ἡ κάμπτουσα τῶν κολαζομένων τοὺς πόδας καὶ συμποδίζουσα καὶ μὴ ἐῶσα φυγεῖν , ἢ ἡ τοὺς ἑαυτῆς πόδας ἐπικλίνουσα καὶ
ἡ κάμπτουσα τῶν κολαζομένων τοὺς πόδας καὶ συμποδίζουσα καὶ μὴ ἐῶσα φυγεῖν . ἢ τοὺς ἑαυτῆς πόδας ἐπικλίνουσα καὶ πρὸς
7074927 ἐγχυλα
πάσχει : ἢν μὲν οὖν τις ἐσθίῃ τὰ σιτία λίην ἔγχυλα , οὐκ ἂν ἴσως πάσχοι ταῦτα οὕτω σφόδρα :
καὶ ἀπάθειαν , θάτερον δὲ τοὐναντίον : καὶ τὸ μὴ ἔγχυλα θερίζεσθαι σκληρότητα πλέω καὶ πῆξιν : τὸ δὲ ἄγαν
6688010 ἀποτελουσαν
ζαπληθῆ ] πολλὴν . δάσκιον ] μεγίστην διὰ τὸ πλῆθος ἀποτελοῦσαν σκιάν . ἔτεγγ ' ] ἔβρεχεν . ἀμείβων ]
διέχοντα , εἶτα πάλιν συναγομένην εἰς μίαν ” κορυφήν , ἀποτελοῦσαν τὸ πᾶν ὕψος δυεῖν πλέθρων „ καὶ πεντεκαίδεκα πηχῶν
6572979 ἐπιφορος
ἠπείγετο [ θεάσασθαι ] . ἐπ ' Ἰσθμῷ ποντίᾳ : ἐπίφορός ἐστι πρὸς τὰ θηλυκὰ , ὡς τὸ ἐν αἰνᾷ
ἐρέεινε καὶ ᾔτεε σῆμα ἰδέσθαι . ἡ διπλῆ , ὅτι ἐπίφορός ἐστι πρὸς τὸν ἐννέα ἀριθμόν . . ἡ διπλῆ
6523714 λησεσθαι
ἵλεω . διὰ τί ; ὅτι , ἐὰν ὑπολαβοῦσα διάνοια λήσεσθαι τὸ θεῖον ἀδικοῦσα , ὡς μὴ πάντα καθορᾶν δυνάμενον
τοῦ φανεροῦ ποιησάμενος τὴν ἔξοδον , ἀλλ ' ὡς μάλιστα λήσεσθαι αὐτοὺς ἔμελλε . προελθὼν γὰρ ἐκ τῆς Ῥώμης περὶ
6507993 καμπτουσα
ἡ συμποδίζουσα καὶ μὴ ἐῶσα φυγεῖν . καμψίπους ] ἡ κάμπτουσα τῶν κολαζομένων τοὺς πόδας ἢ ἡ μὴ ἐῶσα τοὺς
πέριξ ὅμως ἐς τὸν ἀδελφὸν βλέπει τὸ γόνυ ἐς γῆν κάμπτουσα . τὸ δὲ τῆς ῥοιᾶς ἔρνος αὐτοφυές , ὦ
6494265 ἀνερματιστος
τροπήν , πορθμός , εὔριπος , ἀπαγής , ἀβέβαιος , ἀνερμάτιστος , σαλεύων , τοῦ φέροντος ἀεὶ πνεύματος , ὀξύτερος
τῆς Ἰλιάδος λαλῶν , Ἀλκίνου ἀπόλογος , ἄπαυστος γλῶττα , ἀνερμάτιστος . μάτην αὐτοῦ τῇ γλώττῃ περίκειται τὸ ἕρκος τῶν
6479186 ἀργη
ἐργασίαν ἐπίκτητον ἔχων : οὐ πάλαι γὰρ ἀνευρίσκεται , τέως ἀργὴ καὶ ἀνερεύνητος οὖσα , παρέχει δὲ τῶν ἰχθύων τὴν
: οὐ μὴν ἐρῶ καὶ εἴποιμι , ὡς ἀργὸς καὶ ἀργὴ ἦν ἡ γυνή ἀττικὸν δὲ τουτί ἀττικῶςἀλλ ' ἐσπάθα
6471108 πτοιαν
ἐστὶ βιαία καὶ αἰφνίδιος ἀνέμου ἔμπτωσις . πτοιώδεσι : τὴν πτοίαν οἱ μὲν δέχονται τὸν κίνδυνον , οἱ δὲ τὴν
δὲ πολλοῖς : καὶ τὸν μὲν τούτων δρόμον καὶ τὴν πτοίαν τοῦ παντὸς ἐδέησεν ὁ Ἀνάχαρσις ἐπαινέσαι . Περιῄει δὲ
6422220 προνοησασθαι
μηδ ' ἀναμάρτητον : ὅσα δ ' ἢ κινδυνεύοντας ἔδει προνοήσασθαι , ἐν οἷς ἅμα καὶ τῶν πολλῶν καὶ τῶν
με οὖν μὴ τοῦ παρόντος , ἀλλὰ καὶ τοῦ μέλλοντος προνοήσασθαι , εἰδυῖαν ὅτι , ὥσπερ τοὺς ἀγαθοὺς ἐπιβεβαιοῖ ,
6421626 νοσουν
. κλίνη καὶ αὐτὴ λίθου . ἐπ ' αὐτῆς κεῖται νοσοῦν τὸ ἐκείνου φάσμα χειρουργίᾳ φιλοτέχνῳ : παρέστηκε δὲ ὁ
σώματος , ἢ τὸ ζῷον οὐκ ἂν ὑγιαίνοι τῷ κρείττονι νοσοῦν . κδʹ . Ἑλλανοδίκαις καὶ Ἠλείοις . Ἀξιοῦτέ με
6385201 ἀφισταμενη
κρείττοσι πολλαπλασιάζῃ ἑαυτῆς τὰς νοήσεις : φθίσις δὲ ὅταν ἐκεῖθεν ἀφισταμένη ἀσθενεστέρα ἑαυτῆς γίνηται καὶ ἀργοτέρα ταῖς νοήσεσι : πάλιν
περιέσεσθαι τῷ ἐπιβουλεύματι ἦλθεν ἐς τὸ δεινόν . πόλις τε ἀφισταμένη τίς πω ἥσσω τῇ δοκήσει ἔχουσα τὴν παρασκευὴν ἢ
6377613 ἑλκυσαντα
. αὖ : ἔξω , εἰς τοὐπίσω . ἐρύσαντα : ἑλκύσαντα , ἑρπετὰ δηλονότι . Αὐτοκύλιστα : μόνα , αὐτόματα
