ τοὺς τυροὺς ἔτερσον , καὶ τὸ ἄνω τοῦ ποδὸς ἢ τὸ
θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων , βολβοὺς τρώγων , τυροὺς κάπτων , ᾤ ' ἐκλάπτων , κήρυκας ἔχων ,
5137241 καταθεις
παύσαιό τε τοῦ φέρειν εἰς μέσον ἃ νῦν φέρεις καὶ καταθείς ποι τοὺς λόγους δοίης αὐτοῖς καθεύδειν . Τὸν Ὀλυμπίου
εἰς τὸ αὐτό . . εἰς δικαστήριον . . ὁ καταθείς . . παμπησίαν : Τὴν πᾶσαν κτῆσιν . ξυμβαστάσω
5124078 τρωει
δὲ παράγωγον αὐτοῦ τρώω . Ὅμηρος : „ οἶνός σε τρώει μελιηδής „ . παρὰ δὲ τὸ τρῶ παράγωγον τρῶμι
ἄλλος ἡμετέρων μύθων ξεῖνος καὶ πτωχὸς ἀκούει . οἶνός σε τρώει μελιηδής , ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει , ὃς
5123184 καθεις
τῷ μαγείρῳ σταυροῦ ἂν τιμήσαιτο , εἰ τὰ κρέα ἕψων καθεὶς τὸν δάκτυλον τοῦ ζωμοῦ τι περιελιχμήσατο ἢ ὀπτωμένων ἀποσπάσας
τὸ αἰδοῖον ἄκρον ἐπιτεμὼν συνέτρησεν εἰς τὸν οὐρητῆρα , καὶ καθεὶς ἀργυροῦν καυλίσκον ταύτῃ τὰ περιττώματα τῶν ὑγρῶν ἐξεκόμιζε ,
5114714 ἀποπεμψας
καταπληττόμενοι ἀσθενέστεροι γίγνωνται . Ὅτι Λεωνίδας ἐμβαλὼν εἰς χώραν πολεμίων ἀποπέμψας νύκτωρ ἄλλον ἀλλαχοῦ προσέταξεν , ὅταν αἴρῃ τὸ σημεῖον
παῖδας τούτους ἀποβαλὼν βουλεύεται τὴν γυναῖκα οὐκ οὖσαν ἔτι τεκνοποιὸν ἀποπέμψας ἑτέραν γῆμαι , ὑπόθεσις γίνεται . Τοῦτο δὲ τὸ
5108142 καλεσας
δὲ τὸν ἱππόδρομον ᾠκοδόμησε θεάτρων τε ἐνεστήσατο τέρψιν , Ῥωμάνην καλέσας τὴν θέαν , ἥτις ἐξ ἐκείνου καὶ εἰς τόδε
μαθὼν τὸν χρησμὸν θύσας τῷ Ποσειδῶνι πάντας ἐπὶ τὴν θυσίαν καλέσας εἶδε μονοκρήπιδα τὸν Ἰάσονα : διαπεραιούμενος γὰρ τὸν Ἄναυρον
5084557 κινων
σκορόδων πυρῆνας πέντε , μυρσίνης μελαίνης φύλλα ὀλίγα σὺν ὄξει κινῶν σπάθῃ δᾳδίνῃ ἕψε μέχρις ἡμίσους καὶ δίδου διακλύζεσθαι καὶ
δὲ ταῖς ἀναπαύλαις καὶ ἀμπώτιδας κατασκευάζοντας . Σέλευκος ὁ μαθηματικὸς κινῶν καὶ οὗτος τὴν γῆν ἀντικόπτειν αὐτῆς τῇ δίνῃ φησὶ
5072327 καταφαγων
γὰρ ἀντέθηκας ἀνθρώπων τιν ' ; ὅστις εὐθὺς θύννεια θερμὰ καταφαγών , κᾆτ ' ἐπιπιὼν ἀκράτου οἴνου χοᾶ κασαλβάσω τοὺς
ἐπάγει μετὰ ταῦτα περὶ ταὐτοῦ λέγων μακάριος ἐκεῖνος δέκα τάλαντα καταφαγών . τὸ μέντοι τῶν ὀβολῶν ὄνομα οἱ μὲν ὅτι
5067405 ἁλιευς
εἴποις γ ' ἂν αὐτοὺς ἀρτίως ἡλωκέναι . εἶθ ' ἁλιεὺς ὢν ἄκρος σοφίαν ἐπὶ μὲν παγούροις τοῖς θεοῖς ἐχθροῖσι
δυσέρωτές εἰσιν , ἐξ ὧν ποθοῦσιν ἐκ τούτων ἁλίσκονται . ἁλιεὺς γὰρ ἀνὴρ αἰγὸς δορᾷ ἑαυτὸν περιαμπέχει , σὺν αὐτοῖς
5054884 Αἰσωπος
γεννηθέντες τῶν Ἑλλήνων δοῦλοι καθεστήκατε . ” ταῦτα εἰπὼν ὁ Αἴσωπος περὶ ἐκδημίαν ἐγένετο . οἱ δὲ Δελφοί , λογισάμενοι
. ὁ δὲ Ξάνθος λέγει “ λύσατε αὐτόν . ” Αἴσωπος λέγει “ οὐ βούλομαι λυθῆναι . ” Ξάνθος :
5035882 καταβαλων
, οἱ Γίγαντες ἐβασίλευον : ἐλθὼν δὲ ὁ Ζεὺς καὶ καταβαλὼν τούτους , ἐβασίλευσεν . : πελώρια ] Ἔθη τὰ
