τὰ δὲ εὐκολώτατα ἀποκρίνει . ἴδοι δ ' ἄν τις νοσοῦσαν ἶβιν σπανιώτατα . πανταχοῦ δὲ καθιεῖσα ἶβις τὸ ῥάμφος | ||
ὥσπερ τὰ σιτία : ἰατρεύει γὰρ τὴν φύσιν τοῦ πεινῶντος νοσοῦσαν τοῦτο τὸ μέρος , καὶ εἰσάγει τὸ ἐλλεῖπον , |
ἀσεβοῦντες οὐ διδόασιν εὐθέως δίκην , τίν ' αἰελούρου βωμὸς ἐπιτρίψειεν ἄν ; καὶ τὸ γλωττοκομεῖον βαλανεύεται . γαλεοὺς καὶ | ||
' . ἀπιστήσουσι γάρ . ὁ Ζεύς σέ γ ' ἐπιτρίψειεν . ἐπιτρίψουσι γάρ . οἴσειν δοκεῖς τιν ' ὅστις |
Ματέρνῳ καιρὸς ἐπιτήδειος εἶναι ἐς τὸ τὴν ἐπιβουλὴν λαθεῖν . ἤλπισε γὰρ αὐτός τε ἀναλαβὼν τὸ τῶν δορυφόρων σχῆμα καὶ | ||
: μικρὸν δ ' ὕστερον γνῶναι διότι οὐ δύναται ὃ ἤλπισε : „ μέσσῳ γὰρ μεγάλοι ποταμοὶ καὶ δεινὰ ῥέεθρα |
, ἐπεὶ διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν , πόλει πρόστριμμα θεὶς ἄφερτον : λιτᾶν δ ' ἀκούει μὲν οὔτις θεῶν : | ||
] τὸν μισθὸν τῆς ἁμαρτίας . σπαρνὰς ] σπανίους . ἄφερτον ] βαρύν . οὐκ ἀναίνομαι ] ἀλλὰ χαίρω ἐν |
ἐν μέσῳ . οὔτε γὰρ οἴκτῳ τῶν δεομένων ἠδίκησας τὴν πλουτοῦσαν μερίδα οὔτε χάριτι τῶν εὐπορούντων τοὺς ἐν ἐνδείᾳ προήχθης | ||
ὁ μετριώτατον λαβών . ὅστις γυναῖκ ' ἐπίκληρον ἐπιθυμεῖ λαβεῖν πλουτοῦσαν , ἤτοι μῆνιν ἐκτίνει θεῶν ἢ βούλετ ' ἀτυχεῖν |
μοι δοκεῖ φράζειν , ὦ Μέγιλλε , δεῖν εἶναι τὴν συνεπομένην ὁ ξένος . ἦ γάρ ; Τὴν δημώδη γε | ||
, ἔτι δὲ οἶμαι πρότερον γεγονότων , εἰδὼς ἐκείνοις μᾶλλον συνεπομένην τὴν δόξαν . καὶ μέντοι γε οὐκ ἐπ ' |
διαλέγεσθαι , ἵνα μὴ μάτην διαλεγοίμην . νῦν δ ' ἐφῆκεν : νῦν γὰρ ἄν μου ἀκούσαις . Πολύ γέ | ||
τε ἔδωκεν , καὶ τὴν δαπάνην τοῦ στρατοῦ λαβὼν πρεσβεύειν ἐφῆκεν ἐς Ῥώμην : οἳ δὲ ἐπρέσβευον καὶ τειχῶν ἐκτὸς |
ἐστὶ βιαία καὶ αἰφνίδιος ἀνέμου ἔμπτωσις . πτοιώδεσι : τὴν πτοίαν οἱ μὲν δέχονται τὸν κίνδυνον , οἱ δὲ τὴν | ||
δὲ πολλοῖς : καὶ τὸν μὲν τούτων δρόμον καὶ τὴν πτοίαν τοῦ παντὸς ἐδέησεν ὁ Ἀνάχαρσις ἐπαινέσαι . Περιῄει δὲ |
λέγει : αὔην δὲ τὴν χερσεύουσαν λέγει καὶ διερὴν τὴν ἐξειργασμένην , τὴν μήτε ξηρὰν οὖσαν μήτε ὑγράν . αὔην | ||
ἐπεὶ δὲ ἀπέβη , ἐκράτει τε τῆς γῆς καὶ ἐδῄου ἐξειργασμένην μὲν παγκάλως καὶ πεφυτευμένην τὴν χώραν , μεγαλοπρεπεῖς δὲ |
ηʹ , τῷ ιβʹ , ἔσται τὸ σύμπτωμα λαθραῖον καὶ κρύφιον καὶ πᾶσιν ἀδιάγνωστον . εἰ δὲ ἀποκεκλικὼς μὲν ᾖ | ||
τότε διὰ μελέων ὀξὺ βέλος πέπηγε μύσταις , ἀφανές , κρύφιον , δεδυκὸς ὑπὸ μυχοῖσι γυίων , πόδα , γόνυ |
ἡ δὲ τοῦ φαύλου ἡδονὴ λεγομένη πρὸς τὴν θηριώδη καὶ ἔμπληκτον ὁμοιοῦται κίνησιν . ἡδοναὶ γὰρ καὶ λύπαι μεθιστᾶσιν , | ||
καὶ ἀκροσφαλές , φερόμενον , ἄπιστον , ἀσαφές , καὶ ἔμπληκτον . Εἰ τοιοῦτον ἡ ψυχή , οὔτέ τι οἶδεν |
. κλίνη καὶ αὐτὴ λίθου . ἐπ ' αὐτῆς κεῖται νοσοῦν τὸ ἐκείνου φάσμα χειρουργίᾳ φιλοτέχνῳ : παρέστηκε δὲ ὁ | ||
σώματος , ἢ τὸ ζῷον οὐκ ἂν ὑγιαίνοι τῷ κρείττονι νοσοῦν . κδʹ . Ἑλλανοδίκαις καὶ Ἠλείοις . Ἀξιοῦτέ με |
δυνάμεσιν ἄλλοις τε πρὸς ἄλλο πειθόμενός τε καὶ ἀπιστῶν τεκμαίρου ἀσφαλεστάτην εὑρίσκων τὴν ἐπιστήμην . Γυναῖκες ἑταιρίστριαι , γυναικώδεις , | ||
τανῦν ὥρμησεν ὁ λόγος . Διὸ καὶ ἐπὶ ταύτην ἀρχὴν ἀσφαλεστάτην ἀνέβη Παρμενίδης ὁ μέγας , ὡς ἀνενδεεστάτην . Ἢ |