ἅτε πῶλον : οὐκ ἔστι τινὰ ταῖς τραχυτάταις αὐτοῦ γένυσιν ἑλκύσαντα ἐκφυγεῖν αὐτὴν , ὁποῖα ποιεῖ καὶ πῶλος ἀποπτύων τοὺς
6373806 ἁπτομενη
ἡ μὲν ἐπάνω παχυτέρη , ἡ δὲ λεπτὴ τοῦ ἐγκεφάλου ἁπτομένη , οὐκ ἔτι ἡ αὐτὴ ἐπὴν τρωθῇ . Φλέβες
τὸ πλευρὸν , καὶ προσίσταται σκληρίη ὡς σφαίρη , καὶ ἁπτομένη πονέει ὡς ἀπὸ ἕλκεος , καὶ καταφθίνει , καὶ
6373526 ἐκμαινει
ποππυλιάσδει . κἠμὲ γὰρ ὁ Κρατίδας τὸν ποιμένα λεῖος ὑπαντῶν ἐκμαίνει : λιπαρὰ δὲ παρ ' αὐχένα σείετ ' ἔθειρα
δυνατώτερον . . . οἷ . οἰστρεῖ : ἐριθίζει , ἐκμαίνει . Ἀππιανός : τῷ ὄντι πᾶσιν οἰστρώδης ἐνέπιπτεν ὁρμὴ
6343298 προσπταιων
μεγάλου κακοῦ : τοὺς δακτύλους [ κατέαξα γὰρ σχεδόν τι προσπταίων ἅπαντας [ ἐλθών ; τί ; πεπαρώινηκε . δεῦρο
δύναται , ἀλλὰ συνταραχθεὶς εἰκῇ φέρεται καὶ οἷον ἐν σκότῳ προσπταίων λοιδορεῖται , οὐδὲν εἰδὼς τῶν ἐν μέσῳ προκειμένων καλῶς
6338033 προστριβεται
ποθεῖσά τινα διαλάθοι ποτέ : αὕτη γὰρ πρῶτον μὲν βαρύτητα προστρίβεται τῇ γαστρὶ ποθεῖσα , ἔπειτά που περὶ τὰ σπλάγχνα
πτισάνη ῥυπτικωτέρα μὲν γίνεται , βλάβην δ ' οὐδεμίαν ἑτέραν προστρίβεται . χειρίστη δὲ σκευασία πτισάνης ἐστίν , ὅταν οἱ
6330452 ἐγχειρισαντα
αὐτοῦ γενόμενον στρατηγόν , ὡς ἀργὸν καὶ ἄπορον τὸν στρατὸν ἐγχειρίσαντά οἱ καὶ δι ' αὐτὸ κἀκεῖνον ἡσσημένον τε πολλάκις
ἔτι λέγοντος αὐτοῦ τὴν πεῖραν ἀπεσείετο καὶ δυσχεράνας ἔφη τὸν ἐγχειρίσαντά οἱ τὴν στρατηγίαν οὔ ποτε προδώσειν : ” ἐλπίζω
6321129 τετρωσθαι
ποταμὸν διαβαίνειν ἔμελλε , Πολύκλεια δὲ τὸν πόδα ἐπιδησαμένη φάσκουσα τετρῶσθαι τὸ σφυρὸν παρακαλεῖ τὸν ἀδελφὸν Αἴατον διενεγκεῖν αὐτὴν ὑπὲρ
Δηιάνειραν καθοπλίσαι , καὶ λέγεται καὶ κατὰ τὸν μαζὸν τότε τετρῶσθαι . περιγενόμενος δὲ αὐτῶν καὶ ἀνελὼν τὸν Θειοδάμαντα ἐδέξατο
6320505 ἐκτειχισαι
οἱ πολέμιοι πάλιν ἐς μάχην παρασκευάσαιντο , ἐκέλευε τὸν στρατὸν ἐκτειχίσαι τὴν Κορδύβην , οἱ δὲ κάμνοντες τοῖς γεγονόσι τά
ἔδωκεν : Κρατερὸς δὲ ἐν τῇ πόλει ἐτάχθη τὴν ἄκραν ἐκτειχίσαι : καὶ παρόντος ἔτι ἐτειχίσθη Ἀλεξάνδρου καὶ φυλακὴ κατεστάθη
6314636 μετριη
μὴ μὴν πολλῷ . Κατάτασις δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πουλὺ μετρίη ἀρκέει , τῇ μὲν κατατείνειν τὴν κνήμην , τῇ
, ἐγκεφάλου διαϲφύξιεϲ , ὀφθαλμῶν πρήϲιεϲ , ἤχων ἀκοή . μετρίη ὀξυφωνίη κεφαλῇ ὀνηϊϲτόν . ἔπειτα δὲ καιρὸϲ αἰώρηϲ ἐϲ
6313034 παρερχομενον
τῷ λίθῳ καὶ τὸν τράχηλον εἰς τὸν βρόχον ἐντιθέναι : παρερχόμενον δὲ ἄλλον ἐγείρειν τὸν λίθον : καὶ ὁ κρεμάμενος
ὁ μακαριώτατός μου πατὴρ καὶ δεδώρηταί μοι ἀθάνατον θησαυρὸν μὴ παρερχόμενον [ - ] : ὃν ἄν τις [ ]
6297439 συμποδιζουσα
. . τρέω ] φοβοῦμαι . . καμψίπους ] ἡ συμποδίζουσα καὶ μὴ ἐῶσα φυγεῖν οὓς τιμωρεῖται . . θαρσεῖτε
ἡ καμψίπους , ἡ κάμπτουσα τῶν κολαζομένων τοὺς πόδας καὶ συμποδίζουσα καὶ μὴ ἐῶσα φυγεῖν . ἢ τοὺς ἑαυτῆς πόδας
6287996 ἐπιρροην
. εὖ γε τὸ προσνεῖμαι τῷ σαρκῶν ὄχλῳ τὴν αἵματος ἐπιρροήν , οἰκεῖον οἰκείῳ : τοῦ δὲ νοῦ τὴν οὐσίαν
καὶ σῆψις ἐξ ἧς πέφυκε βλαστάνειν ἔτι δ ' ὕστερον ἐπιρροήν τινα λαμβάνῃ τῆς τροφῆς : οὕτω γὰρ αὐτῶν ἡ
6285345 ῥυπαραν
προσελθὼν τῷ Φωκίωνι , χρῆσόν μοι , ἔφη , τὴν ῥυπαρὰν χλαμύδα , ἣν εἰώθεις φορεῖν παρὰ τὴν στρατηγίαν .
