. τὸ δὲ ἶσαν ἀντὶ τοῦ ἔκτισαν . τὸ δὲ ξυλουργίαν ἀντὶ τοῦ ξυλοκατάσκευον οἰκίαν . . δόμους προσήλους ἶσαν | ||
εἰκῇ πάντα , κοὔτε πλινθυφεῖς δόμους προσείλους ᾖσαν , οὐ ξυλουργίαν : κατώρυχες δ ' ἔναιον ὥστ ' ἀήσυροι μύρμηκες |
γυναικῶν ] θηλυτεράων . ἣ δ ' ἐπ ' Ἐνιπῆος πωλέσκετο ] καλὰ ῥέεθρα [ ] ! ν [ ] | ||
κάκ ' ἐλέγχεα εἶδος ἀγητοί : ὄφρα μὲν ἐς πόλεμον πωλέσκετο δῖος Ἀχιλλεύς , οὐδέ ποτε Τρῶες πρὸ πυλάων Δαρδανιάων |
ἀσθενεῖς . εὐκύμονες : ἥσυχοι . ἀκύμονες : ἄκλυστοι , ἥσυχοι , ἀτάραχοι : τὰ γὰρ βαθέα πελάγη οὐ τοσοῦτον | ||
; ἐν γὰρ τοῖς πόνοισιν αὔξεται : αἱ δ ' ἥσυχοι σκοτεινὰ πράσσουσαι πόλεις σκοτεινὰ καὶ βλέπουσιν εὐλαβούμεναι . οὐκ |
μάστακες γεωργοῖς μὲν ἀφορίαν ἢ φθορὰν τῶν καρπῶν προαγορεύουσι : σίνονται γὰρ τὰ σπέρματα ἢ διαφθείρουσι : τοῖς δὲ λοιποῖς | ||
αὐτῶν τε καὶ τῶν φωκῶν , οὔτε αὐτοὶ τὰς φώκας σίνονται οὐδὲ ὑπ ' ἐκείνων οὗτοι βλάπτονται , ἀλλὰ καὶ |
καὶ διὰ ταῦτα πάγας τε αὐτοῖς ἐλλοχῶντες ἱστᾶσι , καὶ θριγκοῖς ἀναστέλλοντες καὶ τάφροις ἀνείργοντες καὶ καίοντες ἐν ταύταις πῦρ | ||
: ἡ δὲ κοτυληδὼν εἶδος φυτοῦ ὅμοιον κυμβάλῳ , ἐν θριγκοῖς φυόμενον : ἐὰν δέ τις φάγῃ κοτυληδόνα , ἔχων |
ἢ παρὰ οἷον : οὔτε ποτ ' εἰς ἀγορὴν πωλέσκετο κυδιάνειραν . . . . βωμός : τέμενος ἱερόν : | ||
ἐν τῷ „ τόνδε μάλ ' αἶψα νόησε μάχην ἀνὰ κυδιάνειραν „ . προσερχομένη δὲ τοῖς ῥήμασιν ἢ τὴν ἄνω |
πεζοὶ μὲν πλείους τρισμυρίων , ἱππεῖς δ ' οὐ πολὺ λείποντες τῶν ἑξακισχιλίων , ἐκομίσθησαν δὲ καὶ πανοπλίαι διαπρεπεῖς πεζοῖς | ||
ἐς ὀθνείην ποσὶ καρπαλίμοις ἀλάληνται , δρῆσται ἀταρτηροί , φιλίην λείποντες ἐδητύν , οὔτε τραπέζης μνῆστιν ἐφεστίου , οὐ Κρονίωνος |
ταῦτα γράφειν ἢ διὰ τοῦ η : τὸ μὲν γὰρ προσείλους σημαίνει τὸ θέρμην ἔχοντας , ἀπὸ τοῦ εἴλη ἡ | ||
φιλεῖ ξηροὺς τὰ δὲ εὐΰδρους τὰ δὲ χειμερινοὺς τὰ δὲ προσείλους τὰ δὲ παλισκίους καὶ ὅλως τὰ μὲν ὀρεινοὺς τὰ |
δ ' αὐχμηρὸς ὁ χειμῶν τὸ ἔαρ ὑδατῶδες . Ὅταν χιόνες πολλαὶ γίνωνται ὡς τὰ πολλὰ εὐετηρία γίνεται . Φασὶ | ||
δὲ βόρειος : ὕδατα πουλλὰ , λαῦρα , μεγάλα , χιόνες , μιξαίθρια τὰ πλεῖστα : ταῦτα δὲ ἐγένετο μὲν |
, ἀπειρηκότες ταῖς ξενοτροφίαις καὶ ἐκ πάνυ πολλοῦ τῶι πολέμωι τετρυμένοι , ὅτε καὶ τὸν τῆς Εἰρήνης βωμὸν ἱδρύσαντο . | ||
ταῖς ξενοτροφίαις [ ] καὶ ἐκ πάνυ πολλοῦ τοῦ πολέμου τετρυμένοι , ὅτε καὶ τὸν τῆς Εἰρήνης βωμὸν ἱδρύσαντο . |
ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμήν , ] οὔτε μ ' ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ ' ἐπὶ χέρσου , ἀλλά μοι Αἴγισθος τεύξας θάνατόν | ||
' ἄλγεα ἰχθυόεντι , ἠδ ' ὅς ' ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ ' ἐπὶ χέρσου . ἀλλ ' ἄγετ ' ἐσθίετε |
, ὅπως τὰ ὅπλα ἔχοιεν πρὸ τῶν τοξευμάτων , μόλις διαβαίνουσι τὸν Κάρκασον ποταμόν , τετρωμένοι ἐγγὺς οἱ ἡμίσεις . | ||
ὄντας προσφερέσθω ὡς ἂν αὐτῷ δοκῇ ἀσφαλές . Ἐκ τούτου διαβαίνουσι πάντες εἰς τὸ Βυζάντιον οἱ στρατιῶται . καὶ μισθὸν |
ὁ Τύριος ἦλθεν ἐπὶ τὰ Γάδειρα καὶ τρίτος Ἕλλην . Σύρτις δὲ ἡ καὶ Χάρυβδις ἔστι δὲ ὄνομα † τόπου | ||
. Ἀπὸ δὲ Ἑσπερίδων κόλπος ἐστὶ μέγας , ᾧ ὄνομα Σύρτις , ὡς δὲ εἰπεῖν ὅτι μάλιστα εἰκάζοντι σταδίων ͵ε |
