βραχύς , εὔστοχος , ἐοικὼς οὐ πελταστῇ μισθοφόρῳ , ἀπροοράτως θέοντι , ἀλλ ' ὁπλίτῃ βάδην ἰόντι καὶ κινουμένῳ ἀσφαλῶς | ||
τε ἐκεῖνοι , τό τε πεπραγμένον ἔνδον οὐκ εἰδότες , θέοντι αὐτῷ καὶ φερομένῳ συνεξέδραμον πάντες . ταραχή τε τὸν |
' ὅτ ' ἀνὴρ θοὸν ἵππον ἐς εὐρέα κύκλον ἀγῶνος στέλλῃ ὀρεξάμενος λασίης εὐπειθέα χαίτης , εἶθαρ ἐπιτροχάων , ὁ | ||
, προσδοκᾷ . Εὔδια : ἐν εὐδίᾳ , εὐδιεινῶς . στέλλῃ : πορεύῃ , ἔρχηται . πορεύσεαι : πλέεις , |
. εἴδη δὲ αὐτῆς τρία : ἀκροχολία : πικρία : βαρυθυμία . ἔστι δὲ τοῦ ὀργίλου τὸ μὴ δύνασθαι φέρειν | ||
ἀθυμία : ἄση : νέμεσις : δυσφορία : γόος : βαρυθυμία : κλαῦσις : φροντίς : οἶκτος . αʹ Ἔλεος |
ταλάσσει καὶ κυβερνῆσαι τάλας αὐτουργότευκτον βᾶριν , ἐς μέσην τρόπιν εἰκαῖα γόμφοις προστεταργανωμένην . ἧς οἷα τυτθὸν Ἀμφίβαιος ἐκβράσας τῆς | ||
φιλοσοφίᾳ ἐπολέμει . Φέρ ' ἐπαμύνωμεν τῷ λόγῳ , μὴ εἰκαῖα φλυαρῶμεν . Καὶ δή μοι δοκῶ βούλεσθαι μὲν ταῦτα |
, ἐν τῷ διαμασᾶσθαι ἐκκαίων τὴν γεῦσιν : ῥίζα εὐμεγέθης ὕπεστιν , ὄζουσα λιβάνου . Ἄλλη λιβανωτὶς πάντα ἐοικυῖα τῇ | ||
τούτων ἕκαστον τμητέον , καὶ ὅπη τὰ αὐτὰ κεφάλαια πᾶσιν ὕπεστιν , καὶ ὅπη ἑκάστῳ ἁρμόττει χρήσασθαι , ἐφεξῆς [ |
βία ] ὁ Πολυφόντης . βίᾳ ] δυνάμει . φερέγγυον φρούρημα : ἱκανὸν φρουρεῖν τὴν πατρίδα . φερέγγυον ] ἀξιόμαχον | ||
θ φερέγγυον ] πιστὸς φύλαξ . φρούρημα ] ἀσφάλεια . φρούρημα ] φύλαγμα . φρούρημα ] τῶν κατ ' αὐτῶν |
” ἐπὶ τελευτῇ δὲ τοῦ λόγου διαβάλλων τὴν πόλιν ὡς πνιγηρὸν οἰκητήριον τὸ ἐπὶ πᾶσιν ὧδε ἀνεφθέγξατο : ” ἀλλ | ||
τὸ θέρος ψυχρὰ γίνηται ἥ τε ὄπωρα γίνεται καὶ μετόπωρον πνιγηρὸν καὶ οὐκ ἀνεμῶδες . Οἱ πρῖνοι ἐὰν εὐκαρπῶσι χειμῶνες |
] συμπίπτων , συγκρούων . . κελαινὸς ] μέλας . ὑποβρέμει ] ὑπηχεῖ . . γᾶς ] γῆς . ἁγνορρύτων | ||
θάλασσα , καὶ ὁ μέλας τόπος τῆς γῆς τοῦ Ἅιδου ὑποβρέμει . αἱ πηγαί τε τῶν καθαρῶν ὑδάτων στένουσιν ἄλγος |
ἡλίου , ἢ ὅτι ἡ θεὸς τοιαύτῃ κέχρηται ἐσθῆτι . κρυόεσσα φρικτή : κρύος γὰρ τὸ ῥῖγος . κρῖ ὁ | ||
. αἰδῶ : γράφεται ἀνδρῶν . Πᾶσιν : ὅλοις . κρυόεσσα : φρικτὴ , ἡ φοβερὰ , ἡ ἀλγεινὴ , |
τόν τε Πέρσην ἐς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων ἐτύφωσε τηλικούτων ἔργων εὐπραγία . ὡς δὲ ταῦτα τῷ Ἀλεξάνδρῳ ἐδηλώθη χαλεπῶς νοσοῦντι | ||
καὶ ἐρώντων ἡδονὴ καὶ ὅλως ἡ ἐπὶ παντὶ τῷ γιγνομένῳ εὐπραγία . γῆν ὅτε ἂν καταλίπῃ τύχη , τότε καὶ |
πολύπους , πολυάδελφος , πολύθηρος , πολύδενδρος πολύυλος πολύυδρος , πολύξυλος , πολυσκώμμων , πολυτελής , πολύτιμος , πολυειδής , | ||
, καὶ ἐπίτασιν , ὡς ἐν τῷ ἄξυλος , ἡ πολύξυλος , καὶ ὁμοῦ , ὡς ἐν τῷ ἄλοχος , |
κρατοῦσι κυκησίτεφροι ψευδολίτρου τε κονίας καὶ Κιμωλίας γῆς , χρόνον ἐνδιατρίψει : ἰδὼν δὲ τάδ ' οὐκ εἰρηνικὸς ἔσθ ' | ||
προειρη - μένῳ παραγραφικῷ ὁ φεύγων ἐνταῦθα , οὐ μὴν ἐνδιατρίψει : οὐ γὰρ ἰσχὺν ἱκανὴν , ὅπερ εἶπον , |
τροπήν , πορθμός , εὔριπος , ἀπαγής , ἀβέβαιος , ἀνερμάτιστος , σαλεύων , τοῦ φέροντος ἀεὶ πνεύματος , ὀξύτερος | ||
τῆς Ἰλιάδος λαλῶν , Ἀλκίνου ἀπόλογος , ἄπαυστος γλῶττα , ἀνερμάτιστος . μάτην αὐτοῦ τῇ γλώττῃ περίκειται τὸ ἕρκος τῶν |