: ἡ μὲν γὰρ Ἀφροδίτη τὴν νύμφην μοιχαλίδα τε καὶ ῥυπαρὰν σημαίνει , εἰ δὲ Σελήνη , χωρισμὸς γίνεται παρ
6283944 Σμικρινη
κακῶν . αὖθις δ ' ὅπως μὴ λήψομαί σε , Σμικρίνη , προπετῆ λέγω σοι : νῦν δὲ τῶν ἐγκλημάτων
τὸ κακὸν καὶ τἀγαθὸν καθ ' ἡμέραν νέμειν ἑκάστωι , Σμικρίνη ; λέγεις δὲ τί ; σαφῶς διδάξω ς '
6278968 εὐνοει
δὸς τὰ μέρη τῇ εὐνοούσῃ , νῦν ὄψεται τίς αὐτῷ εὐνοεῖ . ” παραγενάμενος δὲ ὁ Αἴσωπος καὶ εἰσελθὼν εἰς
” ἡ γυνὴ τοῦ Ξάνθου εἶπεν “ καὶ τίς αὐτῷ εὐνοεῖ , δραπέτα ; ” Αἴσωπος εἶπεν “ ἔκδεξαί με
6270580 βαρυθυμια
. εἴδη δὲ αὐτῆς τρία : ἀκροχολία : πικρία : βαρυθυμία . ἔστι δὲ τοῦ ὀργίλου τὸ μὴ δύνασθαι φέρειν
ἀθυμία : ἄση : νέμεσις : δυσφορία : γόος : βαρυθυμία : κλαῦσις : φροντίς : οἶκτος . αʹ Ἔλεος
6267075 ἐξισωθηναι
σοι ὄντι ἐξισωθῆναι , ἐρῶ . ἄλλως : εἰ δὲ ἐξισωθῆναί σοι δεῖ καὶ μαντεύσασθαι , ὡς σὺ μαντεύῃ ,
σοι ὄντι ἐξισωθῆναι , ἐρῶ . ἄλλως : εἰ δὲ ἐξισωθῆναί σοι δεῖ καὶ μαντεύσασθαι , ὡς σὺ μαντεύῃ ,
6263476 χθεσινη
κραιπάλη καὶ μέθη διαφέρει . κραιπάλη μὲν γάρ ἐστιν ἡ χθεσινὴ μέθη , μέθη δὲ ἡ τῆς αὐτῆς ἡμέρας γινομένη
, ἀπὸ τοῦ τῶν καιρίων σφάλλεσθαι . κραιπάλη γὰρ ἡ χθεσινὴ μέθη καραπάλη τις οὖσα . . ἡγούμενον : Προοδοποιοῦντα
6257531 ἑλξει
, οὗ τὰ γύναια κακῶς ἤκουεν ἐπὶ τῇ τῆς σελήνης ἕλξει . πόθεν οὖν τοῦ περὶ τὴν Ἔφεσον πάθους ᾐσθόμην
λαβόμενοι ἄκρων τῶν χειλέων μάλα εὐλαβῶς , ὁρμῇ βιαιοτάτῃ καὶ ἕλξει ἐγκρατεῖ ἐς τὸ ὕδωρ ἄγουσι , καὶ δεῖπνον ἴσχουσι
6255341 κεκρυμμενως
τοὺς Ἱππέας . Γ ἐπικουρῶν ] βοηθῶν . κρύβδην ] κεκρυμμένως . Εὐρυκλῆς μάντις δι ' ἑτέρων ἑαυτὸν ποιῶν κατάδηλον
' ὄψεως φαίνεσθαι ὀλίγους ὄντας καὶ ὑποχωρεῖν , ἄλλους δὲ κεκρυμμένως καὶ ἀφανῶς κατακυκλοῦν , πρὸς τὴν τῶν τόπων ἐπιτηδειότητα
6253198 παραδραμειται
ἆρ ' οὖν σοφιστὴς ἀφθογγότερος κύκνου φανήσεται , καὶ σιωπῇ παραδραμεῖται πόλιν ἀρχαίαν ; ἦν γὰρ πόλις ἀρχαία καὶ πρὸ
σκυλάκιον ἢ λαγωδάριον μὴ σφόδρα ἐπειγόμενον ῥύμῃ καὶ ἀπνευστὶ θέοντας παραδραμεῖται . τούτων μὲν δὴ τῶν ἀγώνων πρὸς ἀλήθειαν ἱερὸς
6251461 συσχεθεισα
ἐγένοντο , οἱ δὲ σφόδρα ἐμπιστευθέντες προδόται . ἔλαφος δίψει συσχεθεῖσα παρεγένετο ἐπί τινα πηγὴν τοῦ πιεῖν . πιοῦσα δὲ
οἳ τὴν ἀλήθειαν οὐκ εἰδότες ἀπατᾶν νομίζουσιν . ἔλαφος δίψῃ συσχεθεῖσα παρεγένετο ἐπί τινα πηγήν . πιοῦσα δὲ ὡς ἐθεάσατο
6251094 φαιδροις
ἀγγέλου στοχάζεται τὰ λεχθησόμενα : τὸ πραχθέν : εὐειδέσι καλοῖς φαιδροῖς : προοιμίοις οὐ καλοῖς , οὐκ εὐσχήμοσιν : ὦ
τὸ δὲ χωρίον ἱερὸν ἐν περιβόλῳ : ἐλαία μὲν ἀναθάλλει φαιδροῖς τοῖς κλάδοις , πεφύτευται δὲ σὺν αὐτῇ τὸ πῦρ
6246578 ὑποπελιδνος
, καὶ ψαυόμενος ἀλγέει τὸ ἧπαρ , καὶ ἡ χροιὴ ὑποπέλιδνος αὐτέου , καὶ τὰ σιτία ἃ πρόσθεν ἐβεβρώκει πνίγει
μὲν μυξώδει σαρκὶ ἔξωθεν δὲ τυλώδει κατειλημένον . ἄνθραξ ἐσχάρα ὑποπέλιδνος ἢ λευκὴ ἢ ὕπωχρος , φλύκταιναν ἔχουσα καὶ ἐρύθημα
6236179 προρεειν
φλέγετο , ζέε δ ' ὕδωρ : οὐδ ' ἔθελε προρέειν , ἀλλ ' ἴσχετο : τεῖρε δ ' ἀϋτμὴ
: [ καὶ ἐν Ἰλιάδι ] „ οὐδ ' ἔθελε προρέειν „ . . . Φ , . . .
