ἀλλ ' ὡς ἔχει [ ] παρήκει τέκτων νῦν τὸν οἰκοδόμον ] ! λατύπον τέκτονα εἴρηκεν οὐδενι βα ? -
καὶ μὴ εἶναι καὶ ἐνεργεῖν ἐνδέχεταί ποτε , ὡς τὸν οἰκοδόμον καὶ τὸν ἀνδριαντοποιόν : ἃ δὴ ποιητικά ἐστιν ᾗ
6493556 ὀφθαλμον
τὸ μέγεθος , τὸ πρόσωπον ὡραῖον καὶ τὸν λαιὸν τὸν ὀφθαλμὸν ὡς ὑποκεχυμένον , τὸ στῆθος μὲν εὐρύτερον , ἀλλὰ
ἕκαστα τῶν πραττομένων σκοπῶν ἀγγελῶ σοι . καλεῖ δὲ τὸν ὀφθαλμὸν ἡμεροσκόπον , ἐπειδὴ ὥσπερ τοὺς κατασκόπους ἔχομεν , οὕτω
6394651 ἀσκιτην
ὅτε τελείως μεταβληθῇ εἰς πῦον . οὕτω δὴ μόνον τὸν ἀσκίτην χειρουργοῦμεν , καὶ τότε παραφυλάττομεν μήτε τοῦ ἤτρου ,
. μὴ οὖν τῆς εὐτελείας τῶν εἰδῶν καταφρονήσῃς εἰς τὸν ἀσκίτην καὶ ἐφ ' ὧν μή ἐστι πολλὴ σκληρία περὶ
6133590 στενωπον
: εἰ δὲ ἀπιστοίην , ἠξίου με παρακύψασαν ἐς τὸν στενωπὸν ὑμῶν ἰδεῖν πάντα κατεστεφανωμένα καὶ αὐλητρίδας καὶ θόρυβον καὶ
κυνοφθαλμίζεται : ἀναιδῶς ἐμβλέπει . κώμην : οἱ πλεῖστοι τὸν στενωπὸν καὶ τὴν οἷον γειτνίασιν , οἱ δὲ τοὺς ἐν
6018425 ἑρπητα
καταπλάσματι μιγνύναι τούτων . Δριμύς ἐστι χυμὸς ὁ καὶ τὸν ἕρπητα ποιῶν , ἀλλ ' ἐὰν μὲν ἄμικτος ἡ χολὴ
λεπτότητι τοῦ χυμοῦ : πάνυ γάρ ἐστι λεπτὸς ὁ τὸν ἕρπητα γεννῶν , ὡς μὴ μόνον διὰ πάντων διέρχεσθαι τῶν
5998265 ἠπιαλον
τὸν ὑγρὸν καὶ ψυχρὸν συνάγον ἐφ ' ἑωυτὸ εἴσω , ἠπίαλον ποιεῖ τότε ἔξω τοῦ σώματος ἅτε ἐκκενουμένου τοῦ θερμοῦ
ποδαγρᾶν μαίνεϲθαι λειχῆναϲ ἔχειν βουβῶναϲ ῥῖγοϲ πυρετόν : ῥῖγοϲ οὐκ ἠπίαλον ταῦτα ] ? ? [ τοῖϲ ] ? κλέπταιϲ
5982203 σκυτοτομον
Οὐκοῦν διὰ ταῦτα ἐν μόνῃ τῇ τοιαύτῃ πόλει τόν τε σκυτοτόμον σκυτοτόμον εὑρήσομεν καὶ οὐ κυβερνήτην πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ ,
: ἐργαστὴν δερμάτων . , τὸν τὰς βύρσας ἐργαζόμενον , σκυτοτόμον τὸν τὰς βύρσας θεραπεύοντα καὶ μαλάξοντα καὶ ἐμβρέχοντα .
5970843 γεωργον
' ἀνὴρ καὶ φιλοθρέμμων τοῦ ζῴου τούτου , οὐ κατὰ γεωργὸν Αἰγύπτιον , οὐδὲ κατὰ ἱππικὸν Θετταλόν , οὐδὲ κατὰ
ἐλέγχονται . σφῆκές ποτε καὶ πέρδικες δίψει συνεχόμεναι ἧκον πρὸς γεωργὸν καὶ παρὰ τούτου ποτὸν ᾔτουν , ἐπαγγελλόμεναι ἀντὶ τοῦ
5960470 γεωμετρην
ὅτι ἐν τῷ Θεαιτήτῳ : ἐκεῖ γὰρ πρὸς Θεόδωρόν τινα γεωμέτρην ποιούμενος τὸν λόγον λέγει οὕτως : ἀλλ ' ἐπεί
καθ ' ἕξιν φρονοῦν ἢ ἐπιστάμενον , οἷον τὸν καθεύδοντα γεωμέτρην , ὅταν ἐγείρηται καὶ ἐνεργείᾳ φρονῇ καὶ ἐπίστηται ,
5933418 σκυτεα
, ὡς θαυμαστὸν εἴη τό , εἰ μέν τις βούλοιτο σκυτέα διδάξασθαί τινα ἢ τέκτονα ἢ χαλκέα ἢ ἱππέα ,
οὗτος δὲ τοὐναντίον συνεπεράνατο , τὸ τὸν Σίμωνα ἀγαθὸν ὄντα σκυτέα μοχθηρὸν εἶναι . ἡ δὲ ἀγωγὴ τοῦ σοφίσματος τοιαύτη
5931778 τυπον
γε : σφενδόνην λέγει τὴν δέσιν , τὸν δεσμόν . τύπον δὲ τὴν ἐπικειμένην σφραγῖδα τῷ δεσμῷ : σφενδόνης :
σκληρύνεσθαι ὡς λίθον „ . οἱ κατοικοῦντες Ἠλεκτρῖται πρὸς τὸν τύπον [ τῶν εἰς ις ] , Ἠλεκτρῖνοι διὰ τὸ
5897365 χρηματιστην
προκείμενα ἀμφισβητήσιμα μὲν διὰ τὸν ἰατρόν τε καὶ παιδοτρίβην καὶ χρηματιστήν , ἀσαφῆ δὲ διὰ τὸ μήπω γνωρίμου ὄντος τοῦ
διαγωνίζονται , εἴ γε μὴ χρηματιστὴς εἴη : τὸν δὲ χρηματιστήν , οὐδ ' ἂν πλουσιώτατος ὢν τύχῃ , συμβουλεύσω
5862974 μυν
σκέλη καταφέρεται διασχιζόμενον ἄχρι τοῦ πέρατος ἐν αὐτοῖς εἰς ἕκαστον μῦν ἀνάλογον τοῖς ἐν χερσίν . οὕτω δὲ καὶ ὅσα
' ὅλον δι ' ὅλου τοῦ πάχους διακόπτειν δεῖ τὸν μῦν , ἀλλὰ μεγεθύνειν ἐφ ' ὅσον ἂν συμφέρῃ .
