καὶ κρωζούσης αὖθις εἶπεν : ” ἄγαν πεπλανήμεθα “ . θορυβουμένῳ δέ μοι καὶ σκοποῦντι , εἴ τις ὁδοιπόρος ὀφθήσεται
. ἀλλ ' ὅμως καταβαλὼν εἶτα ἀνίστη καὶ χεῖρα ὤρεγε θορυβουμένῳ καὶ φίλον ὑπὸ μάρτυσιν ἐποιεῖτο τοῖς ἀδικεῖσθαι πεπιστευκόσι .
7066937 οὐτασας
ἄπιστα καὶ θαμβητὰ Φηραίοις κλύειν . ὁ μὲν κρανείᾳ κοῖλον οὐτάσας στύπος φηγοῦ κελαινῆς διπτύχων ἕνα φθερεῖ , λέοντα ταύρῳ
κατθανεῖν , ἑκὰς δ ' ἀφεστὼς πολεμίους ἀμύνεται τυφλοῖς ὁρῶντας οὐτάσας τοξεύμασιν τὸ σῶμά τ ' οὐ δίδωσι τοῖς ἐναντίοις
6887767 δερκεσθαι
ἀλλήλους ἐς ἄεθλον κεκλομένων : φαίης κεν ἐνυάλιον πόνον ἀνδρῶν δέρκεσθαι : τοίη γὰρ ἐνὶ φρεσὶν ἵσταται ἀλκή , τόσσος
] θεάσηται πατήρ ] ὁ Ζεύς ψάλλια ] τὰ δεσμά δέρκεσθαι ] ὥστε βλέπεσθαι πάρα ] πάρεισι νιν ] αὐτά
6833945 Θνητος
Ἆ δειλοί , τί φέβεσθε φιλοπτολέμου Ἀχιλῆος υἱέα θαρσαλέον ; Θνητός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτός , οὐδέ οἱ ἶσον
. ὡς βῶ βάπτω , οὕτω καὶ θῶ θάπτω . Θνητός . παρὰ τὸν θάνατον . πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν θεῶν
6724523 βοωντα
γὰρ εἰς ἀχάριστον καταθήσῃ τὴν χάριν , ἀλλ ' εἰς βοῶντα καὶ κηρύττοντα ὃ λάβοι . οὔκουν ἐσίγησε πρὸς ἡμᾶς
πρὸς τὰς βλασφημίας θρασύτατος . καίτοι τὸν διατεινόμενον αὐτὸν καὶ βοῶντα καὶ κατηγοροῦντα τῶν ἄλλων ἢν ἔρῃ , Σὺ δὲ
6707816 βεβληκε
ὁ Ἀχιλλεύς , ὅπερ διὰ τοῦ νύξε σημαίνεται , ἀλλὰ βέβληκε τὸ δόρυ : διὸ καὶ ἑξῆς αὐτὸ βέλος εἴρηκεν
νομίσας λῃστρικόν τινα εἶναι ἄνδρα ἐπαφῆκε λίθον , ὃς ἀναστραφεὶς βέβληκε τὸν Ἡρακλῆν . Βέλλερος : * * Βελλεροφόντης καθ
6628019 μαχει
τῷ πατρὶ προσδραμὼν εἴπῃ πατάξας : Αἶρε πλῆκτρον , εἰ μάχει . Εἰ δὲ τυγχάνει τις ὑμῶν δραπέτης ἐστιγμένος ,
Οὐκ ἐς κόρακας ; Μὴ πρόσιτον . Εἶἑν , καὶ μάχει ; Ὁ Διτύλας χὠ Σκεβλύας χὠ Παρδόκας , χωρεῖτε
6592625 Ἐα
οὐκ ὀμώμοκ ' , οὐδ ' ὥρκως ' ἐγώ . Ἔα σπεῦδε ταχέως : ὡς τὸ τῆς ἐκκλησίας σημεῖον ἐν
, ἀλλὰ τοῦ μόνου τέκνου με περιόψεσθ ' ἀποστερουμένην ; Ἔα ἔα . Ὦ πότνιαι Μοῖραι , τί τόδε δέρκομαι
6580896 προστυγχανων
κωλυέτω , ἐν ἐργασίμοις δὲ καὶ ἱεροῖς ἀγρίοις ἐξειργέτω ὁ προστυγχάνων , ἐνυγροθηρευτὴν δέ , πλὴν ἐν λιμέσιν καὶ ἱεροῖς
ἐλεύθερον : ὡς δ ' αὖ δοῦλον , πᾶς ὁ προστυγχάνων τῶν ἐλευθέρων ἀνδρῶν κολαζέτω τόν τε παῖδα αὐτὸν καὶ
6573739 αὐθαδιᾳ
κόπον , ψόφῳ ψόφον , τριωβόλῳ δὲ πόρνην , αὐθαδίαν αὐθαδίᾳ , Καλλίστρατον μαγείρῳ , στάσιν στάσει , μάχῃ μάχην
. ὁ Ζεύς χλιδῇ ] ἀκκισμῷ , θρύψει , τρυφῇ αὐθαδίᾳ ] ὑπεροψίᾳ . Ἰωνικόν συννοίᾳ ] κατὰ νοῦν φροντίδι
6562254 ὠρεγε
ῥῖνας ἐπάλμενος : ὃς δὲ καὶ αὐτὸς μήτι παντοίῃ χέρας ὤρεγε . Τοὺς δ ' ἄρ ' Ἀχαιοὶ ἀλλήλων ἀπέρυξαν
ἐν τοῖς ὕδασιν ὠχοῦντο , καὶ δεσπότῃ τε δοῦλος χεῖρα ὤρεγε καὶ δοῦλον ὁ δεσπότης ἀνέσπα . καὶ διὰ τοσούτων
6547665 Μελιταιον
ἡ διὰ λόγων βοήθεια οὐδὲν λυσιτελεῖ . ἔχων τις κύνα Μελιταῖον καὶ ὄνον διετέλει τῷ κυνὶ προσπαίζων : καὶ δὴ
δὲ ἡμῶν διαλεγομένων κατάρατόν τι κυνίδιον ὑπὸ τῇ κλίνῃ ὂν Μελιταῖον ὑλάκτησεν , ἡ δὲ ἠφανίσθη πρὸς τὴν ὑλακήν .