6236023 παρακουσαι
τε ἐν τῷ οἴκτῳ τῆς Πολυξένης καὶ θέλων τὸ μὴ παρακοῦσαι τὸν πατέρα αὐτοῦ : τὰς ἀρτηρίας . τὰς φλέβας
στόμα σύμμετρον καὶ παραφθεγγόμενον τὴν εὐχὴν τῷ τροπαίῳ : κἂν παρακοῦσαι βουληθῶμεν , τάχα ἑλληνιεῖ . Ἐς αὐτὰ ἥκεις Ὀλύμπια
6233360 ἐδυνηθη
ἠδυνήθη τοῦ μαθεῖν ταύτην ὅλως : χρεμετίζων γὰρ ὅμως οὐκ ἐδυνήθη τὴν φωνὴν τὴν τοῦ ἵππου καταλαβέσθαι , καὶ τῆς
δίκαιον εἶναι διὰ τοῦτο ἔλαττον ἔχειν , εἴ τις μὴ ἐδυνήθη ἢ κατημέλησεν οὐ γὰρ τοῦτό ἐστι σκεπτέον , ἀλλὰ
6219239 δροσωδη
ἀληθινόν . οὔνομα σωλήν : ὄνομα σωλῆνι . Ἐρσήεντα : δροσώδη , ἁπαλὰ , ὑγιῆ . τερσήεντα : τὰ σκληρά
' ἱδρῶτα πηγῆς ; οἶνον εἰπὲ συντεμών . λιβάδα νυμφαίαν δροσώδη ; παραλιπὼν ὕδωρ φάθι . κασιόπνουν δ ' αὔραν
6206660 ἐξετεινεν
περιβαλλόμενος τοῖς ἰσχυροτάτοις δένδρεσι πρόῤῥιζά τε ἀνέσπα καὶ εἰς ἔδαφος ἐξέτεινεν . Διατεθρύλληται δέ τισιν , ὡς ἄρα ἐλέφαντες καὶ
, ξένια ἁρμόζοντα κατασκευάζων , πᾶσαν εὐφροσύνην καὶ ἡδονὴν αὐτοῖς ἐξέτεινεν . Ἰάσων δέγμενος : οὐχ ὡς πάντας ὑποδεδεγμένου τοῦ
6202187 θεοντι
βραχύς , εὔστοχος , ἐοικὼς οὐ πελταστῇ μισθοφόρῳ , ἀπροοράτως θέοντι , ἀλλ ' ὁπλίτῃ βάδην ἰόντι καὶ κινουμένῳ ἀσφαλῶς
τε ἐκεῖνοι , τό τε πεπραγμένον ἔνδον οὐκ εἰδότες , θέοντι αὐτῷ καὶ φερομένῳ συνεξέδραμον πάντες . ταραχή τε τὸν
6195163 ἐπιδιωκειν
θύρα ἐλευθέρᾳ γυναικὶ νενόμιστ ' οἰκίας : τὸ δ ' ἐπιδιώκειν εἴς τε τὴν ὁδὸν τρέχειν , ἔτι λοιδορουμένην ,
θύρα ἐλευθέραι γυναικὶ νενόμιστ ' οἰκίας , τὸ δ ' ἐπιδιώκειν εἴς τε τὴν ὁδὸν τρέχειν ἔτι λοιδορουμένην κυνός ἐστ
6195140 καμνουσα
θιγεῖν ὥρης : ἦν γὰρ πέπειρος κεἰς τρυγητὸν ἀκμαίη . κάμνουσα δ ' ἄλλως , οὐ γὰρ ἴσχυε ψαύειν ,
Σῦριγξ ἔφευγε καὶ τὸν Πᾶνα καὶ τὴν βίαν : φεύγουσα κάμνουσα ἐς δόνακας κρύπτεται , εἰς ἕλος ἀφανίζεται . Πὰν
6190437 ἀγχομενος
καὶ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ λευκὰ πελιδνὰ , καὶ ἐξορᾷ ὡς ἀγχόμενος : ἐνίοτε καὶ τὴν χροιὴν μεταβάλλει , καὶ ἐκ
αἰὲν ὀρούων , ὁπποῖος περὶ νύσσαν ἀεθλοφόρος θοὸς ἵππος , ἀγχόμενος παλάμῃσι καὶ ἡνιόχοιο χαλινῷ . οἱ δ ' ἄρ
6188235 διανεμῃ
ἀρχούσης ἐλαττόνων , τῇ ἑαυτοῦ πόλει τὰ τῶν σμικροτέρων χρήματα διανέμῃ μὴ κατὰ δίκην . οὕτω μὲν γὰρ οὔτε Δίων
, προφέρεις εἰς μέσον τὰ δείγματα ὧν ἠδίκησας καὶ ἐπισεμνυνόμενος διανέμῃ πρὸς θεόν , ἀπαρχὰς αὐτῷ κομίζων ἀνοσίους , καὶ
6187816 ἐπηρωσεν
παῖδα , διέβαλλεν ὡς ἀσελγῆ τῷ πατρί : ὁ δὲ ἐπήρωσεν αὐτὸν καὶ ἐγκατῳκοδόμησεν . ἐπὶ τούτοις καὶ ὁ πατὴρ
ἢ γῆρας , ἡ ἀναγκαία καὶ κοινὴ πάντων νόσος , ἐπήρωσεν ; ἔτι δ ' οὐχὶ πλοῦτοι καὶ δόξαι καὶ
6184948 ἀδυνατουν
οὕτω γὰρ τὸ ἀντιμαχόμενον αὐτῷ ζῷον , τὸ αὐτὸ ποιῆσαι ἀδυνατοῦν , εἰς ἧτταν ἔρχεται . Ἔτι γε μὴν καὶ
τὰς δυνάμεις : βλαβερὸν δ ' ἑκάτερον , τὸ μὲν ἀδυνατοῦν ἐνεργῆσαι δι ' ἀσθένειαν , τὸ δὲ βλάψαι βιαζόμενον
6174934 Γαστηρ
, καὶ ἀτιμίαις . ἐγκατέδησε : συνέκλεισεν , ἐδέσμησεν . Γαστήρ : γνώμη . ἀνάσσει : βασιλεύει . Ἠερίῃς :
γαμηρὸς , συγκοπῇ καὶ προσθέσει τοῦ β , γαμβρός . Γαστήρ , ὅτι γαστρίζει ἡμᾶς ἐπιχορηγοῦσα τὴν τροφήν . Γλουτοί
6169857 ἐματησεν
ἀντὶ τοῦ ἠστόχησεν , ἢ μάτην ἐπεχείρησε ματαιοπραγήσας : οὐκ ἐμάτησεν οὖν , οὐχ ἥμαρτεν , οὐκ εἰς μάτην ἐπήδησεν
λέγων . Ῥινός : διά . Μάρψεν : ἔλαβεν . ἐμάτησεν : ἐματαιώθη , ἀπέ - τυχεν . ἐπέλασσεν :
6168649 ἠλπισε
Ματέρνῳ καιρὸς ἐπιτήδειος εἶναι ἐς τὸ τὴν ἐπιβουλὴν λαθεῖν . ἤλπισε γὰρ αὐτός τε ἀναλαβὼν τὸ τῶν δορυφόρων σχῆμα καὶ
: μικρὸν δ ' ὕστερον γνῶναι διότι οὐ δύναται ὃ ἤλπισε : „ μέσσῳ γὰρ μεγάλοι ποταμοὶ καὶ δεινὰ ῥέεθρα
6168643 προδῳς
τῆς ψυχῆς [ καὶ ] τῆς ἐμῆς δέσποτα , μὴ προδῷς ἑαυτὸν μηδὲ εἰς ὀργὴν ἐμβάλῃς βαρβαρικήν , συγκατάθου δὲ
] συνάθροισμα . ξυντέλεια ] τὸ πλῆθος τῶν θεῶν . προδῷς ] + τοῖς ἐχθροῖς . πυργώματα ] τοὺς πύργους
6167843 ἀναινομαι
ἐγκρατέςτερον | . πτωχεῦσαί με [ θέλεις ; οὐκ ] ἀναίνομαι : | πτωχεύσω δὲ Ἴρου [ μετριώτερον ] .