ἐπινέφελον : θέρος οὐ λίην καυματῶδες ἐγένετο : ἐτησίαι ξυνεχέες ἔπνευσαν : ταχὺ δὲ περὶ ἀρκτοῦρον , ἐν βορείοισι πουλλὰ | ||
, ἦν ὅσον ψεκάς : καὶ οἱ ἐτησίαι οὐ κάρτα ἔπνευσαν , καὶ οἱ πνεύσαντες διεσπασμένως . Τοῦ θέρεος καῦσοι |
πάλαι γενέσθαι τροφούς τε καὶ φύλακας . Οἱ γὰρ νῦν θῆρες γυναῖκες ἀρχῆθεν ἐτύγχανον , θρέπτειραι τοῦ Βάκχου θεοῦ , | ||
, καὶ † ἀνδράσι νήπιος ἐών † πιλναμένης , καὶ θῆρες ἀνὰ δρυμὰ πρηΰνονται . τινὲς ἀνέγνωσαν δρυμά ὡς ἀπὸ |
καὶ καταθραύει τοῖς ὀδοῦσι , καὶ τῷ στόματι τοῦ κυνὸς περιρρέει τοῦ ἄνθους τὸ αἷμα , καὶ βάπτει τὸ αἷμα | ||
τῆϲ τέγξιοϲ , εὐφορέϲτερά τε καὶ δυνατώτερα : οὔτε γὰρ περιρρέει ἐϲ τὸ τῶν ϲτρωμάτων αἶϲχοϲ : ἄχρηϲτον γὰρ τοῖϲι |
: καίπερ συνθεσίης ἔφαγόν ποτε Μῃόνιον βοῦν : πάτρη γὰρ βρώμην οὐκ ἂν ἐπέσχε Θάσος Θευγένει : ἅσσα φαγὼν ἔτ | ||
παρὰ Ποσειδίππῳ : ἔφαγόν ποτε Μῃόνιον βοῦν : πάτρη γὰρ βρώμην οὐκ ἂν ἐπέσχε Θάσος . Μίλων δ ' ὁ |
ὄρνεον ἡ κίττα , περίεργον δὲ καὶ εἰς ἐπιθυμίαν . κιττᾶν οὖν τὸ ἐπιθυμεῖν . ἀπὸ τῶν γυναικῶν τῶν ἐν | ||
ἡ κίττα . ἐξ ἧς μετῆκται εἰς τὰς κυούσας τὸ κιττᾶν . οἱ κιττῶντες : ἤγουν ἐπιθυμοῦντες . ἀπὸ μεταφορᾶς |
ἀλλ ' οἵ γ ' ὑψηλῶν ὀρέων ναίουσι κάρηνα ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι , θεμιστεύει δὲ ἕκαστος παίδων ἠδ ' ἀλόχων | ||
' οἵ γ ' ὑψηλῶν ” ὀρέων ναίουσι κάρηνα ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι , „ θεμιστεύει δὲ ἕκαστος παίδων ἠδ ' |
Διόσκοροι αὐτοί , πνοιαὶ ἀέναοι , ψυχοτρόφοι , ἀεροειδεῖς , οἵτε καὶ οὐράνιοι δίδυμοι κλήιζεσθ ' ἐν Ὀλύμπωι , εὔπνοοι | ||
πρότερον ἐκαλεῖτο ἀπὸ Ἀκεσσαίου τὰ νῦν Ἐκβάτανα καλούμενα . . οἵτε τὸ Σούσων : οἵτινες προλιπόντες τὸ ἄστυ τῶν Σούσων |
πολύθηρον . τὴν δὲ πρόσω ἔτι ἐπ ' ἄρκτον ἰόντων χειμερίην τε καὶ νιφετώδεα * * * , ὥστε πρέσβεις | ||
κρυμώδεας ὄχθας τέμνοις κρυστάλλου καθαρὸν λίθον , οἷά τε πάχνην χειμερίην : δήεις δὲ καὶ ὑδατόεσσαν ἴασπιν . Ἶρις δ |
ὑπερβολήν . κατὰ γὰρ τὴν ἐαρινὴν ὥραν παρ ' αὐτοῖς ζέφυροι καὶ λίβες παμμεγέθεις ἐκριπτοῦσιν ἐκ τῆς ἐρήμου πλῆθος ἀκρίδων | ||
τὴν ἑῴαν : οἱ γοῦν πλείους αὐτῶν εἰσι δή που ζέφυροι . οὗτοι δ ' ἀπὸ ἑσπέρας πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα |
ὀρχηστυῖ καὶ ἀοιδῇ τέρποντ ' : ἤδη γὰρ καὶ ἐπήλυθε δείελον ἦμαρ . Ἦλθε δ ' ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος , | ||
ἀμφοτέροισιν : ἢ καὶ ὅτ ' ἐξ ἀγέλης ἀεκούσια κινήσωσιν δείελον εἰσελάοντες ὅμως , τὰ δὲ πάντοθι ποίης δάκνωσιν πυκινῇσι |
χελιδὼν μακρὸν ἐξεπωτήθη , εὗρεν δ ' ἐρήμοις ἐγκαθημένην ὕλαις ἀηδόν ' ὀξύφωνον : ἡ δ ' ἀπεθρήνει τὸν Ἴτυν | ||
εἶδον οὔτε κερκώπην , γύναι , οὐ κίτταν , οὐκ ἀηδόν ' , οὐ χελιδόνα , οὐ τρυγόν ' , |
τὰ πάτρια [ τοὺς ] αὐτούς , πόλεις [ ] ουσι . τί λέγεις , ἄθλιε ; [ μᾶλλον βοηθεῖν | ||
νώτοισι ? νέκυν οἴσωμεν ? [ , ] [ ] ουσι κατὰ φρένα ? ννδρ [ ! ] ? [ |
γονάτων . ἐπειδὰν γοῦν τὸν πώγωνα μέγαν φύσωσιν , οὐκέτι ἀμφιέννυνται οὐδὲν ἱμάτιον , ἀλλὰ τὰς τρίχας τὰς μὲν τῆς | ||
