στέρησις τοῦτο οὐκ ἔχει : τὸ γὰρ νεογνὸν παιδίον οὔτε νωδὸν λέγεται οὔτε ὀδόντας ἔχειν , καὶ τὸ ἀρτιγενὲς σκυλάκιον | ||
ἀπεῖναι . ἐπὶ μέντοι πεφυκότων μόνων : οὐ γὰρ λέγεται νωδὸν τὸ νεογνὸν παιδίον , οὐδὲ τυφλὸν τὸ σκυλάκιον , |
τῶν ἁδροτέρων ζῴων δορκὰς ἢ ἔλαφος ἀλλὰ καὶ τῶν βραχυτάτων σκυλάκιον ἢ λαγωδάριον μὴ σφόδρα ἐπειγόμενον ῥύμῃ καὶ ἀπνευστὶ θέοντας | ||
, ξυλήφια δὲ ὑποθεὶς , ἐς τὸν ἐχῖνον ἐνθεὶς τὸ σκυλάκιον , οἶνον ὡς εὐωδέστατον ἐπιχέαι , καὶ πυριῇν διὰ |
σπουδαῖον μανθάνειν Εὐάνθην ἐν Περιπάτῳ τεκεῖν καὶ πρὸς τὴν Καλλιστράτου κεχηνέναι τέχνην ; [ καὶ πρὸς ] τὰ Καλλιάδου Νεαίρᾳ | ||
συλαγωγεῖσθε καὶ τοὺς μὴ κοινωνοῦντας ὑμῶν ταῖς πραγματείαις λοιδορεῖτε . κεχηνέναι πολλῶν ᾀδόντων οὐ θέλω καὶ τῷ νεύοντι καὶ κινουμένῳ |
ἀρέσκει . ἄμεινον δ ' αὐτοῦ τὸ παρ ' Ἡροδότῳ νεογνόν : ἀλλὰ καὶ τοῦτο Ἰωνικόν . αὐτοετές , ἔτειον | ||
γενέθλη ” . παρὰ ταύτην ἐλθεῖν Ῥέα λέγεται Δία φέρουσα νεογνόν . οἱ ταύτην οἰκοῦντες Ἄλυβες , ἀντὶ τῶν ἀργυρείων |
βάλλων . ἢ ὅγε καὶ θηλῆς ἅτε δὴ βρέφος ἐμπελάοιτο ἀρτιγενές , μαστοῦ δὲ ποτὸν μοσχηδὸν ἀμέλγοι , οἵη τ | ||
μαστῶν τῆς ἄκρας ἅτε δὴ βρέφος : ὡς οἷα βρέφος ἀρτιγενές , οὕτως ἐμπελάσοι τῷ θηλασμῷ ἤγουν τῷ μαστῷ ἅτε |
μαδῶντα . καὶ μυδῶντα μὲν ἀντὶ τοῦ δυσώδη ἀποπέμποντα : μαδῶντα δὲ ἀντὶ τοῦ κόμην μὴ ἔχοντα . . ῥυπούμενον | ||
μὴ ἔχοντα . ] μυδῶντα : Γράφεται καὶ μυδῶντα καὶ μαδῶντα . καὶ μυδῶντα μὲν ἀντὶ τοῦ δυσώδη ἀποπέμποντα : |
τὸ οὖς ἐπὶ τῷ κρυστάλλῳ , κἂν μὲν αἴσθηται μὴ ὑπηχοῦν κάτωθεν τὸ ῥεῦμα μηδὲ ὑποψοφοῦν ἡσυχῇ εἰς βάθος , | ||
παραβάλλει τὸ οὖς τῷ κρυστάλλῳ : κἂν μὲν αἴσθηται μὴ ὑπηχοῦν κάτωθεν τὸ ῥεῦμα μηδὲ ὑποψοφοῦν ἡσυχῆ ἐς βάθος , |
. ἅβρυνε ] καλλώπιζε . Μὴ ὡς βαρβάρωι μοι κέλευε θρύπτεσθαι : οἱ βάρβαροι γὰρ γονυκλισίαις τοὺς βασιλεῖς εὐφημοῦσιν . | ||
ἐν τῷ ἀέρι . δεῖ γὰρ ἔχειν πυκνότητα καὶ μὴ θρύπτεσθαι τὸ τυπούμενον , ὥσπερ καὶ αὐτὸς λέγει παραβάλλων τοιαύτην |
, τουτέστι τὰς καμίνους καίειν . ἢ βάναυσος ἀπὸ τοῦ βαίνειν ἐν τῷ αὔσῳ , καὶ τῷ πυρί : ἀπὸ | ||
, οὐ ταχὺς γινόμενος : ἥ τε ἀναβάδισις ἀναγκάζουσα στερεώτερον βαίνειν καὶ ἐπ ' ἄκρων τῶν ποδῶν ὑπὲρ τοῦ μὴ |
τοῦτο καὶ μόνον ὅτι ἐκ λύκου στόματος καὶ ὀδόντων ἐξῆρας κάραν σῴαν μηδὲν παθοῦσαν . Ὁ μῦθος πρὸς ἄνδρας δολίους | ||
μὴ καὶ προσπῖπτον αὐτῇ λυπήσῃ τὸ ξύλον : τὴν γοῦν κάραν ἑτέρωθι νεύσασα δεξιῶς ἐκφεύγει τὴν βλάβην . ἄγριοι μέντοι |
Βοιωτίας . ἄτος ἀκόρεστος , ἢ βλαπτικὸς κατὰ πόλεμον . ἀταλόν νήπιον , ἁπαλόν , κατὰ στέρησιν τοῦ τλῆναι . | ||
ἀμφέπων καὶ θεραπεύων τῷ πατρὶ τὸν θυμόν , ποταπόν ; ἀταλόν , ἤγουν ἱλαρύνων αὐτὸν ταῖς θεραπείαις καὶ προσηνῆ ποιῶν |
μάθῃ , στρόβιλος ἀμφάκανθον εἱλίξας δέμας κεῖται δακεῖν τε καὶ θιγεῖν ἀμήχανος . τῶν δὲ λεπάδων , φησὶν ὁ Δίφιλος | ||
ἡ δ ' Ἀγαύη περιβάλλειν μὲν τὸν υἱὸν ὥρμηκε , θιγεῖν δὲ ὀκνεῖ . προσμέμικται δ ' αὐτῇ τὸ τοῦ |
ὁρῶν προσβλέψῃ δριμύ , καὶ ἐκείνη κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἰταμὸν ἀντιβλέψῃ , καί τι καὶ φύσημα ἐμπνεύσῃ ἑαυτῇ μὲν | ||
