ταύτης ἐν τῇ πόλει τυχεῖν : Αἰσχρὸν μέντοι , ὦ νεανία , τὸν βουλόμενον ἐν τῇ πόλει στρατηγεῖν , ἐξὸν
νοῦν ὑπάρχει ; Ἐγὼ τοίνυν καὶ αὐτός , ὦ χρηστὲ νεανία , ἐν πολὺ τοῦδε ἀφανεστέρῳ χωρίῳ τοὺς ῥητορικοὺς λόγους
5708449 Παρθενοπαιου
' ὠμὸν , οὔτι ] εἴπομεν ἄνωθεν ὅτι περὶ τοῦ Παρθενοπαίου τοῦ υἱοῦ τῆς Ἀταλάντης ἐνταῦθα διαλαμβάνει . φησὶν οὖν
Ἀστυδάμας ποτέ : Ἀστυδάμᾳ τῷ Μορσίμου εὐημερήσαντι ἐπὶ τραγῳδίας διδασκαλίᾳ Παρθενοπαίου δοθῆναι ὑπ ' Ἀθηναίων εἰκόνος ἀνάθεσιν ἐν θεάτρῳ .
5656035 ἀγασθεις
πρόσθεν ἔσεσθαι . Καὶ ἐγώ , ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος , ἀγασθεὶς αὐτῆς τὴν ἀπόκρισιν εἶπον : Ἆρά γε , ὦ
βασιλεὺς τοίνυν , ἐπεὶ πολλὰ παρακαλέσας τοῦτον οὐκ ἔπειθεν , ἀγασθεὶς τὸ τούτου στερρὸν τοῦ φρονήματος τὰς δυνάμεις παραδιδόναι τῷ
5652622 Λιχας
ἀνεζήτουν δὲ αὐτὰ ἐκ θεοπροπίου Σπαρτιᾶται . συνῆκεν οὖν ὁ Λίχας ὡς ἔστι κατακείμενα ἐν οἰκίᾳ χαλκέως , συνῆκε δὲ
τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους κόσμον τῇ πόλει παρεῖχε πολλῷ μᾶλλον ἢ Λίχας τῇ Λακεδαιμονίων , ὃς ὀνομαστὸς ἐπὶ τούτῳ γέγονε .
5637448 ἀνδρε
. Ἐκ τούτου οἱ μὲν ἐπαινοῦντες ἀπῆλθον , ἔχοντες τὼ ἄνδρε : Κλέανδρος δὲ ἐθύετο ἐπὶ τῇ πορείᾳ καὶ ξυνῆν
, οἵ τινες ἀνέρες εἶεν ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες , ἄνδρε δύω κρίνας , τρίτατον κήρυχ ' ἅμ ' ὀπάσσας
5625362 ἑταιρου
Σεβαστοῦ αὐτοκράτορος σφόδρα χαίροντος τῷ βρώματι , Νικολάου τοῦ Δαμασκηνοῦ ἑταίρου ὄντος αὐτῷ καὶ πέμποντος φοίνικας συνεχῶς . τῶν ἀπὸ
ἀντὶ τοῦ τῷ ἀνδρί . καὶ Ὅμηρος ” ἀχνύμενός περ ἑταίρου ” ἀντὶ τοῦ ἑταίρῳ . Καὶ τὸ τῷ κυρίῳ
5606670 Σε
παρίει : ὡς οὗτος ἤδη καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ . Σὲ δ ' ἐκ Ποτειδαίας ἔχοντ ' εὖ οἶδα δέκα
ὅτι καὶ ἑτέρωθι μεμνημένος περὶ αὐτῶν ἐν διθυράμβῳ τινὶ ” Σὲ δ ' ἐγὼ παρ ' ἁμὶν ” φησὶν „
5591941 νεανισκε
εὖ ἔχοντος , χαριέντως γ ' , ἔφη , ὦ νεανίσκε , τὸ σωμάτιον διάκεισαι . τί οὖν οἴει ,
. Ζήνων πρὸς τὸν πλείω λαλεῖν θέλοντα ἢ ἀκούειν ” νεανίσκε , ” εἶπεν , „ ἡ φύσις ἡμῖν γλῶτταν
5560364 πρεσβυτην
οὐκ ἔστιν ὅπως ἄν ποτε ἐπεχείρησας ὑπὲρ ἀνδρὸς θητὸς ἄνδρα πρεσβύτην πατέρα διωκάθειν φόνου , ἀλλὰ καὶ τοὺς θεοὺς ἂν
ληξιαρχικὸν γραμματεῖον καὶ κύριος ἐγένετο τῆς οὐσίας , παρωσάμενος ἄνδρα πρεσβύτην καὶ ἠτυχηκότα , θεῖον ἑαυτοῦ , τήν τε οὐσίαν
5466040 Ἀκουσον
ἀνὴρ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων : ἐπίταττε οὖν ὅτι βούλει . Ἄκουσον δή , εἰπεῖν τὸν Ἐρυξίμαχον . ἡμῖν πρὶν σὲ
δὲ σῶμα καὶ δόμων περιπτυχὰς καταιθαλώσῃ σου Λικυμνίαις βολαῖς . Ἄκουσον , αὕτη : παῦε τῶν παφλασμάτων : ἔχ '
5431704 Σμερδις
: ὃς ἐδόκεε ἐν τῷ ὕπνῳ ἀπαγγεῖλαί τινά οἱ ὡς Σμέρδις ἱζόμε - νος ἐς τὸν βασιλήιον θρόνον ψαύσειε τῇ
ὑποδύνειν κελεύῃ : εἰ γὰρ δὴ μή ἐστι ὁ Κύρου Σμέρδις ἀλλὰ τὸν καταδοκέω ἐγώ , οὔτοι μιν σοί τε
5430540 Νεμετωρ
κρύπτειν τὸν εἰργασμένον , ἀλλ ' εἰς μέσον ἄγειν . Νεμέτωρ δὲ παραδόξων τε λόγων ἀκούειν ἔφη καὶ παντὸς ἀναίτιος
. τῷ δὲ Πρόκᾳ δύο ἐγενέσθην υἱοί , πρεσβύτερος μὲν Νεμέτωρ , νεώτερος δὲ Ἀμούλιος . λαβόντος δὲ τοῦ πρεσβυτέρου