5851167 τεχνιτην
αἴτιον τῆς ὑγείας τὸν ἰατρόν , κοινότερον δὲ ὅταν τὸν τεχνίτην . πάλιν ἢ καθ ' αὑτὸ ἢ κατὰ συμβεβηκός
ῥᾷον γὰρ τεχνίτῃ ὕλην ἑαυτῷ προσάγεσθαι ἢ τὸ ἔμπαλιν ὕλῃ τεχνίτην . τὸ δὲ σπέρμα καὶ θήλεων καὶ ἀρσένων ὅσον
5814275 προσδιαλεγομενον
ὁμολογεῖ καλῶς λέγειν ἢ πράττειν , ἔτι πειρᾶσθαι δεικνύναι τὸν προσδιαλεγόμενον ἐναντία τιθέμενον πρὸς τοὺς δοκοῦντας τοιούτους καὶ περὶ ἕκαστα
τι καταφαίνεταί μοι καὶ ἄγριον . ἐπεὶ Θεαίτητόν γε τὸν προσδιαλεγόμενον εἶναι δέχομαι παντάπασιν ἐξ ὧν αὐτός τε πρότερον διείλεγμαι
5812235 ἀθλητην
ἱκαναῖς . οὕτω καὶ νόμιμον ῥήτορα τὸν ἱκανὸν καὶ νόμιμον ἀθλητήν φαμεν ὅ τι δὲ ἕκαστος . . . :
, οἷον ὑποκριτήν τινα νικᾶν τῶν ἐν τῇ σκηνῇ ἢ ἀθλητήν : προαιρεῖται δὲ ταῦτα οὐδεὶς ἀλλ ' ὅσα οἴεται
5804202 μελανοφθαλμον
ἐστὶ δ ' ὁ Νηρεὺς θαλάσσιος δαίμων . κυανώπιδα : μελανόφθαλμον , γερανόφθαλμον , μελανόμματον . νηρηΐνην : τὴν τοῦ
δύνασαι χωρισμὸν νοῆσαι ἐννοίᾳ : τὸν γὰρ γλαυκόφθαλμον εἰ νοήσεις μελανόφθαλμον , οὐδὲν λυμαίνῃ τῷ ὑποκειμένῳ , ἄλογον δ '
5766207 φιμον
τὸν ναρθηκισμὸν καὶ τὴν προσήλωσιν καὶ τὸν ἐκ τῶν σχοινίων φιμόν : οὐ γὰρ ἄλληλα πλήξει τὰ ξύλα , καὶ
τούτων “ καὶ τούσδε κημοὺς στομάτων ” . κημὸν ] φιμόν . καταμηλῶν ] εἰσάγων ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ καθὰ
5762141 νοσεοντα
καὶ τἄλλα κατὰ λόγον . Ἐπὴν δὲ ἐσίῃς πρὸς τὸν νοσέοντα , τουτέων σοι ἀπηρτισμένων , ἵνα μὴ ἀπορῇς ,
ἡσύχως , εὐσταλέως , μεθ ' ὑπουργίης τὰ πολλὰ τὸν νοσέοντα ὑποκρυπτόμενον : ἃ δὲ χρὴ , παρακελεύοντα ἱλαρῶς καὶ
5746127 παροξυσμον
, τὸ διάλειμμα ποιεῖ , καὶ ἄνεσιν προσλαμβάνουσα κινεῖ ἕτερον παροξυσμόν , ἢ καὶ ἕτερον σκόπον ἔχουσα διὰ τὸ κατὰ
τετάρτης παροξύνοντες διπλασιασθέντες μέν , δυοῖν ἐφεξῆς ἡμέραις ἐπάγουσι τὸν παροξυσμόν , μία δ ' αὐτῶν ἡ διαλείπουσα . ὥσπερ
5742652 συνδεσμον
[ ἀκολουθεῖ ] ῥῆμα μετάληψιν ἔχει τὴν εἰς τὸν εἴ σύνδεσμον : [ ἀκολουθεῖ ] τῷ ἡμέραν εἶναι τὸ φῶς
σύνοδον ποιησαμένη καὶ πληρώσασα τὸν κύκλον ἐν τῷ διαμέτρῳ τὸν σύνδεσμον λύει . διὸ μᾶλλον ἔδοξε τῇ προκειμένῃ ἀγωγῇ χρήσασθαι
5715884 Ὀϊλεως
πρὸς τὸν Τελαμῶνος ἡμῶν λαμβανόντων ἀληθεύειν ὡς δὲ πρὸς τὸν Ὀϊλέως ψεύδεσθαι , δῆλον ὅτι ὡς πολλὰ σημαίνοντος τοῦ ῥηθέντος
ἀντὶ τοῦ τὸν βωμὸν τὸν τοῦ Αἴαντος τοῦ υἱοῦ τοῦ Ὀϊλέως . πρὸς τὸ σημαινόμενον τοῦ κτητικοῦ ἡ ἀπόδοσις .
5708595 δικαστην
οἱ ἀντίδικοι προβεβληκότες ὦσι τὰς διηγήσεις . προμαλαχθέντα γὰρ τὸν δικαστὴν ταῖς πίστεσι ῥαδίως παραδέχεσθαι τὴν διήγησιν . παρὰ μὲν
οὔτε γελᾶν οὔτε μὴν πτάρνυσθαι δύνανται . Ἀρχὴν δὲ ἢ δικαστὴν ἐπὰν γράφωσι , προστιθέασι τῷ κυνὶ καὶ βασιλικὴν στολὴν
5706234 ἀρρωστον
, οὔτε ἀνθηρὸν αἷμα , καὶ αἱ ἀρτηρίαι μικρὸν καὶ ἄρρωστον σφύζουσιν ὥσπερ καὶ τοῖς γέρουσιν . δῆλον γοῦν ὡς
σου , ὅτι ἀποθνῄσκω , αἰσχύνομαι ζήσας . Κυμαῖος ἰατρὸς ἄρρωστον τριταΐζοντα εἰς ἡμιτριταῖον περιστήσας τὸ ἥμισυ τοῦ μισθοῦ ἀπῄτει
5672021 κερατοειδη
σφοδρότερον τῆς στύψεως ἀντιλαμβάνονται ; διότι μεμυκότα τὰ βλέφαρα τὸν κερατοειδῆ ὑμένα ἠρεμεῖν ποιοῦσιν : ἐπηρεμοῦντος οὖν τοῦ βολβοῦ ,
εὑρεῖν εὐθύγραμμον γωνίαν ὀρθὴν καὶ τρίχα τεμεῖν ἀδυνατήσει ἄν τις κερατοειδῆ γωνίαν τεμεῖν . τὸ δὲ νῦν πρόβλημά ἐστι τὴν
5649168 ἀνθρωπον
ἀκριβέστερον διορίζει τὰ περὶ τοὺς χυλοὺς ἀναφέρων τὴν φαντασίαν πρὸς ἄνθρωπον . τὸν μὲν οὖν ὀξὺν εἶναι τῶι σχήματι γωνοειδῆ
οὖν οὐδὲν διαφέρει : κἄν τε γὰρ λέγῃ τὸν καθόλου ἄνθρωπον τόδε τι σημαίνειν , ἰδίαν δὲ ἔχειν ὕπαρξιν ,