ὑπέσηρεν ὀδόντας , ὀξέα πεφρίκοντας : ἐπικροτέει δὲ γένειον πυκνοῖς φυσιόων συρίγμασιν ἰοφόρος θήρ . αὐτίκα δ ' αὖτ ' | ||
ὀτραλέη μύραινα : δύω δ ' ἀνὰ κέντρα τιτήνας δήϊα φυσιόων προκαλίζεται ἐς μόθον ἐλθεῖν , ἶσος ἀριστῆϊ προμάχῳ στρατοῦ |
ἄκρα γε μὴν τὰ ὦτα λασίους . θηρίον δὲ τοῦτο ἁλτικὸν δεινῶς , καὶ κατασχεῖν βιαιότατά τε καὶ ἐγκρατέστατα καρτερόν | ||
προσθίους ἐμποδίζοντα διὰ τὴν ἐκείνων εἰς τὸ εἴσω παράλλαξιν . ἁλτικὸν δ ' ἐστὶ καὶ πη - δητικὸν τὸ ζῷον |
ποιότητα ἀναφερόμενον ὡς ἡ ὑπὸ μακρᾶς νόσου ἢ ἰκτερικοῦ νοσήματος ὠχρίασις , ἢ ἐπίκτητον καὶ εὐαπόβλητον ὡς ἡ ἐρυθρότης , | ||
καιρὸς ἔτους Ἕλληνες . ὦχρος ἀρρενικῶς καὶ βαρυτόνως Ἀττικοί , ὠχρίασις Ἕλληνες . ὠρακιᾶν Ἀττικοί , λειποψυχεῖν Ἕλληνες . ὡς |
καὶ ἐνοχλοῦν σῶμά ἐστι , κινεῖ δ ' ἡμᾶς ἡ εὐμουσία ἐνοχλεῖ δ ' ἡ ἀμουσία . ἔτι πᾶν τὸ | ||
καὶ διατρίβουσι περὶ παιδείαν , οὐδὲ αὐτὴ ἡ ἐν λόγοις εὐμουσία καὶ διατριβή , ἀλλ ' ἣν οἱ πολλοὶ ἀκύρως |
θιγεῖν ὥρης : ἦν γὰρ πέπειρος κεἰς τρυγητὸν ἀκμαίη . κάμνουσα δ ' ἄλλως , οὐ γὰρ ἴσχυε ψαύειν , | ||
Σῦριγξ ἔφευγε καὶ τὸν Πᾶνα καὶ τὴν βίαν : φεύγουσα κάμνουσα ἐς δόνακας κρύπτεται , εἰς ἕλος ἀφανίζεται . Πὰν |
ἀκμὴ τοῦ πάθους . ὁρμή . : ἄπυρος ] Ἡ πολύπυρος , διὰ τὸ σφοδρὸν πάθος . ἤ , πῦρ | ||
καὶ βλάβας διδοῦν . . βέλος . . ἄπυρος ] πολύπυρος , διὰ τὸ σφοδρὸν καὶ πολὺ τοῦ πάθους : |
ἀπένθητος δόμοισιν : ἐπὶ τῶν καθ ' ὥραν τελευτησάντων . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται : ἐπὶ τῶν ὁμονοούντων ἐπὶ κακίᾳ . | ||
ἔχω καὶ οὐ λούει : εἰ εἶχεν , ἔλουε . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται . Γέροντά μοι εἶπας : κακόν μοι |
: τῆς κοιλίας τῆς κατωτάτω . κατὰ τὸ ἄκρον καὶ ἄκλειστον στόμα τῆς νειαίρης γαστρὸς ἀειρόμενον τὸ φάρμακον νειαίρης ] | ||
παρειαὶ στεναὶ ἐπιμήκεις , γένειον μακρόν , στόμα ἄθυρον περίμηκες ἄκλειστον , ὡς διεσχισμένα τὰ πρόσωπα φαίνεσθαι , κυρτός , |
ἐν ὀξυκράτῳ βρέχεται μέχρι διαλυθείη , ἔπειτα εἰς ῥάκος λινοῦν ἐμπλάσσεται καὶ κατακολλᾶται τοῦ τε ἤτρου καὶ τῆς ὀσφύος . | ||
: ἀπό τε κεφαλῆς ῥεῦμα καταῤῥέει , καὶ πάντ ' ἐμπλάσσεται , καὶ πολλὴν ὑγρασίην ἐπάγεται , καὶ τὰ ὑποφθάλμια |
οὐ κάρτος ἔχει : τοῖός μιν ἀθέσφατος ὄχλος αἰόλος ἀμφιέπει δυσπαίπαλος ἑρπηστήρων . δὴ τότε δὴ βαρύθων ἔστη κρατερῆς ὑπ | ||
ἁπαλή τε : τάχ ' αἰγὸς ἂν ἀντιφερίζοι τρηχυτάτῃ χαίτῃ δυσπαίπαλος , οὐκ ὀΐεσσι . Τοίην που καὶ σοῦβος ἔχει |
φλεγέθει καὶ ὀρίνεται ἄγριον ἦτορ , εἰσόκε μιν χηλῇσιν ἐπαΐξας δολιχῇσιν κάραβος αὐχενίοιο λάβῃ μέσσοιο τένοντος : ἴσχει δ ' | ||
ἀγρευτήρων σὺν κυσὶν εὐτόλμοισι ποτὶ χθόνα θῆρα βάλωνται , αἰχμῇσιν δολιχῇσιν ἐπασσύτερον δαμάσαντες , δὴ τότ ' ἀπ ' αὐχένος |
, εἰς ὃ πᾶν συρρεῖ τὸ τῆς φύσεως ἐπίκηρον καὶ δυσαλθές . κἂν μή τις θᾶττον ὡς χρέος ἀποδιδῷ τὸ | ||
: πλησιάσειεν προσεγγίσειε ἄμποτε * δῆγμα : σπάραγμα ὀδόντων οὔτε δυσαλθές : οὔτε δυσίατον οἴδημα ἐπιφλεγμαίνεται . γ * οἶδος |
ἀλαπάξαι : ἐκπορθῆσαι , κυρίως δὲ τὸ κενῶσαι : ἔστιν ἀλαπάζω ἀλαπάξω . παρὰ τὴν λάπαθον τῶν κυνηγετῶν γινομένους λαπάθους | ||