ταῖς λέξεσιν δὲ ἑτέραις ἐχρήσατο , % ὡς τὸ λείαν ἰταμὸν αὐτῆς ἐκφευξούμενος . % ἔφησε γὰρ μὴ εἰδέναι % |
οἱ παῖδες , τὰ πολλὰ κλαυμυριζόμενος καὶ ὠρυόμενος διατελεῖ , ταυρηδόν τε ὑποβλέπεται καὶ ὑπαφρίζει τῷ στόματι , καὶ τοὺς | ||
εἶναι δὲ τοῖς θηρίοις τούτοις ἐπὶ μετώπου κέρας , ᾧ ταυρηδόν τε καὶ οὐκ ἀγεννῶς μάχονται , καὶ ἀποφαίνειν τοὺς |
τοῦ παττάλου κρεμάμενος , τὸ δὲ στηρίζειν ἐν ἑαυτῷ καὶ ἐπερείδεσθαι βιαίου μονῆς αἰτία μᾶλλον ἢ τῆς κατὰ φύσιν ἐστίν | ||
καλεῖ τὰς πέδας , τὸ δὲ ξύλον ἢ πρὸς τὸ ἐπερείδεσθαι τὸν Τρόμην ἐν τῷ βαδίζειν καὶ ἐπαναπαύεσθαι ἢ πρὸς |
. . . . . , . καὶ Δημοσθένης δὲ κωφὸν καὶ φαλακρόν που λέγει , ὡς τοῦτον ὄντως ἔγραψεν | ||
ἐποίησε τοὺς πολίτας καὶ ὀκτὼ μέρη τὴν πόλιν . παρὰ κωφὸν ἀποπέρδειν : παροιμία ἐπὶ ἀναισθήτων . παραλοῦμαι : παροιμιακῶς |
ἡ μὲν ἐπάνω παχυτέρη , ἡ δὲ λεπτὴ τοῦ ἐγκεφάλου ἁπτομένη , οὐκ ἔτι ἡ αὐτὴ ἐπὴν τρωθῇ . Φλέβες | ||
τὸ πλευρὸν , καὶ προσίσταται σκληρίη ὡς σφαίρη , καὶ ἁπτομένη πονέει ὡς ἀπὸ ἕλκεος , καὶ καταφθίνει , καὶ |
ἄλλοις ταχύτητα καὶ ἐπιτηδειότητα . ποδῶκες ὄμμα ] ταχύτατον , γοργόν , σύντομον εἰς τὸ ὁρᾶν τῇδε καὶ ἐκεῖσε . | ||
ἔστιν οὐδεμία , ἥτις καθ ' ἑαυτὴν ποιεῖ τὸν λόγον γοργόν , πλὴν εἰ τὴν ὀξύτητά τε καὶ δριμύτητα ὡς |
ὥστε ἰδεῖν μὲν τὰ ὑπ ' αὐτοῦ πραττόμενα , μὴ ὁραθῆναι δὲ ὑπ ' αὐτοῦ . δῆλον δέ , ὅτι | ||
τὸ σφάξαι πτερὰ ἐπιβάλλουσιν , ὥστε ἐξ αὐτῶν αὐτοὺς κρεμαμένους ὁραθῆναι πᾶσιν . ἐμφαντικὸν δὲ πλήθους τὸ ἐγχεῖ . 〚 |
δ ' ἄρα τοῦ βασιλεὺς Πλεισθενίδας ἐφάνη . κρύψαι δὲ ῥύγχος ἄκρον γᾶς ὑπένερθεν [ Θεστιάδαι ] : [ ] | ||
ἀλεκτρυόνες οἱ συνεστραμμένοι τοῖς ὄγκοις , φοινικόλοφοί τε , καὶ ῥύγχος βραχὺ ἔχοντες , εὐχάροποί τε ταῖς ὄψεσι , καὶ |
δέ φασιν : Ἴωνος ἐκεῖ θύοντος κόραξ καταπτὰς ἀφήρπασε τὴν κωλὴν καὶ ἐν ἐκείνῳ τῷ τόπῳ ἀπέθετο . καὶ οὕτως | ||
ἃ καταλέγει , ἔχουσιν , ἐξ ὧν οὕτω τρίβονται . κωλὴν ] ⌈ πόσθην . / [ ἤγουν μόριον . |
Ἵστρος : Ἱσπανία : ἰσχύς : ἴσθι : ἰσθμαίνει τὸ ἀγονιᾷ καὶ αἰσθάνεται : ἰσθμὴν , ἡ φρόνησις : ἴσκεν | ||
Ἵστρος : Ἱσπανία : ἰσχύς : ἴσθι : ἰσθμαίνει τὸ ἀγονιᾷ καὶ αἰσθάνεται : ἰσθμὴν , ἡ φρόνησις : ἴσκεν |
τὸ ἐκκεχύσθαι . παρυφιστάμενον δὲ τὸ ἐν αὐτῷ ἕτερόν τι ἐμφαῖνον . ἐν τούτῳ δὲ τῷ χύματι δύο θεωροῦνται ἐν | ||
σμάραγδον ἁπλῶς μὴ περιτίθεσθαι : καὶ γὰρ πολυχρήματον καὶ ὑπεραφανίαν ἐμφαῖνον ποττὰς δαμοτικάς . δεῖ δὲ τὰν εὐνομουμέναν πόλιν , |
. ἄνδρα δ ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν ἔλπομαι μὴ χαλκοπάραον ἄκονθ ' ὡσείτ ' ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω παλάμᾳ δονέων | ||
πάτραθε Σώγενες , ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ ' ὥτε χαλκοπάραον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν , ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ |
' εὑρίσκω φίλα . οὐκ ἀπαλλάξηι , πρὶν εἴσω τόξα πλευμόνων λαβεῖν ; ὡς τί δὴ φεύγεις με σαυτοῦ γνωρίσαι | ||
ζῆν † βίον † ὃς λύπας φέρει ; καὶ διὰ πλευμόνων θερμὸν ἄησιν ὕπνον Εὐρύμαχος † οὐκ ἄλλος † οὐδὲν |