εὐπρέπειαν καὶ σεμνότητα , ἣν ζηλώσαντες οἱ ἱεροφάνται καὶ δᾳδοῦχοι ἀμφιέννυνται , ἀλλὰ καὶ πολλὰ σχήματα ὀρχηστικὰ αὐτὸς ἐξευρίσκων ἀνεδίδου |
ἀπλανὲς αὔτως οἷα κυνηλατέοντος ἀείδελον ἐστήρικται . Ἀλλὰ σύ γε σταθμοῖο καὶ αὐλίου ἑρπετὰ φύγδην ῥηιδίως ἐκ πάντα διώξεαι , | ||
ἐλαύνων εἰροπόκους ἀγέλας ἀνάγει πάλιν , ἐν δὲ θυρέτροις ἱστάμενος σταθμοῖο νόῳ πεμπάζεται οἰῶν πληθὺν εὖ διέπων , εἴ οἱ |
, οὔτ ' ἠκολούθησαν ἀπιοῦσι τοῦ στρατηγοῦ πολλὰ ἐπικελεύοντος οὔτε παραμείναντες ἐκπολιορκῆσαι τὸν χάρακα ἠθέλησαν , ἀλλ ' ἐάσαντες ἀτελὲς | ||
σῶμα ἐν καταξήροις καὶ καυσώδεσι πυρετοῖς δι ' ὑδρελαίου , παραμείναντες τὴν στάσιν τῶν παροξυσμῶν . Ὅσαι τῶν φλεγμονῶν μήτε |
νυξὶν ὅμοιον καὶ ἐν ταῖς διάγουσι βίον ἄλυπον , οὐ ταράσσοντες γῆν τῇ ἰσχύϊ , οὐδὲ τὸ ὕδωρ τὸ θαλάσσιον | ||
διὰ τῆς ἰσχύος τῶν χειρῶν . * ταράσσοντες : † ταράσσοντες ἀπὸ κοινοῦ , ἤγουν οὐδὲ ναυτιλίᾳ χρώμενοι . . |
. ὥστ ' ἀείσυροι μύρμηκες ] οἱ ἀεὶ συρόμενοι καὶ ἕρποντες . ἢ ἀήσυροι , ἤγουν οἱ κοῦφοι καὶ οἱονεὶ | ||
τόποις σπηλαίων , ὥσπερ οἱ ἀεὶ συρόμενοι , ἢ ἀεὶ ἕρποντες μύρμηκες . ἦν δὲ αὐτοῖς οὐδὲν σημεῖον καὶ δεῖγμα |
ἐπὶ τραφερὴν χθόν ' ἀκυμάντοισι πόδεσσι . Τὸν καὶ ληϊστῆρες ἀνάρσιοι οἶον ἐόντα φεύξονται , καὶ δμῶες ὀϊόμενοι πατέρ ' | ||
ἐπὶ τραφερὴν χθόν ' ἀκυμάντοισι πόδεσσι . τὸν καὶ ληϊστῆρες ἀνάρσιοι οἶον ἐόντα φεύξονται : καὶ δμῶες ὀϊόμενοι πατέρ ' |
γλυκάζων : οὗτος δὲ τοιοῦτος γίνεται ὅταν ὑπὸ τὸν τρυγητὸν νότοι πνεύσωσι , παρ ' ὃ καὶ μελάντερος γίνεται . | ||
ταινίᾳ παραπλησίου , θινῶν τε μεγάλων πάντῃ περικεχυμένων , ἐπειδὰν νότοι συνεχεῖς πνεύσωσιν , ἐπισείεται πλῆθος ἅμμου . αὕτη δὲ |
; ἦν δ ' ἐγώ . βουλόμενοί σε μακάριον εἶναι διακωλύουσι τοῦτο ποιεῖν ὃ ἂν βούλῃ ; ὧδε δέ μοι | ||
σοί , καὶ ἐῶσιν ποιεῖν ὅτι βούλεται , σὲ δὲ διακωλύουσι ; καί μοι ἔτι τόδε εἰπέ . σὲ αὐτὸν |
' οἰχομένων ῥέα μὲν φλόγες , ἄλλοτε ῥιπαὶ πῆξαν σάρκα τυπῇσι : τὰ δ ' οὐ βάσιν ἐστήριξαν , [ | ||
' οἰχομένων ῥέα μὲν φλόγες , ἄλλοτε ῥιπαί πῆξαν σάρκα τυπῇσι : τὰ δ ' οὐ βάσιν ἐστήριξαν † οὔτε |
κεν Ἄφαιστον ἄγην βίαι . . . εἲς τὼν δυοκαιδέκων ἀχνάσδημι κάκως , οὔτε γὰρ οἰ φίλοι . . . | ||
+ , . Ἀχνάσδημι : ὡς παρ ' Ἀλκαίῳ : ἀχνάσδημι κακῶς , οὔτε γὰρ οἱ φίλοι . ἔστιν ἀχῶ |
δειλιάσει . σχεδόθεν : ἐκ τοῦ σύνεγγυς , πλησίον . ἀήταις : τοῖς ἀνέμοις . φροντίζοντες . Ἐπιτρέψας : ἀνατεθεικὼς | ||
ὑποζεύξαντες ἀπήνας , χώρην εἰς ἑτέρην , λείπουσι δὲ γαῖαν ἀήταις χειμερίοις , οἵτε σφι κακῇ θυΐοντες ἀέλλῃ γαῖάν τε |
παραφέρων , συγκλύζων , πηγάς τινας ἀφιείς , ὄμβρος , νιφετός , ποταμός , πυκνός , συνεχής , ἄπταιστος , | ||
μὴ καθέλῃ , οὐ σεισμός , οὐκ ἄνεμος , οὐ νιφετός , οὐκ ὄμβρος , οὐ φθόνος , οὐκ ἐχθρός |
καὶ θ [ . . . . . . | ἥδιστοι : τοῦτο Ἀττικῶν κηρίων κάλλιστον . ἀλλὰ μὴ πάνυ | ||
οἱ μυελοὶ σήπονται , καὶ μὴ σεσηπότες εἰσὶ λιπαρώτατοι καὶ ἥδιστοι . γινώσκειν δ ' ὅσα τε αὐτίκα ἑψεῖν δεῖ |
ἀμνημονεῖν γε φήσομεν οὔτε τῆς ἐν Ἁλιάρτῳ μάχης , ἣν ἐνικῶμεν κοινῇ Λακεδαιμονίους , οὔτε τῆς ὕστερον ἐν Κορίνθῳ τῆς | ||
' ἑκηβόλοις πέτρων τ ' ἀραγμοῖς : ὡς δ ' ἐνικῶμεν μάχηι , ἔκλαγξε Τυδεὺς καὶ σὸς ἐξαίφνης γόνος : |