, οὐ μακροῦ χρόνου . Ὕπεστί μοι θράσος , ἁδυπνόων κλύουσαν ἀρτίως ὀνειράτων . Οὐ γάρ ποτ ' ἀμναστεῖ γ | ||
. δωμάτων ἄτιμα ] ἀπεσπασμένους καὶ φυγαδευθέντας τῶν οἴκων . κλύουσαν ] ἀντὶ τοῦ κλυούσηι . καὶ τότε ] ὅτε |
, ὡς παρηγορεῖν ὀδύνας δύνασθαι : εἰσὶ γάρ τινες ἀλγηδόνες ἀλλοιωθῆναι μὴ δυνάμεναι , εἰ μή τι τῶν δριμυτέρων αὐταῖς | ||
κατὰ τοῦτό ἐστι καὶ ἡ κίνησις , οἷον τοῦ μὲν ἀλλοιωθῆναι δυναμένου καὶ γενέσθαι , εἰ τύχοι , μέλανος ἢ |
ἱστορίαν τὴν παρὰ ποιηταῖς καὶ συγγραφεῦσιν ἀναδιδάξασα νόησιν καὶ πολυμάθειαν ἐργάσεται καὶ καταφρονητικῶς ἔχειν ἀναδιδάξει τῶν ὅσα αἱ κεναὶ δόξαι | ||
ὡς μέγα ἐν δικαστηρίοις ἰσχύσει καὶ πλοῦτον ἀπὸ τῆς φωνῆς ἐργάσεται : προϊὼν δὲ χρυσᾶ ἀντὶ χαλκῶν ἐθαύμασε καὶ ἐγένετο |
πυκνότητι τοῦ ἀέρος ἀντωθούμενος καταιβάτης ] ὄνομα τοῦτο τοῦ κεραυνοῦ ἐκπνέων ] ἐκπέμπων ἐξέπληξε ] μετ ' ἐκπλήξεως ἔπαυσε ὑψηγόρων | ||
αὐτόν [ . ] ὧδε γὰρ [ ἐπεφώνησεν ] ? ἐκπνέων : ἑβδόμηι [ ] γὰρ ἡμέραι , φησίν , |
ἵλεω . διὰ τί ; ὅτι , ἐὰν ὑπολαβοῦσα διάνοια λήσεσθαι τὸ θεῖον ἀδικοῦσα , ὡς μὴ πάντα καθορᾶν δυνάμενον | ||
τοῦ φανεροῦ ποιησάμενος τὴν ἔξοδον , ἀλλ ' ὡς μάλιστα λήσεσθαι αὐτοὺς ἔμελλε . προελθὼν γὰρ ἐκ τῆς Ῥώμης περὶ |
ἀλλὰ σύμφυτον , ὥστε τὸν λόγον ποιεῖν τῇ ἀναλογίᾳ ἑπόμενον ἐπακτὸν μὲν τῇ ψυχῇ τὴν ἀρετὴν , ἐκείνῳ δέ , | ||
ἐπακτὸν ] ξένον . ἐπακτὸν ] ἀλλότριον , ὑποβολιμαῖον . ἐπακτὸν ] ἀλλότριον . ἐμβαλὼν ] ἐπαγαγών . ἐμβαλὼν ] |
ἀγαθέ ] ὡς ἐνθυμηθείς φησιν , ὡς ἐμπνευσθεὶς καὶ ἤδη πεπωκώς . ὦ δαῖμον ἀγαθέ : τοῦτο εἶπεν ὡς πιὼν | ||
οὐκ εὔφωνος : οὐ γὰρ εὖ λέγει . καὶ μὴν πεπωκώς γ ' , ὡς θρασύνεσθαι πλέον , βρότειον αἷμα |
μικροῖς μεγάλα πορσύνειν κακὰ οὐδ ' , εἰ γυναῖκές ἐσμεν ἀτηρὸν κακόν , ἄνδρας γυναιξὶν ἐξομοιοῦσθαι φύσιν . ἡμεῖς γὰρ | ||
, τάρος γίνεται , καὶ κατὰ ἀναδίπλωσιν τάρταρος , ὥσπερ ἀτηρὸν ἀταρτηρὸν , δάπτω δαρδάπτω . . . ΑΙ ΔΕ |
ἐᾷ . εἰ δέ τις τολμήσειε τοῦτο , ταχέως λαβόμενος καταδαπανᾷ τοῦτον * . . . λέγων τὸν λόγον . | ||
τοῖα : οὕτως νεμέθων δέ , ἤγουν νέμων , κατατρώγων καταδαπανᾷ καὶ δαμάζει . * νεμέθων : νεμόμενος * ἀχλύς |
κακῶν . αὖθις δ ' ὅπως μὴ λήψομαί σε , Σμικρίνη , προπετῆ λέγω σοι : νῦν δὲ τῶν ἐγκλημάτων | ||
τὸ κακὸν καὶ τἀγαθὸν καθ ' ἡμέραν νέμειν ἑκάστωι , Σμικρίνη ; λέγεις δὲ τί ; σαφῶς διδάξω ς ' |
μὴν καὶ τοῖς τοιούτοις ἀσχολουμένῳ τε καὶ διατρίβοντι τῷ βασιλεῖ διαγέγονε τὸ θέρος ὅλον καὶ τὸ φθινόπωρον : καὶ τούτων | ||
καὶ Βυδήνην χωρία ὑγιεινά τε ὄντα καὶ κράσεως εὐκαίρου λαχόντα διαγέγονε τὸ φθινόπωρον ὅλον αὐτοῦ διατρίβων . μετὰ μικρὸν δὲ |
ἐν πάσῃ τῇ ζωῇ μου , ὅτι καλὸν Θεῷ καὶ εὐάρεστον ἡ ἀλήθεια μετὰ δικαιοπραγίας : καὶ ὅτι πονηρὸν τὸ | ||
χρῆσθαι τὰ πάντα ἀρίστῳκαλὸν γὰρ κἀγαθὸν ἐξ ἀνάγκης ᾔδει τὸν εὐάρεστον θεῷ , λαβόμενος τῆς τούτου δεξιᾶς καὶ παραγαγὼν αὐτὸν |
δύ ' ἐξ ἑνὸς κακὼ συνάπτει , μωρίαν τ ' ὀφλισκάνει θνήισκει θ ' ὁμοίως : τὴν τύχην δ ' | ||
: μακρολογεῖν : καὶ εἰς τὴν ἐμὴν χάριν : ἀμαθίαν ὀφλισκάνει : οἷον : ἀμαθής ἐστι καὶ ἄνους ὁ Οἰδίπους |