: καὶ θὲς εἰς καινὸν ἀγγεῖον περίφιμον πάντοθεν , ὑπόκαιε ἡρέμα ἕως μεσασθῇ . Εἶτα θὲς τὸ πέταλον εἰς τὸ | ||
ἀγαγών : ἀντὶ τοῦ ὦ ὦ : λαθραίαν , ὡς ἡρέμα βαδιζουσῶν αὐτῶν : † σίγα κρυπτὰν βάσιν αἰσθάνομαι : |
ὥστε ἐνταῦθα μὴ συνάπτειν τὴν εἴσω θάλατταν τῇ ἐκτὸς καὶ καλύπτειν τὸν ἰσθμὸν μετεωροτέραν οὖσαν , τοῦ δ ' ἐκρήγματος | ||
ῥάβδων ἔχοντες , τιάρας περικείμενοι πιλωτὰς καθεικυίας ἑκατέρωθεν μέχρι τοῦ καλύπτειν τὰ χείλη τὰς παραγναθίδας . ταὐτὰ δ ' ἐν |
πρώτου βιβλίου . Ἄρκτος θηρίον ἐστί , ζῷον δασὺ καὶ νωθρόν , κατὰ πάντα ἐοικὸς τῷ ἀνθρώπῳ , συνετὸν καὶ | ||
μετ ' ὀλίγον ἰχῶρα δυϲώδη , οἴδημά τε καὶ ἄλγημα νωθρόν . τὰ δὲ πεπονθότα μέρη | ϲηπόμενα λευκαίνεται , |
σφυρῷ προσπαλαίουσι καὶ τὴν χεῖρα στρεβλοῦσι προσόντος τοῦ παίειν καὶ ἐνάλλεσθαι : ταυτὶ γὰρ τοῦ παγκρατιάζειν ἔργα πλὴν τοῦ δάκνειν | ||
. ἀπὸ τῶν τὰς ἐλαίας πατούντων . οἱ δὲ τὸ ἐνάλλεσθαι τῇ κοιλίᾳ καὶ τύπτειν εἰς τὴν γαστέρα : κόλον |
ἄλλοι πόνοι μᾶλλον : ποτὶ καὶ ἐκλύϲιεϲ δυνάμιοϲ , ὑπολύϲιεϲ γουνάτων : καυϲώδεεϲ , διψαλέοι , ἀϲώδεεϲ : ναυτίη μελάνων | ||
ναυτίλοισι χείματος λιμὴν φανεὶς Ἀγαμέμνονος παῖ , πρός σε τῶνδε γουνάτων οἴκτιρον ἡμᾶς ὧν ἐπισκοπεῖς τύχας , πράσσοντας οὐκ εὖ |
τῷ λογισμῷ πιέζειν χρή . Τὸ δὲ φορτίον συνανατιθέναι , συγκαθαιρεῖν δὲ μή , εἰς ἀνδρείαν προτρέπει . πᾶς μὲν | ||
καθαρεύουσιν οἱ κοινωνοῦντες . καὶ ἄλλα τάδε . φορτίον μὴ συγκαθαιρεῖν : οὐ γὰρ δεῖ αἴτιον γίνεσθαι τοῦ μὴ πονεῖν |
τῆς σελήνης ὑπερχομένης κατὰ κάθετον , οὔσης φύσεως γεώδους : βλέπεσθαι δὲ * τοῦτο κατοπτρικῶς ὑποτιθέμενον * τῷ δίσκῳ . | ||
δὲ ἔχειν , ἢ ὡς ἐκ συμμέτρου μὲν διαστήματος δοκεῖν βλέπεσθαι τὸ φανταστόν , ἄλλως δὲ ἔχειν . πλὴν τό |
καταλείποντες ἐπιτηδεύματα καὶ τοῖς μηδὲν προσήκουσιν ἐπιχειροῦντες εἰκότως δυστυχοῦσιν . κάμηλος θεασαμένη ταῦρον ἐπὶ τοῖς κέρασιν ἀγαλλόμενον φθονήσασα αὐτῷ ἠβουλήθη | ||
τὸν Κιθαιρῶνα . οὐκ ἂν γοῦν ποτε τῇ τεκούσῃ ὁμιλήσειε κάμηλος . ὁ δέ τοι νομεὺς τῆς ἀγέλης κατακαλύψας τὸν |
. κἀκεῖνος δὲ οὐκ ἦν ἵπποςοὐ γάρ ἐστιν ὅπου τις ἐπτερωμένον ἵππον εὑρήσειἀλλὰ πλοίῳ ἐμβὰς οὗ πτερὰ τυγχάνει τὰ λαίφη | ||
κατ ' ὄναρ λαμπάδα τεκεῖν . τινὲς δὲ ἤκουσαν γρυνὸν ἐπτερωμένον τὴν ναῦν διὰ τὰς κώπας ἤτοι τὰ πτερά , |
καὶ οἰκοδόμων τοῖς παισὶ μετὰ χεῖρας δοὺς ἐργαλεῖα , ἐκέλευσεν ἀναπτῆναι . οἳ δὲ πρὸς ὕψος γενόμενοι ” δότε ἡμῖν | ||
τραχήλῳ ταθέντα ἀνασπάσει τὸν βρόχον , εἶτα αἰσθομένη τοῦ δόλου ἀναπτῆναι μὲν πειράσεται πολλάκις , πρὸς δὲ τὸ ἄχθος τοῦ |
περὶ νύσσαν ἀεθλοφόρος θοὸς ἵππος , ἀγχόμενος παλάμῃσι καὶ ἡνιόχοιο χαλινῷ . οἱ δ ' ἄρ ' ἀπὸ σκοπιῆς τηλαυγέος | ||
, θύγατερ Δίκας , ἃ κοῦφα φρυάγματα θνατῶν ἐπέχεις ἀδάμαντι χαλινῷ , ἔχθουσα δ ' ὕβριν ὀλοὰν βροτῶν μέλανα φθόνον |
κυ - μαδῶντα ] φαλακρόν οὐρανὸν ] - ρα - ψωλόν ] ἢ ἀσχήμονα ἢ γυμνόν . ἀσχήμονα ὦ . | ||
κυ - μαδῶντα ] φαλακρόν οὐρανὸν ] - ρα - ψωλόν ] ἢ ἀσχήμονα ἢ γυμνόν . ἀσχήμονα ὦ . |
θαυμαστοί . ὅλους δ ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσας μαλακοὺς χρηστῶς προσένεγκε δι ' ἅλμης . μηδὲ προσέλθῃ σοι πρὸς τοὔψον | ||