. . . . ἀλαπαδνός : ἀσθενής : παρὰ τὸ ἀλαπάζω , ὃ σημαίνει τὸ ἐκκενῶ καὶ πορθῶ , γίνεται |
, βρονταῖον , ἀνίκητον βέλος ἁγνόν , ῥοίζου ἀπειρεσίου δινεύμασι παμφάγον ὁρμήν , ἄρρηκτον , βαρύθυμον , ἀμαιμάκετον πρηστῆρα οὐράνιον | ||
τοῖς κρεωπωλίοις καὶ τοῖς ὀψοπωλίοις ἀποκαθάρματα , δυσχρήστως δὲ ὅτι παμφάγον καὶ ἀκάθαρτον καὶ δυσκόλως ἀπειργόμενον ἀπὸ τῶν καθαρείων καὶ |
πάλιν , χαλκῆν ἢ ὀστρακίνην ; ἀπεφήνατο , οὐδετέραν . Σαρδώνιος γέλως : ἐπὶ τῶν μὴ ἐκ χαιρούσης ψυχῆς γελώντων | ||
ἄλλαι τε πόλεις πολλαὶ , καὶ Ἰόπη καὶ Λύδα . Σαρδώνιος γέλως : ἐπὶ τῶν ἐπ ' ὀλέθρῳ τῷ σφῶν |
τοῖς κρείττοσι τοῦ παρισταμένου τὴν κακίαν ὅσον ἐφ ' ἑαυτῇ περιστέλλουσα , οἷον ὅταν πτωχὸν πλούσιον καλῶμεν καὶ τὴν χολὴν | ||
περιηγόμην : καὶ κλεινὸν αὐτὸν καὶ ἀοίδιμον ἐποίουν κατακοσμοῦσα καὶ περιστέλλουσα . καὶ τὰ μὲν ἐπὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς |
- εντ ' ὀλολυγμὸν ἀνδρὸς θεινομένου , γυναικός τ ' ὀλλυμένας : τί γὰρ κεύθω † φρενὸς θεῖον ἔμπας † | ||
λαοῦ . λαΐδος ὀλλυμένας ] ἤτοι τῆς λείας . λαΐδος ὀλλυμένας ] τῶν πολιτῶν . λαΐδος ] τῆς λαφυραγωγίας . |
κοῦφος , ἐλαφρός , δρομικός , ὀξύς , φιλεργός , ἐθελουργός , φιλόπονος , φιλοκίνδυνος , ἀγωνιστής , θαρσαλέος , | ||
γαυρούμενος , γαυριώμενος , κυδρός , κυδρούμενος , ἐλευθέριος , ἐθελουργός , ἱππαστής , ἀγλαός , φρονηματίας , ἀλαζών , |
. . . . . . . . . . Λιμήν χωστὸς ὑπόκειται καὶ Λέχαιον λεγομένη πόλις . . . | ||
καὶ Λιλυβαιίτης καὶ Λιλυβηίς . Λιμενῶτις , χερρόνησος Κελτική . Λιμήν , ὁ ὕφορμος τόπος . καὶ λιμενίτης ὁ ἐν |
λαμβάνειν ἐπίσταμαι . μήτρας ὑείας εὖ καθεψηθεὶς τόμος , τὴν δηξίθυμον ἐντὸς ὀξάλμην ἔχων . δισσαῖς γὰρ ἐν μέσαισιν ἰχθύων | ||
δὲ Φυσιολόγῳ : μήτρας ὑείας οὐκ ἀφεψηθεὶς τόμος , τὴν δηξίθυμον ἐντὸς ὀξάλμην ἔχων . ἐν δὲ Σίλφαις : μήτρας |
. θοῦρος : ὁρμητικὸς , πολεμιστής : καὶ θοῦρον τὸν πηδητικὸν καὶ ταχὺν , οἱονεὶ θοῶς δρούων : παρὰ τὸ | ||
δὲ πλεονάσειεν ὁ ἀήρ , τὸ τηνικαῦτα καὶ κοῦφον καὶ πηδητικὸν καὶ ἀνέδραστον γίνεται τὸ ζῷον καὶ ψυχῇ καὶ σώματι |
καὶ ἐντρίβων ταῖς πονηρίας . Γ μάσθλης ] ὡς ἱμὰς μεμαλαγμένος : σκώπτων δὲ ὡς βυρσέα τοῦτό φησιν . ὑπέρχεται | ||
, δίωκ ' ἀκμῆτι μαλκίων ποδί . Μάλθη : ὁ μεμαλαγμένος κηρός : Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Στεφάνου . Ἱππῶναξ |
τἀγαθὰ ἐπινεύειν θεῷ καὶ ταχέως ὁμολογεῖν ; ἀλλ ' οἷς ἐπινεύει τὸ θεῖον , ἅπας ἄφρων ἀνανένευκε . τὴν γοῦν | ||
μὲν τοῦ στομίου φλεγμαίνοντος ἐπίμυσις αὐτοῦ καὶ συναίσθησις ὀδυνώδης , ἐπινεύει δ ' ὡς πρὸς τὸν δακτύλιον , συντείνονται δὲ |
Ἀλέξανδρον καὶ αὐτὸς ἀπαξιώσας τι παθεῖν πρὸς αὐτοῦ ἄχαρι . Τετάρτῃ δὲ ἡμέρᾳ ἐς Ἔφεσον ἀφικόμενος τούς τε φυγάδας , | ||
λευκή : διαχωρήματα μέτρια , ὑγρά : οὖρα χολώδεα . Τετάρτῃ ἐς νύκτα , τὰ γυναικεῖα ἦλθε πουλλά : ἔληξεν |
μὲν γὰρ τὸ ὄνομα , κέχρηται δὲ αὐτῷ Ἀριστοφάνης . ἐγχειρητὴς δὲ καὶ ἐγχείρησις Ἀριστοφάνης . Ἀριστοφάνης δὲ μελῳδὸς καὶ | ||
τὸ ἀχειρούργητον , δυσχείρωτα δὲ Δημοσθένης , ἐγχειρίθετον Ἡρόδοτος , ἐγχειρητὴς δὲ καὶ ἐγχείρησις Ἀριστοφάνης , ἐπιχειρηταὶ δὲ Θουκυδίδης , |