5430216 Ἱπποκρατες
μοι ἐφαίνετο ἐν τῇ γνώμῃ . Τί φὴς , ὦ Ἱππόκρατες , ἐν τῇ γνώμῃ σοι ἐφαίνετο ; τί οὖν
, ὁ δὲ τὸ διηνεκὲς οἰστρομανίην ἔχει τῆς ἀσελγείης . Ἱππόκρατες , μὴ γελάσω τὸν κλαίοντα δι ' ἔρωτα ,
5397612 Κυρε
δεξιὰν αὐτοῦ εἶπεν : Ὦ μέγα ἀγαθὸν σὺ τοῖς φίλοις Κῦρε , ὡς πολλήν με τοῖς θεοῖς ποιεῖς χάριν ὀφείλειν
τῆς ἐκ λόγων ἐπικουρίας . Ὅτε πρῶτον ἡμῖν , ὦ Κῦρε , φοιτήσας ἄγγελος ἐμήνυσεν ἥκειν , ἡγησάμεθά σε μουσικὸν
5384582 Ἀρχεδημον
εἰ Χρύσιππον ἀνέγνως ἢ Ἀντίπατρον . εἰ μὲν γὰρ καὶ Ἀρχέδημον , ἀπέχεις ἅπαντα . , . καὶ μὴν ἐγὼ
αὐτά τ ' ἔσται καὶ πάντα ἃ εἰρήκαμεν ; τὸν Ἀρχέδημον νῦν τε ὀρθῶς ἐποίησας πέμψας , καὶ τὸ λοιπόν
5366624 Ὑακινθου
λέγουσιν ἀδελφὴν ἀποθανοῦσαν ἔτι παρθένον . τοῦτο μὲν οὖν τοῦ Ὑακίνθου τὸ ἄγαλμα ἔχον ἐστὶν ἤδη γένεια , Νικίας δὲ
τὸ εἰκός ἐς τὰ Ὑακίνθια : εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Ὑακίνθου . μηδετέρους : Ἀθηναίους καὶ Βοιωτούς . κοινῇ νέμειν
5366571 Παυσαμενου
τὸν καιρὸν τοῦτον , εὔξεσθε πολλάκις ὅμοιον εὑρεῖν ἕτερον . Παυσαμένου δὲ τοῦ Οὐαλερίου παρελθὼν ὁ Σικίννιος οὐκ ἐξ ἑνὸς
ἁπάντων , οὐθενὸς ἔτι μοι δεήσει τῶν ἀνθρωπίνων ἀγαθῶν . Παυσαμένου δ ' αὐτοῦ μικρὸν ἡ Οὐετουρία ἐπισχοῦσα χρόνον ,
5363713 Τυδεως
: Μίμνερμος δέ φησι τὴν μὲν Ἰσμήνην προσομιλοῦσαν Θεοκλυμένῳ ὑπὸ Τυδέως κατὰ Ἀθηνᾶς ἐγκέλευσιν τελευτῆσαι . [ τὸ δὲ δρᾶμα
τοῦ δευτέρου ἔπαινον . πανηγυρικὸν δὲ καὶ δριμὺ περὶ τοῦ Τυδέως λέγων οὐκ εἶπεν ὅτι γίγας ἐστὶν ἢ γίγασιν ὅμοιος
5361300 Εὐθυφρων
Πολλὴ ἀνάγκη . Καὶ τῶν θεῶν ἄρα , ὦ γενναῖε Εὐθύφρων , ἄλλοι ἄλλα δίκαια ἡγοῦνται κατὰ τὸν σὸν λόγον
οὔ ; Οὐκ ἄρα τὸ θεοφιλὲς ὅσιόν ἐστιν , ὦ Εὐθύφρων , οὐδὲ τὸ ὅσιον θεοφιλές , ὡς σὺ λέγεις
5356766 ὑπωπτευε
ἐπ ' Αἴγυπτον . Ὁ δὲ ἐπιλέξας τῶν ἀστῶν τοὺς ὑπώπτευε μάλιστα ἐς ἐπανάστασιν ἀπέπεμπε τεσσεράκοντα τριήρεσι , ἐντειλάμενος Καμβύσῃ
ὕπνου βαθέος ἐφ ' ἑστίασιν αὐτὸν ἐκάλεσεν . ὁ δὲ ὑπώπτευε μέν τινα μηχανὴν καὶ ὤκνει τὸ πρῶτον . ὡς
5352350 χαριεντως
πλήττουσιν . πεποίηται ⌈ δὲ [ δ ' ] αὐτῷ χαριέντως . ἐδιδάχθη ἐπὶ ἄρχοντος Ἀμεινίου διὰ Φιλωνίδου ἐν τῇ
οὐκ ἔστιν ὄνομα ἀλλ ' ἐπίρρημα , ἀντὶ γὰρ τοῦ χαριέντως 〚 . Πρόσκειται πᾶν ὄνομα 〛 οὐδέτερον διὰ τὴν
5351284 καισαρ
Ῥωμαϊκοῦ στρατεύματος ἧτταν καὶ ὡς ἑάλωσαν ἄμφω ὅ τε θεῖος καῖσαρ καὶ ὁ τούτου υἱός , ὁ τῶν στρατευμάτων κατάρχων
τῷ κάμνοντι , ἐπεὶ γοῦν οὕτω ταῦτα συνέβη καὶ ὁ καῖσαρ τὸν εὐκλεῆ βίον εἰς τὸν μοναδικὸν μετήμειψεν , ὁ
5351238 Κνωσσῳ
αὐτοὶ δ ' ἠνδρωμένοι , καὶ ἧκον ἀφέντες τὰ ἐν Κνωσσῷ : τοῦ δὲ Λαγέτα θυγάτηρ ἦν ἡ μήτηρ τῆς
, ὃν ἐκεῖνος , ὥς φησιν Ὅμηρος , ἤσκησεν ἐν Κνωσσῷ τῇ Ἀριάδνῃ ; ἢ βελτίων μὲν ὁ δημιουργὸς τοῦ
5335128 Ἀντιλοχ
ὅτε τὸ δεύτερον ἁλεκτρυὼν ἐφθέγγετ ' . οἴμοι δείλαιος . Ἀντίλοχ ' , ἀποίμωξόν με τοῦ τριωβόλου τὸν ζῶντα μᾶλλον
ἔγειρεν . Ἀντίλοχον δ ' ὄτρυνε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος : Ἀντίλοχ ' οὔ τις σεῖο νεώτερος ἄλλος Ἀχαιῶν , οὔτε
5267549 μαστιγιαν