τοῖς φύλλοις τοῖς ἐκθλιβεῖσι κατάχριε τὸ δῆγμα . τῇ ἀσπίδι προσένεγκε ἁλικακάβου ῥίζαν , καὶ ὑπνώσει . τρίβολον βοτάνην λειώσας |
: εἶτα καὶ τὴν σεαυτοῦ φύσιν κατάμαθε , εἰ δύνασαι βαστάσαι . πένταθλος εἶναι βούλει ἢ παλαιστής ; ἴδε σεαυτοῦ | ||
Ἄττιν . „ αὖτις καὶ αὖθις : ἑκατέρως λέγουσιν . βαστάσαι : οὐ τὸ ἆραι δηλοῖ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς , |
, ἣν πρὸς ἀλλήλους ποιοῦνται . ἦ πού με καὶ λάλον ἀποκαλοῦσιν αἱ νύμφαι καὶ διακόνους ἄλλοτε ἄλλους ἐκπέμπουσιν ὀψομένους | ||
σε ὁ πατὴρ μεθύων ἐγέννησεν . „ ὅθεν αὐτὸν καὶ λάλον ἀπεκάλει , βραχυλόγος ὤν . ̈ . . Διονυσίου |
. Τρέφεται μὲν ὑπὸ Νυμφῶν , παιδεύεται δὲ ὑπὸ Μουσῶν συρίζειν , αὐλεῖν , τὰ πρὸς λύραν , τὰ πρὸς | ||
ἐκθλίβοντες : τὸ συρίζεις γὰρ συρίζες γράφουσι , τὸ δὲ συρίζειν συρίζεν . διαλύουσι δὲ τὸ ζ εἰς τὰ ἐξ |
: οἱ γὰρ τυφλώττοντες ἀλῶνται . ἢ κατὰ στέρησιν τοῦ λάειν , ὅ ἐστι βλέπειν . Ἀλωή , τὸ σύνδενδρον | ||
, τὸ μὴ βλέπον , ἢ τὸ μὴ βλεπόμενον . λάειν γὰρ τὸ μὴ βλέπειν . ὅθεν ὁ λαὸς ὁ |
καλεῖ , τίτθη , σε ” καὶ “ βάδιζε καὶ σπεῦδ ' : οὐκ ἀκήκο ' οὐδέν : εὐτυχέστατα . | ||
πρίν ποτ ' ὄντι δοὺς πόσει τάδε πάλιν πρὸς οἴκους σπεῦδ ' ἐμὴν δάμαρτ ' ἔχων , ὡς τοὺς γάμους |
μικρὰ ἔχοντας , ἔσθ ' ὅτε μαδαροὺς τὸ γένειον ἢ γλαυκοὺς τοὺς ὀφθαλμούς , τὴν δὲ φάρυγγα ἐξέχουσαν ἔχοντας καὶ | ||
καὶ δυσειδεῖς καὶ αὐχμηροὺς ποιεῖ , Ἄρης δὲ ξανθούς , γλαυκοὺς τοὺς ὀφθαλμούς , τετανότριχας , γοργούς , ὦτα μικρὰ |
καλούμενος . Διπλοῦς οὗτος τὸ εἶδος , ὁ μὲν ἐοικὼς κρυστάλλῳ , πλὴν ὅσον καθάπερ ἀκτῖνές τινες ἢ τρίχες αὐτῷ | ||
Γεννᾶται δὲ ἐν τῇ Ἰνδικῇ . Ὅμοιος δέ ἐστι τῷ κρυστάλλῳ , ἔξαυγος καθὰ καὶ ὁ κρύσταλλος . Ὁ μέντοι |
τε , ἐπὶ δὲ τοῦ μεγάλου καὶ ἰσχυροῦ αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικε , προστιθείη δὲ καὶ τὰ περὶ | ||
δ ' ἀνθρώπου θέμεν αὐδὴν καὶ σθένος , ἀθανάτῃς δὲ θεῇς εἰς ὦπα ἐίσκειν παρθενικῆς καλὸν εἶδος ἐπήρατον : αὐτὰρ |
τοιῇδ ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν : αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς ' εἰς ὦπα ἔοικεν . εἶτά φησιν : | ||
κακόν πρόσκειται δηλοῦν τὴν ὑπερβολὴν τῆς ὁμοιότητος . Ὅμηρος αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν . τὸ γὰρ αἰνῶς καὶ |
καὶ κρωζούσης αὖθις εἶπεν : ” ἄγαν πεπλανήμεθα “ . θορυβουμένῳ δέ μοι καὶ σκοποῦντι , εἴ τις ὁδοιπόρος ὀφθήσεται | ||
. ἀλλ ' ὅμως καταβαλὼν εἶτα ἀνίστη καὶ χεῖρα ὤρεγε θορυβουμένῳ καὶ φίλον ὑπὸ μάρτυσιν ἐποιεῖτο τοῖς ἀδικεῖσθαι πεπιστευκόσι . |
πεπλάνημαι ] † ἤγουν πλανωμένη [ ] ἦλθον χρίει ] κεντεῖ , διεγείρει : ἤγουν οἰστροῦμαι καὶ ἀναβακχεύομαι φανταζομένη τὴν | ||
ἐνταῦθα συμβαινόντων ἡμῖν τεκμαιρόμενοι . Τὸ δὲ ἐγχρίει ἀντὶ τοῦ κεντεῖ καὶ ἐμπίπτει : ὡς ἐπὶ τῶν φαλαγγίων καὶ τῶν |
τότε δεῖ ἔχειν οἰκείους ἐντὸς βοῦς καὶ προαποτεθειμένην τροφὴν καὶ χορτάζειν αὐτοὺς καὶ μὴ ἐλπίζειν εἰς τὴν χλόην : καὶ | ||
γαστροβόρος , προγάστωρ , γαστρισμός . γαστρίζειν οὐ μόνον τὸ χορτάζειν λέγουσιν , ἀλλὰ καὶ τὸ πλήττειν εἰς τὴν γαστέρα |