' ὑπὸ νυκτί ῥιπῇσιν μὲν πρῶτα τινάσσεται , ὕστερον αὖτε πρυμνόθεν ἐξαγεῖσα κατήριπενὧς ὅγε ποσσίν ἀκαμάτοις τείως μὲν ἐπισταδὸν ᾐωρεῖτο | ||
κεῖνα γὰρ οὔτε λίην προκυλίνδεται οὔθ ' ὑπ ' ἀήταις πρυμνόθεν εἱλεῖται , διὰ δ ' ἔσσυται οὔτις ἄελλα ῥίζαν |
ᾠκοδομήσαντο καὶ ἀπέφερον τὴν δεκάτην . ὡς δὲ ὑπὸ ἀπληστίας ἐξέλιπον τὴν φοράν , ἐπικλύσασα ἡ θάλασσα ἀφανῆ τὰ μέταλλά | ||
ὑπὸ τῆς Ῥωμαίων προθυμίας καὶ ἀρετῆς ἐκβιασθέντες τόν τε λόφον ἐξέλιπον καὶ ἐπὶ τὸν χάρακα φεύγοντες οἱ πολλοὶ ἀπέθνησκον . |
: ὑπερβατὸν κατὰ λέξιν . τολμηρᾷ κραδίᾳ : ἐν . ἔδρακον : μετάθεσις : ἐνόησαν , εἶδον , ἰωνικῶς , | ||
δὲ δεύτερον ἴσατε καὶ ἴστε , τὸ τρίτον ἴσασιν . ἔδρακον : κατενόησαν , εἶδον , ἔμαθον . γίνεται ἀπὸ |
: αὕτη δὲ πῦρ ἦν καὶ ἐκάετο , ὥστε οὐδὲ κορύθων ἐδέοντο . ἀντὶ δὲ ἱστίων ὁ ἄνεμος ἐμπίπτων τῇ | ||
ἃς εἶχον ταμεσίχροας : ὄσσε δ ' ἄμερδεν αὐγὴ χαλκείη κορύθων ἄπο λαμπομενάων θωρήκων τε νεοσμήκτων σακέων τε φαεινῶν ἐρχομένων |
, οὐ ξυλουργίαν : κατώρυχες δ ' ἔναιον ὥστ ' ἀήσυροι μύρμηκες ἄντρων ἐν μυχοῖς ἀνηλίοις . ἦν δ ' | ||
. : ὥστ ' ἀείσυροι ] Γρ . ὥστ ' ἀήσυροι . ἢ ἐν αἴῃ συρόμενοι , ἢ οἱ ἀεὶ |
καὶ ἐν ὥρᾳ θερείῳ σκέπην οἴκοθεν καὶ οὐκ ᾐτημένην οὐδὲ ὀθνείαν παρέχεται . ἐὰν γοῦν θελήσῃ φοβῆσαί τινα , ἐγείρας | ||
σοῦ πρὸ παιδός , ἀλλὰ τήνδ ' εἰάσατε γυναῖκ ' ὀθνείαν , ἣν ἐγὼ καὶ μητέρα καὶ πατέρ ' ἂν |
πότνια μήτηρ ὄσσε καθαιρήσουσι θανόντι περ , ἀλλ ' οἰωνοὶ ὠμησταὶ ἐρύουσι , περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες . αὐτὰρ ἔμ | ||
φωλεόν . οἳ δ ' αὖ προγεννήτειραν : οἱ δὲ ὠμησταὶ Ἕλληνες τοῖς βύκταις καὶ τοῖς ἀνέμοις θυσιάσουσι τὴν Ἰφιγένειαν |
, οὐ νηῒ περήσας : οὐ γάρ μοι βίος ἐστὶ μελαινάων ἐπὶ νηῶν , οὐδέ μοι ἐμπορίη πατρώϊος , οὐδ | ||
. τὸ δ ' οὔ ποτε δῖος Ὀδυσσεὺς ἐρχόμενος πόλεμόνδε μελαινάων ἐπὶ νηῶν ᾑρεῖτ ' , ἀλλ ' αὐτοῦ μνῆμα |
ἔνδον Ἀρμενίων οὔτ ' ἀνὴρ οὔτε γυνή , ἀλλὰ πάντες ὑπήντων ἡδόμενοι τῇ εἰρήνῃ καὶ φέροντες καὶ ἄγοντες ὅ τι | ||
τῆς βίας ἐξέλυον , τῶν δὲ βελῶν τοῖς μὲν πυρφόροις ὑπήντων ὕδατι καὶ ὄξει , τὰ δ ' ἄλλα προβολαῖς |
, ληφθέντες δὲ ὑπ ' αὐτῶν χρόνον μέν τινα ἐδέδεντο σιτούμενοι πρὸς φάτναις , ἵνα ἀποδῶνται σφᾶς ὑπὲρ τὸν ποταμὸν | ||
τέχνῃ καὶ δόλῳ καὶ ῥοπάλοις θηρεύοντες ἐκ τούτων βιοῦσι , σιτούμενοι μὲν τὰς σάρκας , ἐνδύσει δὲ καὶ στρωμνῇ τοῖς |
λέοντος ὡς ἡ τῆς ζυγαίνης ἔμπυρός ἐστιν ἰσχύς ; Τὰς φώκας δὲ ἴσμεν ὡς καὶ ἐπὶ τῆς γῆς αἱ ἄρκτοι | ||
ἀγκίστρῳ θηρᾶσθαι παρὰ τῶν ἁλιέων ἐσθ ' ὅτε . Τὰς φώκας δὲ οὐδὲ ἀγκίστρῳ ἑλεῖν οὔτε τριόδοντι ῥᾴδιον κατακτεῖναι : |
καὶ τὰ τόξα ἐπήχουν θαμὰ τῶν βελῶν ἀναπεμπομένων σφενδόναι τε ἐφέροντο μετάρσιοι καὶ μηχανήματα ὁπόσα πρὸς τειχομαχίαν ἀνεῖται , ἅπαντα | ||
Κύντιος Κιγκιννάτος : ἐν γὰρ ταῖς μεγίσταις ἀνάγκαις ἐπὶ ταύτην ἐφέροντο τὴν ἀρχήν . Ἀγρὸν δὲ ἔχων ὁ Κιγκιννάτος καὶ |
τινος εὐχερείας ἀδαπάνου καὶ παντελῶς ἀπίστου : ἑψήματα γὰρ αὐτοῖς χορηγοῦσιν ἔκ τινος εὐτελείας ἑτοίμης γινόμενα , καὶ τῶν ἐκ | ||
, στρατιὰν καὶ βέλη καὶ ἀγορὰν καὶ τὴν ἄλλην παρασκευὴν χορηγοῦσιν . ἴτε οὖν ἐπὶ τὸ ἔργον ἀξίως τῆς τε |