, φασί , τοσοῦτον μετέβαλεν ὥστε οἴκτιστα ἀνελεῖν τὴν ἁπασῶν προσφιλεστάτην δι ' ἑνὸς ἀνδρὸς ἁμαρτίαν , εἴπερ ἥμαρτεν . | ||
. , : Ἰνδοὶ συγκατακαίουσιν ὅταν τελευτήσωσι τῶν γυναικῶν τὴν προσφιλεστάτην . Αὐτῶν δὲ ἐκείνων ἀγὼν μέγιστος γίγνεται , σπουδαζόντων |
μᾶλλον τὸν ἀνήνυτον καὶ ἀδιεξίτητον ἐπιτείνεσθαι τοῦ καταλαβεῖν ἵμερον , Ταντάλειον τιμωρίαν ἐπιφερούσης τῆς ἐπιθυμίας : ἐκεῖνός τε γὰρ ὧν | ||
μακροτέροις διαστήμασι κατακερτομοῦν : ἡ δὲ ἀπολειπομένη καὶ ὑστερίζουσα σφαδᾴζει Ταντάλειον τιμωρίαν ἐπιφέρουσα κακοδαίμονι ψυχῇ : καὶ γὰρ ἐκεῖνον λόγος |
ἐγένοντο , οἱ δὲ σφόδρα ἐμπιστευθέντες προδόται . ἔλαφος δίψει συσχεθεῖσα παρεγένετο ἐπί τινα πηγὴν τοῦ πιεῖν . πιοῦσα δὲ | ||
οἳ τὴν ἀλήθειαν οὐκ εἰδότες ἀπατᾶν νομίζουσιν . ἔλαφος δίψῃ συσχεθεῖσα παρεγένετο ἐπί τινα πηγήν . πιοῦσα δὲ ὡς ἐθεάσατο |
ὁ βόθρος , οἱονεὶ ὄρυχός τις ὤν , εἰς ὃν καταβάλλεται τὸ φυτόν . ὄρχατος δὲ οἱονεὶ ἔρχατος , διὰ | ||
Πένθος δὲ πιτνεῖ ] κρύπτεται , ἀφανίζεται , καταφέρεται , καταβάλλεται . * καταβάλλεται : * * καταβάλλεται , ἀφανίζεται |
δὲ τοῦ Πύρρου συντεθνήσκει ἐξ ἀσιτίας καὶ λιμοῦ , τῶι πόθωι τῶι ἐκείνου . καὶ θεριστήν τις ἀετὸς ἐρρύσατο θανάτου | ||
ἄν . ἐγὼ γὰρ ἄλλους εἰσορῶν τεκνουμένους παίδων ἐραστὴς ἦ πόθωι τ ' ἀπωλλύμην . εἰ δ ' ἐς τόδ |
ἄταισιν ] ἤγουν πολέμοις . δαῖτ ' ] εὐωχίαν . ἀκέλευστος ] μὴ ὑπ ' ἐκείνων εἰς τοῦτο προτραπείς . | ||
ἐμπέδως δεῖμα προστατήριον καρδίας τερασκόπου πωτᾶται , μαντιπολεῖ δ ' ἀκέλευστος ἄμισθος ἀοιδά , οὐδ ' ἀποπτύσαι δίκαν δυσκρίτων ὀνειράτων |
οὗτος καὶ μάντις . Θούμαντιν ] ἐς τόν . Γ ἀνέστιον ] ἄοικον . Γ αὖ ] πάλιν . Γ | ||
τοῦ ἡγεμόνος οὔτε γῆς εἰλήφει μοῖραν οὔτε ὠφελείας . τοῦτο ἀνέστιον καὶ πτωχὸν ἀλώμενον ἐχθρὸν ἐκ τοῦ ἀναγκαίου τοῖς κρείττοσιν |
μολγοὶ ἔσονται . ὅστις ἐν ἡδυόσμοις στρώμασι παννυχίζων τὴν δέσποιναν ἐρείδεις . καὶ σὺ κυρηβιοπῶλα Εὔκρατες στύππαξ . τί γὰρ | ||
. Ἀριστοφάνης : ὅστις ἐν ἡδυόσμοις στρώμασι παννυχίζων τὴν δέσποιναν ἐρείδεις . Σώφρων δὲ στρουθωτὰ ἑλίγματά φησιν ἐντετιμημένα . Ὅμηρος |
κατέλαβε καί “ ὑμεῖς , ” ἔφη , “ μὲ κτείνατε μᾶλλον , οἱ ἐλεήσαντες , ἵνα τὸν μισθὸν ἀντὶ | ||
' ὡς ἐλευθέρα θάνω : ἤτοι ἄδετον , ἀδέσμευτον καταλείψαντες κτείνατε , ἵνα ὡς ἐλευθέρα ἀποθάνω . δουλείαν γὰρ ἡγεῖτο |
ἐν ταῖς ἐπικλήσεσι τοῦ θεοῦ τὸν νικητὴν ἢ τὸν θριαμβευτὴν ἀνακαλεῖται ἢ τὸν Γερμανικὸν ἢ τὸν Σκυθικόν , ἀλλὰ τὸν | ||
: πάνυ γὰρ ὀνίνηϲι : καὶ γὰρ καὶ τὰϲ πέψειϲ ἀνακαλεῖται ῥώμην τῇ γαϲτρὶ ἐντιθεὶϲ καὶ εἴ τιϲ πόνοϲ ἐγκαταλείπεται |
ἑκὼν οὔτε ἄκων : οἶδε γὰρ ὅτι τεθνήξεται τούτων τινὸς ἐμφαγών . ἄνθρωποι δὲ ὑπ ' ἀσωτίας ἐπιβουλεύονται καὶ ἐς | ||
ἂν σπάσαι ῥοδάφνης : οἶδε γὰρ ὅτι τεθνήξεται τούτων τινὸς ἐμφαγών . Ἁλιεὺς πληγεὶς νοῦν οἴσει : ἐπὶ τῶν μετὰ |
δὲ μητέρα [ ἣν ὑπερήνορα ] νηλέι [ χαλκῶι . Τιμάνδρην δ ' Ἔχεμος ⌊ θαλερὴν ⌋ ποιήσατ ' ἄκοιτιν | ||
εἰς Πελοπόννησον κατιόντα . ἐγάμησε δὲ τὴν Τιμάνδραν : Ἡσίοδος Τιμάνδρην , φησὶν , Ἔχεμος θαλερὴν ποιήσατ ' ἄκοιτιν . |
βλαπτομένων . ἀμφικαλύπτει : περισκέπει , κρύπτει , ἀφανίζει , περιέπει . Διά : ἀνὰ , κατὰ , εἰς τό | ||