5633089 ἱππεα
Σχὼν δὲ παντελέως τὰς Ἀθήνας Ξέρξης ἀπέπεμψε ἐς Σοῦσα ἄγγελον ἱππέα Ἀρταβάνῳ ἀγγελέοντα τὴν παρεοῦσάν σφι εὐπρηξίην . Ἀπὸ δὲ
ἐγκαθίζειν τε καὶ ταπεινοῦν ἑαυτόν , ὥστε εὐπετῶς ἀναβαίνειν τὸν ἱππέα . στηρικτέον δὲ αὑτόν , ὅταν ὁ ἵππος ἄρξηται
5612480 κυβερνητην
τὴν ναῦν διὰ τὸν χειμῶνα ἀποφορτίζεσθαι δόξαν αὐτοῖς λέγειν τὸν κυβερνήτην . συναθροιζομένων οὖν πολλῶν καὶ τὰ ῥιπτόμενα διαρπαζόντων ,
, ταχὺ θλίβονται καὶ ὑστεροῦσιν . ὅθεν , ὥσπερ ἀγαθὸν κυβερνήτην ἐκ λιμένος ἐξαρτυσάμενον τὸ σκάφος καὶ τὰ παρ '
5601670 κεφαλον
' ἐκ Γαίσωνος , ὅταν Μίλητον ἵκηαι , κεστρέα τὸν κέφαλον καὶ τὸν θεόπαιδα λάβρακα . εἰσὶ γὰρ ἐνθάδ '
ἀποθανοῦσιν αὐτῶν . ὀπηδεῖ : ἐπακολουθεῖ . Κεστρέα : τὸν κέφαλον . Φέρβειν : ἔχειν , φυλάσσειν . πρηΰτατον :
5583660 σιδηρον
τῶν ἁμαρτανόντων κολαστήρια , ὡς στρατηγοῖς καὶ ἡγεμόσι ὕστριχας ἢ σίδηρον : οὗ χάριν , ἠρεμοῦντα τὸν ἄλλον χρόνον ἀνερεθίζεσθαι
Μαγνῆτίς ἐστιν , ἀγνοῶ : εἰ δὲ ἴδω ταύτην ἕλκουσαν σίδηρον , εὐθὺς γινώσκω ἀπὸ τοῦ καθόλου ταύτην εἶναι Μαγνῆτιν
5567815 κεγχριαν
ἕρπητα συνιστάμενον , ὑπὸ θατέρου δὲ τὸν ἕτερον , ὃν κεγχρίαν ἔνιοι τῶν μεθ ' Ἱπποκράτην τοὔνομα ἔθεντο , διότι
δὲ τὸν Ὀριβάϲιον φλέγματοϲ ἐπιμιξία μετὰ τῆϲ ξανθῆϲ χολῆϲ τὸν κεγχρίαν ἕρπητα ποιεῖ . κενώϲωμεν οὖν τὸ ϲῶμα πᾶν διὰ
5561305 περινεον
δὲ τετράγωνον καταγλυφὴν , ὥστε στυλίσκον ἐνεῖναι , ὃς παρὰ περίνεον ἐὼν περιῤῥέπειν τε κωλύσει , ἐών τε ὑποχάλαρος ὑπομοχλεύσει
ἱμάντοϲ δὲ μαλθακοῦ τε καὶ ἰϲχυροῦ τὴν μεϲότητα κατὰ τὸν περίνεον ἁρμόϲαντεϲ ἐπὶ τὸν ὦμον ἀναγάγωμεν , ἔμπροϲθεν μὲν διὰ
5531749 ϲαπωνα
ἔλαιον βαλάνινον ὁμοῦ ϲυμμίξαϲ ἐπίχριε τὰϲ τρίχαϲ . Ἄλλο . ϲάπωνα Γαλλικὸν ϲὺν ὕδατι ϲμάϲθω καθ ' ἕκαϲτον βαλανεῖον .
περιεχομένοιϲ οὐ ϲυμφέρει . διάχριϲτον δὲ ϲτόματόϲ ἐϲτι τοιόνδε : ϲάπωνα διεὶϲ τεύτλου χυλῷ χρῖε τὰ κατὰ τὸν οὐρανίϲκον καὶ
5523009 κτητορα
παντὸς κτήτορός εἰσι , τὰ δὲ κτητικὰ ἰδιάζει κατὰ τὸν κτήτορα ἔσθ ' ὅτε . τὸ μὲν γὰρ ἐμός ,
σύνταξις οὐ τοῦ ἀντωνυμικοῦ προσώπου , λέγω τοῦ κατὰ τὸν κτήτορα , τοῦ δὲ ὑπακουομένου κατὰ τὸ κτῆμα , λέγω
5511013 μαντιν
τὸν Περσῶν θεὸν ἔνοικόν τε καὶ ἐραστὴν ὁ τόπος καὶ μάντιν τῆς μελλούσης τύχης οὐδὲν τοῦ Καμβύσου πρὸς τὴν πρόρρησιν
οὗτος ἥττηται . Τῶν τοίνυν εἰρημένων μοι τὰ πολλὰ καὶ μάντιν ἐποίει με , οὐχ ὁ Λητοῦς καὶ Διὸς οὐδ
5505904 δεσποτην
τῶν τῇ Σελήνῃ καὶ τῷ ὡροσκόπῳ συμβεβηκότων , τὸν δὲ δεσπότην ἐκ τῶν τῷ Ἡλίῳ καὶ τῷ μεσουρανήματι . ἐὰν
ἡ ἀλώπηξ γελῶσα εἶπεν : ” οὕτως οὐ χρὴ τὸν δεσπότην πρὸς δυσμένειαν παρακινεῖν ἀλλὰ πρὸς εὐμένειαν . ” ὁ
5498531 οὐρανιϲκον
ῥίζαν ξηρὰν λείαν ἐμφυϲᾶν καὶ διαχρίειν τὸ ϲτόμα καὶ τὸν οὐρανίϲκον ϲινήπει μετὰ μέλιτοϲ , ἔπειτα ϲικυαϲτέον τὰ ὀπίϲθια τῆϲ
μὲν ἐπὶ κεφαλὴν καταφερομένων ὀφθαλμοὶ καὶ ἰνίον καὶ ϲτόμα πρὸϲ οὐρανίϲκον ἀνθερεών τε καὶ κλεῖδεϲ καὶ οἱ παρὰ τὰϲ πλευρὰϲ
5466673 δεσμον
εἴπερ οἱ αὐτόχειρες ἑαυτῶν γινόμενοι ὃν ἔδησεν ὁ δημιουργὸς λύουσι δεσμόν , οἱ δὲ φιλόσοφοι ὃν ἔδησαν δεσμὸν αὐτοὶ καὶ
ἅμαξαν ἰδεῖν τὴν Γορδίου καὶ τοῦ ζυγοῦ τῆς ἁμάξης τὸν δεσμόν . λόγος δὲ περὶ τῆς ἁμάξης ἐκείνης παρὰ τοῖς
5462572 ἐγκρατη
ἁμαρτημάτων , εἰς ἕτερα δὲ εἰσέρχονται : τὸν δὲ τελείως ἐγκρατῆ δεῖ πάντα φεύγειν τὰ ἁμαρτήματα καὶ τὰ μείζω καὶ
ἀκρατῆ τῷ ἀκολάστῳ εἰς ταὐτὸν τίθεμεν καὶ τῷ σώφρονι τὸν ἐγκρατῆ καὶ περὶ τὰ αὐτὰ λέγομεν αὐτοὺς εἶναι , τὸν
