κύριε . ⌉ Ἰδοὺ ἀπεθέμην μου τὴν βασιλικὴν στολὴν τὴν χρυσοϋφῆ καὶ ἐνδέδυμαι χιτῶνα μέλανον . Ἰδοὺ ἔλυσα τὴν ζώνην
δὲ Δημήτριος ἐν τῇ νηὶ σκηνὴν βασιλικήν , πορφυρίδα καὶ χρυσοϋφῆ Βαβυλώνια περιθείς . πάνυ δὲ κολακευτικῶς κατακλίνασα αὐτὴν Καλλιρόη
7724919 τηβενναν
ἀνισταμένους φεύγειν . πολλάκις δὲ καὶ τὴν βασιλικὴν ἐσθῆτα ἀποβαλὼν τήβενναν ἀναλαβὼν περιῄει τὴν ἀγοράν . ἀγῶνας δέ ποτε ἐν
ἀνισταμένους φεύγειν . πολλάκις δὲ καὶ τὴν βασιλικὴν ἐσθῆτα ἀποβαλὼν τήβενναν ἀναλαβὼν περιῄει τὴν ἀγοράν . ἐν δὲ τῇ πρώτῃ
7555373 θλιβων
δειλὸς ἐς μυχὸν τρώγλης , ἄσημα τρίζων τόν τε πρόξενον θλίβων . μικρὸν δ ' ἐπισχὼν εἶτ ' ἔσωθεν ἐκκύψας
αὐτὸς εἶναι τῷ Πανὶ νενόμισται , διάφορα δὲ σημαίνει : θλίβων μὲν γὰρ καὶ βαρῶν καὶ οὐδὲν ἀποκρινόμενος θλίψεις καὶ
7188991 Ἀραχωτων
- πέδου τήν τε αὑτοῦ ἔχων ἱππαρχίαν καὶ τοὺς ἐξ Ἀραχωτῶν καὶ Παραπαμισαδῶν ἱππέας καὶ τῆς φάλαγγος τῶν Μακεδόνων τήν
ὅσους ἐς Μακεδονίαν ἀπομάχους ὄντας ἤδη ἔστελλε τὴν ἐπ ' Ἀραχωτῶν καὶ Ζαραγγῶν ἔπεμπεν ἐς Καρμανίαν , καὶ τοὺς ἐλέφαντας
7162189 Ἀρειων
, ἵνα καὶ Σατιβαρζάνης ἧκε παρ ' αὐτὸν ὁ τῶν Ἀρείων σατράπης . τούτῳ μὲν δὴ τὴν σατραπείαν ἀποδοὺς ξυμπέμπει
μικρός . Λῴων : βελτίων , ἀπὸ τοῦ λωΐων . Ἀρείων : κρείττων . Κῷος : ἀπὸ τῆς Κῶ νήσου
7129421 πορφυριδα
ἐν ταραχῇ ὄντα πολλῇ κατὰ Τροίαν ἀκαταστασίαν τῶν Ἑλλήνων παῦσαι πορφυρίδα ἔχοντα . μυοῦνται δὲ ἐν τῇ Σαμοθρᾴκῃ τοῖς Καβείροις
Αἴαντι δὲ συνάχθοιτο δεύτερον ἡττηθέντι . ἐφόρει δὲ ὑπὸ τρυφῆς πορφυρίδα καὶ στρόφιον λευκὸν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς εἶχεν σκίπωνί τε
7129136 κατεθηκεν
ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε νηλέϊ χαλκῷ : καὶ τοὺς μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονὸς ἀσπαίροντας θυμοῦ δευομένους : ἀπὸ γὰρ μένος
' ἐκ θαλάμοιο φέρεν ἐσθῆτα φαεινήν . καὶ τὴν μὲν κατέθηκεν ἐϋξέστῳ ἐπ ' ἀπήνῃ : μήτηρ δ ' ἐν
7124758 συνεκαλεσεν
Ἐπὶ τοῦτον τὸν κάπρον τοὺς ἀρίστους ἐκ τῆς Ἑλλάδος πάντας συνεκάλεσεν : καὶ τῷ κτείνοντι τὸν θῆρα τὴν δορὰν δώσειν
' ἐπὶ ταῖς σκηναῖς ἐγένοντο . Ἐπεὶ δὲ κατεστρατοπεδεύσαντο , συνεκάλεσεν ὁ Κῦρος τοὺς ἐπικαιρίους καὶ ἔλεξεν : Ἄνδρες σύμμαχοι
7085789 ἐμιγνυτο
ἄρκτου καὶ ἐξέμηνεν αὐτήν : ἡ δὲ κατὰ δαίμονα οἰστρήσασα ἐμίγνυτο τῷ ἄρκτῳ . καὶ αὐτὴν ἡ Ἄρτεμις ἰδοῦσα ἐκτόπως
ἑωραμένον , ἀλλ ' ἡνωμένον , ὃς ἐγένετο ὅτε ἐκείνῳ ἐμίγνυτο εἰ μεμνῷτο , ἔχοι ἂν παρ ' ἑαυτῷ ἐκείνου
7083518 Ἀραξης
, καὶ καταλιπὼν τὸ πατρῷον ἔδαφος εἰς Σκυθίαν ἔπλευσεν . Ἀράξης δὲ περὶ τῶν συμβεβηκότων κατηχηθεὶς καὶ ἀθυμίᾳ συσχεθεὶς ,
, ἀφ ' οὗ καὶ ὁ Εὐφράτης ῥεῖ καὶ ὁ Ἀράξης , ὁ μὲν πρὸς δύσιν ὁ δὲ πρὸς ἀνατολάς
7077342 ἐζωσατο
. ὁ δὲ νοῦς : δι ' ἀνάγκην τέως τοῦτον ἐζώσατο μὴ ἔχουσα πολυτελέστερον . Γ πῶς οὖν ξυνοίσει Γ
τὸ σχοινίον καὶ τὸν σάκκον ἐκ τῆς ὀσφύος αὐτῆς καὶ ἐζώσατο διπλῆν ζώνην λαμπρὰν τῆς παρθενίας αὐτῆς , μίαν ζώνην
7041237 παγχρηστος
κόλαξ , παράσιτος , εἰκονικός , Σικελικός . ὁ μὲν πάγχρηστος ὑπέρυθρος , γυμναστικός , ὑποκεχρωσμένος , ῥυτίδας ὀλίγας ἔχων
καὶ μαλάξας χρῶ . Τραυματική , διαλυτικὴ πάσης σκληρίας , πάγχρηστος , διαφορεῖ ἀποστήματα διὰ τῶν ἀδήλων πόρων τὸ ὑγρὸν
7024381 ἀγρευων