δέ ἐστι , τὴν εὐμενῆ καὶ πραεῖαν καὶ ἵλεων κατάστασιν περιέπει : καθάπερ δὲ | τῆς χυτῆς οὐσίας ἡ κρατίστη |
ἀνθρώποις κακόν . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Φίλους ἔχων | ||
γίγνεται κακά . Ὑπερήφανον πρᾶγμ ' ἐστὶν ὡραία γυνή . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε |
παρὰ τῶν ἄλλων τιμώμενον : ἐγὼ δὲ κόρην αἰτῶ μήπω παστάδος , μήπω μνηστείας τυχοῦσαν . ὅτε τοίνυν ἀδικούσαις ἐνίους | ||
, παρθένοις δὲ μάλιστα πρέπειν τὴν σιωπήν : ἐπιβᾶσαν δὲ παστάδος οἰκονόμον τε χρηστὴν πεφυκέναι καὶ φειδωλὸν ἀγαθήν , ἐκ |
τὰ τῶν διεξόδων στόματα ᾗ τὸ πτερὸν ὁρμᾷ , συναυαινόμενα μύσαντα ἀποκλῄει τὴν βλάστην τοῦ πτεροῦ , ἡ δ ' | ||
ἀναγκάζειν τε αὑτὸν καὶ τοὺς ἄλλους μὴ ἀποδειλιᾶν ἀλλὰ παρέχειν μύσαντα εὖ καὶ ἀνδρείως ὥσπερ τέμνειν καὶ κάειν ἰατρῷ , |
διεγείρει . ἐποτρύνει ] παρακινεῖ . ἐποτρύνει ] ἐπεγείρει . πικρόκαρπον ] οὗ πικρὸς καρπὸς ἤτοι τέλος : θάνατος γάρ | ||
γένος . ὠμοδακής ς ' ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ - νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖν αἵματος οὐ θεμιστοῦ . φίλου γὰρ ἐχθρά |
ὡς πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων βουλὴν ἑτέροις παρέχουσι τὴν ἐκείνοις μὲν ὀλεθρίαν , ἑαυτοῖς δὲ ἐπικερδῆ καὶ ὠφέλιμον . ἀνήρ τις | ||
τὴν ἑαυτοῦ γαστέρα . ἀλλήλοισιν : ἀλλήλοις οὖσιν . ἀνάρσιον ὀλεθρίαν , πολέμιον , ἐναντίον . ἔχθος : μῖσος . |
ἡ κάμπτουσα τῶν κολαζομένων τοὺς πόδας καὶ συμποδίζουσα καὶ μὴ ἐῶσα φυγεῖν , ἢ ἡ τοὺς ἑαυτῆς πόδας ἐπικλίνουσα καὶ | ||
ἡ κάμπτουσα τῶν κολαζομένων τοὺς πόδας καὶ συμποδίζουσα καὶ μὴ ἐῶσα φυγεῖν . ἢ τοὺς ἑαυτῆς πόδας ἐπικλίνουσα καὶ πρὸς |
γεγονότα πήματα ] ἤγουν τιμωρίας , βλάβας λύματα ] ἤγουν λύμας , βλάβας δείματ ' ] φοβήματα ἀμφήκει ] διστόμῳ | ||
πέφυκεν ἀρετάς , καὶ καθ ' ἑκούσιον γνώμην ἐνδεδεγμένοι τὰς λύμας , ὅμως ἱερουργεῖν τολμῶσι νομίζοντες τὸν τοῦ θεοῦ ὀφθαλμὸν |
τὴν λαμβδοειδῆ . τὸ δὲ θῆλυ μίαν ἔχει ῥαφὴν κυκλοτέρως ἀνειμένην . Πόθεν μέτωπον ; οἷον ὑπέρωπον , τὸ ὑπεράνω | ||
πολίταις ἢ τοῖς Ἕλλησι νομιστέον ; καὶ μὴν οὐδ ' ἀνειμένην γε τὴν ἐλευθερίαν ἐποίησαν αὐτοῖς : οἵ γε πρὸς |
διώκειν , ἀποδημεῖν ἐθιζομένη , πολλῷ πλέον ἄτακτον ὅπλον ἐπιμένοντα ἀπολέσει , φεύγοντα δὲ μέχρι παντὸς ἐπιδιώξει . Καὶ τελεία | ||
ἐπιστραφῇ εἰς τὴν διχοστασίαν , ἐκβληθήσεται ἐκ τοῦ πύργου καὶ ἀπολέσει τὴν ζωὴν αὐτοῦ . ἡ ζωὴ πάντων ἐστὶ τῶν |
τήνδε τὴν τῶν ὅλων τάξιν συνέχουσιν ἀτριβῆ καὶ ἀγήρατον καὶ ἀναμάρτητον καὶ ὑπὸ κάλλους καὶ μεγέθους ἀδιήγητον , τούτους φοβούμενοι | ||
ἔστι δ ' αὕτη μηδέποτε γενέσθαι πάντα χρηστὸν μηδ ' ἀναμάρτητον : ὅσα δ ' ἢ κινδυνεύοντας ἔδει προνοήσασθαι , |
; Ἀρετὴ μὲν οὖν εἰς τέλος προιοῦσα καὶ ἐν ψυχῇ ἐγγενομένη μετὰ φρονήσεως θεὸν δείκνυσιν : ἄνευ δὲ ἀρετῆς ἀληθινῆς | ||
διαφορουμένης τῆς ὑγρότητος . τὸ γοῦν μέρος , τουτέστι ἡ ἐγγενομένη θερμότης , μέρος τι ὁμώνυμον ἐποίησεν ἑαυτῇ , τουτέστι |
τῷ παντί , ἥ τε τῶν πραγμάτων τοῦτο προσαναγκάζει φύσις ἀνεξάλειπτον ἔχουσα καὶ τὴν φθορὰν καὶ τὴν γένεσιν . ὥστε | ||