5446603 ὀχλον
τὴν κεφαλήν , φοίνικα δὲ διὰ τῶν χειρῶν φέρεις , ὄχλον δὲ τοσοῦτον ἐπισύρῃ . καὶ ὃς ἀπεκρίνατο ἐπὶ τῷ
, τοιοῦτον εὕροις ἂν καὶ περὶ τοὺς καλουμένους σοφιστὰς πολὺν ὄχλον ἐνίοτε συνεπόμενον ἀνθρώπων ἠλιθίων : καὶ γνώσῃ ὅτι οὐδὲν
5434730 κλεπτην
δοῦλος ἢ πένης ἢ μισθωτός . ἐὰν Ἀφροδίτη σημαίνει τὸν κλέπτην αἰτία τῆς κλοπῆς ἔσται γυνή , ἐὰν δὲ Ἑρμῆς
ἐστιν ἱεροσύλου καὶ κλέπτου , τὰ δὲ ἰδικὰ ἱεροσύλου πρὸς κλέπτην : κοινωνεῖ μὲν ἱερόσυλος κλέπτῃ πρῶτον μὲν τῷ βουλεύσασθαι
5429612 ἐπικελευσας
ὁ φθάσας τὸν μέλλοντα κακόν τι δρᾶν ἐπῃνεῖτο καὶ ὁ ἐπικελεύσας τὸν μὴ διανοούμενον . καὶ μὴν καὶ τὸ ξυγγενὲς
ὁ φθάσας τὸν μέλλοντα κακόν τι δρᾶν ἐπῃνεῖτο καὶ ὁ ἐπικελεύσας τὸν μὴ διανοούμενον ποιητικῇ πάλιν χρήσεται μεταλήψει : καὶ
5428153 ἀστρῳον
διάφορα σημαινόμενα , ὡς ἡ κύων φωνὴ εἰς χερσαῖον θαλάττιον ἀστρῷον φιλόσοφον , ἢ ὡς εἶδος εἰς ἄτομα , ὡς
οὐ κύνας ἀλλὰ κύνα θὴρ χρύσεος τρέμει , οὐ γηΐνους ἀστρῷον τοὺς καρχάρους . ἤγουν ἀστέρα κύνα . Ῥωχμόν :
5424136 Γαληνον
ἀλλὰ φαινόμεθα ἐξ ὧν ἐπαινοῦμεν τὸν Ἱπποκράτην , λοιδοροῦντες τὸν Γαληνόν . ἰδοὺ γὰρ ὁ Ἱπποκράτης ἐν ἐλαχίσταις λέξεσι πάντα
' ἐπὶ τοῖσι καὶ Ἔννομον Ἀμφίνομόν τε καὶ Φάλιν ἠδὲ Γαληνόν , ὃς οἰκία ναιετάεσκε Γαργάρῳ αἰπεινῇ , μετὰ δ
5423795 φορουντα
, ἔτι δὲ φῄς με καὶ χριστιανὸν ὡς κακὸν τοὔνομα φοροῦντα , ἐγὼ μὲν οὖν ὁμολογῶ εἶναι χριστιανός , καὶ
εὑρόντα ἔχειν ὑπόληψιν ὡς τὸν κόσμον ὅλον ἐπὶ τῶν ὤμων φοροῦντα . παραπλησίως δὲ καὶ τοῦ Ἡρακλέους ἐξενέγκαντος εἰς τοὺς
5421832 δρομεα
νεανικώτατον . ἐγᾦδα τοίνυν τό γε νεανικώτατον : ὅτε τὸν δρομέα Φάυλλον ὢν βούπαις ἔτι εἷλον διώκων λοιδορίας ψήφοιν δυοῖν
καὶ μαστιγωθήσεται : καὶ φεύξεται εἰς ἀλλοδαπὴν διὰ τὸν γυμνὸν δρομέα , ὑπὸ δὲ ἀγρίων θηρίων ἐπηρεασθήσεται καὶ φεύξεται εἰς
5418072 χαρακτηρα
μᾶλλον ἂν δόξειεν ἐοικέναι καὶ κατ ' ἐκεῖνον κοσμεῖσθαι τὸν χαρακτῆρα . οὔτε γὰρ ὑπόθεσιν εἴληφε πολυωφελῆ καὶ κοινήν ,
ἂν δὲ μὴ εὕρωμεν , ῥιπτοῦμεν . τίνος ἔχει τὸν χαρακτῆρα τοῦτο τὸ τετράσσαρον ; Τραιανοῦ ; φέρε . Νέρωνος
5373589 κρουνον
παραπλήσιόν τι ποιεῖν ὥσπερ ἂν εἴ τις διψῶν τὸν οἴκοι κρουνὸν ἀφεὶς ἐπὶ τὸν πρὸ τῆς πόλεως τρέχοι ταὐτοῦ μέλλων
εἰς εὐθύτητα σχῆμα αὐλὸν καλοῦμεν ὥσπερ τὸ στάδιον καὶ τὸν κρουνὸν τοῦ αἵματος : αὐτίκα δ ' αὐλὸς ἀνὰ ῥίνας
5367697 ὀγκον
εἶναι . Πρῶτον μὲν οὖν οὐκ ἀνάγκη τὸ ὑποδεχόμενον ὁτιοῦν ὄγκον εἶναι , ἐὰν μὴ μέγεθος ἤδη αὐτῷ παρῇ :
Εἴτε πνευματικὴν διάθεσιν εἴτε ἐμφύσημα καλεῖν τις ἐθέλει τὸν γινόμενον ὄγκον ἔν τισι μορίοις παρὰ φύσιν , ἀντίτυπον μέν ,
5367485 πολυποδα
ἐξέρπει ὥσπερ τὰ φαλάγγια πολλά . Θεόφραστος δέ φησι τὸν πολύποδα τοῖς πετρωδέσι μάλιστα μόνοις συνεξομοιοῦσθαι , τοῦτο ποιοῦντα φόβῳ
ταριχευομένη . Ὄνοι οἱ ὑπὸ τὰς ὑδρίας συναγόμενοι ζωΰφιά εἰσι πολύποδα διαφορητικῆς καὶ ξηραντικῆς ὄντα δυνάμεως . ταῦτα λειούμενα καὶ
5344646 σιδαρον
φέρειν ἰσχύν : ἐπεὶ τοῦτον κατ - εργαζόμενον καὶ τὸν σίδαρον τὸν σφοδρὸν κάμπτειν , μαλάσσειν , ὅ τι ἂν
γὰρ πυρὶ πάντα βέβαπται . [ αἲ αἲ καὶ τὸ σίδαρον , ὃ τὸν πυρόεντα καθέξει . ] Εὐρώπῃ ποτὲ
5339373 Θανατον
ἔρεξε τοσοῦτον . ὅσσον ὁ παντοδαὴς ἤνυσε Δημόκριτος ; ὃς Θάνατον παρεόντα τρί ' ἤματα δώμασιν ἔσχεν καὶ θερμοῖς ἄρτων
οὖν συνέβαινεν οὐδένα τῶν ἀνθρώπων ἀποθνήισκειν , ἕως λύει τὸν Θάνατον ὁ Ἄρης καὶ αὐτῶι τὸν Σίσυφον παραδίδωσιν . πρὶν
5330976 λογισμον