προστεταγμένον : τὰ δὲ αὐτὰ καὶ ἐν τοῖς ἐπιβάταις , μαστιγίαν μέν τινα ἐν προεδρίᾳ παρὰ τὸν κυβερνήτην καθήμενον καὶ
ἱερὸν Ἡρακλέους . ἐκλήθη δὲ ἀπὸ Μελίτης νύμφης , . μαστιγίαν δὲ ὡς πρὸς δοῦλον . θεράπαινα Περσεφόνης λέγει ταῦτα
5266249 φιλε
ἄλλων ὧν λέγεις πέρι μυθολογοῦντα . Ἔστι γάρ , ὦ φίλε Φαῖδρε , οὕτω : πολὺ δ ' οἶμαι καλλίων
γὰρ ἀποκαλύψας ἐγὼ λέγω . Ἐκ τῆς Πολιτείας „ Ὦ φίλε Ὅμηρε , εἴπερ μὴ τρίτος ἀπὸ τῆς ἀληθείας εἶ
5257839 νεικειων
ἔξω σπερχομένοιο γέροντος : ὃ δ ' υἱάσιν οἷσιν ὁμόκλα νεικείων Ἕλενόν τε Πάριν τ ' Ἀγάθωνά τε δῖον Πάμμονά
ῥ ' ἐλθὼν Ὀδυσῆα διώκετο οἷο δόμοιο , καί μιν νεικείων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ εἶκε , γέρον ,
5254773 καλεσασα
, οὔτε θεοπροπίης ἐμπάζομαι , ἥν τινα μήτηρ ἐς μέγαρον καλέσασα θεοπρόπον ἐξερέηται . ξεῖνος δ ' οὗτος ἐμὸς πατρώϊος
ἡ θεολογία , τὸν μὲν Ποσειδῶνα , τὸν δὲ Πλούτωνα καλέσασα : οὕτως τῶν δώδεκα θεῶν ὄντων πάντων διίων ὁ
5239922 Κεφαλου
παρὰ τοῦ ἀντιδίκου λεγόμενον , ὡς ἐκεῖνο ἀλλὰ τὸ τοῦ Κεφάλου καλὸν καὶ νὴ Δία εὔδαιμόν γε , ἢ ὅταν
φόνον . δεκάτῃ δὲ ὕστερον γενεᾷ Χαλκῖνος καὶ Δαῖτος ἀπόγονοι Κεφάλου πλεύσαντες ἐς Δελφοὺς ᾔτουν τὸν θεὸν κάθοδον ἐς Ἀθήνας
5232786 παι
ζῶν , πολλὰ δ ' εἰς Ἅιδου μολών , Φιλάμμονος παῖ , τῆς ἐμῆς ἥψω φρενός : ὕβρις γάρ ,
ἢ ἁπλῶς ὄνομα κύριόν τινος λέγει . . ἢ Στίλβωνος παῖ . διασύρει δὲ τοῦτον , ὡς παῖδα ἔχοντα .
5229221 ὀπαδον
καὶ Φόβος θεράποντες Ἄρεος . Φόβον ] τὸν τοῦ Ἄρεος ὀπαδόν . Φόβον ] εὕρηται δὲ καὶ φόνον . ὡρκωμότησαν
τὸν κόχλον τόνδε ἐκτρέπει τὴν μορφήν , αὐτὴ δὲ αἱρεῖται ὀπαδόν τε καὶ θεράποντα ἀντ ' ἐκείνου τὸν Ἔρωτα ,
5223249 βοωσιν
εἰπεῖν ; Ὡς σεμνὸς οὑπίτριπτος . Αἱ κνῆμαι δέ σου βοῶσιν ἰοὺ ἰού , τὰς χοίνικας καὶ τὰς πέδας ποθοῦσαι
. Ξ βάζους ' ] βοῶσι . βάζους ' ] βοῶσιν , ἀπειλοῦσιν . θ πόλει ] τῇ ἡμετέρᾳ .
5208655 Πυλαδης
. ἐνταῦθα ἐν ταῖς γραφαῖς Ὀρέστης ἐστὶν Αἴγισθον φονεύων καὶ Πυλάδης τοὺς παῖδας τοὺς Ναυπλίου βοηθοὺς ἐλθόντας Αἰγίσθῳ : τοῦ
' : ἀνδρείας δ ' ὕπο ἔστησαν ἀντίπρωιρα σείοντες βέλη Πυλάδης Ὀρέστης τ ' . εἶπε δ ' : Οὐχὶ
5203733 δωσων
. Ἐπῆλθες ἡμῖν ὡς μεμηνόσιν , ὦ Ἱππόκρατες , ἐλλέβορον δώσων , πεισθεὶς ἀνοήτοις ἀνδράσι , παρ ' οἷσιν ὁ
. Φερεκράτης Δουλοδιδασκάλῳ : νυνὶ δ ' ἀπόνιζε τὴν κύλικα δώσων πιεῖν , ἔγχει τ ' ἐπιθεὶς τὸν ἡθμόν .
5203671 λαλουντος
τις ἦν αὐτοῦ περὶ τὸ πρόσωπον , καὶ ἄκαιρος στωμυλία λαλοῦντος κατηγόρει καὶ αὕτη τὸν τρόπον αὐτοῦ . πάντα δὲ
γὰρ ἀπόχρη τὸ θεωρεῖν ἐρώμενον οὐδ ' ἀπαντικρὺ καθημένου καὶ λαλοῦντος ἀκούειν , ἀλλ ' ὥσπερ ἡδονῆς κλίμακα συμπηξάμενος ἔρως
5200288 κλυεις
ἠξίουν δούλους φονεύειν φασγάνοις ἐλευθέροις . τύχην τοιαύτην σῶν κασιγνήτων κλύεις . ἐγὼ μὲν οὖν οὐκ οἶδ ' ὅτῳ σκοπεῖν
ἀθυμίας : καὶ παραλύεταί μου τὰ μέλη ἐλαύνομαι ] διώκομαι κλύεις ] † ἤγουν ἤκουσας πραχθέντ ' ] ἃ ἐπράχθη
5198632 τωδε
ἡμῖν ἐστιν ὕστερος λόγος : τὼ δὲ πρεσβύτα δοκεῖ μοι τώδε δοῦναι τὴν δίκην διαφορηθῆναί θ ' ὑφ ' ἡμῶν
τ ' ἐμοῖσιν ἐμφερεῖς . καὶ γὰρ δύ ' ἐστὸν τώδε περιγραφὰ ποδοῖν , αὐτοῦ τ ' ἐκείνου καὶ συνεμπόρου