: Ἕκτορ ἔμ ' ὀτρύνει κραδίη καὶ θυμὸς ἀγήνωρ νηῶν ὠκυπόρων σχεδὸν ἐλθέμεν ἔκ τε πυθέσθαι . ἀλλ ' ἄγε | ||
τε λαῶν , οἳ κείνῳ ἐρίσαντες ἀμυνέμεν οὐκ ἐθέλουσι νηῶν ὠκυπόρων , ἀλλὰ κτείνονται ἀν ' αὐτάς . ἀλλ ' |
, ἀλλὰ καὶ θεοῖς θύουσιν ἐπιχωρίοις καὶ ἄλλως σιτοῦνται . συλλεξάμενοι δὲ τὰς ὁπλὰς ἐκκαθήραντές τε καὶ διελόντες ποιοῦσιν ἀπ | ||
Νείλου : πάντα γὰρ τὰ ἐκ τῶν μεταξὺ κωμῶν σκάφη συλλεξάμενοι , ἐπιβάντες ἔπλεον ἐπὶ Σχεδίαν , καὶ . . |
δάμναται ] φθείρει τῷ ] τῷ φαρμαχθέντι ὁτέ ] ποτέ γλάγεος ] τοῦ γάλακτος ἤλιθα πίνειν ] ἀντὶ τοῦ πολλήν | ||
ποθέει ξηρὸν στόμα δεῦσαι . τῷ δὲ σὺ πολλάκι μὲν γλάγεος πόσιν , ἄλλοτε μίγδην ῥεῖα γλυκὺ νείμειας ἀλυκρότερον δεπάεσσι |
κἀμὲ καὶ τέκν ' εἰδέναι χρεών ; χρυσοῦ παλαιαὶ Πριαμιδῶν κατώρυχες . ταῦτ ' ἔσθ ' ἃ βούληι παιδὶ σημῆναι | ||
. πᾶν γὰρ λεπτὸν σύρεται ἐν τοῖς ἀνέμοις . . κατώρυχες ἔναιον ] ὑπὸ γῆν κατορωρυγμένοι κατῴκουν . ὡς ] |
δὲ τελευταῖον πεζῇ διὰ τῆς Γαλατίας πορευθέντες ἡμέρας ὡς τριάκοντα κατάγουσιν ἐπὶ τῶν ἵππων τὰ φορτία πρὸς τὴν ἐκβολὴν τοῦ | ||
που στρατευόμενοι τύχωσι , λυτρούμενοι τοὺς αἰλούρους καὶ τοὺς ἱέρακας κατάγουσιν εἰς Αἴγυπτον . καὶ τοῦτο πράττουσιν ἐνίοτε τῶν ἐφοδίων |
τοῦ θέρους , τοῦ δὲ χειμῶνος ἐν γυναικείοις ὑποδήμασι διετέλουν περιπατοῦντες κόμας τε ἔτρεφον καὶ πλοκαμῖδας ἔχειν ἤσκουν , διειλημμένοι | ||
τοῦ θέρους , τοῦ δὲ χειμῶνος ἐν γυναικείοις ὑποδήμασι διετέλουν περιπατοῦντες κόμας τε ἔτρεφον καὶ πλοκαμῖδας ἔχειν ἤσκουν , διειλημμένοι |
δὲ πᾶν τὸ πεπηγὸς οὕτω λέγουσι . τὸ δέ Κύζικον ἐνναίοντες ἀντὶ τοῦ οἱ Κυζικηνοί . Ἰάονες δὲ διὰ τὸ | ||
ὑπερβολὴν ἐθαύμαζον , κωλύειν δὲ οὐκ εἶχον . καὶ διετελέσαμεν ἐνναίοντες αὐτῶν ταῖς χερσὶ καὶ οὐδὲν ὅ τι οὐκ ἀνεχόμενοι |
τῶι βαρβίτωι καθεύδω . ἔχεις ἅπαντ ' : ἄπελθε : λαλιστέραν μ ' ἔθηκας , ἄνθρωπε , καὶ κορώνης . | ||
βέβαιός ἐστιν ἂν νεύσω μόνον . σοῦ δ ' ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ ' εἶδον οὔτε κερκώπην , γύναι , οὐ |
ὑπέδεκτο δ ' ἀπόπροθι παιπαλόεσσα Κάρπαθος . ἔνθεν δ ' οἵγε περαιώσεσθαι ἔμελλον Κρήτην , ἥ τ ' ἄλλων † | ||
: τὸ δ ' ἐπισχεδὸν ἦεν νισσομένων . ἔνθ ' οἵγε διὰ κνέφας ηὐλίζοντο : ἠὼς δ ' οὐ μετὰ |
ὄν , καὶ ὡς φησίν ” ἠέρι καὶ „ νεφέλῃ κεκαλυμμένοι : οὐδέ ποτ ' αὐτοὺς ἠέλιος φαέθων ” ἐπιλάμπεται | ||
, ἢ θάλασσα ἀναβρασσομένη ψάμμον αὐτοῖς ἐπιβάλῃ , ὡς ἂν κεκαλυμμένοι μὴ βρωθῶσιν ὑπὸ τῶν δυσμενῶν . Ὅρα θεοῦ δικαιοσύνην |
ἐόντος ἐάσσω φάσθαι ς ' οὐδὲ νοεῖν : οὐ γὰρ φατὸν οὐδὲ νοητόν ἔστιν ὅπως οὐκ ἔστι . τί δ | ||
σκόπει οὖν ὅπως συμφοιτήσεις παρὰ τὼ ἄνδρε , ὡς ἐκείνω φατὸν οἵω τε εἶναι διδάξαι τὸν ἐθέλοντ ' ἀργύριον διδόναι |
. θρίων δ ' οἰχομένων ῥέα μὲν φλόγες , ἄλλοτε ῥιπαί πῆξαν σάρκα τυπῇσι : τὰ δ ' οὐ βάσιν | ||
αἰγιαλόν . Ὀξεῖαι : ταχεῖαι . στεροπαί : ἀστραπαί . ῥιπαί : ὁρμαὶ , φοραί . Ζαφλεγέες : ἄγαν φλογεραὶ |
σοῖς κακοῖς : ἐγὼ γὰρ οὔτε εἰσιδεῖν ἤθελον ταῦτα , εἰσιδοῦσά τε ἠνιάθην τὴν ψυχήν . . σιδηρόφρων ] σκληρὸς | ||
ἀλλ ' , ὦ ξέν ' , οὐ γνοίην ἂν εἰσιδοῦσά νιν . νέα γάρ , οὐδὲν θαῦμ ' , |