παρὰ τὴν σμικρότητα τὸ ὄνομα . Ὄλπις ὁ τοὺς ἔλλοπας ἀγρεύων , ἵν ' ᾖ ἐπίθετον τῶν ἁλιέων . ἢ
ἁλιεὺς αὐτὸ φορῇ ἀγρυπνῶν ἐν ἡμέρᾳ ἐπὶ ποταμὸν ἢ λίμνην ἀγρεύων , μεγάλως ἐπιτυχεῖ τῆς ἁλείας . Ὤκιμον φυτὸν ἐδώδιμον
7003835 περιεθετο
διεσκευασμένον . Γ ταῦτα δὲ πρὸς τὴν σκευήν , ἣν περιέθετο ὁ χορὸς τὴν τῶν σφηκῶν ποικιλίαν μιμούμενος , Γ
ὁ Δαρείου ἀδελφὸς Ὀξάθρης . εἶτα τό τε Περσικὸν διάδημα περιέθετο καὶ τὸν διάλευκον ἐνεδύσατο χιτῶνα καὶ τὴν Περσικὴν ζώνην
6995255 Γοργος
πᾶσαν κολακείαν κοινωσάμενος τῷ Ἀλεξάνδρῳ ἐκέλευσε τὸν κήρυκα ἀνειπεῖν ὅτι Γόργος ὁ ὁπλοφύλαξ Ἀλέξανδρον Ἄμμωνος υἱὸν στεφανοῖ χρυσοῖς τρισχιλίοις ,
Συέννεσις Ὠρομέδοντος , καὶ Λύκιος Κύβερνις Κοσσίκα , καὶ Κύπριοι Γόργος τε ὁ Χέρσιος καὶ Τιμῶναξ ὁ Τιμαγόρεω , καὶ
6977468 ἐγυμνου
Εὐφορώτατα δὲ ἐς τὸ πάθος ἐκφερόμενος τὸ σῶμα τοῦ Καίσαρος ἐγύμνου καὶ τὴν ἐσθῆτα ἐπὶ κοντοῦ φερομένην ἀνέσειε , λελακισμένην
. Καὶ γὰρ ὅτε ἤμην ἐν τῷ οἴκῳ αὐτῆς , ἐγύμνου τοὺς βραχίονας αὐτῆς καὶ τὰ στέρνα καὶ τὰς κνήμας
6976115 Μεγαραν
τοῦτον κατατοξεύσας χόλῳ τῆς Ἥρας εἰς μανίαν ἐτράπη καὶ τὴν Μεγάραν καὶ τοὺς παῖδας δʹ ὄντας ἀνεῖλεν Ὀνίτην , Θηρίμαχον
ἤγετο . λιπὼν δὲ Θήβας , οὗ κατωικίσθην ἐγώ , Μεγάραν τε τήνδε πενθερούς τε παῖς ἐμὸς Ἀργεῖα τείχη καὶ
6971454 Ἀμβρακια
, οἷον Σικελιώτης Πηλιώτης Ἀμβρακιώτης . λέγεται καὶ Ἀμβράκιος καὶ Ἀμβρακία ἡ γυνή . Τὸ δ ' Ἀμβρακία ἀπὸ †
ἀπροσδοκήτως εὖ πράσσοντες εἰς ὕβριν τρέπεσθαι . . . : Ἀμβρακία , πόλις Θεσπρωτίας , ἀπὸ Ἄμβρακος τοῦ παιδὸς Θεσπρωτοῦ
6967597 ὠρχησατο
Λήναις σύν ποτε καὶ Σατύροις , οἷον ὁ τεχνήεις Πυλάδης ὠρχήσατο κεῖνον ὀρθὰ κατὰ τραγικῶν τέθμια μουσοπόλων , παυσαμένη ζήλου
Πινδάρου μετέβαλες . ἐκείνου μὲν γὰρ ὁ Πὰν τὸν παιᾶνα ὠρχήσατο , ὡς λόγος , ἐγὼ δὲ , εἰ θέμις
6962548 Ἐλεφηνωρ
ὁ Ἐχέπωλος . . τὸν δὲ πεσόντα ποδῶν ἔλαβε κρείων Ἐλεφήνωρ : ἡ διπλῆ ὅτι ἀπὸ τῆς πληγῆς πέπτωκε :
καὶ Ἀρκεσίλαος καὶ Προθοήνωρ καὶ Κλονίος σὺν νηυσὶν ν : Ἐλεφήνωρ ἐξ Εὐβοίας σὺν νηυσὶν ξ : Μενέλαος δὲ υἱὸς
6960286 Δαρδανους
ὕστερον κληθεῖσαν Τροίαν συστήσασθαι καὶ τοὺς λαοὺς ἀφ ' ἑαυτοῦ Δαρδάνους ὀνομάσαι . ἐπάρξαι δ ' αὐτόν φασι καὶ πολλῶν
ὑλώδης δέ ἐστιν ἡ Παιόνων καὶ ἐπιμήκης ἐξ Ἰαπόδων ἐπὶ Δαρδάνους . καὶ οὐ πόλεις ᾤκουν οἱ Παίονες οἵδε ,
6954116 ἠθροιζεν
παρὰ δόξαν ἐλέλυτο : τοὺς δ ' ἐξ αὐτοῦ διαφυγόντας ἤθροιζεν ὁ τοῦδε τοῦ Πομπηίου νεώτερος ἀδελφός , Πομπήιος μὲν
τε ἀπὸ Ῥώμης ἐπιλέκτους καὶ τοὺς ἀπὸ τῆς Ἰταλίας λογάδας ἤθροιζεν . ἀφῖκτο δὲ αὐτῷ καὶ Γερμανῶν οὐκ ὀλίγη συμμαχία
6952530 Σαμνιτας
τρισχιλίους πεντακοσίους , εἶτα μισθοφόρους Ἕλληνας τρισχιλίους , τελευταίους δὲ Σαμνίτας καὶ Τυρρηνοὺς καὶ Κελτοὺς τρισχιλίους . μετὰ δὲ τῆς
ἐν τρίτῃ ἱστοριῶν . . . . : Ῥωμαῖοι πρὸς Σαμνίτας πόλεμον ἔχοντες , στρατηγὸν ἐχειροτόνησαν Ποστούμιον Ἀλβῖνον . Οὗτος
6942651 ἐχορευεν
ἄμπελον περιπλέκεσθαι πέφυκεν , οὕτως περιπλεκόμενος , ὡς ὅτε νέος ἐχόρευεν . Ὁ κισσὸς ὕδατι χαίρει : φυτεύεται δὲ πρὸ
οἴνου τε καὶ αἵματος μεμιγμένου . περί τε τοὺς βωμοὺς ἐχόρευεν ὑπὸ παντοδαποῖς ἤχοις ὀργάνων , γύναιά τε ἐπιχώρια ἐχόρευε
6938069 μελαινουσα
κατάρα . ἰαμβικὸς τρίμετρος ἐν ἄλλῳ . μέλαινα ] ἡ μελαίνουσα ταῖς συμφοραῖς τοὺς κολαζομένους ἢ ἡ ἀφανῶς ἐπιοῦσα .