5198216 ποθεω
ἐναρμόζων ὅ τι δὴ θνητοῖσι κάλλιστόν τε καὶ ἔχθιστον : ποθέω γὰρ ἀκοῦσαι . ὁ δέ φησι : Ἡσίοδ '
] λον Ἑρμιόναν τε ? [ [ ] ! ων ποθέω νύκτ ? [ [ αἰγλοπόδαν ] ? [ [
5191410 παιδε
δὴ φάσκε Ποσειδάωνι μιγῆναι , καί ῥ ' ἔτεκεν δύο παῖδε , μινυνθαδίω δὲ γενέσθην , Ὦτόν τ ' ἀντίθεον
οὖν περόωντο μετὰ χρύσειον ἄεθλον Ἀργώης ἐπὶ νηὸς Ἰήσονι συμπονέοντες παῖδε Βορειόνεω Ζήτης Κάλαΐς τε κλεεννώ , οἰκτείραντε γέροντα κατέκτειναν
5189326 Οἰνειδης
? ? ? . “ ὣς ἔφατ ' : ] Οἰνείδης ? ? ? ? ? δὲ ? κατέστυγε μῦθον
ἐδαμάσσατο θῆρας . ἔξοχα δ ' ἐν σταδίοισιν ὀρειοτέροισι μόθοισιν Οἰνείδης ἤστραψεν ἐνυάλιος Μελέαγρος . ἄρκυας αὖτε βρόχους τε καὶ
5185517 παρακελευσει
ἐφ ' ἑτέροις ἀκμῆτας ἐπῆγε σὺν κλίμαξι καὶ βοῇ καὶ παρακελεύσει , προτρέπων ἅμα καὶ ἀπειλῶν καὶ παρακαλῶν , ὡς
ἡ βαρεῖα τάσις . Ὀρφῆος ἀνωγῇ : τῇ τοῦ Ὀρφέως παρακελεύσει , ὡς αὐτοῦ τῆς ὀρχήσεως προκαταρχομένου . βηταρμὸν δὲ
5185456 κασιγνητον
εἰσορᾶις ἥκοντα σόν . σύ τ ' αὖ πρόσωπον πρὸς κασίγνητον στρέφε , Πολύνεικες : ἐς γὰρ ταὐτὸν ὄμμασιν βλέπων
' ἐπόρουσε Κόωνι ἔχων ἀνεμοτρεφὲς ἔγχος . ἤτοι ὃ Ἰφιδάμαντα κασίγνητον καὶ ὄπατρον ἕλκε ποδὸς μεμαώς , καὶ ἀΰτει πάντας
5180401 ἐδακρυσε
κόμῃ δυσειδεῖ διὰ τὴν χρονίαν συνοχήν , ἀποστραφεὶς ὁ βασιλεὺς ἐδάκρυσε , καὶ ἐκέλευσεν αὐτὸν λουσάμενον ἀλλάξαι . ὁ δὲ
ἐξῄει τῶν Σάρδεων . καὶ ὁ Θεόδωρος τὸν συγγραφέα μεταπεμψάμενος ἐδάκρυσε τὴν ἔξοδον , καὶ ἀνδρὶ τἄλλα γε ἀτεράμονι καὶ
5171103 Θηβαιου
. . . . . . δραχ . αʹ ὀπίου Θηβαίου . . . . . . . δραχ .
τῇ σοφίᾳ πανταχῆ κατὰ τοὺς Ἕλληνας ὄντα . τέλος τοῦ Θηβαίου Ἱέρωνος . Θήρωνι Ἀκραγαντίνῳ ἅρματι . . . Τῆς
5162960 Εἰπας
σέο μεταγινώσκω μετίημί τέ σε ἰέναι ἐπὶ τὴν ἄγρην . Εἴπας δὲ ταῦτα ὁ Κροῖσος μεταπέμπεται τὸν Φρύγα Ἄδρηστον ,
ἐστί , ἄφετε λούσασθαι , λουσαμένας δὲ ὀπίσω προσδέκεσθε . Εἴπας ταῦτα , συνέπαινοι γὰρ ἦσαν οἱ Πέρσαι , γυναῖκας
5159996 ἀντιποινα
, κοὐκ ἀπήρκεσαν οὓς πρόσθε Μαραθὼν βαρβάρων ἀπώλεσεν : ὧν ἀντίποινα παῖς ἐμὸς πράξειν δοκῶν τοσόνδε πλῆθος πημάτων ἐπέσπασεν .
ὅτι ἐπὶ τιμῆι τοῦ Προμηθέως τὸν στέφανον περιτίθεμεν τῆι κεφαλῆι ἀντίποινα τοῦ ἐκείνου δεσμοῦ , καίτοι ἐν τῆι ἐπιγραφομένηι Σφιγγὶ
5159861 Ὀρεστην
' ἐπιών νιν βίοτος εὐδαίμων μένει . Ἄργους δ ' Ὀρέστην , Μενέλεως , ἔα κρατεῖν , ἐλθὼν δ '
ὁ χρήσας αὐτὸς ἦν ὁ μαρτυρῶν , ὡς ταῦτ ' Ὀρέστην δρῶντα μὴ βλάβας ἔχειν . ὑμεῖς δ ' ἐμεῖτε
5158366 σπευδοντα
μὴ θέλουσιν ἀγαθοῖς εἶναι μάταιον καὶ λέγειν καὶ ποιεῖν , σπεύδοντα ὅπως ἔσονται ἀγαθοί , τοῖς δὲ ἐθέλουσί γε καὶ
σταδιοδρομεῖν . Δεῖ , ὥσπερ Σειρῆνας τὰς ἡδονὰς παρελθεῖν τὸν σπεύδοντα τὴν ἀρετὴν ἰδεῖν , ὥσπερ πατρίδα . Οὔτε σῖτον
5155547 Ἀλεξανδρε
λόγον * καί φησι * καὶ δή σε , ὦ Ἀλέξανδρε , ἡ Ἀχερουσία καὶ καταιβάτις τρίβος δεξιώσεται λέγει δὲ
τοῦ βουλευομένου Ἀλεξάνδρου δρόμον ἀγωνίσασθαι Ὀλυμπίασιν ἔφη τις οὕτως : Ἀλέξανδρε , δράμε σου τῆς μητρὸς τὸ ὄνομα . Ἐν
5148657 λεξαντος
ὑμεῖς τἀναντία ἀξιοῦντες οὐκ ὀρθῶς ποιεῖτε . Τοιαῦτα τοῦ Φουφεττίου λέξαντος παραλαβὼν ὁ Τύλλος τὸν λόγον εἶπε : Τὸ μὲν