δὲ ἄπαρνός ἐστι μὴ μὲν νοσέειν , οἱ δὲ οὐ συγγινωσκόμενοι ἀποκτείναντες κατευωχέονται : ἣ δὲ ἂν γυνὴ κάμῃ , | ||
, οἱ μὲν ἀπαιτέοντες τὴν χώρην , Ἀθηναῖοι δὲ οὔτε συγγινωσκόμενοι ἀποδεικνύντες τε λόγῳ οὐδὲν μᾶλλον Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς Ἰλιάδος |
ὅτι κἀκεῖνοι βελτίους ἂν ἐδόκουν ὀλίγοι μέν , ἀλλὰ τοιοῦτοι ῥέοντες . καὶ ᾄδουσιν οἶμαι ταῦτα γυναίοις ἅμα καὶ παιδίοις | ||
ὃς πολλῷ ῥεύσας τότ ' ἐπαίνῳ : οἱ γὰρ λάβρως ῥέοντες ποταμοὶ καὶ αὐτῆς τῆς γῆς παρασύρουσι μέρος , δι |
κἀκεῖνοι ] μὲν ἕνεκα μιᾶς ] γυναικὸς ὑβρισθείσης ] ? ἤμυναν , ὁ δὲ πα - σῶν ] τῶν Ἑλληνίδων | ||
μνησικακεῖ τοῖς περιλειφθεῖσι τῶν Σπαρτῶν ὁ Ἄρης , ἐπεὶ μὴ ἤμυναν τῷ δράκοντι γεγονότες ἐξ αὐτοῦ οὐδὲ τοῖς ἀδελφοῖς , |
νεκρῶν οὐδὲν ἄμεινον ἔχοντες . Ἄρτι δὲ διαγελῶντος ἔαρος καὶ λειμώνων στεφομένων τοῖς ἄνθεσιν ὡς ἐκ τάφων ἀναστάντες τῶν αὐτοῦ | ||
τὰ πρῶτα φέροντι τῶν ὁμοτέχνων . ἐδρεψάμην κἀγὼ τῶν τοῦδε λειμώνων , ὅσα χωρεῖν ἠδυνάμην . ἀπὸ τοιούτων οὖν πηγῶν |
σύμπασαν ἐπιμύουσι μένοντες χειμερίην ὥρην , δέμας ὕπνοισιν μεθύοντες : δύσμοροι , οὔτε βορὴν ἑλέειν , οὐ φέγγος ἰδέσθαι : | ||
ἐόντα , ὃν φεύγοντες ἐῶσιν ὅσοι θνητῶν κακοί εἰσιν , δύσμοροι , οἵ τ ' ἀγαθῶν μὲν ἀεὶ κτῆσιν ποθέοντες |
εὑρίσκεσθε ἐπὶ ταῖς τῆς φιλαργυρίας θύραις ῥυπαρῶς ζῶντες καὶ τριβωνάρια περιβαλλόμενοι μικρὰ καὶ [ τῶν ] ἥλων ἐμπιπλάντες τὰ καττύματα | ||
πελάσαντες τῇ μὲν πόλει προσβαλεῖν ἀπέγνωσαν , λείαν δὲ πολλὴν περιβαλλόμενοι ἤλαυνον . Ἦσαν δὲ ἐν τοῖς Ζαριάσποις νόσῳ ὑπολελειμμένοι |
∠ ʹʹ λζʹ γοʹʹ Φαλακρὸν ἄκρον μεʹ ληʹ καὶ ἡ Κεφαλληνία νῆσος , ἧς ὁμώνυμος πόλις ἐπέχει μοίρας μζʹ γοʹʹ | ||
. ἐπεὶ οὖν κατὰ τὰ Τρωικὰ Σάμος μὲν καὶ ἡ Κεφαλληνία ἐκαλεῖτο καὶ ἡ Σαμοθρᾴκη , Ἰωνικὴ δ ' οὐκ |
οὔτε Μάγνησσαν ἔξω Φερῶν ποιησάμενος , ἀλλ ' ὅλαι Θετταλῶν ἡλίσκοντο πόλεις καὶ ὥσπερ σύμβολον τοῦ γένους τὴν δουλείαν ἐφέροντο | ||
ἐπομβρίαις ἀσφαλεῖς τὰς καταφυγὰς εἶχον , ἐν δὲ τοῖς αὐχμοῖς ἡλίσκοντο ῥᾳδίως : νυνὶ δ ' ἅπαντες οἱ ἐντὸς Ῥήνου |
μήτηρ δ ' ἡμὴ χὠ κοινολεχὴς Αἴγισθος , ὅπως δρῦν ὑλοτόμοι , σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει : κοὐδεὶς τούτων οἶκτος | ||
δατεῦντο ἐλδόμεναι πεδίοιο διὰ ῥωπήϊα πυκνά . πάντες δ ' ὑλοτόμοι φιτροὺς φέρον : ὡς γὰρ ἀνώγει Μηριόνης θεράπων ἀγαπήνορος |
πελάζουσι τοῖσιν οἰκουμένοισι , νύκτωρ δὲ πλανῶνταί τε πάντη καὶ ἀγεληδὸν νέμονται τῷ μεγίστῳ καὶ γενναιοτάτῳ σφῶν ἑπόμενοι , κατάπερ | ||
Βαλίε , τηλεκλυτὰ τέκνα Ποδάργης . . καί τ ' ἀγεληδὸν ἴασιν ἀπὸ κρήνης μελανύδρου λάψοντες γλώσσῃσιν ἀραιῇσιν μέλαν ὕδωρ |
ὧδε : ” μὴ γὰρ δὴ ἐν τείχει ἐπιπτήξαιμεν ὀρτύγων ἀναψάμενοι φύσιν . ” λαμβάνονται καὶ παροιμίας ὡς ταπεινῶς προσερριμμένης | ||
ὀΐσυνον , μέσσοισι δ ' ἐν οἴδμασιν ὁρμίζουσι , νέρθεν ἀναψάμενοι τρητὸν λίθον εὐναστῆρα : φελλοὶ δ ' ὀχμάζουσιν ἄνω |
. Ὑπεροικέουσι δὲ τούτων δευτέρην λάξιν ἔχοντες Βουδῖνοι , γῆν νεμόμενοι πᾶσαν δασέαν ὕλῃ παντοίῃ . Βουδίνων δὲ κατύπερθε πρὸς | ||