ἀσφαλές , ἀμετάβλητον , ἀμετάγνωστον , ἄλυτον , ἀμετάστατον , ἀνεξάλειπτον , ἄτρεπτον , ἀραρός , ἑστός , ἀκίνητον , |
τὰς συμβάσεις . ὁ δὲ ἀσπαστῶς δεξάμενος τὴν ἄνευ κινδύνων ὑποταγὴν τοῦ ἔθνους σπονδάς τε ποιεῖται πρὸς αὐτοὺς ὑπὲρ εἰρήνης | ||
: δούλῳ δεσπότου θάνατον , χήρᾳ βλάβην . ἐν ἄλλοις ὑποταγὴν καὶ αὖθις ἐλευθερίαν δηλοῖ . Κεφαλὴ ὅλη ἐὰν ἅλληται |
καὶ Σπάρτωνα . ἀδελφὼ δὲ ἄρα ἤστην οὗτοι Ῥοδίω . Γυναῖκα ἀκούω σαλπίσαι καὶ τοῦτο ἔργον ἔχειν ἅμα καὶ τέχνην | ||
διὰ τῶν αὐτῶν . Ἑβδόμῃ , ἀπέθανεν . Φρενῖτις . Γυναῖκα , ἥτις κατέκειτο ἐπὶ ψευδέων ἀγορῇ , τότε τεκοῦ |
κἂν ἐνδείξηταί τι χαλεπόν , εἰς ἐκεῖνο προϊὼν ἥξει . θυμοῦται μὲν γὰρ ὑπὸ τῶν πραγμάτων , διαλλάττεται δὲ ὑπὸ | ||
πρὸς ἑαυτὸν ἔλεγεν ” αἰτίου μὴ ὄντος , τί οὗτος θυμοῦται ; “ καί φησι πρὸς αὐτόν ” οἰκοδέσποτα , |
ἔχει δ ' ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲ τὸν νεκρόν . Τύχη βάσκανε , καὶ ἀποθανοῦσιν ἡμῖν ἐφθόνησας κοινὴν γῆν ἐπιθέσθαι καὶ | ||
τῆς μόνης πιστῆς , τοιούτων ἤρξατο λόγων : “ Τύχη βάσκανε καὶ μιᾶς γυναικὸς προσφιλονεικοῦσα πολέμῳ , σύ με κατέκλεισας |
] καὶ τὴν περιουσίαν ἀπὸ τοῦ πῶ τὸ κτῶμαι . παμπησίαν ] τὴν περιουσίαν . παμπησίαν ] διανομήν . παμπησίαν | ||
ὁ Ἐτεοκλῆς καὶ ὁ Πολυνείκης , διέλαχον καὶ διεμέρισαν τὴν παμπησίαν καὶ τὴν κτῆσιν καὶ τὴν διανομὴν τῶν κτημάτων ἐν |
, ὡς λάθοι , παιδεύεται . νεανίαν δ ' ὡς ἤισθετ ' ἐκτεθραμμένον , ἐλθεῖν ς ' ἔπεισε δεῦρ ' | ||
γὰρ παῖδα φήις ς ' ἄγειν ἐμόν : τίς Σπαρτιατῶν ἤισθετ ' ; ἢ ποίαν βοὴν ἀνωλόλυξας , Κάστορος νεανίου |
, χαλεπήν * θήρ : ἡ διψάς * τυπῇσιν : τρώσεσι πλήξεσι * ἀμυδροτέρῃσιν : θανατοποιοῖς θανασίμοις , χαλεπαῖς κρυπταῖς | ||
μικροτέρους . ἰόν : φάρμακον . Τύμμασι : ἐν , τρώσεσι , πληγαῖς , τύψεσιν . λευγαλέοισιν : ὀλεθρίοις , |
σε : ἄδηλα καὶ ἄγνωστα : ὅπου ἀποβήσεται , τέλος σχήσει : ἄσημα δ ' οὐκέτ ' ἔστιν οἷ φθίνει | ||
μετεφώνεε δεύτερον αὖτις : “ ὦ φίλοι , οὐ γὰρ σχήσει ἀνὴρ ὅδε χεῖρας ἀάπτους , ἀλλ ' ἐπεὶ ἔλλαβε |
μετὰ πολλῆς χαρᾶς κατῆλθεν εἰς τὸν ὑποδειχθέντα αὐτῷ τόπον δρομαίως ψηλαφῶν τὸ χρυσίον . περιτυχὼν δὲ ἐκεῖσε λῃσταῖς συνελήφθη ὑπ | ||
Ξέρξης ἢ αὖθις καὶ πάλιν ἄγχι παμφαλώμενος καὶ περιβλέπων καὶ ψηλαφῶν μόσυνα φηγότευκτον ἤτοι ναῦν , οὕτω δὲ ψηλαφῶν ναῦν |
ἐν τῷ δεκάτῳ κατὰ πῆξιν καὶ κατὰ πάροδον , δηλοῖ ἐπιτυχίαν ἐξουσίας τινός . ὅτε δέ ἐστιν ὁ κύριος τοῦ | ||
πρὸς ἣν ὀρθότης μὲν εἶναι δύναται βουλῆς , ὡς εἰς ἐπιτυχίαν συμβαλλομένη τοῦ βλαβεροῦ , οἷον ὡς εἴ τις περὶ |
. . . . . . . ἅμα δὲ κινήσει ταχείᾳ τά - ραχος ἐν ὀφθαλμοῖς καὶ κεφαλῆς ἀστασία καὶ | ||
, τὴν δ ' ἡμετέραν κἂν ἐστεφάνωσεν ἐφ ' οὕτω ταχείᾳ νίκῃ . Ὥσπερ οὖν ἐκεῖνα μένει τε καὶ μνημονεύεται |
δὲ , καὶ τοῦτο ἔχει ἀγαθόν : ἄριστον δὲ αὐτοῦ φαγέειν μέλλοντι ἐς πόσιν ἰέναι , ἢ μεθύοντι . Τυρὸς | ||
ἔλασσον τοῦ καιροῦ γένηται : τότε ἱμείρεται ὁ ἄνθρωπος ἢ φαγέειν ἢ πιέειν τοιοῦτον , ὅ τι τὴν μοίρην ἐκείνην |
τοῦ ἐπιθυμητικοῦ καθ ' ἣν κατέχουσι τῷ λογισμῷ τὴν ἐπιθυμίαν ὁρμῶσαν ἐπὶ φαύλας ἡδονάς . ἔργα δὲ αὐτῆς : τὸ | ||