6527303 ἀναγκασει
τοὺς πολεμίους , ἢν κυκλοῦσθαι πειρῶνται , μείζω τὴν περιβολὴν ἀναγκάσει ποιεῖσθαι : ὅσῳ δ ' ἂν μεῖζον χωρίον περιβάλλωνται
τῶν ἑταίρων , ὃ δὲ οὐ προσήκατο εἰπὼν ταῦτά με ἀναγκάσει αἰδούμενον ὑμᾶς καταχαρίσασθαί τι τῶν δικαίων , μὴ αἰδούμενον
6513715 κλαιοντα
Αἴσωπος : ” οὐ πάρεστί σοι παιδία οἴκοι ἀτακτοῦντα καὶ κλαίοντα ; τούτοις ἐπίστησόν με παιδαγωγόν , καὶ πάντως αὐτοῖς
, καὶ εὗρον αὐτὴν νεκράν , τὰ δὲ περιεστῶτα ζῷα κλαίοντα ἐπ ' αὐτήν . καὶ οὕτως προκομίσαντες αὐτὴν ἐκήδευσαν
6490045 ἐμβλεπειν
διὰ τῶν ἄνω κενώϲεων ἐκ τῶνδε ἂν μάλιϲτα γνοίηϲ : ἐμβλέπειν γὰρ ἤδη πρὸϲ τοῖϲ εἰρημένοιϲ καὶ τὸ τοῦ νοϲοῦντοϲ
ὅταν μὴ παρόντος τοῦ εὐθυνομένου καταδικασθῇ ὁ διωκόμενος . Ἔρημον ἐμβλέπειν : ἀκίνητον καὶ νωθρόν . οἷον ὅταν εἰς ἐρημίαν
6481807 ἐσδραμων
Οὐιδακίλιος καὶ ὣς ἐς τὴν πόλιν διὰ μέσων τῶν πολεμίων ἐσδραμὼν μεθ ' ὅσων ἐδυνήθη , ὠνείδισε μὲν αὐτοῖς τὴν
' ἐν Κνίδῳ γεγονὼς αὐτῷ ξένος Ἀρτεμίδωρος ἐς τὸ βουλευτήριον ἐσδραμὼν εὗρεν ἄρτι ἀναιρούμενον . ὑπὸ δ ' ἄλλου καὶ
6477750 προιεσθαι
ἀλλὰ Ἴδα καὶ Λυγκέως ἁρπασάντων παρακαταθήκην λαβόντα τηρεῖν καὶ μὴ προίεσθαι τοῖς Διοσκούροις ἀπαιτοῦσιν : ἢ νὴ Δία Τυνδάρεω παραδόντος
. ἦν γὰρ τοῖς παλαιοῖς πεφροντισμένον καλῶς καὶ εὐσχημόνως κότταβον προίεσθαι . καὶ οἱ πολλοὶ ἐπὶ τούτῳ μᾶλλον ἐφρόνουν μέγα
6476954 Οὐποτε
κλαυσούμεθα μεῖζον , ἐξὸν σπεισαμένοις κοινῇ τῆς Ἑλλάδος ἄρχειν ; Οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν . Οὔποτε δειπνήσεις ἔτι
τῆς Ἀγαρίστης , ὑποτυχὼν ἔφη : οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ . Οὔποτε δουλείη κεφαλὴ εὐθεῖα πέφυκεν , ἀλλ ' αἰεὶ σκολιὴ
6463879 σπωντα
θηλὰς ἔρχεται γεννηθέντα παραχρῆμα , καὶ μέντοι καὶ τῶν οὐθάτων σπῶντα ἐμπίπλαται : πολυπραγμονεῖ δὲ τὸ τεκὸν οὐδὲ ἕν ,
ὀξέα μηδὲ ἄφυκτα μηδὲ ἀνιαρὰ ἐν τοῖς τραύμασι φαίνηται βιαίως σπῶντα καὶ ἀμάχως ἀντιλαμβανόμενα , ἡμᾶς μὲν ἐν τοῖς δειλοῖς
6421146 πλουτουντι
ἁμαρτάνοντά τι : δένδρον παλαιὸν μεταφυτεύειν δύσκολον . } Αἰσχύνομαι πλουτοῦντι δωρεῖσθαι φίλῳ , μή μ ' ἄφρονα κρίνῃ καὶ
, ἃ Δικαίαρχος Εὐριπίδην οἴεται πρὸς Ἀρχέλαον εἰπεῖν οὐ βούλομαι πλουτοῦντι δωρεῖσθαι πένης , μή μ ' ἄφρονα κρίνῃς ἢ
6408442 σκαιον
ἀνδρὸς ἔργον καὶ πολλῆς ἄξιον ἀποδοχῆς , τὸν ἀβέλτερον καὶ σκαιὸν πραῦναι τοῖς ἐς αὐτὸν πραττομένοις . καὶ γὰρ οὐδὲ
οὐκ ἔνι . Δηλοῖ πολλάκις κακοσύνθετος ὄψις Ψυχῆς διεστραμμένης τὸν σκαιὸν τρόπον . Δέδοται καὶ κακοῖς ἄγρα . Δούλῳ γενομένῳ
6379101 φευγεν
, τὼς δὲ ἐχθρὼς αἰσχρόν . καὶ τὼς μὲν πολεμίως φεύγεν αἰσχρόν , τὼς δὲ ἐν σταδίωι ἀνταγωνιστὰς καλόν .
τῷ μὴ ἀντέχεν μηδὲ κρατέν . καὶ διὰ τοῦτο συμβαίνει φεύγεν τἀγαθὰ τὼς ἀνθρώπως διὰ λύπαν , ἀποβάλλεν δ '
6375825 προσορων
. ἐδόκουν δὲ βαδίζειν ὁδόν τινα δι ' ἐμαυτοῦ χωρίου προσορῶν τῷ ἀστέρι ἄρτι ἥκοντι , καὶ γὰρ εἶναι πορείαν
λόγον . ἰδοὺ ] ? γελᾶι ? μου ? [ προσορῶν ? ] ? × × ] ! ὁ ?