ἐγὼ δ ' ἔφη ἄνδρες Τρίτωνες , ὑπὸ τοῦ δέους καταβαλὼν ἐμαυτὸν ὑπὸ τοὺς θαλάμους ὡς ἔνι μάλιστα κατωτάτω ἐκείμην
5025407 τραπεζαν
Φίλλις ὁ μουσικός , ὅτι ἐν τοῖς γάμοις περὶ μίαν τράπεζαν πολλὰς κλίνας τιθέντες , παρὰ μέρος ἑξῆς μυρρίνας ,
ἀεικέλιον τὸν εὐτελῆ : “ δίφρον ἀεικέλιον καταθεὶς ὀλίγην τε τράπεζαν ” καὶ “ πρόσθεν γὰρ δή μοι ἀεικέλιος φαίνεται
5025255 γνωρισας
ἧκε μετὰ τῶν ἄλλων σατραπῶν : ὁ δὲ ἵππος αὐτοῦ γνωρίσας τὸν τόπον τῆς συνουσίας ἐρωτικόν τι παθὼν πρῶτος ἐχρεμέτισεν
ἄχρι λιμένων τῶν κατὰ πόλεις καὶ ὑποδρόμων λεωφόρους ἀνατεμὼν καὶ γνωρίσας ἠπειρώτας νησιώτας οὐκ ἄν ποτ ' εἰς ἑαυτοὺς ἐλθόντας
5016888 ἐμπλησας
δ ' ὅτε πίνοιεν μελιηδέα οἶνον ἐρυθρόν , ἓν δέπας ἐμπλήσας ὕδατος ἀνὰ εἴκοσι μέτρα χεῦ ' , ὀδμὴ δ
ὅπως μεταδῶ τῶν ἑταίρων τοῖς δεομένοιςἱκανὸν εἰ ταυτηνὶ τὴν πήραν ἐμπλήσας παράσχοις οὐδὲ ὅλους δύο μεδίμνους χωροῦσαν Αἰγινητικούς . ὀλιγαρκῆ
5013513 ἀνθινους
θεῖναι πρὸς τὸν ἱδρυμένον Ἑρμῆν , ἔνθαπερ τιθέναι καὶ τοὺς ἀνθινοὺς εἰώθει . , : Ἀθηναῖοι δ ' ὅμως αὐτὸν
τὸ ἔθος τῶν ἔμπροσθεν ἡμερῶν : καὶ γὰρ καὶ τοὺς ἀνθινοὺς καὶ τοὺς ἐκ τῆς μυρρίνης καὶ τὸν ἐκ τοῦ
5007242 παρεθηκε
τάχ ' οὐδὲν μεταλάβοι . οὑμὸς διδάσκαλος δὲ μήτραν σκευάσας παρέθηκε Καλλιμέδοντι , κἀσθίονθ ' ἅμα ἐποίησε πηδᾶν , ὅθεν
τε καὶ Μήδεια . Οὗτος καὶ Θυέστῃ τὴν ἐξάγιστον ἐκείνην παρέθηκε τράπεζαν καὶ ὡς θηρίον σαρκοβόρον τῶν ἑαυτοῦ παίδων γεύσασθαι
5007087 μελιηδης
τοὺς πλείονας ἀκράτου σπῶντας θορυβώδεις γίνεσθαι : οἶνός σε τρώει μελιηδής , ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει , ὃς ἄν
ἡμετέρων μύθων ξεῖνος καὶ πτωχὸς ἀκούει . οἶνός σε τρώει μελιηδής , ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει , ὃς ἄν
5006799 ἐξελκει
πρύμναν : οὐ γὰρ ἐς καιρὸν τυπεὶς ἐτύγχαν ' : ἐξέλκει δὲ καὶ παραστάδος κρεμαστὰ τεύχη πασσάλων καθαρπάσας ἔστη '
σὺν δὲ μελικράτῳ λεῖον , ἑφθὸν καταπλασσόμενον , ὀστᾶ κεκλασμένα ἐξέλκει . τὸ αὐτὸ δὲ σπέρμα καὶ σὺν μέλιτι καταχριόμενον
5006484 μυσαχθεις
, μὴ ἀπαγορευόντων τῶν νόμων , τὴν παρὰ ταύτης ἀηδίαν μυσαχθεὶς καὶ ἥν φησι κεφάλαιον τῶν πόνων τὴν εὐδαιμονίαν παραγίγνεσθαι
συμμίξαντες παρέθεντο τῆι τραπέζηι . τοῦτο δὲ Ζεὺς ἐγνωκὼς καὶ μυσαχθεὶς τὴν μὲν τράπεζαν ἀνέτρεψεν , ὅθεν ἐκεῖνος ὁ τόπος
5002114 ἐκτεινας
χερός , διά μ ' ἔφθειρας , κατὰ δ ' ἔκτεινας . φεῦ φεῦ : πρὸς θεῶν , ἀτρέμα ,
τί μ ' ἐδέχου , τί μ ' οὐ λαβὼν ἔκτεινας ; καὶ πάλιν Ἡρακλέα που διαλεγόμενον πεποίηκε πρὸς τοὺς
4998573 ἀμογητι
καὶ ξύλα μικρὸν ὑπερέχοντα τοῦ ὕδατος , ἵνα ἐφιζάνουσαι πίνωσιν ἀμογητί . εἰ δὲ μὴ εἴη ῥέον ἀπὸ τῆς γῆς
. ἀπαρτὶ : ἀπηρτισμένως . ἐπίρρημα δέ ἐστιν ὡς “ ἀμογητί ” , παρὰ τὸ ἀπηρτισμένον καὶ πλῆρες . κέχρηται