. Ἡ ἀφανὴς καὶ ἀπροόρατος Εἱμαρμένη , ἡ κοροῦσα καὶ μελαίνουσα τὸν νοῦν , καὶ σκιάζουσα . . ΟΥΡΑΝΟΘΕΝ ΔΕ
6903683 Καρδιης
. Καρδιαλγικὰ καὶ μετὰ στρόφου , κοιλίης θηρία καταῤῥήγνυται . Καρδίης ἄλγημα , πρεσβυτέρῳ πυκνὰ ἐπιφοιτέον , θάνατον ἐξαπίναιον σημαίνει
. ταῦτ ' οὖν ἐπιστάμενος ὁ Νάρις ἐκτήσατο ἐκ τῆς Καρδίης αὐλητρίδα , καὶ ἀφικομένη ἡ αὐλητρὶς εἰς τοὺς Βισάλτας
6878033 μαχιμωτατους
ἐς τὰ αὑτοῦ ἤθη ἀποπέμπει , κελεύσας Ἰνδῶν τε τοὺς μαχιμωτάτους ἐπιλεξάμενον καὶ εἴ τινας παρ ' αὑτῷ ἔχοι ἐλέφαντας
ὑπασπιστῶν καὶ δὴ καὶ τῶν ἀπὸ τῆς ἰδίας αὐλῆς τοὺς μαχιμωτάτους νυκτὸς ἐλθεῖν ἐπὶ τὰς παρόδους καὶ φθῆναι ταύτας προκατασχόντα
6876603 κιχλαν
ἰξὸν ἀναλαβὼν καὶ καλάμους πρὸς ἄγραν ἐξῆλθεν . ἰδὼν δὲ κίχλαν ἐφ ' ὑψηλοῦ δένδρου καθεζομένην καὶ τοὺς καλάμους ἀλλήλοις
ἰξὸν καὶ τοὺς καλάμους ἐξῆλθεν εἰς ἄγραν . θεασάμενος δὲ κίχλαν ἐπί τινος ὑψηλοῦ δένδρου καθημένην ταύτην συλλαβεῖν ἠβουλήθη .
6867346 βιαζων
θυγατέρα , ταύτην μνηστευθεὶς ἐβούλετο πρὸς γάμον . Ἐπέκειτο γοῦν βιάζων καθ ' ἑκάστην γονεῖς τῆς κόρης δοῦναι τὴν θυγατέρα
καὶ γέγονεν ὕστερον . διαβληθεὶς γὰρ παρ ' Ἱπποδαμείας ὡς βιάζων αὐτὴν ἢ , ὡς οἱ πολλοί φασι , πειράζων
6863721 εἰσεπραττετο
καλῶν κρυπτόμενον , ἀλλ ' , οἶμαι , θορυβηθείς , εἰσεπράττετο γὰρ χρυσίον , ἠναγκάζετο ἐμὲ διώκειν μᾶλλον ἢ πρότερον
, ἥν με ἐφ ' ἁπάντων ὑμῶν εὐθύς τε ἰδὼν εἰσεπράττετο καὶ οὐκ ἀνῆκεν ἐφεξῆς , ἕως ἧκον αὐτῷ συσκευασάμενος
6857557 καμπυλους
κλῶνας ἀφαιρεῖν χρή , καὶ ἀραιότητος προνοεῖν : καὶ τοὺς καμπύλους δὲ περικόπτειν , μάλιστα δὲ τοὺς ὑπερμήκεις , καὶ
ἑξῆς οὕτως : ἐν αἷσι πόλεσι πρὸς τὰ κύματα τοὺς καμπύλους τῆς νεὼς ὀδόντας καὶ τῆς πλημμυρίδος ἕκτορας σχάσας τοὺς
6853741 λυγους
ἐπὶ γαίῃ εἴας ' : αὐτὰρ ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε , πεῖσμα δ ' ὅσον τ ' ὄργυιαν
μεγάροιο . ” ῥῶπας εἶδος φυτοῦ : “ ῥῶπάς τε λύγους τε . ” καὶ “ διαρρωπήϊα πυκνά ” τοὺς
6839650 ἰξευτης
γράφεται : οἷον , ἰξός : ἴξαλος : ἰξεύω : ἰξευτής : ἰξύς : ἴξω : σχίζω : καὶ τὸ
γράφεται : οἷον , ἰξός : ἴξαλος : ἰξεύω : ἰξευτής : ἰξύς : ἴξω : σχίζω : καὶ τὸ
6838784 χρυσεους
, ὡς ὅτε καὶ ὁπότε κατασκευάζομεν μέγαρον θαητὸν ὑποστήσαντες τοὺς χρυσέους κίονας ἐν τῷ εὐτυχεῖ προθύρῳ τοῦ θαλάμου . .
, νυνὶ ἐν δυσωδίᾳ ὑπάρχεις : σὺ εἶ ὁ τοὺς χρυσέους λύχνους ἐπὶ τὰς ἀργυρᾶς λυχνίας ἔχων , νυνὶ δὲ
6838008 ἐξιει
] ῥέων ἀπὸ μεσημβρίης μεταξὺ Σύρων „ τε καὶ Παφλαγόνων ἐξίει „ κατὰ τὸν Ἡρόδοτον ” ἐς „ τὸν Εὔξεινον
ὑμνοῦσί σε πάρεχε . ὑποχάλα πρὸς τοὺς μισθούς . ὥσπερ ἐξίει . Ἱστίον ἀμπετάσας ] δεῖ γὰρ ἀνέμου πνεύσαντος τὸ
6835767 φθειρας
οὕτως ὁ Κρόνος γεραιός τίς ἐστιν ὁ συγκοιμώμενος ἢ καὶ φθείρας , εἰ δὲ Ἄρης ταπεινός τις ἤτοι σώματος ἔμπορος
παίδων ἀναιρεῖται , καὶ ῥίπτεται εἰς τὴν θάλασσαν , ὡς φθείρας τὴν ἀδελφὴν ἐκείνων Κλυμένην : ἐξ ἧς ἐγεννήθη Στησίχορος
6834786 Θαττον
Βύτος ἐστὶ σοφιστὴς οὔτε λόγον κοινὸν οὔτε λογισμὸν ἔχων . Θᾶττον ἔην λευκοὺς κόρακας πτηνάς τε χελώνας εὑρεῖν ἢ δόκιμον
: ἴσως γάρ τις σώζεται περὶ τῆς κόμης λόγος . Θᾶττον σὺ τὸν Θεόδωρον ἡμῖν ἄρχοντα τοσοῦτον ἔδειξας ἢ ἡμεῖς
6824255 ὠρεξεν
ἐπὶ τοὺς ὀχετούς , ὥστε ἐπάρδειν τὰ φυόμενα : καὶ ὤρεξεν ἄν τί σοι τῶν ὡραίων καὶ περιαγαγὼν τοὺς ὀρχά
τὸ αἰτηθὲν παρὰ τοῦ πρεσβύτου ποιῶν ὁ νεανίσκος τὴν δεξιὰν ὤρεξεν αὐτῷ : καὶ δῆλον , ὅτι παρεπιγραφὴ τὸ εἶδος
6824182 πορφυρους