6362522 μυθολογουμενον
δώδεκα : αἱ δὲ ἄλλαι ζῶσι δεκατέσσαρα . τὸ δὲ μυθολογούμενον περὶ τοῦ τοῦ Ὀδυσσέως κυνός , ὡς εἴκοσιν ἔτη
παραπλησίως δὲ τούτοις καὶ τὴν Μήδειαν ἐν τῷ τεμένει τὸν μυθολογούμενον ἄυπνον δράκοντα περιεσπειραμένον τὸ δέρος τοῖς φαρμάκοις ἀποκτεῖναι ,
6341087 ἐρυθριᾳ
χάριν ἔρανον ἐμαυτῷ τοῦτον οἴομαι φέρειν . ὅστις δ ' ἐρυθριᾷ τηλικοῦτος ὢν ἔτι πρὸς τοὺς ἑαυτοῦ γονέας , οὐκ
πίστιν ὁ καθ ' ἡμᾶς βίος . ἀπερυθριᾷ πᾶς , ἐρυθριᾷ δ ' οὐδεὶς ἔτι . οὐδὲν σιωπῆς ἐστι χρησιμώτερον
6338680 καρτερᾳ
ἡμέρᾳ , λαβεῖν τὴν αἰχμαλωσίαν : καὶ προσάξαντες αὐτοῖς ἐν καρτερᾷ μάχῃ περιεγενόμεθα , ὅτι ἦσαν πλῆθος δυνατοὶ ἐν αὐτοῖς
ἐφόδου , καὶ τὸν βασιλέα τῶν Καινινιτῶν , ὑπαντήσαντα σὺν καρτερᾷ χειρὶ , μαχόμενος αὐτοχειρίᾳ κτείνει , καὶ τὰ ὅπλα
6330317 ἐσελθων
γινώσκουσιν . Καὶ ἢν ἐπὶ πυρέσσοντι ἢ τρῶμα ἔχοντι , ἐσελθὼν καὶ προσενέγκας , τὸ πρῶτον μὴ ὠφελήσῃ , ἀλλὰ
τῶν χειρωνακτέων ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων : δοκέει γὰρ αὐτέοισιν ὁ ἐσελθὼν ἰητρὸς ἢ ἰδιώτης ὡσπερεὶ τεθνεῶτα ἀναστῆσαι . Γεγράψεται οὖν
6327400 θαρσων
' , ἄτα δ ' ἀποστατεῖ φίλων . σὺ δὲ θαρσῶν ὅταν ἥκῃ μέρος ἔργων ἐπαΰσας θροεούσᾳ πρὸς σὲ Τέκνον
οἶδα ] γινώσκω . ᾧ τρόπῳ ] ἐκφύγοι . . θαρσῶν ] ἐπαιρόμενος καὶ κομπάζων . τοῖς πεδαρσίοις κτύποις ]
6326144 βεβλησθαι
ἡδυπάθειαν ταύτην τέλος εἶναι ἔφη καὶ ἐν αὐτῇ τὴν εὐδαιμονίαν βεβλῆσθαι : καὶ μονόχρονον αὐτὴν εἶναι , παραπλησίως τοῖς ἀσώτοις
βλητοὺς αὐτοὺς ὀνομάζουσι παρὰ τὸ κατὰ θείαν μῆνιν ὑπὸ ἐναντίας βεβλῆσθαι δυνάμεως . Καὶ τὸ τῶν ἐπιλήπτων δὲ πάθος οὐκ
6317980 τεγξαι
ἥβαν προλείπων . Φασὶν ἀδεισιβόαν Ἀμφιτρύωνος παῖδα μοῦνον δὴ τότε τέγξαι βλέφαρον , ταλαπενθέος πότμον οἰκτίροντα φωτός : καί νιν
[ ] : λείπει ἡ εἰς . οὐ καρτερήσεις : τέγξαι χεῖρα φόνου : τὸ ἑξῆς : φόνου χεῖρα φονίαν
6315972 συγκαθειρξεν
πρὸς τὸν Διόνυσον . Οἵῳ μ ' ὁ δαίμων τέρατι συγκαθεῖρξεν : ἐπὶ τῶν δυσανασχετούντων . Ἐπὶ τοῦ Κύκλωπος καὶ
ὑπερηφανίαν πάνυ ἐμίσησεν . Οἵῳ μ ' ὁ δαίμων τέρατι συγκαθεῖρξεν : ἐπὶ τῶν δυσανασχετούντων ἐπί τινι δυσχερεῖ πράγματι λέγεται
6314705 χαλινωσαι
. . : Αὐτόθι φασὶ Ποσειδῶνα πρῶτον ἵππους ζεῦξαι καὶ χαλινῶσαι . . . . Ὁ γὰρ Κολωνὸς ἱππεὺς ὠνομάσθη
ἦ καὶ ὄντως ποθέων καὶ ζητῶν ζεῦξαι καὶ ὑποτάξαι καὶ χαλινῶσαι τὸν Πήγασον τὸν υἱὸν τῆς ὀφιώδους Γοργόνης ἀμφὶ τοῖς
6306674 θυμωθεις
αὐτῶν . κέρατα δὲ τὰ ἑαυτοῦ ὁ κάραβος ἀνεγείρας καὶ θυμωθεὶς ἐς αὐτά , προκαλεῖται μύραιναν . οὐκοῦν ἣ μὲν
ἐκ τῶν ἴσων ἐκλέξασθαι τούτους προὐτρέπετο . καὶ ὁ λέων θυμωθεὶς τὸν ὄνον κατέφαγεν . εἶτα τῇ ἀλώπεκι μερίζειν ἐκέλευσεν
6304933 γελωτοποιον
ὅδ ' ἐστὶν ὅς ποτ ' ἀμφ ' ἐμοὶ βέλος γελωτοποιόν , τὴν κάκοσμον οὐράνην , ἔρριψεν οὐδ ' ἥμαρτε
' ἔστιν , ὅς ποτ ' ἀμφ ' ἐμοὶ βέλος γελωτοποιόν , τὴν κάκοσμον οὐράνην , ἔρριψεν οὐδ ' ἥμαρτε
6302406 ἀνιωμενος
ἔστιν ἡ ῥώμη καὶ εὐεξία τοῦ σώματος . Ὁ αὐτὸς ἀνιώμενος καὶ δυσφορῶν ἐπὶ τῇ παραλύσει χρονιωτέρᾳ γινομένῃ ἔδοξε τὸ
παρανομίᾳ . θ δυσφορῶν ] βαρέως φέρων . δυσφορῶν ] ἀνιώμενος . δυσφορῶν ] λυπούμενος . δυσφορῶν ] ἀγανακτῶν .
6301966 κατεδησεν
! ! ! ! ] ´ας [ ! ] [ κατέδησεν ] ἵππους : ! ! ! ! ! !
ὑποστροφῆς παρεγένετο πρὸς τὸν Πηλέα : ὅθεν τὰς φρένας αὐτοῦ κατέδησεν ἡ ὀλιγωρία . ἀμηχανία δὲ ἡ ἀπορία καὶ λύπη
6294070 ἀνευροι
: αὐτὸς δὲ πάντα ἀνηρεύνα , εἴ που τὸν Ἁβροκόμην ἀνεύροι . Ὁ δὲ Ἁβροκόμης τὰ μὲν πρῶτα ἐπιπόνως ἐν
Παρσώνδην ἐξέκαμε , καὶ δῶρα προτείνων , εἴ τις αὐτὸν ἀνεύροι ἢ ζῶντα ἢ τεθνεῶτα , ὑπελάμβανέ που ἐν κυνηγεσίῳ
6292508 ἀφερτον
, ἐπεὶ διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν , πόλει πρόστριμμα θεὶς ἄφερτον : λιτᾶν δ ' ἀκούει μὲν οὔτις θεῶν :
] τὸν μισθὸν τῆς ἁμαρτίας . σπαρνὰς ] σπανίους . ἄφερτον ] βαρύν . οὐκ ἀναίνομαι ] ἀλλὰ χαίρω ἐν
6286166 ἐγελασα
κεραμὶς ἐμπεσοῦσα οὐκ οἶδ ' ὅτου κινήσαντος ἀπέκτεινεν αὐτόν . ἐγέλασα οὖν οὐκ ἐπιτελέσαντος τὴν ὑπόσχεσιν . ἔοικα δὲ καὶ
ὑπέλαμπεν , ἀπὸ τῆς δᾳδός μοι δοκεῖν . “ κἀγὼ ἐγέλασα ἐπιμετρήσαντος τοῦ μάρτυρος τὴν ὑλακὴν καὶ τὸ πῦρ .