ἵνα ὁ πλεύμων ὑγρότερος ἐὼν ῥᾷον καὶ θᾶσσον ἀποδιδῷ τὸ πτύσμα καὶ ἡ βὴξ ἧσσον πονέῃ : καὶ ῥοιῆς δὲ | ||
σημείωσιν ἐτράπη ὁ Ἱπποκράτης , καὶ σημειοῦται τὸ πτύελον καὶ πτύσμα : τὸ αὐτὸ δέ ἐστιν : οὐδὲ γὰρ ὥς |
ἤδη χρόνου πολιὰ καθαύαινεν , ἀλλ ' ὑπ ' ἀκμῆς σφριγῶντα νέοις κλωσὶν ἦν ὥρια . τούτοις δ ' ἀνεμέμικτο | ||
ἐβούλου τὸν φιλόσοφον ὠνήσασθαί σοι δοῦλον νέον , εὐσωματοῦντα , σφριγῶντα , ὃν ἔδει γυμνήν σε κἀν τῷ βαλανείῳ θεᾶσθαι |
, ἀλλὰ καταφατικῶς κατηγορεῖται τοῦ πράγματος , λεγόντων ἡμῶν τόνδε τυφλότητα ἔχειν καὶ καθ ' ἕξιν ἔχειν τόδε τὸ πάθος | ||
στέρησιν οἶδε καὶ τὴν ἕξιν . οἷον ὁ εἰδὼς τὴν τυφλότητα οἶδε καὶ τὴν ὄψιν : ἡ γὰρ τυφλότης πρὸς |
τὰ ἴχνη καὶ οὐ δυσζήτητος , ἀλλ ' εὐεύρετος ὁ λαγώς , καθότι καὶ τῇ δασύτητι τῶν ὑπὸ τοὺς πόδας | ||
πόλιν . περὶ τῶν σελίνων μαχόμεθ ' ὥσπερ Ἰσθμίοις . λαγώς τις εἰσελήλυθ ' , εὐθὺς ἥρπακας . πέρδικα δ |
τὸ παρὸν ἡμῖν ὡσαύτως ποιητέον : ἀτόπου γὰρ τὰ νῦν ἐμπεπτωκότος λόγου περὶ νόμων , ἀνάγκη που σκέψιν πᾶσαν ποιήσασθαι | ||
εἰς τὸ πρόσθεν προθείτω , καὶ ἐπιθέων μὲν ἐμβοάτω : ἐμπεπτωκότος δὲ τὴν ὀργὴν τῶν κυνῶν παυέτω , μὴ ἁπτόμενος |
που τοῦδέ γ ' ὄντος ἀδελφιδοῦ πάμπολυ πρότεροί ἐσμεν . Δέδοικα δὲ μὴ λίαν ὁμολογούμενα λέγων ἐνοχλεῖν ὑμῖν δόξω : | ||
, τὸ κάλλος , τὸν γάμοντουτουὶ τοῦ μήλου πρίασθαι . Δέδοικα μή μου ἀμελήσῃς μετὰ τὴν κρίσιν . Βούλει οὖν |
ὅτι ἐπὶ τῶν τὸ στόμα τῆς γαστρὸς ἐχόντων ἀσθενὲς καὶ εὐαίσθητον οὐ δεῖ τοῦ λευκοῦ ἑλλεβόρου ἐμβαλεῖν ἐν τῷ καθαρσίῳ | ||
γὰρ ἄγαν πρὸς αὐταῖς τυλοῖ τὸ στόμα , ὥστε μὴ εὐαίσθητον εἶναι , ὁ δὲ ἄγαν εἰς ἄκρον τὸ στόμα |
καὶ πέδιλον τὸ ὑπὸ τοὺς πόδας εἱλούμενον . ἀνάλιπος ὁ ἀνυπόδητος . . . . ἐξ οὗ καὶ πέδιλον τὸ | ||
ἐξηρτημένος καὶ ῥόπαλον ἐξ ἀχράδος πεποιημένον μετὰ χεῖρας ἔχων , ἀνυπόδητος , ῥυπῶν , ἄπρακτος , τὸν ἀγρὸν καὶ ἡμᾶς |
ψίλωθρον ἐλήφθη μὲν ἐκ κομμωτικῆς , ἐπιπολαίως δὲ τὴν σάρκα ἀμύσσει : δῆλον ἔκ τε τοῦ φοινιγμοῦ καὶ τῆς ὕλης | ||
. καί με καρδίαν ] τοῦτο ὅλον καὶ μέρος . ἀμύσσει ] σπαράσσει . ἐρῶ ] λέξω . μῦθον ] |
φαντασίαν οὐχ οἷός τε ὢν δέξασθαι , τὰ ψυχῆς ὄμματα πεπηρωμένος , οἷς μόνοις αἱ ἀσώματοι καταλαμβάνονται φύσεις , οὐδὲ | ||
„ ” ἆρα , ” ἔφη „ ὦ Δάμι , πεπηρωμένος τὴν χεῖρα ὑπὸ πληγῆς τινος ἢ νόσου ; „ |
ἄπιστα καὶ θαμβητὰ Φηραίοις κλύειν . ὁ μὲν κρανείᾳ κοῖλον οὐτάσας στύπος φηγοῦ κελαινῆς διπτύχων ἕνα φθερεῖ , λέοντα ταύρῳ | ||
κατθανεῖν , ἑκὰς δ ' ἀφεστὼς πολεμίους ἀμύνεται τυφλοῖς ὁρῶντας οὐτάσας τοξεύμασιν τὸ σῶμά τ ' οὐ δίδωσι τοῖς ἐναντίοις |
ἐκλήθησαν δὲ ὅτι , ὅτε ἔκτιζον τὴν πόλιν , ἀλώπηξ σκύμνον ἄλλοθεν φέρουσα κατετίθετο . Ἄλωρος , πόλις Μακεδονίας . | ||
τοὺς φύσει δειλοὺς οὐδεμία παραίνεσις ῥώννυσιν . ποιμὴν νεογνὸν λύκου σκύμνον εὑρὼν καὶ ἀνελόμενος σὺν τοῖς κυσὶν ἔτρεφεν . ἐπεὶ |
ἀπὸ Παρράσου τοῦ Λυκάονος . Εἰλειθυίης ἤγουν γεννήσεως . οὔτε ἑρπετὸν οὔτε γυνὴ χρῄζουσα τοῦ τεκεῖν ἐπιμίσγεται . ἢ οὕτως | ||
κέρας ἐλάφειον , ἢ ὄνυχας αἰγὸς θυμιάσῃς . πᾶν δὲ ἑρπετὸν ἀπελάσεις , εἰ ὀπόν , καὶ μελάνθιον , καὶ |