κάνδυς ὁ μὲν βασίλειος ἁλιπόρφυρος , ὁ δὲ τῶν ἄλλων πορφυροῦς , ἔστι δ ' ὅτε καὶ ἐκ δερμάτων :
καὶ ὑποθυμιώμενος πρὸ τῆς ἐλεύσεως ἰᾶται . Ἀμέθυσος λίθος ἐστὶ πορφυροῦς τῇ ἰδέᾳ . οὗτος πινόμενος οἰνοφλυγοῦσι φρένας ποιεῖ καὶ
6819063 προσεδησε
συναράξας μετὰ μεγάλου κρότου τοὺς Τιτᾶνας κατετροπώσατο καὶ τῇ γῇ προσέδησε καὶ κατεταρτάρωσε . μετὰ δὲ ταῦτα ἡ Γῆ πρὸς
συναράξας μετὰ μεγάλου κρότου τοὺς Τιτᾶνας κατετροπώσατο καὶ τῇ γῇ προσέδησε καὶ κατεταρτάρωσε . μετὰ δὲ ταῦτα ἡ Γῆ πρὸς
6817552 Κανακην
ἔφθειρε , συνουσιάζετο , ἐσυνουσίαζε . , ἐμόλυνε . τὴν Κανάκην ὁ Μακαρεύς . σημειοῦται τὸν Εὐριπίδου Αἰόλον , διότι
⌈ Κανάκην τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ . [ τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ Κανάκην . ] ἐπεὶ ⌈ δὲ . . . ἐξῆν
6812833 ὠμοφαγους
ὑπὸ τῶν γυναικῶν καὶ διεσπάσθαι ἔτι ζῶντα τὰ θρέμματα : ὠμοφάγους γάρ τινας αὐτὰς εἶναι . Ταῦτα οἱ Ἰνδοὶ καὶ
περὶ τὸν Ἀλκίνουν διηγούμενος ἀνέμων τε δουλείαν καὶ μονοφθάλμους καὶ ὠμοφάγους καὶ ἀγρίους τινὰς ἀνθρώπους , ἔτι δὲ πολυκέφαλα ζῷα
6808346 στρεψας
. Βίων δὲ προαρπάσαντός τινος τὰ ἐπάνω τοῦ ἰχθύος , στρέψας καὶ αὐτὸς καὶ δαψιλῶς φαγὼν ἐπεῖπεν : Ἰνὼ δὲ
ναὸς ὅστις ἐγκρατὴς πόδα τείνας ὑπείκει μηδέν , ὑπτίοις κάτω στρέψας τὸ λοιπὸν σέλμασιν ναυτίλλεται . Ἀλλ ' εἶκε ,
6804966 γαυλους
γαυλοὺς ὁλοχρύσους . πλοῖα ; τοὺς κάδους μὲν οὖν καλοῦσι γαυλοὺς πάντες οἱ προγάστορες . Τέτταρες δ ' αὐλητρίδες ἔχουσι
ἐδάκρυεν ἐφ ' ἑκάστῳ τούτων ἀπαλλαττόμενος : καὶ οὔτε τοὺς γαυλοὺς ἀνέθηκε πρὶν ἀμέλξαι , οὔτε τὸ δέρμα πρὶν ἐνδύσασθαι
6794457 ἀργυρεους
ἑξακοσίους , ἕτεροι ἐβένου κορμοὺς διακοσίους , ἄλλοι χρυσέους καὶ ἀργυρέους κρατῆρας ἑξήκοντα . μεθ ' οὓς ἐπόμπευσαν κυνηγοὶ δύο
ἐπελήθετο θυμὸς λευγαλέης . Τοῖς δ ' αἶψα Θέτις κυανοκρήδεμνος ἀργυρέους κρητῆρας ἐελδομένοισιν ὄπασσε δοιώ , τοὺς Εὔνηος Ἰήσονος ὄβριμος
6794104 Κιον
ἐν τῆι Προποντίδι . Ἔφορος δ ' ἐν τῶι ε Κίον αὐτήν φησιν εἶναι . . . Βρυλλὶς ἡ χώρα
πόλις ἐν τῇ Προποντίδι . Ἔφορος δὲ ἐν τῷ εʹ Κίον αὐτήν φησιν εἶναι . τὸ ἐθνικὸν Βρυλλιανός , καὶ
6789099 διδυμους
δὲ Τηλεγόνην . τοὺς δὲ ἐφεξῆς ἐγενεαλόγησεν Ὅμηρος ἐν Ἰλιάδι διδύμους Κρήθωνα καὶ Ὀρτίλοχον εἶναι Διοκλεῖ , Διοκλέα δὲ αὐτὸν
ὦ σκύμνε τερπνὸν ἤτοι φίλτατε τῶν ἀδελφῶν : φασὶ γὰρ διδύμους εἶναι Τρωίλον καὶ Κασάνδραν . ἴυγξ δὲ λέγεται ὁ
6785164 Τυνητος
. οὕτως ὁ Τμῶλος κατὰ ποιητικὸν μετασχηματισμόν . Τύνης , Τύνητος , πόλις Σικελίας . τὸ ἐθνικὸν [ Τυνήσιος ,
ἐκ δὲ θατέρου μέρους ἐστρατοπέδευσεν Ἀτάρβας ἀπὸ τεσσαράκοντα σταδίων τοῦ Τύνητος . διόπερ τῶν πολεμίων οὐ μόνον τῆς θαλάττης ,
6783669 Ἱμεραιους
τε σφετέρων ναυτῶν καὶ ἐπιβατῶν τοὺς ὡπλισμένους ἑπτακοσίους μάλιστα , Ἱμεραίους δὲ ὁπλίτας καὶ ψιλοὺς ξυναμφοτέρους χιλίους καὶ ἱππέας ἑκατὸν
ἐπιθέμενος ἐνίκησεν . Διονύσιος χειρώσασθαι βουλόμενος Ἱμέραν πρὸς μὲν τοὺς Ἱμεραίους φιλίαν συνέθετο , πρὸς δὲ τὰ πλησίον αὐτῶν πολίσματα
6770099 ἀργυρεοιο
δ ' ἰὸν ἕηκεν , δεινὴ δὲ κλαγγὴ γένετ ' ἀργυρέοιο βιοῖο ; εἰ γὰρ οὖν δι ' ὀργὴν ἐτόξευεν
δ ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα καλῇ χρυσείῃ , ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος , νίψασθαι : παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν
6765141 ἀκινακας
Ἀρριανός : πέμπει παρὰ βασιλέα ἵππον χρυσοχάλινον καὶ ψέλια καὶ ἀκινάκας καὶ ἄμωμον . . ἄν : σύνδεσμος συνδετικός .