ἔνεστι . πανουργεῖν δὲ καὶ κακουργεῖν ὁ μὲν ἔχων τὸν λογισμὸν δύναται , ὁ δὲ μὴ ἔχων ἀδυνατεῖ . ὅμοιον
καὶ ψέγοντες καὶ μεγαλαυχοῦντες παλίνδρομον τὴν διάνοιαν κτησάμενοι καὶ ἀμετανόητον λογισμὸν τοῖς αὐτοῖς πάθεσι περιπεσόντες ἐν ἱδρῶσι διάγουσι μὴ δυνάμενοι
5294849 παθοντα
σει καὶ ἀντιτάσει . εἰκὸς γὰρ οὕτω καὶ βραχύτερον τὸν παθόντα διαμεῖναι πόδα καὶ ἄλλα ἐπ ' ἄλλων ὀστᾶ τοῦ
πεποιηκέναι , ἢ δείκνυσιν ἕτερον , ἢ ἄξιον εἶναι τὸν παθόντα , ἢ συγγνωμονηκέναι καὶ ἐλεῆσαι . ψυχῆς γὰρ πάθος
5294296 χορευτην
τοῦ σοῦ χοροῦ Μαρκιανόν , εἰ καὶ μὴ νῦν ὄντα χορευτήν , ἀλλ ' ὄντα γε μικρὸν ἔμπροσθεν . ἔστι
ἐκ τίνων : εἰς Φρύνιχόν φασιν αὐτὸν ἀποτείνειν τὸν τραγικὸν χορευτήν : ἐπειδὴ διεβάλλετο ἐπὶ μαλακίᾳ διὰ ποικιλίαν σχημάτων .
5283804 κιθαρῳδον
. καὶ Ἀριστόνικος ὁ κιθαρῳδὸς αὐτοῦ ἀποθνήσκει , οὐ κατὰ κιθαρῳδὸν ἀνὴρ ἀγαθὸς γενόμενος . Πείθων δὲ τρωθεὶς ζῶν λαμβάνεται
καὶ ᾤετο τὴν ἑαυτοῦ τραγῳδίαν ταῦτα εἶναι . Στρατόνικον τὸν κιθαρῳδὸν ὑπεδέξατό τις ἀμφιλαφῶς : ὃ δὲ ὑπερήσθη τῇ κλήσει
5281263 μηνισκον
τὰς γὰρ ἀρχὰς φυλάττων παραλογίζεται τῷ μόνον μὲν ἐκεῖνον τὸν μηνίσκον τετραγωνίσαι ὃς γράφεται περὶ τὴν τοῦ τετραγώνου πλευρὰν τοῦ
σεληνίτην , οὐ τὸν ὕδατι τεγγόμενον , εἶτα ἐκφαίνοντα τὸν μηνίσκον , καὶ διὰ τοῦτο ὑδροσεληνίτην καλούμενον , ἀλλὰ κατὰ
5279896 κοχλιαν
ταῖς ἀφύαις συναλίσκεται : εἴη δ ' ἂν κατὰ τὸν κοχλίαν τὸν γυμνὸν τὸ εἶδος . Γὺψ νεκρῷ πολέμιος .
ἥλους καὶ λαβὼν τοσούτους μύρμηκας δῆσον ἐν λίνῳ πανίῳ καὶ κοχλίαν ἕνα μετ ' αὐτῶν καὶ καύσας αὐτοὺς λείωσον σὺν
5265170 φρονῃ
ἰέναι δεδιὼς τὸν πέλας , μή ποτε οὐχ ἑαυτῷ ταὐτὰ φρονῇ , ῥίπτειν ἀναγκασθήσεται , ὥστε , κἂν πάντες βούλωνται
. τί δ ' ὄφελος εὖ λαλοῦντος , ἂν κακῶς φρονῇ ; οὐδὲν γὰρ αἰσχρόν ἐστι τἀληθῆ λέγειν . ἀδύνατον
5261732 σαπωνα
ταύρου κροκίδα βρέξας ἐντίθει εἰς τὸν δακτύλιον . ἄλλο . σαπῶνα Γαλλικὸν εἰς ἔριον ἐνδύσας ὑπόθου ἢ μάλιστα στυπτηρίαν ὑγράν
' ὅλως , μηδὲ σμήγματα . † τῶν αὐτῶν δὲ σαπῶνα ἕως τῶν καʹ τοῦ μηνός . καὶ ἀφροδισιάζειν ἀπέχειν
5252624 κηδομενον
τὸν χῶρον , ὁ μὲν ἵππος πρῴ τε κομίζων τὸν κηδόμενον εἰς τὴν ἐπιμέλειαν καὶ ἐξουσίαν παρέχων ὀψὲ ἀπιέναι ,
δεῖ γάρ με φαίνεσθαι τῶν φίλων μᾶλλον ἢ τῶν ἐμαυτοῦ κηδόμενον . Ὅταν παρ ' ὑμῶν ἀφίκηταί τις , πρῶτον
5250511 ἀριστεα
, ὅτι εὐεργέτην τῆς πόλεως , καὶ ὅτι οὐκ ἔδει ἀριστέα ἄνδρα ἀποκτεῖναι : δεῖ γὰρ τὴν δημοσίαν χρείαν καὶ
κεκώλυκεν . Ἡ ΛΥσις στοχαστική : δῆλον καὶ αὐτὸν τὸν ἀριστέα μόνον κακῶς διέθηκεν : εἴ γε διὰ τοῦτο ἠγανάκτει
5245646 Γετην
αὐτὸν ἁλῶναι λέγουσιν , ἀνασωθῆναι δὲ Ἀγαθοκλέους τὰ πρὸς τὸν Γέτην ὑπὲρ αὐτοῦ πράξαντος . ὡς δὲ ἐπανῆλθεν , Ἀγαθοκλεῖ
ἐφέλκεται τὰ σιδήρια , οὕτω καὶ αὐτὸς ἀκονιτὶ ἐφειλκύσω τὸν Γέτην δυνάστην , καὶ ἥκει σοι ἐθελοντὴς ὁ πάλαι σεμνὸς
5238282 χορηγον
ἐλεύθερον , τὸν ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἅπαντα πολιτευσάμενον , τὸν χορηγὸν πολλάκις ἐκ Διονύσου γεγενημένον , τὸν ὅλης φυλῆς ἑστιάτορα
οὐδὲ αὐτὴ ψυχὴν ἐντίθησι . Δεῖ ἄρα τι εἶναι τὸ χορηγὸν τῆς ζωῆς , εἴτε τῇ ὕλῃ ἡ χορηγία ,
5237709 Κορισκον
; εἰ δὲ ἐν ταῖς προτάσεσιν ἀποδώσει τὸ ἁπλῶς τὸν Κορίσκον λέγειν , ἐν δὲ τῷ συμπεράσματι ὅτι οὐκ οἶδα
καὶ ἓν σημαίνει , ἀλλὰ πολλά , τόν τε ὁρώμενον Κορίσκον καὶ τὸν κεκαλυμμένον , ὥσπερ οὐδὲ ἐκεῖ , ἤγουν
5232838 ὑδερον
ἕξει ἑλκώσεις ἢ σηπεδόνας ἢ ῥευματισμοὺς καὶ σύριγγας ἢ καὶ ὕδερον καὶ φακώσεις καὶ βρογχοκήλας καὶ σκίρους ἢ κιρσούς .