ὁμολογήσουσι καὶ τῷ Διῒ χάριν τῷ τάδε διαπραξαμένῳ . οὐκ ἀναίνομαι ] χαίρω ἐν τῷ μὴ ἀντιλογεῖν . ἡβᾷ τοῖς
6163283 αἰσχροποιος
καί σύνδεσμος . . οὗτοι αἰσχροί . . Ἀρίστυλλος : αἰσχροποιὸς οὗτος . . καλαμίνθης : Δυσώδης βοτάνη καὶ ὄφεις
εἶδος ἀθάρας ἀπὸ φασηλίων . Σμοιός : Κύριον ὄνομα . αἰσχροποιὸς εἰς γυναῖκας , καὶ ἱππεύσας πρότερον , καὶ τοῖς
6160256 χαυνωσιν
. διερρυηκόσιν ] διακεχηνόσιν . κλῆσιν ] μαρτυρίαν . “ χαύνωσιν ἀναπειστηρίαν ” λέγει , ὅταν τοῦ ἀντιδίκου προβαλόντος λόγους
Εἰ δὲ ἐπιβλαβές ἐστι καὶ δι ' ὑπέρθεσίν τινος καὶ χαύνωσιν τοῦ ὄχλου λέγεται , τὰ ἐναντία φημίζειν , σκληρότερα
6154694 κολακευτικως
εἰ καὶ οὐδὲν ὁ αὐτοῦ λόγος ἰσχύει , σαίνων καὶ κολακευτικῶς καὶ δολίως ἄγαν ὑπερχόμενος πρὸς πάντας . πάγχυ καὶ
τῶν ἔξω φροντίδος . Ἕπεσθε μητρὶ χοῖροι : ἐπὶ τῶν κολακευτικῶς τισιν ἑπομένων τροφῆς ἕνεκα . Ἐπὶ βύρσης ἐκαθέζετο :
6150559 ἀποσεισασθαι
ἀδύνατον εἶναι δοκοῦν τοὺς τεθνεῶτας ἀναβιῶναι εὐπρεπέστατα ἡγοῦντο ταύτῃ γοῦν ἀποσείσασθαι τὸ ἐπίκλημα καὶ ἐπὶ σφᾶς αὐτοὺς τὰ δίκαια μεταθεῖναι
τοῦτο δὲ μόνον ἀληθές . ἀπὸ φροντίδος ] ἀποβαλεῖν , ἀποσείσασθαι τοῦ λογισμοῦ . ἄχθος ] μάταιον βάρος . χρὴ
6143224 ἐκνιψασθαι
μὲν σώματα λουτροῖς καὶ καθαρσίοις ἀπορρύπτονται , τὰ δὲ ψυχῆς ἐκνίψασθαι πάθη , οἷς καταρρυπαίνεται ὁ βίος , οὔτε βούλονται
' αὐτοῦ ; ἄπαγε βεβήλων καὶ ἀνοσίων ἐνθυμημάτων . καλὸν ἐκνίψασθαι τὴν ἀθλίαν ψυχὴν ἐπηρεασθεῖσαν μὲν ὑπὸ φωνῆς , διακόνοις
6140733 Καπνιος
, ἔχουσι δέ τι καὶ στυπτικὸν ἐκ ψυχρᾶς γεώδους . Κάπνιος δριμεῖα καὶ πικρὰ καὶ στύφει . Καππάρεως ῥίζης ὁ
ὡς , εἰ πλείων βρωθείη , ξηραίνει τὴν γονήν . Κάπνιος δριμείας ἅμα καὶ πικρᾶς μετέχει ποιότητος : οὐκ ἀπήλλακται
6139879 ἐμποδιζοντα
τελευταῖον , ὅταν μήτε τὰ πράγματα μεταθεῖναι δυνηθῶ μήτε τὸν ἐμποδίζοντα ἐκτυφλῶσαι , κάθημαι καὶ στένω καὶ ὃν δύναμαι λοιδορῶ
καὶ πηδᾶν ἀντερειδόμενον τοῖς ὄπισθεν ποσίν , οὐδαμῇ τοὺς προσθίους ἐμποδίζοντα διὰ τὴν ἐκείνων εἰς τὸ εἴσω παράλλαξιν . ἁλτικὸν
6129433 ἀνιχνευει
τὴν ἀθλίαν ἐνέρων ] τῶν νεκρῶν περῶν ] ἐρχόμενος . ἀνιχνεύει καὶ πανταχῆ φοιτώσῃ παρίσταται καὶ πλανᾶσθαι ποιεῖ νῆστιν ἤγουν
Κνωσίου εὐρίνοιο κυνὸς μένος , ὅστ ' ἐν ὄρεσσι θηρὸς ἀνιχνεύει σκολιὴν βάσιν ἐξερεείνων ῥινὸς ὑπ ' ἀγγελίῃ νημερτέϊ καί
6128421 χωριστη
κυβερνήτης τοῦ πλοίου . οὗτος γὰρ ἐντελέχεια μέν , ἀλλὰ χωριστή . τάχα δὲ καὶ περὶ πάσης τῆς ψυχῆς τύπῳ
ἐστί τινων πρὸς ἄλληλα . αὕτη οὖν ἡ ἑτερότης ἢ χωριστή ἐστι καὶ κατὰ συμβεβηκός , ἥτις πέφυκε χωρίζεσθαι ἐκείνων
6127815 στενοχωρουμενος
αὐτοῦ κατὰ τὸ μέσον τοῦ στόματος , ὁ δὲ κάραβος στενοχωρούμενος ἄλλοτε μὲν νήχεται , ἄλλοτε δ ' ἠρεμεῖ ,
ἡνίκα ἂν ἑαυτοῦ μάλιστα ὑποπλησθεὶς εἶτα ἐς τὴν θάλατταν οἱονεὶ στενοχωρούμενος ὠθῆται . φιλεῖ δὲ ἄρα δρᾶν τοῦτο ἤδη ὥρας
6125592 τακηναι
ὀπτότατον τὸ ἄλφιτον , μὴ κινῶν , ἀλλ ' ἐῶν τακῆναι , ἀτρέμα χλιαίνων ἐπὶ πυρὸς ἢ ὕδατος θερμοῦ ,
ἑαυτῶν ἀραιότητας ὑποδεξάμενα μηδὲν πάσχειν . ἤδη γοῦν ἀσπίδος πληγείσης τακῆναι μὲν τὸ χάλκωμα , τὸ δὲ ξύλον μηδὲν παθεῖν
6125592 ϲηπομενα
εἰϲ ὑμέναϲ νευρώδειϲ : πρὸϲ δὲ τούτοιϲ ἐκπίπτει καὶ μέρη ϲηπόμενα νομῆϲ γινομένηϲ παραπληϲίαϲ τῇ τῶν ἑρπηϲτικῶν . ἔτι δὲ
τε καὶ ἄλγημα νωθρόν . τὰ δὲ πεπονθότα μέρη | ϲηπόμενα λευκαίνεται , ἀλφοειδὴϲ δὲ καθ ' ὅλον τὸ ϲῶμα
6113130 προλιπειν
φοβῶνται μηδὲ φεύγωσιν , ἀλλὰ κἂν τὴν γῆν ἅπασαν δέῃ προλιπεῖν , κἂν τῶν σωμάτων αὐτῶν ἀποστῆναι , ῥᾳδίως ὑπομένωσιν
ὃς τότε κῆρας ἐπερχομένας σάφα εἰδὼς οὐκ ἔτλη Σπάρτης ἡγεμόνας προλιπεῖν . Γράψε Πολύγνωτος Θάσιος γένος , Ἀγλαοφῶντος υἱός ,
6112977 ἀσκαρδαμυκτος
ἀλλαντοπώλην . ΓΘ ἀσκαρδαμύκτως ] ἀτενῶς , ἀναιδῶς . Γ ἀσκαρδάμυκτος ] μὴ μύσας τοὺς ὀφθαλμούς , ἤγουν ἀναιδῶς .