. προσθετέον δὲ τούτοις ξίφη καὶ μαχαίρας καὶ κοπίδας καὶ ἀκινάκας καὶ ξυήλας καὶ δρέπανα καὶ δορυδρέπανα καὶ ἐγχειρίδια ,
6764182 ἀριστειοις
τὸν στρατὸν ἔπαινον τοῦ Μαρκίου διεξῆλθε πολὺν καὶ στεφάνοις αὐτὸν ἀριστείοις ἀνέδησεν ἀμφοτέρων χαριστήρια τῶν ἀγώνων ἀποδιδούς . ἐδωρήσατο δ
τοὺς βασιλεῖς βίᾳ κατιόντας ἠγωνιζόμεθα . ἐκ ταύτης τῆς μάχης ἀριστείοις ἀνεδούμην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ στεφάνοις πολίτην ὑπερασπίσας καὶ πολέμιον
6761739 Χοας
: Καλλιππίδην ὑποκριτὴν ἀπὸ ἐργασίας ἐξ Ὀποῦντος ἥκοντα περὶ τοὺς Χόας πέμψαι αὐτῷ σταφυλήν , τὸν δὲ Σοφοκλέα λαβόντα ῥᾶγα
γυναικὸς ἔνδυμα ⌊ , ἔστι δὲ τοῦτο λεπτόν ⌋ . Χόας συνεσταλμένως τὴν ἑορτήν , ⌊ καὶ παροξυτόνως ⌋ :
6760831 Κρηθεα
ἀδελφιδῆς γεννᾷ Αἴσονα , Ἀμυθάονα , Φέρητα . μετὰ δὲ Κρηθέα Πελίας ἐβασίλευσεν Ἰωλκοῦ , ᾧ χρησμὸς ἦν ὑπό τινος
παῖδας ἐκ Ποσειδῶνος , Νηλέα τε καὶ Πελίαν , ἔγημε Κρηθέα , καὶ ἴσχει παῖδας ἐξ αὐτοῦ τρεῖς , Αἴσονα
6758291 πυριπνουν
Χίμαιραν πῦρ πνέοισαν : ἐνίκησε δὲ σὺν αὐτῷ καὶ τὴν πυρίπνουν Χίμαιραν , καὶ τοὺς Σολύμους ἀνεῖλε . Σόλυμοι δὲ
θηρίον τούτους ἐκάλεσαν , διὰ δὲ τὸ πολεμικὸν καὶ δραστήριον πυρίπνουν . τούτους γοῦν ὁ Βελλεροφόντης ἡττήσας μόλιβδον ἐμβάλλει τοῖς
6756136 Ἁλιακμονα
Ἐρινύων : ὑφ ' ἧς ἐξοιστρηλατούμενος ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς ποταμὸν Ἁλιάκμονα , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Ἴναχος μετωνομάσθη . Γεννᾶται
τοὺς ἀστυγείτονας ἔχων πόλεμον καὶ εἰς ἀσθένειαν ἐμπεσὼν τὸν υἱὸν Ἁλιάκμονα στρατηγὸν ἔπεμψεν : ὁ δὲ προπετέστερον μαχόμενος ἀνῃρέθη .
6755733 Πλεισθενης
Δίας : ἢ Χρύσιππος , ἐξ Ἀξιόχης νύμφης : καὶ Πλεισθένης , ἐξ ἄλλης . τινὲς δὲ οὕτως : Ἀτρέα
δίδωσιν εἰς ἀλλοδαπὰς ἠπείρους ἀπεμπολῆσαι . τούτων Ἀερόπην μὲν ἔγημε Πλεισθένης καὶ παῖδας Ἀγαμέμνονα καὶ Μενέλαον ἐτέκνωσε , Κλυμένην δὲ
6750728 Ἀτρακος
τῇ συμβιώσει τῆς προτέρας γυναικὸς ἐπέγημε τῷ τέκνῳ Δαμασίππην τὴν Ἄτρακος : ἥτις εἰς ἐπιθυμίαν ἐμπεσοῦσα τοῦ προγόνου λόγους αὐτῷ
συμβιώσει τῆς προτέρας γυναικὸς , ἐπέγημε τῷ τέκνῳ Δαμασίππην τὴν Ἄτρακος : ἥτις εἰς ἐπιθυμίαν ἐμπεσοῦσα τοῦ προγόνου , λόγους
6748630 ἠμφιεσμενος
ἢ ἐγὼ καταγέλαστος ἔσομαι καθάπερ χιτῶνα ἀλλότριον καὶ πολὺ μείζω ἠμφιεσμένος , καὶ ὀλίγοι εἴσονται τἀληθές , ὅτι ὑμεῖς ἄρα
καὶ τὴν συναγωνισαμένην δύναμιν ἅρματι παρεμβεβηκὼς χρυσοχαλίνων ἵππων τὴν βασιλικὴν ἠμφιεσμένος ἐσθῆτα , ὡς περὶ τοὺς μείζονας θριάμβους νόμος .
6742840 ὑακινθου
ὄζει ἴων , ὄζει δὲ ῥόδων , ὄζει δ ' ὑακίνθου ὀδμὴ θεσπεσίη , κατὰ πᾶν δ ' ἔχει ὑψερεφὲς
τῶν τεττάρων στοιχείων σύμβολά ἐστιν : ἐκ γὰρ βύσσου καὶ ὑακίνθου καὶ πορφύρας καὶ κοκκίνου δημιουργοῦνται , τεττάρων , ὡς
6736039 κολλαβους
ἐν Αἰθιοπίᾳ γινομένου σπέρματος , ὅ ἐστιν ὅμοιον σησάμῳ . κολλάβους δ ' ἄρτους Ἀριστοφάνης φησὶ λέγων : κολλάβων χλιερῶν
ἀμύλους καὶ τὰς κίχλας καὶ τῶν λαγῴων πολλὰ καὶ τοὺς κολλάβους . Ποῦ ποῦ Τρυγαῖός ἐστιν ; Ἀναβράττω κίχλας .