τέφρα ϲὺν οἰνομέλιτι λιθιῶνταϲ νεφροὺϲ ἰᾶται καὶ τὸν ἀνὰ ϲάρκα ὕδερον . πίνεται δὲ ὅϲον κοχλιαρίου τὸ ἥμιϲυ τῆϲ τέφραϲ
5232770 ἀετον
τοιούτων ἔφοροι : λέγει δὲ τὸν Ἀπόλλω . αἰετὸν ] ἀετὸν . ἐσχάραν ] † ἐν ᾗ τὰ ἱερεῖα τιθέασιν
καὶ ἄρκτου μεταξύ , γεννᾶται δ ' ἐν Αἰθιοπίᾳ : ἀετὸν δὲ Θηβαῖοι , λέοντα δὲ Λεοντοπολῖται , αἶγα δὲ
5232562 τιτθον
τὴν πολιάν , ὀλοφυρομένης δὲ τῆς μητρὸς καὶ προϊσχομένης τὸν τιτθόν , ὅν , ἡνίκα παιδίον ἦν Ἕκτωρ , ἔφη
τεκμηράμενος ὅσον τὸν μαζὸν ἐκχωρήσει , καὶ οὕτως ἐντιθέναι τὸν τιτθόν : ἢν δὲ διαπύῃ , ἄμεινον τάμνειν , καὶ
5232438 ναυπηγον
ὑπάρξεως ἔξωθεν , ὥσπερ οἰκία τὸν οἰκοδόμον καὶ πλοῖον τὸν ναυπηγόν . ἔστι δὲ ἡ τέχνη καὶ ἡ τύχη σχεδὸν
, τάχα καὶ Ὁμήρου διὰ τοῦτο μόνον καλέσαντος Ἁρμονίδην τὸν ναυπηγόν : εἰ δὲ τὰς ναῦς ὡς κούφας ἀραιὰς ἐκάλεσεδεῖ
5226942 ἐξελισσε
τὸν Λάκωνα , ” ἀλλ ' ἀνάπαλιν “ τὸν Λάκωνα ἐξέλισσε ” καὶ . . . . . . παράστηθι
“ ἐπὶ δόρυ μεταβάλλου ” φήσαιμεν , οὐδ ' “ ἐξέλισσε τὸν Λάκωνα , ” ἀλλ ' ἀνάπαλιν “ τὸν
5226359 κηπον
ὄρχος χρύσεος ἦν . ἔστι δ ' ὅτε δὴ καὶ κῆπον δηλοῖ . Ἀπίων δὲ ἐτυμολογεῖ παρὰ τὸ ὄρνυσθαι τὴν
, καὶ ὁσάκις σοι τούτων δεῖ , ὡς εἰς οἰκεῖον κῆπον βαδίζων λάμβανε ” . Μεθ ' ἡμέρας πάλιν εἰς
5217972 ἰατρον
οὖν οὕτως , ὅπως ἕκαστον αὐτῶν χρὴ διαγινώσκειν τὸν ἄριστον ἰατρόν . Τοὺς διὰ θερμὴν δυσκρασίαν νοσοῦντας τὴν ἡπατικὴν διάθεσιν
οὐ περιβάλλειν τὸ ἄρθρον , ἀλλὰ περισφάλλειν λεκτέον κατὰ τὸν ἰατρόν , καὶ διὰ τί τὸν τοιοῦτον τρόπον οἴεται παραίτιόν
5215662 τοιχον
παντὸς μέσον διὰ τῆς μολιβδίδος τὸ ἔργον εὐθύνοντι καὶ τὸν τοῖχον ἀνιστῶντι ὀρθόν τε καὶ ἀπαρέγκλιτον . καὶ τούτοις μὲν
τὴν κουφότητα ἄνω καὶ ἔτι τῶν ξύλων , οὕτω τὸν τοῖχον συνεστηκέναι : ἐμβροντήτου γὰρ τοῦτό γε καὶ οὐδέποτε οἰκοδομουμένην
5212303 λαβονθ
πολυτελής ἐστ ' ὀχληρόν , οὐδ ' ἐᾷ ζῆν τὸν λαβόνθ ' ὡς βούλετ ' : ἀλλ ' ἔνεστί τι
γυνὴ πολυτελής ἐστ ' ὀχληρὸν οὐδ ' ἐᾶι ζῆν τὸν λαβόνθ ' ὡς βούλετ ' : ἀλλ ' ἕν ἐστί
5193737 ὑμενα
ἡ φλυκτὶϲ εἴτε διαβρωθείη ὑπὸ δριμύτητοϲ , ὡϲ ἑλκωθῆναι τὸν ὑμένα , ῥᾴϲτη μὲν ἡ ἐπιπολῆϲ ἕλκωϲιϲ ἰαθῆναι , χαλεπὴ
ἧπαρ ἤρτηται : τὸ δὲ διάφραγμα τὸν ὑπὸ τῇϲι πλευρῇϲι ὑμένα βρίθει : ξυνῆπται γὰρ αὐτέῳ : ὁ δὲ ἐπὶ
5192032 πασχοντα
μὴ πρόσει τούτοισιν ἐσκοροδισμένοις . Ταυτὶ περιείδεθ ' οἱ πρυτάνεις πάσχοντά με ἐν τῇ πατρίδι καὶ ταῦθ ' ὑπ '
δὲ καὶ σύνθετον νόημα , ὅταν νοήσῃ ἐνεργοῦντα αὐτὸν ἢ πάσχοντά τι , ἐν ᾧ θεωρεῖταί πως ἢ τὸ ἀληθὲς
5189609 νοϲεοντα
ὁ τόκοϲ τῶνδε γίγνεται ὀλέθριοϲ . χρὴ ὦν μήτε τὸν νοϲέοντα ϲιγῆν αἰδοῖ τοῦ ἐλέγχου τῆϲ νούϲου μηδὲ ὑποδιδρήϲκειν δέει
τροφὴν ἐν τῇ κοιλίῃ ϲχέθειν καὶ εὔπνοον καὶ εὔϲφυκτον τὸν νοϲέοντα θέμεναι . ἢν δὲ ἐπὶ μέζω γίγνηται τάδε ,
5183718 λαρυγγα
. περιεγένοντο δὲ , οἷς ἐπέσκηψεν ἡ ὕλη παρὰ τὸν λάρυγγα . εἰ δέ ποτε παρὰ τὰ φωνητικὰ ὄργανα ,
' εἰ πληϲίον τοῦ λάρυγγοϲ ἢ κατ ' αὐτὸν τὸν λάρυγγα , ἔνεϲτι θεραπεῦϲαι , καὶ ἡμεῖϲ οὐκ ὀλίγουϲ ἰαϲάμεθα