6285781 προυτεινε
συμμελὲς ἀναμέλπων . ὃ δὲ ἀλεκτρύων ἑστὼς ἐπὶ θατέρου ποδὸς προύτεινε τὸν λελωβημένον καὶ κυλλόν , ὥσπερ οὖν μαρτυρόμενος καὶ
μέρη πολλῶν . ἁλούσης δὲ τῆς πόλεως ὁ μὲν Δολοβέλλας προύτεινε τὴν κεφαλὴν τῷ σωματοφύλακι αὑτοῦ καὶ τεμόντα προσέταξε φέρειν
6282856 ταρβει
τῷ προτρέποντι τὸν Ἀγήνορα ἀντιστῆναι Ἀχιλλεῖ . . . . ταρβεῖ οὐδὲ φοβεῖται , ἐπεί κεν ὑλαγμὸν ἀκούσῃ : ἡ
ἔχει τι δεινὸν γενέσθαι : ἀτάραχος : τὸ μὲν φρίσσει ταρβεῖ ταὐτόν ἐστιν . ὁ δὲ νοῦς : οὐδέποτε ἡ
6281683 διαμελλησας
τῆς ἔξω στρατιᾶς ἄρχειν . Καὶ ὁ Μάρκιος οὐθὲν ἔτι διαμελλήσας ἧκεν ἄγων τὴν δύναμιν ἐπὶ Κιρκαίαν πόλιν , ἐν
τῆς ἀληθείας ταλαίπωρον . Μετὰ τοῦτο τὸ ἔργον οὐδὲν ἔτι διαμελλήσας ὁ Ταρκύνιος ἐπάγεται γυναῖκα τὴν Τυλλίαν οὔτε τοῦ πατρὸς
6280478 ἐμωι
ὦ ἄνδρες δικασταὶ ? ? τῷ τε πατρὶ [ τῶι ἐμῶι καὶ τοῖς ἄλλοις ἐπιτηδείοις ] ἔλεγεν [ , ὡς
' ἄλλον ἄνδρα σωφρονέστερον ὄψεσθε , κεἰ μὴ ταῦτ ' ἐμῶι δοκεῖ πατρί . ἦ μέγα μοι τὰ θεῶν μελεδήμαθ
6279239 περιπαρεις
' ἡδονῆς ἑλιττόμενος ὅδε ὁ γάστρις ἑαυτὸν διαλέληθε τῷ προειρημένῳ περιπαρεὶς ἀγκίστρῳ , καὶ ἀποδρᾶναι τὸ ἐμπεσὸν κακὸν διψῶν τὴν
φάγοιεν οἵδε οἱ ἄνδρες , δεδιότες μή ποτε ἄρα αὐτῷ περιπαρεὶς ἔτυχεν ὁ παρὰ σφίσιν ἱερὸς καὶ θαυμαστὸς ἰχθὺς ὃν
6273214 ἀγχειν
κρατεῖν φιλονεικοῦσι τοῦ γέλωτος λανθάνουσι μᾶλλον ἡττώμενοι , οὕτω τοῖς ἄγχειν τὸν ὀδυρμὸν πειρωμένοις ἄμαχος ἐπιρρεῖ δακρύων φορά . ἐντεῦθεν
, δειπνεῖν ἄκλητος μυῖα , μὴ ' ξελθεῖν φρέαρ , ἄγχειν , φονεύειν , μαρτυρεῖν , ὅς ' ἂν μόνον
6271700 Κυαθον
' ὀβολοὺς μισθὸν φέρων . Ἱεροὺς Ἀφροδίτης χρυσόφρυς Κυθηρίας . Κύαθον ἐπριάμην παρὰ Δαισίου . Τροχιλίαισι ταῦτα καὶ τοπείοις ἱστᾶσιν
' ἐν τῇ ἐνάτῃ τῶν ἱστοριῶν καὶ ποταμόν τινα ἀναγράφει Κύαθον καλούμενον περὶ Ἀρσινόην πόλιν Αἰτωλίας . τῷ δὲ ἀκρατέστερον
6259087 ἀκμητι
ὁδοὶ , ὥστε καὶ πέρα Νείλου διαβαίνειν καὶ εἰς Ὑπερβορέους ἀκμητὶ καὶ ἀνεμποδίστως τὸ ἐγκώμιον . ἄλλως . ὁδοὶ πολλαί
ἐνόμιζον ἱκετείας τε ἀνωφελεῖς ἱκετεῦσαι καὶ ὀλεθρίου ἅψασθαι φυγῆς : ἀκμητὶ γὰρ ἔμελλον ἁλώσεσθαι Ἀθηναίοις πρὸς τοὺς διώκοντας ὁ φεύγων
6253047 προλιπειν
φοβῶνται μηδὲ φεύγωσιν , ἀλλὰ κἂν τὴν γῆν ἅπασαν δέῃ προλιπεῖν , κἂν τῶν σωμάτων αὐτῶν ἀποστῆναι , ῥᾳδίως ὑπομένωσιν
ὃς τότε κῆρας ἐπερχομένας σάφα εἰδὼς οὐκ ἔτλη Σπάρτης ἡγεμόνας προλιπεῖν . Γράψε Πολύγνωτος Θάσιος γένος , Ἀγλαοφῶντος υἱός ,
6251475 Τουτονι
' ἀναιδείᾳ παρέλθῃ ς ' , ἡμέτερος ὁ πυραμοῦς . Τουτονὶ τὸν ἄνδρ ' ἐγὼ ' νδείκνυμι , καὶ φήμ
ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐνέχεσθαι , διαγιγνώσκειν δὲ τοὺς ἐφέτας . Τουτονὶ δεῖ μαθεῖν ὑμᾶς , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , τὸν
6247507 πληττε
κτύπος περὶ τὰ στήθη καὶ τὴν κεφαλήν . ἄρασσε ] πλῆττε , τύπτε . κἀπιβόα ] καὶ ἐπὶ τούτῳ .