6733152 συρων
κύρτωσε καὶ αὐχενίην τρίχα πῶλος δόχμιος ὀκλάζων , βραδυπειθέα γούνατα σύρων οὐκ ἐθέλων ἔστησε , μόλις γόνυ γουνὸς ἀμείβων ,
μύροις χρῶτα λιπαίνων , χλανίδας θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων , βολβοὺς τρώγων , τυροὺς κάπτων , ᾠὰ κολάπτων
6730449 λιθοισιν
καλέονται λύρη Ὀρφέος . Ἢν δέ κοτε Ὀρφέα ἴδῃς ἢ λίθοισιν ἢ χροιῇ μεμιμημένον , μέσῳ ἕζεται ἴκελος ἀείδοντι ,
ἄνδρες ὡπλισμένοι . Ὁ δὲ Κάδμος δείσας , βάλλει αὐτοὺς λίθοισιν . Οἱ δὲ δοκέοντες ὑφ ' ἑαυτῶν βάλλεσθαι ,
6725390 ἐστεφανωμενος
τὸν ὦμον ἰδεῖν ἠδύνατο . Δρομεὺς ἐν Ὀλυμπίᾳ παίδων στάδιον ἐστεφανωμένος μέλλων ἕτερον ἀγῶνα ἀγωνίζεσθαι ἔδοξεν ἐν τῷ Ὀλυμπικῷ στεφάνῳ
ὑστεραίᾳ τὰ μὲν ἱερεῖα εἱστήκει παρὰ τὸν βωμὸν καὶ Κοιρατάδας ἐστεφανωμένος ὡς θύσων : προσελθὼν δὲ Τιμασίων ὁ Δαρδανεὺς καὶ
6724229 περιβραχιονια
' αὑτῆς συνεισφέρουσα εἰς κόσμον : ἡ δὲ βασιλὶς ἔδωκε περιβραχιόνια καὶ ὅρμον . Ἐπεὶ τοίνυν εἰς τὸν ἀγῶνα καλῶς
καὶ τρεῖς χρυσοῦς στρεπτοὺς περιαυχενίους , ἑξήκοντα δὲ καὶ ἑκατὸν περιβραχιόνια χρύσεα , δόρατα δ ' ὀκτωκαίδεκα , φάλαρα δ
6723511 Ἀγριανας
φυλαττόμενα . Ἔνθεν δὲ ἀναλαβὼν τούς τε τοξότας καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας καὶ τὴν ἵππον τὴν ἅμα οἷ πλέουσαν ἐξελαύνει ἐπὶ
ἔχων τοὺς ἑταίρους τοὺς ἱππέας καὶ τοὺς τοξότας καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας τοὺς ἀκοντιστάς : Ἀμύντας δὲ ὁ Ἀρραβαίου τούς τε
6714020 κριβανιτας
αἱ ἀσπίδες 〛 . Γ ἐμῆς ] νοεῖται γαστρός . κριβανίτας ] ἄρτους κριθίνους . κριβανίτας ἄρτους φασὶ τοὺς κριθίνους
, παῖ , τῆς ἀσπίδος . Καὶ τῆς ἐμῆς τοὺς κριβανίτας ἔκφερε . Φέρε δεῦρο γοργόνωτον ἀσπίδος κύκλον . Κἀμοὶ
6709589 ἀνακειμενος
ἔκτισεν , ὅθεν ἐστὶν ὁ Καλλίμαχος . κόραξ : ὡς ἀνακείμενος τῷ Ἀπόλλωνι ὁ κόραξ . ἡμετέροις βασιλεῦσι : τῷ
ἑταῖρός φησιν : ἀνάκεισο . Φιλιππίδης : καὶ δειπνῶν ἀεὶ ἀνακείμενος παρ ' αὐτόν . καὶ ἐπάγει : πότερον ἀνδριάντας
6709195 κυνηγους
τὰ τοιαῦτα . ἄρχοντας . οἷον ποιμένας , ἡνιόχους , κυνηγούς . τῷ λόγῳ . τῷ κατασκευασθέντι τῷ ἐκ τῆς
τὰ τοιαῦτα . ἄρχοντας . οἷον ποιμένας , ἡνιόχους , κυνηγούς . τῷ λόγῳ . τῷ κατασκευασθέντι , τῷ ἐκ
6704482 Θωραξ
παρὰ τὸ θῶ , ἀφ ' οὗ συνέβη θεῖναι . Θώραξ . ὃ δηλοῖ τὸ εὐωχοῦμαι , ἤτοι ἐν εὐωχίᾳ
Τυφών : ὁ τυφώς . ἢ ὁ μέγας ἄνεμος . Θώραξ : πύργος τειχῶν . ἢ ὅπλον πολεμικόν . Ταών
6703501 κατελεγε
πεζικά , ἔτι δὲ ὁπλίτας τε καὶ τοξότας καὶ σφενδονήτας κατέλεγε καὶ ἀκοντιστὰς καὶ πᾶσαν ἄλλην τάξιν ἐξήταζεν ὅπλα τε
ἐκ μέσων τῶν τοῦ θανάτου πυλῶν ἀγαγεῖν ; ” εἶτα κατέλεγε τὴν ναυαγίαν , ἐκθειάζων ὡς ἐσώθη , καὶ τερατευόμενος
6699026 Σαβοι
ἄλλους ὄφεις κατεσθίειν . Εὐοῖ Σαβοῖ : ἐπίφθεγμα Διονυσιακόν . Σαβοὶ δ ' εἰσὶν οἱ τῷ Διονύσῳ μυούμενοι : Σάβιος
ἄλλους ὄφεις κατεσθίειν . Εὐοῖ Σαβοῖ : ἐπίφθεγμα Διονυσιακόν . Σαβοὶ δ ' εἰσὶν οἱ τῷ Διονύσῳ μυούμενοι : Σάβιος
6694590 θερμηνας
πτισάνης χυλόν , τρῖβε : καὶ ὅταν μέλαν γένηται , θερμήνας κατάχριε . ὄρυζαν , κυάμους ἐρειχθέντας , πτισάνην ἕψει
μαστίχης . ἐκ γὰρ τούτων ἁπάντων ἀναπλάσας τὸ κολλύριον καὶ θερμήνας πυρί , σιάλῳ τὴν σφραγῖδα προχρίσας ἐπετίθει καὶ ἀπέματτε
6692286 τετρακυκλου
κηρύκειον χρυσοῦν , ἐσθῆτας δὲ πολυτελεῖς . ἐπὶ δὲ ἄλλης τετρακύκλου , ἣ περιεῖχε τὴν ἐξ Ἰνδῶν κάθοδον Διονύσου ,
χρυσᾶ . ἐχόμενος ἤγετο κρατὴρ ἀργυροῦς ἑξακοσίους χωρῶν μετρητὰς ἐπὶ τετρακύκλου ἑλκομένης ὑπὸ ἀνδρῶν ἑξακοσίων . εἶχε δὲ ὑπὸ τὰ
6688027 κατεσκαψεν
' ἐν εἰρήνῃ Νάξον καὶ Κατάνην παρασπονδῶν ἐξανδραποδισάμενος ἣν μὲν κατέσκαψεν , ἣν δὲ τοῖς ἐξ Ἰταλίας Καμπανοῖς οἰκητήριον ἔδωκεν
ἀπονοίας ἀντιστᾶσαν ἡβηδὸν ἔκτεινε καὶ πόλιν αὐτῶν Σάγγαλα τὴν καρτερωτάτην κατέσκαψεν . διῆκε τοὺς Ἰνδοὺς φήμη πονηρὰ ὡς Ἀλεξάνδρου φονικῶς
6687820 φαινοντας
σφονδύλους , ἐν ἀλλήλοις ἐγκειμένους , κύκλους ἄνωθεν τὰ χείλη φαίνοντας , νῶτον συνεχὲς ἑνὸς σφονδύλου ἀπεργαζομένους περὶ τὴν ἠλακάτην
ζακόρους σηκῶν θ ' ἁγίων ἱερῆας τεύχει , μαντοσύνας ζαθέης φαίνοντας ἀπ ' ὀμφῆς . σὺν δ ' Ἄρηι Κύπρις
6687587 ἐπιεσαν
Βοιωτῶν καὶ μέχρι μέσου ἡσσᾶτο ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων , καὶ ἐπίεσαν τούς τε ἄλλους ταύτῃ καὶ οὐχ ἥκιστα τοὺς Θεσπιᾶς
: ῥεύματα ὑδρηγά . ξυνειστήκει : ἑκατέρωθεν ἑστῶς ἐμάχετο καὶ ἐπίεσαν : οἱ Ἀθηναῖοι . αὐτοῖς : τοῖς Ἀθηναίοις .