5182927 ϲιδηρον
καταντλήματι δὲ χρῶ τῷ τῶν χαλκέων ὕδατι ἐν ᾧ τὸν ϲίδηρον ἀποβάπτουϲιν . ἐγὼ δὲ χρῶμαι ἀεὶ ἅλμῃ χλιαρᾷ καὶ
ὅληϲ οὐϲίαϲ , ὃν τρόπον ἡ μαγνῆτιϲ λίθοϲ ἕλκει τὸν ϲίδηρον , δέδεικται . τῶν δὲ καθαρτικῶν τὰ μὲν μαλακτικὰ
5182852 σχηματισμον
. δῆλον δὲ ὅτι τρίγωνοι οὗτοι οἱ ἀριθμοὶ κατὰ τὸν σχηματισμόν , τοῖς πρώτοις ἀριθμοῖς τοῦ ἐφεξῆς γνώμονος προστιθεμένου :
καὶ παρὰ προσῳδίαν , ἢ περὶ τὸν ποιὸν τῆς λέξεως σχηματισμόν , καὶ ποιεῖ τὸν λοιπὸν ἕκτον τὸν οὕτω προσηγορευμένον
5179311 βαδιζοντα
. ὁ δὲ νοῦς : χρὴ δὲ ταῖς εὐθείαις ὁδοῖς βαδίζοντα καταχρῆσθαι ταῖς ἑαυτοῦ καὶ τῇ φύσει , μὴ δι
καὶ γὰρ , εἰπέ μοι , τίς αὐτὸν κωλύσει δεῦρο βαδίζοντα ; Θηβαῖοι ; μὴ λίαν πικρὸν εἰπεῖν , καὶ
5175170 εἰσπλουν
δὲ τὰς ἐσχατιὰς τῆς ὑπωρείας κεῖται λιμὴν σκολιὸν ἔχων τὸν εἴσπλουν , ἐπώνυμος Ἀφροδίτης . ὑπέρκεινται δὲ τούτου νῆσοι τρεῖς
ἀπεδοκίμασαν , δι ' ἑτέρου δὲ στόματος ἔγνωσαν ποιεῖσθαι τὸν εἴσπλουν . διὸ πλεύσαντες πελάγιοι πρὸς τὸ μὴ καθορᾶσθαι τὰς
5171362 ἀπευθυνετω
ἐπιδείσθω : κατόπιν δὲ τοῦ σωλῆνος νάρθηξ ἐντιθέμενος καὶ συνεπιδεόμενος ἀπευθυνέτω μετὰ τοῦ σωλῆνος τὸ μέρος . τοῖς δὲ μὴ
παρόρα ἐπὶ τὸν ἡγούμενον . Τὸν ἴδιον λόχον ὁ οὐραγὸς ἀπευθυνέτω . Συντήρει τὰ ἐξ ἀρχῆς διαστήματα . Ἐπὶ δόρυ
5140560 ἀϲκιτην
δὲ ὕδωρ καθαίρουϲι χρηϲτέον ἐπί τε τῶν ὑδρωπικῶν τῶν τὸν ἀϲκίτην ὕδερον νοϲούντων ἐπί τε γυναικῶν ἐνοχλουμένων ὑπὸ λευκοῦ ῥοῦ
ξύντηξιϲ [ ἀναπνοὴ ] ἀνὰ ϲάρκα ὕδρωπα , ἤ τινα ἀϲκίτην ἤγαγε : καὶ τῶνδε ἄφυκτοϲ ἡ γέννα . φέρουϲι
5137024 ὀβελισκον
. τῷ δὲ ὀβελίσκῳ ἐχρῶντο ἀντὶ δόρατος . καὶ τὸν ὀβελίσκον δὲ , φησὶν , ὅστις ἐστὶν ἠμῶν δόρυ ,
τρίμμα μετ ' αὐτοῦ . ὄπτα δ ' ἀμφ ' ὀβελίσκον ἑλὼν ὑπογάστριον αὐτοῦ . ΤΕΥΘΙΣ . Ἀριστοτέλης εἶναί φησι
5129547 αἰδημονα
μὴ ποιῆσαι ἃ δεῖ : ἀπολέσεις τὸν πιστόν , τὸν αἰδήμονα , τὸν κόσμιον . τούτων ἄλλας βλάβας μείζονας μὴ
πιστότερόν σου : τοῦτόν μοι φύλασσε τοιοῦτον οἷος πέφυκεν , αἰδήμονα , πιστόν , ὑψηλόν , ἀκατάπληκτον , ἀπαθῆ ,
5129347 θησαυρον
καὶ μᾶλλον , ἡ τύχη : τὸ γὰρ εὑρεῖν τὸν θησαυρὸν πολλοῖς ἂν καὶ ἀπείροις αἰτίοις ἐπισυμβαίη χάριν ἄλλου τινὸς
Ἀπόλλωνος ἀνάθημα ποιησάμενος ἀνατίθησιν εἰς τὸν ἐν Δελφοῖς τῶν Ἀθηναίων θησαυρὸν καὶ ἐπέγραψε τό τε αὑτοῦ ὄνομα καὶ τὸ Προξένου
5127509 ἐπαινουμενον
ὅτε μὴ δεῖ . εἰπὼν δὲ ὁτὲ μὲν τὸν φιλότιμον ἐπαινούμενον , ὁτὲ δὲ τὸν ἀφιλότιμον , ἀποδίδωσι τούτου τὴν
λόγου κάλλος ἢ αἶσχος , πῶς οὐκ ἐπαινῶν τόν γε ἐπαινούμενον μέγαν ποιεῖς καὶ λαμπρὸν ἐν Ἑλλήνων χοροῖς ; ἡμεῖς
5115086 ἀντιλεγοντα
ὄντος τοῦ λόγου τινὲς τῶν σοφιστῶν ἀσεβεῖν με φήσουσιν Ὁμήρῳ ἀντιλέγοντα καὶ ἐπιχειρήσουσι διαβάλλειν πρὸς τὰ δύστηνα μειράκια , ὧν
: καὶ πανταχοῦ τοῦτο ἐσπούδακε τόν τε Κλέωνα κωμῳδῶν τὸν ἀντιλέγοντα καὶ Λάμαχον τὸν φιλοπόλεμον ἀεὶ διαβάλλων . διὸ καὶ
5113415 ἱππον
, οὐδ ' ἵππον : ἀλλ ' οὐχὶ εἰ μὴ ἵππον , οὐδὲ ζῶον . ἁπλῶς γὰρ τὸ ἐνδεχομένως ἀκολουθοῦν