Ἀριστοφάνει καὶ σκαρδαμύσσειν ἐν Ἱππεῦσι : ” βλέψον εἰς ἐμὲ ἀσκαρδάμυκτος ” . . , : σκαρθμός : παρὰ τὸ
6112955 ἀφανιζουσα
ἀφιεῖσα . ἔφηλις πάθος ἐν προσώπῳ , ὑποπέλιδνος ἐπιδρομή , ἀφανίζουσα τὸ κατὰ φύσιν χρῶμα . ἴονθοι ἀνθήματα ψυδρακίοις ἐοικότα
παρὰ τὸ ἐμπαθὲς διὰ τοῦ πάθους ὡς σκότους βαθέος αὐτὸ ἀφανίζουσα . ταῦτα εἰπὼν ἐπάγει πάλιν τὸν ὅρον φρονήσεως ὡς
6111807 παρακαταθηκῃ
στρατιώτας στάσιν , ἀνέλαβε τοὺς φυγάδας . φήσας δὲ ἐν παρακαταθήκῃ τὸν βασιλέα Πτολεμαῖον τὸν Φιλομήτορα δεδωκέναι παιδίον αὐτῷ τρέφειν
. εἰλήφει δὲ τοῦτον παρὰ τοῦ Πριάμου ὁ Πολυμήστωρ ἐν παρακαταθήκῃ μετὰ χρημάτων . ἁλούσης δὲ τῆς πόλεως κατασχεῖν αὐτοῦ
6109694 ἀνακλιθεις
μορφήν . Γ κατεσκευασμένον εἰς ὄνου μορφήν . κλίνας ] ἀνακλιθείς . Γ οὗτος : ὁ ὄνος κεχηνώς . οὗτος
μορφήν . Γ κατεσκευασμένον εἰς ὄνου μορφήν . κλίνας ] ἀνακλιθείς . Γ οὗτος : ὁ ὄνος κεχηνώς . οὗτος
6105774 κομπους
Ἄρεος , ἀντιπάλου δυσχείρωμα δράκοντος . Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει , καί σφας ἐσιδὼν πολλῷ ῥεύματι προσνισσομένους ,
φθόνει αὐτῷ ἐν τῷ ἐπαινεῖσθαι καὶ ἀπολαύειν τοὺς ἐξ ἐκείνων κόμπους , ἀνθ ' ὧν ἐπόνησεν . καὶ γὰρ ἡρώων
6102389 ἀληθουσα
καὶ ἤλει , οὐκ ἤληθεν : ἀλοῦσα , οὐχὶ δὲ ἀλήθουσα . Μέθυσος ἀνὴρ οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ μεθυστικός .
κουρίδα . . κιθαρῳδός : Ἡ ἀλετρίς . ἀναστήσασα : ἀλήθουσα . . ἀωρὶ νύκτωρ : ὄρθρου . . τὸν
6099151 ὡμολογημενην
ἐν τῷ τέως εὐπορήσας χρημάτων Τιμόθεος τὴν τιμὴν διέλυσε τὴν ὡμολογημένην . Τιμόθεος ἀνήγετο τῷ στόλῳ παντί . πταρμὸς ἐγένετο
Σκιπίωνα τὸν τὴν Λιβύην Ῥωμαίοις κτησάμενον διαπέμπουσι πρεσβείαν , τὴν ὡμολογημένην φιλίαν ἐπικυροῦντες . Μετὰ ταῦτα δὲ πάλιν πρὸς τὸν
6098054 γυμνασεις
εἰς τοὺς γείτονας . Γύμναζε παῖδας : ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις . Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει . Γυνὴ
. τί ληρεῖς ; οὐκ οἴκαδ ' ἐλθὼν τὴν σεαυτοῦ γυμνάσεις δάμαρτα ; Φοροῦσιν ἁρπάζουσιν ἐκ τῆς οἰκίας τὸ χρυσίον
6097580 ἡβωσαν
ἐγὼ νέους οὐδὲν γυναικῶν ὄντας ἀσφαλεστέρους , ὅταν ταράξηι Κύπρις ἡβῶσαν φρένα : τὸ δ ' ἄρσεν αὐτοὺς ὠφελεῖ προσκείμενον
, οἷον πρυλέες , οἱ πορείᾳ χρώμενοι . πρωθήβην ἄρτι ἡβῶσαν , ἀκμάζουσαν . πρώτῃσι θύρῃσι ἐπ ' ἄκραις ταῖς
6096625 πορσυνω
, εὐτρέπισον : ἐκ τοῦ πόρος πορῶ πορύνω καὶ πλεονασμῷ πορσύνω , καὶ πόρσυνον ἀντὶ τοῦ πορσύνοις , τὸ προστακτικὸν
οὗ ὁ μέλλων πόρσω αἰολικῶς , ἐξ οὗ καὶ παραγωγὸν πορσύνω . ἀλκήν : βοήθειαν , ὑπεράσπισιν , ἀποσόβησιν .