6682102 Λινδου
ποσὶ παῖδα Μύνητα ὃν τέκε δῖα Κρέουσα παρὰ προχοῇς ποταμοῖο Λίνδου ἐυρρείταο , μενεπτολέμων ὅθι Καρῶν πείρατα καὶ Λυκίης ἐρικυδέος
ᾆσμα , ὅπου φησί : τίς κεν αἰνήσειε νόῳ πίσυνος Λίνδου ναέταν Κλεόβουλον ἀενάοις ποταμοῖς ἄνθεσί τ ' εἰαρινοῖς ἀελίου
6679931 Σολιος
, Ἄνδρων δὲ Καβήλεω Τήιος . Κυπρίων δὲ Νικοκλέης Πασικράτεος Σόλιος καὶ Νιθάφων Πνυταγόρεω Σαλαμίνιος . ἦν δὲ δὴ καὶ
καὶ προσηύχοντο . . . : Δημοχάρης δ ' ὁ Σόλιος τὸν Δημήτριον ἐκάλει Μῦθον : εἶναι γὰρ αὐτῷ καὶ
6673250 Ἀριαραθῃ
βαρείας καὶ διῄτα πόλεσι καὶ βασιλεῦσιν , ἐν μὲν Καππαδοκίᾳ Ἀριαράθῃ τε καὶ Σισίνῃ , ὧν τῷ Σισίνῃ συνέπραξεν ἐς
πολέμῳ τῷ πρὸς Ῥωμαίους ἀτρεμῇ : Ἀντιοχίδα δ ' ἔπεμπεν Ἀριαράθῃ , τῷ Καππαδοκῶν βασιλεῖ , καὶ τὴν ἔτι λοιπὴν
6665027 συμπλους
δὲ ἐν ἔργοις , ἀβλαβὴς μὲν συνοδοιπόρος ὅτῳ γένοιτο ἢ σύμπλους , ἀγαθὸς δὲ σύμβολος θύουσι φανείς , οὐ στάσιν
σε δεῖ τεῖσαι λέγω σοι παισί . φημὶ γάρ ποτε σύμπλους γενέσθαι τῶνδ ' ὑπασπίζων πατρὶ ζωστῆρα Θησεῖ τὸν πολυκτόνον
6662487 αἰωρων
ἐπικοσμῶν , τῇ δεξιᾷ δὲ Φωκαικὸν ψῆγμά τε διακινῶν ὡς αἰωρῶν ἡδὺς ἦν , ἀλλ ' οὐκ ἀποσοβῶν . διό
, τοὺς ὄφεις τοὺς παρείας θλίβων καὶ ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς αἰωρῶν καὶ βοῶν Εὐοῖ Σαβοῖ , καὶ ἐπορχούμενος Ὕης Ἄττης
6662403 σηπιης
νήστει ἀκτῆς καρπὸν ὅσον πυρῆνας ἓξ ἐν οἴνῳ ἀκρήτῳ καὶ σηπίης ὠὰ ὅσον δέκα ἢ δυοκαίδεκα : ταῦτα τρίψαντα ὁμοῦ
κεφαλὴν , καὶ γλυκυσίδης κόκκους πέντε τοὺς μέλανας , καὶ σηπίης ὠὰ , σπέρμα σελίνου ὀλίγον ἐν οἴνῳ : καὶ
6661962 Ἀλλους
καὶ σοφοὺς εἰς ἅπερ ψευδεῖς ; Φημὶ γὰρ οὖν . Ἄλλους δὲ τοὺς ἀληθεῖς τε καὶ ψευδεῖς , καὶ ἐναντιωτάτους
οὐδὲ φοιβάζει κλύδων οὐδ ' ὀμβρία σμήχουσα δηναιὸν νιφάς . Ἄλλους δὲ θῖνες οἵ τε Ταυχείρων πέλας μύρμηκες αἰάζουσιν ἐκβεβρασμένους
6659411 μονομαχους
. οὕτως γοῦν ὑγιεινὸν ἐξήτασται τὸ χωρίον ὥστε ἐνταῦθα τοὺς μονομάχους τρέφειν καὶ γυμνάζειν ἀπέδειξαν οἱ ἡγεμόνες . ἔστι μὲν
φόνον ὑπισχνουμένους , σκεδασθῆναι τοὺς πολλούς : ἐκείνους δὲ μονωθέντας μονομάχους τινὰς ἀθροίζειν καὶ ἄλλους , οἷς ἦν ἀκήρυκτος ἔχθρα
6658518 πατουντας
βαβάκτης καὶ Ἰόβακχος καλεῖται διὰ τὸ πολλὰς τοιαύτας φωνὰς τοὺς πατοῦντας αὐτὸν πρῶτον , εἶτα τοὺς ἕως μέθης μετὰ ταῦτα
, ἢ ξηρὸς βότρυς εὑρεθείη . χρὴ δὲ καὶ τοὺς πατοῦντας , εἴ τι παρέλαθε τοὺς ἐπὶ τοῖς κοφίνοις ἐφεστῶτας
6652959 ἐπισφαξας
τάφους : κἀνταῦθα κατέθετο ἔν τινι οἰκήματι , πολλὰ μὲν ἐπισφάξας ἱερεῖα , πολλὴν δὲ ἐσθῆτα καὶ κόσμον ἄλλον ἐπικαύσας
; ὡς μή γ ' ἔχηις σύ , τήνδ ' ἐπισφάξας πυρί . κτεῖν ' : ὡς κτανών γε τῶνδέ
6652374 φλομου
πουλυκνήμου αὐτοῦ τὰ φύλλα : ἐπὶ τελευτῆς δὲ θυμιῇν , φλόμου φύλλα κόψας καὶ λωτοῦ τορνεύματα : ἔμπροσθεν δὲ πρὶν
δ ' ἔχει μήλινα καὶ καρπὸν περὶ τὸν καυλὸν ὥσπερ φλόμου : ὅλος δ ' ὁ καυλὸς καὶ τὰ φύλλα
6650478 ἀνεπαυετο
ταῖς πρόπλοις καταπλέοντα καὶ ὡς ἐπὶ δύο χρηστοῖς καὶ ἀδοκήτοις ἀνεπαύετο . Ἅμα δ ' ἡμέρᾳ τὴν θάλασσαν ἐφορῶν ἐθεᾶτο
τὴν καταγωγὴν αὐτοῦ παρῆλθέ τε ἀφύλακτος καὶ τὴν νύκτα ὁμοίως ἀνεπαύετο χωρὶς δορυφόρων παρ ' αὐτῷ . τὰ δ '