καὶ ταῦτα ἐγίγνετο . ἔτι μὲν προσιὼν τῷ ποταμῷ τὸν ἵππον ὁρῶ λούμενον . λουμένου δέ μου παρῆν ὁ νεωκόρος
5112777 δακτυλιον
κοινοῖϲ βοηθήμαϲι χρηϲτέον . Θεραπεία τῆϲ περὶ τὸ ὄϲχεον καὶ δακτύλιον ἑλκώϲεωϲ ἐν πυρετοῖϲ ἐκ τῶν Φιλουμένου . πολλάκιϲ ἐπὶ
; Οὐ μανθάνω . Καλεῖς δέ τι χειρός ; οἷον δακτύλιον ἔστιν ὅτου ἂν ἄλλου τῶν τοῦ ἀνθρώπου φαίης ἢ
5106494 πιπρασκοντα
τῷ δὲ ἀστέρι ἀφ ' οὗ τὴν ἀπόρροιαν ποιεῖται τὸν πιπράσκοντα , ᾧ δὲ συνάπτεται τὸν ἀγοράζοντα : καὶ προσέχειν
ἵππων ἐρεῖ μὴ διδόναι τέλος . ὁ δὲ περισπῶν τὸν πιπράσκοντα . κατὰ δὲ ὁμωνυμίαν , οἷον τοῦ θεοῦ χρήσαντος
5097371 Μιτυληναιον
ὃν ἀναφέρεται τὸ εἰρημένον , ὡς ἐπὶ Πιττακὸν μὲν τὸν Μιτυληναῖον τὸ χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι , εἰς Χίλωνα δὲ τὸν
εἰς τὴν ἐκείνων ἀνάληψιν μετηνέχθησαν . Ἀρχαιάνακτα γοῦν φασι τὸν Μιτυληναῖον ἐκ τῶν ἐκεῖθεν λίθων τὸ Σίγειον τειχίσαι . τοῦτο
5094348 Ὑπερεχιον
τε Εὐσεβίου παίδοιν τοῦ πρεσβυτάτου τε τῶν υἱῶν Μαξίμου , Ὑπερέχιον λέγω , καὶ τὸν τούτου κηδεστήν , Στρατήγιον ,
με ἔχει τῶν τε ἄλλων εἵνεκα καὶ ὅτι μοι τὸν Ὑπερέχιον καὶ σεμνύνει καὶ κοσμεῖ καὶ τειχίζει . μήτ '
5093407 Ἀλκιμον
τε καὶ Ἄλκιμος : ἡ διπλῆ ὅτι τὸν Ἀλκιμέδοντα νῦν Ἄλκιμον λέγει . . Ξάνθε τε καὶ Βαλίε , τηλεκλυτὰ
δὲ ἀνθ ' ὑμῶν οἷοίπερ ὑμεῖς οὐδένα . τὸν δὲ Ἄλκιμον ἀκούω τὰ νέων ἐν γήρᾳ τολμᾶν καὶ πρὸς τὴν
5088802 ἀστερα
τὸν αὐτὸν τοῖς ἄλλοις τῆς ἐποχῆς χρόνον τὸν τοῦ Διὸς ἀστέρα μέσως κατὰ μῆκος μὲν ἐπέχοντα Χηλῶν μοίρας δ μα
φασίν , ἕνα τινὰ τῶν ἐν τῷ ζῳδιακῷ κύκλῳ λαμπρὸν ἀστέρα παρατηρήσαντες ἀνατέλλοντα οἱ πάλαι , εἶτα ἀμφορέα τετρημένον πληρώσαντες
5081335 βαθμον
: καὶ γὰρ ἐν ταύτῃ , ἐφ ' ὃν λήγομεν βαθμόν , ἀπ ' ἐκείνου πάλιν ἀρχόμεθα . Προσδιασάφησίς ἐστιν
μάλιστα παρὰ Χαλδαίοις . οἱ δὲ τελούμενοι τῷ Μίθρᾳ κατὰ βαθμόν τινα κολάσεων ἐτελοῦντο . πρότερον γὰρ τὰς ἐλαφροτέρας κολάσεις
5061903 τεκτονα
ἐγώ , ὥσπερ ἐν τῇ τεκτονικῇ ; καὶ γὰρ ἐκεῖ τέκτονα μὲν ἂν πρίαιο πέντε ἢ ἓξ μνῶν , ἄκρον
οἷον ὁ ζωγράφος , φαμέν , ζωγραφήσει ἡμῖν σκυτοτόμον , τέκτονα , τοὺς ἄλλους δημιουργούς , περὶ οὐδενὸς τούτων ἐπαΐων
5055217 τοκον
. Καὶ γὰρ οἱ χερσαῖοι ἐχῖνοι δοκοῦσι κεντούμενοι ἀνέχειν τὸν τόκον : εἶθ ' ὕστερον τραχυτέρων τῶν τέκνων γινομένων ὀδυνηρότερον
ὥσπερ νόμισμα ἀποδώσω , προσθεὶς τὴν δύναμιν τοῦ ὀνόματος ὥσπερ τόκον . Ἐγὼ νομίζω τὸν φιλάνθρωπον βασιλέα τέλειον εἶναι τῆς
5054680 πλευμονα
ῥαγῇ τῶν φλεβίων τῶν λεπτῶν , τῶν κατακρεμαμένων ἐς τὸν πλεύμονα , ἢ τῶν συρίγγων τῶν διὰ τοῦ πλεύμονος τεταμένων
: εἰ δὲ ἔλθοι τι τούτων τῶν φαρμάκων ἐς τὸν πλεύμονα , δοκέει ἄν μοί τι μέγα ποιῆσαι κακόν :
5049603 διωκοντα
δ κέντρων οὕτως . Σελήνη γὰρ αὐξομένη λαμβάνεται εἰς τὸν διώκοντα , ὁ δὲ Ἥλιος εἰς τὸν κατηγορούμενον καὶ ὑπόχρεων
πρῶτον μὲν ὅτι οὐκ ἔστιν ἴσον ἄπειρα τῷ πλήθει τἀγαθὰ διώκοντα καὶ περιιστάμενον τὰ κακὰ ὡς ὑπὸ Ἐρινύων ἐλαύνεσθαι τῶν

Back