ὑπὸ Τηλεγόνου θανάτου αὐτοῦ καὶ πῶς πάλιν φαίνεται ζῶν καὶ θνήσκων διὰ τὸν θάνατον Κίρκης καὶ Τηλεμάχου * . ἄλλοι | ||
δὴ τόνδ ' ἄνδρα θεοὶ δαμάσασθαι ἔδωκαν , ὁ δὲ θνήσκων φράζεο νῦν , μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι |
, ὀρεινῆς . τάτ ' : ἅτινα , ἰωνικῶς . Τερπωλή : χαρὰ , εὐφροσύνη . ἠέ : ἰωνικόν . | ||
Εἰσδῦναι : εἰσελθεῖν . εἰσορόωντας : εἰς αὐτὸν βλέποντας . Τερπωλή : τέρψις . ἀπειρήτοισιν : ἀπείροις , ἀνοήτοις . |
κρείττοσι πολλαπλασιάζῃ ἑαυτῆς τὰς νοήσεις : φθίσις δὲ ὅταν ἐκεῖθεν ἀφισταμένη ἀσθενεστέρα ἑαυτῆς γίνηται καὶ ἀργοτέρα ταῖς νοήσεσι : πάλιν | ||
περιέσεσθαι τῷ ἐπιβουλεύματι ἦλθεν ἐς τὸ δεινόν . πόλις τε ἀφισταμένη τίς πω ἥσσω τῇ δοκήσει ἔχουσα τὴν παρασκευὴν ἢ |
ἀναπηδῶν ἐμπίπτων , ῥύμῃ φερόμενος , στρόβιλος , ἄνεμος , καταιγίς , χειμάρρους , ἀκατάστατος , ἀναρριπίζων τὸν δῆμον , | ||
βίαιος , σκληρός , δύσφορος , τυφών , πρηστήρ , καταιγίς , στρόβιλος . ἄνεμος ἐξώστης , ἐξωθῶν , ὑποφέρων |
ἐμπέσῃ τὸ καταπληκτικὸν θηρίον ἢ ἐπιβάλῃ . * ὑποζοφόωσα : σκοτώδης * ἄκροθεν οὐρή : κατὰ τὸ ἄκρον ἡ οὐρά | ||
. ὁ μὲν γὰρ ἥλιος φαεινός , ὁ δὲ ἀὴρ σκοτώδης καὶ ἐναντίος τούτου ἐστίν . ἣν Ὕδραν , ἤγουν |
τῷ λίθῳ καὶ τὸν τράχηλον εἰς τὸν βρόχον ἐντιθέναι : παρερχόμενον δὲ ἄλλον ἐγείρειν τὸν λίθον : καὶ ὁ κρεμάμενος | ||
ὁ μακαριώτατός μου πατὴρ καὶ δεδώρηταί μοι ἀθάνατον θησαυρὸν μὴ παρερχόμενον [ - ] : ὃν ἄν τις [ ] |
Κριοῦ κείμενον , λέγεται δὲ διὰ τὸ ἐκεῖνον ἀμαυρότερον εἶναι εὔσημον ἐπ ' αὐτοῦ γράμμα κεῖσθαι ἀπὸ Διὸς τὸ πρῶτον | ||
γὰρ τῶν χειρῶν ἀσφαλὴς καὶ τὸ βῆμα ἑδραῖόν τε καὶ εὔσημον ἐς τὴν γῆν ἄγει . τουτὶ δὲ ὁπόσου ἄξιον |
προσελθὼν τῷ Φωκίωνι , χρῆσόν μοι , ἔφη , τὴν ῥυπαρὰν χλαμύδα , ἣν εἰώθεις φορεῖν παρὰ τὴν στρατηγίαν . | ||
: ἡ μὲν γὰρ Ἀφροδίτη τὴν νύμφην μοιχαλίδα τε καὶ ῥυπαρὰν σημαίνει , εἰ δὲ Σελήνη , χωρισμὸς γίνεται παρ |
διὰ τοῦ ΙΝΗ ὑπὲρ τρεῖς συλλαβὰς ἐκτείνει τὸ Ι : Αἰητίνη θριδακίνη ἡρωΐνη . τὸ εἰλαπίνη Μολυβδίνη ὄνομα πόλεως συνέσταλται | ||
φίνη : ἀριγίνη : ἐριγίνη : ἡρωΐνη : δωτίνη : Αἰητίνη : Ἀδρηστίνη Εὐηνίνη : Μενεκίνη ἡ πόλις : μελίνη |
ποικίλλειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς * * : ὀστράκινος , εὐτελής . Χωρὶς τὰ Μεῤῥᾶς καὶ Σιλωὰμ ῥεύματα | ||
ἀγαθὰ βεβαιότερα καὶ τὰ κακὰ ἰσχυρότερα μαντεύεται , ὁ δὲ ὀστράκινος ἔλαττον : ἀμφότεροι δὲ τὰ κρυπτὰ ἐλέγχουσι . λύχνος |
ἐστὶ βιαία καὶ αἰφνίδιος ἀνέμου ἔμπτωσις . πτοιώδεσι : τὴν πτοίαν οἱ μὲν δέχονται τὸν κίνδυνον , οἱ δὲ τὴν | ||
δὲ πολλοῖς : καὶ τὸν μὲν τούτων δρόμον καὶ τὴν πτοίαν τοῦ παντὸς ἐδέησεν ὁ Ἀνάχαρσις ἐπαινέσαι . Περιῄει δὲ |
] εὑρεσιλόγος , εὑρεσιολόγος . , ἐφευρετὴς λόγων ψευδῶν , πολύλογος , ἑτοιμολόγος . , λόγους ἐφευρίσκων εὑρίσκων καὶ ἀπολογίαν | ||
. Κηφισοδήμῳ ] καὶ οὗτος Ἀθηναῖος , ῥήτωρ καὶ ξυνήγορος πολύλογος . κἀπεμορξάμην : ἔκλαυσα . ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος . |
εὐθηνία , εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , εὐνομία , | ||
. Ἔστιν δέ γ ' , ἔφην , ἡ μὲν εὐμαθία ταχέως μανθάνειν , ἡ δὲ δυσμαθία ἡσυχῇ καὶ βραδέως |