4995373 ἐπειτ
, κακῆι δέ σφ ' ἔμβαλε φήμηι . Τιμάνδρη μὲν ἔπειτ ' Ἔχεμον προλιποῦς ' ἐβεβήκει , ἵκετο δ '
γέγονα , καὶ συνήρεσκε ταῦτά μοι καὶ συνέπραττον αὐτῷ , ἔπειτ ' ἐξαίφνης μεταβέβλημαι καὶ κατηγορῶ . ἔστι δ '
4986622 κολλαβον
ὑποπεπώκαμεν γάρ , ὦνδρες , καὶ καλῶς ἠρίσταμεν . λαμβάνετε κόλλαβον ἕκαστος τὸ δ ' ἔτνος τοὐν ταῖς κυλίχναις τουτὶ
. ΚΟΛΛΑΒΟΥ δ ' ἄρτου Ἀριστοφάνης ἐν Ταγηνισταῖς : λαμβάνετε κόλλαβον ἕκαστος . καὶ πάλιν : ἢ δέλφακος ὀπωρινῆς ἠτριαίαν
4982018 καθισας
: τὴν εὐρυθμίαν φέναξ : ἀπατεών πρόσχημα : μόνον σχήματι καθίσας , μηδὲν δὲ φθεγγόμενον θρίνακες : λικμητῆρες τριαινοῦν :
συρίσαντι χαρίσασθαι χιτῶνα καὶ χλαῖναν καὶ ὑποδήματα . Ὁ δὲ καθίσας αὐτοὺς ὥσπερ θέατρον , στὰς ὑπὸ τῇ φηγῷ καὶ
4964889 κατακειμενος
οὕτω διάγοντες , ἐσωζόμην ἄρα ἐγὼ πολιορκούμενος ὑπὸ Λακεδαιμονίων , κατακείμενος καὶ καθεύδων ἐν τῷ τείχει ἐπὶ φρυγάνων καὶ καλάμης
μιμνησκόμενος θαλερὸν κατὰ δάκρυον εἶβεν , ἄλλοτ ' ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος , ἄλλοτε δ ' αὖτε ὕπτιος , ἄλλοτε δὲ
4961070 ἀναλυων
, δυσχεραίνων , δυσμεναίνων , ἀνατρέπων τὴν πολιτείαν , λύων ἀναλύων καταλύων , συνταράττων , μεθιστάς , παρακινῶν , μεταβάλλων
μέσου Προμηθέως . Τῷ δ ' ἀναλυτικῷ ἐν Τιμαίῳ κέχρηται ἀναλύων τὰ φυσικὰ πάντα εἰς δεξαμενὴν καὶ εἶδος , τὸ
4958616 καινουργησαι
πεποιῆσθαι τὴν νομὴν τῶν κρεῶν καὶ τὰ περὶ τοὺς ἀνθρώπους καινουργῆσαι καὶ τὸ πῦρ κεκλοφέναι , ἱκανῶς κατηγόρηταί μοι ,
περιλαμβάνοντες . Μετὰ τὴν ἡρωϊκὴν γενεαλογίαν καὶ τοὺς καταλόγους ἐπεζήτησε καινουργῆσαι πάλιν ἑτέραν ὑπόθεσιν : καὶ δὴ καταχρησθέντων τῶν εἰς
4952032 ἁπλωσας
καὶ μεθ ' ἡμέραν : ἐπὶ τῆς γῆς λίνον τις ἁπλώσας τό θ ' ἱμάτιον ὑπὲρ τὴν κεφαλὴν ἀνατείνας τὸ
προσενέγκω . „ ] [ Ταὼς εἰς δεῖπνον παρασκευάζεσθαι μέλλων ἁπλώσας τὰς πτέρυγας εἶπεν : ” εἰ μὲν πολλὰ κρέα
4947525 φερων
αὐτῷ λόγον ἐπιχειρῶμεν κομίζειν , οἷον κύων παρὰ ποταμόν τινα φέρων κρέας , καὶ κατὰ τοῦ ὕδατος τὴν αὐτοῦ σκιὰν
' ἕκαστον δὲ τῶν ἱππέων τῶνδε ὑπηρέτης ἦν πολλὰ ἀκόντια φέρων , οἷς ἐπενόει τὰ θηρία ἀμύνεσθαι . οὕτω μὲν
4928564 Σχολαστικος
ἤγουν ὁρᾶν : ἢ διὰ τὸ τρέχειν τὸν ἀέρα . Σχολαστικός : διὰ τὸ σχολάζειν τοῖς ἀστικοῖς ἢ τῷ δικαίῳ
ἤγουν ὁρᾶν : ἢ διὰ τὸ τρέχειν τὸν ἀέρα . Σχολαστικός : διὰ τὸ σχολάζειν τοῖς ἀστικοῖς ἢ τῷ δικαίῳ
4921585 σπαραξας
εὐεξαπάτητον γὰρ ἄνθρωπος δυστυχῶν . καταρρηξάμενος οὖν τὴν ἐσθῆτα καὶ σπαράξας τὰς τρίχας , τὸ στέρνον ἅμα παίων ἔλεγεν “
ἦν ἀκατάσχετος . Λαβὼν δὴ τὴν κόμην ὁ Ἁβροκόμης καὶ σπαράξας τὴν ἐσθῆτα φεῦ μοι τῶν κακῶν εἶπε , τί
4919759 περιῃει
ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχων καὶ σκῆπτρον κρατῶν κρηπῖδας τε ὑποδεδεμένος περιῄει μετὰ τοῦ θείου χοροῦ . καὶ ἐπιστέλλων Φιλίππῳ τῷ