ἐκείνους τοὺς χρόνους τῆς Λιβύης πεφυτευμένης , οἱ τὴν Ἀκραγαντίνην νεμόμενοι τὸν ἐκ τῆς Λιβύης ἀντιφορτιζόμενοι πλοῦτον , οὐσίας ἀπίστους |
] τὸ ρεῦμα πολέοντες ] στρέφοντες . ἀροῦντες πολέοντες ] ναίοντες χραίνουσιν ] ἀλείφουσιν χραίνουσιν ] χρίουσιν ἀναλθέα ] ἀνίατα | ||
κακὴ τύχη λάβοι . μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα τηλοῦ φίλοι ναίοντες οὐκ εἰσὶν φίλοι . πᾶσιν δὲ θνητοῖς βούλομαι παραινέσαι |
, καὶ εἰ πάνυ εὔψυχος εἴη , τὰ κακά . χείμαρροι δὲ ποταμοὶ καὶ δικαστὰς σημαίνουσιν ἀγνώμονας καὶ δεσπότας ἀηδεῖς | ||
οὐδείς , ἄχρις ἂν πηγαὶ μὲν ἀναβλύζωσι , ποταμοὶ δὲ χείμαρροι πλημμυρῶσι , γῆ δὲ τοὺς ἐτησίους ἀναδιδῷ καρπούς . |
ἐλέφαντας ἄγουσι καὶ τὰ ἅρματα κοσμέουσί τε καὶ ἡνιοχεύουσιν . Αὐτοὶ δὲ , ἔστ ' ἂν μὲν πολεμέει πολεμέουσιν , | ||
: καί , αὐτοδοκεῖν : ἑαυτοῖς τὰ δίκαια ὁρίζειν . Αὐτοὶ χελώνας ἐσθίετε : ἐπὶ τῶν λιμβῶν . ἁλιεῖς γὰρ |
Ὅμηρός που λέγει , οὔτε σῖτον ἔδουσιν , “ οὐ πίνους ' αἴθοπα οἶνον , ” ἀλλὰ τὴν ἀμβροσίαν παρατίθενται | ||
χάρις . Ἄφρονες ἄνθρωποι καὶ νήπιοι , οἵτινες οἶνον μὴ πίνους ' ἄστρου καὶ κυνὸς ἀρχομένου . Δεῦρο σὺν αὐλητῆρι |
. ἐν δὲ τῷ πλαζόμεθα τετληότες μετάθεσιν ποιητέον , οἷον πλαζόμενοι τέτλαμεν . οὐδέ τις αἶα τηλουρός : οὐδὲ αὐτῷ | ||
' οὐρανὸν ἀντέλλοντα , ἄλλοι μὲν πλήθους ὀλοοὺς ἐνέπουσιν ὀδόντας πλαζόμενοι , νῶϊν δὲ κεράατα μυθήσασθαι εὔαδεν : ὧδε γὰρ |
ἕως τῆς ἑσπερίας ἀνατολῆς χρόνον οἱ ἀστέρες ἀνατέλλοντες καὶ οὐ δύνοντες φαίνονται , τὸν δὲ μεταξὺ τῆς ἑσπερίας ἀνατολῆς καὶ | ||
τῆι ῥύμηι τοῦ οὐρανοῦ ἀεὶ κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ ὡσαύτως δύνοντες καὶ ἀνατέλλοντες , ἄλλοι δέ εἰσιν ἑπτὰ ἀστέρες κατωτέρω |
Ἰνδικῆς ὄντες ὑψαύχενοί εἰσι καὶ ποδώκεις , ὀξεῖς καὶ κούφως πηδῶντες , γοργοὶ τὸ βλέμμα , πρὸς τὸ καῦμα μὴ | ||
πρῷραν ἄρχοντες ἄριστοί τε καὶ δεξιοὶ ναῦται καὶ πρὸς ἱστία πηδῶντες , ἔστι δέ τι τῆς νεὼς ταύτης καὶ ὁπλιτεῦον |
τοῦτ ' ἀμήχανον , ἦ γὰρ πολλὰ μεταξὺ οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα , ξένοι τε ἐπ ' ἀλλοτρίας | ||
ἐπεὶ τὰ τοιαῦτα μεγάλην σκιὰν ἐπέχει : “ ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα . ” σκεψάμενος ἀποβλέψας . σκέπας σκέπη . σκεπόωσι |
ἀνδριάντα γίνεσθαί φαμεν , οὐ τὸν χαλκὸν ἀνδριάντα καὶ ἐκ πλίνθων γίνεσθαι οἰκίαν , οὐ τὰς πλίνθους γίνεσθαι οἰκίαν . | ||
ἕτερον , οὐ μὴν ἁπλῶς , ὡς οἰκίας πλίνθοι , πλίνθων δὲ γῆ καὶ ὕδωρ , φυτοῦ δὲ τὰ στοιχεῖα |
δὲ ζωοῖσιν ἀλευομένοισιν ὁμοῖα : αὐτὰρ ὅ γ ' ἀσχαλόων μυχάτην πάλιν ἵεται ἅλμην , πολλὰς δὲ στροφάλιγγας ἑλίσσεται , | ||
ἐγκλίνουσι καὶ φεύγουσιν . Ἀσχαλόων : ἀμηχανῶν , λυπούμενος . μυχάτην : βαθεῖαν . Ἑλίσσεται : ποιεῖ . Ἑκών : |
φασὶ θεῶν ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ ἔμμεναι : οὔτ ' ἀνέμοισι τινάσσεται οὔτε ποτ ' ὄμβρῳ δεύεται οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται , | ||
κατήλυθον , ἡ δ ' ὑπὸ νυκτί ῥιπῇσιν μὲν πρῶτα τινάσσεται , ὕστερον αὖτε πρυμνόθεν ἐξαγεῖσα κατήριπενὧς ὅγε ποσσίν ἀκαμάτοις |
παρασφαλέες τεύχονται , ἠὲ νέον σπείρημα καὶ ἀμφίκρηνα κομάων κοῦροι ἀπειπάμενοι ὀλοήν θ ' ἑρπηδόνα γυίων , ὀρθόποδες βαίνοντες ἄνις | ||