σοὶ μὴ χαρίζεσθαι καὶ τοῖσδε , ἄλλως τε καὶ σοῦ λέξαντος ὡς εἶπες , ἄξενόν τι καταφαίνεταί μοι καὶ ἄγριον
5147449 Ἐμε
ὄντες καὶ περὶ τὰς τῶν θεῶν τιμὰς ἀσχολούμενοι . . Ἐμὲ δ ' οὖν ἡ ψυχὴ διεγείρει εἰπεῖν , δόξαν
μὲν οὖν καὶ ὕστερον ἀπόδειξις ἔσται συμπροϊόντι τῷ λόγῳ . Ἐμὲ δὲ ἐπῆρεν ἐπιχειρῆσαι τῷ συγγράμματι μάλιστα μὲν ἡ τῶν
5146541 Ἡρακλεις
ἀλλ ' ἐν αὐτοῖς τοῖς ἄστροις ἐποιούμην τὴν ἀποδημίαν . Ἡράκλεις , μακρόν τινα τὸν ὄνειρον λέγεις , εἴ γε
βίῳ . ὑμεῖς οὖν προσέχετε καὶ μὴ παρακούετε . Ὦ Ἡράκλεις , ὡς εἰς μεγάλην τινὰ ἐπιθυμίαν ἐμβέβληκας ἡμᾶς ,
5140240 Διονυσοδωρος
. Αὐτίκα δέ γε , ἦ δ ' ὃς ὁ Διονυσόδωρος , ἄν μοι ἀποκρίνῃ , ὦ Κτήσιππε , ὁμολογήσεις
ἐρέσθαι [ τὸν Εὐθύδημον ] εἰ καὶ ὀρχεῖσθαι ἐπίσταιτο ὁ Διονυσόδωρος : ὁ δέ , Πάνυ , ἔφη . Οὐ
5130886 Δεινομαχος
ἀπιών . “ ” Νῦν οὖν , “ ἔφη ὁ Δεινόμαχος , ” οἶσθα κἂν ἐκεῖνο , ἄνθρωπον ποιεῖν ἐκ
καὶ αὐτῶν ἐκείνων εὐαγωγότεροι πρὸς τὸ ψεῦδος . ὁ γοῦν Δεινόμαχος , “ Εἰπέ μοι , ” ἔφη , “
5130234 Φιλοσοφιαν
ῥητορικὸν λόγον καὶ ἀνεκίνει τὴν πολιτικὴν δύναμιν . . . Φιλοσοφίαν δὲ πᾶσαν μὲν ἠσπάζετο [ . ] καὶ πρὸς
ὀβολῶν ἕκαστον εἶδος αὐτῆς τῶν λόγων . Ὁρᾶτε μὴ οὐ Φιλοσοφίαν οὗτός γε ἀλλὰ γόητας ἄνδρας ἐπὶ τῷ ἡμετέρῳ ὀνόματι
5124126 εὐνατειρα
τοῦ στρατοῦ . . θεοῦ μὲν ] τοῦ Δαρείου . εὐνάτειρα ] σύνοικος . θεοῦ δὲ ] τοῦ Ξέρξου .
: Μοῦσαν δ ' ὀθνείαν οὔτιν ' ἐφελκυσάμαν . Οὐδενὸς εὐνάτειρα Μακροπτολέμοιο δὲ μάτηρ μαίας ἀντιπέτροιο θοὸν τέκεν ἰθυντῆρα ,
5121390 συνεχαιρον
ὅπη τὸ πρᾶγμα πεσεῖται , καὶ ἀναφανέντες ἐπὶ τῷ τέλει συνέχαιρον , ὥσπερ οἱ Λακεδαιμόνιοι μετὰ τὴν ἐν Μαραθῶνι μάχην
καὶ ὑετὸς οὐ πολὺ ὕστερον . ὥσθ ' οἱ μὲν συνέχαιρον ὡς οὐ προεξῆλθον , οἱ δ ' ἐθαύμαζον τῆς
5112858 σπουδηι
πρὸς Ἡρακλέα λέγων : ἔα , τί χρῆμα ; δέρκομαι σπουδῆι τινα δεῦρ ' ἐγκονοῦντα καὶ μάλ ' εὐτόλμωι φρενί
νενομίσθαι , καθ ' ἣν ἡμέραν Ἴων ὁ Ξούθου ἐβοήθησε σπουδῆι πολλῆι πολεμουμένοις Ἀθηναίοις ὑπὸ Εὐμόλπου τοῦ Ποσει - δῶνος
5109303 καταγελασας
καὶ τῆς γε μητρὸς ἐρομένης αὐτὸν τί ταῦτα ληρεῖ , καταγελάσας αὐτῆς , Ἀλλὰ ἢν τὸν λῆρον τοῦτον , ἔφη
τυγχάνει ἡ δόξα τοῦ θρόνου σου ; σὺ εἶ ὁ καταγελάσας τῶν ἀδικούντων καὶ ἁμαρτανόντων , νυνὶ δὲ ἐγένου εἰς
5109285 Περιλαον
διήγησιν , τοῦ ἀνατιθέντος ἐμοῦ τοὔνομα , τὸν τεχνίτην τὸν Περίλαον , τὴν ἐπίνοιαν τὴν ἐκείνου , τὴν δικαιοσύνην τὴν
μᾶλλον προῆγεν ὡς ἀρχηγὸν γεγονότα μεγάλου προτερήματος , τὸν δὲ Περίλαον καὶ τῶν ἄλλων αἰχμαλώτων τινὰς ἀπέλυσεν , ἐλθούσης περὶ
5103153 Ἐρυξιμαχε
ἔστιν ἅμα πατὴρ τοῦ λόγου . Οὐδείς σοι , ὦ Ἐρυξίμαχε , φάναι τὸν Σωκράτη , ἐναντία ψηφιεῖται . οὔτε
λέγεις ; εἰπεῖν τὸν Ἀλκιβιάδην : δοκεῖ χρῆναι , ὦ Ἐρυξίμαχε ; ἐπιθῶμαι τῷ ἀνδρὶ καὶ τιμωρήσωμαι ὑμῶν ἐναντίον ;
5098638 ἀμπελουργε
ἡλίῳ ἀνίσχοντι καὶ τεύξει οὗ βούλει . Πείθομαί σοι , ἀμπελουργέ , καὶ οὕτως ἔσται : πλεύσαιμι δὲ μήπω ,
ἤρατο κοὐ πέσε Τροία . Δαιμονίως γε ὁ Ἀχιλλεύς , ἀμπελουργέ , καὶ ἐπαξίως ἑαυτοῦ τε καὶ τοῦ Ὁμήρου .