κράδης δὲ ἤτοι ἀγρίας συκῆς . * κυέουσαν : ἔγκαρπον ὁρμῶσαν εἰς βλάστην , ἣ εἰς τοὺς ὀλύνθους προβάλλεται * |
θερμότητι καὶ τῆς πιμελῆς συντηξάσης . Ἐπί γε μὴν τῶν ἥσυχον καὶ ἀγύμναστον μετιόντων βίον τά τε οὖρα τοῦ συμμέτρου | ||
παρασκευήν . οἱ μὲν γὰρ δὴ διαφερόντως ὄντες κόσμιοι τὸν ἥσυχον ἀεὶ βίον ἕτοιμοι ζῆν , αὐτοὶ καθ ' αὑτοὺς |
καὶ οἱ Δελφοὶ Ποσειδῶνος : λέγεται δὲ καὶ τοῦτο , ἀντιδοῦναι τὰ χωρία σφᾶς ἀλλήλοις . φασὶ δὲ ἔτι καὶ | ||
, τῶν λογισμῶν ἀπαγαγὼν ἐξῃτήσατο Ἄδμητον , οὕτω μέντοι ὥστε ἀντιδοῦναι ἑαυτοῦ ἕτερον τῷ Ἅιδῃ : . , . , |
πάλιν ὕδωρ θερμὸν καθαρὸν διδόναι , πρὸς τὸ τὴν δῆξιν ἀμβλῦναι : εἰ δὲ μηδὲν τῶν σιτίων ἄπεπτον ἐν τῇ | ||
παροξύνουσα ; Δεινὴ μὲν γὰρ ἐπελαφρῦναι οἶκτον , δεινὴ δὲ ἀμβλῦναι ὀργήν , δεινὴ δὲ ἐπισχεῖν θυμόν , ἀγαθὴ ἐπιθυμίαν |
τινὲς παρ ' αὐτῷ : τῶν γονάτων αὐτοῦ λαβομένη καὶ περιπεσοῦσα τέως μὲν ἔκλαιε φωνὴν οὐδεμίαν προϊεμένη , ἔπειτ ' | ||
χειμὼν Δάφνιδι καὶ Χλόῃ τοῦ πολέμου πικρότερος : ἐξαίφνης γὰρ περιπεσοῦσα πολλὴ χιὼν πάσας μὲν ἀπέκλεισε τὰς ὁδούς , πάντας |
ὑφορᾶσθαι σχηματιζόμενος , μή ποτέ σοι τὴν εὔπορον γήμαντι θῆλυ τεχθείη παιδίον ἐοικὸς τῇ μητρὶ καὶ πολλῆς ἐκ τούτου δεηθείη | ||
ἦν Καλαοῦ Φρυγὸς καὶ ὡς οὐ τεκνοποιὸς ὑπὸ τῆς μητρὸς τεχθείη : ἐπεὶ δὲ ηὔξητο , μετῴκησεν ἐς Λυδίαν τῷ |
τοσαύτην ἡλίκα ἂν ἑκάστοτε ζημιώσῃ τίς τινα , μέχριπερ ἂν ἰάσηται τὸ βλαβέν : δίκην δὲ ἕκαστος πρὸς ἑκάστῳ τῷ | ||
ἔτι . καὶ ἢν μὴ ταχέως τις τὴν τοιαύτην διάθεσιν ἰάσηται , νεκροῦται ῥᾳδίως τὸ παθὸν οὕτω μόριον ἐπιλαμβάνει τε |
ἀμφὶ σεμνὸν εὐτρεπὴς ὅδε . καὶ μὴν ἑκοῦσά γ ' ἀσμένη τ ' ἐδέξατο πόλις πόνον τόνδ ' ὡς θέλοντά | ||
ἡ δὲ τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ἤθελεν , ὡς ἂν ἀσμένη με ἑωρακυῖα ἥκοντα διὰ χρόνου : ἐπειδὴ δὲ ἐγὼ |
, καὶ φεύγομεν οὐδένα οὐδαμοῦ αἰτιασόμενοι , καὶ εἰ τὰ οἴκτιστα πεισόμεθα . Ταῦτ ' ἔστιν , ὦ Πολύγνωτε , | ||
ἀδελφοὶ δὲ ἦσαν τρεῖς , οἳ μυρίοις ἀρρωστήμασι περιπλακέντες ἀπέθανον οἴκτιστα . ὅ γε μὴν Ἐπίκουρος ἔτι νέος ὢν αὐτὸς |
ἀστῷ συνοικεῖ παρὰ τὸν νόμον , καὶ ὅτι τὴν θυγατέρα μεμοιχευμένην ἐξέδωκεν Θεογένει τῷ βασιλεύσαντι , καὶ αὕτη ἔθυσε τὰ | ||
, Ψύλλον ἄνδρα τὴν ἑαυτοῦ γαμετὴν ὑφορᾶσθαι καὶ μισεῖν ὡς μεμοιχευμένην καὶ μέντοι καὶ τὸ ἐξ αὐτῆς βρέφος ὑποπτεύειν ὡς |
ὡς Ἄρτεμις αὐτὴν κατετόξευσεν ὅτι τὴν παρθενίαν οὐκ ἐφύλαξεν . ἀπολομένης δὲ Καλλιστοῦς Ζεὺς τὸ βρέφος ἁρπάσας ἐν Ἀρκαδίᾳ δίδωσιν | ||
, ὅτι παλαιᾶς εἰσὶ φιλοσοφίας ἐν ταῖς μεγίσταις ἀνθρώπων φθοραῖς ἀπολομένης ἐγκαταλείμματα , περισωθέντα διὰ συντομίαν καὶ δεξιότητα . παροιμία |
καὶ φυτὰ ποτιζόμενα αὔξεται καὶ βλαστάνει καὶ πρὸς καρπῶν γενέσεις εὐτοκεῖ , στερόμενα δὲ ἐπιρροῆς ἀφαυαίνεται , οὕτως ἡ ψυχή | ||
τὴν εὐτοκίαν : ἐὰν δὲ μὴ εὕρῃ , ἄρκτῳ ἐνατενίζουσα εὐτοκεῖ . Χελιδόνα ἐὰν πηρώσῃς , χελιδόνιον βοτάνην τοὺς ὀφθαλμοὺς |
, σὺ δὲ ἀγροίκως ἐποίησας μόνη κοιμηθεῖσα ἐν ῥόδοις καὶ σωφρο - νήσασα ἐν οὐ σώφροσιν . ἢ γὰρ τῶν | ||
καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια , ἐπεὶ ἀγαθαί εἰσι , |