6642501 πυκτας
Κλείτων , καλοὶ οὓς ποιεῖς δρομέας τε καὶ παλαιστὰς καὶ πύκτας καὶ παγκρατιαστάς , ὁρῶ τε καὶ οἶδα : ὃ
τῶν φίλων κατηρίθμησεν . Ὅτι ὁ Σόλων ἡγεῖτο τοὺς μὲν πύκτας καὶ σταδιεῖς καὶ τοὺς ἄλλους ἀθλητὰς μηδὲν ἀξιόλογον συμβάλλεσθαι
6639644 συνετριβεν
τοῦ κανθάρου , ὁ δὲ τὰ ᾠὰ τοῦ ἀετοῦ ἐκκυλίων συνέτριβεν . ὁρῶν οὖν εἰς φθορὰν αὐτοῦ τὸ γένος ἐρχόμενον
Ἀσκληπιῷ ἀνέθηκε πλήκτην , ὃς τοὺς ἐπὶ στόμα πίπτοντας ἐπιτρέχων συνέτριβεν . Εἰώθει δὲ λέγειν τὰς τραγικὰς ἀρὰς αὐτῷ συνηντηκέναι
6639573 Φιγαλευς
χρόνον δὲ οὐ μετὰ πολὺν Ἀριστόδημος Μεγαλοπολίταις ἀνέφυ τύραννος , Φιγαλεὺς μὲν γένος καὶ υἱὸς Ἀρτύλα , ποιησαμένου δὲ αὐτὸν
ὀρχήσεως αὐτοῦ ἐπιτελεῖται τὰ μυστήρια . ὁ αὐτὸς δὲ καὶ Φιγαλεὺς τιμᾶται ἐν Ἀρκαδίᾳ . καὶ Φαυστήριος διὰ τὸ μετὰ
6634264 ἐρριψε
ταύτης μηρόν , ἡ δὲ λαβοῦσα ἔριον τὸ σπέρμα ἐξέμαξεν ἔρριψέ τε εἰς γῆν . καὶ οὕτως ἀπὸ τοῦ ἐρίου
ταύτης μηρόν , ἡ δὲ λαβοῦσα ἔριον τὸ σπέρμα ἐξέμαξεν ἔρριψέ τε εἰς γῆν . καὶ οὕτως ἀπὸ τοῦ ἐρίου
6634144 Ἀνδρομαχος
ταύτῃ προετάχθη ἡ ξενικὴ ἵππος ἡ τῶν μισθοφόρων , ὧν Ἀνδρόμαχος ὁ Ἱέρωνος ἦρχεν . ἐπὶ δὲ τοῖς σκευοφόροις οἱ
τῶν ῥητορικῶν οἱ ἐπ ' Ἀθήνησι προεστῶτες Παῦλός τε καὶ Ἀνδρόμαχος ἐκ Συρίας . τούς τε χρόνους ἐς Γαλλίηνόν τε
6633429 Θεογνητος
ἔχοντας , ὥστε μὴ παρελθεῖν μηδένα . Πανταλέοντος δὲ μνημονεύει Θεόγνητος ἐν Φιλοδεσπότῳ : ὁ Πανταλέων μὲν αὐτὸς αὐτοὺς τοὺς
καὶ ἀπὸ κοινοῦ τὸ κατελέγχεις . ὁ δὲ Κλειτόμαχος καὶ Θεόγνητος θεῖοι τοῦ νικηφόρου : Ὀλυμπιονίκης δὲ ὁ Θεόγνητος ,
6633113 ναυαγον
? ? ' ὡς | Ἀρβάκης . θέλεις με εἶναι ναυαγόν ; κἀγὼ | βούλομαι : ναυαγὸς δὲ ἔσομαι [
αὕτη περιθῇ καλῶς ἀγωνίζεσθαι . ναυαγὸς γέγονας , εὖ τὸν ναυαγόν : πένης ἐξ εὐπόρου , εὖ τὸν πένητα :
6632727 ἐκαε
, ἰατρόν . οὗτος εἰσάγων πολλούς τινας ἔτεμν ' , ἔκαε , πτωχὸς ἦν καὶ δήμιος . δεινότερος οὗτος θατέρου
ἰατρικὴν ἐσπούδασε καὶ αὐτός , καὶ ἰᾶτο καὶ ἔτεμνε καὶ ἔκαε καὶ τὰ λοιπά . Πλακοῦντα ὁ Ἀλκιβιάδης μέγαν καὶ
6626519 ἐξεδειρεν
ἀδελφὸς ἦν Μαρσύου , ὃν Ἀπόλλων ὑπερτενῆ κρεμάσας ἐκ πίτυος ἐξέδειρεν , ἐρίσαντα αὐτῷ περὶ μουσικῆς . Βουλό - μενος
πόδα λευκὰς ἐγύμνου σάρκας ἐκτείνων χέρα : θᾶσσον δὲ βύρσαν ἐξέδειρεν ἢ δρομεὺς δισσοὺς διαύλους ἱππίους διήνυσεν , κἀνεῖτο λαγόνας
6626108 φαγρους
καὶ λιμναίων φέρει μὲν ὁ Νεῖλος κητώδεις σίμους τε καὶ φάγρους , οἳ διὰ τὸ καταπιμελέστατον ζεσθέντες ἐσθίονται διὰ νάπυος
ἰχθύων λαβράκια , κεφάλους , συάκια , χρυσόφρυα , καὶ φάγρους , ζωμῷ ὀλίγῳ καρυκευτῷ λαπίνας δέ , χάννους ,
6621799 Ἐλβεστιοι
δὲ τοὺς Λίβυας . . . ” Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ ” Ἐλβέστιοι καὶ Μαστιηνοί „ Ἔλβονθις , πόλις μεταξὺ Αἰγύπτου καὶ
νήσων , ἔχουσα πόλιν ὁμώνυμον . τὸ ἐθνικὸν Ἐλαφονήσιος . Ἐλβέστιοι , ἔθνος Λιβύης . Φίλιστος ηʹ „ περὶ δὲ
6620709 Τεττιξ
τὸ βούκεντρον . Οἰστροπλήξ : ὁ τῇ μανίᾳ πεπληγώς . Τέττιξ : ἀηδών . Ὁμῆλιξ : συνηλικιώτης . τῆς αὐτῆς
λέγεται καὶ πτὼξ , καὶ δασύπους , καὶ ταχείνας . Τέττιξ : ἀχέτας . Κοχλίας : φερέοικος . Ἀλώπηξ :

Back