ἁλουργῆ ἀμπεχόμενος , καὶ κόμην τρέφων χρυσῷ στροφίῳ κεκορυμβωμένην : περιῄει τε τὰς πόλεις ἐπιδεικνύμενος τὴν ποίησιν . Τούτου δὲ
4907128 σικυους
κάλλιστον καταλιπὼν ἥκει ; ἀποκρίνασθαι : ἥλιον καὶ σελήνην καὶ σικύους καὶ μῆλα . Ὅθεν εἰς παροιμίαν παρήχθη ὁ λόγος
τὸν τρόπον τοῦτον : λαβὼν τοὺς ἅμα τῷ ἅψασθαι ἀποπηδῶντας σικύους ἀποτίθεσο ἐῶν μίαν ἡμέραν , τῇ δ ' ὑστεραίᾳ
4905662 ἐκστρεψας
, τύλωσις λέγεται τὸ τοιοῦτον . Σύκωσίς ἐστιν , ὅταν ἐκστρέψας τὰ βλέφαρα εὕρῃς ὑπερσαρκήματά τινα ἐρυθρὰ , ὥσπερ σῦκα
εἶτ ' ὄξει διέμενος Σφηττίῳ κατέπλασεν αὐτοῦ τὰ βλέφαρ ' ἐκστρέψας , ἵνα ὀδυνῷτο μᾶλλον . Ὁ δὲ κεκραγὼς καὶ
4897864 ἀνεπτη
. γενομένων δὲ αὐτῶν κατά τινα ποταμὸν ἡ μὲν χελιδὼν ἀνέπτη , ἡ δὲ ἔγχελυς κατέδυ . ” καὶ ταῦτα
ἀντὶ τοῦ ” διὰ ταῦτα “ ἀττικῶς . πεπότηται : ἀνέπτη καὶ ἀνεκουφίσθη καὶ μετέωρα φρονεῖ ἤδη . λεπτολογεῖν :
4848926 στησας
μὲν διὰ τὸ μέτρον , ὡς τοῦτο : χρυσοῦ δὲ στήσας Ὀδυσεὺς δέκα πάντα τάλαντα : τὸ γὰρ πάντα μηδὲν
γίγνεται βασιλεὺς οὗτος Λαπιθέων καὶ τοῖς Κενταύροις πολεμέεσκε . ἔπειτα στήσας ἀκόντιον ἐν ἀγορῆι θεὸν ἐκέλευεν ἀριθμεῖν . θεοῖσι δ
4839621 ἐπισυρομενος
ζόφον : οἵαν δὲ ὁ Νεῖλος χροιὰν ἐξ Αἰθιοπίας ἔχων ἐπισυρόμενος τὴν γῆν ἔρχεται τὸ ἐντεῦθεν ἐπὶ τὴν θάλασσαν ,
τὰ ἁλουργῆ καὶ τὴν τρυφήν , οὐ παύσει τοὺς ἐραστὰς ἐπισυρόμενος , ὥσπερ ἡ Πηνελόπη τοὺς μνηστῆρας . ὥστ '
4816909 διδαξας
προσάγοντος . Ἴθι οὖν , ἔφη , καὶ πειρῶ ταῦτα διδάξας καὶ διαπραξάμενος παρεῖναι : πιστὰ δὲ αὐτῷ οὐκ ἂν
ὡς ὁ ζωγράφος , εὐεργετηκέναι γὰρ φήσει τὴν πόλιν , διδάξας τοὺς ἐμπόρους μὴ παρὰ καιρὸν πλεῖν : κατὰ δὲ
4797484 ῥιψας
οὗ γεγόνασιν † ἀπὸ Θερμοπυλῶν ἀπὸ τῆς πέτρας τὸν Λίχαν ῥίψας καὶ ἀνελών . τὰ δὲ τόξα αὐτοῦ Ἡρακλῆς τῷ
ἕψε , ἕως ἀποτριτωθῇ τὸ ὕδωρ , εἶθ ' οὕτω ῥίψας τὰ βοηθήματα πρόσβαλε τὸ μέλι καὶ τὸ ἕψημα καὶ
4795253 ἀναλαβων
ἁπαλοῖϲ προϲκατάπλαϲϲε . Ἄλευρον πίϲϲῃ μίξαϲ ἐπιτίθει . Θεῖον λεῖον ἀναλαβὼν ὑείῳ ϲτέατι ἐπιτίθει . Ἰξοῦ δρυίνου , ϲανδαράχηϲ ,
ἐκεῖνος μὲν οὐ βασιλικὴν μεγαλοφροσύνην ἀλλ ' ἰδιωτικὴν τοῦ τυχόντος ἀναλαβὼν μικροψυχίαν , ἅμα τῇ βασιλείᾳ πάσῃ καὶ τὸν τηρηθέντα
4774150 καταλειψας
καὶ αὖθις ἐπιπάσσειν τοὺς ἅλας καὶ τὴν στυπτηρίην , εἶτα καταλείψας ὑποκάειν νύκτα καὶ ἡμέρην . Τὴν ἕδρην ἐμβάλλει :
, ἀπὸ τοῦ χάζω τὸ ὑποχωρῶ , ἤτοι ἀφείς , καταλείψας ) , ἀποσεισάμενος . τὸ σχάζειν κυρίως ἐπὶ τῶν
4765097 διακοψας
σὺν τοῖς περὶ αὐτὸν εἰς μέσην τὴν βασιλικὴν ἴλην : διακόψας δὲ τὸ στίφος τῶν πέριξ ἱππέων ἐπ ' αὐτὸν
αὐτοῖς . διαπήλας ] κινήσας . διαπήλας ] ἀπομοιράσας , διακόψας . διαπήλας ] διαμερίσας . διαπήλας ] ἀπομοιράσας .