δὲ πρὸς ταῦτα λέγουσιν ὡς ὁ Νεμέτωρ , ἐπειδὴ τὴν Ἰλίαν ἔγνω κύουσαν , ἕτερα παρασκευασάμενος παιδία νεογνὰ διηλλάξατο τεκούσης | ||
ὑπολαβὼν λεληθέναι δεύτερα τάδε ἐποίει : τὴν θυγατέρα τοῦ Νεμέτορος Ἰλίαν , ὡς δέ τινες γράφουσι Ῥέαν ὄνομα , Σιλουΐαν |
ὃν στυγεῖ ἡ πόλις , τοῦτον αὐτὴ τιμήσεις θάψασα ; δυσχεραίνουσα αὐτή φησιν , ἤδη καὶ πάλαι οὐ διατετίμηται , | ||
πᾶν ἠδυνήθη , ἡ δ ' ὥσπερ μηδὲν ἐπιδεδειγμένη οὕτω δυσχεραίνουσα ἦν : σὺ δὲ τοσοῦτον χρόνον νοσοῦσαν ἐξ ἀτελείας |
τοῦτο πλεῖστον καὶ συνεχέστατον συμβαίνειν λέγουσι , φαινομένης τε καὶ ἀπολλυμένης τῆς ἄγρας : ὅταν μὲν γὰρ εὐδοκιμήσεις τε καὶ | ||
ὧν πᾶσα ἀνάγκη ἐραστὴν παιδικοῖς φθονεῖν μὲν οὐσίαν κεκτημένοις , ἀπολλυμένης δὲ χαίρειν . ἔτι τοίνυν ἄγαμον , ἄπαιδα , |
πρῆσαι . Γόου δὲ μηδὲν εἰσίτω δάκρυ , ἀλλ ' ἀστένακτος κἀδάκρυτος , εἴπερ εἶ τοῦδ ' ἀνδρός , ἔρξον | ||
ἄλλο μαλακὸν οὐθὲν ἐνδούς , ἀλλ ' ἄδακρύς τε καὶ ἀστένακτος καὶ ἀτενὴς διαμένων εὐκαρδίως ἤνεγκε τὴν συμφοράν . οὕτως |
: λείπει ἤτοι τὸ εἶδος ἢ τὸν λόγον . μὴ μολύνας τοῖς ψεύδεσι τὴν μορφὴν καὶ τὸ εἶδος , εἰπὲ | ||
οὐδὲ ἐβάδιζεν ὁ νέος φυρασάμενος τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἤγουν οἱονεὶ μολύνας ἢ μίξας ταῖς μεταβολαῖς ταῖς πρὸς τὸ γυναικῶδες καὶ |
διαϲτολὴν μᾶλλον ἤπερ πρὸϲ ϲυϲτολὴν ἐπείγοιτο , αἱμορραγίαν διὰ ῥινῶν ἔϲεϲθαι δηλοῖ , ϲυνεπιμαρτυρούντων δηλονότι τῶν ἐπὶ τῆϲ αἱμορραγίαϲ ῥηθηϲομένων | ||
εἰϲβάλλοιεν ἐφ ' ἑκάϲτηϲ ἡμέραϲ γιγνόμενοι , μετὰ πλείονα χρόνον ἔϲεϲθαι προϲδόκα τὴν κρίϲιν . καὶ τῶν ἐπὶ ῥίγεϲι δὲ |
' ἡ φύσις . χαλεπὸν ὅταν τις ὧν πίῃ πλέον λαλῇ , μηδὲν κατειδώς , ἀλλὰ προσποιούμενος . ὀργῇ πάρα | ||
φάρμακον . † } Ἐὰν γυνὴ γυναικὶ κατ ' ἰδίαν λαλῇ , μεγάλων κακῶν θησαυρὸς ἐξορύσσεται . } Καλὴν γυναῖκ |
κεῖται . ἱστοτρίβης ] ἡ περὶ τὸν ἱστὸν τῆς νεὼς συνοῦσα αὐτῶι . ἐπραξάτην ] αὐτή τε καὶ Ἀγαμέμνων . | ||
τὴν πρὸς τὰ προστακτικά , ἐκεῖνο ἂν φαίημεν , ὡς συνοῦσα ἡ διὰ τοῦ ἄγε σύνταξις ἐξαίρετον καταστήσει τὴν προστακτικὴν |
Νίκανδρος τὴν λευκάνθεμον : ὁμοίως δὲ καὶ ἤρυγγος εἶδος λαχάνου ἀκανθώδους . ἀθεραΐδα δὲ τὴν θερμήν , ἢ τὴν ἔχουσαν | ||
χωρίον ἐθεραπεύετο . ζητούμενος δὲ κἀνταῦθα ἔφευγε διὰ δυσβάτου καὶ ἀκανθώδους ὁδοῦ , τὸ τραῦμα περικεντούμενος , μέχρι κάμνων ὑπό |
, κακῷ μεμορυγμένα καπνῷ : ἀμφὶ δέ μιν μέγα δέρμα ταχείης ἕσς ' ἐλάφοιο ψιλόν , δῶκε δέ οἱ σκῆπτρον | ||
μὲν ὡς ἐλάχιστον χρόνον δεῖ παρεῖναι : τοῦτο δὲ ἔσται ταχείης τῆς τομῆς γενομένης . Ὅπου δὲ πολλὰς ἀναγκαῖον γενέσθαι |
' ἐδόκουν χρυσῆς παρὰ δῶρον ἔχοντα ἐλθεῖν Κυπρογενοῦς . δῶρον ἰοστεφάνου γίνεται ἀνθρώποισιν ἔχειν χαλεπώτατον ἄχθος , ἂν μὴ Κυπρογενὴς | ||
κνώσσεις . καὶ ἐν ἄλλοις ἐπ ' Ἀρχεμόρου εἴρηκεν : ἰοστεφάνου γλυκεῖαν ἐδάκρυσαν ψυχὰν ἀποπνέοντα γαλαθηνὸν τέκος . Κλέαρχος δ |
γείτονας ποιήσεις . τοῦτον ἔνιοι τῶν ποιητῶν ἐπίφατον καλοῦσι καὶ ἐπίρρητον . διπλοῦν καὶ διπλάσιον , φησίν , διαφέρει . | ||
καὶ τῶν ἄλλων γενῶν ἱερῶν τε ὄντων καὶ θεοφιλῶν , ἐπίρρητον δὲ καὶ θῆλυν σοφίαν προελόμενος . καὶ ὡς οὐ |