βάλλε ] τίτρωσκε . παῖε ] τύπτε , κροῦε , πλῆττε . . πολλῶν ] κακῶν , δεινῶν . .
6244207 Μηδε
τὸ δὲ δεύτερον παρῆκεν ὡς διὰ τῶν ἄκρων εἰσφερόμενον . Μηδὲ κατὰ τοῦ Α ἕτερον . πάλιν τὸ πρῶτον σχῆμα
Ὅλῳ καὶ παντί , ἔφη , διαφέρει τὸ φείδεσθαι . Μηδὲ Ἕλληνα ἄρα δοῦλον ἐκτῆσθαι μήτε αὐτούς , τοῖς τε
6234458 σεσηρως
μιαρὸς οὗτος . ὡς δὲ καὶ κλέπτον βλέπει . οἷον σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ ' οἴεται . ποῦ δ ' ὅ
εἰμι μουσικώτερος τρύχνου . τρώκτης σφόδρ ' ἐστίν , ἅμα σεσηρὼς καὶ γελῶν . ἀσπαζόμεσθ ' ἐρετμία καὶ σκαλμίδια .
6230382 ἰταμον
ὁρῶν προσβλέψῃ δριμύ , καὶ ἐκείνη κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἰταμὸν ἀντιβλέψῃ , καί τι καὶ φύσημα ἐμπνεύσῃ ἑαυτῇ μὲν
ταῖς λέξεσιν δὲ ἑτέραις ἐχρήσατο , % ὡς τὸ λείαν ἰταμὸν αὐτῆς ἐκφευξούμενος . % ἔφησε γὰρ μὴ εἰδέναι %
6227715 βραδυγλωσσος
καταγγέλλει βραχείᾳ καὶ διακεκομμένῃ φωνῇ : οὕτω γὰρ ὁμιλεῖν εἰώθει βραδύγλωσσος ὤν . Ὁ δὲ τὸν τρόπον μὴ ἀγνοήσας ,
υ : οἷον , ὀξὺς , ὀξύθυμος : βραδὺς , βραδύγλωσσος : ταχὺς , ταχύγραφος : κατὰ δὲ τὸ τέλος
6226687 λυκοιο
κυναλώπεκας , οἵ οἱ ἕπονται , μιμεῖσθαι χρὴ πότμον ἀποιχομένοιο λύκοιο . ὃς δέ κε δειλὸς ἐὼν φεύγῃ μένος Ἡφαίστοιο
ἐβάλλετο καμπύλα τόξα , ἕσσατο δ ' ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῖο λύκοιο , κρατὶ δ ' ἐπὶ κτιδέην κυνέην , ἕλε
6226386 οἰμωζων
. ἄλλος φιλόθηρος . δὸς ἱππάριον καλὸν ἢ κυνάριον : οἰμώζων καὶ στένων πωλήσει ἀντ ' αὐτοῦ ὃ θέλεις .
κύνες ἀκούσαντες τὸν λύκον ἐδίωκον . ὁ δὲ φεύγων καὶ οἰμώζων ἔλεγεν : „ οὐκ ἔδει με τὸν ταλαίπωρον αὐλητὴν
6225565 λαθοντα
καὶ ὡς ἀπ ' εὐνοίας διορθοῦντα ὑποδέξασθαί τε καὶ δῆσαι λαθόντα . προσέταξεν δὲ καὶ τοῖς χιλιάρχοις τοὺς πιστοτάτους ἕκαστον
τέγη , περιστεφανοῦν θωρακίοις δέον ὑπὲρ τοῦ μή τινα κατακρημνισθῆναι λαθόντα : φόνον γάρ , εἰ δεῖ τἀληθὲς εἰπεῖν ,
6224286 λυκε
εἱστήκει . λύκον δὲ ἰδὼν ἔφη αὐτῷ : „ ὦ λύκε , ἰδοὺ ἐκ πόνου ἀποθνῄσκω καὶ δεῖ με σοῦ
κατεδιώκετο . ἐπιστραφεῖσα δὲ πρὸς αὐτὸν εἶπεν : ” ὦ λύκε , ἐπεὶ πέπεισμαι , ὅτι σὸν βρῶμα γενήσομαι ,
6222162 κεκραγεναι
θεωρεῖν , ἑστιᾶσθαι , κοτταβίζειν , συβαριάζειν , ἰοῦ ἰοῦ κεκραγέναι . Εἰ γὰρ ἐκγένοιτ ' ἰδεῖν ταύτην με τὴν
καὶ οἱ ἄλλοι μετεβάλλοντο , ὡς ἅπαντας ὁμοθυμαδὸν μιᾷ φωνῇ κεκραγέναι , κτείνειν τὸν κοινὸν λυμεῶνα , τὸν ἀφ '
6214421 ὀργιζεται
ἐμπιμπλαμένων τε καὶ ὀχευόντων , ἀλλὰ χαλεπαίνει καὶ ἀγανακτεῖ καὶ ὀργίζεται τοῖς ἀπολαύουσι καὶ ἕτοιμα ἐπιπηδᾶν καὶ δάκνειν καὶ κυρίττειν
καίτοι λίαν αὐτῆς σωφρονούσης : καὶ ἀναιρεῖται Ὀρόνδης , καὶ ὀργίζεται ἡ μήτηρ τῶι βασιλεῖ . ὅτι Παρύσατις φαρμάκωι διαφθείρει
6204790 χαλινῳ
περὶ νύσσαν ἀεθλοφόρος θοὸς ἵππος , ἀγχόμενος παλάμῃσι καὶ ἡνιόχοιο χαλινῷ . οἱ δ ' ἄρ ' ἀπὸ σκοπιῆς τηλαυγέος
, θύγατερ Δίκας , ἃ κοῦφα φρυάγματα θνατῶν ἐπέχεις ἀδάμαντι χαλινῷ , ἔχθουσα δ ' ὕβριν ὀλοὰν βροτῶν μέλανα φθόνον
6202789 λελιμμενος
παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν . θ Ξ λελιμμένος ] ἐπιθυμίαν ἔχων . κατὰ τοῦτον γὰρ τὸν καιρὸν
μαργῶν ] μαινόμενος . θ Ξ μάχης ] πολέμου . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν
6200804 κοσκυλματιοις
ἐκολάκευε γάρ . ΓΘ ἐκολάκευ ' ] κατεπράϋνε . Γ κοσκυλματίοις : τοῖς περικεκομμένοις καὶ ἀπορριφεῖσι δέρμασι . βούλεται δὲ