ἱλὺς , ἢ ὁ κοχλίας : χέμιτλα εἶδος νόσου : χετῶ τὸ ῥῆμα , ὃ δηλοῖ τὸ ἔχω . Πᾶσα | ||
ἱλὺς , ἢ ὁ κοχλίας : χέμιτλα εἶδος νόσου : χετῶ τὸ ῥῆμα , ὃ δηλοῖ τὸ ἔχω . Πᾶσα |
γάμον ἐκτελέσαντα . ἦ γὰρ ὅγε στήλην Ἀφαρηίου ἐξανέχουσαν τύμβου ἀναρρήξας ταχέως Μεσσήνιος Ἴδας μέλλε κασιγνήτοιο βαλεῖν σφετέροιο φονῆα : | ||
τὰς τοῦ πληττομένου , ἢ τοῦ οἰκείου χαλινοῦ . * ἀναρρήξας : διασχίσας σχίσας σκολιήν : ἤτοι καμπὰς ἔχουσαν ὁδόν |
κτῆσίν τε θοίναις Πρωνίων λαφυστίαν πρὸς τῆς Λακαίνης αἰνοβακχεύτου κιχὼν σῦφαρ θανεῖται , πόντιον φυγὼν σκέπας , κόραξ σὺν ὅπλοις | ||
. . . τί μὰν ξύσιλος ; τί γάρ ; σῦφαρ ἀντ ' ἀνδρός . καθαιρημένος θην καὶ τῆνος ὑπὸ |
ἀκμαζόντων , Ἄμμες γέ γ ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάῤῥονες . Ἁλιεὺς πληγεὶς νοῦν οἴσει : ἐπὶ τῶν μετὰ τὸ ἁμαρτῆσαί | ||
; τὸ κέρας κέκραγε , κἂν ἐγὼ σιωπήσω . ” Ἁλιεὺς σαγήνην ἣν νεωστὶ βεβλήκει ἀνείλετ ' : ὄψου δ |
σπεύδοντες γὰρ σχολαίτερον ἂν παύσαισθε διὰ τὸ ἀπαράσκευοι ἐγχειρεῖν . ὑποστικτέον οὖν εἰς τὸ μὴ αἰσχύνεσθε ὃ μέμφονται : οἱ | ||
τὰ δὲ γεννώμενα οὕτω δή , ” εἰς τὸ δὴ ὑποστικτέον : οὕτω γὰρ δὴ λέγει , τουτέστι τὰ βραδέα |
τὸ δὲ ἄνω τῆϲ ὀϲτώδουϲ ὂν οὐϲίαϲ ἔϲθ ' ὅτε κατάγνυται . ἐπὶ τούτων δὲ τὴν ἐπίδεϲιν Ἱπποκράτηϲ παραιτεῖται ϲιμότητα | ||
τοῖϲ περὶ βραχίονοϲ . Ὁ μὲν ἀϲτράγαλοϲ οὐδ ' ὅλωϲ κατάγνυται τῷ πανταχόθεν αὐτὸν ϲώμαϲιν περιφρουρεῖϲθαι διὰ τῆϲ κνήμηϲ καὶ |
: πονηρὸν δὲ καὶ κοιλότης ὀμμάτων , καὶ ἔκθλιψις ἔξω σφοδρὴ , καὶ λαμπηδόνος ἔκθλιψις , ὥστε μὴ δύνασθαι τὴν | ||
τὰ τοῦ ἱδρῶτος οἷα γέγραπται : ἀπὸ φαρμάκου κάθαρσις κάτω σφοδρὴ ἐγένετο : καὶ τὰ τοῦ πυρετοῦ οὕτως ἤπια , |
λέοντι τίς αἰετὸν ἀντιβάλοιτο ; ἰῷ πορδαλίων δὲ τίς ἂν μύραιναν ἐΐσκοι , ἢ θῶας κίρκοις , ἢ ῥινοκέρωτας ἐχίνοις | ||
βράγχια ἔχειν καὶ ὀλίγον δέχεσθαι τὸ ὑγρόν : καὶ τὴν μύραιναν καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον , ἢ καὶ τὸ |
, καὶ οἱονεὶ σχών , ἀκαμπῆ ψυχήν , ἐπικότως καὶ ὀργίλως δάμναται καὶ δαμάζει τὴν οὐρανίαν γένναν : οὐδὲ παυθήσεται | ||
, ἤτοι τοῖς ὁδοιπόροις θάνατον προσπελάσσει καὶ ἐμβάλλει , ἄγαν ὀργίλως θυμουμένη . * ἄιδα : θανάσιμα , ἀπὸ τοῦ |
Ἀνδρὸς γέροντος ἀσταφὶς τὸ κρανίον : ἐπὶ τῶν εἰς μηδὲν χρησιμευόντων , παρόσον ἅπαν τὸ σῶμα τῶν γερόντων ἀσθενές . | ||
μὴ τὴν ἀναλογίαν . ἐπὶ πάντων γε μὴν σχεδὸν τῶν χρησιμευόντων τῷ βίῳ μέτρον ἐστὶν ἱκανὸν τὸ μὴ παραποδίζεσθαι πρὸς |
τότ ' ἠμύουσι χαλινοῖς , ἐνθλίβοις , μαλλὸν δὲ βαθὺν κεκορημένον ἕλκοι . αἶψα δὲ τόν γ ' ἑκάτερθε διὰ | ||
χρὴ παρὰ δαιτὶ δεδεγμένον εὔφρονι θυμῷ πίνειν , μηδὲ βορῆς κεκορημένον ἠύτε γῦπα ἧσθαι πλημύροντα , λελασμένον εὐφροσυνάων . πρώτην |
Λυκαόνιος : Σαλαμίνιος : Ἐλευσίνιος : τὸ κλονίος καὶ τὸ μονιὸς τὴν γραφὴν τὴν αὐτὴν φυλάξαντα τὸν τόνον ἤμειψεν : | ||
' ἑνὶ προσκαθῇ , μόνον ἄφρων ἔσει , ὁ γὰρ μονιὸς ἔρως μαίνεσθαι ποιεῖ . Γίνωσχ ' ὅτι θυμὸν ἀνίκητον |
ἀκονιτί , σάφα , μάλα ? ? ? ? , λικριφίς , ἀμοιβηδής , ἑλληνιστί , συριστί , καὶ ? | ||