5094021 διαλεγομενου
πνευστιᾷς , κἀκείνου ἔνδον τινὶ τῶν φίλων πρὸς ὃν ἦλθεν διαλεγομένου , μηδὲ ὅπου καθίζῃς ἔχων ὀρθὸς ὑπ ' ἀπορίας
τε καὶ καλῷ . ἐγὼ δὲ ἡδέως μὲν ἀκούω Σωκράτους διαλεγομένου , ἀναγκαῖον δέ μοι ἐπιμεληθῆναι τοῦ ἐγκωμίου τῷ Ἔρωτι
5083793 ἀναγελασας
τῆς Ἀλβανίδος λίμνης καὶ τὰ παλαιὰ περὶ αὐτῆς προειδὼς θέσφατα ἀναγελάσας : οἷον , ἔφησεν , ἐστὶν ἀγαθὸν τὸ προειδέναι
τοῦ ἀναγράψαι τάσδε : καθημένων ποτὲ αὐτῶν ἐς τὸ Ἡράκλειον ἀναγελάσας ὁ Μένιππος , ἀναμέμνητο δὲ ἄρα τοῦ Νέρωνος ”
5080716 γελασας
κατὰ παιδίων προυνικῶν ἕτοιμον ὠνήσω μορμολύκιον . “ ὁ δὲ γελάσας λέγει ” Αἴσωπε , εἴσελθε εἰς τὸν ἐνδότερον τρίκλινον
λαβὼν καὶ τοὺς τῶν ἀδικησάντων σε ὁμήρους προσλαβὼν ἄπιθι . γελάσας ὁ Ξενοφῶν εἶπεν : Ἢν οὖν μὴ ἐξικνῆται ταῦτ
5065784 πρεσβυτου
, τέκνον : ὡς παῖς ἔτ ' ἀπτὴν πούς τε πρεσβύτου φιλεῖ χειρὸς θυραίας ἀναμένειν κουφίσματα . εἶἑν , πάρεσμεν
καὶ γυμνὸν ἐκεῖσε ἥκοντα . Ἤδη γάρ ποτε καὶ ἄλλοτε πρεσβύτου ἀνδρὸς ἤκουσα διεξιόντος ὅπως τὰ ἐκεῖ πράγματα ἔχοι ,
5057944 ἀμησαι
τοῖς Αὐτομόλοις ἔφη ἵνα τὰ λῇα συγκαρκινωθῇ . τὸ δὲ ἀμῆσαι καὶ θερίσαι : καὶ τὸ πρᾶγμα οὐ μόνον θέρος
τῶν ὑποδημάτων ἔλεγον ὡς Αἰσχίνης ὁ Σωκρατικός . τὸ δὲ ἀμῆσαι καὶ θερίσαι : καὶ τὸ πρᾶγμα οὐ μόνον θέρος
5056823 Ἰασῳ
. εἰ δὲ Γλαύκης τῆς κιθαρῳδοῦ κριὸς ἥττητο καὶ ἐν Ἰασῷ δελφὶς ἐφήβου , τί κωλύει καὶ δράκοντα ἐρασθῆναι νομέως
καὶ τὸν βίον ἐκλιπούσῃ συναποθανεῖν . δελφῖνα δ ' ἐν Ἰασῷ παιδὸς ἐρασθῆναι λόγος , ὡς ἱστορεῖ Δοῦρις ἐν τῇ
5054187 ἀδελφεον
ἐγγὺς ὄντων θανάτου . ἀδελφεόν ] τοῖς κακοῖσι βάζει . ἀδελφεόν ] + ἀδελφόν . ἐξυπτιάζων ] ἀναπτύσσων , ἐτυμολογῶν
οἱ Πέρσαι ὕπαρχον ἐπιστᾶσι Λυκάρητον τὸν Μαιανδρίου τοῦ βασιλεύσαντος Σάμου ἀδελφεόν . Οὗτος ὁ Λυκάρητος ἄρχων ἐν Λήμνῳ τελευτᾷ .
5053040 Ἀλκαθουν
Ἱππόστρατον : Αἰολοπέα : Πείραντα : Ἀκαρνᾶνα : Ἱππομέδοντα : Ἀλκάθουν : Εὐρύαλον : Εὐρύμαχον : Κρόκαλον : Ἀκρόκομον :
δὲ τοῦτον ἐκάλεσεν , ἐπειδὴ τοὺς Μελαίνης ἀπέκτεινε παῖδας , Ἀλκάθουν καὶ Λυκάνορα . . . κακοῖσι βάζει ] κακολογεῖ
5043980 φιλησον
λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . Λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . πολλῶν μαθητῶν γενομένων ἐμοί , Λύκε
τῇ πρὸς τὸ ἀνὰ μέσον ἀρετῆς καὶ κακίας ἀδιαφορίᾳ . φίλησον τὸ ἀνθρώπινον γένος . ἀκολούθησον θεῷ . ἐκεῖνος μέν
5043221 γεροντιον
ἱστορίαν ὅτι πρῶτοί τε καὶ αὐτόχθονες οἱ Ἀθηναῖοι . ΓΘ γερόντιον : αἰνίττεται ὅτι πρωτογόνοι οἱ Ἀθηναῖοι . ὑπόκωφον δὲ
καὶ φονεύειν γύναια μεμηνότα καὶ θηλυμίτρην ἄρχοντα καὶ μεθύον σμικρὸν γερόντιον καὶ ἡμίτραγον στρατιώτην ἄλλον καὶ γυμνήτας ὀρχηστάς , πάντας
5041667 ἀδελφε
ἀγνοεῖ δοκῶν ἐπίστασθαι : οἷον αἴνιγμα μέν ἐστι τό : ἀδελφὲ ἐμὲ καὶ ὑιὲ τῆς ἐμῆς γυναικὸς ἄπελθε καὶ εἰπὲ
Ἁβραὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ : Ἐλθέ , ἔγγισόν μοι , ἀδελφὲ , καὶ καθέζου ὀλίγην ὥραν ἵνα προστάξω ἐνεχθῆναι ζῶον
5034118 Μενελαον
δοθῆναι πρὸς τοῦ θεοῦ Πέλοπι γαμοῦντι : αὖθίς τε εἰς Μενέλαον ἐλθεῖν καὶ σὺν τῆι Ἑλένηι ἁρπασθέντα ὑπὸ Ἀλεξάνδρου ῥιφῆναι
φονεύει . Δύο δὲ μεγίστους κριοὺς κατασχὼν ὡς Ἀγαμέμνονα καὶ Μενέλαον δέσμευσας ἐμάστιξε καὶ κατεγέλα τούτων μαινόμενος . Ὕστερον δὲ
5033690 Συ