τῶν οὐδενὸς ὄντων ἀξίων . κοσκυλματίοις ] κολακεύμασι . Γ κοσκυλματίοις ] λεπτολογίαις , παραλογισμοῖς , λόγοις θωπευτικοῖς . κοσκυλματίοις
6200567 κυνιδιον
τυφλός : οὔτε γὰρ πέφυκεν ἔχειν ὀφθαλμούς . τὸ δὲ κυνίδιον λέγεται στέρησιν ἔχειν , ἡνίκα μὴ ἔχει ἐν τῷ
κνισοτηρητής : ὁ κνίσαν καὶ δεῖπνα ἐπιτηρῶν . κυνάριον καὶ κυνίδιον : ἄμφω δόκιμα . καλλιτράπεζος : ὁ καλὴν καὶ
6199975 πληξῃ
τῷ δακτυλίῳ , μὴ ἐάσῃς αὐτῷ μέγαν ὄνυχα , μὴ πλήξῃ , μὴ ἑλκώσῃ . εἰ δὲ σίδηρον ἀπὸ ἑλκῶν
ποιεῖ , βλέπε μὴ εἰσελθοῦσα περὶ τὸ βάθος ἡ ψύξις πλήξῃ τὰ μόρια , καὶ μᾶλλον εἰ ἐτάκησαν ἀπὸ τῆς
6198166 βραδυνεται
αὐτοῦ , τάχιστα βάλλει αὐτὸν ἐκεῖσε τῷ δόρατι . θ βραδύνεται ] βραδεῖαν τὴν χεῖρα ἔχει . βραδύνεται ] βραδύς
Οἰδίπους , τί μέλλομεν χωρεῖν ; πάλαι δὴ τἀπὸ σοῦ βραδύνεται . Ὁ δ ' ὡς ἐπῄσθετ ' ἐκ θεοῦ
6191661 ἀρασσε
πρὸς ] ἐν ταῖς περαίνεται ] τελεῖται ματᾷ ] ματαιάζει ἄρασσε ] πλῆττε μᾶλλον ] ἤγουν μεῖζον μηδαμῆ χάλα ]
πρὸς πέτραις . περαίνεται δὴ κοὐ ματᾷ τοὔργον τόδε . ἄρασσε μᾶλλον , σφίγγε , μηδαμῇ χάλα : δεινὸς γὰρ
6191108 ὑπουλον
διανοίᾳ τοῦ κεκολασμένου καὶ ἐκκεκαθαρμένου πυῶδες οὐδὲ μὴν μεμωλυσμένον οὐδὲ ὕπουλον εὕροις : οὐδὲ ἀσυντελῆ τὸν βίον αὐτοῦ ἡ πεπρωμένη
: διὰ γὰρ μαλακίαν καὶ ἀσθένειαν ψυχῆς τὸ διέρπον καὶ ὕπουλον τῶν μηχανημάτων αὐτοῖς ὡς ἀνδρεῖον . . . [
6190181 καθικετευε
ποιεῖν ἐπαγγελλομένοις . ἄνθρωπός τις ξύλινον θεὸν ἔχων πένης ὢν καθικέτευε τοῦ ἀγαθοποιῆσαι . ὡς οὖν ταῦτ ' ἔπραττε καὶ
. κἀκεῖνος ἐστέναξε τὸ στόμα βρύχων , πάλιν δὲ κερδὼ καθικέτευε φωνήσας ἄλλον τιν ' εὑρεῖν δεύτερον δόλον θήρης .
6186474 ΘΖΚ
ἡ ὑπὸ ΖΔΚ ὑπόκειται πγ β , ἡ δὲ ὑπὸ ΘΖΚ ὅλη τῶν αὐτῶν σιγ β . ἐδείχθη δὲ καὶ
τῶν αὐτῶν β ιβ : καὶ λοιπὴ ἄρα ἡ ὑπὸ ΘΖΚ γωνία , οἵων μέν εἰσιν αἱ β ὀρθαὶ τξ
6182123 σκηπτομενος
ἔρχεται . ὁ τοίνυν τιθασὸς ἐπὶ πόδα ἀναχωρεῖ , δεδιέναι σκηπτόμενος : ὁ δὲ ἔπεισι γαῦρος , οἷα δήπου κρατῶν
οὗτος ὁ τρόπος Θεοδώρου : ἀλλὰ μὴ ἀναδύου τὰ ὡμολογημένα σκηπτόμενος παίζοντα λέγειν τόνδε , ἵνα μὴ καὶ ἀναγκασθῇ μαρτυρεῖνπάντως
6182014 κατελιπες
ναῦν ἐν τῷ αἰγιαλῷ ἐστερημένην πηδαλίου : ἔλιπες ἔλιπες : κατέλιπές με , ὦ πάτερ , ὥσπερ μεμονωμένην ναῦν θαλασσίαν
ἢ βραδύ : ἔλιπες ἔλιπες : λείπει τὸ ναῦν : κατέλιπές με ὥσπερ ναῦν ἐν τῷ αἰγιαλῷ ἐστερημένην πηδαλίου :
6180980 θαρσειν
: ὅτωι δ ' ἐλαύνεται συμφοραῖς οἶκος , σέβοντα δαίμονας θαρσεῖν χρεών : ἐς τέλος γὰρ οἱ μὲν ἐσθλοὶ τυγχάνουσιν
ὅπως ὅτι μεγίστη τοῖς ἐν ταῖς ναυσὶν ὠφελία ἐς τὸ θαρσεῖν γίγνοιτο : ὁ δὲ Δημοσθένης καὶ Μένανδρος καὶ Εὐθύδημος
6178759 Ἀχιλληϊ
' Ἕκτορα εἶπε παραστὰς Φοῖβος Ἀπόλλων : Ἕκτορ μηκέτι πάμπαν Ἀχιλλῆϊ προμάχιζε , ἀλλὰ κατὰ πληθύν τε καὶ ἐκ φλοίσβοιο
ς ' ἐκέλευσεν Ὀλύμπιος Ἕκτορα δῖον , δῶρα δ ' Ἀχιλλῆϊ φερέμεν τά κε θυμὸν ἰήνῃ οἶον , μὴ δέ
6175181 Πικρον
. Ἦ πού τι χαλεπόν ἐστι τὸ ψευδῆ λέγειν . Πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . Οὐδεὶς πονηρὸν
οἱ ἄλλοι δέ . ἐρχθέντες : κρατηθέντες , ἐμπλακέντες . Πικρόν : ἐλεεινόν . ἀνέτλησαν : ὑπέμειναν , ὑπὸ τῶν
6174968 ταχυνειν
ὄπισθεν ἐχθροῦ : ὥστ ' ἐφ ' ἡμῖν ἔσται καὶ ταχύνειν τὸ ἔργον καὶ ἐπὶ σχολῆς ἐκτρύχειν τοὺς πολεμίους λιμῷ
καταζήτει . καὶ ἐκφόβει . διώκειν γʹ : ἐξωθεῖν . ταχύνειν . καὶ μεταδιώκειν . δμώς βʹ : ὑπηρέτης .