εἰς τὰ χαλινὰ αὑτῶν ὅπερ ἂν αὐτοῖς ὑποπέσηται ἢ εὕρωσι ἀπειπάμενοι ] ἐκφυγόντες ὀλοήν ] τὸν χαλεπόν ὀλοὴν γὰρ ἑρπηδόνα |
μείονα : ἐλάττω , ἐλάττονα , οὐδὲ πλῆθος ἐλάττονα . φέρβειν : ἐλπίζω τρέφειν τῆς γῆς . Ἀμφήριστος : ἰσοσύγκριτος | ||
δέσποινα , κοσμήσας φέρω , ἔνθ ' οὔτε ποιμὴν ἀξιοῖ φέρβειν βοτὰ οὔτ ' ἦλθέ πω σίδηρος , ἀλλ ' |
σοὶ ναίους ' ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι καὶ ἔδμεναι , οἷα σύες χαμαιευνάδες αἰὲν ἔδουσιν ἴσως διὰ τὸ φαντασίαν τινὰ παρέχειν | ||
οἰκτίστῳ θανάτῳ : περὶ δ ' ἄλλοι ἑταῖροι νωλεμέως κτείνοντο σύες ὣς ἀργιόδοντες , οἵ ῥά τ ' ἐν ἀφνειοῦ |
' ὀστέ ' ἀράξω . κηδεμόνες δέ οἱ ἐνθάδ ' ἀολλέες αὖθι μενόντων , οἵ κέ μιν ἐξοίσουσιν ἐμῇς ὑπὸ | ||
ὀϊσάμενος δόλον εἶναι . οἱ δ ' ἅμ ' ἀϊστώθησαν ἀολλέες , οὐδέ τις αὐτῶν ἐξεφάνη : δηρὸν δὲ καθήμενος |
Ἐν Αἰγύπτῳ δὲ καὶ Βαβυλῶνι καὶ Βάκτροις , ὅπου μὴ ὕεται ἡ χώρα ἢ σπανίως , αἱ δρόσοι τὸ ὅλον | ||
προτέρᾳ δύο ἀποκτείναντα , Κτέατον καὶ Εὔρυτον . Οὔθ ' ὕεται οὔθ ' ἡλιοῦται : ἐπὶ τῶν ἔξω πάσης φροντίδος |
] ὑπὸ γῆν κατορωρυγμένοι ἔναιον ] ᾤκουν ἀείσυροι ] ἀεὶ συρόμενοι καὶ ἕρποντες ἄντρων ] τῶν ὑπογείων σπηλαίων ἐν μυχοῖς | ||
. . ἀείσυροι ] ἢ ἐν αἴῃ συρόμενοι ἢ ἀεὶ συρόμενοι . ἤγουν ἐν ταῖς ἀήταις συρόμενοι . πᾶν γὰρ |
ἀτραπιτοῖσι χλοάζον μαστάζειν γενύεσσιν , ἀμελγόμενος δ ' ἀπὸ χυλόν τύμμασιν ἡμίβρωτα βάλοις ἔπι λύματα δαιτός ὄφρα δύην καὶ κῆρα | ||
Σύρτις βόσκει θηροτρόφος , εὖ δὲ καὶ ἄλλοις ἀνδράσιν ἤμυναν τύμμασιν ἀχθομένοις οὐ ῥίζαις ἔρδοντες , ἑῶν δ ' ἀπὸ |
ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ : ἑβδομάτῃ δ ' ἱκόμεσθα Λάμου αἰπὺ πτολίεθρον , Τηλέπυλον Λαιστρυγονίην , ὅθι ποιμένα | ||
' ἐν μεγάροις ἠκούομεν ὡς ἐπέτελλε . Πηλῆος δ ' ἱκόμεσθα δόμους εὖ ναιετάοντας λαὸν ἀγείροντες κατ ' Ἀχαιΐδα πουλυβότειραν |
οἰκέουσι Σκύθαι γεωργοί , τοὺς [ οἱ ] Ἕλληνες οἱ οἰκέοντες ἐπὶ τῷ Ὑπάνι ποταμῷ καλέουσι Βορυσθενεΐτας , σφέας δὲ | ||
ἴση εἶναι ἡ νῆσος τῇ νῦν Κυρηναίων πόλι . Ταύτην οἰκέοντες δύο ἔτεα , οὐδὲν γάρ σφι χρηστὸν συνεφέρετο , |
, πλανῆται , πεπλανημένοι . εἰ : εἴ πως . ἐδητύν : βρῶσιν . Κοπτομένη : διεγειρομένη , πληττομένη , | ||
: ἰδιοπεποίηται αὕτη ἡ λέξις καὶ ἰδιάζει τῇ λέξει . ἐδητύν : τροφήν . Ἄψοῤῥον : ὀπισθόρμητον ἀπὸ τοῦ ἂψ |
ἀέξει . τοῖσιν δ ' οὔτ ' ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε θέμιστες , ἀλλ ' οἵ γ ' ὑψηλῶν ὀρέων ναίουσι | ||
εἰρώμεθα βουλάς . εἰ μέν κ ' αἰνήσωσι Διὸς μεγάλοιο θέμιστες , αὐτός τε κτενέω τούς τ ' ἄλλους πάντας |
φέρει ποτικάρδιον ἕλκος . τῆνον μὲν περὶ παῖδα φίλοι κύνες ὠρύονται καὶ Νύμφαι κλαίουσιν Ὀρειάδες : ἁ δ ' Ἀφροδίτα | ||
μιν πυρίη ἀποκρατήσειε : οἱ δὲ Σκύθαι ἀγάμενοι τῇ πυρίῃ ὠρύονται . Τοῦτό σφι ἀντὶ λουτροῦ ἐστι : οὐ γὰρ |
οὐκ ἄν σε διατμήξειαν ἀκωκαί γηγενέων ἀνδρῶν οὐδ ' ἄσχετος ἀίσσουσα φλὸξ ὀλοῶν ταύρων . τοῖός γε μὲν οὐκ ἐπὶ | ||
ὀρυμαγδὸς ἐπειγομένων ἐλάτῃσιν ἦεν ἀριστήων . ἡ δ ' ἔμπαλιν ἀίσσουσα γαίῃ χεῖρας ἔτεινεν , ἀμήχανος : αὐτὰρ Ἰήσων θάρσυνέν |