6095225 ἐγειρηται
αἰδοῦς τε καὶ συννοίας καὶ τάξεως ὀρθῆς , μήτε πάθος ἐγείρηται μηδὲν εἰκῆ καὶ φαύλως καὶ ἡμαρτημένως , οἷον ἐπιθυμία
αἰδοῦς τε καὶ συννοίας καὶ τάξεως ὀρθῆς , μήτε πάθος ἐγείρηται μηδὲν εἰκῆ καὶ φαύλως καὶ ἡμαρτημένως , οἷον ἐπιθυμία
6094979 πλαζεται
ἀκμῆι : ἄλλοτε δ ' αὖτε κακῆισι διατμηθέντ ' Ἐρίδεσσι πλάζεται ἄνδιχ ' ἕκαστα περὶρρηγμῖνι βίοιο . ὡς δ '
, ἀλλ ' ὑπὸ μελέτης τοῦ θεῖν ἐπὶ μηδενὶ εἰκῇ πλάζεται , καὶ μαινομένῃ ἔοικεν . ἀλλὰ ἵστασθαι μὲν τὸν
6092722 τιμωρουμενη
δὴ πληρώσει ; ἐπιβᾶσα ἐπὶ τὸν τράχηλον ἐμοῦ ἡ δύσζηλος τιμωρουμένη καὶ τιμωροῦσα πολυστένακτα ἢ δίχα στεναγμοῦ καὶ ἐλέους ὡς
ὀξεῖ ' Ἐρινύς : ἤτοι ὀξέως βλέπουσα , ἢ ὀξέως τιμωρουμένη . ἐστύγησεν ὥστε ἀλληλοφονίαν γενέσθαι τοῦ γένους αὐτοῦ .
6091375 ἀτηκτον
πολλῆς εὐρυχωρίας ἰόντα , οὐ βιαζόμενα , ἄλυτον αὐτὴν ἐάσαντα ἄτηκτον παρέσχεν : τὰ δὲ ὕδατος ἐπειδὴ μείζω πέφυκεν μέρη
, ἔνθα τοὺς ἐν πολέμῳ τελευτῶντας ἔθαπτον . Κερασβόλον . ἄτηκτον καὶ μὴ εἶκον παιδείᾳ , ἀλλ ' ἀπηνὲς ὄν
6090495 φρισσουσα
φρεσὶν ἄχθος ἀλύει μήτηρ , τηλυγέτοιο θοὴν ὠδῖνα θυγατρὸς πρωτολεχοῦς φρίσσουσα : τὸ γὰρ μέγα δεῖμα γυναικῶν : αὐτὴν δ
, ψυχρὸν φυσιόωσα χαλαζήεντι χιτῶνι : καὶ χλοεροῖς πέπλοισι δέμας φρίσσουσα καλύπτει Χειμερίη ζοφόεσσα , καὶ ἐκ προχόου νιφετοῖο κρυμαλέον
6089440 βουλευσομενος
. Μεθ ' ὑμῶν , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , παρελήλυθα βουλευσόμενος , πότερον χρή με λέγειν ἢ μή . διὸ
διακεκλεισμένος καὶ ὑπὸ τῶν μισθοφόρων ἐγκαταλειπόμενος , συνήγαγε τοὺς φίλους βουλευσόμενος περὶ τῶν ἐνεστώτων : οὕτω γὰρ τελέως ἀπήλπιστο τὰ
6088807 διετειχισεν
χώρας , τὴν δὲ Χερρόνησον ἀπὸ θαλάττης ἀρξάμενος μέχρι θαλάττης διετείχισεν . τοῦτο δὲ πράξας τοὺς μὲν Θρᾷκας ἐκώλυσε τῆς
αὐτοῦ τὴν οὐσίαν ἐν τῷ ἀρίστῳ μόνῳ , διέσκαψεν καὶ διετείχισεν τὴν ἐλπίδα τῶν πολλῶν τῆς ἐπ ' αὐτὸ ὁδοῦ
6087051 ἐσκορπισεν
ὡς ἀπὸ μέρους τὸ πᾶν . ἔρηνε , ἔρανεν , ἐσκόρπισεν . δόλῳ : γράφεται δόμου . πυλάων : τῆς
γυναῖκα εἰς ἀγρὸν ἀπιοῦσαν ἰδὼν τὰ μὲν ξύλα πάντα χαμαὶ ἐσκόρπισεν ἀποσεισάμενος , τὴν δὲ γυναῖκα ἐς τὴν ὁδὸν ἀνατρέψας
6083285 ἐρεθιζοντος
δὲ εἰς χρῆσιν ἐνίοτε δι ' ἔθος μοχθηρὸν τὰ πολλὰ ἐρεθίζοντος τοῦ σπέρματος , ἐπειδὰν πολύ τε καὶ κακόχυμον ᾖ
' ἄλλου τινὸς οὔτ ' ἔσωθεν ἐνοχλοῦντος οὔτ ' ἔξωθεν ἐρεθίζοντος ; πῶς δὲ φρόνησιν , οὐχ ὑποκειμένων αὐτῇ πρακτέων
6083255 παρασχωμεν
τὴν οἰκίαν τινὰ εἰσαγάγωμεν ἢ τὸ χωρίον ἢ σκεύη τινὰ παράσχωμεν , εὐθὺς κύριον ἐκείνων τοῦτον ἀπεδείξαμεν , ἂν μὴ
ἐλλεβόρου . πρὸ γὰρ τῆς δόσεως ἡμερῶν δέκα ἢ πεντεκαίδεκα παράσχωμεν ὀξύμελι καὶ τροφὰς δυναμένας λεπτῦναι : ἐν αὐτῇ δὲ
6079667 παρελομενη
τινί . αὕτη γὰρ ἄλλωι , τυχὸν ἀναξίωι τινί , παρελομένη σοῦ πάντα προσθήσει πάλιν . διόπερ ἐγώ σε φημὶ
τῆς προειρημένης ἐπιμελείας ἐπιτιμήσεως ἔτυχε προσηκούσης . ἡ γὰρ σύγκλητος παρελομένη τὴν ἐξουσίαν παρέδωκεν ἄλλοις τὴν ἐπιστασίαν ταύτην . διορθωσάμενος
6079443 ΕΙτα
κἀγὼ ποιεῖν ἔμελλον καὶ εὐτρεπίσθην , καὶ ὅσα τοιαῦτα . ΕΙτα ὁ ἐπίλογος , μὴ λῦσαι τὸν νόμον , μὴ
σαφῶς δεικνύντος τοῦ προσώπου τὸν κωμῳδούμενον καὶ οὐχ ἕτερον . ΕΙτα θήσεις ἀντίθεσιν μεταληπτικὴν τὸ , σωφρονίζων αὐτοὺς τότε πεποίηκα
6078131 ἡσυχαζοντος
τοίνυν προστεθέντος σου τοῖς ἐναντίοις τοιαῦτα παθόντες , οἷα πεπόνθασιν ἡσυχάζοντος , ᾐσθάνοντό σου τῆς ἀρετῆς , πόση νῦν αὐτοῖς
νυκτὸς ἐπελθούσης , καὶ πάλιν ἐμοῦ μὴ διαλεγομένου ἀλλ ' ἡσυχάζοντος . ἀλλὰ δὴ καὶ τὸ ” εἰ νὺξ ἔστιν
6075736 ξυμπολεμειν
βασιλέα , εἴ πως πείσειαν αὐτὸν χρήματά τε παρασχεῖν καὶ ξυμπολεμεῖν , ἀφικνοῦνται ὡς Σιτάλκην πρῶτον τὸν Τήρεω ἐς Θρᾴκην
τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης , ἄγοντας πρὸς Ἀθηναίους δεχημέρους σπονδάς , ξυμπολεμεῖν ἐκέλευον Περδίκκᾳ : οἱ δ ' οὐκ ἤθελον .