6173056 θεωμενον
περὶ τῆς βασιλείας πεῖραι κατεπαύοντο οὐδ ' ὥς , ἀλλὰ θεώμενον αὐτὸν ἐν ἀγορᾷ τὰ Λουπερκάλια ἐπὶ θρόνου χρυσέου ,
δὲ ὄμματα ἔστω μεγάλα μετέωρα καθαρὰ λαμπρά , ἐκπλήττοντα τὸν θεώμενον . καὶ κράτιστα μὲν τὰ πυρωπὰ καὶ ὑπεραστράπτοντα ,
6172274 αἰτησοντα
σοι φάρμακον παρ ' αὑτοῦ καὶ συνεβούλευεν ὅτι τάχιστα πέμπειν αἰτήσοντα πρότερον ἀξιώσας τὸν μηνύσαντα κρύπτειν . ἐγὼ δὲ οὐκ
ὅπλων τὴν ἀπὸ τῆς ἡμερότητος , ἣν ἔπεμψέ με νῦν αἰτήσοντα πόλις ἀτυχής , εἰ δὲ βούλει , προπετής ,
6171418 ἐθορεν
ἀλλ ' ὅτε δὴ λόχμῃσι λαγωείῃσι πελάσσῃ , ῥίμφ ' ἔθορεν , τόξῳ ἐναλίγκιος ἠὲ δράκοντι συρικτῇ , τὸν ὄρινεν
λευγαλέῳ ζήλῳ περὶ μητέρι μαινόμενος θήρ : ἐκ δ ' ἔθορεν μεμαὼς παιδὸς γενύεσσι ταμέσθαι μήδεα , μὴ μετόπισθε νέον
6165926 τυφλοτητα
, ἀλλὰ καταφατικῶς κατηγορεῖται τοῦ πράγματος , λεγόντων ἡμῶν τόνδε τυφλότητα ἔχειν καὶ καθ ' ἕξιν ἔχειν τόδε τὸ πάθος
στέρησιν οἶδε καὶ τὴν ἕξιν . οἷον ὁ εἰδὼς τὴν τυφλότητα οἶδε καὶ τὴν ὄψιν : ἡ γὰρ τυφλότης πρὸς
6160803 ἁλμασιν
δέος μή τι πρὸς ἐπιβουλὴν ἀφανῶς ἐπικρύπτηται , ὅπερ ἢ ἅλμασιν ἢ μακραῖς διαβάσεσιν ἔμελλε διελέγχεσθαι . πόσων ἄρα κακῶν
ἐχρῶντο οἱ παλαιοὶ καὶ τοῖς εἰς ἀναστόμωσιν βρώμασιν ὡς ταῖς ἅλμασιν ἐλαίαις , ἃς κολυμβάδας καλοῦσιν . Ἀριστοφάνης γοῦν φησιν
6159677 καταπεσειν
πρώτῳ χρόνῳ , κἂν ἅλλεσθαι συμβῇ ποτε τὴν γυναῖκα καὶ καταπεσεῖν ὀλισθοῦσαν , ἤ πως ἄλλως σφοδρότερον ἢ κατὰ ψυχὴν
, οὐδὲ θέμις ἐστὶν εἰς ἀλόγου ζῴου σῶμα ψυχὴν ἀνθρωπίνην καταπεσεῖν . θεοῦ γὰρ νόμος οὗτος , φυλάσσειν ψυχὴν ἀνθρωπίνην
6159628 Ἁλιευς
ἀκμαζόντων , Ἄμμες γέ γ ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάῤῥονες . Ἁλιεὺς πληγεὶς νοῦν οἴσει : ἐπὶ τῶν μετὰ τὸ ἁμαρτῆσαί
; τὸ κέρας κέκραγε , κἂν ἐγὼ σιωπήσω . ” Ἁλιεὺς σαγήνην ἣν νεωστὶ βεβλήκει ἀνείλετ ' : ὄψου δ
6157361 ὀδυρεσθαι
ἀποκλαίειν ἀνακλαίειν , δακρύειν ἀποδακρύειν , κλαυθμυρίζεσθαι , θρηνεῖν , ὀδύρεσθαι ἐποδύρεσθαι ἀποδύρεσθαι , δεινοπαθεῖν , οἰμώζειν , ὀλοφύρεσθαι κατολοφύρεσθαι
ποταμὸς Ἠριδανός , ἐφ ' ᾧ τὰς θυγατέρας τὰς Ἡλίου ὀδύρεσθαι νομίζουσι τὸ περὶ τὸν Φαέθοντα τὸν ἀδελφὸν πάθος .