διὰ τὴν ἐπιφαινομένην κατ ' ἴσον λειότητα τῶν σταχύων . λικριφίς Ξ . τ . . , : λικριφίς : |
καὶ τὸ περίβλημα αὐτῶν εὐτελές . ἦν δὲ τὸ τοιοῦτον τριβώνιον μέχρι τῶν ποδῶν διῆκον , καὶ χειρίδας ἔχον πλατείας | ||
εἰσὶ δὲ καὶ ἐκ τῶν αἰσθητῶν : ὅτι γὰρ τὸ τριβώνιον τοῦτο λευκόν , ἄμεσός ἐστι πρότασις , ἀλλ ' |
λεπτῇ κάμακι τὰ τηλικαῦτα πηδάλια περιστρέφων : ἐδείχθη γάρ μοι ἀναφαλαντίας τις , οὖλος , Ἥρων , οἶμαι , τοὔνομα | ||
, ἔσθ ' ὅτε μέλανας ὡς πρὸς τὸ κλίμα καὶ ἀναφαλαντίας , τοὺς δὲ ὀδόντας πολλούς , ἔσθ ' ὅτε |
βαίνω μεταξὺ καὶ πυρᾶς Ἀχιλλέως . οἲ ' γώ , προλείπω , λύεται δέ μου μέλη . ὦ θύγατερ , | ||
ἡ προ ἀντὶ τῆς ἀπο τίθεται . καὶ τὸ ” προλείπω : λύεται δέ μου μέλη “ παρ ' αὐτῷ |
ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , νεωτέρισμα , νεανίευμα , στηλίτευμα , | ||
τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ ἐστι χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν χαλεπὴν πνοὴν τῆς ἐχίδνης τῶν στομίων |
ἀπορρέουσιν ἐκ τῆς φλεγμονῆς καὶ παχέα πνεύματα , καὶ ὡς κατωφερῆ φέρονται ἐπὶ τοὺς πόδας , καὶ τῷ λόγῳ τούτῳ | ||
, ἄρρεν καὶ θῆλυ . Δύο ἀνωφερῆ , καὶ δύο κατωφερῆ : καὶ τὰ μὲν ἀνωφερῆ δύο , πῦρ καὶ |
τὰ μέλη ἐσθίειν ; . : Ὅμηρος κνίσσην μελδόμενος ἁπαλοτροφέος σιάλοιο : σίαλος ὁ εὐτραφὴς χοῖρος , παρὰ τὸ ἅλις | ||
λέβης ζεῖ ἔνδον , ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ κνίσην μελδόμενος ἁπαλοτρεφέος σιάλοιο . ἡ διπλῆ ὅτι οἶδεν ἕψησιν κρεῶν , χρωμένους |
θάτερος δὲ μὴ βούλεται φιλεῖν ἆρά γε δεῖ καὶ τὸν στέργοντα καὶ θέλοντα ἀποσείεσθαι καὶ ἀπορρίπτειν ἐπίσης τῷ μὴ θέλοντι | ||
μᾶλλον ἢ στεργόντων ἐδόκει τὴν πόλιν : τὸν δὲ ὄντως στέργοντα τὴν ἑαυτοῦ πόλιν ὡς πορρωτάτω μᾶλλον αὐτῆς ἐχρῆν ἀπιέναι |
δέ μιν ἀμφιβέβηκε κυανέη : τὸ μὲν οὔ ποτ ' ἐρωεῖ : ἐπεὶ γὰρ συνωνύμως λέγεται νεφέλη καὶ νέφος , | ||
δέ μιν ἀμφιβέβηκε κυανέη : τὸ μὲν οὔ ποτ ' ἐρωεῖ , οὐδέ ποτ ' αἴθρη κείνου ἔχει κορυφὴν οὔτ |
Ζεὺς καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ἐμ Ψυχοστασίᾳ . ἡ δὲ γέρανος μηχάνημά ἐστιν ἐκ μετεώρου καταφερόμενον ἐφ ' ἁρπαγῇ σώματος | ||
. ἐπικλίνει δὲ ἄρα τοῦτο τὸ πέλαγος , ἔνθα ὁ γέρανος ἀνιχνεύθη οὗτος , τῷ πρὸς τὰς Ἀθήνας πελάγει τοῦ |
τὴν νύκτα ἐκείνην , πρὶν διψῆν , πιεῖν , πρὶν πεινῆν , φαγεῖν . ποίαν δοκεῖς ἡμέραν σεαυτοῦ ; τὴν | ||
δὲ ἐλπίδες , καὶ κακῶς δ ' ἂν ποιήσειε τὸ πεινῆν . ἡ μὲν οὖν πόλις οὐδὲν διέφερε χειμαζομένης νεώς |
ἐκ μέσου κατατεινούσης ῥίζης τρόπον ἢ μίσχου , ἐξ οὗ ἐκκρεμὲς ῥιζωθέν τ ' ἀναπνεῖ τε καὶ τὴν τροφὴν μάλιστα | ||
διεμέτρεε πώεα μήλων : καί τις ὀρεσσαύλοιο δορὴ μετόπισθε χιμαίρης ἐκκρεμὲς ᾐώρητο καὶ αὐτῶν ἥπτετο μηρῶν , ποιμενίη δ ' |
καὶ Σαπφώ φησιν ἰδεῖν ἄνθε ' ἀμέργουσαν παῖδ ' ἄγαν ἁπαλάν . οὕτω δ ' ἐξήρτηντο τῶν ἡδυπαθειῶν οἱ τότε | ||
καὶ Σαπφώ φησιν ἰδεῖν ἄνθε ' ἀμέργουσαν παῖδ ' ἄγαν ἁπαλάν . : ὑμεῖς δέ , ὦ φιλόσοφοι , κἂν |
καὶ τῶν ἰχθύων τὰ μικρότατα , καί τινων καὶ τὰ βράγχια καὶ τὰ ἐντός , καὶ σῦκα τρυφερὰ τμηθέντα , | ||