6073301 ἐπισπωμενα
: τὰ χυτὰ σώματα ἀλλήλοις χαίροντα , καὶ ἐν ἀλλήλοις ἐπισπώμενα : ἐπείπερ καὶ ὡς ἐν ἀφορισμῷ ὁ πολυμαθέστατος Ζώσιμος
, σιδήριον καμπύλον , τοῦ δὲ καλῴδια πολλά , μηχαναῖς ἐπισπώμενα τὸν ἅρπαγα , ὅτε τῆς πολεμίας νεὼς ἐκ καταπέλτου
6073210 παρεμπιπτον
Τρύφων ἢ σοῦ ἢ Θέωνος , καὶ σαφὲς ὅτι τὸ παρεμπῖπτον ἀλλότριον τῆς πτώσεως ἢ σολοικισμὸν ποιήσει ἢ παρέμπτωσιν ἑτέρου
τοῦ πυρετοῦ ὡς ἐν τριταίοις . ἔστι καὶ ῥῖγος τὸ παρεμπῖπτον , τὸ λόγῳ συμπτώματος γινόμενον . ἐνταῦθα δὲ ῥῖγος
6072572 ἀλυει
γὰρ εἴ τις ἄχθεται , πλανᾶται ἢ ἀδυνατεῖ πάντως καὶ ἀλύει . οἱ γοῦν ἀλύοντες ἄχθονται μὲν ἐν τῷ ὀδυνᾶσθαι
, καὶ πνεύματος ἐμπίπλαται , καὶ ἀκούει οὐδὲν , καὶ ἀλύει , καὶ ῥιπτάζει αὐτὸς ἑωυτὸν ὑπὸ τῆς ὀδύνης :
6070057 Βοτρυς
τὸ Αἱ δ ' ἐλπίδες βόσκουσι τοὺς κενοὺς βροτῶν . Βότρυς πρὸς βότρυν πεπαίνεται : ἐπὶ τῶν ἐξισοῦσθαι φιλονεικούντων .
ἀρχὰς μὲν ἠρεμαίως ἐχόντων , αὖθις δὲ σφοδρῶς ἐπιγινομένων . Βότρυς πρὸς βότρυν πεπαίνεται : ἐπὶ τῶν ἐξισοῦσθαι φιλονεικούντων .
6066316 εὐπραγια
τόν τε Πέρσην ἐς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων ἐτύφωσε τηλικούτων ἔργων εὐπραγία . ὡς δὲ ταῦτα τῷ Ἀλεξάνδρῳ ἐδηλώθη χαλεπῶς νοσοῦντι
καὶ ἐρώντων ἡδονὴ καὶ ὅλως ἡ ἐπὶ παντὶ τῷ γιγνομένῳ εὐπραγία . γῆν ὅτε ἂν καταλίπῃ τύχη , τότε καὶ
6066270 ἐμπιπτουσα
ΑΒ τῇ ΓΔ . Ἐὰν ἄρα εἰς δύο εὐθείας εὐθεῖα ἐμπίπτουσα τὴν ἐκτὸς γωνίαν τῇ ἐντὸς καὶ ἀπεναντίον καὶ ἐπὶ
ἄλλα πάντα ἐφαίνετο , καὶ πολὺ κρείττων ἂν ἦς , ἐμπίπτουσα ὅλη ταῖς τῶν ὁρώντων θήραις . ἀλλὰ τῶν μὲν
6063914 Νοσον
τὸ δ ' οἷον αἶσχος ἐγγιγνόμενον . Οὐκ ἔμαθον . Νόσον ἴσως καὶ στάσιν οὐ ταὐτὸν νενόμικας ; Οὐδ '
λογίζεσθαι καλῶς . Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου . Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν . Νέος ὢν
6063529 ἐνιακις
ἔνδον ἀπόνευσις ἄλγημά τε νυγματῶδες μετὰ δυσπνοίας καὶ βηχός , ἐνιάκις δὲ καὶ ἀναγωγῆς αἵματος . Περὶ ἰσχίων . τὰ
περὶ τῶν γεγονότων , ἀλγεῖν κεφαλήν τε καὶ τένοντας , ἐνιάκις δὲ καὶ παρακόπτειν . παράκειται δὲ τῷ ὑστερικῷ πάθει
6060500 κλυουσαν
, οὐ μακροῦ χρόνου . Ὕπεστί μοι θράσος , ἁδυπνόων κλύουσαν ἀρτίως ὀνειράτων . Οὐ γάρ ποτ ' ἀμναστεῖ γ
. δωμάτων ἄτιμα ] ἀπεσπασμένους καὶ φυγαδευθέντας τῶν οἴκων . κλύουσαν ] ἀντὶ τοῦ κλυούσηι . καὶ τότε ] ὅτε
6058600 ἀποτρεψειε
συνέσπεται , οὐδ ' ἀπολείπει : οὐδέ τις ἱέμενός περ ἀποτρέψειε τεκοῦσαν οὔτε βαλὼν οὔτ ' ἄλλο φέρων δέος :
πάροιθεν ο ? ! ! ! ! [ [ ] ἀποτρέψειε ? ? ? τα ! [ [ ] !
6057073 ἀφαιρησομενος
οἱ ἡγούμενοι , τὰ δὲ τῶν στρατιωτῶν οὐδεὶς ἦν ὁ ἀφαιρησόμενος . οἱ δ ' αὐτοὶ καὶ ἰσχυροὶ καὶ ἀνδρεῖοι
, καὶ γενόμενος δήμαρχος ἴσχυσε τοσοῦτον ὥστε ἐπέμφθη Μάρκος Κάτων ἀφαιρησόμενος τὴν Κύπρον τὸν κατέχοντα . ἐκεῖνος μὲν οὖν ἔφθη

Back