ἡδυμέστατον Ἀλκμὰν ἔφη . . . . . θερειτάτη : θερειτάτη : ὡς παρὰ Νικάνδρῳ : „ θερειτάτη ἵσταται ἀκτίς | ||
. θερειτάτη : θερειτάτη : ὡς παρὰ Νικάνδρῳ : „ θερειτάτη ἵσταται ἀκτίς „ . παρὰ τὸ θέρειος : οὐδέποτε |
, καὶ πάλιν ξυνισταμένη . Ἕκτῃ , ἐς νύκτα πουλλὰ παρέλεγεν : οὐδὲν ἐκοιμήθη . Περὶ δὲ ἑνδεκάτην ἐοῦσα , | ||
ὑπεδυσφόρει : οὔρησεν ἐλαιῶδες : νυκτὸς , ταραχὴ πουλλή : παρέλεγεν : οὐδὲν ἐκοιμᾶτο . Ὀγδόῃ , πρωῒ μὲν ἐκοιμήθη |
' αἰτιατέον δρόσον τὴν πρόσειλον . Αὕτη δὴ πολλὴ πίπτουσα καθυγραίνει τὰ μὲν ἄνθη καὶ ὑγρότερα τὴν φύσιν ὄντα μᾶλλον | ||
καὶ ὁ τῆϲ ἀνδράχνηϲ δὲ χυλὸϲ διακρατηθεὶϲ ἐν τῷ ϲτόματι καθυγραίνει τοὺϲ τόπουϲ . καὶ ῥοῦϲ ὁ ἐπὶ τὰ ὄψα |
ὑπετύψατο ] ἐλακτίσθη , ἐπατήθη , ἐτυπτήθη ὑπετύψατο ] ὑπεθλίβη ληνός ὅπου αἱ σταφυλαὶ πατοῦνται νύμφαις ] ἐν ὕδατι τήξαιο | ||
: παρὰ τὸ λεαίνω τὸ λεπτύνω λεανῶ λεανὸς καὶ κράσει ληνός . Λῃστής : ἀπὸ τοῦ ληΐζω τοῦ σημαίνοντος τὸ |
. κλίνη καὶ αὐτὴ λίθου . ἐπ ' αὐτῆς κεῖται νοσοῦν τὸ ἐκείνου φάσμα χειρουργίᾳ φιλοτέχνῳ : παρέστηκε δὲ ὁ | ||
σώματος , ἢ τὸ ζῷον οὐκ ἂν ὑγιαίνοι τῷ κρείττονι νοσοῦν . κδʹ . Ἑλλανοδίκαις καὶ Ἠλείοις . Ἀξιοῦτέ με |
: οὐ παρέκρουσεν : ἐκοιμᾶτο μᾶλλον : κοιλίη ἐπέστη . Ἑνδεκάτῃ οὔρησεν εὐχροώτερα , συχνὴν ὑπόστασιν ἔχοντα : διῆγε κουφότερον | ||
, διὰ τῶν αὐτῶν . Δεκάτῃ , πάντα ξυνέδωκεν . Ἑνδεκάτῃ , ἵδρωσεν οὐ δι ' ὅλου : περιέψυξε μὲν |
ὄξους πινόμενος ἐπιληπτικοὺς ἰᾶται . ἡ δὲ χολὴ τῆς καμήλου παγεῖσα ἐν μολυβδίνῳ ἀγγείῳ ἔως οὗ γλυκανθῇ αὐθημερὸν κοσμεῖ ἐν | ||
τὸ ῥεῦμα καὶ ἐπίθετον κύματος , ῥόθιον εἶδος πλεύσεως . παγεῖσα : ῥιζωθεῖσα , στᾶσα . Μίμνει : μένει , |
μετατίθενται . . . . ἀκέστωρ : παρὰ τὸ ἀκῶ ἀκέσω ἀκέστωρ : σημαίνει δὲ τὸν ἰατρόν . . . | ||
λυγρῷ φάρμακ ' ἀκήματ ' ἔπασσεν . παρὰ τὸ ἀκῶ ἀκέσω , ὡς νεμῶ νεμέσω καὶ τελῶ τελέσω , ἐντεῦθεν |
παρὰ τὸ τάχος γίνεται † στάχυς , οὕτως καὶ βρῖθος βριθύς , καὶ βριθύ , καὶ βριθοσύνη καὶ τὸ βριάω | ||
, καθὸ καὶ τὸ βριθέως μὲν ἐντελές , παρακείμενον τῷ βριθύς , καὶ ἐν ἀποκοπῇ βρῖ . . ) τούτῳ |
τῶν συμβαινόντων τὸ αἴτιον . Ὁ μὲν γὰρ χειμοσπορούμενος πυρὸς πολύρριζος ὢν καὶ ἐνταῦθα πρῶτον ἀποδοὺς τὴν δύναμιν ἀποδίδωσι πλῆθος | ||
πᾶσι τοῖς ζώοις . τῶν δὲ ἄλλων ὁ βρόμος : πολύρριζος γὰρ καὶ οὗτος καὶ πολυκάλαμος . ἡ δὲ ὀλύρα |
ἄρουρα , ἤγουν ἡ τὰ πρὸς ζωὴν δωρουμένη γῆ . Ἄρουρα γὰρ κυρίως ἡ ἠροτριασμένη γῆ . . ὩΣΤΕ ΘΕΟΙ | ||
εἰς τὸ φρύγειν καὶ καίειν ἐπιτήδεια . οὕτως Εἰρηναῖος . Ἄρουρα : Ὠρίωνος παρὰ τὸ ἀρεοῦσθαι τὴν γεωργουμένην γῆν . |
χειρῶν ὡς τῇ δεξιᾷ βάλλων . περιβῆναι πεπτωκότος ὑπερασπίσαι . περιωπή τόπος ὑψηλός , ἀφ ' οὗ ἔστι περισκέψασθαι . | ||
τὸ ἀπάτῃ εὐπρεπεῖ οὕτω πολλὴν περιωπήν : σημείωσαι περιωπήν ʃ περιωπή , ἡ φροντίς . ʃ ἀντὶ τοῦ περίσκεψιν ἢ |
ἔχει ὁ Καύκασις , τὰ πολλὰ πάντα ἀπ ' ὕλης ἀγρίης ζώοντα . Ἐν τοῖσι καὶ δένδρεα φύλλα τοιῆσδε ἰδέης | ||
, ἐπιπλάστῳ χρῆσθαι . Ἐπὶ νεῦρα δὲ διατμηθέντα ἐπιδεῖν μυῤῥίνης ἀγρίης ῥίζας κόψας καὶ διαττήσας , φυρήσας ἐλαίῳ . Καὶ |
ἤτοι ψεῦδος . ὧδε ] οὕτως . παιδνὸς ] ἤγουν ψεδνός . φρενῶν κεκομμένος ] ἀφαιρέσει τοῦ σ διὰ τὸ | ||