6148909 ἁδειν
, ὁ βʹ μέλλων ἁδῶ ἁδεῖς ἁδεῖ καὶ τὸ ἀπαρέμφατον ἁδεῖν , . , , . . α . *
: παρὰ τὸ ἄδην † ἀδδηφάγος . . . . ἁδεῖν : τὸ ἀρέσαι ἐξ οὗ καὶ τὸ ἅδε δ
6148730 τριβωνιῳ
] ἀνθρώπων ἐρημίαν : ἐγὼ δὲ ἄνθρωπος οὐδεὶς οὐδαμόθεν ἐν τριβωνίῳ φαύλῳ μήτε ᾄδειν ἡδὺς μήτε μεῖζον ἑτέρου φθεγγόμενος ,
φιλοσοφίαν αἰρόντων , ἀλλὰ καὶ σύνεδρον πολλάκις ἐποιήσατο ἐν τῷ τριβωνίῳ καὶ συντράπεζον καὶ συνοδοιπόρον , καὶ πράως ἤνεγκε νουθετοῦντα
6148190 ὑπεικουσι
κατόρθωμα ἕξει καὶ σφαλεῖσι μετὰ ὀνειδῶν γενήσοιτο ἡ συμφορά , ὑπείκουσι ταῖς γυναιξί . πρότερον δὲ ἔτι τὸν ἀγῶνα τοῦτον
τῇ γῇ : μεσεμβόλημα : εἴς σε ἀφορῶσιν , σὲ ὑπείκουσι , τουτέστι ὑπὸ τὸν ζυγὸν τὸν σὸν καί σοι
6146415 διωκομενα
καθίσαντες ἑωρῶμεν τὸ μὲν πρῶτον θηρία κατακοντιζόμενα καὶ ὑπὸ κυνῶν διωκόμενα καὶ ἐπ ' ἀνθρώπους δεδεμένους ἀφιέμενα , κακούργους τινάς
ὑπερβολὴ ψεκτὸν μὲν οὐκ ἔστιν οὐδὲ μοχθηρόν , ὅτι τὰ διωκόμενα , ὡς εἴρηται , φύσει εἰσὶν ἀγαθὰ καὶ δι
6145465 ᾀξας
τοῦτ ' ἐκορυβάντιζ ' : ὁ δ ' αὐτῷ τυμπάνῳ ᾄξας ἐδίκαζεν εἰς τὸ Καινὸν ἐμπεσών . ὅτε δῆτα ταύταις
παρελθὼν εἰς τὸ βουλευτήριον . Γ θεύσει ] ὁρμήσει . ᾄξας ] ἀΐξας , εἰσελθών . κραγὸν : Ἀρίσταρχος ὀξυτόνως
6145036 πνεους
ἐμῷ κάρᾳ πληγεῖς ' ἐναυάγησεν ὀστρακουμένη , χωρὶς μυρηρῶν τευχέων πνέους ' ἐμοί . καὶ Σοφοκλῆς δὲ ἐν Ἀχαιῶν συνδείπνῳ
ἐτήτυμος Διὸς κόραΔίκαν δέ νιν προσαγορεύομεν βροτοὶ τυχόντες καλῶς ὀλέθριον πνέους ' ἐν ἐχθροῖς κότον : τάπερ ὁ Λοξίας ὁ
6141097 κλεψῃ
ἐν ἀθυμίᾳ ὄντος φίλου , δείσας μὴ διαχρήσηται ἑαυτόν , κλέψῃ ἢ ἁρπάσῃ ἢ ξίφος ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον ,
σχῇς τροφὰς αὔριον : περὶ τῶν δουλαρίων τρέμε , μὴ κλέψῃ τι , μὴ φύγῃ , μὴ ἀποθάνῃ . οὕτως
6137111 σαινειν
; ” , ἵν ' ᾖ τὸ κινεῖν ἀντὶ τοῦ σαίνειν . ὡσεὶ ἔλεγε , τί μου καταπαίζεις καὶ λυπεῖς
ἀπὸ τῶν σαινόντων ζώων . αἴτιον γὰρ ἡ χαρὰ τοῦ σαίνειν τὰ ζῶα τὰς οὐράς . τῶν φίλων . εὐτυχούντων
6133183 ἀψυχιᾳ
. . καὶ μάχην ] γρ . μή . . ἀψυχίᾳ ] δειλίᾳ . . τοιαῦτ ' ἀϋτῶν ] τοιαῦτα
ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόν , σαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ . τοιαῦτ ' ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους σείει ,
6131214 κραταιας
γνώμης τοῦ τε μηδὲν ἐξ ἀρχῆς βεβουλεῦσθαι , ὥσπερ αὖ κραταιᾶς εὖ μάλα καὶ μετὰ λογισμοῦ καὶ ψήφου τοῖς πράγμασιν
Τηλέμαχον ὁπλισάμενοι ἀπαντῶσιν ἔξω τῆς πόλεως , καὶ γενομένης μάχης κραταιᾶς πίπτουσιν οἱ ὑπὲρ τῶν μνηστήρων πολεμήσαντες ἀριστεύοντος τοῦ Τηλεμάχου
6129001 ὀχμασαι
σοι πατὴρ ἐφεῖτο , τόνδε πρὸς πέτραις ὑψηλοκρήμνοις τὸν λεωργὸν ὀχμάσαι , ἀδαμαντίνων δεσμῶν ἐν ἀρρήκτοις πέδαις . καὶ πάλιν
λίθων γενέσθαι , ὡς κλέπτην καὶ θεῶν παρήκοον . . ὀχμάσαι ] δῆσαι , προσπῆξαι . . συνδῆσαι , κατέχειν
6128945 σβεννυναι
κηλοῦν καὶ πεῖθον . κατακοιμίζειν τὸν λύχνον : ἀντὶ τοῦ σβεννύναι . κυανεῖ ἡ θάλαττα : ἀντὶ τοῦ κυανίζει ,
. οἱ δὲ Ῥηγῖνοι τὸ μὲν πρῶτον ὀλίγοι προσβοηθήσαντες ἐπεχείρουν σβεννύναι τὴν φλόγα , μετὰ δὲ ταῦτα Ἑλώριδος τοῦ στρατηγοῦ
6128122 ἐκφανῃς
οὐκ ἀνεξ ! ! ! [ ὀργῆς ἕκατι κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου . φιλῶ τὰ γράμματα μισ [ χάρις ἐπὶ
αὐτὸν ἐχθρὸν γενόμενον . } Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου . † ἔλπιζε γὰρ αὐτὸν πάλιν γενέσθαι φίλον
6127853 ἐμελλ
οὔτε γὰρ ὑμετέρῳ στρατηγῷ προχείρως ἐναντία θήσεσθαι τὰ ὅπλ ' ἔμελλ ' ὁ Σίμων οὐδ ' ὁ Βιάνωρ , πολῖται
' εἴσιθ ' , ὡς ὁ μάγειρος ἤδη τὰ τεμάχη ἔμελλ ' ἀφαιρεῖν χἠ τράπεζ ' εἰσῄρετο . Ἴθι νυν
6126049 προσποιει
πλαγιοφύλακας ; Ἡ συνεχὴς γυμνασία ὠφέλειαν μὲν πολλὴν τῷ στρατιώτῃ προσποιεῖ . Κατάδηλος δὲ αὕτη εὐχερῶς τοῖς ἐχθροῖς γίνεται διά
μή τι ἦν ᾧ ἐπίστευες . νῦν δὲ ἄκων μὲν προσποιεῖ , ἑκὼν δὲ πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς Ἀθηναίων ἀπέκτεινας .
6125963 δεσποτηι
[ ὃς σεθ ? [ ἔχεις , εὖ μοι διδοίης δεσπότηι θ ' ὃς Οἰνόης σύγχορτα ναίει πεδία ταῖσδ '
ἄρσεν ' ἐντίκτω κόρον , πλαθεῖς ' Ἀχιλλέως παιδί , δεσπότηι δ ' ἐμῶι . καὶ πρὶν μὲν ἐν κακοῖσι
6124375 δημιος
' ἐν Ἀποκοπτομένῃ : οὐ συμποσίαρχος ἦν γάρ , ἀλλὰ δήμιος ὁ Χαιρέας , κυάθους προπίνων εἴκοσιν . Διόδωρος δ
τῇ τετάρτῃ : ἡμέας ἔχει φόβος τε καὶ δέος . δήμιος καὶ δημόκοινος διαφέρει . δήμιος μὲν γάρ ἐστιν ὁ

Back