χρόνον δύνασθαι ἔξω τοῦ ὑγροῦ ζῆν διὰ τὸ μικρὰ ἔχειν βράγχια καὶ ὀλίγον δέχεσθαι τὸ ὑγρόν . τροφίμους δ ' |
, εἰς ὃ τιθέασιν οἱ ἀρτοκόποι τοὺς ἄρτους ἐπὶ τῷ ξηραίνεσθαι : ἄλλοι δὲ τηλίαν τὸ τῆς καπνοδόχης πῶμα , | ||
γεγενῆσθαι . ἀζαλέην καὶ ὀπταλέην , ἐπεὶ δοκεῖ πρῶτα μὲν ξηραίνεσθαι , εἶτα ὀπτᾶσθαι . σφετέροισι τέκεσσι , τοῖς ἑαυτοῦ |
, καὶ τότ ' ἐγὼν Ὀδυσῆα προσηύδων ἐγγὺς ἐόντα ἀγκῶνι νύξας : ὁ δ ' ἄρ ' ἐμμαπέως ὑπάκουσε : | ||
: εἶθ ' ὑπομιμνάσκων τῶ τρώματος ἠρέμα νύξα , καὶ νύξας ἐχάλαξα , καὶ οὐ φεύγοντος ἔτεινα . ἤνυσα δ |
καὶ διαστήσας ἀπόνιπτε ὕδατι ψυχρῷ . Τούτῳ συνεχῶς σμηχόμενον τὸ ῥυσσὸν σῶμα παρατείνεται , ὃ καὶ ἔχει οὕτως : ἰσχάδας | ||
ῥικνῆεν δὲ τὸ διερρωγός , τὸ παλαιόν : ἢ τὸ ῥυσσὸν ἢ τὸ τρομερόν . * ῥικνῆεν : γηραιόν * |
βιάοιο ] ἀνάγκασον , βιάζου βύβλου ] παπύρου στρεπτόν ] στρεβλόν ἐπιγνάμψαιο ] ἐπίκαμψον κακῶν ] τῶν κακούντων ἐρυτῆρα ] | ||
καὶ τὸ διηγγελμένον ἢ ἀγγυλώμενος . ἀγκύλον : σκολιόν . στρεβλόν . ἀγκύρισμα : εἶδος παλαίσματος καὶ ἀγκυρίσας ἀντὶ τοῦ |
μίσει ὑπάρχειν , οἷον ζηλοτυπεῖ ὅδε τήνδε . ἡσυχάζειν τὸ ἀτρεμεῖν δι ' ὅλου τοῦ σώματος : σιγᾶν δὲ τὸ | ||
εἴ τινα ὑπὸ πνεύματος ἁρπασθέντα ἐν τῇ θαλάττῃ σὺ κελεύοις ἀτρεμεῖν καὶ μένειν , ἀπὸ τῆς ἀκτῆς λέγων , ὁρᾷς |
στόμα : ὁ γὰρ σιωπῶν ἔνδον ἐγκρύπτει δόλον . } Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν : ἄλλον γὰρ ἕξει : | ||
κλαυθμάτων παραίτιος . Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται . Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη . Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς |
τῆς ψυχῆς [ καὶ ] τῆς ἐμῆς δέσποτα , μὴ προδῷς ἑαυτὸν μηδὲ εἰς ὀργὴν ἐμβάλῃς βαρβαρικήν , συγκατάθου δὲ | ||
] συνάθροισμα . ξυντέλεια ] τὸ πλῆθος τῶν θεῶν . προδῷς ] + τοῖς ἐχθροῖς . πυργώματα ] τοὺς πύργους |
πάντα πεπλήρωτο , ὥσπερ ἂν εἰς σφαγὴν συγκλεισθέντων προβάτων καὶ συμμιγῆ φωνὴν ἀφιέντων . οἱ μὲν γὰρ αὐτῶν πρὸς τοὺς | ||
τὰ δὲ μέσα τῆς οἰκήσεως μέσην ἔχει τὴν ἰδέαν καὶ συμμιγῆ τά τε σημεῖα καὶ τὰς γνώμας . οἱ δὲ |
κτίζειν πόλιν , ἔνθα ἂν ἴδῃ μίαν τῶν βοῶν αὐτοῦ πεσοῦσαν . μία οὖν τῶν βοῶν αὐτοῦ ἀποσκιρτήσασα * τῆς | ||
ἀνθρώποις καὶ τοῖς ὑποδεξαμένοις τὴν ἄνωθεν κλαπεῖσαν ψυχὴν καὶ δεῦρο πεσοῦσαν δώσειν κακὸν , τὴν Πανδώραν , ἤτοι τὴν ἄλογον |
αἰθαλόεσσαν δέ φησιν αὐτήν , ἐπεὶ μελανόγειός ἐστιν . * αἰθαλόεσσαν : ὑδατόεσσαν * βόσκει : τρέφει ἅρπην : ἅρπη | ||
κεφαλῆςὅτι τὴν ἀπὸ πυρὸς τέφραν κόνιν λέγει . διὸ καὶ αἰθαλόεσσαν αὐτὴν λέγει . . δμωαὶ δ ' , ἃς |
προγέγραπται δὲ περὶ ταύτης ἀκριβέστατα ἐν τῷ Δευτέρῳ Λόγῳ . Πνεῦμα φυσῶδες ἀθροιζόμενον ἔν τινι τῶν μορίων τὰ ἐμφυσήματα γεννᾷ | ||
. Πάλαι γὰρ ἂν τὰ μέγιστα τῶν πελαγῶν ἐξανάλωτο . Πνεῦμα τοίνυν τὸ θεῖόν φησιν , ᾧ [ δὴ ] |
καὶ τοῦ “ φορῶ ” , τὸ κομίζω , “ ἀμφιφορεύς ” καὶ κατὰ συγκοπὴν “ ἀμφορεύς ” . ὅτι | ||
ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶιν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι , χρύσεος ἀμφιφορεύς , τόν τοι πόρε πότνια μήτηρ . ἡ διπλῆ |