περὶ τῆς ὁδοῦ ἐπεθύμει δὲ ὥσπερ καὶ ὁ πατήρ . Σὺ δ ' αὐτῷ λέγεις , Νίκην σοι φαίνουσι θεοὶ
πάσχουσιν , οἱ μὲν ἐπιπηδήσαντες , αἱ δὲ κατανωτισάμεναι ; Σὺ δέ με ἀξιοῖς συγκατακλινῆναι καὶ ταῦτα γυμνήν ; Καίτοιγε
5030827 Ἀδμητου
, ἦν ἡ Ἀθηνᾶ διὰ τὸν Ἕκτορα , καὶ χάριν Ἀδμήτου Φοῖβος ὁ ἀκερσεκόμης τὰς εἰλίποδας βοῦς ἐποίμαινε , καὶ
οὐ χεῖρον δὲ καὶ αὐτὸ εἰπεῖν , Γαῖα λάβ ' Ἀδμήτου ἔλυτρον , βῆ δ ' εἰς θεὸν αὐτός ,
5027204 μειδιασας
λατομίας . τότε μὲν οὖν διὰ τὴν εὐτραπελίαν τῶν λόγων μειδιάσας ὁ Διονύσιος ἤνεγκε τὴν παρρησίαν , τοῦ γέλωτος τὴν
αἴλουρος ἀπ ' Αἰγύπτου ἦλθεν εἰς Βαβυλῶνα ” ; κἀκεῖνος μειδιάσας φησί : „ καὶ πῶς , ὦ βασιλεῦ ,
5023286 Γλαυκωνος
τὴν ἐν τῇ πόλει πορευτὴν ὁδόν . Ἡρακλέων δὲ ὁ Γλαύκωνος παρὰ τὸ ἀίσσω φησίν . ἔστι δὲ ὡς παρὰ
ἄλλον μηδὲ γενέσθαι πώποτε , εἰ μὴ Ἱππόνικον ἐκ τῆς Γλαύκωνος θυγατρός : ἢ ἐξώλη εἶναι καὶ αὐτὸν καὶ τὴν
5020751 Πανθεια
οὐδείς μου τὴν παρθενίαν κατῄσχυνε . ” καταπεσοῦσα οὖν ἡ Πάνθεια πάλιν ἔστενεν . ἡμεῖς δὲ ἐσκοποῦμεν , καθ '
ἡ δὲ τροφὸς ἀνωλοφύρατό τε καὶ περιεκάλυπτεν ἄμφω ὥσπερ ἡ Πάνθεια ἐπέστειλεν . ὁ δὲ Κῦρος ὡς ᾔσθετο τὸ ἔργον
5006823 Τηλεμαχος
οἱ μὲν ἔπειτα ἀσπάσιοι λέκτροιο παλαιοῦ θεσμὸν ἵκοντο : αὐτὰρ Τηλέμαχος καὶ βουκόλος ἠδὲ συβώτης παῦσαν ἄρ ' ὀρχηθμοῖο πόδας
ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο , δὴ τότε Τηλέμαχος καὶ Νέστορος ἀγλαὸς υἱὸς ἵππους τ ' ἐζεύγνυντ '
5004665 ἠνιατο
. κέσκετο ἔκειτο . κήδεα ἀνιάματα , λῦπαι . κήδετο ἠνιᾶτο . δηλοῖ δὲ καὶ τὸ ἐφρόντιζεν . καὶ κήδων
ὁ Ἀλέξανδρος ἀπηλλάγη μετ ' αὐτῆς , ὅ τε Μενέλαος ἠνιᾶτο τῆς μνηστείας ἀποτυχὼν καὶ τὸν ἀδελφὸν ᾐτιᾶτο , καὶ
5000154 δακρυσαι
, τὰ ῥήματα δὲ τοῖς ῥήμασι , τῷ δὲ μὴ δακρύσαι τὸν Σωκράτην μόνον τὸ μηδὲ τοῦτον . δεομένων δὲ
βασιλέως αὐτῶν ἀποθανόντος , ἠναγκάσθησαν πάντες ὑπὸ τῆς αὐτοῦ γυναικὸς δακρύσαι . Μένε βοῦς ποτε βοτάνην : ἐπὶ τῶν βραδέων
4999616 Πολυξενη
οὐδαμόθεν ὁρῶ φιλίαν γενησομένην . εἴτε γὰρ αὐτῷ ποτε συγκαθεύδουσα Πολυξένη λάβοι τι τοιοῦτον εἰς νοῦν : τοὺς ἐμοὺς οὗτος
συνοικῆσαι τῷ πάντων ἐχθίστῳ . ἔστι δὲ ταύτης καὶ ἡ Πολυξένη τῆς γνώμης . ὡς γὰρ ἐκ τῶν βασιλείων ἕτοιμος
4999246 Νεμετορος
τῶν νεανίσκων μητροπάτωρ : τῶι δ ' ἑξῆς ἔτει τῆς Νεμέτορος ἀρχῆς , δευτέρωι δὲ καὶ τριακοστῶι καὶ τετρακοσιοστῶι μετὰ
ἦσαν ἀμφίλογόν τι περὶ τῆς νομῆς αὐτοῖς γίνεται πρὸς τοὺς Νεμέτορος βουκόλους , οἳ περὶ τὸ Αὐεντῖνον ὄρος ἀντικρὺ τοῦ
4998882 ὀρσο
ὅτου χάριν αὐτὸν ἐπεβοήσατο . τὸ δὲ ἀντεφθέγξατο πρὸς τὸ ὄρσο ἔχει τὴν δύναμιν καὶ πάγκοινον τὸν χῶρον καλεῖ διὰ
ἀκολούθει εἰς τὴν ἐσομένην πάγκοινον χώραν , τὴν Ὀλυμπίαν . ὄρσο τέκνον δεῦρο : ταῦτα παρὰ Ἀπόλλωνος πρὸς Ἴαμον :
4986769 Φρυνῃ
ἔπασχε διηκρίβωσεν Ἔρωτα , ἐξ ἰδίης ἕλκων ἀρχέτυπον κραδίης , Φρύνῃ μισθὸν ἐμεῖο διδοὺς ἐμέ . ἐκλογήν τε αὐτῇ τῶν
, ὥς φησιν Ἕρμιππος . ὁ δὲ Ὑπερείδης συναγορεύων τῇ Φρύνῃ , ὡς οὐδὲν ἤνυε λέγων ἐπίδοξοί τε ἦσαν οἱ
4980773 προμαντις
χρησμῳδοῦντας καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ ; ἢ διότι ἡ μὲν πρόμαντις καθίζουσα ἐπὶ τρίποδος , ἐμπιμπλαμένη δαιμονίου πνεύματος , χρησμῳδεῖ
' ἄγει νιν , ἁ δ ' ἐφείπετ ' οὐ πρόμαντις ὧν ἔμελλεν : ὁ δὲ συνεργὸς ἄλλ ' ἔπρασς
4980125 Ἑκαβη
υἱός . κατεχρήσατο οὖν οὕτως εἰπών : ἦν γὰρ ἡ Ἑκάβη ἐν τῇ τοῦ Ὀδυσσέως σκηνῇ , ὁ δὲ χορὸς