4764139 ἀφηκεν
τῆς εἰκόνος τοῦ θεοῦ . τότε ἔφυγεν τὸ θηρίον καὶ ἀφῆκεν αὐτὸν πεπληγμένον , καὶ ἐπορεύθη εἰς τὴν σκηνὴν αὐτοῦ
, προσετίμησεν ἐπετίμησεν , ἐζημίωσεν , ἀπέγνω , ἀπεψηφίσατο , ἀφῆκεν , ἀπελύσατο , ἀπεδίκασεν . κλήρωσις κλῆρος , σύστασις
4755936 κυλικα
ὀλίγον φροντίσας γε δεσποτῶν . ὡς ἐκπιών γ ' ἂν κύλικα μαινοίμην μίαν , πάντων Κυκλώπων ἀντιδοὺς βοσκήματα ῥίψας τ
δέ φησι τὸ ἐν τῷ ἰσχίῳ ὀστοῦν καλεῖσθαι ἄλεισον καὶ κύλικα . κοτυλίσκος δὲ καλεῖται ὁ ἱερὸς τοῦ Διονύσου κρατηρίσκος
4734869 πηραν
τοιαύτην [ τοιόνδε τοιόσδε ] κατέστη ⌈ ἔνδειαν , ὥστε πήραν ἔχων περιῄει ζητῶν καὶ διαβάλλων ἑαυτὸν ⌈ ὡς [
προγόνοις . θρεττανελό ἀλλ ' εἶα τέκεα θαμίν ' ἐπαναβοῶντες πήραν ἔχοντα λάχανά τ ' ἄγρια δροσερὰ ὦ καλλιπρόσωπε χρυσεοβόστρυχε
4726961 ἐπεθηκεν
διόπερ θύσας τοῖς θεοῖς ὁ βασιλεὺς τὸ τελευταῖον τὴν γλῶσσαν ἐπέθηκεν τοῖς βωμοῖς , καὶ ἀπὸ τότε ἔθος τοῦτο διέμεινε
τὸ δεῖπνον , τῷ Ἑρμῇ τῷ πρὸ τῶν θυρῶν ἑστῶτι ἐπέθηκεν αὐτὸν κατὰ τὸ ἔθος τῶν ἔμπροσθεν ἡμερῶν : καὶ
4717545 εὑρε
δ ' ἐς νῆας ἵκανε θεοῦ πάρα δῶρα φέρουσα . εὗρε δὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον υἱὸν κλαίοντα λιγέως :
ἀπεκατέστησεν αὐτὸν εἰς τὸν τόπον ὅπου ἦν Βαροὺχ καθεζόμενος : εὗρε δὲ αὐτὸν ἐν μνημείῳ . Καὶ ἐν τῷ θεωρῆσαι
4717064 αὐλους
μὲν καὶ ἦχον σύντονον καὶ παρακλητικὸν ἐς ὅπλα κατεσίγασαν , αὐλοὺς δὲ καὶ αὐλητὰς παραλαβόντες , ἐπεὶ ὁμοῦ ἦσαν καὶ
χαλκευτικὴ ὅπλα ποιεῖ , ἡ δὲ τεκτονικὴ ἐκ τῶν ξύλων αὐλοὺς καὶ λύρας . ἡ δὲ χρηστική , οἷον ἱππικὴ
4698642 ἐπιπασας
τῇ σικύῃ , τῆς σμύρνης ξηρᾶς κεκομμένης ἐπὶ τὸ πῦρ ἐπιπάσας , περικαθίσας ἐπὶ τὴν σικύην , καὶ ἐνθέσθω ἐς
ἐπὶ τὸ βῆμα καὶ λαβὼν ψυχροῦ κύλικα καὶ τῶν ἀλφίτων ἐπιπάσας καὶ τῶι γλήχωνι κινήσας ἐκπιὼν ἀπῆλθεν , ἐνδειξάμενος αὐτοῖς
4690836 ἐλαυνων
, ῥᾷον ἂν ἁλώσιμος εἴη , ἐπὶ δεξιὰ δέ τις ἐλαύνων μάτην ἂν πονῶν ὀφθείη καὶ ἀκίχητα , τὸ τοῦ
τὸν Οἰνόμαον νικήσας συνεργήσαντος τοῦ Μυρτίλου καὶ τὴν παρὰ θάλασσαν ἐλαύνων ἀπωθήσατο αὐτὸν κατ ' ἐκεῖνον τὸν τόπον τῆς θαλάσσης
4671464 στρεψας
. Βίων δὲ προαρπάσαντός τινος τὰ ἐπάνω τοῦ ἰχθύος , στρέψας καὶ αὐτὸς καὶ δαψιλῶς φαγὼν ἐπεῖπεν : Ἰνὼ δὲ
ναὸς ὅστις ἐγκρατὴς πόδα τείνας ὑπείκει μηδέν , ὑπτίοις κάτω στρέψας τὸ λοιπὸν σέλμασιν ναυτίλλεται . Ἀλλ ' εἶκε ,
4665694 ἀπονιζειν
τρίβειν τοὺς ὀδόντας τοὺς ἀλλοτρίους καί τι τῶν ἀναγκαίων ποιήσαντα ἀπονίζειν ἐκεῖνα τὰ μέρη . τῷ ὄντι θαυμαστόν ἐστι φιλεῖν
λυχνοῦχον ἔκφερ ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον . νυνὶ δ ' ἀπονίζειν τὴν κύλικα δός τ ' ἐμπιεῖν : ἔγχει δ
4662842 λαβων
τῶν αἰσθητῶν ποιητέον τὸν λόγονὅταν τοίνυν ἄλλο μετ ' ἄλλου λαβὼν εἴπῃς δύο , οἷον κύνα καὶ ἄνθρωπον ἢ καὶ
τοῦ λεγομένου ὑακινθίνου πορφυρᾶ ἔχοντοϲ ἄνθη , τούτου τὴν ῥίζαν λαβὼν καὶ λεάναϲ μετὰ λιβάνου καὶ ἀμυγδάλων πικρῶν , ἐπίβαλλε
4657918 εἰσελθων
ἀγωνίσηται , τοῦτον στεφανοῦν καὶ πρῶτον ἀναγορεύειν , κἂν ὕστατος εἰσελθὼν τύχῃ , τοὺς δὲ τῶν ἀστειοτέρων ἀγωνισμάτων ἀξιοῦντας ἀγωνιστὰς
δὲ ποῖος ὅρος τῶν τριῶν ἰσχύσει , οὕτως γνωστέον . εἰσελθὼν κατὰ τὴν ὡροσκοποῦσαν μοῖραν θεωρῶ , πόσα ἔτη παράκειται
4653556 δειπνουντων
οἱ κατὰ δίνας . φησί τις παρὰ τῷ ῥήτορι τούτῳ δειπνούντων , Ἐπικούρειός τις τῶν συνδειπνούντων ἡμῖν ἐγχέλυος παρατεθείσης εἰπών
καὶ τούς τε αὐλούς μου συνέτριψε καὶ τὴν τράπεζαν μεταξὺ δειπνούντων ἀνέτρεψε καὶ τὸν κρατῆρα ἐξέχεεν ἐπεισπαίσας : τὸν μὲν
4647210 ἐνενοησεν
μὴ τρέπεσθαι τὸ θεῖον , οὔτε τὸ ἐνεθυμήθη οὔτε τὸ ἐνενόησεν δηλωτικὰ μεταμελείας ἐστίν : [ τὸ δὲ θεῖον ἄτρεπτον
, ὅτι δεῖ πράττειν πάντα κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον , ἐνενόησεν ὅτι καθόλου μὲν τοῦτο εἴρηται , οὐκ ἀκριβῶς δέ
4638674 ἀγορασας
ἐν τῇ φάτνῃ γὰρ μόνος εἱστήκει . Κυμαῖος κλεψιμαῖα ἱμάτια ἀγοράσας διὰ τὸ μὴ γνωρισθῆναι ἐπίσσωσεν αὐτά . Κυμαῖος ἵππον
τὸ βουκόλιον τοῦ Πελάγοντος τοῦ Ἀμφιδάμαντος , παρ ' οὗ ἀγοράσας βοῦν καὶ ἡγεμόνα ταύτην τῆς ὁδοῦ ποιησάμενος κτίζει τὰς
4629395 θεασαμενος
, ὡς ἂν εἴ τις τὰ τῶν ἀρχαίων ζωγράφων ἔργα θεασάμενος ἱκανὸς οἴοιτο ζωγράφος εἶναι καὶ προστάτης τῆς τέχνης .