, ψυγῆναι Ἕλληνες . ψαθάλλειν Ἀττικοί , ψηλαφᾶν Ἕλληνες . ψεδνός Ἀττικοί , ἀραιόθριξ Ἕλληνες . ψυκτῆρα Πλάτων Συμποσίῳ . |
ὑπερηφάνῳ . ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] πορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἡμᾶς . θ ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι ἡμᾶς ἤγουν | ||
. ἐκλαπάξαι ] πορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἡμᾶς . θ ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι ἡμᾶς ἤγουν ἐξαναστῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἐκβαλεῖν |
ἢ στάσεως . παραλίαν ] παραθαλασσίαν ὑπὸ ] ὑποττοβεῖ , ὑπηχεῖ κηρόπλαστος ] ὁ πεπλασμένος καὶ ἀληλιμμένος κηρῷ δόναξ ] | ||
νηδύος φολίδας , λοξὸν δὲ οἶμον πρόεισιν . ἠρέμα οὖν ὑπηχεῖ , ὡς καταγνῶναι νωθείαν αὐτοῦ καὶ οὐδένειαν . δακὼν |
: τὸ ὅπλον : παρὰ τὸ σπῶ τὸ ῥῆμα παράγωγον σπίζω , ὁ μέλλων σπίσω , κατὰ , ἔγκειται ' | ||
παραγώγως . Ἀσπίς , παρὰ τὸ σπῶ , οὗ παράγωγον σπίζω : ἀφ ' οὗ ὄνομα ῥηματικὸν σπι ἤτοι μακρὸν |
ἡ Λυδὴ λίθος οὐ γάρ τι θεσμὰ τοῖσιν ἀστίταις πρέπει βοτῆρα νικᾶν ἄνδρας ἀστίτας . τί γάρ ; στείχων δ | ||
τοσοῦτον τῷ μήκει ῥάδικα ὅσον βακτηρίαν . τινές φασιν οἷον βοτῆρα , τουτέστι ποιμενικὴν ῥάβδον μεθ ' ἧς βόσκουσι . |
ἰκμάς , ὑγρὸν τὸ περιέχον ἀφεῖσα , ἀμυδρὰ καὶ νωθῆ παραπέμπεται τὰ πρὸς ἕω πνεύματα . Διὰ τοῦτο τὸ ὄρθιον | ||
καὶ τὸ ἀμφίβολον τῆς γενικῆς ὡς πρὸς τὴν κτητικὴν γενικὴν παραπέμπεται ἡ τοῦ ῥήματος σύνταξις , καθάπερ προεκτεθείμεθα . εἰ |
φρεσὶν ἄχθος ἀλύει μήτηρ , τηλυγέτοιο θοὴν ὠδῖνα θυγατρὸς πρωτολεχοῦς φρίσσουσα : τὸ γὰρ μέγα δεῖμα γυναικῶν : αὐτὴν δ | ||
, ψυχρὸν φυσιόωσα χαλαζήεντι χιτῶνι : καὶ χλοεροῖς πέπλοισι δέμας φρίσσουσα καλύπτει Χειμερίη ζοφόεσσα , καὶ ἐκ προχόου νιφετοῖο κρυμαλέον |
τροπωτῆρες , ὑπηρέσια , ἀσκώματα , κοντοί , κάλοι , ἀντλία , κάδοι , ἀπόγυα , ἐπίγυα , πείσματα , | ||
Ὁμήρῳ ἀλεξάνεμος . χείμαρος : τρῆμα νεώς , ὅθεν ἡ ἀντλία ἐκρεῖ . χιτώνιον : ὁ ζωστὸς χιτὼν καὶ γυναικεῖος |
γάρ , ὥσπερ ἡ παροιμία , πόνος μονωθεὶς οὐκέτ ' ἀλγύνει βροτούς . πέλας δὲ ταύτης δεινὸς ἵδρυται Κράγος ἔνθηρος | ||
τὸν τυγχάνοντα . ἀλγύνει ] εὑρεθείς τινι ἀλγύνει ἐκεῖνον . ἀλγύνει ] λυπεῖ . θ ἀλγύνει ] λυπεῖ ἕτερον . |
ἀντείποι . Ἀλλὰ σχήματα μὲν ταῦτα τοῦ ἐνδιαθέτου λόγου . Κῶλα δὲ καὶ συνθήκη ἀνάπαυσίς τε καὶ τὸ ἐκ τούτων | ||
καὶ ὅσα τοιαῦτα . Ἀλλὰ σχήματα μὲν ταῦτα λαμπρότητος . Κῶλα δὲ τὰ μέλλοντα ποιήσειν τὸν λόγον λαμπρὸν μακρότερα εἶναι |
, οὐκ ἀργαλέοισι κύνεσσιν , οὐδ ' αὐτοῖς δειλοῖς λασιοκνήμοισι λαγωοῖς . Τρηχὺς δ ' αὖτ ' ἐλάφοισιν ἔρως πολλή | ||
εὐόφθαλμοι . Χαροπόν : χαροπῶς . Οὔποτε γάρ : οἶστρος λαγωοῖς μάχεται πρὸς τὴν ἄγρην καὶ μῆτις ἀντίβιος εἰς θήραν |
βάσεις ποδῶν ἁπαλὰς ἔχουσα , παρὰ δὲ τοῖς πολλοῖς βροτῶν Ποδάγρα καλοῦμαι , γινομένη ποδῶν ἄγρα . ἀλλ ' εἶα | ||
Πυθίου . ἤπιον , ὦ πάνδημε , φέροις ἄλγημα , Ποδάγρα , κοῦφον , ἐλαφρόν , ἄδριμυ , βραχυβλαβές , |
δηλῶ ἢ φανερῶ , ἐξ οὗ παράγωγον δεικνύω : καὶ δείκελον , τὸ δεικνύον τὴν ὁμοιότητα . ὡς οὖν ἀπὸ | ||