εἰς τὸ ἄκρον τοῦ ἱστοῦ . καὶ πάλιν φησὶν ἡ Ἑκάβη : ἀνέλθω , ἀλλὰ πτερὰ φύσασα ἐν τοῖς νώτοις
4976468 σοφω
ἐπιστημῶν τὰς ἀρχάς . ὥστε πρότερός ἐστιν ὁ ἔμπειρος καὶ σοφώ - τερος τῶν ὁποιανοῦν ἐχόντων αἴσθησιν , ἐπειδὴ ἀνάγει
τὸν Κλεινίαν : Ὦ Κλεινία , τώδε μέντοι τὼ ἄνδρε σοφώ , Εὐθύδημός τε καὶ Διονυσόδωρος , οὐ τὰ σμικρὰ
4972612 Λεαρχος
, ὡς καὶ Ἑλλάνικος μαρτυρεῖ . Ἰνοῦς δὲ καὶ Ἀθάμαντος Λέαρχος καὶ Μελικέρτης . , : Τούτους δὲ Ἡρόδωρός φησιν
Ἕλλην κατὰ Πακτύην φησὶν Ἑλλάνικος . Ἰνοῦς δὲ καὶ Ἀθάμαντος Λέαρχος καὶ Μελικέρτης . τόν ῥα χρύσειον : λέγεται γὰρ
4971496 Θωνις
καὶ τὸν τοῦ στόματος τούτου φύλακον , τῷ οὔνομα ἦν Θῶνις . Ἀκούσας δὲ τούτων ὁ Θῶνις πέμπει τὴν ταχίστην
πάλαι ἐπεπλήρωτο ὄφεων πολλῶν τε καὶ διαφόρων . ἐπεὶ δὲ Θῶνις ὁ τῶν Αἰγυπτίων βασιλεὺς λαβὼν παρακαταθήκην τὴν Διὸς Ἑλένην
4966763 Τερψιων
Θηβαῖος καὶ Κέβης καὶ Φαιδώνδης καὶ Μεγαρόθεν Εὐκλείδης τε καὶ Τερψίων . Τί δέ ; Ἀρίστιππος καὶ Κλεόμβροτος παρεγένοντο ;
γέροντα Θούκριτον ζῆν ἔτι ; Δικαιότατον μὲν οὖν , ὦ Τερψίων , εἴ γε ὁ μὲν ζῇ μηδένα εὐχόμενος ἀποθανεῖν
4958876 σιωπῃ
ἔφαθ ' , οἱ δ ' ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ μῦθον ἀγασσάμενοι : μάλα γὰρ κρατερῶς ἀγόρευσεν . ὅτι
, ἀπὸ τῆς ἀκτῆς λέγων , ὁρᾷς , ἐγὼ κάθημαι σιωπῇ . καί μοι δοκεῖς κατὰ τὴν παροιμίαν τὸν ὑπὸ
4956016 Ἀληθη
εὑρόντες ἐπειθόμεθ ' ἄν , ἄμουσον δέ , ἠπιστοῦμεν ; Ἀληθῆ . Νῦν δέ γ ' , οἶμαι , εἴ
οἶμαι οὕτω καλῶς ὡς δρεπάνῳ τῷ ἐπὶ τούτῳ ἐργασθέντι . Ἀληθῆ . Ἆρ ' οὖν οὐ τοῦτο τούτου ἔργον θήσομεν
4955802 ἐξεταζω
σοι ταῦτα εἴτε μή : τὸν γὰρ λόγον ἔγωγε μάλιστα ἐξετάζω , συμβαίνει μέντοι ἴσως καὶ ἐμὲ τὸν ἐρωτῶντα καὶ
: καὶ οὐ τὸ δυστύχημα ὀνειδίζω , τὸν δὲ τρόπον ἐξετάζω : ἐν γὰρ τούτοις κώλοις ὁμοία ἡ τελευτὴ γέγονεν
4944523 υἱεα
καὶ υἷα : νὺξ δὲ μί ' ἧμιν ἔφηνε καὶ υἱέα πατρὶ γέροντι ἤπιον ἐκπάγλως καὶ ἀμεμφέα παιδὶ τοκῆα .
, οὐ μεῖον ἤ , ὡς λόγος , τὸν Κροίσου υἱέα . καὶ τὴν κύνα δὲ ἀνακαλεῖν ἀγαθόν : χαίρουσιν
4944041 ὁσιου
φησίν . Εὐθύφρονα δὲ τῷ πατρὶ γραψάμενον ξενοκτονίας δίκην περὶ ὁσίου τινὰ διαλεχθεὶς ἀπήγαγε . καὶ τὸν Λύσιν δὲ ἠθικώτατον
Γραφὴ ἡ δημοσία . Πλάτων ἐν τῷ Εὐθύφρων ἢ περὶ ὁσίου : ” οὔτοι δὴ Ἀθηναῖοί γε , ὦ Εὐθύφρον
4940890 γεροντ
σε μήτηρ ; ἐγὼ μὲν οὐκ ἰδὼν τἀκεῖ κακὰ δακρύοις γέροντ ' ὀφθαλμὸν ἐκτήκω τάλας . ἓν γοῦν λόγοισι τοῖς
' ἄμμοροι τέκνων . τί σοι πρὸς Ἕκτορ ' ἢ γέροντ ' εἴπω πόσιν ; ἄγγελλε πασῶν ἀθλιωτάτην ἐμέ .
4939335 σωφρονουντα
καὶ τὴν ἐκ ταύτης αἰσχύνην ; ἐγὼ γὰρ ἡγοῦμαι τὸν σωφρονοῦντα μὲν εὐδοξεῖν , τὸν δὲ βίᾳ τὴν ἡδονὴν μετιόντα
ἔχειν , ἐξαλειψάτωσαν ἐν οἷς γράφουσιν μήτε τοῦ μαινομένου τὸν σωφρονοῦντα μήτε τοῦ νοσοῦντος τὸν ὑγιαίνοντα μήτε τοῦ κοιμωμένου τὸν
4937122 σχετλιε
μοῦνος ἀνδρῶν ἔπρηξας ; τὰ οὐ πάμπαν ἐπαινέω . ὦ σχέτλιε , ὃς τοιάδε ἔτλης , οἷα μήτε σὲ παθέειν
μ ' ὁρῶν τὸν προστρόπαιον , τὸν ἱκέτην , ὦ σχέτλιε ; Ἀπεστέρηκας τὸν βίον τὰ τόξ ' ἑλών :
4929721 Χαιρε
δι ' ἧς οἱ κατάδικοι τὴν ἐπὶ θανάτου ἐξάγονται . Χαῖρε φίλον φῶς : γραῦς θέλουσα ἀκολασταίνειν γυμνὴ , ἵνα
ῥοδοδάκτυλος οὖσα ; Ποιμὴν καθέστηκ ' αἰπόλος καὶ βουκόλος . Χαῖρε χρυσόκερω βαβάκτα κήλων , Πάν , Πελασγικὸν Ἄργος ἐμβατεύων

Back