παραφανεῖσι τῶν ὀρνέων . Οὑτοσὶ δὲ τὴν ἀσπίδα ἢν μόνον θεασάμενος ὁ ἰχνεύμων τύχῃ ἐν τῇ Αἰγύπτῳ ἐν χωρίῳ κατηρεφεῖ
4623236 κᾀτ
πάλιν οἴκαδε . Ὦ Θρᾷττα , τὴν κίστην κάθελε , κᾆτ ' ἔξελε τὸ πόπανον , ὅπως λαβοῦσα θύσω τοῖν
ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη . κᾆτ ' ἐν τούτοις τὴν κολοκύντην ἐξήταζον τίνος ἐστὶ γένους
4620576 χρυσοϋφη
κύριε . ⌉ Ἰδοὺ ἀπεθέμην μου τὴν βασιλικὴν στολὴν τὴν χρυσοϋφῆ καὶ ἐνδέδυμαι χιτῶνα μέλανον . Ἰδοὺ ἔλυσα τὴν ζώνην
δὲ Δημήτριος ἐν τῇ νηὶ σκηνὴν βασιλικήν , πορφυρίδα καὶ χρυσοϋφῆ Βαβυλώνια περιθείς . πάνυ δὲ κολακευτικῶς κατακλίνασα αὐτὴν Καλλιρόη
4614788 παραθεμενος
τὴν τρίτην γονὴν τῶν ὠῶν ἐπέθηκε , τῷ θεῷ ταῦτα παραθέμενος , καὶ ἱκετεύσας φυλάττειν . ὁ κάνθαρος δὲ κόπρου
ἀλλὰ τοὐναντίον τὰ Δημοσθένους καὶ τὰ τῶν ἄλλων ῥητόρων ἔργα παραθέμενος Ἀριστοτέλης ταύτας ἔγραψε τὰς τέχνας , ἱκανῶς ἀποδεδεῖχθαι νομίζω
4610717 χυτραν
τι τῆς δυσωδίας ὑπολείπηται , ἀνελόμενος τὸ προειρημένον εἰς ἑτέραν χύτραν καινὴν προσεπίχεον οἶνον εὐώδη καὶ τὰ αὐτὰ τοῖς προειρημένοις
ὑποδηλοῖ δὲ Εὔνικος ἐν Ἀντείᾳ λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ βαῦνον ἂν εἴποις τὸν
4608906 ἐξαρτησας
, εἰσελθὼν μόνος ἐς τὸν οἰκίσκον ὡς δὴ καθευδήσων , ἐξαρτήσας ἧς ἐπεφέρετο ζώνης τὸν τράχηλον ἐν βρόχῳ , τοῦ
. ἄτοπος δὲ ὁ Ἀνακρέων ὁ πᾶσαν αὑτοῦ τὴν ποίησιν ἐξαρτήσας μέθης . τῇ γὰρ μαλακίᾳ καὶ τῇ τρυφῇ ἐπιδοὺς
4607236 κατατεμων
τἀργύριόν ἐστ ' ἰσάργυρον ; πότερον ἐγὼ τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμὼν ἕψω τί φής ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ;
πτερύγια συντεμὼν ἑφθὰς ποιῶ , τὸ δ ' ἄλλο σῶμα κατατεμὼν πολλοὺς κύβους σμήσας τε λεπτοῖς ἁλσί , δειπνούντων ἅμα
4600610 πωλουντας
: καὶ τὴν σοφίαν ὡσαύτως τοὺς μὲν ἀργυρίου τῷ βουλομένῳ πωλοῦντας σοφιστὰς [ ὥσπερ πόρνους ] ἀποκαλοῦσιν , ὅστις δὲ
: καὶ τὴν σοφίαν ὡσαύτως τοὺς μὲν ἀργυρίου τῶι βουλομένωι πωλοῦντας σοφιστὰς ὥσπερ πόρνους ἀποκαλοῦσιν , ὅστις δέ , ὃν
4596231 παρεταξε
ἐπορεύετο : τοὺς δὲ ἱππέας ἑκατέρωθεν , ὥσπερ εἰκός , παρέταξε . τῶν δὲ πολεμίων , ἐπεὶ φῶς ἐγένετο ,
ἐρύξας , οὕνεκα τοὺς Φοίβου χρησμοὺς σώζοντι δικαίως οὓς μαντευσάμενος παρέταξε πόληι Λυκοῦργος ” . Ὣς ὃ μὲν ὤιχετο ἐπὶ
4594294 ἀποδεξηται
δορυφόρους ; τί χαίρω , ἄν μοι φιλανθρώπως λαλήσῃ καὶ ἀποδέξηταί με , καὶ ἄλλοις διηγοῦμαι , πῶς μοι ἐλάλησεν
δορυφόρους ; τί χαίρω , ἄν μοι φιλανθρώπως λαλήσῃ καὶ ἀποδέξηταί με , καὶ ἄλλοις διηγοῦμαι , πῶς μοι ἐλάλησεν
4590663 περιεισιν
, πονέει τοῦτο , καὶ ἡ γνώμη ταράττεται , καὶ περίεισιν ἀλλοῖα φρονῶν καὶ ἀλλοῖα ὁρέων : φέρων τὸ ἦθος
τοι καὶ δεκάκις τοῦ ἔτους ὠδίνουσι . λόγος δέ τις περίεισιν Αἰγύπτιος , λέγων δωδεκάκις τὰς ἐν Αἰγύπτῳ τίκτειν .