δυσκίνητοι γὰρ οἱ νοσοῦντες . καὶ τὰς ἐπιθυμίας οὐκ ἐᾷ τελεσθῆναι : οὐδὲ γὰρ τὰς ὀρέξεις διὰ τὸ ἐπικίνδυνον ἀναπληροῦσι | ||
[ ] τὸ μήπω τετελεσμένον , ἀτέλεστον δὲ τὸ ἀδύνατον τελεσθῆναι . οἱ οὖν ἐναλλάσσοντες ταῦτα ἀκυρολογοῦσιν [ ] . |
τὸ μέγεθος , πολλοῖς δὲ αὐτῶν καὶ δάκρυα ἐπελθεῖν φησιν οἴκτῳ τῆς ἀμφοῖν ἡλικίας , εὐφημίαις τε χρήσασθαι τοὺς Ἀχαιοὺς | ||
πολέμου πείθειν τοὺς πολεμίους φόβῳ , πλεονεξίᾳ , ἡδονῇ , οἴκτῳ , δικαίῳ , νομίμῳ , συμφέροντι , δυνατῷ . |
ἀρετῆς δ ' ὀλίγοις ' ἀνδράσι μοῖρ ' ἕπεται . Ὕβριν , Κύρνε , θεὸς πρῶτον κακῶι ὤπασεν ἀνδρί , | ||
, τελεταῖς τισι καὶ τὸ αἴτιον εἰπεῖν . οὗτος καὶ Ὕβριν καὶ Ἀναίδειαν ὑπέλαβεν εἶναι θεούς , καὶ νεὼς καὶ |
περὶ ἄγμων , καὶ μάλιστα εἰ παραληφθείη οὐκ ἀπὸ τοῦ ὑγιαίνοντος τόπου ἐπὶ τὰ νοσοῦντα , τότε γὰρ ἐπισύρεται , | ||
ἐκόσμησαν , παρὰ δὲ τῶν πολλῶν εὐπείθειαν . καὶ οἰητέον ὑγιαίνοντος ζῴου μηδὲν διαφέρειν τὴν μεγάλην βουλήν , ἐν ᾧ |
προσοῦσα , αὔξησιν νόει τῶν κακῶν , τῶν δὲ καλῶν ἀστοχίαν . Ἂν δ ' ἐν δεσμοῖς εἰσί τινες , | ||
αὐτοῦ τοῖς νεωτέροις , καὶ κόπον τοῖς ἵπποις , καὶ ἀστοχίαν . Ἐκ τῆς ἑῴας καὶ οὗτος ἀποστατεῖ κατ ' |
πόλιν νεμόμεθ ' ἀδάματον , δυσμενέων δ ' ὄχλον πύργος ἀποστέγει . τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ; οὔτοι φθονῶ σοι | ||
πύργος ] ἡ πόλις . πύργος ] τὸ τεῖχος . ἀποστέγει ] κωλύει , καρτερεῖ , ὑπομένει . ἀποστέγει ] |
ὀπώρα ” μὴ λάβῃς „ , οὐδὲ λειμὼν „ μὴ προσέλθῃς ” . ἕπου καὶ σὺ τοῖς νόμοις καὶ διψῶντα | ||
μεθορίᾳ καὶ χώρᾳ μέσῃ . Τήρησον αὐτὸ ἀδιάφορον , μὴ προσέλθῃς περαιτέρω , μὴ ὑπερβῇς τοὺς ὅρους . Ἂν δὲ |
, ᾔδεσαν Καίσαρι συμφέρειν Ἀντώνιον καὶ βλάπτοντα ὅμως περιεῖναι , ἐπίφοβον ὄντα τοῖς φονεῦσιν : ἀποθανόντος γὰρ ἀδεέστερον ἐκείνους ἅπασιν | ||
τῷ περὶ ξένης τόπῳ τυχὼν ἐπετέλεσε ξενιτείαν ἑκούσιον μέν , ἐπίφοβον δέ , καὶ φίλων βοηθείας καὶ συστάσεις . Ἄλλη |
εἰς ω , ἐρρώγειν . ξύμκλιδες : σύμμαχοι παρείσακτοι . οὐτιδανὸν , μὴ δαμινόν : οὐδενὸς λόγου ἄξιον : ἐκ | ||
ξηρόν . οὐτιδανόν : οὐδαμινὸν , ἀχρεῖον , ἀνήδονον : οὐτιδανὸν ἀπὸ τοῦ οὔτι δάνος ἤτοι χαρὰν ἐμποιῶν . ἄχλοον |
Χρῆσις φαντασιῶν . ταύτην ἔδειξέν μοι ὅτι ἀκώλυτον ἔχω , ἀνανάγκαστον : οὐδεὶς ἐμποδίσαι δύναται , οὐδεὶς βιάσασθαι ἄλλως χρήσασθαι | ||
βέβαιον εἶναι δεῖ καὶ ἡ μὲν προαίρεσις ἐλεύθερον φύσει καὶ ἀνανάγκαστον , τὰ δ ' ἄλλα κωλυτά , ἀναγκαστά , |
σάρκας τούτων : ἀποσφιγγομένων γὰρ αὐτῶν διὰ τὸ στύφον , ἀποβάλλονται τὸ γλοιῶδες . Λαβὼν οὖν ἀπὸ τοῦ γλοιώδους τούτου | ||
πλεονάζουσιν ἢ ποσῷ . τὸ γὰρ μοχθηρὸν διὰ τούτων ἀεὶ ἀποβάλλονται αἱ γυναῖκες . τί οὖν φαμέν ; ὅτι τὸ |
' ἐξολισθὼν ἱκέτευε τὴν κράμβην τὴν ἑπταφύλλιον , ᾗ θύεσκε Πανδώρη . καὶ Ἀνάνιος δέ φησι : καὶ σὲ φιλέω | ||
] ! ! [ [ ] ! ! [ . Πανδώρη ] κακόδωρος [ ] ? , ἑκούσιον [ ] |
τῆς ἐκείνων λήξεως ἤδη . τῇ μητρὶ γῇ τὸ χρέος ἐκτίνων τὸν ναυηγὸν θάπτει . ἰδὼν ναυηγοῦ σῶμα ἐρριμμένον ἀκηδῶς | ||
; οὐκ ἀμοιβάς , ὡς ἄν τις ὑπολάβοι , μόνον ἐκτίνων τῆς παιδείας , ἀλλὰ καὶ τὴν πανταχοῦ νεότητα , |