ῥέθει ἄντα ἔοικεν . ἢ πόντου μέγα κῦμα καταντία κυμαίνοντος δείκελον ἰνδάλλοιτο πυριφλεγέθοντος ἐσόπτρου . . . : Περὶ Οἰνώνης |
' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , ἔκνομος παράνομος , ῥᾴδιος ῥᾳδιουργός , προπετής , εὐχερής δωροδόκος , εὐεξαπάτητος , εὔτρεπτος | ||
Κρατῖνος Χείρωσιν . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ Σωκράτους ὅρκοι . ῥᾳδιουργός : ὁ κακοῦργος : καὶ ῥᾳδιουργία : ἡ περὶ |
τοῦ Καρὸς μετοικήσαντος ἐκεῖ σὺν Μάγνησι τοῖς ἐκ Κρήτης . Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος : ὁ νοῦς : οὐ τραχεῖά | ||
δ ' εἰναλίη Σκίαθος , φαίνοντο δ ' ἄπωθεν Πειρεσιαὶ Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος ἠπείροιο ἀκτὴ καὶ τύμβος Δολοπήιος . |
ἀλλὰ γὰρ λόγους κρύψω , τὸ δ ' ἔργον αὐτὸ σημανεῖ τάχα . κάθης ' ἑδραία : καὶ γὰρ εἰ | ||
χάριν πάτρας . πλοῦς , ὦ ξέν ' , αὐτὸς σημανεῖ : σὺ δ ' ἐκλιπὼν γῆν τήνδε φεῦγε , |
ἁπαλόσαρκοι , σκληρότεραι δὲ τῆς πέρκης . ὁ δὲ σκάρος ἁπαλόσαρκος , ψαθυρός , γλυκύς , κοῦφος , εὔπεπτος , | ||
διὸ καὶ τὰ ἐντὸς χολέρας ποιητικὰ ἔχει . ἡ κηρὶς ἁπαλόσαρκος , εὐκοίλιος , εὐστόμαχος , ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς |
: ὁμοίως δὲ καὶ τὸ πῶμα τῆς βαλάνου , ὅπου ἐγκάθηται ἡ βάλανος , ὅπερ νῦν ἀκουστέον : περὶ γὰρ | ||
ἔτι μεταβάλλει : ἀλλὰ ἡ ἐξαίφνης αὕτη φύσις ἄτοπός τις ἐγκάθηται μεταξὺ τῆς κινήσεώς τε καὶ στάσεως , ἐν χρόνῳ |
σπέρματα καὶ τὰ δένδρα λέγεται τῷ τὴν μὲν πίειραν ἀμείνω σιτοφόρον τὴν δὲ λεπτοτέραν δενδροφόρον εἶναι . Λαμβάνει γὰρ ὥσπερ | ||
δέ τινα διαδοῦναι τὴν χώραν τροφήν : καὶ γὰρ εἶναι σιτοφόρον μὲν καὶ ἐλαιοφόρον ἀγαθὴν ἀμπελοφόρον δὲ μετρίαν . Ὑπερβάλλον |
. . . οὐγγ . δʹ ὕδωρ ὄμβριον . θαυμαστῶς ἀποκρούει καὶ λεπτύνει φλεγμονάς . Καδμίας . . . . | ||
. . οὐγγ . ιβʹ ὕδωρ ὄμβριον . πάνυ καλῶς ἀποκρούει καὶ παρηγορεῖ παχυτέρα ἡ χρῖσις . εἰρηκότες ἤδη , |
ι : οἷον , ἄθριξ : εὔθριξ : πολύθριξ : οὐλόθριξ . Τὸ ὁδὸς παρὰ τὸ ἕζω ῥῆμα ἕδος , | ||
Ἑρμοῦ ἔσται ἰσχνὸς ὁ κλέπτης , ὑπόξηρος , σύμμετρος , οὐλόθριξ , εὐγένειος , ποικιλογνώμων , ὑπόχλωρος . ἐὰν δὲ |
γὰρ τὸν Ἀλεξανδρέα Ἡρακλείδην , ὡς πατῶ πάτος , στείβω στίβος , οὕτω ἐλεύθω ἔλευθος καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ κέλευθος | ||
, σαφής , προφανὴς ἐκφανής , τετριμμένη , τρίβος , στίβος , ἥμερος , πολυάνθρωπος , εὐεπίμικτος , ὁμαλή . |
εἰς Πάταρα στάδιοι ψʹ . Ἐκ Ῥόδου εἰς Καῦνον στάδιοι υνʹ . Ἐκ Ῥόδου εἰς νῆσον Ῥόπουσαν στάδιοι τνʹ . | ||
εἰς Σιγνάτιος ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι φʹ , [ στάδιοι ] υνʹ . Ἀπὸ δὲ Σιγνάτιος ποταμοῦ ἐκβολῶν εἰς Κουρίαννον ἀκρωτήριον |
σφισι , καυστηροῖο κυνὸς νέον ἱσταμένοιο , κέντρου πευκεδανοῖο θοὴν ἐνερείδεται ἀλκήν , ὀξὺ μάλ ' ἐγχρίμπτων , χαλεπὴν δ | ||
. θοήν : ὀξεῖαν , ταχεῖαν , τὴν δριμεῖαν . ἐνερείδεται : ἐμβάλλει . Ἐγχρίπτων : ἐμβάλλων , προσπελάζων , |
τὸ πτερὸν ἄρδεσθαι : πάντα δὲ ταῦτα μεταφορικῶς λέγει . Ἱδρώς , τουτέστι θεῖος ἱδρώς : ἐνταῦθα γὰρ οὖσα ἡ | ||