4587268 κυμβιον
ἕκτῳ περὶ τοῦ Κύκλου τὸ αὐτὸ οἴεται εἶναι κισσύβιον καὶ κυμβίον . φησὶ γὰρ ὡς Ὀδυσσεὺς πληρώσας κυμβίον ἀκράτου ὤρεξε
δὴ τὸν χόα αὐτῷ σύ , Κῶμε , καὶ τὸ κυμβίον φέρων . Εὐριπίδης τις τήμερον γενήσεται . Τῶν ζωγράφων
4584909 ἀναγιγνωσκει
ὀνόματος αὐτοῦ , τῶν λόγων οὓς ἀκούει ἢ λέγει ἢ ἀναγιγνώσκει . Καὶ τί ταῦτα πρὸς ἐλευθερίαν ; Οὐκ ἄλλα
ἠκηκόει : τὸ δὲ ἠκηκόειν οὕτως διὰ τοῦ η Φρύνιχος ἀναγιγνώσκει . . . . . Θημακός : δῆμος τῆς
4582575 λαλων
καὶ φιλαργύρους , εἰς μισθοφορὰν καταστήσας . περὶ μὲν δὴ λάλων , ὦ Πλάτων , καὶ ἀργῶν καὶ δειλῶν αὐτόθεν
Ἄλλοισι μὲν γλῶσσα , ἄλλοισι δὲ γομφίοι : ἐπὶ τῶν λάλων καὶ φάγων . Ἀνδρὸς γέροντος σταφὶς τὸ κρανίον :
4582071 σειραν
πόλις οὕτω καλουμένη . εἴρηται παρὰ τὸ βοῦς καὶ τὴν σειράν , ἵν ' ᾖ ὁ ἰσχυρός , ὁ δυνάμενος
ῥάβδον πάνυ σφόδρα ἐρρωμένης , ἀπ ' ἄκρας αὐτῆς ἐξάπτει σειράν , καὶ περιπείρει τῷ ἀγκίστρῳ λυκόστομον ὄντα ἡμιτάριχον ,
4578610 ἁλας
γὰρ τὸ χάλκωμα καὶ γίνεται τοιοῦτον ὅ τι τρίβεται ὥσπερ ἅλας : γίνεται δὲ τὸ λεγόμενον ῥασούχτην . Εἶτα βάλε
θυείαν , καὶ ἐπίβαλε ὄξος , καὶ στυπτηρίαν σχιστὴν καὶ ἅλας , καὶ λείωσον ἐπὶ ἡμέρας ζʹ : καὶ ἀποπλύνας
4577117 ᾐδεν
τῇ πομπῇ τῶν Διονυσίων , ἣν ἔπεμψεν ἄρχων γενόμενος , ᾖδεν ὁ χορὸς εἰς αὐτὸν ποιήματα Σείρωνος τοῦ Σολέως ,
τοῦ Ἀστυάγους μετὰ τῶν φίλων , τότε Ἀγγάρης ὄνομα , ᾖδεν εἰσκληθεὶς τά τε ἄλλα τῶν εἰθισμένων , καὶ τὸ
4576387 θεις
αὐτὸν τοῦτον λέγων , ἀντὶ τοῦ νοήσαντος τὸν εὖ εἰπόντα θεὶς , ὡς αὐτὸν τοῦτον ὄντα τὸν βέλτιστον ῥήτορα .
: ἀπὸ δὲ διαστήματος συμμέτρου τοῦ κατόπτρου μικρὰ τοιαῦτα κάτοπτρα θεὶς τετραπλᾶ γωνίαις κινούμενα λεπίσι τε καί τισι γιγγλυμίοις ,
4571438 πινων
φάσκων . γράφει δ ' οὕτως : Εὐκράτης ὁ Κόρυδος πίνων παρά τινι σαθρᾶς οὔσης τῆς οἰκίας ἐνταῦθα , φησίν
τὰ τῶν φίλων . . . . . πολλὸν δὲ πίνων καὶ χαλίκρητον μέθυ , οὔτε τῖμον εἰσενέγκας οὔτε .
4568593 κοφινους
τῶν σύκων πλέγμα τρασιά . εἴποις δ ' ἂν πλέκειν κοφίνους , σωράκους , ἀρρίχους , φερνία , λάρκους ,
καὶ θερμασία , καὶ ἡνίκα συμμέτρως βρέχει , τίθει τοὺς κοφίνους ὑπαιθρίους , καὶ περὶ δυσμὰς ἡλίου εἰσκόμιζε τούτους εἰς
4567682 ἐξαπατησας
κέρδος ἐν τοῖς τοιούτοις , ὅ τι ἂν προλάβοι τις ἐξαπατήσας ἢ βιασάμενος τὸν ἐχθρόν ; τοιαῦτα γὰρ τὰ τοῦ
, ἐὰν δὲ δύνηται ὑμᾶς πεῖσαι ὡς οὐκ ὀφείλει , ἐξαπατήσας τῷ λόγῳ , ἀποστερῆσαι ἡμᾶς τῶν χρημάτων , ἀναγκαῖόν
4564171 προβας
. εἶτα ῥητῶς εἰπὼν ὡς κατέχοντος τὴν Μακεδόνων ἀρχὴν Ἀρχελάου προβὰς γράφει τάδε : καὶ Περικλέα τοῦτον τὸν νεωστὶ τετελευτηκότα
ἐτάττοντο . Ἡρόδοτος ἐπὶ Κροίσου τύραννος δὲ ἐθνέων , καὶ προβὰς τελευτήσαντος δ ' Ἀλυάττεω διεδέξατο τὴν βασιλείαν . τροχὸς
4552467 ἀνοιξας
θύσας καὶ εὐξάμενος τῷ πεφηνότι ὀνείρατι ἤνοιγε τὴν ὑδρίαν , ἀνοίξας δὲ εὗρε κασσίτερον ἐληλασμένον ἐς τὸ λεπτότατον : ἐπείλικτο
σῇ κεῖται γνώμῃ . κἂν μὲν βούλῃ , βαλαντίου θύραν ἀνοίξας ἀργύριον ἀρίθμει : εἰ δὲ μή , μὴ σκῶπτε
4546654 εἱστια
πολεμίων περιχαρὴς γενόμενος καὶ θύσας τοῖς θεοῖς χαριστήρια τοὺς φίλους εἱστία λαμπρῶς . καὶ πρὸς μὲν τοὺς περὶ Σέλευκον καὶ
ἀπὸ παιδείας συναθροίζων οὐ μόνον τοῖς ἄλλοις ἀλλὰ καὶ λόγοις εἱστία , τὰ μὲν προβάλλων τῶν ἀξίων ζητήσεως , τὰ
4536758 ἑταιρους
λοιπαὶ * νῆες αὐτῶν * , εὗρον δὲ δακρύοντας τοὺς ἑταίρους . καὶ τότε μὲν εὐωχηθέντες κοιμῶνται , τῇ ἐπαύριον
Κριτίας Σωκρατικὸς ἀνὴρ εἷς τῶν λʹ . . . . ἑταίρους ἐξαιτήσεται ] ἀντὶ τοῦ φίλους σώσει . . .
4534577 ἐξετεινε
τῷ περὶ τοῦ στεφάνου : τὴν γὰρ δευτέραν ἐπιφορὰν ἀπεριγράφως ἐξέτεινε διὰ τὸ πλειόνων κατασκευῶν δεῖσθαι . περὶ οὖν προοιμίων
τὴν χεῖρ ' ἀφῄρει : Λάθρα ἐκίνει . . λαθραίως ἐξέτεινε . συρίξας : Συριγμόν τινα ποιήσας . . ὡς
4523967 κιχλαν
ἰξὸν ἀναλαβὼν καὶ καλάμους πρὸς ἄγραν ἐξῆλθεν . ἰδὼν δὲ κίχλαν ἐφ ' ὑψηλοῦ δένδρου καθεζομένην καὶ τοὺς καλάμους ἀλλήλοις
ἰξὸν καὶ τοὺς καλάμους ἐξῆλθεν εἰς ἄγραν . θεασάμενος δὲ κίχλαν ἐπί τινος ὑψηλοῦ δένδρου καθημένην ταύτην συλλαβεῖν ἠβουλήθη .
4519065 εὐθυνει
ὁ Ἀριστοτέλης ὡς δέκα τῷ ἀριθμῷ ἰδέας αὐτῶν ὑποτιθεμένων οὕτως εὐθύνει τὰς δόξας . καίτοι εἰ δέκα τῷ ἀριθμῷ ὑπετίθεντο
οἷός τε . ταύτῃ γάρ , οἶμαι , καὶ Λυκοῦργον εὐθύνει τὸν Σπαρτιάτην , ὡς συστησάμενον πολιτείαν στρατευομένοις μὲν ἐπιτήδειον
4517738 ὠγαθοι
ταύτῃ ] κατά τινα τρόπον , οὕτως . Γ οὐκ ὦγαθοὶ ταῦτ ' ἐστίν : εἴσθεσις ἑτέρας διπλῆς ἀμοιβαίας ἐκ
ταύτῃ ] κατά τινα τρόπον , οὕτως . Γ οὐκ ὦγαθοὶ ταῦτ ' ἐστίν : εἴσθεσις ἑτέρας διπλῆς ἀμοιβαίας ἐκ
4517500 ἐξειργαζετο
ἱππικώτατοι καὶ ἀκοντιστικώτατοι καὶ τοξικώτατοι καὶ φιλοπονώτατοι . ταῦτα δὲ ἐξειργάζετο ἐπὶ τὰς θήρας ἐξάγων καὶ τιμῶν τοὺς κρατίστους ἕκαστα
περ ἐόντε . ὅτι δὲ Ἀμφίων ᾖδε καὶ τὸ τεῖχος ἐξειργάζετο πρὸς τὴν λύραν , οὐδένα ἐποιήσατο λόγον ἐν τοῖς
4514615 περιθεις
σωματοποιήσας καὶ ὀγκώσας ἐποίησε σφαιροειδές , τοῦτο αὐτῷ τὸ ποιὸν περιθείς , οὖσαν καὶ αὐτὴν ἀθάνατον , καὶ ἔχουσαν ἀΐδιον
τρέφειν ἐκ τῆς Κλεοπάτρας ἐπὶ βασιλείᾳ , καὶ τούτῳ διάδημα περιθείς , καὶ συναγωνιστὰς ἔχων πολλοὺς φυγάδας , παρεσκευάζετο κατάγειν

Back