ὥστε κουφίζεσθαι τὸ ἡγούμενον τῆς ψυχῆς μέρος . οβʹ . Ἱδρώς ἐστι περιήθημα τῆς ἐν τῷ αἵματι λεπτῆς καὶ ὀῤῥώδους |
ἥ γε τῶν κηρύκων παρουσία καθίστησιν αὐτοὺς καὶ ἐς τὸ ἡσυχαῖον ἄγει . ταυτὶ μὲν οὖν σοι μέση τις πολέμου | ||
ἔστ ' οἰμωγμός . ἐν κείνῃ τὸ πᾶν σπουδαῖον , ἡσυχαῖον , ἐς βίαν ἄγον . ἐντήκεται γὰρ πλευμόνων ὅσοις |
. . Ἀπίολλα : πόλις Ἰταλίας : Ἀπιολλανός , ὡς Νῶλα Νωλανός . . . † Ἀπόβρωτοι : ἔθνος Ἰταλίας | ||
ἐξ αὐτοῦ Νυσαιεύς τρισυλλάβως καὶ Νυσαεύς ἄνευ τοῦ ι . Νῶλα , πόλις Αὐσόνων . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . Νώλην δὲ |
αὐτὸν τῆς κακοπαθείας ἐποίησεν . ἰστέον ὅτι , ἐὰν γράφηται ἐνέπνευσεν κάματον βίῃ , ἐπὶ τοῦ ὄφεως ἀκουστέον , τουτέστιν | ||
ὁ ἔχις εὐθέως πόνον καὶ ἀλγηδόνα εἰς τὴν δύναμιν αὐτοῦ ἐνέπνευσεν καὶ ἐνέβαλεν . εἰ δὲ γράφεται ἀνέπνευσεν καμάτων τοιοῦτόν |
ἄντα ἔοικεν . Ἢ πόντου μέγα κῦμα καταντία κυμαίνοντος δείκελον ἰνδάλλοιτο πυριφλεγέθοντος ἐσόπτρου πᾶσα μὲν ἥδε πέριξ πυρὶ λάμπεται , | ||
ὁ Ἀγησιάναξ εἴρηκεν ᾗ πόντου μέγα κῦμα καταντία κυμαίνοντος δείκελον ἰνδάλλοιτο πυριφλεγέθοντος ἐσόπτρου . : οὐκ ἀγνοῶ δὲ καὶ τοὺς |
δηλονότι . . ἐπισχέθοι ] κωλύσει τῆς ὁρμῆς . . ἐσθορεῖν ] εἰσπηδῆσαι . πωλικῶν θ ' ἑδωλίων ] παρθενικῶν | ||
. Ξ ἐσθορεῖν ] πηδῆσαι . ἐσθορεῖν ] ὁρμᾶν . ἐσθορεῖν ] πηδᾶν . ἐσθορεῖν ] ἐσπηδῆσαι . θ δόμον |
, ἔπειτα ἐν διπλώματι τακείς , ἀναληφθείσης πτερῷ τῆς ἐπινηχομένης ῥυπαρίας καὶ διυλισθείσης εἰς θυείαν , μετὰ τὸ παγῆναι ἀποτίθεται | ||
δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑποκατακλείσας φορέσῃ ἀπεχόμενος χοιρείου κρέατος καὶ πάσης ῥυπαρίας , σκοτίας δὲ γενομένης φανήσεται γενναῖος τοῖς ἀνθρώποις . |
εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης , | ||
εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης , |
δὲ παρὰ ἀμιχθόεις , τὸ θηλυκὸν ἀμιχθόεσσα , ὡς αἰθαλόεις αἰθαλόεσσα καὶ αὐδήεις αὐδήεσσα , καὶ παιπαλόεις παιπαλόεσσα καὶ πλεονασμῷ | ||
μηλινόεσσα καὶ αἰόλος , ἄλλοτε τεφρή , πολλάκι δ ' αἰθαλόεσσα μελαινομένη ὑπὸ βώλῳ Αἰθιόπων , οἵην τε πολύστομος εἰς |
Φλεγρὰς αἶα δουλωθήσεται Θραμβουσία τε δειρὰς ἥ τ ' ἐπάκτιος στόρθυγξ Τίτωνος αἵ τε Σιθόνων πλάκες Παλληνία τ ' ἄρουρα | ||
βροτῶν . ὁ δ ' αὐτὸς ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ , δεδουπὼς τὸν κτανόντ ' ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον |
. μὴ ' πίπλησσέ μοι ] ὀνειδιστικῶς πρόφερε . . στείχωμεν ] ἀποχωρῶμεν . ὡς ] ἐπεί . κώλοισιν ] | ||
] Τὰ ἐκ φύσεως προσόντα μὴ ὀνείδιζέ μοι . : στείχωμεν : Βαδίζωμεν , ὑποχωρῶμεν : συμβουλευτικόν . ἐπεὶ ποσὶ |
ὡς εἰώθασιν πλήρεις ὄντες καὶ ἐμβριθεῖς . τὸ γὰρ πλῆρες βαρῦνον τὸν στάχυν νεύειν ποιεῖ , ὁ δὲ ἀσθηνὴς ὀρθὸς | ||
κακῇ ἀλάλυγγι βαρῦνον ] κακωτικῶς συνεκλυποῦν λυγγί ἀλάλυγγι ] λυγμῷ βαρῦνον ] λυποῦν , ὀδυνῶν φῶτ ' ] τὸν ἄνθρωπον |
τε ἀφανῶς ἀδώρητος γενόμενος . Πλάτων μέντοι γε ἐν Συμποσίῳ ἄδωρος εἶπεν . καὶ γάρ φησιν ἄδωρος δυσμενείας ἀντὶ τοῦ | ||
: σημαίνει τὸ τὰ μαντευθέντα ἅπαξ πειρᾶσθαι ἀμάντευτα ποιεῖσθαι . ἄδωρος χάρις : ἡ μὴ ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά . |